Δεν μπορώ να πω ότι η
Κλερ είχε άδικο. Ο τύπος παρά ήταν καλός για να είναι αληθινός… αλλά ήταν; Αν
δεν έψαχνα τα πάντα για εκείνον δεν θα ησύχαζα ποτέ. Εκείνος από την άλλη ήταν
πρόθυμος για τα πάντα. Απαντώντας σε όλες της ερωτήσεις μου, πρότεινε να βγούμε
για ένα καφέ και μου έδωσε την κάρτα του για να ψάξω με την άδεια του τα πάντα
για την εταιρία του κλπ κλπ… Έλεος, μα να μην μπορώ να βρω τίποτα να του
κοστολογήσω; Ούτε ένα τόσο δα μικρό ψεγάδι;;; Αυτό δεν ήθελα και εγώ; Δεν
ήξερα. Το χειρότερο; Τα ήξερε όλα και όταν λέω όλα, εννοώ τα πάντα! Για τον
πατέρα μου, την μητέρα μου, εμένα… και μάλιστα χωρίς να του τα έχει πει εκείνη,
η μητέρα μου. Ήταν βλέπεται στην εταιρία του συχωρεμένου του παππού μου πριν
εκείνος την παραδώσει στον πατέρα μου, οπότε η μητέρα μου δεν είχε και πολλά να
πει. Ήξερε από πρώτο χέρι τι μεγάλο καθίκι ήταν και είναι.
Όλα αυτά και ακόμα περισσότερα
με βασάνιζαν μέχρι που η πόρτα της τουαλέτας άνοιξε και στο κατώφλι της
εμφανίστηκε ο άγγελος μου. Με σάρκα και οστά. Η καρδιά μου αυτόματα αντέδρασε μπροστά
σε αυτό το θέαμα αλλά όπως πάντα δεν το άφησα να φανεί.
Χωρίς να δίνει
σημασία στην αδιάφορη ματιά μου, φορώντας ένας άκρως αποκαλυπτικό μαύρο δαντελωτό
νυχτικάκι, ήρθε κοντά μου και με προκαλούσε να αντιδράσω. Πριν αρχίσω να γελώ, σήκωσε
απότομα το πάπλωμα και αρπάζοντας ένα-ένα τα μαξιλάρια που ήταν ανάμεσα μας τα
πέταξε στον πάτωμα με τόσο άχτι που απορούσα πως δεν τα έσκιζε πρώτα στα δύο
πριν το κάνει. Δεν μπορούσα να μην γελάσω με αυτό. Εκείνη, ακόμα σοβαρή, αφού
τελείωσε αυτό που είχε αρχίσει, ξάπλωσε κάτω από τα σκεπάσματα και ακουμπώντας
το σώμα της απαλά πάνω μου, βόλεψε το κεφάλι της πάνω στο στήθος μου παίρνοντας
μια ανακουφιστική ανάσα.
Το χέρι μου αυτόματα
τυλίχτηκε γύρω της και την κράτησε σφιχτά επάνω μου. Τα χείλια μου, ακουμπώντας
απαλά πάνω στην κορυφή του κεφαλιού της, άφησαν εκεί ένα απαλό παρατεταμένο
φιλί.
«Μου έλειψε αυτό»
είπε κάτω από τον αναστεναγμό της φιλώντας τον λαιμό μου.
«Και εμένα» δεν
μπορούσα να το αρνηθώ.
«Μην με διώξεις ξανά»
παρακάλεσε κοιτώντας με στα μάτια με τέτοιο παράπονο που έκανε την καρδιά μου
να χάσει έναν χτύπο.
Τα μάτια μου την
κοίταξαν με πόνο. Ένα πόνο που άγγιξε την καρδιά της.
«Δεν θέλω να σε χάσω»
της είπα την αλήθεια.
«Αλλά δεν μπορείς
ακόμα να με συγχωρήσεις» ήταν τόσο άδικο για εκείνη.
Σκύβοντας προς το
μέρος της, άφησα τα χείλια μου να καλύψουν τα δικά της και αφήνοντας έναν λυγμό
να της ξεφύγει με έσφιξε επάνω της και με άφησε να την βασανίσω γλυκά.
«Θέλω να δω αυτό που
πήρες;» της είπα πάνω στα χείλια της με πάθος και σηκώνοντας το κεφάλι με
κοίταξε για να δει αν το εννοώ.
«Μπορείς να το δεις
μόνος σου» μου πρότεινε με μια πονηρή ματιά.
«Αν ήθελα να το δω
μόνος θα το είχα κάνει ήδη» της γύρισα με υπονοούμενο και καταλαβαίνοντας
ακριβώς τι εννοούσα, αφήνοντας ένα πεταχτό φιλί πάνω στα χείλια μου, σηκώθηκε
όρθια.
Πηγαίνοντας μπροστά
από το κρεβάτι, με μια ματιά γεμάτη πάθος, άρχισε να κατεβάζει τις τιράντες. Το
νυχτικάκι της δεν άργησε να καταλήξει στο πάτωμα αφού πρώτα άγγιξε ολόκληρο το
σώμα της ακριβώς όπως ήθελα να την αγγίξω εγώ όλο αυτόν τον καιρό. Για να
αντέξω αυτό που έβλεπα πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Δεν μπορώ να πω ότι
δεν έκανε καλή επιλογή» την επιβράβευσα βλέποντας το τόσο σέξι και άκρος θηλυκό
εσώρουχο της. «Αλλά προτιμώ να δω τι κρύβει από κάτω» είπα με βαθιά φωνή κοιτώντας
την μέσα στα μάτια.
Σίγουρα δεν περίμενε
αυτήν μου την αντίδραση. Για να πάρει λίγο κουράγιο πήρε μια βαθιά ανάσα πριν
τα δάχτυλα της αγγίξουν την δαντέλα που αγκάλιαζε τους γοφούς της.
«Αργά» ικέτεψα. Δεν
μου χάλασε χατίρι.
Όταν το εσώρουχο της
άγγιξε τα δάχτυλα των ποδιών της δεν κατάφερα να κρατηθώ άλλο. Αγγίζοντας με
την ματιά μου κάθε σπιθαμή αυτού του θεσπέσιου κορμιού ένιωσα τα πάντα μέσα μου
να μαλακώνουν σε σημείο να μην μπορώ πια να της αντισταθώ άλλο. Όλη την στιγμή
που την κοίταζα, μέσα από το λιγοστό φως του πορτατίφ μου, εκείνη έμενε
καρτερικά ακίνητη, όμως, μόλις οι ματιές μας συναντήθηκαν ξανά δεν χρειάστηκε
να ρωτήσει. Ήξερε! Ήξερε το πόσο την ήθελα, το πόσο το κορμί μου την
αναζητούσε.
Δεν περίμενε να της
το ζητήσω. Μέχρι να πάρω μια ανάσα, ήρθε κοντά μου, έβγαλε τα σκεπάσματα από
πάνω μου και αφού καβάλησε τα πόδια μου, έγειρε μπροστά και μου έδωσε ένα
τρυφερό αλλά γεμάτο πάθος φιλί. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο που θα μπορούσε αυτή την
στιγμή να με σταματήσει.
Τυλίγοντας τα χέρια
μου γύρω από το κορμί της, βόγκηξα δυνατά μέσα στο στόμα της και
παραδόθηκα.
Με τα υγρά της χείλια
να τρίβονται με δύναμη πάνω στα δικά μου, την γλώσσα της να με κατακτά με μανία,
το καυτό της κορμάκι να με βασανίζει αλύπητα άρχισα να αγκομαχώ.
«Κάνε με να το
μετανιώσω» ικέτεψα με όλη μου την ανάγκη να αντικατοπτρίζονται μέσα σε αυτές
τις μοναδικές λέξεις που ξεπήδησαν από μέσα μου πριν καν το σκεφτώ.
«Κάνε με να μετανιώσω
που ήμουν τόσο ηλίθιος» την παρακάλεσα ξανά όταν κόβοντας το φιλί μας σήκωσε το
κεφάλι για να με αντικρίσει.
Δεν μου το αρνήθηκε
ούτε και τώρα. Καθώς σηκώθηκε γρήγορα, άρπαξε την μεταξωτή ζώνη της ρόμπας της
και αφού γύρισε ξανά κοντά μου, μου έδεσε τα χέρια. Δεν της αντιστάθηκα.
Τα χέρια της, με μια
βασανιστική αργή κίνηση, εξερευνούσε το κορμί μου πόντο, πόντο. Η υγρή της
γλώσσα γευόταν τον ιδρώτα μου. Τα χείλια της ρουφούσαν τόπους, τόπους την
επιδερμίδα μου. Ενώ τα δόντια της με έγδερναν τόσο ερεθιστικά που ένιωθα ότι θα
τελειώσω πριν προλάβει να μου με ακουμπήσει εκεί που την είχα περισσότερο
ανάγκη αυτήν την στιγμή.
Η ανάσα μου είχε πια
χαθεί μέσα στα βογκητά. Η καρδιά μου είχε εκτοξευθεί στα ύψη. Οι καρποί μου
κόντεψαν να μελανιάσουν από την προσπάθεια να απελευθερώσω τα χέρια μου.
Σταμάτα να με
βασανίζεις… φώναζα μέσα μου την ίδια στιγμή που ούρλιαζα… Μην σταματάς… με όλη
την δύναμη της ψυχής μου αλλά εκείνη δεν άκουγε καμία παράκληση μου καθώς τα
χείλια μου παρέμεναν ερμητικά κλειστά. Μέχρι που τα χέρια της κατέβασαν το
εσώρουχο μου μέχρι τα πέλματα μου.
Αν μου λέγανε ότι θα
μπορούσα να πεθάνω από ηδονή, θα γέλαγα μέχρι δακρύων, όμως τώρα… τώρα
πραγματικά θα τους πίστευα.
Από την στιγμή που
τον πήρε μέσα στο στόμα της έχασα κάθε επαφή με το περιβάλλον. Οι εικόνες που
έρχονταν χωρίς την συγκατάθεση μου - εικόνες με εκείνη να είναι μελανιασμένη, εικόνες
με την μητέρα μου να είναι στην ίδια κατάσταση και να κλαίει τρομοκρατημένη για
την ίδια, για εμένα, για το μέλλον μας - απειλούσαν να καταστρέψουν τα πάντα…
αλλά δεν τα κατάφεραν.
Με τα μελωδικά αγκομαχητά
της να φτάνουν στα αφτιά μου, άνοιξα τα μάτια και την κοίταξα. Τα μάτια της
συνάντησαν τα δικά μου. Μάτια γεμάτα πάθος, γεμάτα αγάπη, γεμάτα ελπίδα. Πως θα
μπορούσα ποτέ να καταστρέψω κάτι τέτοιο; Πως θα μπορούσα να γίνω ένα τέρας ίδιο
με εκείνον και να αφήσω τον εαυτό μου να της σακατέψει το σώμα και την ψυχή. Να
της καταρρίψει την τελευταία της ελπίδα να ζήσει μια φυσιολογική ζωή, έστω και
για λίγο; Όχι, δεν θα μπορούσα ποτέ να της το κάνω αυτό… είπα με σιγουριά μέσα
μου και καθώς σιγουρεύτηκα πια τότε παρέδωσα απόλυτα στα χέρια της και το σώμα
αλλά και την ψυχή μου.
Η κορύφωση μου δεν
άργησε να έρθει και μαζί με αυτήν και η γλυκιά ανυπαρξία. Η ένταση της στιγμή έκανε
το μυαλό μου να μουδιάσει σε τέτοιο βαθμό που δεν κατάλαβα ότι με είχε πάρει ο
ύπνος μέχρι που άνοιξα τα μάτια και αντίκρισα το απόλυτο σκοτάδι.
Δεν ήξερα αν οι εκλύσεις
για βοήθεια που άκουγα, ήταν οι φωνές που υπήρχαν μέσα στο μυαλό μου από το όνειρο
που μόλις είχε διακοπεί απότομα ή αν έρχονταν από κάπου κοντά μου γι’ αυτό και
άρχισα να φωνάζω.
«Κλερ; Μαμά;» ήμουν
τόσο μπερδεμένος που δεν μπορούσα να ξεχωρίσω σε ποια από τις δύο άνηκε αυτή η
φωνή.
«Κρις, σε παρακαλώ…
σε παρακαλώ, πάρ’ τον από πάνω μου» άκουσα ξανά και καθώς όλα ξεκαθάρισαν
άνοιξα το φώς και άρχισα να την ψάχνω. Δεν άργησα να την βρω.
Με γυρισμένη την
πλάτη της και το σωματάκι της να είναι μαζεμένο σε μια μπάλα, από τον τρόπο που
τιναζόταν κατάλαβα αμέσως ότι ζούσε εκείνη την εφιαλτική στιγμή ξανά και ξανά
και ξανά…
«Κρις, σε παρακαλώ»
την άκουσα ξανά να με ικετεύει να την σώσω και δεν το σκέφτηκα ούτε για μια
στιγμή.
Με μια αποφασιστικότητα,
χωρίς να με νοιάζουν οι συνέπειες, την γύρισα προς το μέρος μου και την φώλιασα
μέσα στην αγκαλιά μου.
«Κανείς δεν πρόκειται
να σε βλάψει ξανά» δήλωσα με τόσο τραχιά φωνή που τινάχτηκε από την έκπληξη.
«Κανείς» επανέλαβα ενώ την έσφιγγα επάνω μου.
Με τις υγρές της
βλεφαρίδες να ανοιγοκλείνουν γρήγορα και να γδέρνουν, σχεδόν γαργαλώντας το
δέρμα μου, έκοψε την ανάσα της στην μέση.
«Κρις;» θέλησε να
βεβαιωθεί.
Δεν είχα άλλα λόγια
να εκφράσω. Οι λυγμοί μου είχαν καλύψει όλες τις λέξεις. Με τα χείλια μου πάνω
στο μέτωπο της προσπάθησα να πάρω μια ανάσα για να τους σταματήσω αλλά αντί εκείνοι
να λιγοστεύουν γινόντουσαν χειρότεροι.
«Κρις;» επανέλαβε
πνιγμένα και χωρίς να αντέχω άλλο άρχισα να απομακρύνω τα δάκρυα από όλο της το
πρόσωπο με τα χείλια μου σε μια μάταιη προσπάθεια να το στεγνώσω.
Δεν ήθελα να το δω
ποτέ ξανά υγρό από τα δάκρυα της για κανέναν λόγο.
«Αχ! Κρις»
μουρμούρισε με σπασμένη φωνή καθώς γαντζώθηκε από πάνω μου. «Κάνε μου έρωτα, σε
ικετεύω, κάνε με δικιά σου. Σβήσε όλες εκείνες τις εικόνες, σε ικετεύω, σβήσε
της» με ικέτεψε και παρόλο που ήθελα όσο τίποτα αυτήν την στιγμή να το κάνω, να
της πάρω μακριά της όπως ακριβώς είχε κάνει εκείνη για μένα λίγο πριν, πάγωσα.
«Όχι, όχι, μην
σταματάς» με παρακάλεσε απελπισμένα και δεν είχα άλλες αντοχές να το κρατήσω
για τον εαυτό μου.
«Ακόμα και αν τον
συναντήσουμε τυχαία στον δρόμο, μην μου το δείξεις. Μην μου πεις ποτέ ποιος το
έκανε γιατί θα τον γαμήσω τον πούστη σου το ορκίζομαι ότι θα τον γαμήσω έτσι
όπως δεν έχει γαμηθεί ποτέ στην ζωή του» το μίσος που έβγαινε από μέσα μου την έκανε
να παγώσει. «Θα πάρω ότι βρω μπροστά μου και θα του το χώσω βαθιά στον κώλο ξανά
και ξανά και ξανά… μέχρι ο παλιοπούστης να αρχίσει να ματώνει από τον κώλο και
από την μύτη, το στόμα…» δεν είχα σκοπό να σταματήσω αλλά η τρομοκρατημένη της
ματιά με φρέναρε.
Δεν είχα καταλάβει πραγματικά
ότι το εξωτερίκευα μέχρι που την ένιωσα να τρέμει μέσα στην αγκαλιά μου. Ναι,
είχε καταλάβει ότι το είχα φαντασιωθεί άπειρες φορές. Είχε καταλάβει το πόσο το
εννοούσα. Είχε καταλάβει ότι αν ποτέ μάθαινα ποιος ήταν… ήταν νεκρός. Νεκρός
από τα ίδια μου τα χέρια.
«Γι’ αυτό θύμωσα μαζί
σου» συνέχισα πιο ήρεμα. «Γι’ αυτό δεν μπορώ να το ξεπεράσω» κατάπια σπασμωδικά
για να καταφέρω να κρατηθώ. «Αλλά τώρα καταλαβαίνω» παραδέχτηκα ηττημένα.
«Καταλαβαίνω γιατί τον άφησες να σου το κάνει» φυσικά εννοούσα αυτόν που την
είχε σαπίσει στο ξύλο πριν λίγο καιρό. «Ήταν άδικο να ξεσπάσεις επάνω του την
οργή σου, όμως ακόμα και αυτό δεν φτάνει ούτε στο ελάχιστο για να καταλαγιάσω
την δική μου οργή» εξομολογήθηκα μετανιωμένος.
Το χέρι της που
αγκάλιασε το πρόσωπο μου έκανε την ανάσα μου να κοπεί στην μέση. Τα μάτια μου
να κλείσουν ντροπιασμένα.
«Έλα μαζί μου» με
παρότρυνε με την ζεστή της φωνή και άνοιξα τα μάτια μου απορριμμένος.
Δεν ήξερα τι είχε
σκοπό να κάνει, όμως όταν την είδα να πλησιάζει την ντουλάπα και να βγάζει από
μέσα δύο φόρμες τότε κατάλαβα. Δεν της έφερα αντίρρηση. Θα δοκίμαζα τα πάντα,
τα πάντα, προκειμένου να βγάλω όσα με πνίγανε από μέσα μου.
Δεν κατάφερα να
μετρήσω πόσους γύρους κάναμε το τετράγωνο όμως όταν για άλλη μια φορά περάσαμε μπροστά
από την αυλόπορτα του σπιτιού μου λύγισα το κορμί μου και προσπάθησα να πάρω
μια ανάσα. Εκείνη δεν με άφησε. Προκαλώντας με ανοιχτά, άρχισε να με σπρώχνει
με τέτοια οργή που έκανε το μυαλό μου να αδειάσει. Δεν ήξερα αν στο πρόσωπο μου
έβλεπε πραγματικά εμένα ή εκείνον που της είχε καταστρέψει το σώμα, την ψυχή,
την ίδια της την ζωή.
Πιάνοντας αστραπιαία
τα χέρια της από τους καρπούς, την κόλλησα πάνω στο σώμα μου και πριν προλάβει
να μου αντισταθεί, την κατέκτησα με τα χείλια μου σαν να μην υπήρχε αύριο. Για
λίγο πάγωσε, όμως μόνο για λίγο.
«Δεν έχω το κουράγιο
να φτάσω μέχρι το δωμάτιο μου» της ζήτησα την άδεια.
Χωρίς να μου
απαντήσει, άνοιξε την αυλόπορτα, με έσυρε προς τους θάμνους και με μια δυνατή
λαβή με έριξε κάτω δηλώνοντας ότι αν δεν τελείωνα αυτό που είχα αρχίσει δεν
υπήρχε περίπτωση να με αφήσει να φύγω από εδώ.
Πλαγιάζοντας τα
σώματα μας, την έκλεισα μέσα στην αγκαλιά μου και με την βοήθεια της κατέβασα
την φόρμα της μέχρι τους αστράγαλους. Δεν υπήρχε χρόνος ούτε για προκαταρτικά
ούτε για τίποτα. Η ανάγκη μας εκείνη ακριβώς την στιγμή, αψηφούσε το κρύο, τον
ιδρώτα που πάγωνε στο κορμί μας, την σκέψη ότι μπορούσε άνετα κάποιος να μας
πάρει μάτι.
Κατεβάζοντας και την
δική μου φόρμα τόσο όσο να αφήσω τον ανδρισμό μου να είναι ελεύθερος, έφερα τα
πόδια της πάνω στον γοφό μου και με μια κίνηση μπήκα μέσα της. Τινάζοντας το
κορμί της, βόγκηξε με πάθος ακριβώς την ίδια στιγμή που βόγκηξα και εγώ.
«Κάνε με δική σου»
ικέτεψε. Πως μπορούσα να της το αρνηθώ.
Με το σώμα μου να
κουνιέται σε ξέφρενους ρυθμούς, έφτανα στο τέρμα της ξανά και ξανά. Δεν είχα
αντοχές να σκεφτώ αν την πονούσα όμως ενδόμυχα κάτι με τράβαγε πίσω.
«Μην σταματάς για
κανέναν λόγο» σύριξε με την ανάγκη της να την ξεπερνά και χωρίς δισταγμό το
έκανα.
Τα κορμιά μας
τινάζονταν από την υπέρτατη ευχαρίστηση. Η καρδιές μας πάλευαν να ξεπηδήσουν
από το στήθος μας. Οι ανάσες μας αναζητούσαν περισσότερο αέρα αλλά εμείς, δεν
είχαμε χρόνο να νοιαστούμε για τίποτα. Αν μας έλεγαν ότι μετά από αυτό θα
βρίσκαμε τον θάνατο, απλά θα τον καλωσορίζαμε.
«Κρις» φώναξε με το
κορμάκι της να γίνεται έναν άκαμπτο τόξο.
«Σ’ αγαπώ» είπα με όλα
μου τα αισθήματα για εκείνη να ξεχύνονται μέσα από αυτήν την μοναδική λέξη.
«Και εγώ» απάντησε ασθμαίνοντας
ενώ έφτανε στην κορύφωση της.
«Γαμώτο και εγώ…»
επανέλαβε. «Και εγώ σ’ αγαπώ».
Πόση ευτυχία θα
μπορούσε να αντέξει ένας άνθρωπος μέσα σε μια στιγμή; Εγώ δεν μπόρεσα γι’ αυτό
και βγαίνοντας από μέσα της, πιάνοντας τον στην χούφτα μου, άφησα τα σπερματικά
μου υγρά να εκτοξευτούν. Δεν είχα ιδέα το που.
~*~*~*~
Περιττό να πω ότι
μετά από αυτό… η μητέρα μου μας έχασε. Είχαμε να καλύψουμε όλο τον χαμένο
χρόνο, όμως δεν έφταιγε εκείνη.
Όταν δύο μέρες πριν
ανοίξει ξανά η σχολή η Κλερ αποφάσισε να κάνει το τραπέζι στα αδέλφια της και
την μητέρα μου δεν της το αρνήθηκα. Πήγαμε παντού μαζί. Φτιάξαμε το σπίτι μου
με το δικό της γούστο. Παρόλο που της ορκίστηκα ότι δεν με ενοχλούσε να μου
αλλάξει την διακόσμηση, εκείνη δεν πείραξε τίποτα από όσα ήδη υπήρχαν
στολισμένα στους τοίχους και τα έπιπλα. Το μόνο που άλλαξε και αυτό για χάρη του
δείπνου ήταν η τραπεζαρία. Εντάξει ίσως και κάτι περισσότερο αλλά μην
φανταστείτε ότι ήταν άκυρα. Ίσα – ίσα ήταν απόλυτα ταιριαστά με τον υπόλοιπο
χώρο έτσι ώστε να μην μοιάζουν παράταιρα. Και ήταν όλα πληρωμένα από εκείνη.
Δεν ήξερα από πού είχε βρει τα λεφτά αλλά εκείνη δεν μου έκανε την χάρη να μου
πει. Παρόλο τις πιέσεις μου.
Τα πάντα ήταν έτοιμα
και στην θέση τους. Τα φαγητά και τα γλυκά που είχε ετοιμάσει με τα χεράκια της
έκανε το σπίτι να μοσχοβολάει ενώ εκείνη, βγαίνοντας από το δωμάτιο της, με ένα
απλό μαύρο παντελόνι και μια πολύ σικ, απλή μεν αλλά όχι καθημερινή μπλούζα στο
χρώμα της ζάχαρης, έλαμπε ολόκληρη. Ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής της.
Όλοι όσοι αγαπούσε σε λίγο θα ήταν κοντά μας.
Πρώτη χτύπησε το
κουδούνι η μητέρα μου και το χαμόγελο της μόλις μας είδε έκανε όλο της το
πρόσωπο να λάμψει.
«Καλή χρονιά» μας
ευχήθηκε και εμείς αμέσως της το ανταποδώσαμε.
Ξέχασα να σας πω ότι
είχε ήδη αλλάξει ο χρόνος όμως η κακομοίρα δεν είχε καταφέρει ακόμα να μας
ευχηθεί από κοντά. Ο χρόνος που είχαμε να αναπληρώσουμε που λέγαμε; Μάλλον
κατάφερε να μας απομακρύνει από όλους και από όλα.
Την ημέρα της αλλαγής
του χρόνου είχαμε κανονίσει να την περάσουμε μαζί με εκείνη και με τον νέο της
σύντροφο αλλά τελικά δεν μας έκατσε. Παρασυρμένοι από το πάθος μας είχαμε
εξουθενωθεί τόσο πολύ που τελικά μας είχε πάρει ο ύπνος στο δωμάτιο του δικού
μου σπιτιού. Τα τηλέφωνα μας βάραγαν σαν τρελά αλλά εμείς χαμπάρι. Μέχρι που τα
βεγγαλικά μας έκανα να πεταχτούμε σαν ελατήρια από την έκπληξη και ξεπερνώντας
το πρώτο σοκ, αρχίσαμε να γελάμε με την καρδιά μας.
Ε! πολύ θέλει ο
άνθρωπος;
Όταν τα γυμνά σώματα
τραντάζονται με τόσο ένταση πως ήταν δυνατών να μείνουν αμέτοχα. Έτσι, δεν
χρειάστηκε να το σκεφτούμε, δεν υπήρχε άλλωστε χρόνος για σκέψη, η ψυχές μας
αναζητούσαν την λύτρωση τους και εμείς μαγεμένοι από την στιγμή, δεν σκεφτήκαμε
τις συνέπειες. Φυσικά η μητέρα μου δεν θύμωσε. Της έφτανε που εμείς… ΗΜΑΣΤΑΝ…
καλύτερα από ποτέ.
Το κουδούνι χτύπησε
ξανά και αυτήν την φορά ήταν οι Ντάλτον… ουπς συγνώμη, τα αδέλφια Ντόνοβαν
ήθελα να πω.
Για τον Τότο δεν
χρειάζεται να πω πολλά. Η ξινίλα στο πρόσωπο του είναι το μόνιμο χαρακτηριστικό
του πια. Για τον Λούκας όμως… τι θα μπορούσα να πρώτο πω; Ήξερα ότι το φυσικό
χρώμα της Κλερ ήταν το ξανθό. Για τον Τότο δεν έπαιρνα όρκο αλλά αν βασιζόμουν
στις τρίχες του χεριού του μάλλον προς τον ξανθό θα τον έλεγες και εκείνον ή
προς το καστανό όπως ήταν τα φρύδια του. Όμως σκουρόχρωμο δεν τον έλεγες με
τίποτα σε αντίθεση με τον αδελφό του που έστεκε τώρα δίπλα του.
Δεν ήταν μόνο τα
μαύρα μαλλιά και σκιστά του μάτια όσο η επιδερμίδα του. Φαινόταν ότι ήταν
μαυρισμένη από τις πολλές ώρες έκθεσης στον ήλιο αλλά κάτι μου έλεγε ότι το
φυσικό του χρώμα δεν θα το έλεγες και λευκό. Δεν ήξερα τον τόπο καταγωγής της
μητέρας του αλλά βλέποντας τον θα ορκιζόμουν ότι πρέπει να είχε τις ρίζες της
από ινδιάνους. Όχι ότι με πείραζε. Ίσα-ίσα, ο άνθρωπος, όχι μόνο στα χρώματα
αλλά και στην συμπεριφορά του, ήταν η μέρα με την νύχτα από τον ξινομούρη που
μόνο που τον έβλεπα μου μυρμήγκιαζε η χούφτα μου για ξύλο.
Άλλο ένα
χαρακτηριστικό που είχε ο Λούκας, ήταν το χαμόγελο του. Δεν ήταν ότι δεν έλεγε
να φύγει από τα χείλια του αλλά ο τρόπος που με κοίταζε με έκανε να νιώσω σαν
πράγματι να χαιρόταν που με γνώριζε. Θα ήταν ψέματα αν έλεγα ότι δεν πήρα τα πάνω
μου μετά από αυτό.
Η βραδιά κυλούσε
ακριβώς όπως την είχε ονειρευτεί. Με χαλαρή κουβεντούλα που επέτρεπε σε όλους μας
να γνωριστούμε καλύτερα, αφού τελειώσαμε τον καφέ και το γεμιστό κέικ που είχε
φτιάξει με τα χεράκια της - το αγαπημένο του Λούκας (βασικά ότι είχε φτιάξει
ήταν τα αγαπημένα του φαγητά και αυτό ήταν άλλο ένα χτύπημα κάτω από την ζώνη
για τον Τότο) - περάσαμε στην τραπεζαρία. Εκεί η Κλερ έδωσε τα ρέστα της. Και
τι δεν είχε ετοιμάσει! Όλα όσα θα είχε ένα τραπέζι που θα μπορούσες άνετα να
ταΐσεις έναν λόχο.
Ο Λούκας καμάρωνε,
ενώ ο Τότο… ας μην το σχολιάσω καλύτερα. Όσο για την μητέρα μου, εκείνη πια δεν
μπορούσε να κρύψει με τίποτα την χαρά και την ευτυχία της που πια ξεχείλιζε. Θα
μου πείτε, ο άνθρωπος από το πόσο καλά μαγειρεύει φαίνεται; Φυσικά και όχι,
αλλά όσο να πεις κάποιος που έχει χάσει κάθε λόγο ύπαρξης δεν θα είχε κουράγιο
ούτε τα μισά να ετοιμάσει πόσο μάλλον όλα αυτά που είχε ετοιμάσει εκείνη.
Δεν ήταν χαζή, ήξερε
ότι η Κλερ είχε βρει επιτέλους τις ισορροπίες της και ήταν κάτι που το είχαμε
παρατηρήσει όλοι μας. Δεν μπορούσα να πω, η Κλερ ήξερε καλά πώς να κλέβει τις
εντυπώσεις όλων. Εκτός φυσικά από έναν.
Το γαϊδούρι στην
κυριολεξία δεν άγγιξε τίποτα από όσα του σέρβιρε. Ναι, ήταν τόσο στριμμένος και
αγύριστο κεφάλι. Η Κλερ έκανε σαν να μην την ενοχλούσε όμως ήξερα ότι το έκανε
επίτηδες για να τον τσιγκλήσει παραπάνω. Αφού τον άφησε να τυραννιστεί αρκετά,
τότε σηκώθηκε ξανά και έφερε επιτέλους την νερόβραστη κολοκυθόσουπα που είχε
ετοιμάσει ειδικά για εκείνον.
«Έλα γκρινιάρη. Για
να μην λες ότι δεν σε σκέφτηκα» τον πείραξε ταρακουνώντας τον από τους ώμους
παιχνιδιάρικα και εκείνος για πρώτη φορά από την ώρα που ήρθε, επιτέλους έσκασε
ένα χαμόγελο. Μην φανταστείτε, αυτό ήταν και το τελευταίο του.
Δεν πίστευα ότι θα το
παραδεχόμουν αλλά πραγματικά αυτή η βραδιά κύλησε ανέλπιστα υπερβολικά καλά.
Τόσο καλά σε σημείο που είχε αρχίσει να με τρομοκρατεί η ηδέα πως κάτι θα γίνει
και όλα θα διαλυθούν. Ναι, ήμουν προκατειλημμένος αλλά μην μου πείτε ότι με
αδικείτε. Πότε βρέθηκε αυτός ο άνθρωπος απέναντι μου και δεν έφερε την
καταστροφή; Όχι βρείτε μου μια. Δεν υπήρχε και δυστυχώς η σημερινή ημέρα δεν
αποτέλεσε εξαίρεση.
Όταν η Κλερ, με την
βοήθεια του Λούκας και της μητέρας μου που επέμεναν να μαζέψουν το τραπέζι,
πήγε να ετοιμάσει τα γλυκά, ο άλλος δεν άντεξε και έλυσε επιτέλους την σιωπή
του. Όχι ότι δεν είχε βγάλει άχνα μέχρι στιγμής αλλά μάλλον καταλαβαίνεται τι
θέλω να πω.
«Λοιπόν τι λέει;
Γιατί τόση απελπισμένη προσπάθεια για να μας εντυπωσιάσετε; Μήπως η βραδιά
κρύβει και καμία ανακοίνωση που αγνοούμε;» οι λέξεις του έσταζαν δηλητήριο όμως
δεν τον άφησα να με επηρεάσει.
Ήθελα όσο τίποτε αυτή
η βραδιά να πετύχει για εκείνη αλλά ο παλιοπούστης δεν μου έκανε το χατίρι.
«Όπως;» ρώτησε με
ενδιαφέρον και περιέργεια μαζί η Κλερ ενώ έγλυφε το πασαλειμμένο της δάχτυλο
από την σαντιγί, πριν προλάβω να του απαντήσω εγώ.
Η ματιά που της έριξε
έκανε αμέσως την καρδιά μου να χτυπήσει ξέφρενα. Κάνε να μην τα διαλύσει όλα…
παρακάλαγα μέσα μου αλλά ενδόμυχα ήξερα ήδη ότι ήταν μια μάταιη παράκληση. Είχε
έρθει για να προκαλέσει καυγά. Τώρα πλέον ήμουν πιο σίγουρος από ποτέ.
«Κάποιο πουλάκι μου
σφύριξε ότι αύριο έχεις ραντεβού με την γυναικολόγο σου;» περισσότερο δήλωσε
παρά ρώτησε και ο Λούκας που το άκουσε από την κουζίνα κατευθείαν ήρθε κοντά
μας. Η μητέρα μου περίεργη απλά τον ακολούθησε αλλά έμεινε πιο πίσω.
«Ρε μαλάκα δεν
είπαμε…;» διαμαρτυρήθηκε εξαγριωμένος ο Λούκας και πραγματικά έπαθα σοκ από τα
λόγια του. Ολόκληρη την βραδιά ήταν τόσο σοβαρός και μετρημένος στα λόγια του
που δεν περίμενα με τίποτα να τον δω να ξεσπά έτσι τώρα.
«Όχι, άφησε τον» τον
διέκοψε η Κλερ με άνεση χωρίς να δείχνει ενοχλημένη πριν γυρίσει την ματιά της
προς το μέρος του Τότο.
«Νόμιζα ότι είχαμε
συμφωνήσει να σταματήσουν οι παρακολουθήσεις ή μήπως κάνω λάθος;» τον ρώτησε με
μια απειλητική ματιά.
«Δεν χρειάζεται να σε
παρακολουθώ» προσπάθησε εκείνος να το σώσει αλλά ήταν αργά.
«Ναι φυσικά, γιατί
παντού υπάρχουν τα τσιράκια σου για να σου τα σφυρίζουν όλα» ειρωνεύτηκε η Κλερ
με αηδία.
«Ούτε καν αυτό» της
γύρισε την ειρωνεία με μια ανωτερότητα που την περίμενα από εκείνον. «Η δόκτωρ
Έλσα με κάλεσε από μόνη της για να με ενημερώσει» δήλωσε και αυτό έκανε την
Κλερ να βγει από τα ρούχα της αλλά κράτησε την ψυχραιμία της. Όχι αυτό πρέπει
να το παραδεχτώ.
«Και για ποιο λόγο να
κάνει κάτι τέτοιο;» τον ρώτησε λίγο σκληρά αλλά με πραγματική περιέργεια.
«Όσο και να μην θες
να το παραδεχτείς, είσαι ανήλικη και είναι ο κηδεμόνας σου Κλερ» μπήκε στην
μέση ο Λούκας προσπαθώντας μάταια να ισορροπήσει την κατάσταση.
«Και στον ορθοπεδικό
πήγα και στον πνευμονολόγο… αλλά τα αποτελέσματα τα έμαθες από μένα» του
κάρφωσε. «Γιατί συγκεκριμένα εκείνη σε κάλεσε τώρα;» ρώτησε περισσότερο πονηρεμένη
πια.
«Γιατί φοβάται τα
χειρότερα γι’ αυτό» ξέσπασε εκείνος ενώ σηκώνονταν όρθιος για να την αντιμετωπίσει
στα ίσια.
Αυτόματα, σπρώχνοντας
την καρέκλα μου προς τα πίσω σηκώθηκα και εγώ. Κάτι μου βρώμαγε εδώ αλλά δεν
ήμουν σε θέση να κάνω μια λογική σκέψη.
«Θα μας εξηγήσει και
εμάς κανείς τι ακριβώς γίνεται εδώ πέρα;» απαίτησα να μάθω και ο Τότο γύρισε
την ματιά του τόσο δολοφονικά προς το μέρος μου που αμέσως ένιωσα τις χούφτες
μου να μυρμηγκιάζουν έτοιμες για καυγά.
«Πρώτα την γκαστρώνεις
και μετά ζητάς και τα ρέστα;» έφτυσε στα μούτρα μου σαν λυσσασμένο σκυλί. Πριν
προλάβω να αντιδράσω η Κλερ μπήκε ξανά μπροστά.
«Δεν νομίζω ότι σε
αφορά το θέμα γι’ αυτό σου προτείνω να το κόψεις εδώ» έριξε περισσότερο λάδι
στην φωτιά σταυρώνοντας τα χέρια της στο στήθος με απάθεια λες και το έκανε
επίτηδες και γύρισα το πρόσωπο μου προς το μέρος της εξαγριωμένος.
«Δηλαδή… εννοείς ότι
πράγματι είσαι…;» δεν μπορούσα καν να πω την λέξη.
«Για την ακρίβεια,
δεν αφορά κανέναν σας» επανέλαβε εκείνη σκληρά κοιτώντας μας έναν, έναν
ξεχωριστά. Ακόμα και την μητέρα μου.
«Κλερ…» προσπάθησε ο
Λούκας μάταια να την συνετίσει.
«Τι ακριβώς δεν
κατάλαβες;» γύρισε προς το μέρος του με επιθετική διάθεση και ο Τότο τα πήρε
στο κρανίο.
«Βρε μαλακισμένο,
αφού ξέρεις ότι είναι μονόδρομος» ξέσπασε αγανακτισμένα.
«Αν εννοείς εξαιτίας
των φαρμάκων ούτε αυτό είναι πια πρόβλημα. Τα έχω κόψει πολύ καιρό τώρα» του
χτύπησε πίσω και έμεινε να περιμένει τις αντιδράσεις του.
Κάτι στο βλέμμα της
έκανε το μυαλό μου να επεξεργαστεί τα γεγονότα με την ταχύτητα του φωτός. Όχι
δεν πιστεύω ότι ήταν έγκυος. Αν ήταν θα μου το έλεγε, έτσι δεν είναι; Ίσως και
όχι. Από την άλλη μετά το ατύχημα δεν είδα δείγματα περιόδου αλλά πάλι εφόσον
δεν κάναμε έρωτα δεν μπορούσα να είμαι και σίγουρος. Εκείνη είχε πει ότι είχε
μάθει να καλύπτει τα σημάδια του αίματος γιατί η οικογένεια Ντόνοβαν είχαν ένα
μεγάλο θέμα με αυτό. Οπότε; Της είχε έρθει περίοδος αυτούς τους δύο μήνες ή
όχι; Επιπλέον… Αν ήταν πράγματι έγκυος, έτσι όπως είχαν σμίξει με την μητέρα
μου και είχαν έρθει τόσο κοντά δεν θα την συμβουλευόταν;
Γύρισα και έριξα μια
ματιά προς το μέρος της μητέρας μου. Εκείνη προσπαθούσε να πάρει απαντήσεις
μέσα από το δικό μου βλέμμα και εγώ μέσα από το δικό της. Όταν καταλάβαμε και
οι δύο ότι βρισκόμασταν στην ίδια άγνοια παραιτηθήκαμε. Δεν έβγαινε νόημα.
«Τι πράγμα;» σύριξε ο
Τότο και ο Λούκας σήκωσε το χέρι του για να τον σταματήσει πριν πει και άλλα,
αλλά εκείνος είχε πια ξεπεράσει κάθε προσωπικό του όριο.
«Τότο, υποσχέθηκες»
τον ικέτεψε ο Λούκας μπαίνοντας ανάμεσα σε εκείνον και την Κλερ την στιγμή που
εκείνος έκανε την κίνηση να την πλησιάσει.
«Πόσες φορές σου είπα
να παίρνεις προφυλάξεις; Πόσες φορές σε έβαλα να ορκιστείς να προσέχεις μην
μείνεις έγκυος…» άρχισε να ουρλιάζει με τα σάλια του να εκσφενδονίζονται λες
και είχε πάθει λύσσα.
«Επειδή φοβόσουν ότι
θα πρέπει μετά να το ρίξω εξαιτίας…» του επιβεβαίωσε εκείνη ψύχραιμα αλλά πριν
συνεχίσει εκείνος την πρόλαβε.
«Επειδή ΔΕΝ μπορείς
να κάνεις παιδί ηλίθια» την πρόλαβε πριν συνεχίσει και το χέρι του Λούκας
σηκώθηκε πριν προλάβει να το σταματήσει.
Το χαστούκι που του
άστραψε ήταν τόσο δυνατό που όλοι ταυτόχρονα κόψαμε την ανάσα μας στην μέση.
Για τον Τότο μιλάμε. Ποτέ δεν ξέρεις πως θα αντιδράσει μετά από αυτό. Καθώς
έσφιξε τα χέρια του σε γροθιές σήκωσε το κεφάλι του αργά και αντίκρισε τον
αδελφό του στα μάτια. Ήταν μετανιωμένος ή ήταν ιδέα μου.
«Τι ακριβώς κάνεις;»
απαίτησε ο Λούκας να του πει την στιγμή που η Κλερ, ξεπερνώντας το πρώτο σοκ
έλεγε ταυτόχρονα.
«Επειδή;» τα μάτια
του Λούκας έκλεισαν μόνο για μια στιγμή ίσα να πάρει κουράγιο. Η ματιά του Τότο
που γύρισε προς το μέρος της είχε τόσο πόνο που με έκανε να ανατριχιάσω.
Περίμενα τα χειρότερα γι’ αυτό και έμεινα παγωμένος αλλά σε ετοιμότητα ώστε να
πάω κοντά της για να της δώσω λίγο κουράγιο και παρηγοριά.
«Τι εννοείτε
ακριβώς;» πήρε το θάρρος η μητέρα μου και ρώτησε για μας πλησιάζοντας την Κλερ σαν
λύκαινα που ήθελε να προστατέψει το μικρό της βλαστάρι.
«Δεν μπορεί να κάνει
παιδιά» επανέλαβε πιο μαλακά ο Λούκας αυτήν την φορά κάτω από τον αναστεναγμό
του. «Όχι τουλάχιστον πριν υποβληθεί σε επέμβαση» εξήγησε και κοίταξε την
αδελφή του απολογητικά.
«Το μαχαίρι…» είπε
ψύχραιμα η Κλερ καταλαβαίνοντας και αυτή της η ψυχραιμία μας εξέπληξε όλους
ταυτόχρονα.
«Είχαν δύο επιλογές…»
εξήγησε ο Λούκας. «Ή να σου αφαιρέσουν την μήτρα για να καταφέρουν να σε σώσουν
από την ακατάσχετη αιμορραγία, ή να παλέψουν να την σώσουν και εκείνη αλλά…»
δεν χρειαζόταν να συμπληρώσει κάτι άλλο. Όλοι καταλάβαμε ακριβώς τι εννοούσε.
«Και προκειμένου να
έχεις προβλήματα λόγο το νεαρό της ηλικίας σου, τους ζητήσαμε να προσπαθήσουν
να σταματήσουν και την αιμορραγία αλλά να σώσουν και την μήτρα σου» συμπλήρωσε
ο Τότο πιο ήρεμα τώρα.
«Αλλά δεν είναι τόσο
τραγικό όσο ακούγεται, θέλω να με πιστέψεις» συμπλήρωσε γρήγορα ο Λούκας
ελπίζοντας να προλάβει τις αντιδράσεις της. Το περίεργο όμως ήταν ότι εκείνη
ΔΕΝ αντιδρούσε. Ήταν τόσο απαθής που πραγματικά είχε αρχίσει να τρομάζει. Το
πότε θα έκανε το μπαμ… είμαι σίγουρος ότι όλοι το ίδιο αναρωτιόμασταν.
«Όλοι οι γιατροί δίνουν
60 τις εκατό επιτυχία…» την στιγμή που άφησε ένα ειρωνικό γελάκι να της ξεφύγει
εκείνος πρόλαβε να συμπληρώσει. «Δεν είναι καθόλου λίγο για την κατάσταση σου
Κλερ, μην το βλέπεις για λίγο. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να καταφέρεις να
κάνεις παιδία στο μέλλον…»
«Όταν η ηλικία σου
και οι προϋποθέσεις θα είναι σωστές» τόνισε ο Τότο με έμφαση διακόπτοντας τον
Λούκας.
«Αλλά αν κρατήσεις
αυτό το παιδί…» συνέχισε ο Λούκας από εκεί που τον είχε διακόψει ο άλλος.
«Δεν θα υπάρχει
ελπίδα για κανέναν από τους δύο μας» διαπίστωσε η Κλερ τελείως ψύχραιμα με μια ωριμότητα
που πραγματικά με άγγιξε όσο δεν πήγαινε. «Υπάρχει και κάτι άλλο που θα έπρεπε
να ξέρω;» τον ρώτησε πολύ πιο ήρεμα τώρα και η καρδιά μου έχασε ένα χτύπο.
Χρηστέ μου πως
γίνεται να είναι τόσο ψύχραιμη; Κάτι δεν πάει καλά. Δεν μου το βγάζεις από το
μυαλό ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά.
«Δεν σου κρύβουμε
κάτι άλλο. Σου το ορκίζομαι» της είπε με μια ματιά που δεν χώραγε αμφισβήτηση
και έδειξε να τον πιστεύει και η ίδια.
«Τότε, έξω από το
σπίτι μου» είπε αποφασιστικά και τα αδέλφια Ντόνοβαν αντάλλαξαν μια ματιά
γεμάτη περιέργεια.
«Όχι πριν
ξεκαθαρίσουμε…» προσπάθησε πρώτος ο Τότο να την λογικεύσει.
«Αν δεν σεβόμουν το
σπίτι που με φιλοξενεί…» απείλησε με τις φλέβες στο μέτωπο της και τον λαιμό
της να κάνουν την εμφάνιση τους.
«Κλερ…» έκανε και ο
Λούκας μια ύστατη προσπάθεια αλλά η Κλερ δεν είχε πλέον άλλες αντοχές.
«ΕΞΩ» ούρλιαξε τόσο δυνατά
που ήμουν σίγουρος ότι ο λαιμός της θα έκαναν μέρες για να ηρεμίσει.
Ο Λούκας, σεβόμενος
την απόφαση της, προσπάθησε να τραβήξει τον Τότο προς την έξοδο αλλά ο
παλιοπούστης δεν έλεγε να τα παρατήσει. Μα πόσα κιλά μαλάκας έπαιζε να είναι
αυτός ο άνθρωπος;
«Την ακούσατε» μπήκα
μπροστά πριν αρχίσει τις μαλακίες του πάλι και μόλις η ματιά του γύρισε προς το
μέρος του δεν χρειάστηκε να πει κάτι. Τώρα σίγουρα ήμουν νεκρός από τα ίδια του
τα χέρια με την πρώτη ευκαιρία.
Χωρίς να χάνω χρόνο,
πηγαίνοντας προς την εξώπορτα, την άνοιξα και τους κοίταξα με μια αδίστακτη
ματιά.
«Εκείνη μπορεί να
σέβεται τον χώρο μου, αλλά εγώ όχι. Δεν το έχω σε τίποτα να το κάνω μπουρδέλο προκειμένου
να σε δω έξω από το σπίτι μου» του δήλωσα και αυτό τον έκανε να σφιχτεί
παραπάνω.
Ο Λούκας δεν το άφησε
έτσι.
«Και εγώ να είσαι σίγουρος
ότι θα τον βοηθήσω» του επιβεβαίωσε αυτό που είχα ήδη καταλάβει και εγώ. Εκεί ο
Τότο για κάποιον λόγο που μόνο αυτός ήξερε επιτέλους τα παράτησε.
Όταν η πόρτα έκλεισε
πίσω τους γύρισα να αντικρίσω την Κλερ. Εκείνη, κοιτώντας παντού και πουθενά,
προσπαθούσε απεγνωσμένα από κάπου να πιαστεί ώστε να μην τα κάνει όλα λαμπόγυαλο.
«Κλερ» της ζήτησα επιτακτικά
να με κοιτάξει. «Μην το σκέφτεσαι» της έδωσα την άδεια μόλις οι ματιές μας
συναντήθηκαν και κρατώντας την ανάσα της ξεχύθηκε με μιας προς τον διάδρομο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου