Όσο συνόδευα την
μητέρα μου μέχρι το αυτοκίνητο της εκείνη δεν έβγαλε άχνα, αλλά μόλις το
ξεκλείδωσε και άνοιξε την πόρτα τελικά γύρισε να με κοιτάξει. Αυτό το βλέμμα
είχα να το δω πολλά χρόνια. Δεν χρειαζόταν να ακούσω όσα είχε να πει, ήξερα ήδη
τι θα μου έλεγε, αλλά εκείνη τα είπε έτσι κι αλλιώς.
«Δεν είμαι καθόλου
εντάξει με όλα αυτά…» μου δήλωσε και αναστέναξα κουρασμένα.
«Το παράλογο θα ήταν
να ήσουν» μουρμούρισα καταβεβλημένα αλλά εκείνη συνέχισε σαν να μην την είχα
διακόψει ποτέ.
«Ούτε κατά διάνυα δεν
είμαι εντάξει και αν δεν ήξερα πόσο πεισματάρικο μουλάρι είσαι… Χριστέ μου! Δεν
έχω ιδέα τι θα έκανα αυτήν την στιγμή. Αλλά όχι, όχι δεν θα με κάνεις να φανώ
εγώ η κακιά της υπόθεση από την στιγμή που έτσι κι αλλιώς, ότι και να πω, εσύ
θα κάνεις το δικό σου χωρίς καν να με υπολογίσεις όπως κάνεις πάντα. Δεν ξέρω
που θα σας βγάλει όλο αυτό αλλά ελπίζω, εύχομαι, τουλάχιστον όλα αυτά να σου
βάλουν έστω και λίγο μυαλό» ξέσπασε και δεν είχα ιδέα τι να κάνω για να την
κατευνάσω.
«Μαμά… σε ικετεύω,
έχε μου λίγη εμπιστοσύνη» παρακάλεσα αλλά εκείνη δεν άκουγε κουβέντα.
«Έχετε μόνο μια
ευκαιρία… με ακούς; Μια ευκαιρία και να είσαι σίγουρος ότι θα έχω τα μάτια μου
και τα αυτιά μου ανοιχτά. Μια αφορμή να μου δώσετε και θα πάρω την κατάσταση
στα χέρια μου είτε σου αρέσει είτε όχι» μου δήλωσε και αναστέναξα βαριά.
«Έγινα κατανοητή;» με
ρώτησε επιβλητικά και κατένευσα αφού δεν υπήρχε κάτι άλλο από μέρους να κάνω.
«Έγινα κατανοητή;»
επέμενε με πιο δυνατή φωνή.
«Ναι μαμά, έγινες»
της επιβεβαίωσα και ένευσε και εκείνη ασυναίσθητα χωρίς να σταματάει να με
κοιτάει με αυστηρό ύφος.
«Το ελπίζω» είπε
τελικά και καθώς έκατσε στην θέση του οδηγού, πέταξε την τσάντα της στο διπλανό
κάθισμα και κλείνοντας την πόρτα της με νεύρο έβαλε μπρος και έφυγε
σπινάροντας.
Μπαίνοντας ξανά μέσα
στο σπίτι είδα την Κλερ να έχει γύρει το κεφάλι προς τα πίσω. Με μάτια κλειστά
έσφιγγε σπασμωδικά την κουβέρτα γύρω της. Πρέπει να κρύωνε πάρα πολύ. Καθώς
έκατσα δίπλα της, παραμέρισα μια υγρή τούφα από τα μαλλιά της που έμπαινε μέσα
στα μάτια της στο πλάι. Εκείνη ανατριχιάζοντας αισθητά ολόκληρη, έγειρε το
κεφάλι της και το ακούμπησε πάνω στον ώμο μου.
«Είσαι τόσο χαζή»
μουρμούρισα αφήνοντας ένα απαλό φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της.
«Πρέπει να το
συζητήσουμε τώρα αυτό;» με ρώτησε με παράπονο και άφησα την ανάσα μου να βγει
βαριά από μέσα μου.
«Όχι» είπα κάτω από
την ανάσα μου ενώ της χάιδευα απαλά τα μαλλιά της. «Δεν χρειάζεται».
«Σε κατσάδιασε;»
ρώτησε. Δεν απάντησα.
«Και πολύ κρατήθηκε»
σχολίασε παίρνοντας την απάντηση μόνη της. Αναστέναξα. «Άλλη στην θέση της θα
με είχε πετάξει από το σπίτι χωρίς να υπολογίσει την κατάσταση μου».
«Η μητέρα μου δεν
είναι τέτοιος άνθρωπος» την υπερασπίστηκα και η Κλερ κούνησε το κεφάλι της
αρνητικά.
«Όχι δεν είναι αλλά
δεν παύει να είναι μητέρα Κρις και θέλει το καλύτερο για τον γιο της και όχι…»
Ανασηκώνοντας απότομα
το πρόσωπο της για να με κοιτάξει στα μάτια έκοψε την φράση της στην μέση.
«Έχω μια ευκαιρία να
της αποδείξω, να αποδείξω σε όλους σας, ακόμα και σε σένα, ότι έχω δίκιο» της
είπα με πείσμα και αναστέναξε κουρασμένα.
«Η γνώμη μου προφανώς
δεν μετράει πάνω σε αυτό το θέμα, σωστά;» με ρώτησε και κούνησα αρνητικά το
κεφάλι μου.
«Είχες την ευκαιρία
και την έχασες. Τώρα που ξέρω πως νιώθεις για μένα… όχι δεν μετράει» της
επιβεβαίωσα.
«Και τι θα έκανες
στην περίπτωση που θα έπαιρνα την απόφαση να φύγω;» ρώτησε περισσότερο από
περιέργεια παρά γιατί είχε σκοπό να το κάνει.
«Απλά θα σε έκανα να
το μετανιώσεις που πήρες μια τόσο απερίσκεπτη απόφαση» την διαβεβαίωσα και
κλείνοντας τα μάτια κούνησε το κεφάλι της αρνητικά ενώ το άφηνε ξανά να
ξεκουραστεί πάνω στον ώμο μου.
«Μάλλον τώρα
καταλαβαίνω γιατί έκανε πίσω» μουρμούρισε και την έσφιξα επάνω μου καθώς άφηνα
ένα απαλό φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της.
«Τίποτα και κανένας
δεν μπορεί να με κάνει να μείνω μακριά σου. Ούτε καν εσύ» δήλωσα αλλά δεν
αντέδρασε.
«Έλα να σε κάνω ένα
μπάνιο μπας και καταφέρουμε να ρίξουμε τον πυρετό» συνέχισα μετά από λίγο καθώς
έβλεπα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να πει τίποτα άλλο.
«Εντάξει» κατέθεσε τα
όπλα και με άφησε να κάνω αυτό που ήθελα χωρίς να φέρει αντίσταση.
Μόλις την βοήθησα να
ξαπλώσει ξανά άφησε μια ανακουφιστική ανάσα και κλείνοντας τα μάτια βολεύτηκε
πάνω στο μαξιλάρι της πιο ήρεμη πια.
«Κρις;» μουρμούρισε
πριν την αφήσω μόνη και γύρισα να την κοιτάξω παραξενευμένος.
«Μην μου γνωρίσεις
ποτέ τον πατέρα σου» με παρακάλεσε. Όχι ότι το είχα ποτέ σκοπό αλλά δεν
μπορούσα να μην παραξενευτώ για το γιατί. Πριν προλάβω να την ρωτήσω, εκείνη
συνέχισε. «Γιατί τότε πραγματικά θα με κάνεις δολοφόνο».
Δεν το σχολίασα,
μπορούσα να καταλάβω απόλυτα όλους τους λόγους που θα έφτανε σε μια τέτοια
πράξη.
«Προσπάθησε να
κοιμηθείς. Θα ετοιμάσω κάτι ελαφρύ για να φάμε όταν ξυπνήσεις. Εντάξει;» την
ρώτησα καθώς της χάιδευα απαλά τα μαλλιά της και καθώς κατένευσε ανεπαίσθητα
χωρίς να με κοιτά δεν ξαναμίλησε.
~*~*~*~*~
Μέχρι να αναρρώσει
είχαμε συμφωνήσει, τα πρωινά που έλειπα εγώ, να έρχεται το Τότο για να την
προσέχει. Φυσικά εκείνη επέμενε ότι δεν είχε ανάγκη από babysitting αλλά ποιος
της έδινε σημασία.
Η στάση του Τότο, δεν
άλλαξε ούτε για ένα λεπτό. Είχε κανονίσει έτσι το πρόγραμμα του ώστε να
δουλεύει το απόγευμα για να μπορεί να έχει ελεύθερα τα πρωινά του. Έτσι, μόλις
γύριζα από την προπόνηση - με την δικαιολογία ότι έπρεπε να φύγει για να
προλάβει να ανοίξει το μαγαζί - έφευγε σαν τον κυνηγημένο πριν προλάβω ακόμα να
αφήσω τα πράγματα μου στο δωμάτιο. Όμως, ένα μεσημέρι, καθώς η προπόνηση είχε
αναβληθεί, γύρισα πολύ πιο νωρίς. Τώρα δεν θα είχε πια καμία δικαιολογία για να
το σκάσει σαν τον κλέφτη.
«Τι; Τι έγινε;» ρώτησε
τρομαγμένος ενώ πετάχτηκε σαν ελατήριο όρθιος και κοίταξε γύρω του την στιγμή
που άνοιξα την πόρτα.
«Α! Εσύ είσαι;» είπε
μόλις με είδε να μπαίνω. Καθώς έκατσε ξανά στον καναπέ άρχισε να τρίβει το
πρόσωπο και το ξυρισμένο του κεφάλι σπασμωδικά προφανώς για να καταφέρει να
ξυπνήσει.
«Ω ρε πούστη μου με
πήρε ο ύπνος» μουρμούρισε ενώ χασμουριόταν τόσο δυνατά που το στόμα του άνοιξε
διάπλατα.
«Χαλάρωσε, δεν σε
πήρε ο ύπνος, εγώ γύρισα πιο νωρίς» του εξήγησα ενώ πέταγα τα κλειδιά μου μέσα
στο διακοσμητικό πιατάκι που είχα στο έπιπλο του καθρέφτη δίπλα από την πόρτα.
«Τι ώρα είναι;»
ρώτησε περισσότερο τον εαυτό του παρά εμένα και αυτόματα κοίταξε το ρολόι του
κινητού του.
«Εσύ δεν έχεις
προπόνηση αυτήν την ώρα ή κάτι τέτοιο;» με ρώτησε την στιγμή που έκλεινε το
κινητό και το άφηνε ξανά πάνω στο τραπεζάκι.
«Ακυρώθηκε» τον
ενημέρωσα και νεύοντας θετικά κοίταξε το κενό σκεπτικός για λίγο αλλά τελικά
σηκώθηκε, αρπάζοντας το δερμάτινο του μπουφάν για να το φορέσει.
«Μιας που ήρθες…»
ξεκίνησε αλλά δεν τον άφησα να ολοκληρώσει την φράση του.
«Δεν χρειάζεται να
φύγεις άλλωστε έχεις χρόνο για να πας να ανοίξεις το μαγαζί. Γιατί δεν κάθεσαι
να πιούμε έναν καφέ; Από όσο μπορώ να δω, σίγουρα τον έχεις ανάγκη» του είπα
σχεδόν πειραχτικά σε απάντηση στο χασμουρητό που δεν έκανε καν τον κόπο να
κρύψει.
Κοιτάζοντας με για
μια στιγμή διερευνητικά λες και προσπαθούσε να κλέψει τις σκέψεις μου μέσα από
το κεφάλι μου, τελικά ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. Ρίχνοντας ξανά το
μπουφάν του πάνω στο μπράτσο του καναπέ έκατσε ξανά και χωρίς να μου δίνει
σημασία, έπιασε το κινητό του στο χέρι.
«Η Κλερ κοιμάται;»
τον ρώτησα και ανασήκωσε τους ώμους του ξανά αδιάφορα.
«Λογικά» μουρμούρισε
ενώ πάταγε κάποια κουμπιά στο κινητό του χωρίς να με κοιτά.
«Πάω να αφήσω τα
πράγματα μου…» ξεκίνησα αλλά τελικά αποφάσισα να σταματήσω. Άλλωστε δεν
φαινόταν να έχει όρεξη για εξηγήσεις.
Ο κλασικός Τότο…
σχολίασα μέσα μου και πηγαίνοντας στην κρεβατοκάμαρα άνοιξα την πόρτα και μπήκα
μέσα.
Η Κλερ φαινόταν να
έχει έναν πολύ ήρεμο ύπνο. Τα μάτια της τρεμόπαιζαν ενώ η ανάσα της ήταν ήρεμη
και απαλή. Ήθελα όσο τίποτα να την πλησιάσω, να χαϊδέψω τα μεταξένια της
μαλλιά, να αφήσω ένα απαλό φιλί πάω στα χείλια της αλλά τελικά δεν έκανα τίποτα
από όλα αυτά γιατί φοβόμουν ότι θα της τάραζα τον τόσο ήσυχο ύπνο της.
Όταν γύρισα στο
σαλόνι, ο Τότο είχε ήδη σερβίρει καφέ σε μια κούπα για εκείνον.
«Σου έχω ετοιμάσει
καφέ αλλά δεν ήξερα πως τον πίνεις και τον άφησα στην κουζίνα» μου εξήγησε ενώ
έπιανε το πακέτο με τα τσιγάρα του.
«Σε ευχαριστώ. Και
εγώ σκέτο τον πίνω» του είπα όσο πιο ευγενικά μπορούσα αλλά δεν φάνηκε να δίνει
σημασία στα λόγια μου.
Μάλλον θα είναι πιο
δύσκολο από όσο φανταζόμουν… μουρμούρισα μέσα μου αλλά δεν το έβαλα κάτω.
Μέχρι να πιάσω την
κούπα με τον καφέ που μου είχε ετοιμάσει, εκείνος άναψε ένα τσιγάρο και
απλώθηκε στον καναπέ σαν να ήταν δικός του. Δεν έδωσα σημασία σε αυτό. Πλησιάζοντας
τον έκατσα στην άλλη άκρη του καναπέ και γύρισα το σώμα μου προς το μέρος του.
«Λοιπόν; Τι είναι
αυτό που θέλεις τόσο πολύ να μου πεις;» ρώτησε πονηρεμένος παίρνοντας άλλη μια
τζούρα από το τσιγάρο του.
Καταπίνοντας την
γουλιά που είχα στο στόμα μου κατέβασα αργά το φλιτζάνι από τα χείλια μου και
κοιτάζοντας τον ευθεία στα μάτια κούνησα το κεφάλι αρνητικά.
«Τίποτα το
συγκεκριμένο» παραδέχτηκα και αυτό ήταν η αλήθεια.
«Μμμμμ…» μουρμούρισε
σκεφτικός. «Μάλιστα» συμπλήρωσε πονηρεμένα.
«Όχι… πραγματικά δεν
σου ζήτησα να κάτσεις για κάτι συγκεκριμένο, απλά σκέφτηκα…»
«Άκου μάγκα μου, εγώ
ήμουν ξεκαθαρισμένος από την αρχή…» με διέκοψε με την μία με μια σκληρή ματιά.
«Να γίνουμε φιλαράκια εγώ και εσύ; Απλά ξέγραψε το από το αφελέστατο μυαλουδάκι
σου» δήλωσε κατηγορηματικά και σβήνοντας το τσιγάρο του έκανε ξανά την κίνηση
να φύγει.
«Καταλαβαίνω ότι δεν
είναι εύκολο να χωνέψεις ότι πια δεν σε έχει ανάγκη…» δεν τα παράταγα αλλά ούτε
και αυτός.
«Καταλαβαίνεις;»
ειρωνεύτηκε. «Είσαι τόσο…» δεν τον άφησα να συνεχίσει.
«Μπορεί να μην σε
έχει ανάγκη όπως πριν αλλά σε έχει ανάγκη, δεν μπορείς να το δεις;» επέμενα. Προς
μεγάλη μου έκπληξη κάταπιε οποιαδήποτε απάντηση ήθελε να μου εξαπολύσει και εγώ
βρήκα την ευκαιρία να συνεχίσω.
«Σε έχει ανάγκη Τότο,
είσαι ένα κομμάτι της που δεν μπορεί να ισορροπήσει όταν λείπει από την ζωή
της. Γιατί επιμένεις να είσαι τόσο πεισματάρης. Απλά προσπαθεί να σταθεί στα
πόδια της…»
«Βασιζόμενη απάνω
σου;» ξέσπασε χωρίς άλλη αντοχή.
«Βασιζόμενη στα μικρά
βήματα που μπορεί να κάνει κάθε μέρα» διόρθωσα.
«Όλα αυτά είναι
λάθος… Όλα αυτά δεν την βοηθούν καθόλου, αντίθετα την καταστρέφουν μέρα με την
ημέρα περισσότερο» είπε ξεκάθαρα αυτό που πίστευε. «Όταν εσύ την βαρεθείς, όταν
εσύ ξυπνήσεις ένα πρωί και καταλάβεις ότι είναι πολύ για σένα όλο αυτό, έχεις
σκεφτεί για εκείνη τι θα σημαίνει αυτό;» μου έφτυσε με όλη του την οργή στα
μούτρα.
«Σκέφτηκες έστω και
για μια στιγμή, όταν εκείνη κάνει το ίδιο, τι θα σημαίνει για μένα αυτό;»
σμίγοντας τα φρύδια του με πείσμα προσπάθησε να μου δείξει το πόσο χέστηκε για
τα δικά μου συναισθήματα αλλά δεν τον άφησα να με επηρεάσει. Άλλωστε η δικιά
του γνώμη μου ήταν αδιάφορη.
«Έχεις ιδέα τι περνάω
εγώ κάθε φορά όταν είμαι μακριά της; Πόσο παγώνει η καρδιά μου κάθε φορά που
ανοίγω αυτήν την κωλόπορτα και σκέφτομαι ότι μπορεί να έχει εξαφανιστεί, για
πάντα;» συνέχισα να ουρλιάζω στα μούτρα του με όλη την αγανάκτηση που ένιωθα
μέσα μου να εκφράζεται σε κάθε μου κίνηση.
«Όμως αυτό είναι η
ζωή Τότο και κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να το αλλάξει. Όμως δεν
μπορώ να ζω πια έτσι. Δεν μπορώ να ζω με την σκέψη του τι θα γίνει. Γι’ αυτό το
μόνο που μπορώ να κάνω είναι απλά να είμαι ΕΔΩ. Γιατί αυτό είναι το μόνο που
έχει σημασία, να παλεύουμε Τότο, να παλεύουμε για την κάθε στιγμή, όχι να το
βάζουμε στα πόδια μην τυχών και κάποιος μας πληγώσει. Το έκανα όλα αυτά τα
χρόνια… έτρεχα μακριά, μακριά από όλα αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν απλά να
πληγωθώ περισσότερο γιατί…» κάνοντας μια παύση πήρα μια ανάσα για να κατευνάσω
τον εαυτό μου και συνέχισα πιο ήρεμα.
«Γιατί έτσι είναι η
ζωή» συμπλήρωσα με μεγαλύτερη έμφαση. «Δεν μπορούμε να κερδίζουμε πάντα, αλλά
δεν πρέπει να παρατάμε την προσπάθεια Τότο και αυτό είναι το μόνο που σου ζητώ.
Απλά προσπάθησε… δεν θα σε σκοτώσει» παρακάλεσα.
«Ω! ναι, τελικά δεν
είχες τίποτα να μου πεις» ειρωνεύτηκε και τα παράτησα.
«Ξέρεις κάτι; Εγώ τουλάχιστον
προσπάθησα, αν το δικό σου χοντροκέφαλο δεν θέλει να το δεχτεί, την έξοδο την
ξέρεις» πριν προλάβω να τελειώσω την φράση μου ήταν ήδη μερικά βήματα πριν
πιάσει το πόμολο της εξώπορτας.
«Αλλά να θυμάσαι
κάτι…» του φώναξα πίσω του. «Αυτός ο καφές ακόμα θα σε περιμένει, όμως δεν θα σου
το ζητήσω ξανά. Αν το θες και εσύ ξέρεις που θα με βρεις» κατέληξα και χωρίς να
δω τις αντιδράσεις του, έπιασα το φλιτζάνι μου και βγήκα στην βεράντα για να
πάρω μια ανάσα.
Αγύριστο κεφάλι…
σκέφτηκα πίνοντας νευριασμένα την τελευταία γουλιά από τον καφέ μου και
παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, πήρα την απόφαση να γυρίσω κοντά της.
Μπαίνοντας στην
κρεβατοκάμαρα, την είδα να είναι στην ίδια θέση. Προκειμένου να μην την ξυπνήσω,
έβγαλα τα ρούχα μου προσέχοντας να κάνω όσο πιο ήσυχα γινόταν και ξάπλωσα δίπλα
της. Μόλις το κορμί μου ακούμπησε πάνω στην διαχωριστική γραμμή που είχα
φτιάξει από μαξιλάρια ανάμεσα μας για να μην πέσω την ώρα που κοιμάμαι
καταλάθος επάνω της και την πονέσω, άπλωσα το χέρι μου μπροστά και την
αγκάλιασα όσο πιο απαλά μπορούσα. Η ανάσα της πάλευε να μείνει σταθερή, το
ανατριχιασμένο της δέρμα όμως άλλα έλεγε. Ακουμπώντας τα χείλια μου πάνω στον εκτεθειμένο
της λαιμό άφησα ένα μικρό γελάκι.
«Μήπως κάποιο κακό
κορίτσι κρυφάκουγε και τώρα παριστάνει την ωραία κοιμωμένη;» ρώτησα ρητορικά.
Χωρίς να μου
απαντήσει, γύρισε το κορμί της προς την μεριά μου και με μια δυνατή λαβή,
κράτησε το κεφάλι μου σταθερό για να μην αντιδράσω. Πριν ακόμα προλάβω να πάρω
ανάσα, τα χείλια της κόλλησαν πάνω στα δικά μου και τα κατέκτησαν με τόσο πάθος
που δεν κατάφερα να ελέγξω τον πόθο που πάλευα με νύχια και με δόντια να
καταπνίξω όλες αυτές τις μέρες εξαιτίας της κατάστασης της. Με την γλώσσα της μέσα
στο στόμα μου να μου κλέβει την ανάσα και να με κάνει να ξεχνώ ακόμα και το
όνομα μου, βόγκηξα βαριά και πριν το σώμα μου αρχίσει να αναζητά το δικό της τραβηχτικά
μακριά αγκομαχώντας, ενώ η καρδιά μου χτύπαγε σαν τρελή μέσα μου. Εκείνη αντί
να παραπονεθεί γι’ αυτή μου την κίνηση, ακούμπησε το κεφάλι της απαλά πάνω στο
στήθος μου σκουπίζοντας τα υγρά της μάγουλα.
«Σ’ ευχαριστώ»
πρόφερε με δυσκολία με όλη την συγκίνηση που ένιωθε μέσα της και απογοητευμένος
από τον εαυτό μου άφησα έναν αναστεναγμό.
«Μακάρι να μπορούσα
να βρω τον τρόπο να καταφέρω να τον κάνω να με ακούσει, αλλά…»
«Σε άκουσε…» με
διαβεβαίωσε εκείνη κοιτώντας βαθιά μέσα στα μάτια για να με κάνει να πιστέψω
ότι το εννοεί. «Άκουσε κάθε σου λέξη, απλά είναι πολύ εγωιστής να παραδεχτεί
ότι έχεις δίκιο. Δώσε του λίγο χρόνο και θα δεις, με τον καιρό, θα καταφέρει να
το αποδεχτεί. Δεν του αρέσουν τα πολλά λόγια, βασίζεται περισσότερο στις πράξεις
γι’ αυτό και έχει ανάγκη να του αποδείξουμε όλα όσα του λέμε» τρίβοντας τα
μάτια μου με ένταση ένευσα ηττημένος.
«Εσύ τον ξέρεις
καλύτερα» και ήταν η αλήθεια. Άλλωστε ήταν η μόνη που μπορούσε να τον χειριστεί
οπότε σίγουρα θα ήξερε όλα του τα κουμπιά πια.
«Νυστάζεις;» την
ρώτησα αμέσως για να αλλάξω θέμα πριν αφήσω τα συναισθήματα μου να με
καταβάλουν και με κοίταξε απολογητικά.
«Σε πειράζει να
κλείσω για λίγο τα μάτια μου;» συνέχισα καταλαβαίνοντας ότι εκείνη είχε πια
ξυπνήσει για τα καλά και δεν είχε καμία όρεξη να κοιμηθεί ξανά.
«Καθόλου» με
διαβεβαίωσε ενώ βόλευε το κεφάλι της ξανά πάνω στο στερνό μου και αφήνοντας ένα
παρατεταμένο φιλί πάνω στην κορυφή του κεφαλιού της απλά αφέθηκα σε έναν ήρεμο χωρίς
όνειρα βαθύ ύπνο.
~*~*~*~*~
Οι μέρες πέρναγαν
αβίαστα. Η επούλωση των τραυμάτων της γινόταν με αργό αλλά πολύ σταθερό ρυθμό.
Το χαμόγελο της και η ευτυχία από τα μάτια της δεν έλεγαν να σβήσουν. Φυσικά
λόγο της κατάστασης της δεν μπορούσαμε να κάνουμε και πάρα πολλά, αλλά κάναμε
τα πάντα που δεν συμπεριλάμβανε σωματική κόπωση και το διασκεδάζαμε όσο δεν
πήγαινε.
Με την βοήθεια της
Σέλπι που την αντικαθιστούσε στο πόστο της στην βιβλιοθήκη, μόλις έπαιρνα τις σημειώσεις
των συμφοιτητών της που είχε κρατήσει επαφή, πηγαίναμε μαζί στην βιβλιοθήκη και
κάλυπτε τα κενά που άφηνε λόγω του ότι εξακολουθούσε να μην παρακολουθεί τα
μαθήματα της. Εξαιτίας της επίπληξης που είχε φάει σε συνδυασμό την αναρρωτική
που της έδωσε ο γιατρός, θα γύριζε στο κολέγιο μετά τις γιορτές των
Χριστουγέννων οπότε αυτή ήταν η μοναδική της επαφή με τον έξω κόσμο. Μπορεί όσο
έλειπα να ήταν περισσότερη ώρα στην κυρία Άντερσον και τον Μπάντι αλλά δεν ήταν
το ίδιο και το καταλάβαινα. Όσο και να την ήθελα κατ’ αποκλειστικότητα τις ώρες
που γύριζα στο σπίτι, δεν μπορούσα να γίνω ΤΟΣΟ εγωιστής μαζί της.
Όταν το κολέγιο
έκλεισε επιτέλους για τα Χριστούγεννα πήρα μια ανάσα. Τώρα πια δεν θα
χρειαζόταν να την αποχωριστώ ούτε για μια μισή ώρα από δίπλα μου και ήταν όλα
όσα ζητούσα. Όμως υπήρχαν δύο εμπόδια που δεν μπορούσα να αποφύγω με τίποτα.
Το πρώτο ήταν ότι όταν
το κολέγιο έκλεινε εγώ γύριζα στο σπίτι της μητέρας μου και ήμουν διχασμένος. Δεν
ήξερα αν εκείνη θα άντεχε να είναι όλη μέρα μαζί της. Για καλή μου τύχη όταν της
πρότεινα ότι έχουμε και αυτή την επιλογή εκείνη, προς μεγάλη μου έκπληξη, όχι
μόνο δεν μου το αρνήθηκε αλλά μου πρότεινε η ίδια να μείνουμε εκεί όλες της ημέρες
των διακοπών.
Με είχε αφήσει πραγματικά
άφωνο. Δεν περίμενα με τίποτα ότι θα συμφωνούσε και όταν το έκανε με έκανε πιο
ευτυχισμένο από ποτέ. Γιατί, όπως και η ίδια μου εξήγησε, ήθελε να δοκιμάσει
και αυτού του είδους την σχέση. Μου ορκίστηκε ότι δεν την ενοχλεί πια η σχέση
μου με την μητέρα μου, αντίθετα την έκανε να γνωρίζει περισσότερο και την άλλη
πλευρά του νομίσματος. Την πλευρά που εκείνη δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να
είναι με έναν γονιό, ή πιο σωστά, την πλευρά που είχε κάποτε με τον πατέρα της,
αλλά με μια διαφορά. Αυτήν την φορά αυτή η πλευρά ήταν με τα σωστά κίνητρα. Αυτά
της ειλικρινής και ανιδιοτελής αγάπης του να δύνεσαι χωρίς όρους και όρια.
Το δεύτερο ήταν ο
αδελφός της. Από την ημέρα που ο Λούκας γύρισε εκείνη που την έχανες που την
έβρισκες ήταν κλεισμένη μέσα σε ένα δωμάτιο και μίλαγε μαζί του με τις ώρες στο
τηλέφωνο. Καταλάβαινα την ανάγκη της να καλύψει το κενό επειδή όσο έλειπε
μιλάγανε μια φορά στις δεκαπέντε μέρες και αυτό με πολύ μεγάλο μέτρο. Οι
κλίσεις για εκείνον ήταν πανάκριβες, αλλά και πάλι, να κλείνετε σε κάποιο
δωμάτιο; Αυτό πραγματικά δεν μπορούσα να το καταλάβω. Τι μυστικά είχαν που δεν
μου έδινε κανένα περιθώριο να τα μάθω; Ναι ζήλευα, ζήλευα οικτρά αλλά τι να
έκανα; Ακόμα και την μια και μοναδική φορά που βγήκανε δεν με άφησε να πάω μαζί
τους. Μα τι στο διάολο λέγανε πια που δεν έπρεπε να μάθω εγώ;
Άλλο ένα μικρό ακόμα
αγκάθι στην σχέση μας ήταν ότι ακόμα δεν είχαμε σμίξει ούτε μια φορά. Αλλά αυτό
ήταν απλά ένα αγκάθι που το προκαλούσα μόνος μου. Δεν ήταν ότι δεν την ήθελα
πια, αντίθετα, κάθε μέρα που περνούσε η κατάσταση μου γινόταν χειρότερη, αλλά…
όχι δεν ήθελα πια να την ακουμπήσω και εκείνη το καταλάβαινε. Αλλά και πάλι δεν
εξέφραζε με κανέναν τρόπο το πόσο την πλήγωνε αυτό.
Η μητέρα μου,
ξεπερνώντας το πρώτο σοκ μετά την ημέρα που έμαθε τα πάντα για εκείνη ήταν και
πάλι η γυναίκα που γνώριζα σε όλη μου την ζωή. Ζεστή, ανοιχτή, μια αγκαλιά για
όλους μας. Και αντί αυτό να κάνει την Κλέρ να πνίγεται, ίσα – ίσα, όσο πέρναγαν
οι μέρες το απολάμβανε όλο και πιο πολύ. Μαζί με εκείνη και η μητέρα μου. Άλλωστε
δεν ήμουν χαζός. Όταν της πρότεινα να μείνουμε αυτές τις λίγες μέρες στην
μητέρα μου, ήξερα, ότι όταν η Κλερ χαλαρώσει και αφεθεί να είναι πάλι ο εαυτό της
η μητέρα μου δεν θα μπορούσε να της αντισταθεί. Όπως άλλωστε δεν μπορούσα να της
αντισταθώ ούτε και εγώ. Ήξερε πώς να κερδίζει τον άλλον, γιατί ήταν αυτό, ένα
πλάσμα που άξιζε όχι απλά άλλη μια αλλά πολλές ευκαιρίες ώστε να σου αποδείξει
ότι ήταν ένα πραγματικός άγγελος. Όσο και να μην ήθελε να το παραδεχτεί η ίδια.
Ένας άγγελος που δεν θέλω να αποχωριστώ ποτέ μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου