Με τα χείλια της να
τρίβονται επίμονα πάνω στα δικά του ο Φράνσις τελείως ενστικτωδώς άνοιξε τα
δικά του και μόλις ένοιωσε την γλώσσα της να αγγίζει την δική του άνοιξε τα
μάτια του ξαφνιασμένος. Η Μάριαν χωρίς να αντιλαμβάνεται την έκπληξη του, με τα
χέρια της να χώνονται μέσα στα μαλλιά του, πλάγιασε περισσότερο το κεφάλι της
και βάθυνε τόσο πολύ το φιλί της που ο Φράνσις δεν κατάφερε να μείνει αμέτοχος.
Ξεπερνώντας αμέσως το πρώτο του σοκ γλίστρησε και την δική του γλώσσα μέσα στο
δικό της στόμα και καθώς μιμήθηκε της δικές της κινήσεις άρχισε να την φιλάει
με τόσο πάθος που η Μάριαν άρχισε να αναστενάζει και να βογκά τρίβοντας το σώμα
της πάνω στο δικό του. Η πρωτόγνωρη αυτή αίσθηση ήταν απερίγραπτη για εκείνον, τόσο,
που τον έκανε αυτόματα να ξεχάσει που ήταν, τι έπρεπε να κάνει, μέχρι και το ποιος
ήταν ώστε δεν σκέφτηκε τις κινήσεις του.
«Σκατά» έβρισε ενώ
ξεκόλλησε απότομα από πάνω της καθώς ο κεροστάτης γλίστρησε από τα χέρια του
και μόλις το φως του κεριού έσβησε έμεινε τελείως ακίνητος.
Ακούγοντας τον θόρυβο
που έκανε ο κεροστάτης κάθε φορά που χτύπαγε σε κάθε σκαλί την στιγμή που
κατρακυλούσε προς τα κάτω ο Φράνσις έσφιγγε όλο και περισσότερο τα δόντια.
«Ηλίθιε, ηλίθιε,
ηλίθιε» βλαστημούσε τινάζοντας το χέρι του μέσα στο σκοτάδι ενώ παρακάλαγε μέσα
του να μην είχε ακουστεί όλος αυτό το θόρυβος.
«Τι έπαθες; Είσαι
καλά;» τον ρώτησε η Μάριαν ψιθυριστά με αγωνία.
«Το κερί έσταξε πάνω
στο χέρι μου και ξαφνιάστηκα, δεν είναι τίποτα αλλά τώρα…»
«Τι; Τι έγινε; Έχασα
τίποτα;» άκουσε την φωνή του παππού του μέσα στο απόλυτο σκοτάδι.
«Κάνε μου την χάρη
και τράβα να δεις αν έρχομαι» του είπε εκνευρισμένα και η Μάριαν δεν κατάφερε
να μην γελάσει με αυτό.
«Σίγουρα θα τα
καταφέρετε χωρίς κερί;» ρώτησε ειρωνικά ο παππούς του αλλά πριν ο Φράνσις του
απαντήσει καταλλήλως η Μάριαν τον χτύπησε απαλά πάνω στο στήθος.
«Άστο το χω» του είπε
αμέσως και μόλις την ένοιωσε να ξεκολλάει από την αγκαλιά του έμεινε στο
σκοτάδι να αναρωτιέται τι έκανε.
Μόλις μια οθόνη λίγο
μεγαλύτερη από μια παλάμη αυτόματα φωτίστηκε την κοίταξε σοκαρισμένος.
«Τι είναι αυτό;» την
ρώτησε παραξενευμένος.
«Όταν διάβαζες το
βιβλίο θυμάσαι που έλεγε για κάτι συσκευές που οι άνθρωπο τις χρησιμοποιούν για
να μιλάνε μεταξύ τους όταν βρίσκονται μακριά ο ένας από τον άλλον;» τον ρώτησε
ενώ τον κοίταζε κάτω από το αδύναμο φως της οθόνης καθώς εκείνη κουδούνιζε
σχηματίζοντας κάποια σχήματα πάνω στο λευκό φόντο.
«Τα τηλέφωνα λες;»
την ρώτησε.
«Ακριβώς» επιβεβαίωσε
εκείνη και μόλις εμφανίστηκαν κάτι νούμερα άρχισε να τα πατάει. «Αυτό είναι
τηλέφωνο. Κινητό για την ακρίβεια» συνέχισε ενώ τώρα άρχισε να πατάει διάφορα
κουμπιά.
«Δηλαδή μπορείς να
μιλήσεις με αυτό από εδώ με όποιον θες;» την ρώτησε και τον κοίταξε με νόημα
στα μάτια.
«Έχεις δεις πολλές
κεραίες κινητής τηλεφωνίας εδώ γύρω;» του γύρισε την ερώτηση κάπως ειρωνικά.
«Κεραίες;» της είπε
χωρίς να καταλαβαίνει.
«Ακριβώς» του είπε
πάλι και μόλις βρήκε αυτό που έψαχνε ξαφνικά ο χώρος γύρω τους φωτίστηκε
περισσότερο. «Ντα νταννννν» είπε θριαμβευτικά με ένα ικανοποιητικό χαμόγελο σε
απάντηση στο έκπληκτο ύφος του. «Και αυτό φίλε μου είναι ο φακός» του εξήγησε
και την κοίταξε πιο μπερδεμένος.
«Τελικά είναι φακός ή
κινητό;» την ρώτησε και η Μάριαν αναστέναξε εξουθενωμένα.
«Όχι είναι κινητό
αλλά μπορεί να γίνει ΚΑΙ φακός» του είπε και την κοίταξε με ενδιαφέρον.
«Τι άλλο μπορεί να
γίνει;».
«Να γίνει όχι, να
κάνει ναι» τον διόρθωσε.
«Έστω, τι άλλο μπορεί
να κάνει;» την ρώτησε και η Μάριαν τον προέτρεψε να προχωρήσει μπροστά για να
αρχίσει να κατεβαίνει την σκάλα.
«Πάντως όχι καφέ» του
απάντησε και καθώς γύρισε το κεφάλι να την κοιτάξει εκείνη του χτύπησε την
κορυφή του κεφαλιού του απαλά. «Έχουμε μια αποστολή το ξέχασες;» του θύμισε και
καθώς εκείνος αναστέναξε της έκανε την χάρη να αρχίσει να κατεβαίνει κρατώντας
την από το χέρι.
«Μπορεί να μπει με
αυτό στο ίντερνετ, να στείλει μηνύματα, να παίξεις παιχνίδια, να βγάλεις
φωτογραφίες…»
«Φωτογραφίες, εννοείς
εκείνες τις εικόνες που μοιάζουν με ζωγραφιά αλλά δεν της έχει ζωγραφίσει
ζωγράφος» είπε αυτό που μπορούσε να καταλάβει μόνο από όσα έλεγε.
«Ακριβώς αυτό» του
επιβεβαίωσε εκείνη και μόλις φτάσανε στο τελευταίο σκαλί του έδωσε να κρατήσει
το κινητό για να σκύψει να πιάσει τον κεροστάτη.
«Αυτή είναι
φωτογραφία;» την ρώτησε κοιτώντας την οθόνη ενώ εκείνη βγάζοντας κάτι μέσα από
το τσαντάκι της το πάτησε και εκείνο έβγαλε μια φλόγα.
«Και αυτό είναι ένας
αναπτήρας» του απάντησε και άναψε αμέσως το κερί. «Πολύ βολικό ιδίως για της
μέρες μας» συμπλήρωσε και έτεινε τον κεροστάτη προς το μέρος του για να τον
κρατήσει.
«Αυτοί είναι οι
γονείς σου;» την ρώτησε την στιγμή που έβαζε τον αναπτήρα πίσω στο τσαντάκι και
άπλωνε το χέρι για να πιάσει το κινητό της.
«Ναι, η μαμά Κάθριν
και ο μπαμπάς Ζακ» του επιβεβαίωσε ενώ πιάνοντας το κινητό της, πατώντας ένα
κουμπί από το πάνω μέρος της συσκευής το έκλεινε τελείως.
«Μαμά Κάθριν»
επανέλαβε με έμφαση.
«Δεν είναι ειρωνικό;»
γέλασε και την μιμήθηκε και εκείνος.
«Τελείως» συμφώνησε
και κοίταξε προς το βάθος του διαδρόμου.
«Και αυτός που είναι
ανάμεσα τους…» είπε με υπονοούμενο χωρίς να εκφράσει το όνομα του ενώ συνέχιζε
να προχωρά.
«Ναι είναι η ουρά
μου» του απάντησε καταλαβαίνοντας ακριβώς ποιον εννοούσε.
«Η ουρά σου;» την
ρώτησε χωρίς να καταλαβαίνει.
«Έτσι έλεγε η μητέρα
μου τον Μπας» εξήγησε εκείνη.
«Γιατί; Δεν τον
συμπαθούσε;» την ρώτησε και η Μάριαν γέλασε.
«Όχι κάθε άλλο απλά
επειδή όπου ήμουν εγώ ο Μπας ήταν πίσω μου απλά συνήθιζε να τον λέει έτσι. Όταν
ερχόταν μαζί μου έλεγε… ‘Πάλι με την ουρά σου ήρθες;’ Και όταν δεν ερχόταν…
‘Μπα πως και λείπει η ουρά σου;’» επανέλαβε τα λόγια της προσπαθώντας να
μιμηθεί την χροιά της φωνή της.
«Ήταν αυστηρή μαζί
σου;» την ρώτησε αλλάζοντας αυτόματα θέμα και η Μάριαν του έριξε μια κλεφτή
ματιά πριν του απαντήσει.
«Δεν έχεις ιδέα για
τι άτομο μιλάμε» του είπε με έμφαση και την κοίταξε παραξενευμένος.
«Παράδειγμα της έλεγα…
‘Μαμά πάω να σκαρφαλώσω στο δέντρο για να διαβάσω ένα βιβλίο’… η απάντηση της…
‘Ζακέτα να πάρεις’… ή ‘Μαμά θα πάω το βράδυ σε πάρτι’… και εκείνη αμέσως
απαντούσε… ‘Να αφήσεις τα κλειδιά του αυτοκινήτου και να πάρεις λεφτά για
ταξί’… ή το καλύτερο» γέλασε πριν ακόμα προλάβει να το πει. «‘Μαμά θα βγω με
τον Μπας μην μας περιμένεις’… και αυτόματα απαντούσε… ‘Προφυλάξεις πήρες μαζί
σου; Πες του αν τολμήσει να βάλει τον εαυτό του πάνω από εσένα θα τον κρεμάσω
για μια βδομάδα πάνω στον πολυέλεο και θα τον βαράω κάθε μέρα με τον κόπανο’»
συνέχιζε ενώ πια είχε αρχίσει να χαχανίζει χωρίς να μπορεί να το σταματήσει.
«Τι προφυλάξεις
έπρεπε να πάρεις από εκείνον;» ρώτησε ο Φράνσις και μόλις κατάλαβε η Μάριαν τι
είχε πει το γέλιο της αυτόματα κόπηκε στην μέση.
«Άστο δεν θα
καταλάβεις» είπε γρήγορα και κοίταξε γύρω της. «Που ακριβώς πάμε;» ρώτησε για
να αλλάξει θέμα και ένα κεφάλι ξεπρόβαλε απότομα από τον τοίχο κόβοντας της την
χολή.
Καταπίνοντας την
κραυγή της, πριν προλάβει να σταματήσει την αντίδραση της, έπιασε τον Λουδοβίκο
από τα μαλλιά και του έδωσε ένα χαστούκι τόσο δυνατό που το κεφάλι του γύρισε
από την άλλη.
«Yes,
επιτέλους» πανηγύριζε που είχε καταφέρει να τον αιφνιδιάσει.
«Τι πέτυχε; Μάτωσα;
Πες τε μου ότι μάτωσα» είπε αυτόματα ο Λουδοβίκος κοιτώντας τους εκστασιασμένος
και η Μάριαν άρχισε να μουγκρίζει πάλι οργισμένη ενώ προσπάθησε να κοπανήσει
τις γροθιές της πάνω στο κεφάλι του.
«Μάριαν, Μάριαν» της
είπε ο Φράνσις επιτακτικά ενώ τυλίγοντας το χέρι του γύρω από την κοιλιά της
την τράβηξε πίσω πριν προλάβει να χτυπήσει την πόρτα που ήταν μπροστά της. «Θες
να μας καταλάβουν;» την ρώτησε εκνευρισμένος πια με τα ηλίθια παιχνίδια του
παππού του.
Καθώς η Μάριαν
παίρνοντας βαθιές και κοφτές ανάσες για να καλμάρει τον εαυτό της κοίταξε τον
παππού του.
«Τι κάνει η άλλη
μέσα;» τον ρώτησε και ο παππούς του στριφογύρισε τα μάτια του βαριεστημένα.
«Έχει ανοίξει το
παράθυρο και έχει γύρει μπροστά του κοιτώντας έξω» τον ενημέρωσε.
«Μπορείς να της
αποσπάσεις την προσοχή για να μπούμε μέσα;» τον ρώτησε γνωρίζοντας ήδη ότι θα
το έκανε.
«Τι θέλετε να κάνω;
Θέλετε μήπως να της δώσω μια κλωτσιά για να πάει από κάτω;» πρότεινε και η
Μάριαν με τον Φράνσις σχεδόν φώναξαν ταυτόχρονα.
«Όχι» με αγωνία και
εκείνος μούτρωσε απογοητευμένος.
«Μήπως να κάνω τον
Κωνσταντίν και να της σηκώσω την φούστα για να του την ετοιμάσω; Έτσι όπως έχει
στημένο το κωλαράκι της – χωρίς παρεξήγηση – αλλά είναι σκέτη κόλαση» πρότεινε
ξανά με ένα παμπόνηρο βλέμμα.
«Μάλλον πρέπει να
αρχίσεις να ψάχνεις να του βρεις καμία φαντασματίνα» είπε η Μάριαν στον Φράνσις
συνωμοτικά.
«Φαντασματίνα;»
ρώτησε ο παππούς με ένα χαμόγελο ευτυχίας. «Τέλεια ιδέα πως δεν το σκέφτηκα
τόσα χρόνια» ξεφώνησε με χαρά.
«Ο κακομοίρης σίγουρα
έχει λαλήσει από την αγαμία» συνέχισε η Μάριαν κουνώντας το κεφάλι της αρνητικά
με λύπηση.
«Και δεν είμαι ο
μόνος…» είπε τραγουδιστά ο παππούς ενώ κοίταζε προς τα πάνω σφυρίζοντας άηχα.
«Άντε τράβα να την
απασχολήσεις» του πέταξε ο Φράνσις προσβεβλημένος.
«Οκ μένουμε στο πρώτο
σχέδιο. Θα της δώσω κλωτσιά να πάει από κάτω» είπε αποφασίστηκα και την στιγμή
που ο Φράνσις με την Μάριαν προσπάθησαν να τον σταματήσουν λέγοντας πάλι
ταυτόχρονα…
«Όχι» εκείνος
εξαφανίστηκε και η Μάριαν με τον Φράνσις αντάλλαξαν μια αγχωμένη ματιά.
Κρατώντας την Μάριαν
από την μέση, την βοήθησε να κάνει ένα βήμα μπροστά και αφήνοντας στο πάτωμα
τον κεροστάτη έσβησε το κερί. Ισιώνοντας ξανά το κορμί του, έψαξε την κλειδαριά
στα τυφλά και μόλις την βρήκε την άνοιξε απαλά ώστε να κοιτάξουν ταυτόχρονα από
την χαραμάδα για να δουν τι έκανε η Κένα αλλά περισσότερο ο παππού του.
Βλέποντας την να
είναι ακίνητη και να ακουμπάει το κεφάλι στις γροθιές της κοιτώντας ψηλά τα
αστέρια, η Μάριαν ταυτόχρονα με τον Φράνσις πήραν μια ανακουφιστική ανάσα.
Καθώς ο Φράνσις άνοιξε την πόρτα περισσότερο, έκανε νόημα στην Μάριαν να πάει
να κρυφτεί πίσω από το παραβάν που άλλαζε η Κένα και μόλις εκείνη το έκανε
έκλεισε την πόρτα πίσω του πολύ προσεκτικά πριν την ακολουθήσει. Πριν προλάβει
να φτάσει κοντά της, η πόρτα άνοιξε και ο Φράνσις γονατίζοντας δίπλα της τύλιξε
το χέρι του γύρω από την μέση της και φέρνοντας την κοντά του της έκλεισε το
στόμα με το χέρι.
Μπορεί το παραβάν
έτσι όπως ήταν καλυμμένο με τα φορέματα της που κρέμονταν από τις κρεμάστρες
τους από την έξω μεριά να ήταν η τέλεια κάλυψη μιας και που δεν φεγγίζανε αλλά
σίγουρα και μόνο που ήταν εκεί ήταν ήδη παρακινδυνευμένο. Μια λάθος κίνηση,
ένας παραμικρός ψίθυρος και θα τους ξεσκέπαζε.
«Επιτέλουςςςς…»
αναφώνησε η Κένα. «Μα που είσαι τόση ώρα;» απαίτησε να μάθει και καθώς η Μάριαν
έπιασε το χέρι του Φράνσις κούνησε το κεφάλι της θετικά για να του πει ότι
είναι εντάξει ώστε εκείνος της ελευθερώσει το στόμα.
«Δεν ξέρω τι διάολο
τους έπιασε όλους σήμερα και θυμήθηκαν ότι υπάρχω και εγώ σε αυτό το κάστρο»
δικαιολογήθηκε απηυδισμένος ο Κωνσταντίν και η Μάριαν καθώς έγειρε μπροστά
έβαλε τα δάχτυλα της πάνω στο πανί του παραβάν και το τράβηξε διστακτικά προς
το πλάι για να ανοίξει μια χαραμάδα ώστε να τους βλέπουν.
«Έμαθες τίποτα;
Ξέρεις κανείς ποια είναι;» συνέχισε τις απαιτήσεις της η Κένα αδιαφορώντας για
τις δικαιολογίες του.
«Όχι, κανείς δεν την
γνωρίζει. Είναι λες και εμφανίστηκε από το πουθενά» η Μάριαν καταλαβαίνοντας ότι
λένε για εκείνη γύρισε το πρόσωπο της προς τον Φράνσις και έδειξε τον εαυτό της
με το χέρι της και ο Φράνσις ένευσε θετικά.
«Μα δεν μπορεί να μην
την ξέρει κανείς» αντέδρασε η Κένα ενώ σπρώχνοντας με δύναμη ένα βάζο το
έστειλε στην άλλη μεριά του δωματίου και εκείνο έγινε κομμάτια.
Η Μάριαν από
αντίδραση έκλεισε το στόμα της και προσπάθησε να μην ακουστεί το γέλιο της ενώ
ο Φράνσις της έτριβε την πλάτη απαλά κάνοντας ακριβώς το ίδιο με εκείνη.
«Την ξέρει – ή
τουλάχιστον έτσι λέει – μια υπηρέτρια» της είπε ο Κωνσταντίν και η Κένα γύρισε
και τον κοίταξε με προσμονή για να της πει τι έμαθε. «Είπε ότι την βοήθησε να
βγάλει την κορώνα και τον κορσέ της» συμπλήρωσε ο Κωνσταντίν.
«Την κορώνα; Δηλαδή
είναι βασίλισσα;» κράτησε μόνο αυτό που της έκανε εντύπωση αναφωνώντας με
κομμένη την ανάσα.
«Δεν σου κάνει
εντύπωση ότι ζήτησε να βγάλει τον κορσέ της; Ποια γυναίκα στις μέρες μας θα το
έκανε αυτό;» αναρωτήθηκε ο Κωνσταντίν αλλά η Κένα δεν έδωσε σημασία στα λόγια
του.
«Ποια βασίλισσα είναι
έμαθες; Από ποια χώρα; Πως την λένε;» τον ρώταγε εκείνη ακατάπαυστα.
«Δεν ήξερε ποια χώρας
αλλά μου είπε ότι την λέγανε Μάργκαρετ» την ενημέρωσε εκείνος.
«Βασίλισσα
Μάργκαρετ;» επανέλαβε η Κένα σκεπτικά χωρίς να τον κοιτάζει.
«Και επέμενε λέει να
την φωνάζουν Λαίδη Μάργκαρετ» συνέχισε ο Κωνσταντίν αλλά η Κένα συνέχισε να τον
αγνοεί.
«Βασίλισσα Μάργκαρετ…
δεν το έχω ακούσει ποτέ ξανά αυτό το όνομα σε βασίλισσα» παραμιλούσε και ο
Κωνσταντίν τυλίγοντας το χέρι του γύρω από την κοιλιά της την κόλλησε τελείως
επάνω του και μουρμούρισε μέσα στο αυτί της.
«Μην χολοσκάς για
εκείνη, έχει ήδη εξαφανιστεί. Ρώτησα παντού κανείς δεν την είδε από την στιγμή
που έφυγε και μετά» την διαβεβαίωσε και γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του
εξαγριωμένα.
«Μην χολοσκάω; Τον
είδες πως την κοίταζε;» τον ρώτησε με τέτοιο μίσος που η Μάριαν ανατρίχιασε
ολόκληρη.
«Μην μου πεις ότι
ζήλεψες» την ειρωνεύτηκε ενώ την γύριζε προς το μέρος της χωρίς να σταματά να
έχει τα χέρια του τυλιγμένα γύρω από την λεπτή της μέση.
«Ε όχι να ζηλέψω και
μια ψωριάρα. Δεν την είδες πως ήταν; Με το μαλλί κάτω, το στήθος χαλαρό… συγκρίνομαι
εγώ μαζί της;» τον ρώτησε δύσπιστα.
«Κανείς δεν
συγκρίνετε μαζί σου μωρό μου» της επιβεβαίωσε εκείνος ενώ κόλλαγε τα χείλια του
πάνω στα δικά της κτητικά.
«Τώρα που το μωρό
είναι στον δρόμο δεν χρειάζεται πια να προσπαθούμε» μουρμούρισε με έναν βαθύ
αναστεναγμό πάνω στα χείλια του ενώ εκείνος συνέχισε να πιπιλίζει το κάτω της
χείλος.
«Όχι δεν χρειάζεται»
της απάντησε εκείνος και βουτώντας την από τα μαλλιά την τράβηξε κοντά του ενώ βάζοντας
το χέρι του κάτω από το φόρεμα της συνέχιζε να την φιλάει με τόσο πάθος που
εκείνη εκστασιασμένη του το ανταπέδωσε και με το παραπάνω.
Η Μάριαν τραβώντας το
χέρι της από το πανί έκλεισε την χαραμάδα απότομα έκανε πιο πίσω και βάζοντας
το δάχτυλο της μέσα στο στόμα έκανε νόημα στον Φράνσις ότι ήταν για ξέρασμα
αυτό που έβλεπε. Ο Φράνσις γελώντας άηχα κούνησε το κεφάλι του απηυδισμένα αλλά
δεν έκανε και τίποτα άλλο.
«Αχ Κωνσταντίν»
αναστέναξε η Κένα με βαθιά φωνή και η Μάριαν έκανε σήμα στον Φράνσις να κάνει
την κίνηση του.
Ο Φράνσις
αναστενάζοντας βαριά, έβαλε τα χέρια του πάνω στα γόνατα του για να σηκωθεί
αλλά πριν το κάνει ένιωσε το κρύο χέρι του παππού του πάνω στον ώμο του και
σταμάτησε.
«Όχι ακόμα αγόρι μου»
τον άκουσε να λέει και βλέποντας την απορία στα μάτια της Μάριαν κατάλαβε ότι ο
παππούς του ήθελε να το ακούσει μόνο εκείνος.
Αυτόματα τον έλουσε
κρύος ιδρώτας. Αυτό σίγουρα δεν ήταν καλό, όχι τουλάχιστον για εκείνος που
κρυφακούγανε.
«Τι περιμένεις;» του
είπε η Μάριαν άηχα κάνοντας του νοήματα προσπαθώντας να τον παροτρύνει να πάει
να τους κάνει σκηνή.
Απλώνοντας την παλάμη
του μπροστά της έκανε νόημα να περιμένει και πλησιάζοντας το κορμί του κοντά
στο δικό της τύλιξε το χέρι του γύρω από την μέση και ετοιμάστηκε ξανά να της
κλείσει το στόμα.
«Αχ ναι Κωνσταντίν,
έτσι, έτσι, έτσι…» ακούγανε την Κένα να φωνάζει χωρίς να έχουν ιδέα ο άλλος της
τις έκανε και η Μάριαν κοίταξε τον Φράνσις πονηρεμένη.
«Τι;» του έκανε νόημα
με το χέρι.
«Κράτα την ανάσα σου»
της ψιθύρισε στο αυτί ακριβώς την στιγμή που η Κένα με μια κραυγή έκφραζε τον
οργασμό της.
Πριν προλάβει η
Μάριαν να αναρωτηθεί τι συνέβαινε ο Φράνσις ακουμπώντας τα χείλια του πάνω στον
κρόταφο της, της έκλεισε το στόμα και εκείνη γούρλωσε τα μάτια της έντρομη.
Καθώς η πόρτα άνοιξε και έκλεισε και πάλι απότομα δεν χρειάστηκε να αναρωτηθεί
ποιος είχε εισβάλει είχε καταλάβει ήδη.
«Δεν σας είπα να
είσαστε διακριτικοί;» ακούσανε την εξαγριωμένη φωνή της βασίλισσας και
ταυτόχρονα η Μάριαν με τον Φράνσις έκοψαν την ανάσα τους στην μέση.
«Βασίλισσα μου»
αναφώνησε η Κένα και από το θρόισμα του υφάσματος του φορέματος της η Μάριαν
κατάλαβε ότι σίγουρα η Κένα άρχισε να μετακινείτε.
«Μια τσούλα
τριγυρίζει στα πόδια του μέλλοντα σύζυγο σου και εσύ αντί να είσαι ήδη στο
δωμάτιο του και να παίρνεις ότι σου ανήκει κάθεσαι εδώ και απολαμβάνεις τις
περιποιήσεις του εραστή σου;» την ρώτησε εξαγριωμένη.
«Και τι να κάνω;» την
ρώτησε η Κένα απελπισμένη.
«Αυτό που έπρεπε να
είχες κάνει εδώ και καιρό. Αυτό το γελοίο θέμα με την παρθενιά του πρέπει να
τελειώσει σήμερα κιόλας» απαίτησε η βασίλισσα και η Μάριαν γύρισε το κεφάλι της
διστακτικά προς το πρόσωπο του Φράνσις, εκείνος δίνοντας της ένα απαλό φιλί στο
μέτωπο για να την καθησυχάσει πήγε να βγάλει το χέρι του από το στόμα της αλλά
εκείνη δεν τον άφησε.
Πιάνοντας το χέρι του
και με τα δύο της χέρια το έβαλε ξανά πάνω στα χείλια της και κούνησε με ένταση
το κεφάλι της αρνητικά. Δεν εμπιστευόταν τον εαυτό της και ο Φράνσις
καταλαβαίνοντας το αυτό, την τράβηξε κοντά του, τύλιξε το ελεύθερο χέρι του
γύρω από την κοιλιά της και την έβαλε να ακουμπήσει το κεφάλι της πάνω στον ώμο
του.
«Μα δεν με αφήνει να
τον πλησιάσω όταν είναι μόνος» διαμαρτυρήθηκε η Κένα.
«Είσαι σίγουρα
γυναίκα;» την ρώτησε η βασίλισσα και για μια στιγμή έπεσε σιωπή.
«Θα πάω να τον βρω στο
δωμάτιο του» είπε η Κένα όχι όμως με αποφασιστικότητα.
«Και να μην γυρίσεις
αν δεν τον έχεις πείσει ότι σου πήρε την παρθενιά» της απάντησε η βασίλισσα.
«Μα πως θα το κάνω
αυτό χωρίς την βοήθεια σας;» την ρώτησε η Κένα παραξενευμένη.
«Δεν ματώνουν όλες οι
γυναίκες την πρώτη τους φορά ζώων. Πείσ’ τον εσύ ότι σου πήρε την παρθενιά και
άσε όλα τα άλλα σε μένα. Τώρα εξαφανίσου» την διέταξε.
«Μάλιστα βασίλισσα
μου» της είπε αμέσως η Κένα και καθώς η πόρτα άνοιξε και έκλεισε ξανά ο
Κωνσταντίν πήρε ξανά τον λόγο.
«Άσε να μαντέψω…
είναι ήδη πολύ μακριά από το δωμάτιο του» είπε κατευθείαν την διαπίστωση του.
«Δεν με ενδιαφέρει
που γυρίζει ο Φράνσις εκείνη θέλω να μου βρεις και να μου την φέρεις γονατιστή
στα πόδια» απαίτησε η βασίλισσα και η ανάσα της Μάριαν κόπηκε στην μέση.
«Εκείνη» επανέλαβε με
έμφαση. «Την βασίλισσα Μάργκαρετ που βγάζοντας την κορώνα και τον κορσέ έκανε
την Λαίδη Μάργκαρετ;» συνέχισε με υπονοούμενο.
«Είμαι σίγουρη ότι
δεν πίστεψες τίποτα από όλα αυτά» του απάντησε η βασίλισσα και ο Κωνσταντίν
γέλασε.
«Δυσκολεύτηκα πολύ να
το πιστέψω αλλά όχι, κόβω το κεφάλι μου ότι ήταν εκείνη, η Μάριαν… Μα πως είναι
δυνατών; Δεν είναι νεκρή;» την ρώτησε.
«Έτσι ήθελε ο
μπάσταρδος να μας κάνει να πιστεύουμε όλα αυτά τα χρόνια αλλά να που δεν είναι»
του απάντησε εκείνη και η Μάριαν κατάλαβε ότι λέγοντας μπάσταρδο η βασίλισσα
σίγουρα εννοούσε τον παππού του Φράνσις τον Λουδοβίκο.
«Μα αφού την είδα με
τα ίδια μου τα μάτια να πιάνει ένα πυρσό να μπαίνει μέσα στην άμαξα και να της
βάζει φωτιά ενώ εκείνη ήταν μέσα… Πως κατάφερε να ξεφύγει;» συνέχισε ο
Κωνσταντίν πιο πεισματικά.
«Ή βρήκε τρόπο να την
μεταφέρει σε άλλη εποχή πριν καεί ώστε ο Νοστράδαμος να μην μπορεί να την δει…»
«Και το πτώμα; Πως
εξηγείς το πτώμα;» την διέκοψε ο Κωνσταντίν.
«Ή ο μπάσταρδος βρήκε
τον τρόπο να την αναγεννήσει και αν όντως συμβαίνει αυτό τότε σίγουρα δεν θα
αργήσει η στιγμή να τον δούμε ξανά μπροστά μας γι’ αυτό έχε τον νου σου… Όποιο
καινούργιο πρόσωπο βλέπεις μέσα στο κάστρο θέλω να μου φέρνεις πλήρη αναφορά
για όσα μαθαίνεις γι’ αυτόν» τον διέταξε.
«Θα το κάνω…» είπε ο
Κωνσταντίν αλλά άφησε την φράση του στην μέση με υπονοούμενο.
«Τι θα μου στοιχήσει
αυτήν την φορά» μάντεψε η βασίλισσα.
«Ο γιος σου αύριο θα
πάρει το στέμμα, η γλυκιά του νυφούλα είναι ήδη έγκυος οπότε σίγουρα για τα δύο
τουλάχιστον επόμενα χρόνια δεν θα έχεις ανάγκη τις υπηρεσίες μου… Οπότε ένα
κτήμα με ένα αρκετά μεγάλο σπίτι μακριά από το κάστρο και έναν τίτλο όπου θα με
κράταγε μακριά από τους ηλίθιους φόρους σου νομίζω ότι είναι αρκετά καλή
προσφορά τι λέτε και εσύ» της είπε με άνεση.
«Βρες την Μάριαν εκπλήρωσε
αυτό που δεν κατάφερες να εκπληρώσεις την τελευταία φορά που την είχες στα
χέρια σου και θα είναι δικά σου» του είπε αυτόματα και η ανάσα της Μάριαν
κόπηκε στην μέση.
«Πιστεύεις ότι αυτήν
την φορά θα είμαι πιο τυχερός;» την ειρωνεύτηκε ο Κωνσταντίν με δυσπιστία.
«Με αυτό ναι» του
είπε απόλυτα σίγουρη η βασίλισσα.
«Τι είναι αυτό;» την
ρώτησε ο Κωνσταντίν παραξενευμένος.
«Βούτα τα βέλη σου
μέσα σε αυτό και μόλις την πετύχεις θα πέσει στα χέρια σου σαν φθινοπωρινό φύλλο
αλλά πρόσεχε δεν θέλω λάθη. Φρόντισε μόνο να της γδάρεις το δέρμα όχι να την
τραυματίσεις…» του τόνισε και η Μάριαν κοίταξε τον Φράνσις έντρομη.
«Δεν την θες νεκρή»
μουρμούρισε σκεπτικός ο Κωνσταντίν.
«Όχι, την θέλω έγκυο
από τον δικό σου καρπό γι’ αυτό πάρε αυτό και σιγουρέψου ότι θα το πιει αφού
πρώτα της έχεις πάρει ότι πολυτιμότερο έχει. Πρόσεχε όμως θέλω να το πιει μετά
για να θυμάται τα πάντα» του είπε αυστηρά κάνοντας του ρητό ότι δεν δεχόταν
λάθη αυτήν την φορά.
«Και πως είσαστε τόσο
σίγουρη ότι είναι ακόμα παρθένα;» ρώτησε χλευαστικά.
«Αν δεν είναι, ακόμα
καλύτερα για μας» του απάντησε εκείνη με ικανοποίηση και η Μάριαν άρχισε ήδη να
ψάχνει την πόρτα για να φύγει.
«Και που ακριβώς θα
την βρω;» ρώτησε πια ο Κωνσταντίν με την χροιά της φωνής του να δηλώνει ότι
ήταν ήδη έτοιμος γι’ αυτό.
«Αυτό είναι δική σου
δουλειά…»
«Ω! Ελάτε τώρα αφού
είμαι σίγουρος ότι ο Νοστράδαμος την έχει ήδη δει, αλλιώς γιατί είστε εδώ;» της
είπε με θράσος.
«Δεν μπορεί να δει
που είναι… τα πάντα γύρω της είναι σκοτάδι οπότε το πιθανότερο είναι να
βρίσκετε κάπου κρυμμένη μέσα στα μυστικά περάσματα. Φρόντισε να την βρεις πριν τον
Φράνσις αλλά περισσότερο πριν αποφασίσει να βγει από την κρυψώνα της» τον
προειδοποίησε. «Και αυτό πριν την αυγή» συμπλήρωσε και πριν ο Κωνσταντίν πει
τίποτα άλλο η πόρτα άνοιξε ξανά και έκλεισε πίσω τους με θόρυβο.
Μένοντας για λίγο
στην σιωπή, ο Φράνσις άφησε την Μάριαν από την αγκαλιά του και καθώς έγειρε
μπροστά άνοιξε το πανί του παραβάν ώστε να βεβαιωθεί ότι το δωμάτιο ήταν άδειο.
Βλέποντας ότι ήταν τελείως μόνοι, την βοήθησε να σηκωθεί όρθια και κρατώντας
την στην αγκαλιά του άνοιξε την πόρτα και βγήκαν έξω από το δωμάτιο. Στο
απόλυτο σκοτάδι ο Φράνσις άνοιξε το τσαντάκι της Μάριαν και βρίσκοντας τον
αναπτήρα της, τον άναψε και έσκυψε για να ανάψει το κερί. Η Μάριαν είχε
τρομοκρατηθεί τόσο πολύ που είχε μείνει ακίνητη να τον κοιτά χωρίς να αντιδρά ή
να εκδηλώνει κάποιο συναίσθημα στα χαρακτηριστικά της.
«Είσαι καλά;» την
ρώτησε ψιθυριστά ενώ της έτριβε απαλά το μπράτσο για να την ξεπαγώσει λίγο.
Καθώς εκείνη τον
κοίταξε με το βλέμμα ‘Με δουλεύεις;’, ο Φράνσις άφησε την ανάσα του να βγει από
μέσα του βαριά και βάζοντας το χέρι του στην μέση της άρχισε να την παρασέρνει
μαζί του.
«Δεν είσαι καν
έκπληκτος» παρατήρησε η Μάριαν με αγανάκτηση.
«Πάνε χρόνια από την
τελευταία φορά που έμεινα έκπληκτος από κάτι που άκουσα μέσα σε αυτό το κάστρο»
της είπε αδιάφορα και η Μάριαν τον κοίταξε καλά καλά.
«Είσαστε τρελοί…
είσαστε όλοι τρελοί για δέσιμο» είπε αγανακτισμένα και ο Φράνσις σταματώντας το
βήμα του την γύρισε προς το μέρος του.
«Μάριαν…» παρακάλεσε
αλλά εκείνη δεν άκουγε λέξη.
«Δεν πρόκειται να
συμμετέχω στην τρέλα σας» του δήλωσε κατηγορηματικά και ο Φράνσις αναστέναξε.
«Δώσε μου τουλάχιστον
λίγο χρόνο να σου εξηγήσω» την ικέτεψε και η Μάριαν γούρλωσε τα μάτια της
σοκαρισμένη.
«Μα τι άλλο μπορεί να
έμεινε;» αναφώνησε χωρίς να είναι ικανή να πιστέψει ότι υπήρχαν κι άλλα.
«Δώσε μου λίγο χρόνο
και θα καταλάβεις» της είπε εκείνος ψύχραιμος και η Μάριαν ξεφυσώντας
εξουθενωμένα κούνησε το κεφάλι της θετικά.
«Έλα» την προέτρεψε
και μόλις άρχισαν να προχωρούν και πάλι η Μάριαν κοίταξε γύρω της.
«Μα που πάμε πάλι;»
ρώτησε καταλαβαίνοντας ότι δεν είχαν πάρει το ίδιο μονοπάτι που είχαν έρθει.
«Στο μοναδικό μέρος
όπου δεν θα σκεφτούν ποτέ να μας ψάξουν» της είπε και καθώς εκείνη τον κοίταξε
επίμονα για να τον παροτρύνει να της πει το που εκείνος απάντησε μόνο. «Στο
δωμάτιο του Κωνσταντίν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου