Μέσα στο κρύο του
κελί ο Φράνσις τρέμοντας ολόκληρος, κράταγε το βιβλίο της Μάριαν στα χέρια του
και με το λιγοστό φως του κεριού που είχε δίπλα του προσπαθούσε να το διαβάσει.
Τα Γαέλικα ήταν τόσο δύσκολα που ακόμα και τα λίγα Αγγλικά που ήξερε δεν έφταναν
για να καταφέρει να καταλάβει έστω και μία λέξη.
«Αχ εσείς οι νέοι!
Πρέπει πρώτα να χάσετε κάτι για να εκτιμήσετε ότι έχετε» άκουσε τον παππού του
να λέει απογοητευμένος και καθώς έκλεισε το βιβλίο και το κράτησε σφιχτά πάνω
στο στήθος του τον κοίταξε προσπαθώντας σκληρά να κρατήσει την ψυχραιμία του.
«Την βρήκες; Την
βοήθησες; Είναι ασφαλής;» ρώταγε απανωτά προσπαθώντας να ελέγξει το τρέμουλο
που του προκαλούσε το κρύο.
«Όλα αυτά μαζί και
κάτι επιπλέων» τον διαβεβαίωσε ο παππούς του ενώ ακουμπούσε πάνω στον τοίχο
σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά στο στήθος του.
«Και; Είναι καλά; Που
είναι; Πότε θα έρθει;» συνέχισε ο Φράνσις.
«Υπομονή αγόρι μου,
από εδώ και πέρα σου συνιστώ να κάνεις υ-πο-μο-νή» του τόνισε και ο Φράνσις
ξεφύσησε απηυδισμένα.
«Αν ήρθες να με
βασανίσεις καλύτερα να φύγεις» του είπε ενώ άνοιγε ξανά το βιβλίο της Μάριαν
και κατέβαζε την ματιά του προς την πρώτη σελίδα που ήταν ο τίτλος του.
Ακόμα δεν είχε
καταφέρει να το διαβάσει αλλά θυμόταν από την Μάριαν ότι ο τίτλος του ήταν: “All alone in a stranger world”.
«Θες πραγματικά να μάθεις τι έγινε;» τον
ρώτησε ο παππούς του και ο Φράνσις τον κοίταξε με το ύφος που έλεγε ‘Με
δουλεύεις;’
«Δώσ’ το μου αυτό…»
συνέχισε ο παππούς του ενώ προσπάθησε να αρπάξει το βιβλίο της Μάριαν μέσα από
τα χέρια του. «Δεν νομίζω να καταφέρεις να το διαβάσεις με αυτό το λιγοστό φως
άλλωστε θα χρειαστεί πρώτα να μάθεις λίγα Γαέλικα για να το καταφέρεις»
απάντησε την στιγμή που ο Φράνσις προσπάθησε να τον σταματήσει και παραδίνοντας
τα όπλα τον άφησε να το πάρει.
«Μια φορά και έναν
καιρό…» ξεκίνησε ο παππούς του να μεταφράζει από τα Γαέλικα στα Γαλλικά το
βιβλίο ενώ καθόταν στο υγρό πάτωμα (Όχι ότι εκείνον τον ενοχλούσε άλλωστε ήταν
μόνο ένα πνεύμα).
«Παππού…»
διαμαρτυρήθηκε ο Φράνσις που ήταν ανυπόμονος να μάθει τι απέγινε εκείνη.
«Θες να μάθεις ή
όχι;» του γύρισε ο παππούς του με την αυστηρή του ματιά και ο Φράνσις κούνησε
το κεφάλι του απηυδισμένα.
«Μια φορά και έναν
καιρό… στην μέση της νύχτας, μια άμαξα ξεκίναγε για το μακρινό της ταξίδι. Μέσα
στην άμαξα μια μικρή πριγκίπισσα που είχε μόλις χάσει τον αγαπημένο της – όχι
γιατί είχε σκοτωθεί αλλά γιατί η κακιά μητέρα του φρόντισε να τους κρατήσει
μακριά για να τους κάνει να μισήσουν ο ένας τον άλλο – κρύωνε τόσο πολύ που τα
δόντια της άρχισαν να χτυπάνε άγρια μεταξύ τους…»
«Έχει πολύ ακόμα;»
μουρμούρισε ο Φράνσις.
«Που δεν μπορούσε να
συγκεντρωθεί…» συνέχισε πιο έντονα την ανάγνωση ο παππούς του χωρίς να δίνει
σημασία στα μουρμουρητά του εγγονού του. «…το μυαλό της είχε παγώσει τόσο πολύ
που δεν συνειδητοποιούσε που βρισκόταν. Το ήξερε αυτό το κομμάτι της ζωής
της, το είχε ζήσει ξανά και ξανά μέσα
από το αγαπημένο της βιβλίο και όμως παρόλο που ο μύθος γινόταν πραγματικότητα εκείνη
το μόνο που σκεφτόταν ήταν πως θα καταφέρει να βρει τον τρόπο να γυρίσει πίσω
σε εκείνον. Πίσω στον αγαπημένο της πρίγκιπα…»
«Το διαβάζεις
πράγματι ή με δουλεύεις;» τον ρώτησε πονηρεμένος πια ο Φράνσις αλλά ο παππούς
του για απάντηση, γύρισε σελίδα και συνέχισε την ανάγνωση.
«Η αγαπημένη της
δασκάλα, όσο την έβλεπε να υποφέρει τόσο ήθελε να κάνει κάτι ώστε αυτό το
ταξίδι να γίνει πιο εύκολο για εκείνην.
‘Μα δεν μπορούμε
επιτέλους να κάνουμε έστω μια στάση για να την ντύσουμε; Θα πεθάνει από το κρύο
μέχρι να φτάσουμε’ διαμαρτυρήθηκε στον φρουρό που είχε έρθει δίπλα από την
άμαξα μετά από δική της απαίτηση αλλά ο φρουρός δεν άκουσε την παράκληση της,
οι διαταγές από την βασίλισσα του ήταν διαταγές, έτσι η άμαξα συνέχισε την
πορεία της.
‘Να βράσω και της
διαταγές της και όλα’ μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της εκνευρισμένη η δασκάλα
και η πριγκίπισσα έμεινε έκπληκτη να την κοιτά.
‘Συγνώμη πριγκίπισσα
αλλά δεν μπορώ άλλο να σε βλέπω να υποφέρεις. Μακάρι να υπήρχε τρόπος να πάρω
μερικά από τα ρούχα σου για να σε ντύσουμε αλλά οι άτιμοι τα έχουν πίσω στην
άμαξα’ της είπε απολογητικά και η πριγκίπισσα για να την καθησυχάσει απλά
κούνησε το κεφάλι της αρνητικά για να την διαβεβαιώσει ότι δεν την πείραζε αλλά
μόλις το έκανε μέσα στο μυαλό της άρχισε να καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πήγαινε
καλά όμως ακόμα δεν ήξερε το τι.
‘Ξέρεις που πάμε;’…
ρώτησε την δασκάλα της.
‘Στο μοναστήρι του
Αγίου Πέτρου’…» της απάντησε εκείνη».
«Προσπαθείς να μου
πεις ότι αυτό το βιβλίο…» τον διέκοψε ο Φράνσις μην αντέχοντας να ακούσει άλλα.
«Δεν το προσπαθώ… σου
το λέω ξεκάθαρα» του είπε χωρίς δισταγμό και ο Φράνσις ένιωσε να γεμίζει οργή.
«Τι πήγες και έκανες;
Τι της έκανες;» φώναξε εξαγριωμένος ενώ ήθελε όσο τίποτα να σηκωθεί επάνω και
να αρχίσει να τον βαράει μέχρι που να τον δει να ματώνει. Θα το έκανε αν δεν
ήξερε από την αρχή ότι ήταν μια μάταιη προσπάθεια… στο κάτω κάτω είναι ένα
πνεύμα και σίγουρα δεν ματώνει.
«Θα προτιμούσες να
την αφήσω να την κλείσει σε εκείνο το μοναστήρι και να γυρίσει πίσω σε μερικά
χρόνια μισότρελη;» τον ρώτησε με δυσπιστία.
«Δεν μπορείς να
κάνεις τον θεό στην θέση του θεού. Δεν έχεις το δικαίωμα να ελέγχεις τις ζωές
μας χωρίς την άδεια μας παππού, αυτό είναι τελείως τρελό και άρρωστο» εξέφρασε
με φρίκη.
«Όχι δεν έχω το
δικαίωμα να τις ελέγχω αλλά εσείς το έχετε» του απάντησε ατάραχος και ο Φράνσις
πάγωσε.
«Θες να πεις ότι ο η
Μάριαν συμφώνησε σε αυτό;» ρώτησε χωρίς να το πιστεύει.
«Σου φαίνεται για
γυναίκα που αφήνει κάποιον άλλον να ορίζει την ζωή της;» του απάντησε στην
ερώτηση του με μια ερώτηση που ο Φράνσις ήξερε την απάντηση και μάλιστα πάρα
πολύ καλά.
«Δεν μπορεί να
συμφώνησε σε αυτό… δεν πιστεύω καν ότι ξέρει τι είσαι, τι κάνεις…»
«Αυτό το άρωμα που
έχουν τα φύλλα είναι απίστευτα όμορφο και πολύ ιδιαίτερο» μουρμούρισε ο παππούς
του ενώ κλείνοντας το βιβλίο το έφερνε κοντά στην μύτη του για να το μυρίσει.
«Μπορείς επιτέλους να
σταματήσεις να ξεφεύγεις σαν το χέλι όποτε
δεν σε βολεύει;» ξέσπασε ο Φράνσις και ο παππούς του τον κοίταξε με ενδιαφέρον.
«Μην μου πεις ότι δεν
το έχεις καταλάβει ακόμα» είπε δύσπιστα.
«Να καταλάβω τι;»
«Ότι το άρωμα αυτό
είναι το άρωμα της επιδερμίδας της» του απάντησε εκείνος και ο Φράνσις έμεινε
με το στόμα ανοιχτό.
«Δεν μπορεί να το
έγραψε εκείνη… μα είναι μόνο δέκα χρονών…;»
«Που σκέφτεται,
μιλάει και φέρετε σαν μια έμπειρη τριανταπεντάρα» συμπλήρωσε τα λόγια του ο
παππούς του.
«Θες να πεις ότι όλο αυτό είναι κατασκευασμένο
από σένα;» ακόμα δεν μπορούσε να το πιστέψει, δεν ήθελε να το πιστέψει.
«Νομίζω ότι ήμουν
ξεκάθαρος».
«Έστω από εκείνη…
αλλά γιατί;» δεν άντεξε άλλο και ρώτησε αποκαρδιωμένος.
«Γιατί, ας πούμε, η
πρώτη κοινή σας ζωή δεν πήγε όπως την είχατε ονειρευτεί» του είπε σαν να μίλαγε
για κάτι φυσικό και ο Φράνσις έμεινε σοκαρισμένος να τον κοιτάει.
«Παππού…» αντέδρασε
και ο παππούς του χωρίς περιστροφές άρχισε να μιλάει πιο ξεκάθαρα πια.
«Ξέρεις πολύ καλά γιε
μου και τι είμαι και τι κάνω αλλά ξέρεις επίσης ότι δεν θα το έκανα ποτέ σε σας
αν δεν με ικέτευε να το κάνω εκείνη…» την στιγμή που πήγε να πει κάτι ο Φράνσις
για να τον διακόψει ο παππούς του σήκωσε το χέρι του και τον σταμάτησε. «Ξέρω
ότι θα είναι πολύ δύσκολο να το χωνέψεις αλλά πρέπει να το κάνεις γιατί αν δεν
το κάνει τότε θα αναγκαστούμε όλοι μας να το ζήσουμε ξανά από την αρχή και
πίστεψε με την επόμενη φορά δεν πρόκειται να σου αποκαλύψω τίποτα».
«Και γιατί το κάνεις
τώρα; Γιατί δεν με άφηνες απλά στην άγνοια;» τον ρώτησε με περιέργεια.
«Γιατί θα χρειαστεί
κάποια στιγμή να της δώσεις την άδεια να το κάνει…» πριν τον διακόψει ξανά ο
παππούς συνέχισε πιο δυναμικά. «Η Μάριαν σέβεται απόλυτα την ζωή σου και δεν θα
κάνει τίποτα χωρίς την συγκατάθεση σου. Όλα αυτά που ζήσατε από την ημέρα που
ήρθε, ναι ήταν προδιαγραμμένο – το βιβλίο που έχεις στην βιβλιοθήκη σου μπορεί
να σου το αποδείξει – αλλά είναι δημιουργία δική της και μπορώ να σε διαβεβαιώσω
ότι ήταν μόνο μέσα από τις δικές της αναμνήσεις. Δεν έγραψε κάτι που δεν είχες
ζήσει ήδη, δεν άλλαξε τίποτα από όσα είχατε ζήσει τότε την πρώτη φορά απλά
χρειαζόταν να αλλάξει λίγο κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες ώστε να κυλίσουν όλα
πιο ομαλά και να καταφέρει να ξεφύγει πριν η μητέρα σου καταλάβει το σχέδιο μας
και καταλαβαίνεις ότι αυτό πρέπει να παραμείνει έτσι. Δεν πρέπει ποτέ να
καταλάβει ότι η Μάριαν ορίζει την μοίρα της με αυτόν τον τρόπο» του τόνισε και
ο Φράνσις έσμιξε τα φρύδια του με απορία.
«Η μητέρα μου…» είπε
με νόημα.
«Ναι είναι σαν και
εμένα» του επιβεβαίωσε τις υποψίες του και ο Φράνσις έκλεισε το κεφάλι του μέσα
στα δύο του χέρια. «Και αιώνιος εχθρός μου» συμπλήρωσε και σήκωσε το κεφάλι για
να τον κοιτάξει.
«Μην μου πεις ότι Νοστράδαμος
είναι γιος σου» είπε με μια δόση αηδίας.
«Γιαχχχχ… όχι, όχι
δεν έχουμε παιδιά μαζί αλλά έχουμε μια παλιά βεντέτα που κρατάει τριακόσια
χρόνια» του είπε και η ανάσα του Φράνσις κόπηκε στην μέση.
«Δηλαδή η μητέρα
μου…»
«Είναι ακριβώς
τριακόσια τριάντα τριών χρονών… φυσικά εκείνη έχει κόψει τα τρακόσια και έχει
κρατήσει μόνο τα τριάντα τρία» του είπε κλείνοντας του το μάτι.
«Υπάρχει και κάτι
άλλο που πρέπει να ξέρω;» ρώτησε παραιτημένος.
«Να της έχεις
εμπιστοσύνη παλικάρι μου. Έχει πολύ βαρύ πεπρωμένο και έναν βαρύ σταυρό που τον
σηκώνει μόνη της στις πλάτες της αλλά ότι και να κάνει να ξέρεις ότι το κάνει
και για τους δύο σας» του είπε με ικετευτικό ύφος.
«Δεν θέλω να σας το
χαλάσω αλλά ακόμα το θεωρώ λάθος».
«Ίδιος ο πατέρας σου.
Αγύριστο κεφάλι» μουρμούρισε απογοητευμένα ο παππούς του και ο Φράνσις
κρυφογέλασε.
«Αν την στιγμή που θα
έρθει να σου ζητήσει την άδεια για να γράψει την ιστορία σας το θεωρείς ακόμα
λάθος τότε δεν έχεις παρά να της πεις να μην κάνει τίποτα και να αφήσεις την
‘μοίρα’ δηλαδή την μάνα σου να ορίσει εκείνη για εσάς το δικό σας μέλλον» του κάρφωσε
και ο Φράνσις αναστέναξε αναποφάσιστος.
«Η Μάριαν…»
«Είναι στην άγνοια
όπως και εσύ. Και εκείνη πιστεύει ότι όλο αυτό το ζει για πρώτη φορά και θα
πρέπει να συνεχίζει να το πιστεύει αν θέλουμε να πετύχει αυτό το σχέδιο» του
τόνισε αυστηρά.
«Δηλαδή εκείνη…»
«Δεν ήταν ούτε για
μια στιγμή ψεύτικη, αυτό που είδες το διάστημα που ήταν εδώ ήταν αυτό που
πραγματικά είναι μην αμφιβάλεις ποτέ γι’ αυτό» τον διαβεβαίωσε και ο Φράνσις
αναστέναξε χωρίς να ξέρει τι να σκεφτεί.
«Μα τι μπορεί να πήγε
τόσο στραβά που να ήθελε τόσο πολύ να φτιάξει από την αρχή την ζωή μας;»
αναρωτήθηκε περισσότερο στον εαυτό του παρά σε εκείνον.
«Ότι θες να μάθεις,
βρίσκεται εδώ μέσα.» του απάντησε ο παππούς του και καθώς ο Φράνσις πήρε ξανά
στα χέρια του το βιβλίο χάιδεψε απαλά το περίεργο ανάγλυφο δέρμα κοιτώντας τον
με περιέργεια. «Υπάρχει ένα σημείο όπου η Μάριαν μαθαίνει για την ζωή σου μόνο
αυτό που δεν θα μάθει – όχι ακόμα τουλάχιστον – είναι ότι η ζωή αυτή είναι η
δική της ζωή, η ζωή που ζήσατε μαζί» συμπλήρωσε και ο Φράνσις, με την καρδιά
του να χτυπάει μέσα στο στήθος του ξέφρενα κατάπιε με δυσκολία και έκανε την
μοναδική ερώτηση που τον βασάνιζε όλη αυτήν την ώρα.
«Πόσο χρονών είμαι
πραγματικά;»
«Σε πάγωσα στα
τριάντα εννέα σου» του είπε ο παππούς του ήρεμα και ο Φράνσις πήρε μια βαθιά
ανάσα για να καταφέρει να συνειδητοποιήσει την αλήθεια.
«Δηλαδή τώρα είμαι…»
«Απλά ο ήρωας ενός
βιβλίου…» συμπλήρωσε για εκείνον. «Αλλά μην ξεχνάς ότι είσαι ένας ήρωας που
έχει την δική του βούληση» συμπλήρωσε με υπονοούμενο.
«Δηλαδή την ιστορία
μου…»
«Την γράφεις εσύ και
μάλιστα αυτήν την στιγμή που μιλάμε αλλά πρόσεχε γιέ μου, όλες σου οι πράξεις
χτίζουν το παρελθόν σου και επηρεάζουν το μέλλον σου, αυτό που θα ζήσεις από
την στιγμή που και πάλι θα ξυπνήσεις. Γι’ αυτό μην το πάρεις ποτέ αψήφιστα.
Κάθε σκέψη, κάθε ευχή που θες να πραγματοποιηθεί να την σκέφτεσαι δύο και τρις
φορές πριν την κάνεις πράξη γιατί ότι γίνεται τώρα δεν μπορεί να ξεγίνει εκτός
αν εσείς επιλέξετε και πάλι να το ζήσετε από την αρχή» του τόνισε κατηγορηματικά
και ο Φράνσις καταλαβαίνοντας ακριβώς τι εννοούσε κατένευσε με κατανόηση.
«Και τι μπορώ να
κάνω;» τον ρώτησε με ελπίδα.
«Δεν κράτησες τίποτα
από όσα σου έμαθα;» ρώτησε ρητορικά με απογοήτευση και πριν προλάβει ο Φράνσις
να απαντήσει εκείνος συνέχισε. «Όταν ένας ήρωας μπορεί να κάνει ότι θέλει όποτε
το θέλει τι θα ήθελε να κάνει πρώτα;»
«Θέλω να την δω»
δήλωσε κατηγορηματικά.
«Και ποιος σε
εμποδίζει;»…
«Κανείς αλλά… πρέπει
να κάνω κάτι άλλο πρώτα» είπε αποφασιστικά και σηκώθηκε όρθιος.
~Η ζωή που ζήσαμε~
~ Τέλος πρώτου μέρους
~
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου