Με το ένα του χέρι
γύρω από την μέση της να την κρατά σταθερά επάνω του, με το άλλο να της
χαϊδεύει τα μαλλιά και τα μάγουλα τους να αγγίζονται απαλά, ο Φράνσις ένιωθε
ότι βρισκόταν στον παράδεισο, έναν παράδεισο που δεν ήθελε να αποχωριστεί ποτέ
του.
«Νομίζω ότι πρέπει να
γυρίσω στο δωμάτιο μου» ψιθύρισε η Μάριαν απρόθυμα. Tην
κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.
«Λίγο ακόμα…» την παρακάλεσε.
«Μόνο λίγο ακόμα» την ικέτεψε ξανά και καθώς το δάχτυλο του που χάιδευε το
μάγουλο της άγγιξε την άκρη των χειλιών της η ανάσα του κόπηκε στην μέση. «Μόνο
λίγο ακόμα» μουρμούρισε ξανά κάτω από τον αναστεναγμό του χωρίς να μπορεί να
απομακρύνει την ματιά του από τα γλυκά της χείλη.
Η Μάριαν νιώθοντας να
ανατριχιάζει ολόκληρη από το απαλό του άγγιγμα από αυτό το περίεργο του βλέμμα
έμεινε να τον κοιτά με την ανάσα της να γίνεται όλο και πιο γρήγορη. Δεν ήταν
ότι δεν ήταν ένα τολμηρό κορίτσι - σε μια μάχη τώρα θα είχε κάνει κομμάτια τον
αντίπαλο - αλλά να πάρει το θάρρος να τον φιλήσει πρώτη εκείνη; Δεν ήξερε αν
είχε το δικαίωμα αυτό.
Στον διάολο οι
κανόνες… είπε με πείσμα μέσα της και σβήνοντας την απόσταση που τους χώριζε του
πρόσφερε τα χείλια της τόσο αβίαστα που ο Φράνσις στην αρχή ξαφνιάστηκε.
«Ω! Γλυκιά μου
Μάριαν, το ορκίζομαι, ώρες – ώρες με τρομάζεις τόσο πολύ» παραδέχτηκε ανοιχτά
και η Μάριαν ντροπιασμένη έκανε πιο πίσω.
«Σ-συ-γνώμη, απλά…
απλά νόμιζα…» δεν μπορούσε να ολοκληρώσει την φράση της.
«Είσαι τόσο γλυκιά
όταν τα χάνεις…» είπε προσπαθώντας με μεγάλο κόπο να μην γελάσει δυνατά. «Αυτό
το τραύλισμα με τρελαίνει» συνέχισε και η Μάριαν τον σκούντησε με τον ώμο της
για να τον κάνει να σταματήσει αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να τον κάνει να
γελάσει περισσότερο.
«Ωραία, τώρα θα έχεις
άλλον έναν λόγο να με κοροϊδεύεις» μουρμούρισε η Μάριαν αποκαρδιωμένη.
«Να σε κοροϊδεύω;»
ρώτησε δύσπιστα και βάζοντας το χέρι του να ακουμπήσει πάνω στο μάγουλο της της
επέβαλε να τον κοιτάξει. «Όχι δεν σε κοροϊδεύω πραγματικά μου αρέσει» της είπε
σοβαρός και η Μάριαν πήρε μια βαθιά ανάσα και έμεινε να τον κοιτά χωρίς να
ξέρει πώς να αντιδράσει.
«Έχεις δίκιο,
καλύτερα να σε γυρίσω στο δωμάτιο σου» είπε μετά από λίγο σπάζοντας πρώτος ξανά
αυτήν την σύντομη αλλά τόσο ηλεκτρισμένη σιωπή.
Δεν ήθελε να την
γυρίσει, ήθελε αν ήταν δυνατόν να την κρατήσει κοντά του ακόμα και για το
υπόλοιπο βράδυ αλλά ήξερε ότι δεν ήταν σωστό και δεν ήθελε με τίποτα ούτε να
την τρομάξει αλλά ούτε και να την εκθέσει. Μια μέρα θα γινόταν γυναίκα του και
τότε θα είχε την ευκαιρία να είναι μαζί της όπως ακριβώς θα ήθελε να είναι μαζί
της αυτήν την στιγμή.
Θα περιμένω, όσο και
να χρειαστεί, θα περιμένω… έδωσε βαρύ όρκος στον ίδιο του τον εαυτό και μόλις
την βοήθησε να ξαπλώσει στο κρεβάτι της, της έδωσε να κρατήσει το αγαπημένο της
βιβλίο αγκαλιά, την σκέπασε μέχρι τους ώμους και γέρνοντας κοντά της άφησε ένα
απαλό φιλί πάνω στα χείλια της.
«Καληνύχτα αγαπημένη
μου» της είπε με πάθος και η Μάριαν από το ξάφνιασμα έμεινε να τον κοιτά χωρίς
να μπορεί να συνειδητοποιήσει τι είχε πει μόλις. Πραγματικά το εννοούσε;
«Καληνύχτα πρίγκιπα
μου» του ανταπέδωσε και χαμογελώντας της ο Φράνσις πήρε το κερί που είχε φέρει
μαζί του και την άφησε να κοιμηθεί.
Οι τελευταίες
ηλιόλουστες μέρες έδειχναν να φτάνουν στο τέλος τους αλλά πριν αρχίσουν να
απλώνονται τα πρώτα χιόνια όλο το κάστρο δεν έχανε την ευκαιρία για μια βόλτα
στους τεράστιους κήπους του. Ανάμεσα τους και η Μάριαν. Ήταν άλλη μια βασιλική
διαταγή και παρόλο που ήθελε να την αρνηθεί όσο τίποτα ωστόσο δεν μπορούσε να
το κάνει.
Η βασίλισσα είχε
αρχίσει να κάνει τα αδύνατα δυνατά ώστε να γεμίσει την πλήξη της με διάφορες
ασχολίες αλλά η Μάριαν δεν ένοιωθε ότι το έκανα από οίκτο. Αυτή η γυναίκα πάντα
την τρόμαζε και τον τελευταίο καιρό ακόμα περισσότερο. Μπορούσε να ανεχτεί τον
απότομο χαρακτήρα της, τις απαράδεκτες απαιτήσεις της αλλά τον καλό της
χαρακτήρα… όχι αυτόν δεν μπορούσε να τον δει με καλό μάτι. Η Μάριαν πάντα
ένιωθε ότι σε κάθε της καλή πράξη από πίσω κρυβόταν κάποιο διαβολικό σχέδιο που
θα την έκανε να πονέσει και δεν είχε πέσει έξω.
Καθισμένη στο ίδιο
παγκάκι που καθόταν και εχθές ένιωθε να δυσφορεί. Το κρύο είχε αγγίξει τα
κόκκαλα της, η απομόνωση αυτή την έκανε να βαριέται αφόρητα. Χωρίς την παρέα
του αγαπημένου της βιβλίου που η μαντάμ ‘Ο μοντίε’ είχε επιμείνει να μην το
πάρει μαζί της. Ακόμα και η ίδια η ‘Ο μοντιέ’ σήμερα ήταν ακόμα πιο αβάσταχτη
από όλες τις άλλες φορές.
Τα μαθήματα ηθικής,
συμπεριφορά και γλώσσας που της παρέδιδε για να της αποσπάσει την προσοχή την
έκαναν να αγανακτεί. Αν ήταν να κάνουν μάθημα αντί για βόλτα γιατί στο καλό δεν
έμεναν μέσα στο ζεστό της δωμάτιο; Τουλάχιστον εκεί θα μπορούσε να της
απαντήσει χωρίς να της πονάει το κεφάλι από την παγωνιά.
Πάνω που ήταν έτοιμη
να ζητήσει να αποσυρθούν στο δωμάτιο της για να συνεχίσουν, η μαντάμ ‘Ο μοντιέ’
έκανε μια βαθιά υπόκλιση προς την βασίλισσα της και ζητώντας συγνώμη από την
Μάριαν άρχισε να πλησιάζει προς το σημείο όπου βρισκόταν η βασίλισσα και οι
ακόλουθες της. Η Μάριαν δεν τους έδωσε σημασία, δράττοντας την ευκαιρία έριξε
μια ματιά γύρω της. Όλα φαίνονταν τα ίδια. Οι κάτοικοι του παλατιού απολάμβαναν
έναν τελευταίο περίπατο στον καθαρό αέρα, τα μικρά παιδιά ήταν όπως πάντα
εξαφανισμένα και απομονωμένα σε ένα μέρος όπου δεν θα τολμούσαν να τους
ενοχλήσουν ή να λερώσουν τα πανάκριβα κουστούμια τους ενώ τα μεγαλύτερα παιδιά,
σχηματίζοντας πηγαδάκια, γέλαγαν με αστεία που, από όσο της είχε πει ο Φράνσις,
λόγο του μικρού της ηλικίας της εκείνη δεν θα καταλάβαινε.
Καθώς η ματιά της
έπεσε πάνω στον αγαπημένο της πρίγκιπα διαπίστωσε με μεγάλη χαρά, ότι δεν ήταν
μόνος. Μπορεί η Κένα να μην ξεκολλούσε από επάνω του αλλά εκείνος, από όσο
μπορούσε να διακρίνει, σήμερα δεν της έδινε και ιδιαίτερη σημασία. Μιλώντας με
άλλα παιδία της ηλικίας του, χαμογελούσε και μίλαγε μαζί τους τόσο έντονα που
από το ύφος της Κένας η Μάριαν μπορούσε να καταλάβει ότι είχε αρχίσει να την
ενοχλεί όλο αυτό.
«Πριγκίπισσα Μάριαν»
άκουσε την μαντάμ ‘Ο μοντιέ’ και γυρνώντας προς την μεριά της την είδε να κρατά
ένα φλιτζάνι με αχνιστό ρόφημα. «Η βασίλισσα σας προσφέρει αυτό το ζεστό τσάι
για να κάνει πιο υποφερτό το κρύο για σας» της είπε με τέτοιον ενθουσιασμό λες
και μόλις η βασίλισσα της να της είχε χαρίσει ένα δικό της παλάτι.
«Πολύ ευγενικό από
μέρους της αλλά δεν μου αρέσει το τσάι» είπε η Μάριαν την αλήθεια και η μαντάμ
‘Ο μοντιέ’ κόντεψε να λιποθυμήσει.
«Ο μοντιέ…
πριγκίπισσα μου, είναι προσβολή να αρνείστε μια τόσο ευγενική πράξη από την
βασίλισσα μας. Το ετοίμασε μόνη της αποκλειστικά για εσάς δεν μπορείτε να της
το αρνηθείτε» της είπε με αυστηρό τόνο ενώ της έτεινε το φλιτζάνι για να το
πιάσει.
«Αν έκανε τόσο κόπο…»
μουρμούρισε η Μάριαν δυσανασχετώντας και πιάνοντας το φλιτζάνι στα χέρια της το
έφερε κοντά στην μύτη της και πήρε μια βαθιά ανάσα.
Το άρωμα που ανέδυε
το τσάι ήταν πραγματικά μεθυστικό όμως ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτό
το τσάι. Καθώς το άχνισμα του πέρασε μέσα από τα ρουθούνια της και εισχώρησε
μέσα της ένιωθε τα μάτια της να θολώνουν, το μυαλό της να μουδιάζει και μια
γλυκιά ζεστή εφορία άρχισε να την κάνει να θέλει να γελάσει.
«Τι είδους τσάι είναι
αυτό;» αναρωτήθηκε φωναχτά ενώ έβαζε το φλιτζάνι στα χείλια της.
«Δεν ξέρω αλλά αν σας
αρέσει μπορώ να ζητήσω από την βασίλισσα να μου πει τι βότανα χρησιμοποίησε
ώστε να σας το σερβίρουν κάθε πρωί» άκουσε την ‘Ο μοντιέ’ να λέει και παρόλο
που είχε όλη την καλή πρόθεση να το πιει ώστε να μην στενοχωρήσει την βασίλισσα
ωστόσο ένα έντονο προαίσθημα την έκανε να πιστεύει ότι το καλύτερο θα ήταν να
μην το κάνει.
«Μμμμ, είναι πράγματι
πολύ καλό αλλά πολύ καυτό για μένα» είπε ψέματα ενώ έψαχνε έναν τρόπο για να το
ξεφορτωθεί χωρίς να το καταλάβει κανείς.
«Μα πρέπει να το
πιείτε καυτό, πως αλλιώς θα σας ζεστάνει» της είπε γλυκά η μαντάμ ‘Ο μοντιέ’
και η Μάριαν άρχισε να προβληματίζεται.
Μα γιατί τόση επιμονή
πια;
«Ναι, φυσικά, έχετε
δίκιο. Πάντα έχετε δίκιο» της απάντησε με σεβασμό και μόλις κοίταξε λίγο γύρω
της η ματιά της στάθηκε τυχαία πάνω σε ένα ζευγάρι που δεν θυμόταν να είχε
ξαναδεί.
«Ποιοι είναι αυτοί;
Δεν θυμάμαι να τους έχω δει ξανά στο κάστρο» είπε σχεδόν αδιάφορα δείχνοντας
της με την ματιά της προς το ζευγάρι που ήταν πίσω από την μαντάμ ‘Ο μοντιέ’.
Καθώς εκείνη γύρισε
για να κοιτάξει προς το σημείο όπου της είχε δείξει, η Μάριαν βρήκε την
ευκαιρία και προσέχοντας να είναι κρυμμένη πίσω από την τεράστια φούστα της,
έχυσε λίγο από το τσάι της στο υγρό χορτάρι.
«Το ζεύγος Μελμένιον
εννοείς;» την ρώτησε ενώ την στιγμή που γύριζε η μαντάμ ‘Ο μοντίε’ ξανά προς το
μέρος της, η Μάριαν έκανε πως έπινε μια γερή γουλιά από το τσάι της προσέχοντας
το καυτό υγρό να μην αγγίξει τα χείλια της.
«Έτσι τους λένε;» την
ρώτησε ενώ κατέβαζε το φλιτζάνι της ξανά πάνω στο πιατάκι αφού πρώτα έκανε πως
κατάπιε αλλά πάντα ευπρεπώς όπως άρμοζε σε μια πριγκίπισσα.
«Ναι και δεν είναι
καινούργιοι, είναι νιόπαντροι» της ψιθύρισε συνωμοτικά με τα μάγουλα της να
φλογίζονται τόσο πολύ που χρειάστηκε να γυρίσει από την άλλη μεριά για να το
κρύψει.
Η Μάριαν κλέβοντας
ξανά αυτήν την ανέλπιστη στιγμή, έχυσε και το υπόλοιπο τσάι πίσω από την φούστα
της στο υγρό χορτάρι και την στιγμή που την είδε να γυρίζει ξανά προς το μέρος
της έκανε με μεγάλη επιτυχία πως αποτελείωνε αυτό το απολαυστικό υγρό.
«Τελικά είχε δίκιο,
ήταν ότι έπρεπε, μακάρι να είχα λίγο ακόμα» της είπε και την στιγμή που της
έτεινε το άδειο φλιτζάνι η μαντάμ ‘Ο μοντιέ’ το κοίταξε με ικανοποίηση.
«Αν το θέλετε τόσο
πολύ μπορώ να ρωτήσω την βασίλισσα αν μπορεί να σας φτιάξει λίγο ακόμα» της
πρότεινε.
«Δεν φαντάζεσαι πόσο
θα με ευχαριστούσε» της επιβεβαίωσε και μόλις η ‘Ο μοντιέ’ της ζήτησε συγνώμη
και έφυγε για να εκπληρώσει το θέλημα της η Μάριαν προσπάθησε διακριτικά να
σκουπίσει τα υγρά από το τσάι χείλια της με το μαντίλι.
Τι στο καλό είχε αυτό
το πράγμα μέσα που έκανε τα χείλια της να μουδιάσουν;… αναρωτήθηκε αλλά πριν
προλάβει να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο η αιφνίδια εισβολή του Κωνσταντίν της έκοψε
την ανάσα.
«Κωνσταντίν» αναφώνησε
ενώ βάζοντας το χέρι της πάνω στο στήθος της προσπάθησε να κάνει τους χτύπους
της καρδιά της πιο αργούς.
«Είσαι καλά;» την
ρώτησε με ενδιαφέρον ενώ την κοίταζε εξονυχιστικά μέσα στα μάτια της σαν να
έψαχνε κάτι.
«Για να είμαι
ειλικρινής όχι… νιώθω…» μην ξέροντας τι να πει χωρίς να προδώσει τα
συναισθήματα της άφησε την φράση της στην μέση και εκείνος έσπευσε να την
συμπληρώσει.
«Κάπως περίεργα;»
προσπάθησε και η Μάριαν πετάρισε τα μάτια της με έκπληξη.
«Ναι, ναι αυτό είναι.
Νιώθω λίγο περίεργα σαν…» άφησε ξανά την φράση της στην μέση σαν να μην
μπορούσε να εξηγήσει με λόγια αυτό που αισθανόταν.
«Σαν να θέλεις να
γελάσεις χωρίς να χρειαστεί να ακούσεις κάποιο αστείο;» προσπάθησε ξανά ο
Κωνσταντίν και η Μάριαν άρχισε να τρομοκρατείτε.
Δεν μπορεί να είναι
τόσο τυχαία όλα αυτά. Όχι δεν μπορεί.
«Ναι, ναι…» είπε
σχεδόν χαχανίζοντας. «Αλλά και κάτι άλλο… κάτι… κάτι…» συνέχισε ελπίζοντας να
τον κάνει να αποκαλύψει και άλλα.
«Σαν να μπορείς να
κάνεις τα πάντα;» της είπε με νόημα ο Κωνσταντίν και άνοιξε τα μάτια της με
έκπληξη.
«Αυτό είναι… νιώθω
ότι μπορώ να κάνω τα πάντα, ότι μπορώ…»
«Να περπατήσει πάνω
σε νερό, να σκαρφαλώσεις σε δέντρα, να ανοίξεις τα χέρια σου και να πετάξεις»
την πείραξε ενώ της σκουντούσε τον ώμο της με τον δικό του και η Μάριαν άρχισε
να χαχανίζει χωρίς να κάνει τον κόπο να το κρύψει ενώ προσπαθούσε να κοιτάξει
γύρω για να βρει τον Φράνσις.
«Και τώρα που μπορείς
να κάνεις τα πάντα τι θα κάνεις;» την ρώτησε και τον κοίταξε μπερδεμένη.
«Τι μπορώ να κάνω;»
τον ρώτησε εκείνη και ο Κωνσταντίν της χαμογέλασε με ένα πονηρό χαμόγελο.
‘Μην τον
εμπιστεύεσαι’… άκουσε την γνωστή φωνή που είχε καιρό να ακούσει την στιγμή που
ο Κωνσταντίν της έλεγε: «Τα πάντα».
Πριν προλάβει η
Μάριαν να αντιδράσει εκείνος πιάνοντας το χέρι της άρχισε να την τραβάει για να
την πάρει μακριά από το παγκάκι και η Μάριαν προσπάθησε να τον σταματήσει.
«Κωνσταντίν»
αναφώνησε τρομοκρατημένη ενώ του τράβηξε το χέρι. «Δεν μπορώ…» προσπάθησε να
τον μεταπείσει και εκείνος την κοίταξε παραξενεμένος.
«Τώρα δεν είπαμε ότι
μπορείς να κάνεις τα πάντα;» της υπενθύμισε κάπως προβληματισμένος.
«Μα η βασίλισσα;» του
είπε ενώ κοίταζε γύρω της.
Περίεργο… όλοι
φαινόντουσαν τόσο υπερβολικά απασχολημένοι για να κοιτάξουν προς το μέρος τους.
«Νομίζω ότι
ζαλίζομαι» συνέχισε πιάνοντας το κεφάλι της.
«Δεν είναι τίποτα,
είναι από το κρύο, θα δεις μόλις αρχίσεις να περπατάς θα νιώσεις ακόμα
καλύτερα, εμπιστεύσου με… όσο για την βασίλισσα από όσο βλέπεις είναι πολύ
απασχολημένη για να σου δώσει σημασία. Γιατί δεν το εκμεταλλεύεσαι για να
νιώσεις λίγο ελεύθερη πριν κλειστείς και πάλι μέσα στους τέσσερις τοίχους του
δωματίου σου;» μόλις η Μάριαν τον κοίταξε διχασμένη στα μάτια εκείνος συνέχισε
με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο.
«Μπορείς να με
ευχαριστήσεις αργότερα» της είπε και πριν προβάλει ξανά αντίσταση η Μάριαν
άρχισε και πάλι να την τραβάει προς το μικρό δασάκι που υπήρχε πίσω από τους
κήπους.
Η Μάριαν ένιωθε να
απελπίζεται. Τίποτα από όλα αυτά δεν της φαινόντουσαν τυχαία, τίποτα από όλα
αυτά δεν της φαινόντουσαν καν σωστά. Το ένστικτο της επιβίωσης της έλεγε ότι
έπρεπε να κάνει κάτι για να αντιδράσει πριν αν είναι αργά αλλά τι μπορούσε να
κάνει;
«Κωνσταντίν» τον
παρακάλεσε και μόλις εκείνος γύρισε για να την κοιτάξει χωρίς να σταματά το
βήμα του εκείνη έβαλε το χέρι της πάνω στο στήθος και έκανε ότι δεν μπορούσε να
αναπνεύσει.
«Δεν νιώθω καλά»
παραδέχτηκε και καθώς ο Κωνσταντίν σταμάτησε το βήμα του την κοίταξε σχεδόν
τρομοκρατημένος.
«Μην μου πεις ότι θα
κάνεις εμετό» σχεδόν έβρισε εκνευρισμένα και η Μάριαν δράττοντας την ευκαιρία
άπλωσε το χέρι της πάνω στον κορμό του δέντρου που ήταν δίπλα της και
προσποιήθηκε ότι πάλευε να καταπιεί το υγρό που είχε έρθει και καλά στα χείλια
της.
«Όχι Μάριαν, κράτα
το, προσπάθησε να το κρατήσεις» της ζήτησε επιτακτικά και η Μάριαν σηκώνοντας
τον δίκτυ της του ζήτησε να περιμένει ένα λεπτό.
Ο Κωνσταντίν κάνοντας
ένα βήμα προς τα πίσω της άφησε λίγο χώρο για να αναπνεύσει. Μόλις η Μάριαν
λύγισε τα πόδια της έκατσε πάνω στα στρώματα υφασμάτων του φουρού της και έβαλε
τα χέρια της πάνω στον κορμό του δέντρου. Κλείνοντας τα μάτια ακούμπησε το
μάγουλο της πάνω στον άγριο φλοιό του.
«Ω! Μπάσταρδε, πες
μου ότι καταλαβαίνεις Γαέλικα, σε ικετεύω» εξέφρασε απελπισμένα προσπαθώντας να
καταπνίξει τον πανικό της.
«Σε ποιον μιλάς;»
άκουσε τον Κωνσταντίν να λέει αλλά δεν του έδωσε σημασία μόλις άκουσε την φωνή
του πνεύματος του κάστρου η καρδιά της γέμισε με τόση ελπίδα που δεν την
ένοιαζε τίποτα άλλο.
‘Θα είμαι συνέχεια
δίπλα σου’… την διαβεβαίωσε στα Γαλλικά και πήρε μια βαθιά ανάσα.
Δεν ήξερε τι μπορούσε
να κάνει ένα πνεύμα αλλά μόνο το ότι ήταν κοντά της έφτανε για να πάρει έστω
και λίγο θάρρος για να μπορέσει να αντιμετωπίσει ότι και να ερχόταν.
«Μάριαν σε ποιον
μιλάς;» απαίτησε ξανά ο Κωνσταντίν να του πει ενώ της επέβαλε να σηκωθεί όρθια.
«Μα στο δέντρο
φυσικά» του είπε αθώα και ο Κωνσταντίν την κοίταξε όπως θα κοίταζε κάποιον που
είχε χάσει τα λογικά του. «Ξέρεις πόσες ιστορίες έχουν να σου διηγηθούν αν μιλάς
την γλώσσα τους;» το συνέχισε πιο ξένοιαστη πια και βλέποντας το Κωνσταντίν ότι
η ναυτία είχε περάσει συνέχισε την πορεία που είχε χαράξει πριν τραβώντας
σχεδόν νευριασμένα χωρίς να το σχολιάσει.
Καθώς μπαίνανε όλο
και πιο βαθιά μέσα στο δάσος η Μάριαν άρχισε να νιώθει περίεργα. Δεν είχε
πατήσει ποτέ ξανά το πόδι της σε αυτό το μέρος και όμως θα ορκιζόταν ότι το
γνώριζε σαν να είχε ζήσει μέσα σε αυτά τα δέντρα όλη της την ζωή.
«Που πάμε;» ρώτησε
περίεργη πια και ο Κωνσταντίν χωρίς να σταματά άρχισε να κοιτά γύρω του.
«Θα δεις» είπε μόνο
και μόλις βρήκε ένα δέντρο που το πάχος του μπορούσε να κρύψει ακόμα και την
τεράστια φούστα της την ακούμπησε πάνω στον κορμό του και την γύρισε ώστε η
πλάτη της να ακουμπάει πάνω στο στερνό του.
«Κωνσταντίν…»
προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί αλλά εκείνος δεν την άφησε να συνεχίσει.
«Τώρα κάνε ησυχία»
της ζήτησε επιτακτικά και η Μάριαν με την καρδιά της να χτυπάει ξέφρενα μέσα
στο στήθος της προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της.
«Μπάσταρδε είσαι
εδώ;» είπε πνιχτά στα Γαέλικα και περίμενε να ακούσει την φωνή του.
«Τι είπες;» την ρώτησε
ο Κωνσταντίν αλλά εκείνη δεν του απάντησε καθώς ήταν προσηλωμένη στην άλλη φωνή
που ερχόταν από κάπου πιο μακριά της.
‘Είμαι εδώ’… την
διαβεβαίωσε και η Μάριαν πήρε μια ανακουφιστική ανάσα.
«Είπα… τι ακριβώς
κάνουμε εδώ;» μετάφρασε όπως την βόλευε και ο Κωνσταντίν της έδειξε με το χέρι
του.
Την στιγμή που η
Μάριαν είδε την Κένα να τραβάει τον Φράνσις από το χέρι και να τον κατευθύνει
προς το μέρος τους με τον Φράνσις να παλεύει να την πείσει να γυρίσουν πίσω ο
Κωνσταντίν της ψιθύρισε στο αυτί.
«Τώρα βγάλε τον
σκασμό και με ευχαριστείς μετά γι’ αυτό που θα δεις» την διέταξε και η Μάριαν
έμεινε σοκαρισμένη από τα λόγια του.
Ήξερε ο Κωνσταντίν τι
θα επακολουθήσει;… καθώς κοίταξε γύρω της με μεγαλύτερη ψυχραιμία η ανάσα της
κόπηκε στην μέση. Δεν ήταν ο μόνος που ήξερε, ήξερε και η ίδια.
«Φρ…» προσπάθησε να προειδοποιήσει
τον πρίγκιπα της μόλις αναγνώρισε το μέρος και κατάλαβε ότι ήταν το ίδιο μέρος
με αυτό που είχε δει και στο όραμα της αλλά ο Κωνσταντίν την σταμάτησε.
Βάζοντας το χέρι του
σφιχτά γύρω από την κοιλιά της, την κόλλησε τελείως επάνω του και της σφράγισε
το στόμα πριν τους ακούσουν.
«Κένα, επιτέλους πάμε
πίσω, σου είπα δεν νιώθω καλά και σίγουρα δεν έχω όρεξη για βόλτες»
παραπονέθηκε ο Φράνσις καθώς είχαν φτάσει αρκετά κοντά τους πια και η Κένα γύρισε
προς το μέρος του και ακούμπησε με άνεση τα χέρια της πάνω στο στήθος του.
«Μα χαζούλι γι’ αυτό
ακριβώς είμαστε εδώ, για να σε κάνω εγώ καλά» του είπε με νάζι και ο Φράνσις
κάνοντας ένα βήμα μακριά της την κοίταξε μπερδεμένος.
«Τι…;» δεν τον άφησε
να ολοκληρώσει την απορία του.
«Μίλησα με μια
υπηρέτρια μου για το πρόβλημα σου…»
«Και που ξέρεις εσύ
για το πρόβλημα μου;» την είπε εξαγριωμένος.
«Δεν είναι και κάτι
κρυφό… ο Βλάντιμηρ δεν ξέρει να κρατά μυστικά. Θα έπρεπε να το ξέρεις» είπε με
άνεση και έκανε τον Φράνσις ακόμα πιο έξαλλο.
«Μα δεν μίλησα ποτέ
στον Βλάντιμηρ…»
«Ωωω τι σημασία έχουν
όλα αυτά; Το θέμα είναι ότι τώρα πια ξέρω το πρόβλημα, αλλά περισσότερο, ότι
ξέρω πώς να σε βοηθήσω να το ξεπεράσεις» του είπε με νόημα και ο Φράνσις έκανε
ακόμα πιο πίσω για να απομακρυνθεί από εκείνη.
«Δεν θέλω την βοήθεια
σου…» προσπάθησε να την αποφύγει αλλά εκείνη δεν το έβαζε κάτω.
«Ξέρω ότι είσαι
άρρωστος, ότι ο πόνος σε τρελαίνει και μπορώ να σε βοηθήσω, μπορώ να το κάνω…
για σένα» του είπε με τον πιο γλυκό της τόνο ενώ κολλώντας τελείως επάνω του με
μια κίνηση που έκανε, αλλά η Μάριαν δεν μπορούσε να δει καθώς τα σώματα τους
ήταν τόσο κολλημένα μεταξύ τους, όλο το πρόσωπο του Φράνσις αυτόματα
παραμορφώθηκε.
Ο πόνος που
εκφραζόταν στο πρόσωπο του έκανε την Μάριαν να θέλει να ουρλιάξει να τον αφήσει
ήσυχο αλλά το χέρι του Κωνσταντίν δεν την άφηνε.
«Σταμάτα» ούρλιαξε ο
Φράνσις σπρώχνοντας την μακριά την στιγμή που η Μάριαν πάλευε να ξεφύγει μάταια
από το σφιχτό κράτημα του Κωνσταντίν.
«Μην μου πεις ότι δεν
σου άρεσε, ότι δεν το θες…»
«Μην με πλησιάζεις;»
φώναξε ο Φράνσις προσπαθώντας να την σταματήσει πριν εκείνη καταφέρει να
κολλήσει ξανά επάνω του.
«Θα σου πάρω όλο τον
πόνο, θα σε κάνω καλά…» επέμενε εκείνη και μόλις η πλάτη του Φράνσις ακούμπησε
πάνω στον χοντρό κορμό και εγκλωβίστηκε ανάμεσα στο δέντρο και το κορμί της
έβαλε τα χέρια του πάνω στους ώμους της και προσπάθησε να την κρατήσει σε
απόσταση από εκείνον.
«Εμπιστεύσου με» του
ζήτησε με τον πιο σαγηνευτικό τόνο στην φωνή της και μόλις τα χέρια της
απλώθηκαν μπροστά ο Φράνσις αυτόματα σταμάτησε να ανασαίνει.
Η Μάριαν δεν μπορούσε
να καταλάβει τι συνέβαινε, το σώμα της Κένας έκρυβαν τις κινήσεις της, αλλά ότι
και να του έκανε η Φράνσις φαινόταν κυριολεκτικά σαν να υπέφερε.
«Δεν νιώθεις ήδη
καλύτερα;» συνέχισε η Κένα σαν να μην παρατηρούσε ότι ο Φράνσις ήταν ήδη
κατακόκκινος και το πρόσωπο του είχε τσαλακωθεί από όλο τον πόνο που ένιωθε.
«Θες να σταματήσω;»
τον ρώτησε ενώ πλησίαζε το σώμα της ακόμα πιο κοντά του και σε μια έκρηξη οργής
του Φράνσις, συγκρατώντας την από τους ώμους, την γύρισε έτσι ώστε να ακουμπάει
η Κένα πάνω στον κορμό και να είναι εκείνος μπροστά της.
«Μην τολμήσεις να με
ακουμπήσεις πουθενά αλλού» την διέταξε με τέτοια οργή που εξέπληξε την Κένα
αλλά εκείνη δεν διαμαρτυρήθηκε από αυτό, ίσα ίσα δεν κατάφερε ούτε για μια
στιγμή να κρύψει την ικανοποίηση της.
Χωρίς να του πει τίποτα
άλλο, συνέχισε να τον κοιτά μέσα στα μάτια με την ίδια ικανοποίηση και μόλις ο
Φράνσις έβαλε το χέρι του πάνω στο δέντρο λίγο πιο ψηλά από το κεφάλι της για
να στηριχτεί έγειρε το κορμί του μπροστά και προσπάθησε να πνίξει τα μουγκρητά
του με χωρίς μεγάλη επιτυχία. Από το σημείο που ήταν η Μάριαν και λόγω του ότι
το σώμα του έκρυβε το δικό της, δεν μπορούσε να καταλάβει τι του έκανε αλλά
ό,τι και να ήταν αυτό κάπου μέσα της άρχισε να καταλαβαίνει ότι ο Φράνσις το
είχε πραγματικά ανάγκη.
Η συνέχεια για εκείνη
δεν της ήταν πια άγνωστη. Με ένα δυνατό μουγκριτό, εκείνος έπεσε επάνω της και
φιλώντας τον λαιμό της άρχισε να ζουλάει το στήθος της ενώ η ανάσα του ήταν
τόσο γρήγορη που οι ώμοι του σχεδόν τρανταζόντουσαν αλλά εκείνη δεν
σταμάταγε.
«Ω! Φράνσις»
γουργούριζε σαν γάτα με απόλυτη ικανοποίηση μόλις εκείνος σταμάτησε να
μουγκρίζει και να τραντάζεται. «Αν διάλεγες εμένα δεν θα χρειαζόταν να
περιμένεις, αν διάλεγες εμένα θα μπορούσαμε να κάνουμε τόσα άλλα πράγματα χωρίς
να χρειάζεται να κρυβόμαστε» του είπε και ο Φράνσις από το ξάφνιασμα άνοιξε τα
μάτια του και έκανε ένα βήμα μακριά της.
«Τι… τι είπες;» την
ρώτησε ασθμαίνοντας ενώ την κοίταζε σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά μπροστά
του.
«Αν διάλεγες εμένα θα
μπορούσαμε να κάνουμε τόσα άλλα πράγματα μαζί» επανέλαβε και ο Φράνσις τα έχασε
τελείως.
Βρίζοντας τον εαυτό
του που την είχε αφήσει να εκμεταλλευτεί τον πόνο του αλλά περισσότερο ότι δεν
είχε δει πιο πριν ότι ζούσε ακριβώς ότι του είχε περιγράψει η Μάριαν ότι είχε
δει στο όραμα της, άρχιζε να βάζει το πουκάμισο του μέσα στο παντελόνι του
τελείως ντροπιασμένος ενώ ήθελε όσο τίποτα να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί.
Κάνε μόνο να μην
είναι η Μάριαν εδώ… παρακάλαγε μέσα του και την στιγμή που έριξε μια ματιά γύρω
του για να δει αν ήταν πουθενά εκεί για να τους βλέπει ξέροντας ήδη τα υπόλοιπα
που θα επακολουθούσαν προσπάθησε να το παίξει πιο άνετος.
«Αλλά δεν γίνεται και
το ξέρεις. Οι ζωές μου έχει δεθεί με την ζωή της Μάριαν για πάντα και δεν μπορώ
να κάνω τίποτα γι’ αυτό» της απάντησε ο Φράνσις και εκείνη παίρνοντας θάρρος
από αυτό τον κοίταξε με μια ματιά που έλεγε ότι είχε το τέλειο σχέδιο για να το
ανατρέψει αυτό ενώ άρχισε και πάλι να τον πλησιάζει.
«Όχι και τίποτα» του
είπε με μια πονηρή ματιά.
«Τι εννοείς;» την
ρώτησε με πραγματική περιέργεια και καθώς εκείνη πήρε τα πάνω της, τύλιξε τα
χέρια της κτητικά γύρω από τον λαιμό του και άφησε ένα απαλό φιλί στα χείλια
του πριν του απαντήσει.
«Πως θα σου φαινόταν η
ιδέα να βρούμε έναν τρόπο να την ξεφορτωθούμε;»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου