Μέρος Δεύτερο
~Φτιάχνοντας την
ιστορία από την αρχή~
Τι θα μπορούσε να πήγε πια τόσο στραβά ώστε να πάρει την
απόφαση να φτιάξουν την ιστορία τους ξανά από την αρχή με την βοήθεια του
παππού του;…
αναρωτήθηκε και συνέχισε να διαβάζει με περισσότερο ενδιαφέρον…
Είναι σημαντικό να
δείτε ολόκληρο το βίντεο ιδίως το τέλος του
Η Μάριαν, φορώντας
ένα φανελένιο t-sirt και ένα σορτάκι,
έπιασε το τηλεκοντρόλ του κλιματιστικού της, το δυνάμωσε και έμεινε για να λίγο
από κάτω για να δροσιστεί. Ήταν η πιο ζεστή μέρα του Αυγούστου και ακόμα με το
κλιματιστικό να δουλεύει στο φουλ η ατμόσφαιρα ήταν τόσο ζεστή. Άνετα θα ήθελε
να δραπετεύσει και να πάει στην σε μια λίμνη και να μείνει μέσα στο νερό για το
υπόλοιπο βράδυ αλλά ήξερε ότι δεν μπορούσε να το κάνει. Όχι ακόμα, όχι τώρα.
Καθώς παράτησε το
τηλεκοντρόλ πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού, έπιασε τα τσιγάρα της και
ανάβοντας ένα πλησίασε το γραφείο της. Η ξύλινη γυαλισμένη επιφάνεια έμοιαζε
σαν να την καλούσε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, έκατσε στην στριφογυριστή της καρέκλα.
Αφήνοντας το τσιγάρο στο τασάκι έκανε πιο πίσω και άνοιξε το συρτάρι που
προοριζόταν για το πληκτρολόγιο του παλιού της υπολογιστή που τώρα είχε
αντικατασταθεί από ένα λάπτοπ τελευταίας τεχνολογίας και έβγαλε από μέσα το
τεράστιο βιβλίο της.
Και μόνο που άγγιξε
το απαλό του δέρμα ανατρίχιασε ολόκληρη. Τόσες σκέψεις, τόσες αναμνήσεις ήταν
όλες εδώ κλεισμένες και καλά φυλαγμένες μέσα σε αυτό το βιβλίο. Αφήνοντας πάνω
στην επιφάνεια του ξύλου, άνοιξε το εξώφυλλο και έμεινε να κοιτά την πρώτη
σελίδα αγγίζοντας απαλά τα καλλιγραφικά της γράμματα…
“All alone
in a stranger world”
…διάβασε τις
μοναδικές λέξεις που ήταν γραμμένες στην Αγγλική γλώσσα και κοιτώντας το
χαμογέλασε θλιμμένα.
Είχαν περάσει δέκα
χρόνια, δέκα ατελείωτα χρόνια και όμως ακόμα και τώρα θυμόταν εκείνη την νύχτα
που άλλαξε ριζικά την ζωή της. Θυμόταν το κρύο που ένοιωσε μόλις κατάφερε να το
σκάσει από την άμαξα. Θυμόταν την υγρασία στα γυμνά της πόδια, την ανάσα που
της κοβόταν σε κάθε της βήμα. Θυμόταν την αγωνία που είχε νιώσει για την
δασκάλα της καθώς ήξερε ότι θα την έχανε για πάντα. Όχι γιατί η ίδια θα
ταξίδευε σε έναν νέο κόσμο κάπου πολύ μακριά αλλά επειδή είχε ήδη δει τον
θάνατο της και ήξερε από την αρχή ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον
σταματήσει.
Προσπάθησε να την προειδοποιήσει.
Πριν βουτήξει από την άμαξα την είχε βάλει να της ορκιστεί ότι δεν θα την
ακολουθήσει αλλά μόλις είχε ακούσει να φωνάζει το όνομα της ήξερε ακριβώς τι θα
επακολουθούσε. Σε μια προσπάθεια να την σταματήσει η Μάριαν είχε γυρίσει προς
το μέρος της αλλά πριν προλάβει να της ζητήσει να κρυφτεί, το βέλος που είχε
δει στο όραμα της να την σκοτώνει, διαπέρασε το σώμα της. Τα γόνατα της δασκάλα
της αυτόματα λύγισαν, η Μάριαν απελπισμένη άρχισε να φωνάζει αλλά η μαντάμ ‘Ο
μοντιέ’ πριν αφήσει την τελευταία της πνοή την κοίταξε στα μάτια και της
φώναξε: ‘Τρέξε παιδί μου τρέξε…’ και αυτό έκανε.
Άρχισε να τρέχει άλλα
οι αντοχές της δεν άργησαν να την εγκαταλείψουν. Ήταν μόνη, παγωμένη, μούσκεμα
από το χιόνι που έπεφτε ακατάπαυστα επάνω της και έλιωνε στα ρούχα της. Η ανάσα
της λιγόστευε, τα μάτια της θόλωναν και ενώ ήξερε τι μπορούσε να κάνει λόγο του
βιβλίου της ωστόσο δεν ήξερε το πώς. Το να βρει το μαγεμένο δέντρο που θα της
χάριζε το μήλο με τις τρεις ευχές ήταν η μοναδική της σωτηρία αλλά πως μπορείς
να βρεις κάτι όταν δεν ξέρεις καν πως είναι;
Απελπισμένη και
κατάκοπη, μόλις τα πόδια της λύγισαν η Μάριαν παραδόθηκε ηττημένη στις ρίζες
ενός τεράστιου δέντρου και άρχισε να κλαίει. Έκλεγε για εκείνον που λόγο της
ξεροκεφαλιάς της τώρα θα την έχανε για πάντα. Έκλεγε και για εκείνην που ενώ θα
μπορούσε να το είχε αποτρέψει ωστόσο είχε επιλέξει να μην κάνει τίποτα. Θα ήταν
μόνο μερικά χρόνια μέσα στο μοναστήρι. Ένα μοναστήρι που γνώριζε καλά και ήξερε
πώς να ξεγελά τις μοναχές και τους ηγούμενους. Πόσο άσχημα θα μπορούσε να ήταν αν
δεν είχε άφηνε τον φόβο να την καταβάλει και το επέλεγε να γυρίσει εκεί;
Με την καρδιά της να
την προειδοποιεί για το τέλος, σκεφτόταν το πόσο χαζή και αφελής τελικά ήταν
αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πια για να το αλλάξει. Τα άκρα της είχαν πια
κοκαλώσει, τα μάτια της παραδομένα έκλειναν και εκεί που η τελευταία της πνοή
ήταν πολύ κοντά στο να βγει εκεί μια γνωστή φωνή ήρθε να της δώσει μια
τελευταία ελπίδα. Δεν ήταν το δέντρο μαγεμένο όπως νόμιζε όταν διάβαζε το
βιβλίο αλλά ήταν εκείνος ο μπάσταρδος, το πνεύμα του κάστρου που της μιλούσε
τώρα και τα λόγια του ερχόντουσαν σαν μια τελευταία σανίδα σωτηρίας…
‘Αν είχες μια ευχή τι
θα ευχόσουν;’… την είχε ρωτήσει και η Μάριαν παρόλο που τώρα ήξερε ότι θα
μπορούσε να είχε αυτό που πραγματικά ήθελε τότε, χωρίς να το σκεφτεί, του είχε
απαντήσει…
‘Θα ευχόμουν να ήμουν
στο μοναδικό μέρος όπου δεν υπάρχουν βασιλιάδες και υπηρέτες. Στο μοναδικό
μέρος όπου όλοι έχουν δικαίωμα στην γνώση και είναι ίσοι μεταξύ τους. Στο
μοναδικό μέρος όπου κάθε όνειρο γίνεται πραγματικότητα…’ είχε εκφράσει με πόνο
αλλά είχε ξεχάσει το πιο βασικό… είχε ξεχάσει να σκεφτεί με ποιον θα ήθελε
πραγματικά να βρεθεί εκεί. Όταν της έδωσε το μήλο που ήξερε ότι θα της έδινε,
όταν της ζήτησε να σκεφτεί που ήταν αυτό το μέρος και να δαγκώσει το μήλο
εκείνη απλά είπε…
‘Εύχομαι με όλη μου
την καρδιά να βρεθώ στη Μινεάπολις της Αμερικής το έτος 2004’... και έτσι κι έγινε.
Όταν άνοιξε τα μάτια
της, δεν ένοιωσε κανέναν φόβο ή έκπληξη. Ήξερε ακριβώς τι θα συμβεί και
πράγματι έγινε ακριβώς όπως το είχε διαβάσει. Οι θετοί της γονείς που είχαν
ξεκινήσει από το σπίτι τους με τα πόδια για να πάνε σε ένα γειτονικό τους
φιλικό σπίτι, την βρήκαν παγωμένη και χωμένη μέσα στο πυκνό χιόνι με τα ρούχα
της μούσκεμα και ματωμένα. Δεν το σκέφτηκαν ούτε για μια στιγμή. Αρπάζοντας την
στην αγκαλιά τους, την πήγανε στο πιο κοντινό νοσοκομείο. Μέχρι που ο πυρετός
της Μάριαν κατάφερε να πέσει και εκείνη να ανοίξει τα μάτια της, εκείνοι δεν
έφυγαν στιγμή από δίπλα της. Δεν έφυγαν και στιγμή από την υπόλοιπη της ζωή.
Η Μάριαν ήξερε ότι θα
μπορούσε να τους πει τα πάντα και εκείνοι να την πιστέψουν έτσι όταν έφτασε η
κρίσιμη στιγμή δεν το σκέφτηκε. Τους τα είπε όλα. Τους είπε τα πάντα και
εκείνοι αντί να την κλείσουν σε ένα φρενοκομείο αντίθετα της έδωσαν απλόχερα
την ζεστή τους αγκαλιά και την φρόντιζαν μέχρι και σήμερα σαν να ήταν
πραγματικό τους παιδί. Τι παραπάνω θα μπορούσε αλήθεια να ζητήσει;
Οι μέρες κυλούσαν
ήρεμα, η Μάριαν σιγά σιγά άρχισε να αποδέχεται ότι για τα επόμενα δέκα χρόνια
που θα ακολουθούσαν αυτή θα ήταν πλέον η νέα της ζωή. Όμως την πρώτη μέρα που
θα έπρεπε να πάει στο σχολείο κάτι μέσα της τσίνησε. Ήξερε ότι η μητέρα της θα
την πήγαινε μέχρι το σχολικό. Εκείνη θα την αποχαιρετούσε και μόλις θα έμπαινε
μέσα θα καθόταν στην μοναδική ελεύθερη θέση που θα υπήρχε… στην θέση που θα
καθόταν εκείνο το μελαχρινό παιδί με τα καταγάλανα μάτια όπου θα της άλλαζε για
πάντα την ζωή με την ατάκα: ‘Γεια, είμαι ο Μπας… Μπας από Σεμπάστιαν όχι από
Μπάσταρδος. Εσύ είσαι η καινούργια;’.
Το βράδυ πριν από
εκείνη την ημέρα δεν είχε κοιμηθεί καθόλου. Όσο σκεφτόταν όλα όσα επρόκειτο να
ζήσει μαζί του, όσο σκεφτόταν ότι ο Μπας θα ήταν το μοναδικό άτομο που θα
γέμιζε το κενό που ένιωθε τώρα στην καρδιά της επειδή είχε ξεχάσει να
συμπεριλάβει στην ευχή της και τον Φράνσις, τόσο ήθελε να βρει έναν τρόπο για
να το αλλάξει αυτό. Φορώντας την στολή της σχολής – με το λευκό πουκάμισο, το μαύρο
σακάκι, την πλισέ μαύρη φούστα που έφτανε στα γόνατα, την μαύρη γραβάτα, τις λευκές
κάλτσες που έφταναν μέχρι το γόνατο και τις μαύρες μπαλαρίνες - κατέβηκε στην
κουζίνα για πρωινό. Όσο έτρωγε δεν μπορούσε να ησυχάσει. Έπρεπε κάτι να βρει…
κάτι, οτιδήποτε, για να το αλλάξει. Να αλλάξει την μοίρα της. Πριν φύγει ο
πατέρας της για την δουλειά τον ικέτεψε να την πάει εκείνος στο σχολείο. Ο
πατέρας της προσπάθησε να της αλλάξει γνώμη αλλά μόλις είδε τα δάκρυα στα μάτια
της τελικά είχε υποχωρήσει. Πως μπορούσε άλλωστε να της χαλάσει χατίρι.
Όταν έφτασε στο
σχολείο ένιωθε ότι τα είχε καταφέρει. Δεν τον είχε γνωρίσει και όταν έφτασε η
στιγμή να επιλέξει ανάμεσα στις μοναδικές δύο άδειες θέσεις που υπήρχαν διάλεξε
εκείνη που ήταν μακριά του.
Όταν χτύπησε το
κουδούνι για το διάλλειμα η Μάριαν βάζοντας την τσάντα της στην αγκαλιά της
άρχισε να τακτοποιεί τα πράγματα της για να αποφύγει μια τυχαία συνάντηση μαζί
του. Βλέποντας τον να βγαίνει από την τάξη με τον φίλο του πήρε μια ανακουφιστική
ανάσα. Μέχρι εδώ καλά.. ενθάρρυνε τον εαυτό της επιβραβεύοντας τον. Πιάνοντας
το σάντουιτς που της είχε ετοιμάσει η μητέρα της σηκώθηκε για να πάει να βρει
ένα μέρος να φάει με την ησυχία της. Φυσικά, μακριά όπου όλους και από όλα. Μέχρι
που η δασκάλα της την σταμάτησε.
«Μάριαν…» την άκουσε
να λέει την στιγμή που έφτασε στην πόρτα και χωρίς να γνωρίζει τι ήθελε να της
πει γύρισε με περιέργεια για να την κοιτάξει. «Πως ήταν ως εδώ καλά;» την
ρώτησε με ενδιαφέρον και καθώς η Μάριαν κατένευσε εκείνη συνέχισε. «Δεν σε είδα
να συμμετέχεις πολύ και σκέφτηκα…»
«Η αλήθεια είναι ότι
έχω μείνει πολύ πίσω και δυσκολεύομαι να σας ακολουθήσω» της είπε απολογητικά
με την καρδιά της να χτυπάει με αγωνία μήπως είχε κάνει καμία κουταμάρα πάνω
στην παρόρμηση της.
«Μην μου
στεναχωριέσαι γλυκιά μου και θα πάνε όλα καλά σου το υπόσχομαι. Όμως θα
προτιμούσα να κάθεσαι πιο μπροστά. Εκεί που πήγες και κρύφτηκες…» με την ιδέα και
μόνο ότι θα μπορούσε να της επιβάλει να κάτσει στο μοναδικό θρανίο που δεν
ήθελε να κάτσει με τίποτα, δηλαδή στο μπροστινό θρανίο από αυτό που καθόταν ο
Μπας η Μάριαν πριν προλάβει να το σκεφτεί αντέδρασε.
«Όχι, όχι…» είπε
γρήγορα και μόλις κατάλαβε τι ήταν έτοιμη να ξεφουρνίσει το κατάπιε και
προσπάθησε ξανά. «Είμαι μια χαρά εκεί και υπόσχομαι ότι θα συμμετέχω
περισσότερο» την διαβεβαίωσε. Η δασκάλα της χαμογέλασε γλυκά.
«Όπως νομίζεις και να
θυμάσαι ότι δεν είναι ντροπή να ρωτάς ότι δεν καταλαβαίνεις» της είπε ξανά και
η Μάριαν κούνησε ζωηρά το κεφάλι της θετικά με ανακούφιση.
«Θα το κάνω σας το
υπόσχομαι» της έδωσε τον λόγο της και καθώς πήγε να φύγει η δασκάλα της την
σταμάτησε για άλλη μια φορά.
«Μάλλον θα χρειαστείς
κάποιον να σε πάει μέχρι την τραπεζαρία» άκουσε να λέει πίσω της. Την στιγμή
που πήγε να γυρίσει προς το μέρος της, εκείνη βάζοντας το χέρι της πάνω στον
ώμο της την οδήγησε έξω από την τάξη και σταμάτησε.
«Κόουλ, Σεμπάστιαν…»
φώναξε τα δύο αγόρια που ήταν λίγο πιο μακριά και κακάριζαν πιάνοντας τις
κοιλιές τους με ένα αστείο που προφανώς είχαν μοιραστεί. Η Μάριαν κοκάλωσε από
τον φόβο της. «Μπορείτε να βοηθήσετε την καινούργια σας συμμαθήτρια να βρει την
τραπεζαρία;» συνέχισε εκείνη ακάθεκτη χωρίς να νιώθει την αναστάτωση της
Μάριαν.
«Ναι φυσικά» είπε
πρόθυμα ο Μπας σκουντώντας τον φίλο του και η δασκάλα της δίνοντας την μια
μικρή ώθηση την προέτρεψε να πάει κοντά τους.
Η Μάριαν, με σκυμμένο
το κεφάλι και την καρδιά της να χτυπάει ξέφρενα, χωρίς επιλογή του πλησίασε
αλλά μόλις άκουσε τον Μπας να μιλάει τελικά δεν κατάφερε να κρατηθεί.
«Γεια, είμαι ο Μπας…»
της είπε αυτόματα μόλις έφτασε κοντά του και η Μάριαν κόντεψε να ουρλιάξει αλλά
συγκρατήθηκε.
«Ναι ξέρω από
Σεμπάστιαν» τον πρόλαβε πριν ολοκληρώσει την φράση του και γύρισε προς τον
Κόουλ. «Και εσύ είσαι ο Κόουλ που βγαίνει από το Κόουλ σωστά;» είπε σχεδόν
ειρωνικά και ο Κόουλ γέλασε.
«Βλέπω τα ξέρεις ήδη όλα»
σχολίασε ο Κόουλ και η Μάριαν αναστέναξε κατεβάζοντας το κεφάλι θλιμμένα.
«Ναι αυτό είναι το
πρόβλημα» ή μήπως όχι;… σκέφτηκε μέσα της.
«Δεν ήρθαν όλα όπως
τα περίμενες;» ρώτησε ο Μπας και η Μάριαν τον κοίταξε ξαφνιασμένη.
«Όχι» είπε τελείως
αποπροσανατολισμένη από αυτήν την απροσδόκητη ερώτηση που της έκανε.
«Τότε γιατί ήρθες
εδώ;» την ρώτησε με περιέργεια.
«Αν εσύ είχες να
επιλέξεις ανάμεσα στον θάνατο και σε αυτό το μέρος τι θα επέλεγες;» του γύρισε
την ερώτηση λίγο πιο νευριασμένα από όσο θα ήθελε.
«Σίγουρα θα έκανα την
ίδια επιλογή» την διαβεβαίωσε αμυντικά στο ξέσπασμα της. «Αλλά δεν είναι και
τόσο άσχημα εδώ έτσι δεν είναι Κόουλ;» συνέχισε κοιτώντας τον φίλο του σαν να
του ζητούσε βοήθεια.
«Όχι δεν είναι…»
απάντησε η Μάριαν και άρχισε να περπατάει με περισσότερη αυτοπεποίθηση ενώ ένα
διαβολεμένο χαμόγελο έκανε δειλά την εμφάνιση του στα χείλια της.
«Τότε γιατί είσαι
τόσο κακοδιάθετη;» συνέχισε τις απορίες του ο Μπας καθώς την πρόλαβε και πάλι.
«Γιατί πίστευα ότι θα
ήμουν αναγκασμένη να κάνω αυτό που είχε ορίσει ήδη κάποιος άλλος για μένα… αλλά
τώρα ξέρω» είπε με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο.
«Τι ξέρεις; Τι
εννοείς;» την ρώτησε ο Κόουλ τελείως μπερδεμένος και καθώς η Μάριαν σταμάτησε
να περπατά γύρισε προς την μεριά τους επιβάλλοντας τους να σταματήσουν ακριβώς
μπροστά της.
«Αν είμαι αναγκασμένη
να ζήσω εδώ για τα επόμενα δέκα χρόνια τότε θα είναι με τους δικούς μου όρους.
Και ο πρώτος μου όρος είναι να μείνετε μακριά από μένα. Αν δεν το κάνετε σας
διαβεβαιώνω ότι δεν θα είμαι και τόσο ευγενική μαζί σας» τους είπε
κατηγορηματικά και τα δύο αγόρια την κοίταξαν σοκαρισμένα.
«Δηλαδή αν αυτή είναι
η ευγενική σου πλευρά…;» είπε ο Κόουλ κάπως παγωμένα.
«Φαντάσου πόσο
χειρότερη είναι η πλευρά μου που δεν είναι και τόσο ευγενική» του είχε
επιβεβαιώσει και χωρίς να περιμένει την αντίδραση τους γύρισε την πλάτη της και
τους άφησε πίσω της σύξυλους.
Όταν στο σπίτι πια,
οι θετοί της γονείς την ώρα του φαγητού την ρώτησαν πως της φάνηκε η πρώτη της
μέρα στο σχολείο εκείνη είχε απαντήσει.
«Θέλω μια φωτογραφική
μηχανή, μια πένα και ένα μεγάλο βιβλίο που να χωράει φωτογραφίες και να μπορώ
να γράφω δίπλα τους».
«Σου τα ζητήσανε στο
σχολείο;» ρώτησε η μητέρα της παραξενευμένη και εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
«Όχι το θέλω για
μένα» δήλωσε και το ζευγάρι αντάλλαξαν μια ματιά γεμάτη απορία.
«Τι το θες καλή μου;»
ρώτησε ο πατέρας της και εκείνη τον κοίταξε με θάρρος στα μάτια.
«Το θέλω για να γράψω
την δική μου ιστορία».
Και έτσι ακριβώς είχε
γίνει… Από την επόμενη μέρα κιόλας αντί να ακολουθήσει το βιβλίο της κατά
γράμμα έγραψε την δική της ιστορία. Μια ιστορία που το μοναδικό άτομο που θα
ήθελε να την μοιραστεί μαζί του είχε μείνει πίσω για να γράψει και εκείνος με
την σειρά του την δική του διαφορετική ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου