Όταν οι υπηρέτριες
την απάλλαξαν από τα ρούχα της και την ετοίμασαν για ύπνο ο Μάριαν τις
σταμάτησε πριν προλάβουν να σβήσουν τα κεριά.
«Δυναμώστε την φωτιά
στο τζάκι και αφήστε τα κεριά όπως έχουν» διέταξε και οι υπηρέτριες κοιτάχτηκαν
μεταξύ τους.
«Ξέρετε πριγκίπισσα,
η βασίλισσα…»
«Σε αυτό το δωμάτιο η
μόνη που διατάζει είμαι εγώ… τώρα μπορείτε να πηγαίνετε» της είπε κουνώντας το
χέρι της μπροστά στα τους σαν να έδιωχνε μερικές ενοχλητικές μύγες.
«Μάλιστα πριγκίπισσα»
είπαν όλες μαζί και καθώς έμεινε τελευταίος ο φροντιστής της φωτιάς, έκανε ότι
είχε ζητήσει.
Μόλις έμεινε ξανά
μόνη, πέρασε την ρόμπα της γύρω από τους ώμους της και άρχισε να περπατάει μέσα
στο δωμάτιο της νευρικά.
«Μπάσταρδε είσαι
εδώ;» ρώτησε με αγωνία ψιθυριστά.
‘Εδώ… εδώ και σε
καμαρώνω’… της απάντησε με απόλυτη ικανοποίηση.
«Καμάρωσε με όσο
προλαβαίνεις» μουρμούρισε χωρίς να σταματά να περπατά πάνω κάτω μέσα στο
δωμάτιο έχοντας στην αγκαλιά της το βιβλίο της για να νιώθει παρηγοριά.
‘Ωωω δεν θέλω να
ακούω αηδίες… εγώ τι δουλειά κάνω εδώ;’… την ρώτησε και σταματώντας το βήμα της
πήρε μια βαθιά ανάσα για να καλμάρει.
«Και τώρα τι
κάνουμε;» τον ρώτησε με την ελπίδα ότι θα έχει κανένα καλό σχέδιο γιατί όσο
πλησίαζε η ώρα να τελειώσει το δείπνο τόσο η καρδιά της κάλπαζε πιο δυνατά.
‘Είδες κάτι όταν
έπιασες τον καρπό της βασίλισσας, τι ήταν αυτό;’… την ρώτησε.
«Την είδα στην
τραπεζαρία με τον γιό της, τον Νοστράδαμο, αλλά δεν ήταν κανείς άλλος εκεί» τον
ενημέρωσε και περίμενε την ανταπόκριση του.
‘Οπότε εκεί πρέπει να
πάμε’… της είπε η φωνή και η Μάριαν έμεινε μπερδεμένη να κοιτάει το κενό.
«Γιατί;» δεν μπορούσε
να μην αναρωτηθεί.
‘Ακόμα δεν το έχεις
καταλάβει;’… την ρώτησε έκπληκτος αλλά πριν προλάβει η Μάριαν να αναρωτηθεί τι
θα έπρεπε να είχε καταλάβει εκείνος συνέχισε. ‘Αυτό που βλέπεις, το ζεις
Μάριαν’… της είπε με νόημα και η Μάριαν άνοιξε τα μάτια της διάπλατα.
«Οπότε βλέπω κομμάτια
της δικής μου ζωής μέσα από τους άλλους» διαπίστωσε και ένιωσε ένα κρύο χέρι να
της χτυπάει απαλά τον ώμο.
‘Τώρα πάμε’… της
απάντησε εκείνος και την στιγμή που πήγε να πιάσει ένα κεροστάτη η κρυφή πόρτα
άνοιξε διστακτικά και έκλεισε ξανά γρήγορα.
«Ο Φράνσις…» είπε
σχεδόν άηχα και έτρεξε να τον προλάβει πριν φύγει.
Ανοίγοντας την πόρτα,
έβγαλε το κεφάλι της στον κρύο διάδρομο και τον είδε να φεύγει.
«Ψιτ» είπε και καθώς
ο Φράνσις γύρισε το κεφάλι του ξαφνιασμένος προς το μέρος της του έκανε νόημα
να γυρίσει πίσω.
Μπαίνοντας ξανά μέσα
στο δωμάτιο της έκανε πιο πίσω. Αφήνοντας πρώτα να περάσει ο Φράνσις πήρε τον
κεροστάτη από τα χέρια του, τον άφησε πάνω σε ένα έπιπλο μαζί με το βιβλίο της
και έτρεξε στην αγκαλιά του. Ο Φράνσις από την έκπληξη στην αρχή έμεινε
παγωμένος αλλά μόλις τα χέρια της τον έσφιξαν επάνω της άφησε την ανάσα που
κρατούσε και τύλιξε και τα δικά του γύρω από το κορμί της με ανακούφιση.
«Μάριαν…» προσπάθησε
να πει απολογητικά αλλά δεν τον άφησε να συνεχίσει.
«Σσσς… δεν έχουμε
χρόνο πρέπει να γυρίσουμε στην τραπεζαρία, μπορείς να μας πας μέχρι εκεί από τα
μυστικά περάσματα;» τον ρώτησε γεμάτη ελπίδα και καθώς εκείνος κατένευσε
μπερδεμένος η Μάριαν έπιασε τον κεροστάτη που κρατούσε πριν ο Φράνσις και του
τον έδωσε.
Αφήνοντας το βιβλίο
της πίσω της, άνοιξε ξανά την πόρτα και βγαίνοντας στον διάδρομο έκανε στην
άκρη για να περάσει πρώτος ο Φράνσις.
«Μάριαν τι διάολο
συμβαίνει; Τι ήταν αυτά που είπες στο δείπνο;» θέλησε να μάθει ο Φράνσις
ανυπόμονα καθώς την οδηγούσε προς την τραπεζαρία.
«Η μητέρα σου…» είπε
κάτω από τον αναστεναγμό της και τον κοίταξε δειλά. «Ήταν πίσω από όλα» κατέληξε
αλλά δεν είδε κάποια έκπληξη στο πρόσωπο του.
«Δεν μου κάνει
εντύπωση… αλλά να σε σκοτώσει όχι δεν μπορεί. Είναι μέρος του συμβολαίου, αν απειληθεί
η ζωή σου από κάποιο πρόσωπο θα θανατωθεί επιτόπου και φυσικά όπως
καταλαβαίνεις αυτός ο όρος αναφέρεται σε εκείνη μιας και εγώ και ο πατέρας μου
είμαστε σύμφωνοι σε αυτόν τον γάμο» την ενημέρωσε και η Μάριαν έμεινε για λίγο
αμίλητη να σκέφτεται τα λόγια του.
«Ναι αλλά μπορεί να
το κάνει οποιοσδήποτε άλλος. Ένας εραστής, μια εγκυμοσύνη… κατηγορία για
προδοσία και τσουπ πριν προλάβεις να το καταλάβεις το κεφάλι της θα είναι μέσα
στο πιάτο σου» επανέλαβε τα λόγια της Κένα και ο Φράνσις πριν συνεχίσει έπιασε
το μπράτσο της και της επέβαλε να γυρίσει προς το μέρος του.
«Ήσουν εκεί…» σχεδόν
αναφώνησε.
«Με τον Κωνσταντίν»
του επιβεβαίωσε. «Ο οποίος είχε διαταγή από την μητέρα σου σε συνεργασία με την
αγαπημένη σου Κένα να μου ρίξουν κάτι στο τσάι για να με ζαλίσουν και ο
Κωνσταντίν να με σύρει - με την θέληση μου πάντα - μέχρι το σημείο όπου εσύ και
η Κένα…» άφησε την πρόταση της στην μέση με υπονοούμενο. «Για να δω όσα έγιναν
μεταξύ σας και μετά να μου κλέψει την τιμή μου» συμπλήρωσε. Ο Φράνσις έκανε αυτόματα
ένα βήμα προς τα πίσω έχοντας τα χαμένα.
«Αλλά εγώ δεν ήπια το
τσάι και κατάφερα να τους ξεγελάσω. Σου το ορκίζομαι δεν μου έκανε τίποτα» τον
διαβεβαίωσε γρήγορα πριν εκείνος κάνει τίποτα απερίσκεπτο.
«Και ο Κωνσταντίν;»
είπε σχεδόν άηχα βράζοντας από θυμό.
«Ήταν τραυματισμένος
στο πρόσωπο και αναίσθητος όταν τον άφησα και έφυγα αλλά είμαι σίγουρη ότι ήταν
ζωντανός» του απάντησε με αγωνία ελπίζοντας να την συγχωρέσει για ότι είχε
κάνει.
«Θα μου το πληρώσει
αυτό…» απείλησε.
«Φράνσις ήταν υπό τις
διαταγές της, δεν το ήθελε, μου το είπε ξεκάθαρα, άλλωστε σου το ορκίζομαι δεν
με άγγιξε καν. Εκτός αν πιάνεται για άγγιγμα το ότι μου κρατούσε το στόμα
κλειστό όσο ώρα εσύ και η Κένα… εεε ξέρεις».
«Καλά έχουμε χρόνο
γι’ αυτά. Τώρα τι κάνουμε εδώ; Γιατί θες να γυρίσεις στην τραπεζαρία;» άλλαξε
τελείως το θέμα και η Μάριαν πήρε μια ανάσα.
«Είδα ένα όραμα όταν
έπιασα το χέρι της μητέρας σου και είμαι σχεδόν σίγουρη ότι αυτό που είδα θα
γίνει τώρα» του εξήγησε και ο Φράνσις άρχισε και πάλι να περπατά κρατώντας το
χέρι της.
«Τι είδες;» την
ρώτησε αλλά όχι και με μεγάλο ενδιαφέρον.
«Ήξερες ότι ο Νοστράδαμος
είναι αδελφός σου;» τον ρώτησε διστακτικά κοιτάζοντας τις αντιδράσεις του.
«Μην λες βλακείες
Μάριαν, ο Νοστράδαμος είναι εξήντα χρονών, μην πω μεγαλύτερος… πότε τον έκανε η
μητέρα μου όταν ήταν μωρό;» την ρώτησε ειρωνικά.
«Και τότε γιατί την
είπε μητέρα;» τον ρώτησε αθώα.
Ο Φράνσις αφήνοντας
το ασχολίαστο έστυψε σε μια γωνιά και μόλις βρέθηκε μπροστά σε άλλη μια κρυφή
πόρτα, την άνοιξε και κρατώντας το κερί μακριά από το σώμα του κοίταξε από
πίσω. Βλέποντας τον διάδρομο να είναι άδειος, πέρασε πρώτος και αφού άφησε χώρο
για να περάσει και η Μάριαν, έκλεισε την πόρτα πίσω της. Κάνοντας της σήμα να
μείνει σιωπηλή τύλιξε το χέρι του γύρω από την μέση της, άφησε τον κεροστάτη σε
ένα έπιπλο που βρήκε μπροστά του και συνέχισε να προχωράει στους διαδρόμους
προς την τραπεζαρία ελέγχοντας εξονυχιστικά γύρω του μην υπάρχει κανείς μιας
και που βρίσκονταν πια ξανά στο κύριο κάστρο.
Όταν βρέθηκαν στην
τραπεζαρία εκείνη ήταν άδεια και από κόσμο αλλά και υπολείμματα φαγητού. Η
Μάριαν κοιτώντας γύρω της έψαξε με την ματιά της ένα μέρος για να κρυφτούν και
μόλις ο Φράνσις το κατάλαβε, της έπιασε το χέρι και την τράβηξε προς τις
κολώνες που ήταν καλυμμένες με βαριές κουρτίνες. Βάζοντας την πίσω από την
κολώνα έστρωσε το ύφασμα της βελούδινης κουρτίνας ώστε να τους κρύβει και τους
δύο και τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από την μέση της την κράτησε στην αγκαλιά
του.
«Είσαι σίγουρη ότι θα
έρθουν τώρα;» της ψιθύρισε στο αυτί και η Μάριαν ανασήκωσε τους ώμους της.
«Δεν ξέρω σίγουρα»
είπε απολογητικά.
«Εντάξει» της απάντησε
εκείνος και μένοντας στην σιωπή προσπάθησε να κοιτάξει πίσω από την κουρτίνα
για μια οποιαδήποτε κίνηση.
«Είναι κάτι άλλο που
πρέπει να ξέρω;» την ρώτησε επιφυλακτικά.
«Μόνο ότι θα τον
ενημερώσει για το χάρισμα μου» του απάντησε χωρίς να την ενοχλεί ιδιαίτερα αυτό
και η Φράνσις την κοίταξε με περιέργεια.
«Κλείστε τις πόρτες
και μην αφήσετε κανέναν να μπει χωρίς την άδεια μου» άκουσαν ταυτόχρονα την
φωνή της βασίλισσας και έμειναν παγωμένοι και χωρίς ανάσα να περιμένουν την
συνέχεια.
«Νοστράδαμε…» φώναξε
όταν απλώθηκε η απόλυτη ησυχία αλλά δεν πήρε καμία απάντηση. «Νοστράδαμε»
επανέλαβε πιο επιτακτικά και ένας αναμαλλιασμένος ψηλός άντρας έκανε την
εμφάνιση του από την πόρτα που χρησιμοποιούσαν οι υπηρέτες.
«Μητέρα, είναι σαν
και εμένα…» της είπε αυτόματα αυτό που είχε δει και στο όραμα της ότι θα της
έλεγε και η Μάριαν παίρνοντας τα μάτια της από το άνοιγμα της κουρτίνας όπου
της επέτρεπε να βλέπει την βασίλισσα και τον Νοστράδαμο κοίταξε για λίγο τον
Φράνσις αλλά εκείνος έμενε τελείως ανέκφραστος.
«Νοστράδαμε τι
βλακείες λες; Πως μπορεί να είναι σαν και εσένα;» τον επέπληξε εκείνη.
«Την είδα να με κοιτά
κατάματα όχι όμως στην πραγματικότητα άλλα μέσα από ένα όραμα της» της εξήγησε
και πριν προλάβει η βασίλισσα να αντιδράσει ο Φράνσις καθώς έκανε πιο πίσω τελείως
πανιασμένος πια έσπρωξε με το πόδι του καταλάθος ένα ποτήρι που είχε ξεχαστεί
στο πάτωμα. Όταν εκείνο άρχισε να κουτρουβαλάει κάνοντας θόρυβο έμειναν και οι
δύο παγωμένοι να κοιτιούνται.
Μόλις γύρισαν και οι
δύο ταυτόχρονα για να κοιτάξουν προς την άδεια αίθουσα της τραπεζαρίας, η
Μάριαν κοίταξε βαθιά μέσα στα καστανά μάτια του Νοστράδαμου και εκείνος
κόβοντας την ανάσα του στην μέση έκλεισε τα μάτια του σαν να τον πονούσαν. Μόλις
τα άνοιξε ξανά συμπλήρωσε.
«Με βλέπει τώρα»
χωρίς να αντέχει άλλο αυτό το θέατρο του παραλόγου η Μάριαν κοίταξε τον Φράνσις
και αφού του χάιδεψε το πρόσωπο απαλά του έκανε νόημα να μείνει σιωπηλός.
«Ναι σε βλέπω…» είπε αποφασίστηκα
φεύγοντας από την αγκαλιά του Φράνσις ενώ βγήκε από την κρυψώνα της και στάθηκε
μπροστά τους. «Μόνο που δεν είναι μέσα από όραμα αυτήν την φορά».
«Εσύ… μα πως;» είπε η
βασίλισσα σοκαρισμένη βλέποντας την μπροστά της.
«Νομίζω ότι οι
λεπτομέρειες είναι περιττές. Τι λέτε να πάμε καλύτερα στο θέμα που μας καίει
περισσότερο;» την ρώτησε και ο Νοστράδαμος την κοίταξε έκπληκτος.
«Πόσο χρονών είπαμε
ότι είναι;» ρώτησε την μητέρα του και εκείνη τον κοίταξε κουρασμένα.
«Άφησε μας» του
ζήτησε μαλακά αλλά η Μάριαν δεν τον άφησε.
«Όχι, όχι… μην
φύγεις, είναι τόσο ανακουφιστικό να ξέρεις ότι δεν είσαι ο μόνος που έχεις αυτή
την κατάρα» του είπε και άπλωσε το χέρι της μπροστά. «Είμαι η Μάριαν».
Ο Νοστράδαμος έχοντας
τα τελείως χαμένα κοίταξε προς την βασίλισσα χωρίς να της δίνει το χέρι.
«Άφησε μας» επανέλαβε
η βασίλισσα πιο επιτακτικά και καθώς εκείνος έκανε μια υπόκλιση προς το μέρος
της έκανε ότι του ζήτησε.
«Χάρηκα που σε
γνώρισα» του φώναξε η Μάριαν κατεβάζοντας το χέρι της και εκείνος πριν περάσει
την πόρτα από όπου είχε έρθει γύρισε και την κοίταξε για λίγο.
«Και τώρα οι δύο μας»
της είπε η βασίλισσα ενώ πιάνοντας την από το μπράτσο την γύριζε προς την μεριά
της.
«Εγώ στην θέση σας
δεν θα το έκανα αυτό» την προειδοποίησε και η βασίλισσα την κοίταξε με
ενδιαφέρον.
«Και γιατί;» ρώτησε
και η Μάριαν έκανε ένα βήμα προς μέρος της για να την πλησιάσει περισσότερο
ώστε να της δηλώσει ότι δεν την φοβάται.
«Γιατί δεν ξέρω αν τα
κουτσομπολιά έφτασαν μέχρι τα αυτιά σας αλλά από σήμερα είμαι επίσημα και
μάγισσα» χλεύασε γελώντας και η βασίλισσα άρχισε να χάνει την υπομονή της.
«Άκου να σου πω
αυθάδικο μυξιάρικο…»
«Α… α… α… Πριγκίπισσα
Μάριαν, για σας» την διόρθωσε και τα μάτια της βασίλισσας στένεψαν επικίνδυνα.
«Εδώ μέσα…»
«Μπορείτε να κάνετε
ότι γουστάρετε, σπίτι σας είναι άλλωστε αλλά να ορίζετε την δική μου ζωή ξεχάστε
το. Είτε σας αρέσει είτε όχι, μπορώ να δω ότι και να βάλετε μέσα στο μυαλό σας γι’
αυτό πάντα θα είμαι έεενα βήμα πιο μπροστά από εσάς. Οπότε τι λέτε για μια
ανακωχή;» την ρώτησε και άπλωσε το χέρι της.
«Τι θες;» την ρώτησε
χωρίς υπεκφυγές.
«Αυτό ακριβώς που
είπα. Να με αφήσετε να ορίζω μόνη μου την ζωή μου χωρίς τις περιττές παρεμβολές
σας» της είπε ξεκάθαρα η Μάριαν και η βασίλισσα την κοίταξε με έκπληξη.
«Μόνο αυτό;» δεν
μπορούσε να το πιστέψει.
«Ειλικρινά δεν με
ενδιαφέρουν ούτε οι δολοπλοκίες αλλά ούτε το στέμμα σας» της είπε με αηδία ενώ
συνέχιζε να τείνει το χέρι της μπροστά.
«Και μπορώ να μάθω τι
ακριβώς περιλαμβάνει το ‘να ορίζω μόνη μου την ζωή μου’;» την ρώτησε χωρίς να
χαλαρώνει στιγμή και η Μάριαν ανασηκώνοντας τους ώμους της αδιάφορα κατέβασε το
χέρι της.
«Καμία βόλτα με το
άλογο έξω από το κάστρο, κανένα σκαρφάλωμα σε δέντρο, καμία ξιφομαχία να
περάσει η ώρα, ίσως και κανένα κυνήγι με τον βασιλιά…»
«Κυνήγι με τον
βασιλιά;» αναφώνησε βγαίνοντας τελείως έξω από τα ρούχα της.
«Εντάξει δεν θα τα
χαλάσουμε εκεί, ίσως όχι ακόμα αλλά στο μέλλον…» το τράβηξε παραπάνω.
«Και να φανταστώ ότι
όλο αυτό απαιτεί και την απαραίτητη συνοδεία του αρραβωνιαστικού σου;» της
χτύπησε.
«Αν βρει ποτέ λίγο
καιρό και για μένα και το θέλει δεν θα του χαλάσω χατίρι» είπε αδιάφορα αλλά η
βασίλισσα δεν πείστηκε από την παράσταση της.
«Θες να πεις ότι δεν
θα απαιτήσεις να έχεις την αποκλειστική προσοχή του;» ρώτησε δύσπιστα.
«Ειλικρινά, λίγο με
νοιάζει τι θα κάνει άλλωστε είμαι εδώ να απαιτήσω τα δικά μου δικαιώματα όχι
του γιού σας» της είπε και ζάρωσε τα φρύδια της σκεπτικά.
«Θες να με πείσεις
ότι δεν έχεις αισθήματα για τον γιό μου;» διαπίστωσε ανοιχτά.
«Δεν ξέρω τι κάνετε
εσείς στα μέρη σας αλλά στα δικά μας μέρη για να αναπτύξεις συναισθήματα πρέπει
πρώτα να υπάρχει επικοινωνία μεταξύ δύο ανθρώπων και συγνώμη που θα το ακούσετε
από μένα, αλλά ο γιός σας δεν έχει ιδέα πώς να επικοινωνεί».
«Κάνεις λάθος και
είμαι σίγουρη ότι το ξέρεις πολύ καλά αυτό;» της χτύπησε σκληρά.
«Μα ειλικρινά πως
περιμένετε να αναπτύξω συναισθήματα και μάλιστα καλά όταν για τον μόνο λόγο που
ανοίγει ο γιος σας το στόμα του είναι για να με προσβάλει; Αν εσείς αυτό το
θεωρείτε επικοινωνία τότε μάλλον εγώ γεννήθηκα σε άλλον πλανήτη και δεν ξέρω τι
μου γίνεται» την ειρωνεύτηκε και η βασίλισσα ένοιωσε να βρίσκεται σε αδιέξοδο.
«Δηλαδή θες την
ελευθερία σου και δεν απαιτείς τίποτα άλλο» συμπέρανε.
«Τίποτα παραπάνω σας διαβεβαιώνω
και σας υπόσχομαι ότι θα εκπληρώσω και με το παραπάνω όλα μου τα καθήκοντα σαν
πριγκίπισσα. Θα ακούω και θα σέβομαι τα μαθήματα της μαντάμ Σελζινάρ και όταν
θα πρέπει να παρευρίσκομαι στις αίθουσες του κάστρου θα είμαι τύπος και
υπογραμμός» την διαβεβαίωσε.
«Τότε ας είναι…»
έκανε για λίγο πίσω.
«Α! Και μην
ξεχνιόμαστε, η τιμή μου να μείνει ακέραιη και το κεφάλι μου να στέκει ακόμα για
πολλά χρόνια στο κεφάλι μου… ξηγημένοι;» της είπε κατηγορηματικά και άπλωσε το
χέρι της ξανά μπροστά της.
«Αυτό είναι καθαρά
στο δικό σου χέρι αγαπητή μου» της είπε αυτάρεσκα η βασίλισσα και καθώς της
έσφιξε το χέρι της γύρισε την πλάτη και άρχισε να πηγαίνει προς την κεντρική
πόρτα.
Ουφ, πάει και αυτό…
είπε με ανακούφιση και μόλις την είδε να εξαφανίζεται από το οπτικό της πεδίο
έτρεξε προς τον Φράνσις.
«Πως ήμουν;» τον
ρώτησε ψιθυριστά και εκείνος απλά κούνησε το κεφάλι του απηυδισμένος για
απάντηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου