«Αχ γλυκέ μου
Φράνσις, μακάρι να ήσουν και εσύ εδώ» μουρμούρισε στα Γαέλικα χαϊδεύοντας απαλά
την τελευταία φωτογραφία που είχε τραβήξει σήμερα το πρωί και την είχε μόλις
κολλήσει δίπλα από την τελευταία της καταγραφή.
«Θα μου το
μεταφράσεις άραγε ποτέ;» άκουσε την φωνή του Μπας να έρχεται από πίσω της και
κλείνοντας βιαστικά το βιβλίο έκανε πιο πίσω και το έβαλε ξανά στην θέση του. Λες
και αν δεν το έκανε θα κατάφερνε εκείνος να το διαβάσει εφόσον ήταν γραμμένο σε
μια γλώσσα που ήταν άγνωστη σε εκείνον.
«Θα ήθελες εγώ να
διαβάσω το δικό σου ημερολόγιο;» του γύρισε κάπως εκνευρισμένα.
«Αν κράταγα
ημερολόγιο δεν θα σου το έκρυβα ποτέ» της απάντησε με άνεση ενώ την πλησίασε
και η Μάριαν σηκώθηκε απότομα. Μαζεύοντας τα κουτάκια από τις μπύρες και την
πίτσα που προσπάθησαν να φάνε πριν ο Μπας ξεκινήσει να επισκέπτεται την
τουαλέτα λόγο του χαλασμένου ντόνατ που είχε φάει το πρωί, προσπάθησε πολύ
σκληρά να τον αποφύγει.
«Νιώθεις καλύτερα;»
ρώτησε χωρίς να τον κοιτά ενώ πηγαινοερχόταν στην κουζίνα για να κρατήσει το
μυαλό της απασχολημένο.
«Προσπαθείς να με
διώξεις ή είναι η ιδέα μου;» την ρώτησε κρυφογελώντας.
«Σου είπα ότι πρέπει
να ξυπνήσω πρωί για να προλάβω να πάω στην λίμνη πριν την ανατολή και θέλω ξαπλώσω
νωρίς» γκρίνιαξε η Μάριαν ενώ άρχισε να πλένει τα ποτήρια και τα πιάτα που
είχαν λερώσει.
«Δεν μπορείς να με
φιλοξενήσεις έστω για μία μέρα;» την παρακάλεσε και η ματιά που του έριξε έκανε
τον Μπας να σηκώσει τα χέρια ψηλά αμυνόμενος.
«Ξέρω, ξέρω…» της
είπε γρήγορα πριν αρχίσει πάλι να αραδιάζει τους ηλίθιους κανόνες της. «…όχι
φιλιά, όχι σεξ και όταν βρεθείς έξω από το σπίτι να φροντίσω να βρίσκομαι από
την σωστή μεριά της πόρτας. Δηλαδή απ’ έξω…» αράδιασε το κατεβατό της και
συνέχισε. «Τώρα μπορώ να μείνω μόνο για σήμερα; Στην τελική τι θα σου
κοστίσει;» παραπονέθηκε.
«Ξεχνάς τι, αλλά
περισσότερο πόσο, μου κόστισε η μοναδική φορά που σου επέτρεψα να κοιμηθείς
εδώ;» του πέταξε στα μούτρα.
«Άουτς αυτό πόνεσε»
της γύρισε εκείνος πικραμένος αλλά δεν τα παράτησε κιόλας.
Πηγαίνοντας κοντά
της, τύλιξε τα χέρια του γύρω από τους ώμους της και βάζοντας το κεφάλι του να
ακουμπήσει πάνω στο δικό της άρχισε να την κουνάει απαλά αριστερά και δεξιά.
«Έλα φανταστική μου
φιλενάδα άσε με να κοιμηθώ εδώ μόνο για σήμερα» την ικέτεψε και πάλι αλλά καθώς
εκείνη δεν απάντησε συνέχισε. «Υπόσχομαι να μην σου τραγουδήσω απόψε» τα χέρια
της Μάριαν πάγωσαν, το ποτήρι που κράταγε της έπεσε από τα χέρια και καθώς το
γυαλί βρήκε τον νεροχύτη έγινε κομμάτια.
«Τι είπες;» σύριξε
και ο Μπας παγώνοντας έκανε λίγο πιο πίσω.
«Τι έπαθες;» την
ρώτησε παραξενευμένος από την οργή της.
«Γιατί το είπες
αυτό;» απαίτησε να μάθει γυρνώντας προς την μεριά του ενώ τον κοίταζε με τόσο
μίσος που ο Μπας πραγματικά δεν ήξερε τι να κάνει.
«Ποιο;» ρώτησε
αμυντικά.
«Αυτό, ότι υπόσχεσαι
να μην μου τραγουδήσεις… Γιατί το είπες αυτό;» συνέχισε εκείνη πιο επιθετικά
και ο Μπας πετάρισε τα μάτια του με έκπληξη.
«Δεν ξέρω» είπε
απολογητικά.
«Που το άκουσες»
επέμενε η Μάριαν υψώνοντας την φωνή της.
«Σε ένα σαχλό
ανέκδοτο του Κόουλ» υπερασπίστηκε τον εαυτό του υψώνοντας και την δική του
φωνή. «Θες να σου το πω;» την ρώτησε και όταν εκείνη του γύρισε ξανά την πλάτη
ο Μπας άφησε την ανάσα του με ανακούφιση.
Ήταν οι καλύτεροι
φίλοι αλλά όταν οργιζόταν πραγματικά ο Μπας ήθελε να αρχίσει να τρέχει πριν
ξεσπάσει από το να κάτσει να την αντιμετωπίσει.
«Εντάξει αδιαφορείς
για το χαζό ανέκδοτο…» συνέχισε πιο απαλά ενώ πλησιάζοντας την ξανά την γύρισε
αργά προς το μέρος του για να τον κοιτάξει στα μάτια. «Αλλά αδιαφορείς και για
τον φίλο σου; Είμαι κομμάτια και η κοιλιά μου με πεθαίνει. Θες να οδηγήσω για
μισή ώρα σε αυτήν την κατάσταση; Δεν φοβάσαι μην πάθω κανένα δυστύχημα ή μην
έχω κανένα ατύχημα που θα μου θα μου πληγώσει την υπερηφάνεια;»
«Αν ήσουν τόσο χάλια
γιατί ήρθες;» τον ρώτησε εκνευρισμένα ακόμα.
«Και να αθετήσω τον
λόγο μου; Το έχω κάνει ποτέ;» την ρώτησε πίσω.
Η Μάριαν αφήνοντας
την ανάσα της να βγει από μέσα της βαριά γύρισε το κεφάλι της στο πλάι για να
αποφύγει την κουταβίσια του ματιά.
«Μόνο για ένα βράδυ…»
επέμενε εκείνος. «Τι φοβάσαι; Άλλωστε στην κατάσταση που είμαι και να με
παρακαλάς δεν νομίζω ότι θα καταφέρω να σου ικανοποιήσω κανένα σου αίτημα»
συνέχισε και μόλις κάρφωσε την ματιά της άγρια στην δική του εκείνος την
κοίταξε απολογητικά.
«Συγνώμη δεν ήθελα να
ακουστεί όπως ακούστηκε απλά εννοώ…»
«Ξέρω τι εννοείς…»
τον έκοψε η Μάριαν και γυρίζοντας του την πλάτη προσπάθησε να συγκεντρωθεί.
«Εντάξει, για ένα βράδυ αλλά θα κοιμηθείς στον καναπέ» ήταν κατηγορηματική.
«Μα δεν με λυπάσαι
καθόλου; Πονεμένο άνθρωπο και θα με βάλεις να κοιμηθώ σε έναν καναπέ που δεν με
χωράει ολόκληρο;» παραπονέθηκε εκείνος και η Μάριαν κοιτώντας ψηλά άρχισε να
κουνάει το κεφάλι της αρνητικά απηυδισμένη.
«Εντάξει, εντάξει,
τώρα μπορείς να κόψεις την μουρμούρα;» ξέσπασε και προσπάθησε να συνεχίσει το συμμάζεμα.
«Μπορώ να ζητήσω άλλη
μια χάρη;» είπε διστακτικά ο Μπας. Η Μάριαν κρατήθηκε από τον νεροχύτη για να
μην γυρίσει να του χιμήξει.
«Τι είναι πάλι;»
σύριξε μέσα από τα δόντια της.
«Μπορώ να κάνω ένα
ντουζάκι για να μην το έχω το πρωί και σε καθυστερήσω;» την ρώτησε και
αφήνοντας την ανάσα που κρατούσε να βγει από μέσα της απότομα άρχισε να κουνάει
το κεφάλι της θετικά.
«Ξέρεις που είναι οι
πετσέτες» του είπε χωρίς να τον κοιτά και εκείνος χωρίς να περιμένει λεπτό
έφυγε για να της δώσει τον χρόνο που χρειαζόταν για να ηρεμίσει.
Την ήξερε καλά, όλα
της τα νεύρα κράταγαν πέντε λεπτά αλλά μέσα σε αυτά τα πέντε λεπτά θα
προτιμούσες να της δώσεις να σπάσει καλύτερα το πιο σπάνιο και πανάκριβο
κειμήλιο από την εποχή του Λουδοβίκου παρά να πέσεις στα χέρια της ή περισσότερο
στο στόμα της.
Η Μάριαν τελειώνοντας
με τα πιάτα, σκούπισε τα χέρια της, πήρε ένα μικρό μπουκάλι νερό από το ψυγείο.
Κλείνοντας το κλιματιστικό, τα φώτα από το σαλόνι και την κουζίνα, πήγε να
ξαπλώσει. Η βραδιά προμηνύονταν μακριά αλλά τουλάχιστον δεν θα ήταν μόνη. Αν
είχε το κουράγιο θα του είχε ζητήσει και η ίδια να μείνει αλλά έπρεπε να
κρατάει τους κανόνες που είχε θέσει η ίδια πρώτα στον εαυτό της και μετά σε
εκείνον αν ήθελε αυτή η φιλία να κρατήσει λίγο περισσότερο.
Καθώς άφησε το
μπουκάλι με τον νερό πάνω στο κομοδίνο της, άνοιξε το κλιματιστικό της και
ξαπλώνοντας στο κρεβάτι πήρε μια ανάσα για να καλμάρει τον εαυτό της. Τα είχε
καταφέρει… τα δέκα χρόνια είχαν περάσει και τώρα πια έμενε η επόμενη μέρα για
να γράψει το τέλος. Το τέλος εκείνου του παράξενου βιβλίου που ακόμα και τώρα
δεν είχε ιδέα ποιος της το είχε δώσει αλλά περισσότερο το γιατί.
«Επιτρέπετε να
ξαπλώσω με το μποξεράκι ή θα μου επιβάλεις να φορέσω κελεμπία;» την ρώτησε
πειραχτικά ο Μπας από την πόρτα του μπάνιου. Κρατώντας την ανάσα της άνοιξε το
ένα της μάτι και τον κοίταξε.
«Θες πραγματικά να με
κάνεις να το μετανιώσω και να σε πετάξω έξω με τις κλωτσιές;» του γύρισε την
ερώτηση. Ο Μπας, γνωρίζοντας ήδη ότι ήταν ικανή να το κάνει, σήκωσε τα χέρια
ψηλά σαν παραδινόταν και έτρεξε να ξαπλώσει δίπλα της.
Η Μάριαν, σηκώνοντας
το σεντόνι μέχρι τους ώμους της του γύρισε την πλάτη και κλείνοντας τα μάτια
προσπάθησε πολύ σκληρά να σκεφτεί ότι δεν ήταν εδώ, ότι δεν τον χρειαζόταν ενώ
στην ουσία σήμερα τον είχε ανάγκη περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή της
ζωής της. Μόλις ο Μπας ξάπλωσε, αυτόματα γύρισε προς το μέρος της, τύλιξε το
χέρι του γύρω από το σώμα της και μόλις ακούμπησε τα χείλια του πάνω στο κεφάλι
της άφησε εκεί ένα τρυφερό φιλί.
«Ξεπερνάς τα όρια»
μούγκρισε η Μάριαν μέσα από τα δόντια της και εκείνος άφησε ένα γελάκι να του
ξεφύγει.
«Ούτε ένα φιλί για
καληνύχτα δεν μπορώ να σου δώσω;» ρώτησε αθώα. Η Μάριαν για απάντηση απλά αναστέναξε.
«Το να αρνείσαι ότι
δεν αισθάνεσαι τίποτα όταν σε αγγίζω είναι σαν να σου λέω ότι εγώ περπατάω στο
φεγγάρι» της γύρισε εκείνος με άνεση και την στιγμή που η Μάριαν προσπάθησε να
του ξεφύγει εκείνος την κράτησε σφιχτά επάνω του για να την ακινητοποιήσει.
«Δεν υπονοώ τίποτα,
ούτε προσπαθώ να σε πείσω για κάτι, αλλά δεν μπορείς να αρνηθείς ότι είναι η
αλήθεια» επέμενε.
«Κόφ’ το εντάξει;»
του είπε απότομα.
«Όχι δεν το κόβω και
αν δεν ήξερα πόσο ανάγκη με έχεις σήμερα θα έφευγα αλλά κάτι σου συμβαίνει. Δεν
θες να μου πεις, δικαίωμα σου, αλλά να με πληγώνεις γιατί απλά δεν μπορείς να
παραδεχτείς ότι με έχεις ανάγκη;» ρώτησε δύσπιστα.
«Δεν σε έχω ανάγκη
και δεν αισθάνομαι τίποτα όταν με αγγίζεις» του πέταξε πεισματικά αλλά δεν τον
έπεισε ούτε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου.
«Και αυτό το κρίνεις
από την μια φορά που…»
«Ήταν η απόλυτη
καταστροφή» συμπλήρωσε για εκείνον.
«Για τον θεό Μάριαν,
ήσουν τόσο λιώμα που δεν θυμάσαι καν τι έγινε πως μπορείς να το αποκαλείς
απόλυτη καταστροφή;» την ρώτησε εκείνος και η Μάριαν έμεινε στην σιωπή
προσπαθώντας με μεγάλο κόπο να μην αφήσει τα μάτια της να δακρύσουν.
Φυσικά και θυμόταν. Θυμόταν τα πάντα… θυμόταν ότι ο Μπας
είχε τελειώσει την εργασία που έκανε για το πανεπιστήμιο και όπου, μετά από
παρότρυνση ή περισσότερο παράκληση της Μάριαν είχε θέμα την βιογραφία του
πρίγκιπα της Φράνσις αλλά φυσικά ποτέ δεν του αποκάλυψε το γιατί. Θυμόταν ότι
στο τηλέφωνο της είχε πει ότι είχε καταφέρει να βρει πολύ σημαντικές και
ζουμερές λεπτομέρειες για την ζωή του και από την αγωνία της είχε αρχίσει να
πίνει από πριν ακόμα εκείνος φτάσει στο σπίτι της. Θυμόταν ότι μέχρι να της
διαβάσει όλη την εργασία του έπινε το ένα ποτήρι μετά το άλλο. Θυμόταν ότι πριν
ακόμα την τελειώσει είχε αφήσει το ποτήρι στην άκρη και άρχισε να πίνει
κατευθείαν από το μπουκάλι μέχρι που ο Μπας δεν άντεξε άλλο. Παίρνοντας της το
από το χέρι είχε πάει στο νεροχύτη και άρχισε να χύνει το υπόλοιπο πριν εκείνη
φτάσει στην λιποθυμία αλλά εκείνη δεν τα παρατούσε.
Ακούγοντας τον Μπας να μιλάει για την γυναίκα του Φράνσις
εκείνη την οχιά την Κένα, τις χιλιάδες άλλες ερωμένες του, τα τέσσερα παιδιά
που είχε κάνει μαζί της, αλλά περισσότερο για τον τόσο απότομο και άδικο θάνατο
του στα τριάντα εννέα του χρόνια από το δηλητήριο που είχε ρίξει η ίδια του η
γυναίκα μέσα στο τσάι του, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε ζήσει ένα ψέμα. Δεν
μπορούσε να πιστέψει ότι όλα αυτά τα χρόνια έκανε τα πάντα για να είναι
υπερήφανος για εκείνη ενώ εκείνος ουσιαστικά δεν κράτησε καμία του υπόσχεση.
Υπολογίζοντας τον καιρό η Μάριαν συνειδητοποίησε ότι το πιο πιθανόν τώρα να
ήταν ήδη παντρεμένος και αυτό δεν το άντεξε η καρδιά της.
Όλα όσα ακολούθησαν ήταν πράγματι για εκείνη μια θολή
εικόνα αλλά θυμόταν πεντακάθαρα ότι όταν άρχισε να φιλά τον Μπας το κενό που
ένοιωθε όλα αυτά τα χρόνια είχε γέμισε με μιας. Θυμόταν πεντακάθαρα ότι όταν,
παρά της αντιρρήσεις του Μπας, τελικά τον έπεισε ότι το ήθελε και ότι δεν θα το
μετάνιωνε η αίσθηση του να βρίσκεται γύρω της, μέσα της, παντού ήταν τόσο
εκπληκτική που σχεδόν την είχε κάνει να ξεχάσει το παρελθόν της. Σχεδόν την είχε
κάνει να ξεχάσει τον σκοπό της. Σχεδόν την είχε κάνει να ξεχάσει μέχρι και ποια
πραγματικά ήταν αλλά περισσότερο τι ήταν προορισμένη να κάνει.
Την άλλη μέρα όμως όταν όλο αυτό ξεθύμανε, δεν κατάφερε
να κρατήσει τον λόγο της. Το είχε πράγματι μετανιώσει. Οι τύψεις που την
κατέκλισαν την έκανε να θέλει να πεθάνει και αν δεν ήταν ο Μπας εκεί ίσως και
να τα είχε καταφέρει. Περισσότερο από όλα δεν ήθελε να χάσει τον Μπας αλλά δεν
μπορούσε να ήταν και μαζί του. Ήταν τόσο πεπεισμένη ότι κάποια στιγμή θα γύριζε
που ακόμα και αυτό το λάθος ή η γνώση ότι ο Φράνσις δεν είχε κρατήσει τον λόγο
του δεν στάθηκαν ικανά να την κάνουν να σταματήσει αυτό που είχε αρχίσει. Δηλαδή
να γυρίσει πίσω όπως έφυγε… απόλυτα δική του και μόνο δική του.
«Δεν έχει σημασία,
δεν θα γίνει ποτέ ξανά» μουρμούρισε ηττημένα και ο Μπας, αφήνοντας έναν
αναστεναγμό της έτριψε το μπράτσο παρηγορητικά.
«Το ξέρω» την
διαβεβαίωσε.
«Τότε γιατί
επιμένεις; Γιατί είσαι ακόμα εδώ;» δεν άντεξε και τον ρώτησε με παράπονο.
«Γιατί πέρα από ότι
ξέρω πόσο ανάγκη με έχεις, προτιμώ να σε έχω δίπλα μου ως μια πολύ καλή μου φίλη
παρά να μην σε έχω καθόλου» της είπε για πρώτη φορά.
Η Μάριαν πάγωσε, η
ανάσα της χάθηκε και η καρδιά της κόντεψε να σπάσει. Τα δάκρυα που κρατούσε όλη
αυτήν την ώρα δεν κατάφερνα αυτήν την φορά να μην ξεχειλίσουν και δεν μπορούσε
να κάνει τίποτα πια για να τα σταματήσει.
«Είναι τόσο άδικο» εξέφρασε
με πόνο και καθώς έχωσε το κεφάλι της μέσα στο μαξιλάρι για να ξεσπάσει ο Μπας
έκανε τα αδύνατα δυνατά για να την παρηγορήσει χωρίς όμως να της πει και τίποτα
άλλο.
Η ώρα περνούσε, ο
Μπας είχε πια αποκοιμηθεί αλλά η Μάριαν με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι πάλευε
με τις ερινύες της.
Από την πρώτη στιγμή που είχε γνωρίσει τον Μπας είχε
κρατήσει απόσταση, είχε βάλει τα όρια της και για τα τρία πρώτα χρόνια είχε
καταφέρει να είναι ανύπαρκτη για εκείνον. Όμως δεν μπορούσε να αποφύγει την
μοίρα της για πάντα αλλά ούτε μπορούσε να ξέρει και να μην κάνει τίποτα. Για
εκείνην ήταν μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Αν έμενε μακριά του η Μάριαν ήξερε
ότι θα έβλεπε τον θάνατο του αν τον πλησίαζε όμως όσα έγραφε το βιβλίο
μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα… τι μπορούσε να κάνει;
Εκείνη την ημέρα είχε τόση παγωνιά που το λιγοστό χιόνι
που είχε μείνει στης άκρες του δρόμου γλιστρούσαν επικίνδυνα. Η Μάριαν πάλευε
να παραμείνει όρθια αλλά κάποιος που βιαζόταν πέρασε με τόση φόρα από δίπλα της
που τελικά την παρέσυρε μαζί του. Το χέρι που την άρπαξε πριν προλάβει να
βρεθεί στο σκληρό και υγρό έδαφος είχε κάνει το λάθος να την πιάσει από τον
καρπό και χωρίς επιλογή και εκείνη έπιασε τον δικό του. Μόλις τα μάτια της
αντίκρισαν το πρόσωπο του Μπας πλημυρισμένο μέσα στο αίμα από μια σφαίρα ανάμεσα
στα μάτια του με εκείνα να παραμένουν τελείως ανατριχιαστικά ορθάνοικτα και
θολά ατενίζοντας το κενό η ανάσα της κόπηκε στην μέση.
«Είσαι καλά;» την είχε ρωτήσει και η Μάριαν θα πρέπει να
έκανε τουλάχιστον ένα λεπτό πριν καταφέρει να του απαντήσει.
Το σοκ από το όραμα, η γνώση ότι έπρεπε να κρατηθεί
μακριά του έκανε το μυαλό της να πονάει από τις απανωτές σκέψεις που έκανε
παλεύοντας με το σωστό και το λάθος.
«Τι κάνεις το απόγευμα;» τον είχε ρωτήσει τελικά αντί να
απαντήσει στην δική του ερώτηση.
«Εεε… θα διαβάσω;» είχε απαντήσει χωρίς να είναι σίγουρος,
τελείως αποπροσανατολισμένος από την αντίδραση της.
«Θες να διαβάσουμε μαζί;» του είχε προτείνει και αυτό
ήταν.
Από εκείνο το απόγευμα και για τα επόμενα απογεύματα
μέχρι η Μάριαν να σιγουρευτεί ότι το δεν διέτρεχε πια κίνδυνο, ο πατέρας του
τον έφερνε κάθε απόγευμα στο σπίτι των θετών της γονιών και ο πατέρας της τον
γύριζε στο δικό του με ασφάλεια ύστερα από δική της απαίτηση χωρίς φυσικά να
αποκαλύπτει σε κανέναν τον λόγο.
Την πρώτη στιγμή που βρέθηκαν μαζί ήταν τόσο άβολα.
Φυσικά, μέσα από το βιβλίο, ήξερε καλά τον χαρακτήρα του Μπας αλλά να τον
γνωρίζει από κοντά ήταν κάτι το διαφορετικό. Το απίστευτο χιούμορ του, ο
απίστευτος τρόπος που είχε να τα κάνει όλα να φαίνονται πανεύκολα, ο κοινωνικός
του χαρακτήρας, κατάφερε τελικά με τον καιρό να κάνει την Μάριαν να χαλαρώσει. Και
στην κυριολεξία είχε χαλαρώσει τόσο που κατάφερε τελικά να την βγάλει από την επώδυνη μοναξιά που είχε
επιλέξει για την ίδια και να την βάλει στον κόσμο… τον δικό του κόσμο. Την
γνώρισε σχεδόν σε όλο το σχολείο, την έβαλε μέσα σε όλα και εκεί που πίστευε
ότι θα κατάφερνε μετά από όλο αυτό να γυρίσει ξανά στην παλιά της ζωή εκεί
κατάλαβε ότι ακόμα και όταν ο κίνδυνος θα έχει περάσει θα της ήταν τρομερά
δύσκολο να τον αποχωριστεί από την ζωή της.
Ο μήνες περνάγανε ο καιρός γλύκανε και η άνοιξη είχε
δημιουργήσει ένα σκηνικό γεμάτο χρώματα. Ήθελε όσο τίποτα να βγει έξω να τα
εξερευνήσει όλα αλλά δεν ξέχναγε ότι είχε μια αποστολή. Έπρεπε να σώσει τον
άτυχο τον Μπας που αν σκεφτόταν μόνο τον εαυτό της θα κατέληγε με μια σφαίρα
στο κεφάλι.
Όταν ένα απόγευμα, καθώς έβγαινε από το φροντιστήριο όπου
έκανε Γαλλικά, τον είδε να την περιμένει απ’ έξω κοκάλωσε από το σοκ.
«Τι κάνεις εδώ;» τον είχε ρωτήσει με την ψυχή στο στόμα
και ο Μπας κοίταξε και καλά γύρω του για να δει σε ποιον μίλαγε.
«Σε μένα μιλάτε δεσποινίς μου;» την ρώτησε και καλά
παραξενευμένος.
«Ναι σε σένα γι’ αυτό σταμάτα να κάνεις τον γελοίο
μπάσταρδο και λέγε τι κάνεις εδώ;» απαίτησε να μάθει.
«Ο πατέρας μου είχε δουλειά και με έφερε ποιο νωρίς στο
σπίτι σου. Η μητέρα σου μου είπε ότι είσαι εδώ και προσφέρθηκα να έρθω να σε
πάρω» καθώς συνέχισε να τον κοιτάει η Μάριαν εκνευρισμένα εκείνος συνέχισε.
«Ω! Μην ανησυχείς υπόσχομαι να σε γυρίσω με ασφάλεια πίσω.
Άλλωστε τι σόι σίου ζίτσου και καράτε ξέρω… χαα» φώναξε και άρχισε να χτυπάει
τα χέρια και τα πόδια στον αέρα σε μια αποτυχημένη προσπάθεια να μιμηθεί τον
Μπρους Λι.
«Εντάξει, εντάξει με έπεισες, τώρα μπορείς να σταματήσεις
να με κάνεις ρεζίλι» του φώναξε η Μάριαν ενώ πιάνοντας τον από το μπράτσο
άρχισε να τον σέρνει μακριά από το φροντιστήριο της πριν αρχίσουν να τους
σχολιάζουν οι συμμαθητές της που είχαν μείνει για να δούνε αυτήν την γελοία
παράσταση του και εκείνος άρχισε να γελά με την νευριασμένη της έκφραση.
«Ξέρεις πρέπει πραγματικά να σταματήσεις να σε απασχολεί
η γνώμη του κόσμου» της είπε με δασκαλίστικο τρόπο και η Μάριαν τον
αγριοκοίταξε.
«Ξέρεις πρέπει πραγματικά να αρχίσεις να συνειδητοποιείς
ότι δεν είσαι μόνος σε αυτόν τον κόσμο» του γύρισε εκείνη.
«Και; Πειράζω κανέναν; Αν θέλω να διασκεδάσω ποιος θα με
εμποδίσει;» την ρώτησε δύσπιστά και μόλις η Μάριαν πήγε να στρίψει στην γωνία,
ξαφνικά ο Μπας την έπιασε από το μανίκι την τράβηξε πίσω και ακουμπώντας την
πλάτη του πάνω στον τοίχο, έβαλε το χέρι του προστατευτικά πάνω στο στερνό της
για να την κρατήσει εκεί ενώ γύριζε το κεφάλι του προς την άλλη μεριά.
«Μπας…» προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί η Μάριαν αλλά εκείνος
δεν την άφησε.
«Σσσς… δεν πρέπει να μας καταλάβει κανείς» της ψιθύρισε
συνωμοτικά και η Μάριαν τον κοίταξε με περιέργεια.
«Τι λες;» τον ρώτησε ξανά αρχίζοντας να καταλαβαίνει ότι
ήταν άλλη μια βλακεία που μόλις του είχε κατέβει στο μυαλό και δεν είχε πέσει
έξω.
«Σσσς… είμαστε σε μυστική αποστολή» της επιβεβαίωσε τις
υποψίες της.
«Σε μυστική αποστολή» επανέλαβε δύσπιστα και εκείνος για
απάντηση έκανε τα χέρια του σαν όπλο και άρχισε να σιγομουρμουρίζει την μουσική
από το έργο ‘Επικίνδυνες αποστολές’ ενώ έβγαινε απότομα από την κρυψώνα του κάνοντας
ότι σημαδεύει αόρατους εχθρούς.
«Α καλά, εσύ το χεις χάσει τελείως» σχολίασε η Μάριαν και
την στιγμή που πήγε να τον προσπεράσει εκείνος έκανε ότι κράταγε το όπλο με το
ένα του χέρι ενώ αρπάζοντας την από τον καρπό με το άλλο την τράβηξε κοντά του
και την ανάγκασε να σκύψουν πίσω από το παρκαρισμένο αμάξι.
«Μπας τελείωνε, δεν έχω όρεξη» γκρίνιαξε η Μάριαν αλλά ο
Μπας τον χαβά του.
Καθώς βεβαιώθηκε με το δικό του το μυαλό ότι όλα ήταν
καλά, σηκώθηκε ξανά και τραβώντας την Μάριαν από το χέρι άρχισε να περνάει τον
δρόμο απέναντι ακλουθώντας την αντίθετη πορεία από αυτή που έπρεπε να πάρουν
για να πάνε στο σπίτι.
«Μπας σταμάτα, που με πας;» προσπάθησε να τον σταματήσει
αλλά εκείνος δεν άκουγε κουβέντα.
«Δεν σου είπα ότι είμαστε σε μυστική αποστολή;»
«Τι σόι αποστολή είναι αυτή;» διαμαρτυρήθηκε εκείνη.
«Ήρθε εντολή από ψηλά… πολύ ψηλά» της έλεγε συνωμοτικά
στο αυτί ενώ κοίταζε και γύρω του σαν να έψαχνε ακόμα εχθρούς. «…και μας
ανέθεσε μια πολύ… πάρα πολύ επικίνδυνη αποστολή» συνέχισε. Η Μάριαν ξεφύσησε
απηυδισμένα.
«Να ρωτήσω ποια είναι η αποστολή ή θα το μετανιώσω;»
ρώτησε παραιτημένα ενώ σταμάτησε να αντιστέκεται.
«Πρέπει να πάμε στο ζαχαροπλαστείο και να πάρουμε την
καλύτερη τούρτα που θα βρούμε για τα γενέθλια του πατέρα σου αλλά ΚΑΙ παγωτό
για μας» είπε θριαμβευτικά και η Μάριαν άνοιξε το στόμα της διάπλατα από την
έκπληξη.
«Βζζζζζζ» βούιζε σαν τρελός ενώ έκανε με το δάχτυλο του
ότι ήταν μύγα. Μόλις το προσγείωσε μέσα στο στόμα της η Μάριαν το έκλεισε
απότομα και του το δάγκωσε τόσο δυνατά που ο Μπας ούρλιαξε.
«Αυτό για να μάθεις» του είπε εκείνη και για απάντηση εκείνος
άρχισε να κάνει το πληγωμένο κουταβάκι.
«Όχι δεν σε λυπάμαι» του είπε τελείως άκαρδα ενώ σταύρωνε
τα χέρια της μπροστά στο στήθος της και εκείνος βγάζοντας την κουταβίσια του
γλώσσα άρχισε να γρυλίζει παραπονιάρικα.
«Γελοίε μπάσταρδε» του χτύπησε στην μούρη. Χωρίς να
αντέχει άλλο άρχισε να γελάει και εκείνος την μιμήθηκε ενώ τυλίγοντας το χέρι
του γύρω από τους ώμους της την έφερε κοντά του και άρχισε να της ανακατώνει τα
μαλλιά.
Μόλις έφτασαν στο τεράστιο ζαχαροπλαστείο διαλέξανε μια
τούρτα για τον πατέρα της και παίρνοντας ο καθένας από ένα χωνάκι παγωτού
άρχισα να γυρίζουν προς τα πίσω. Περνώντας μπροστά από το πάρκο μετά από
επιμονή του Μπας, μπήκανε μέσα και έκατσαν σε ένα παγκάκι για να απολαύσουν το
παγωτό τους. Ήταν πραγματικά πολύ όμορφα, ιδίως επειδή ήταν και εκείνος μαζί
της. Μπορεί να ήταν υπερβολικά γελοίος ώρες, ώρες αλλά δεν μπορούσε να μην
παραδεχτεί ότι της άρεσε αυτό. Την έκανε να νιώθει ξανά παιδί, την έκανε να
νιώθει αυτοπεποίθηση, την έκανε να πιστεύει ακόμα ότι όλα ήταν δυνατά να
συμβούν και αυτό ακριβώς είχε ανάγκη. Είχε ανάγκη να πιστέψει ότι όλα ήταν
δυνατά συμβούν γιατί αλλιώς όλοι τις οι κόποι θα παγαίνανε χαμένοι.
Την στιγμή που γελάγανε με ένα σαχλό αστείο του Μπας ένας
γέρος με τεράστια γυαλιά ηλίου και καπέλο στο κεφάλι που είχε βάλει τα χέρια
του πίσω από την πλάτη του περπαντόντας καμπουριαστός, γύρισε το κεφάλι του
προς το μέρος τους κουνώντας το κεφάλι του με απογοήτευση. Μόλις η Μάριαν τον
είδε το αίμα της πάγωσε και πριν το καταλάβει το παγωτό έπεσε από το χέρι της.
«Εεε τι έπαθες;» την ρώτησε ο Μπας κουνώντας το χέρι του
μπροστά από το πρόσωπο της για να την ξεπαγώσει.
«Πρέπει να φύγουμε» είπε με φωνή που ίσα ακουγόταν τόσο
επιτακτικά που ο Μπας αυτόματα σοβάρεψε.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ενώ κοίταζε γύρω του προσπαθώντας
να καταλάβει τι είχε δει που την είχε τρομάξει τόσο.
«Πρέπει να φύγουμε τώρα» φώναξε και αρπάζοντας την
σακούλα με την τούρτα του πατέρα της, έπιασε το μανίκι του Μπας και άρχισε να
τον τραβάει χωρίς να του δίνει εξηγήσεις.
«Μάριαν σταμάτα, πάμε αντίθετα» προσπάθησε να την
σταματήσει αλλά εκείνη δεν άκουγε κουβέντα.
Γυρίζοντας το κεφάλι προσπάθησε να βρει ξανά τον γέρο και
μόλις είδε ότι εκείνος ακολουθούσε ακόμα την αντίθετη πορεία από αυτήν που
είχαν πάρει εκείνοι, τόσο πιο πολύ άνοιγε το βήμα της. Δεν ήταν σίγουρη ότι
έκανε το σωστό αλλά τι άλλο να έκανε; Αυτός ο γέρος είχε γίνει ο χειρότερος εφιάλτης
της. Κάθε φορά που έπιανε τον καρπό του Μπας επίτηδες για να δει αν είναι ασφαλής
έβλεπε πάντα αυτόν τον γέρο να είναι γερμένος από πάνω του και να κουνάει το
κεφάλι λέγοντας: ‘Είναι πολύ αργά για να κάνουμε κάτι. Είναι νεκρός’.
Την στιγμή που ο Μπας προσπάθησε για άλλη μια φορά να την
σταματήσει ένας πυροβολισμός έκανε και τους δύο ταυτόχρονα να λυγίσουν τα
γόνατα και να αγκαλιαστούν τρομοκρατημένοι.
«Πρέπει να φύγουμε» είπε αυτόματα ο Μπας και μόλις η
Μάριαν τον κοίταξε, πριν προλάβει να σηκωθεί έπιασε τον καρπό του και έκλεισε
τα μάτια.
Βλέποντας τα μάτια του ορθάνοιχτα, λαμπερά και τόσο
ευτυχισμένα ένοιωσε την καρδιά της να χτυπάει ξανά πιο ήρεμα αλλά μόλις άνοιξε
το στόμα του και είπε: ‘Σ’ αγαπώ…’ άφησε το χέρι του απότομα πριν προλάβει να
τελειώσει την φράση του και σηκώθηκε όρθια για να αποφύγει το βλέμμα του.
«Μάριαν είσαι καλά;» την ρώτησε παραξενευμένος.
«Ναι, τώρα είμαι… πάμε να φύγουμε από εδώ» του είπε και
χωρίς να πουν κάτι άλλο γύρισαν στο σπίτι.
Εκείνο το απόγευμα λόγο των γενεθλίων του πατέρα της δεν
μπορούσε να τον αποφύγει αλλά για τις επόμενες μέρες, κάνοντας την άρρωστη δεν
πήγε ούτε στο σχολείο αλλά ούτε και τον άφησε να έρθει στο σπίτι. Ήξερε ότι
ήταν ανόητο, ότι κάποια στιγμή θα αναγκαζόταν να τον ξαναδεί, να του δώσει
εξηγήσεις αλλά τι να του έλεγε; Ξέρεις έχω κληρονομικό χάρισμα και βλέπω το
μέλλον; Ή ότι έχω έρθει στο μέλλον μέσα από ένα μαγεμένο μήλο; Ή ότι δεν μπορώ
να είμαι μαζί σου γιατί είμαι ήδη αρραβωνιασμένη;… ότι και να του έλεγε
ακουγόταν τελείως χαζό άλλωστε βάση του βιβλίου ποτέ δεν του μίλησε για το ποια
πραγματικά ήταν οπότε δεν είχε ιδέα πως θα αντιδράσει αν του έλεγε την αλήθεια
τώρα.
Όταν μέσα στο Σαββατοκύριακο εκείνος ήρθε απροειδοποίητα
η μητέρα του, χωρίς φυσικά να γνωρίζει ότι η Μάριαν προσπαθεί να τον αποφεύγει,
όχι μόνο τον άφησε να μπει στο σπίτι αλλά του επέτρεψε και να ανέβει στην
κάμαρη της. Μόλις χτύπησε απαλά την πόρτα και την άνοιξε το αίμα της Μάριαν
στράγγισε από τις φλέβες της.
«Φράνσιςςς… τι κάνεις εδώ;» ρώτησε και αυτόματα έκλεισε
τα μάτια. Ήταν τόσο απορροφημένη στις σκέψεις της αλλά περισσότερο σε εκείνον,
τον πρίγκιπα της, που χωρίς να το καταλάβει είχε πει το δικό του όνομα αντί για
το όνομα του φίλου της.
«Φράνσις;» τον άκουσε να αναρωτιέται μπερδεμένος φωναχτά.
«Μπας…» μούγκρισε μέσα από τα δόντια της. «Εννοώ Μπας, τι
θες εδώ;» συνέχισε πιο ήρεμα ενώ άνοιγε ξανά τα μάτια της για να τον κοιτάξει.
«Ανησύχησα για σένα ήρθα να δω πως είσαι. Τόσο κακό είναι
αυτό;» ρώτησε πληγωμένα και καθώς η Μάριαν σοκαρισμένη ακόμα δεν είχε ιδέα τι
να πει εκείνος συνέχισε. «Σου έφερα και τα μαθήματα που έχασες» είπε ενώ
έδειχνε τον πάκο με τα χαρτιά που κρατούσε.
Η Μάριαν με την καρδιά της να αιμορραγεί ακόμα, από τις
τύψεις που την είχαν κατακλίσει και για τον αγαπημένο της αλλά και για τον φίλο
της τον Μπας, έφερε τα γόνατα κοντά στο στήθος της και τύλιξε τα χέρια της γύρω
από τα πόδια της. Είχε έρθει η ώρα να
τον αποχαιρετήσει αλλά δεν ήξερε πώς να το κάνει αυτό και έτσι αποκαρδιωμένη
έβαλε το κεφάλι της να ακουμπήσει πάνω στα γόνατα της ενώ χωρίς να τον κοιτά
έμεινε στην σιωπή.
«Μάριαν τι συμβαίνει;» την ρώτησε με αγωνία ενώ καθώς
έκλεισε την πόρτα πίσω του ενώ αφήνοντας τα χαρτιά που κράταγε στο γραφείο της πήγε
και έκατσε στο κρεβάτι αντικριστά της.
«Πραγματικά έχεις αρχίσει να με ανησυχείς» συνέχισε ενώ
τελείως δειλά της έπιασε το χέρι αλλά μόλις η Μάριαν προσπάθησε να το αποφύγει
έκανε ξανά πιο πίσω.
«Απλά δεν μπορώ Μπας… δεν μπορώ» είπε με τόσο παράπονο
μέσα από τα δάκρυα της που ο Μπας είχε μείνει άναυδος να την κοιτά.
«Τι δεν μπορείς; Δεν καταλαβαίνω» της είπε τελείως
μπερδεμένος.
«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό…» επανέλαβε συντετριμμένη.
«Μάριαν σε ικετεύω πες μου τι συμβαίνει» όταν εκείνη
παρέμεινε και πάλι στην σιωπή εκείνος επέμενε. «Έκανα κάτι εγώ;»
«Όχι αυτό είναι το πρόβλημα» ξέσπασε εκείνη.
«Δεν καταλαβαίνω τίποτα» της είπε τελείως μπερδεμένος
πια.
«Δεν θέλω να σε χάσω αλλά δεν μπορούμε να είμαστε πια
μαζί» εξέφρασε τελικά αυτό που την έπνιγε. Ο Μπας παίρνοντας θάρρος από αυτό
ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα μπράτσα της και προσπάθησε περισσότερο να την
κάνει να του ανοιχτεί.
«Θες να μου πεις τι συμβαίνει; Το ξέρεις ότι μπορείς να
μου έχεις εμπιστοσύνη» της είπε μαλακά. Η Μάριαν παίρνοντας μια ανάσα έκλεισε
τα μάτια και προσπάθησε να πάρει λίγο κουράγιο.
«Γιατί δεν μπορούμε να είμαστε μαζί;» την πίεσε
περισσότερο.
«Γιατί είμαι αρραβωνιασμένη» ξεφούρνισε εκείνη και ο Μπας
έμεινε σοκαρισμένος να την κοιτά. «Ξέρω πως ακούγετε αυτό αλλά είναι η αλήθεια»
επέμενε η Μάριαν.
«Με αυτόν τον Φράνσις που είπες;» ρώτησε κάπως διστακτικά
αλλά χωρίς ακόμα να το πιστεύει.
«Οι πραγματικοί μου γονείς, ο πατέρας μου πιο
συγκεκριμένα, με πούλησε στον παππού του Φράνσις και η ζωή μας είναι δεμένη
μέχρι τον θάνατο» του επιβεβαίωσε.
«Και αυτός ο Φράνσις που είναι; Γιατί δεν είσαι μαζί
του;» συνέχισε τις εύλογες απορίες του.
«Γιατί το έσκασα από το σπίτι του και τώρα δεν μπορώ να
γυρίσω πίσω» του είπε με τόσο πόνο στην φωνή της που αντανακλαστικά ο Μπας
άρχισε να της τρίβει τα μπράτσα της παρηγορητικά.
«Δεν ήταν όπως το περίμενες;» αναρωτήθηκε. «Σου φέρθηκε
άσχημα;» συνέχισε πιο σκληρά εκφράζοντας μίσος γι’ αυτόν τον άγνωστο που έκανε
τώρα την φίλη του να κλαίει.
«Όχι δεν έφταιγε εκείνος, δεν έφυγα εξαιτίας του, η
μητέρα του τα έκανε όλα, εκείνη ήταν η σκύλα που μας χώρισε, ο Φράνσις… Ο
Φράνσις μπορεί στην αρχή να ήταν λίγο απότομος και σκληρός αλλά μετά τον
γνώρισα, γνώρισα ποιος πραγματικά ήταν και τον αγάπησα… τον αγάπησα με όλη μου
την καρδιά» παραδέχτηκε την αλήθεια και καθώς ακούμπησε το μέτωπο της πάνω στα
γόνατα της, άφησε τον εαυτό της ξανά να ξεσπάσει χωρίς να μπορέσει να το
συγκρατήσει άλλο.
«Σε παρακαλώ μην κλαις» την ικέτεψε ο Μπας με την φωνή
του να σπάει. «Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι» συνέχισε και χωρίς να το σκεφτεί
πήγε δίπλα της και την προέτρεψε να ακουμπήσει το κεφάλι της στο στήθος του
καθώς εκείνος τύλιγε τα χέρια του γύρω από το κορμί της.
«Μου λείπει Μπας, μου λείπει τόσο πολύ» μουρμούρισε και ο
Μπας την έσφιξε με περισσότερη δύναμη επάνω του.
«Και γιατί δεν τον παίρνεις τηλέφωνο ή δεν του στέλνεις
ένα e-mail;» την ρώτησε και το κλάμα της Μάριαν έγινε πιο δυνατό.
«Γιατί δεν μπορώ να κάνω τίποτα από όλα αυτά… δεν μπορώ
να είμαι καν εδώ μαζί σου αλλά δεν ξέρω τι να κάνω πια» παραδέχτηκε και ο Μπας
αναστέναξε.
«Φοβάσαι ότι θα παρεξηγήσει ο Φράνσις την φιλία μας;» την
ρώτησε με περιέργεια και η Μάριαν έμεινε στην σιωπή χωρίς να ξέρει τι άλλο να
πει. Πως θα μπορούσε να του εξηγήσει την αλήθεια και να μην την πάρει για
τρελή.
«Δεν θέλω να τον προδώσω Μπας, είναι τα πάντα για μένα,
ότι μου απέμεινε από την προηγούμενη μου ζωή και θέλω να κρατήσω όλες μου τις
υποσχέσεις, θέλω να τον κάνω υπερήφανο για μένα» του εξήγησε.
«Και η φιλία μας μπαίνει εμπόδιο» διαπίστωσε.
«Συγνώμη, συγνώμη, συγνώμη…» έλεγε επανωτά και ο Μπας για
να την ηρεμίσει άρχισε να της χαϊδεύει απαλά την πλάτη και τα μαλλιά χωρίς να
ξέρει και ο ίδιος τι να πει.
Μετά από αυτό την είχε αφήσει μόνη… είχε κρατήσει την
υπόσχεση του και δεν την ενόχλησε ξανά είχε κρατήσει την υπόσχεση του και στο
μάθημα δεν της είπε κουβέντα αλλά μόλις το κουδούνι χτύπησε για διάλλειμα πριν
η Μάριαν σηκωθεί εκείνος πήγε δίπλα της και μουρμούρισε περισσότερο στον εαυτό του
παρά σε εκείνην.
«Λες να μας κάνουν την έκπληξη και να έχουν χάρμπουκερ στο
μενού σήμερα;» καθώς η Μάριαν γύρισε να τον κοιτάξει με απορία εκείνος την
έπιασε αγκαζέ και άρχισε να την σέρνει μαζί του προς την τραπεζαρία συνεχίζοντας
να σιγομουρμουρίζει. «Εύχομαι σήμερα να έχει χάρμπουκερ στο μενού».
Το περίεργο δεν ήταν ότι
είχε πράγματι χάρμπουκερ εκείνη την ημέρα στο μενού – κάτι που δεν είχε συμβεί
ποτέ άλλοτε - αλλά ότι η Μάριαν ακόμα και με το μυαλό της να ουρλιάζει ότι το
σωστό είναι να μείνει μακριά του δεν κατάφερε ποτέ ξανά να τον αποχωριστεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου