Ετικέτες

Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

The Destiny "3b. Γράφοντας τον επίλογο"





«Έχασα τίποτα;» ρώτησε με αγωνία ο Φράνσις την βοηθώ του παππού του καθώς έτρεξε να πάει προς το κοιμισμένο σώμα της αγαπημένης του ώστε να διαβάσει τι έκανε τώρα μέσα από το βιβλίο που κρατούσε στα χέρια της που ήταν ακουμπισμένο πάνω στο στήθος της.

«Όχι… είναι ακόμα στην λίμνη και γράφει τον δικό της επίλογο» του απάντησε εκείνη με μια περίεργη ευθυμία στην φωνή της. Καθώς την κοίταξε παραξενευμένος εκείνη συμπλήρωσε. «Σταμάτα να ανησυχείς τόσο, τι μπορεί να πάει στραβά;»

«Ρωτάς τι μπορεί να πάει στραβά; Εδώ κατάφερε να αλλάξει ολόκληρη μοίρα που ήταν ήδη προδιαγεγραμμένη - κάτι που δεν έχει καταφέρει κανείς μέχρι τώρα – πως διάολο να μείνω ήσυχος ότι τώρα που θα έχει την ελεύθερη βούληση θα κάνει αυτό που περιμένουμε ότι θα κάνει;» την ρώτησε τελείως απελπισμένος.

«Θα προτιμούσες να είχε ακολουθήσει το βιβλίο κατά γράμμα και να ήταν τώρα τρελή και παλαβή με τον Μπας;» τον ρώτησε δύσπιστα και καθώς εκείνος κάρφωσε την ματιά του δολοφονικά μέσα στην δική της εκείνη του χαμογέλασε. «Ακριβώς… γι’ αυτό σταμάτα να κάνεις σαν παράφρονας και έχε λίγη πίστη σε εκείνη. Είμαι σίγουρη ότι θα μας αφήσει αποσβολωμένους για άλλη μια φορά»…

~*~*~*~*~*~*~

…Κάπως έτσι πέρασαν, αγαπημένε μου, τα δέκα χρόνια… Δέκα ατελείωτα χρόνια μακριά σου.

~ Τέλος ~

Αχ Φράνσις! Πόσο διαφορετικά θα ήταν όλα αν ήσουν και εσύ εδώ… μουρμούρισε και καθώς ένα δάκρυ κύλισε από την μύτη της και έπεσε πάνω στην λέξη ‘Τέλος’, το μελάνι απλώθηκε και η λέξη έγινε μια μπλε μουτζούρα.

 «Πρέπει να παραδεχτείς ότι ήταν δέκα υπέροχα χρόνια» άκουσε την φωνή του μπάσταρδου, εκείνου του πνεύματος που είχε συναντήσει την πρώτη μέρα που πήγε σε εκείνο το καταραμένο κάστρο στα αυτιά της και η Μάριαν παίρνοντας μια βαθιά ανάσα άνοιξε τα μάτια της ξανά.

«Σε περίμενα» του είπε και η παγωμένη αύρα του άγγιξε απαλά τον ώμο της.

«Είχα την ελπίδα ότι θα το κάνεις» της απάντησε εκείνος.

«Και τώρα τι; Μου δίνεις άλλο ένα μήλο και εγώ γυρνάω πίσω σαν να μην έχει συμβεί τίποτα;» τον ειρωνεύτηκε και ο μπάσταρδος έμεινε έκπληκτος από τα λόγια της.

«Νόμιζα ότι τα τελευταία δέκα χρόνια ζούσες ακριβώς γι’ αυτήν την στιγμή» είπε σχεδόν αποπροσανατολισμένος.

«Τα τελευταία δέκα χρόνια ζούσα γι’ αυτήν την στιγμή γιατί η ηλίθια δεν ήξερα, τώρα όμως που ξέρω…»

«Δεν θες να γυρίσεις πίσω» διαπίστωσε.

«Δεν ξέρω πια αν αξίζει τον κόπο να το κάνω. Δεν ξέρω πια αν άξιζε τίποτα από όλα αυτά» του επιβεβαίωσε.

«Η απόφαση είναι δική σου» της είπε χωρίς να χρωματίζει την φωνή του με κάποιο συναίσθημα και καθώς είδε ένα μήλο να κατρακύλα προς τα πόδια της η περίεργη ψυχρότητα που έκπεμπε η αύρα του μπάσταρδου εξαφανίστηκε.

~*~*~*~

Η Μάριαν με το μήλο στο χέρι, έμεινε να κοιτάζει το σπίτι των θετών της γονιών χωρίς να παίρνει την απόφαση να πάει να τους βρει. Από την προηγούμενη μέρα είχαν συνεννοηθεί μετά την λίμνη να πάει για φάνε πρωινό μαζί. Ήξερε ότι αυτό θα συνέβαινε και ήθελε να τους αποχαιρετήσει, αλλά τώρα που πράγματι συνέβαινε το μόνο που ήθελε ήταν να βρεθεί ξανά κοντά τους, να νιώσει την ζεστή αγκαλιά τους, να ακούσει τα παρηγορητικά τους λόγια. Είχαν καταλάβει από καιρό ότι κάτι την προβλημάτιζε αλλά εκείνη δεν παραδεχόταν την αλήθεια. Την τρομοκρατούσε η ιδέα ότι θα τους έχανε για πάντα αλλά ταυτόχρονα και η ιδέα ότι είχε την ευκαιρία να τον δει και να μην το κάνει… Είχε να διαλέξει ανάμεσα σε έναν κόσμο που μίσησε με όλη της την καρδιά εξαιτίας εκείνης της γυναίκας που ήταν η μητέρα του αλλά που ζούσε και εκείνος. Και σε έναν κόσμο που αγάπησε με όλη την καρδιά της εξαιτίας των γονιών της και τον κολλητό της φίλο… ότι και να αποφάσιζε να κάνει ο πόνος που θα βίωνε θα ήταν εξίσου το ίδιο.

Καθώς άκουσε ένα χτύπημα στο τσάμι του σκαραβαίου της η Μάριαν αναπήδησε και έκλεισε τα μάτια για να μπορέσει να ηρεμίσει πριν γυρίσει να κοιτάξει ποιος ήταν.

«Θα κάτσεις εδώ και θα φας για πρωινό ένα μήλο ή θα έρθεις μέσα και θα αφήσεις την μητέρα σου να σε ταΐσει λες και έχεις να φας από όταν ήσουν δέκα χρονών;» την ρώτησε ο πατέρας της πειράχτηκα μόλις κατέβασε το παράθυρο της και χαμογελώντας του κούνησε το κεφάλι θετικά.

«Έρχομαι» τον διαβεβαίωσε και πετώντας το μήλο της μέσα στην πιο μικρή της τσάντα, έπιασε τα λουριά και από τις δύο τσάντες της και ανοίγοντας την πόρτα βγήκε έξω.

«Ευτυχώς γιατί θέλω και βοήθεια» της είπε ο πατέρας της την στιγμή που κλείδωνε το αμάξι της.

«Τι βοήθεια;» ρώτησε παραξενευμένη.

«Ξέρεις τι με έβαλε να πάω να ψωνίσω πρωινιάτικα; Ελπίζω να είσαι νηστική αρκετέ μέρες» της επιβεβαίωσε τις υποψίες της και για απάντησε άρχισε να γελά και να τον χτυπάει στην πλάτη παρηγορητικά.

«Θα σου κρατήσω τα αγαπημένα σου για να τα φας της επόμενες μέρες» του είπε συνωμοτικά και μόλις έφτασαν μπροστά από το αμάξι του το άνοιξαν για να πιάσουν τις σακούλες.

«Πως πάει το γράψιμο;» ρώτησε ο πατέρας της κοιτώντας με νόημα την μεγαλύτερη τσάντα που κρεμόταν από τον ώμο της και ήξερε καλά ότι μέσα περιείχε το βιβλίο που είχε απαιτήσει η Μάριαν να πάρει για να γράψει την ιστορία της.

«Τελείωσε» είπε την αλήθεια και ο πατέρας της αν και ταράχτηκε δεν σταμάτησε να προχωράει προς την εξώπορτα.

«Αν θα το έγραφες από την αρχή θα άλλαζες τίποτα;» την ρώτησε με ενδιαφέρον και η Μάριαν κούνησε το κεφάλι της αρνητικά με σιγουριά. «Ούτε καν το κεφάλαιο πατέρας;» την πείραξε ενώ την σκούνταγε με τον ώμο του και εκείνη γέλασε.

«Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση» του είπε εννοώντας το. Πριν προλάβει να πει κάτι άλλο η μητέρα της άνοιξε την πόρτα και όρμισε έξω σαν σίφουνας.

«Σου το είπα ότι έπρεπε να ξεκινήσεις πιο νωρίς… Να τώρα, ήρθε το παιδί και δεν έχω προλάβει να ετοιμάσω τίποτα» του γκρίνιαξε αμέσως ενώ κατέβαινε τα σκαλιά για να πάρει μερικές σακούλες από τα χέρια τους.

«Μήπως το κεφάλαιο μητέρα;» την ρώτησε συνωμοτικά και γελώντας η Μάριαν άφησε τις σακούλες που κρατούσε ώστε να ανοίξει τα χέρια της για να την πάρει στην αγκαλιά της.

«Ούτε καν» του απάντησε ενώ τύλιγε τα χέρια της γύρω από την μητέρα της και την φίλαγε στο μάγουλο ανακουφισμένη.

«Ούτε καν τι;» ρώτησε η μητέρα της παραξενευμένη.

«Μιας που μιλάμε για αλλαγές… εφόσον το πρωινό δεν είναι έτοιμο, τι λέτε να κάνουμε κάτι για να το αλλάξουμε αυτό;» απάντησε η Μάριαν και πιάνοντας ξανά τις σακούλες στα χέρια άρχισε να προχωράει προς τα μέσα.

Όταν τελείωσαν το τεράστιο πρωινό τους που έκανε άνετα για μεσημεριανό, ο πατέρας της παίρνοντας την εφημερίδα του βγήκε στον κήπο για να τις αφήσει για λίγο μόνες. Όσο τρώγανε η Μάριαν δεν είχε πει τίποτα ούτε για τον επίλογο του βιβλίου της αλλά ούτε και το νέο της απόκτημα. Το μήλο των τριών ευχών. Ο πατέρας της αν και είχε καταλάβει ήδη τον λόγο της επίσκεψης της ωστόσο δεν είπε τίποτα, όχι τουλάχιστον μπροστά στην μητέρα της που ήταν τελείως μέσα στην άγνοια.

«Πως και δεν ήρθε μαζί σου η ουρά σου σήμερα;» την ρώτησε η μητέρα της ενώ μάζευε τα πιάτα και η Μάριαν πιάνοντας ένα μήλο από την φρουτιέρα άρχισε να παίζει μαζί του μέσα στις παλάμες της.

«Η ουρά μου λογικά θα κοιμάται εξουθενωμένος στο κρεβάτι μου ακόμα» δήλωσε και η μητέρα της γύρισε προς την μεριά της ξαφνιασμένη.

«Στο κρεβάτι σου! Εξουθενωμένος!» επανέλαβε ψαρεύοντας για λεπτομέρειες.

«Έφαγε ένα χαλασμένο ντόνατ το χαζό και εχθές έγινε μόνιμος κάτοικος της τουαλέτας μου. Δεν μπορούσα να τον αφήσω να οδηγήσει έτσι» εξήγησε αλλά δεν την έπεισε και πολύ.

«Και κοιμάται ακόμα επειδή είναι εξουθενωμένος από τις επανωτές του επισκέψεις στην τουαλέτα» επέμενε δύσπιστα.

«Εντάξει και επειδή μιλάγαμε μέχρι το πρωί» παραδέχτηκε η Μάριαν. «Αλλά μόνο γι’ αυτό» της ξεκαθάρισε και η μητέρα της τα παράτησε.

«Δεν θα το καταλάβω ποτέ αυτό το παιδί» μουρμούρισε κουνώντας το κεφάλι της απηυδισμένα.

«Να ήσουν η μόνη» ανταπέδωσε η Μάριαν και αναστέναξε.

«Δηλαδή γι’ αυτό είσαι τόσο κομμένη; Γιατί είσαι άυπνη;» συνέχισε τις ερωτήσεις της η μητέρα της και η Μάριαν κατένευσε αποφεύγοντας το βλέμμα της.

«Πάνω σε αυτό… θα σε πείραζε να μείνω σήμερα εδώ;» την ρώτησε με ελπίδα και η μητέρα της την κοίταξε σοκαρισμένα.

«Φυσικά και δεν με πειράζει, τι ερώτηση είναι αυτή;» αναφώνησε χωρίς να μπορεί να πιστέψει ότι πράγματι την ρωτούσε κάτι τέτοιο. «Το ξέρεις ότι αυτό το σπίτι είναι και δικό σου» τόνισε και η Μάριαν της χαμογέλασε θλιμμένα.

«Το ξέρω μαμά» την διαβεβαίωσε και αφήνοντας την για να τελειώσει με τις δουλειές της πήγε να κάνει λίγη παρέα στον πατέρα της στον κήπο.

Όταν κατάφερε να ξυπνήσει αργά το απόγευμα, η Μάριαν έβγαλε από την δερμάτινη τσάντα της το βιβλίο της. Κολλώντας τις τελευταίες φωτογραφίες που είχε φροντίσει να εκτυπώσει στον εκτυπωτή του πατέρα της πριν πάει να ξαπλώσει, το στόλισε πάνω στο γραφείο της μαζί με την πένα της και την φωτογραφική της μηχανή όπως έκανε όταν ήταν μικρή και αφού έστρωσε πρώτα το κρεβάτι της πήγε να τους βρει.

Ο πατέρας της που την είχε αποχαιρετήσει πριν πάει για ύπνο διακριτικά σαν να φοβόταν ότι θα ήταν η τελευταία φορά που την έβλεπε, είχε πάει να βρει κάποιους φίλους του. Η μητέρα της που δεν ήταν και τόσο ευχαριστημένη από εκείνον γι’ αυτό που είχε κάνει – δηλαδή να φύγει ενώ ήταν η κόρη τους σπίτι - έμεινε για να την περίμενε υπομονετικά να κατέβει ώστε να της κάνει παρέα στον κήπο. Η Μάριαν έχοντας την τσάντα της στον ένα της ώμο, έβαλε μια κούπα καφέ και κρατώντας την στο χέρι πήγε να την βρει.

«Δεν κοιμήθηκες καθόλου;» την ρώτησε ενώ έκατσε δίπλα της στην μεγάλη κούνια και εκείνη της χτύπησε το πόδι απαλά.

«Δεν είμαι υπναρού σαν και εσένα» της είπε κλείνοντας το μάτι.

«Ε! δεν είναι δίκαιο, δεν έχω κοιμηθεί όλο το βράδυ» παραπονέθηκε και αφήνοντας την κούπα της πάνω στο τραπεζάκι δίπλα της, έβαλε την τσάντα της πάνω στην αγκαλιά της για να βγάλει τα τσιγάρα της και το κινητό.

«Επειδή μίλαγες με την ουρά σου όλη νύχτα» της κάρφωσε η μητέρα της και η Μάριαν κούνησε το κεφάλι της απηυδισμένη.

«Δεν θα τα παρατήσεις ποτέ» μουρμούρισε περισσότερο στον εαυτό της παρά στην μητέρα της.

«Μα έχω άδικο παιδί μου; Είκοσι χρονών είσαι πια, τι περιμένεις για να φτιάξεις την ζωή σου; Αμ και ο άλλος! Άλλο χαϊβάνι και αυτό» σχολίασε και η Μάριαν αφήνοντας την τσάντα της στο πάτωμα άρχισε να γελά ενώ προσπαθούσε να ανάψει ένα τσιγάρο.

«Ε μα άδικο έχω; Έχεις μια κοπελάρα δίπλα σου σαν τα κρύα τα νερά και αντί να την ταρακουνήσεις εσύ κάθεσαι και της το παίζει φίλος;» συνέχισε ακάθεκτη και η Μάριαν μόνο που δεν πνίγηκε με τον καπνό που είχε μέσα στο στόμα της.

«Αχ βρε μαμά» είπε με παράπονο και καθώς άνοιξε το κινητό της κοίταξε για χαμένες κλείσεις. «Η ουρά μου» της είπε δείχνοντας της τις τριάντα κλείσεις που είχε μέχρι τώρα από εκείνον.

«Δεν θα τον πάρεις τηλέφωνο;» ρώτησε παραξενευμένη όταν την είδε να το απενεργοποιεί τελείως και πάλι.

«Όχι δεν μπορώ να του μιλήσω σήμερα» είπε ανοιχτά ενώ γέρνοντας προς τα πίσω άφησε την ματιά της να περιπλανηθεί στα δέντρα του κήπου.

«Κατάλαβα μαλώσατε πάλι» είπε η μητέρα της και η Μάριαν παίρνοντας μια ρουφηξιά από το τσιγάρο της κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

«Όχι το αντίθετο. Είμαστε καλύτερα από ποτέ».

«Τότε που είναι το πρόβλημα;» ρώτησε παραξενευμένη.

«Το πρόβλημα είναι μητέρα ότι…» δεν ήξερε πώς να το κάνει αυτό.

«Ότι…» πίεσε αγχωμένα.

«Ότι δεν ξέρω αν αύριο θα βρίσκομαι εδώ» είπε τελικά και γύρισε να την κοιτάξει.

«Δηλαδή αυτό ήταν; Ήρθε η μέρα;» σπάραξε ενώ έπιανε την καρδιά της καθώς προσπαθούσε πολύ σκληρά να καταπνίξει μάταια τα δάκρυα της.

«Σε παρακαλώ μητέρα μην το κάνεις αυτό… το ήξερες ότι κάποια μέρα θα γινότανε» την παρακάλεσε η Μάριαν ενώ παρατώντας το τσιγάρο της πάνω στο τασάκι την έκλεινε στην αγκαλιά της.

«Το ξέρω, το ξέρω… συγνώμη κόρη μου, συγνώμη δεν έπρεπε να αντιδράσω έτσι» είπε απολογητικά ενώ μάζευε σπασμωδικά τα δάκρυα της. «Απλά μου ήρθε τόσο απότομα».

«Και εγώ δεν μπορώ να το πιστέψω ακόμα» παραδέχτηκε η Μάριαν αφήνοντας την ανάσα της να βγει από μέσα της πνιγμένα.

«Δεν καταλαβαίνω, αν βρήκες τον τρόπο να γυρίσεις πίσω γιατί είσαι ακόμα εδώ;» την ρώτησε παραξενευμένη ενώ απομακρυνότανε λίγο από την αγκαλιά της για να την κοιτάξει στα μάτια μόλις άρχισε να συνειδητοποιεί τι γινόταν.

«Γιατί δεν ξέρω πια αν θέλω να γυρίσω» παραδέχτηκε την αλήθεια και η μητέρα της ζαρώνοντας τα μάτια της την κοίταξε με το πιο ξαφνιασμένο της ύφος.

«Εξαιτίας του Μπας;» προσπάθησε να καταλάβει.

«Εξαιτίας της κωλόγριας» έφτυσε τις λέξεις με μίσος. «Το ξέρεις ότι δεν υπήρχε ποτέ θέμα επιλογής μεταξύ του Μπας και του Φράνσις… αλλά μεταξύ αυτής της ζωής και της άλλης…»

«Μα δεν μπορείς να αφήσεις να σου καταστρέψει την ευτυχία σου, την ίδια σου την ζωή μια… μια…» ούτε να την χαρακτηρίσει δεν μπορούσε από το μίσος που έτρεφε για εκείνην.

«Δεν ξέρω μαμά, είναι τόσο αδίστακτη. Τότε και την έτρεμα, τώρα που την έχω ξεμάθει κιόλας…» κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

«Και ο Φράνσις; Εκείνον δεν τον σκέφτεσαι;» την ρώτησε με παράπονο.

«Ο Φράνσις μπορεί να είναι ήδη παντρεμένος μαμά» της είπε και η μητέρα της την κοίταξε σοκαρισμένη.

«Μπορεί; Δεν είσαι σίγουρη;» την ρώτησε δύσπιστα.

«Όχι δεν ρώτησα το πνεύμα…» της επιβεβαίωσε. «Άλλωστε από την στιγμή που θέλει τόσο πολύ να γυρίσω πίσω ποιος μου εγγυάται ότι θα μου έλεγε την αλήθεια. Δεν ήθελα να ακούσω τίποτα από εκείνον, δεν ήθελα να τον αφήσω να μου επηρεάσει και αυτή μου την απόφαση» της εξήγησε και η μητέρα της έμεινε για λίγο να το σκέφτεται.

«Δεν θέλω να σε επηρεάσω αλλά η γνώμη μου είναι να πας παιδί μου…» καθώς η Μάριαν την κοίταξε σοκαρισμένη εκείνη έσπευσε να της εξηγήσει την λογική της. «Το πνεύμα σου έδωσε ένα από εκείνα τα μήλα; Τα μίλα των ευχών;» διευκρίνισε και καθώς η Μάριαν κατένευσε συνέχισε. «Τότε τι έχεις να χάσεις. Έχεις τρις ευχές. Χρησιμοποίησε την μια για να ικανοποιήσεις την περιέργεια σου και αν πιστεύεις ακόμα ότι η ευτυχία σου είναι εδώ γύρισε πάλι σε μας» κατέληξε και η Μάριαν αποφεύγοντας την ματιά της το σκέφτηκε για λίγο.

«Σε ξέρω καλά κορίτσι μου, αν δεν πας θα σε φάνε οι τύψεις και δεν πρόκειται ποτέ να ησυχάσεις αν δεν το κάνεις» της είπε παρηγορητικά. Είχε δίκιο και η Μάριαν το ήξερε καλά αυτό. Δεν μπορούσε να διαφωνήσει μαζί της όμως τι θα γινόταν αν έχανε πάλι το μήλο και δεν μπορούσε να γυρίσει αν το ήθελε;

«Σκέψου το λίγο» την παρότρυνε και καθώς της χτύπησε απαλά το πόδι σηκώθηκε για να την αφήσει λίγο μόνη να το σκεφτεί.

Η Μάριαν, αναποφάσιστη ακόμα άναψε ένα τσιγάρο και πιάνοντας το κινητό της, το άνοιξε και άρχισε να πληκτρολογεί ένα μήνυμα στον Μπας.

‘Είμαι ακόμα εδώ και ακόμα αναποφάσιστη αλλά μην με πάρεις τηλέφωνο. Τι να κάνω;’

Τον ρώτησε και περίμενε την απάντηση του η οποία δεν άργησε να έρθει.

‘Θα είμαι πολύ εγωιστής αν σου πω να μείνεις; Μου λείπεις ήδη!!!!!!’

‘Ναι θα είσαι αλλά σε συγχωρώ’

‘Δηλαδή θα μείνεις;’

Ρώτησε όλο ελπίδα βάζοντας πολλά σμαιλ χαράς στο μήνυμα του.

‘Θα το μάθεις αν σε πάρω τηλέφωνο για να μου φέρεις τα κλειδιά’

Ήρθε η σκληρή της απάντηση και αυτόματα εκείνος της έγραψε.

‘Άκαρδη’

‘Γελοίε μπάσταρδε. Και εμένα μου λείπεις’

Έγραψε το τελευταίο της μήνυμα και πριν προλάβει να της απαντήσει ξανά απενεργοποίησε το κινητό της τελείως.

Τέλεια… μουρμούρισε μέσα της… Κανείς άλλως για βοήθεια;

«Μου φέρανε εχθές ένα καινούργιο τσάι για να δοκιμάσω να σου φτιάξω και εσένα ένα;» την ρώτησε η μητέρα της βγαίνοντας ξανά στην βεράντα με ένα ποτήρι γεμάτο παγάκια και παγωμένο τσάι.

«Σιχαίνομαι το τσάι» της είπε με αηδία και δοκιμάζοντας το τσάι της η μητέρα της έκανε μια αηδιαστική γκριμάτσα και το έχυσε αμέσως στο χώμα της γλάστρας.

«Γιαχ και εγώ το ίδιο» είπε και καθώς άφησε το άδειο της ποτήρι πάνω στο τραπεζάκι έκατσε και πάλι δίπλα της.

«Τελικά το σκέφτηκες;» ρώτησε προσπαθώντας να καλύψει όσο πιο καλά μπορούσε την αγωνία στην φωνή της.

«Μίλησα με τον Μπας… εκείνος λέει να μείνω» της είπε ανοιχτά.

«Ναι φυσικά τι άλλο θα έλεγε;» ειρωνεύτηκε. «Το θέμα όμως εδώ κόρη μου δεν είναι τι θέλουμε εμείς αλλά τι θες εσύ» της τόνισε.

«Θέλω να τον δω» παραδέχτηκε με παράπονο. «Αλλά φοβάμαι τόσο πολύ μην φάω χυλόπιτα» συνέχισε πιο διστακτικά. «Και αν είναι ερωτευμένος μαζί της;» την ρώτησε και η μητέρα της γνωρίζοντας ήδη όλη την ιστορία την κοίταξε με το ύφος που έλεγε ‘Κάνε μου την χάρη’.

«Ε! Αν είναι… τότε σιγά μην τα βάψουμε και μαύρα. Πες του από εκεί ‘χαιρετίσματα και καλά στερνά’ και γύρνα σε μας που σε αγαπάμε» καθώς την κοίταξε η Μάριαν παρακλητικά εκείνη προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό της. «Τι άλλο θες να σου πω; Να αφήσει τέτοια κουκλάρα, τόσο καλό παιδί για μια τέτοια… καταλαβαίνεις τι εννοώ…» της είπε με υπονοούμενο καθώς άφησε την φράση της προκειμένου να μην πει την λέξη ‘πουτάνα’. «… και να στεναχωρηθείς και από πάνω; Δεν θα του αξίζει»

«Και αν δεν με αναγνωρίσει; Αν έχει διαβάσει το βιβλίο και με μισεί;»

«Και… και… και… και εγώ αν είχα πύραυλο θα πήγαινα στο φεγγάρι… Τι κάθεσαι και μου λες παιδί μου; Υπάρχει περίπτωση να σου λυθούν αυτές οι απορίες αν δεν πάρεις την απόφαση να πας και να τον βρεις;» διαμαρτυρήθηκε έντονα η μητέρα της και η Μάριαν αναστέναξε.

«Τότε σταμάτα να βασανίζεσαι και πιάσε τον ταύρο από τα κέρατα» της είπε πιο αποφασιστικά. «Δείξε του τι χάνει» συνέχισε με υπονοούμενο κλείνοντας της το μάτι.

«Δεν το έχασε από δική του επιλογή ξέρεις» προσπάθησε να τον υπερασπιστεί.

«Αλλά θα σε χάσει για πάντα αν τώρα δεν επιλέξει σωστά» συμπλήρωσε τα λόγια της και την παρότρυνε με την ματιά της να το κάνει.

«Τι; Τώρα;» ρώτησε τρομοκρατημένη.

«Πότε αύριο; Στην βράση κολλάει το σίδερο» της είπε σκουντώντας της με τον ώμο της. «Όσο για τον πατέρα σου…»

«Με έχει αποχαιρετήσει ήδη» την πρόλαβε και την αγριοκοίταξε.

«Α τον τσαρλατάνο γι’ αυτό έφυγε για να μην βάλει τα κλάματα μπροστά σου και με άφησε να το περάσω όλο αυτό μόνη; Δεν θα έρθει; Θα έρθει…» είπε νευριασμένη και η Μάριαν της έπιασε το χέρι.

«Δεν χρειάζεται να γίνει τώρα…» της είπε μαλακά.

«Δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος πια να το καθυστερείς παιδί μου άλλο. Όχι τουλάχιστον για μας. Πήγαινε βρες την ευτυχία σου, εγώ θα είμαι πάντα εδώ. Αν σου περισσεύει κανένα ταξίδι θα σε περιμένω πάντα να γυρίσεις» της είπε με τόσο πόνο που η Μάριαν δεν κρατήθηκε και την έκλεισε στην αγκαλιά της.

«Σ’ αγαπώ τόσο πολύ» της είπε με δάκρυα στα μάτια.

«Και εγώ σ’ αγαπώ παιδί μου αλλά και ο πατέρας σου να το ξέρεις» της είπε ενώ κάνοντας πιο πίσω την κοίταξε στα μάτια και της σκούπισε τα δάκρυα. «Όταν παίρναμε την απόφαση να σε κρατήσουμε ξέραμε και οι δύο τι κάναμε. Ξέραμε ότι δεν θα ήταν για πάντα απλά ελπίζαμε όσο θα κρατούσε να ήμασταν άξιοι γονείς για σένα»

«Με τσακίζεις» παραπονέθηκε.

«Και αν κάναμε κάτι που σε πλήγωσε…»

«Μαμά σταμάτα… σε παρακαλώ σταμάτα» την ικέτευσε και πέφτοντας στον ώμο της άφησε τον εαυτό της να ξεσπάσει.

«Αλλά ήρθε η ώρα να γυρίσεις εκεί που ανήκεις παιδί μου. Να πάρεις πίσω ότι σου στερήσανε τόσο άδικα» κατέληξε η μητέρα της φιλώντας την πάνω στα μαλλιά ενώ της έτριβε την πλάτη της απαλά.


«Ήρθε η ώρα» της είπε τελεσίδικα η μητέρα της αποφασιστικά και της σκούπισε τα δάκρια για να της δώσει κουράγιο…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA