Φτάνοντας μπροστά σε
μια τρίτη σκάλα, αντί ο Φράνσις να την παροτρύνει να αρχίσει να την κατεβαίνει
την κράτησε στην αγκαλιά του και χώνοντας την μέσα σε ένα βαθούλωμα που υπήρχε
εκεί, έσβησε το κερί ενώ ταυτόχρονα την κάλυψε με το σώμα του.
«Μην βγάλεις άχνα»
της ψιθύρισε και καθώς κατένευσε η Μάριαν μέσα στο απόλυτο σκοτάδι προσπαθούσε
να αφουγκραστεί τον χώρο γύρω της.
Ούτε άκουγε, ούτε
έβλεπε τίποτα αλλά μόλις ένιωσε την ανάσα του Φράνσις να κόβεται στην μέση
κατάλαβε ότι έπρεπε να κάνει το ίδιο. Την στιγμή που ο χώρος άρχισε να
φωτίζεται, η Μάριαν αντανακλαστικά χώνοντας το πρόσωπο της πάνω στον λαιμό του
Φράνσις έκλεισε τα μάτια και περίμενε τα χειρότερα. Νιώθοντας τον Φράνσις να
κάνει το σώμα του προς τα πίσω άνοιξε τα μάτια αλλά στο απόλυτο σκοτάδι όπου
βρίσκονταν ξανά δεν κατάφερε να δει το πρόσωπο του.
«Δώσε μου τον
αναπτήρα» της ψιθύρισε κοντά στο αυτί της και η Μάριαν το έκανε χωρίς δεύτερη
σκέψη.
Ανάβοντας το κερί
ξανά, ο Φράνσις της έπιασε το χέρι και άρχισε να την σέρνει πίσω του με πιο
γρήγορα βήματα από πριν.
«Φράνσις» ψιθύρισε με
την καρδιά της να χτυπάει από την αγωνία σαν τρελή. «Σταμάτα» του ζήτησε
επιτακτικά μόλις τα πόδια της κατέβηκαν και το τελευταίο σκαλί.
«Πρέπει να βιαστούμε»
της είπε εκείνος χωρίς να σταματά και η Μάριαν στυλώνοντας τα πόδια της στο
έδαφος του τράβηξε το χέρι για να τον σταματήσει.
«Είναι ανώφελο δεν το
βλέπεις;» τον ρώτησε την στιγμή που γύρισε παραξενευμένος να την κοιτάξει.
«Όπου και να πάμε ο Νοστράδαμος θα μας δει» του εξήγησε ακόμα πιο γρήγορα και ο
Φράνσις ακούγοντας τα λόγια της άφησε ένα γελάκι να του ξεφύγει και άρχισε πάλι
να προχωράει γρήγορα χωρίς να της αφήνει στιγμή το χέρι.
«Μην ανησυχείς γι’
αυτόν, δεν πρόκειται να δει τίποτα» είπε με σιγουριά και η Μάριαν τον κοίταξε
έκπληκτη.
«Πως είσαι τόσο
σίγουρος;» δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί.
«Ξέρω τον παππού μου
Μάριαν και αυτό φτάνει» της είπε και πριν προλάβει να τον ρωτήσει τι εννοεί,
μέσα στην απόλυτη ησυχία, άκουσε μια κλειδαριά να ξεκλειδώνετε και έναν σύρτη
να ανοίγει απότομα. Κόβοντας το βήματα της προσπάθησε να πνίξει την κραυγή της
βάζοντας το χέρι της πάνω στα χείλια της αλλά ο Φράνσις δεν σταμάτησε λεπτό.
«Από εδώ» της είπε
αυτόματα χωρίς να έχει ξαφνιαστεί ούτε στο ελάχιστο και μόλις στάθηκαν μπροστά
από την πόρτα που την είχε ξεκλειδώσει ένα αόρατο χέρι, την έσπρωξε με τον
αγκώνα του και της έκανε χώρο να περάσει πρώτη.
Η Μάριαν κοιτώντας
τον επιφυλακτικά, έκανε μερικά βήματα προς το σκοτεινό δωμάτιο και μόλις ο
Φράνσις την ακολούθησε, έκλεισε την πόρτα πίσω του. Την στιγμή που εκείνος
άφηνε τον κεροστάτη πάνω σε ένα έπιπλο, τα κεριά του δωματίου σαν να είχαν μέσα
στα φυτίλια πυρίτιδα, κάνανε μια μικρή έκρηξη και άρχισαν να ανάβουν το ένα
μετά το άλλο.
«Όχι… όχι… όχι… δεν
συμβαίνει αυτό» άρχισε να παραμιλά σοκαρισμένη η Μάριαν καθώς έκανε μερικά
παγωμένα βήματα προς το κέντρο του δωματίου.
Ο Φράνσις γυρίζοντας της
την πλάτη του, έβαλε τον σύρτη ξανά στην πόρτα για να την ασφαλίσει και πήρε
μια βαθιά ανάσα για να πάρει λίγο κουράγιο για την συνέχεια. Γνωρίζοντας καλά
τον χαρακτήρα της ήξερε ήδη ότι θα έπρεπε να επιστρατεύσει όλη του την ψυχραιμία
ώστε να καταφέρει να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις της σε ότι θα έπρεπε να της
πει τώρα.
«Όχι…» συνέχιζε
εκείνη να παραμιλά. «…αυτό δεν είναι αληθινό, είναι ένα όνειρο, ένας εφιάλτης
και θα ξυπνήσω… Πρέπει να ξυπνήσω» έλεγε και καθώς γύρισε προς το μέρος της σοκαρισμένος
ένιωσε το κρύο χέρι του παππού του να τον καθηλώνει στην θέση του.
‘Ηλίθιε της είπες
τίποτα;’… τον άκουσε να του λέει και ο Φράνσις παγωμένος από το σοκ ακόμα άρχισε
να κουνάει το κεφάλι του αρνητικά κοιτώντας την πλάτη της Μάριαν ώστε να είναι
σίγουρος ότι δεν θα έβλεπε την κίνηση του αυτή.
Μόλις άναψε άλλο ένα
κερί δίπλα στην Μάριαν εκείνη αναπήδησε και γύρισε να το κοιτάξει. Πλησιάζοντας
το με αργά βήματα άπλωσε το χέρι της και καθώς το έβαλε πάνω στην φλόγα έμεινε
για λίγο ακίνητη. Νιώθοντας το κάψιμο στο χέρι της το τράβηξε ξανά απότομα και
έμεινε να κοιτά την μαυρίλα πάνω στην παλάμη της.
«Όχι…» συνέχισε
σκεπτική. «Αυτό που ζω δεν είναι όνειρο… είναι κάτι χειρότερο» συνειδητοποίησε
ακόμα πιο σοκαρισμένη. «Αυτό είναι η ιστορία ενός βιβλίου» είπε με απόλυτη
σιγουριά και η καρδιά του Φράνσις σταμάτησε να χτυπά.
‘Δεν το πιστεύω
ανακτά τις μνήμες της’… άκουσε την τρομοκρατημένη φωνή του παππού του μέσα στα
αυτιά του λέγοντας δυνατά την διαπίστωση που είχε κάνει και ο ίδιος. ‘Μα πως
στο διάολο το κάνει αυτό;’… συνέχισε ο παππούς του έχοντας τα πια τελείως
χαμένα.
«Και εγώ δεν είμαι
πραγματικά εδώ, εγώ είμαι ένας από τους ήρωες αυτής της ιστορίας» συνέχιζε η
Μάριαν και ο Φράνσις έχασε την ανάσα του.
‘Τι στέκεσαι εκεί και
την κοιτάς σαν χάνος;… συνέχιζε ο παππούς του να ουρλιάζει αγανακτισμένος μέσα
στ’ αυτιά του ενώ πιάνοντας τον από τους ώμους άρχισε να τον ταρακουνά. ‘Κάνε
κάτι να την σταματήσεις’… συνέχισε να του ουρλιάζει και ο Φράνσις άρχισε να
απελπίζεται.
‘Και τι να κάνω;;;;’…
ούρλιαξε μέσα του με τον φόβο μην πει κάτι και καταλάβει η Μάριαν ότι ο παππούς
του είναι εδώ.
«Μάριαν;» είπε
διστακτικά ενώ έκανε ένα βήμα να την πλησιάσει αλλά η Μάριαν τρίβοντας την
μαυρίλα στο χέρι της συνέχισε το παραλήρημα της χωρίς να συνειδητοποιεί ότι δεν
είναι μόνη.
«Όχι δεν είναι ένα
οποιοδήποτε βιβλίο…» διαπίστωσε ενώ κοίταζε πάλι γύρω της σμίγοντας τα χείλια
της πεισματικά καθώς κούναγε το κεφάλι της αρνητικά χωρίς να πιστεύει ότι
πράγματι συνέβαινε αυτό. «Αυτό είναι ένα remake του Once Upon A Time…» συνέχισε με σιγουριά ενώ
ένευσε θετικά. «Η Ρεγκίνα, η Μαίρη-Μάργκαρετ, ο Ντέιβιντ, το μαγεμένο μήλο, το
βιβλίο… Σίγουρα είναι ένα remake του Once Upon A Time, και μάλιστα το πιο κάκιστο
που θα μπορούσαν να σκεφτούν» μουρμούρισε αγανακτισμένα.
‘Τώρα είμαστε νεκροί’…
άκουσε τον παππού του να μονολογεί.
«Μα ποιος θα μπορούσε
να κάνει ένα τόσο κακόγουστο αστείο;» αναρωτήθηκε φωναχτά και ξαφνικά πάγωσε
ενώ άνοιξε τα μάτια της διάπλατα από την έκπληξη. «Ο Ραμπλστίνσκη… φυσικά! Ποιος άλλος θα μπορούσε να το κάνει αυτό
εκτός από εκείνον τον ηλίθιο μάγο που όπου χώνει την μύτη του φέρνει την
καταστροφή;» είπε με τόσο άχτι και οργή που ο Φράνσις ένιωσε να τον λούζει
κρύος ιδρώτας.
‘Ω! Θεοί, δεν υπάρχει
σωτηρία, τώρα είμαι σίγουρα νεκρός’… άκουσε τον παππού του να μονολογεί και ο
Φράνσις μην αντέχοντας άλλο έσβησε την απόσταση που τον χώριζε από εκείνη.
«Μάριαν τι λες;» την
ρώτησε ενώ πιάνοντας την από το μπράτσο, της επέβαλε να γυρίσει προς το μέρος
του.
«Μα δεν το βλέπεις;»
τον ρώτησε δύσπιστα. «Όλα ταιριάζουν! Η μικρή πριγκίπισσα που το έσκασε για να
γλυτώσει από την κακιά μάγισσα που είχε ένα καθρέφτη που της έλεγε τα πάντα…
εντάξει μπορεί εδώ ο καθρέφτης να είναι ο Νοστράδαμος αλλά δεν διαφέρει και
πολύ. Το μαγεμένο μήλο, το βιβλίο που γράφει τις ιστορίες των ηρώων, η χιονάτη
που συνάντησε τον γοητευτικό πρίγκιπα πριν εκείνος παντρευτεί κάποια που δεν
ήθελε… το μόνο που λείπει είναι η Έμμα, το παιδί της χιονάτης και του πρίγκιπα
για να σπάσει την κατάρα για να θυμηθούν οι ήρωες ποιοι πραγματικά είναι ώστε
να γυρίσουν στην παλιά τους ζωή».
«Μάριαν πραγματικά
έχεις αρχίσει να με φρικάρεις» της είπε ειλικρινά και η Μάριαν άρχισε να
απελπίζεται.
«Εγώ σε φρικάρω;» τον
ρώτησε χωρίς να μπορεί να το πιστέψει. «Κοίτα γύρω σου Φράνσις, εσένα σου
φαίνονται όλα αυτά φυσιολογικά;»
«Δεν αρνούμαι ότι δεν
είναι αλλά δεν είναι κάτι που βλέπω για πρώτη φορά» της είπε και η Μάριαν τον
κοίταξε πονηρεμένα.
«Ο παππούς σου είναι
μάγος έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε και ο Φράνσις άφησε να του ξεφύγει ένα
γελάκι.
«Μπορεί να είναι πολλά
πράγματα αλλά μάγος όχι, σε διαβεβαιώνω ότι δεν είναι» της είπε τόσο απόλυτα
και με άνεση που η Μάριαν δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τα λόγια του, παρόλα
αυτά...
«Εμφανίζει και
εξαφανίζει ρούχα που είναι πραγματικά και όχι απλά μια οφθαλμαπάτη, δίνει μήλα
με ευχές που πραγματοποιούνται, ξεκλειδώνει κλειδαριές χωρίς να έχει τα
κλειδιά, ανάβει κεριά χωρίς καν να χρησιμοποιήσει αναπτήρα… αν όλα αυτά δεν τα
κάνει με μαγεία τότε πως διάολο τα κάνει;» τον ρώτησε απεγνωσμένη.
«Ο παππούς μου δεν
είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, ποτέ δεν ήταν…» άρχισε να χρονοτριβεί
προσπαθώντας να σκεφτεί γρήγορα πώς να της εξηγήσει τι συμβαίνει χωρίς να
προδώσει την αλήθεια που επιβεβαίωνε όλα όσα είχε διαπιστώσει ήδη μόνη της.
«Μπορείς να έχει βρει
τον τρόπο να ξεγελάει τον κόσμο και την φύση αλλά μάγος, όχι σίγουρα δεν είναι»
επανέλαβε με έμφαση ενώ αφήνοντας τα χέρια της πλησίασε το έπιπλο που υπήρχε
δίπλα από το τζάκι και το άνοιγε.
«Τους ξεγελάει πως;»
απαίτησε η Μάριαν να της πει ενώ τον ακολούθησε και έμεινε δίπλα του να τον
κοιτά επίμονα.
«Με αλχημεία…»
εξήγησε και μόλις εκείνη τον κοίταξε δύσπιστα συνέχισε πιο πειστικά. «Είναι
αλχημιστής Μάριαν όχι μάγος» επέμενε ενώ ανοίγοντας το πορτάκι του επίπλου προς
τα κάτω έβαλε το χέρι του μέσα για να βγάλει το πετσετάκι που σκέπαζε την
κανάτα που ήταν γεμάτη με κρασί.
«Αλχημιστής»
επανέλαβε η Μάριαν δύσπιστα.
«Αν δεν ξέρεις,
εύκολα μπορείς να πιστέψεις ότι είναι μάγια τα κόλπα που κάνει αλλά εγώ ξέρω
ότι απλά είναι ένας ταλαντούχος ταχυδακτυλουργός που απλά του αρέσει να σπάει
που και που πλάκα με την άγνοια του κοσμάκη που απλά δεν μπορεί να καταλάβει
την διαφορά» της επιβεβαίωσε καθώς γέμιζε ένα ποτήρι με κρασί και χωρίς να την
κοιτά άρχισε να πίνει το περιεχόμενο του με μια ανάσα.
«Και η μητέρα σου…»
άφησε την φράση της επίτηδες για να την συμπληρώσει εκείνος πιο πονηρεμένη πια.
«Ήταν κάποτε
μαθητευόμενη του και εξαιτίας αυτής της απερισκεψίας του, ο πατέρας μου πρώτα και
τώρα εγώ πληρώνουμε την βεντέτα που υπάρχει μεταξύ τους» επιβεβαίωσε πια τις
υποψίες της ενώ αφήνοντας την ανάσα του να βγει από μέσα του βαριά ήπιε και το
υπόλοιπο κρασί που περιείχε μέσα στο ποτήρι του.
«Μάλλον θα χρειαστώ
και εγώ ένα ποτήρι από αυτό που πίνεις» του δήλωσε και την κοίταξε
παραξενευμένος.
«Είσαι σίγουρη;» την
ρώτησε και Μάριαν τον κοίταξε επίμονα. «Σε προειδοποιώ είναι πολύ δυνατό» της
είπε και η Μάριαν στριφογυρίζοντας τα μάτια απηυδισμένα αναστέναξε.
«Πίστεψε με είμαι
γερό ποτήρι» του είπε με σιγουριά και ο Φράνσις ανασήκωσε του ώμους του
αδιάφορα.
«Εσύ ξέρεις» μουρμούρισε
και καθώς γέμισε ξανά το ποτήρι του το έτεινε προς το μέρος της. «Αλλά με
ρέγουλα» τόνισε αυστηρά καθώς εκείνη το κράτησε στο χέρι.
«Όταν λες κάποτε;»
τον ρώτησε με το ποτήρι της να αγγίζει τα χείλια της και πριν ο Φράνσις
απαντήσει γέμισε ένα καθαρό ποτήρι για εκείνον την στιγμή που εκείνη
μουρμούρισε. «Μμμ, πολύ καλό» με θαυμασμό κοιτώντας το περιεχόμενο του ποτηριού
της.
«Μπορεί να είναι καλό
αλλά πρόσεχε βαράει άσχημα» της είπε ξανά προειδοποιητικά και τον κοίταξε με
μισάνοιχτα μάτια.
«Προσπαθείς να
αποφύγεις την απάντηση;» τον ρώτησε και ο Φράνσις κουνώντας το κεφάλι του
αρνητικά ήπιε μια γερή γουλιά από το ποτήρι του.
«Μην μου πεις μετά
ότι δεν σε προειδοποίησα…» μουρμούρισε ενώ άδειαζε πάλι το ποτήρι του και
ξεφυσώντας συμπλήρωσε. «Όταν λέω παλιά… εννοώ πάρα πολύ παλιά» της απάντησε
τελικά και για να της δώσει λίγο χρόνο να χωνέψει τα λόγια του έμεινε στην
σιωπή γεμίζοντας ξανά το ποτήρι του.
«Και εσύ τα ήξερες
όλα αυτά από τότε και δεν είπες τίποτα;» τον ρώτησε πικραμένη.
«Όχι από τότε, όχι
όλα δηλαδή» της είπε απαλά και καθώς τον κοίταξε με προσμονή εκείνος συνέχισε.
«Γνώριζα το πόσο ιδιαίτερος ήταν ο παππούς μου αλλά για την μητέρα μου το έμαθα
την ημέρα που εξαφανίστηκες, όταν τον ρώτησα τι σχέση έχει εκείνη με τον
Νοστράδαμο» της εξήγησε πίνοντας άλλη μια μικρότερη γουλιά από το κρασί του και
η Μάριαν έμεινε να τον κοιτάζει σκεπτική.
«Οπότε είχα δίκιο»
συμπέρανε.
«Ναι, είναι αδελφός
μου» της επιβεβαίωσε.
«Μα πως μπορεί να
είναι αυτό δυνατών; Αφού εσύ είπες ότι ο Νοστράδαμος είναι δέκα χρόνια
μεγαλύτερος της» διαμαρτυρήθηκε.
«Πίστεψε με εκείνη
είναι πολύ, πολύ μεγαλύτερη του» είπε με έμφαση ενώ έπινε ξανά το υπόλοιπο
κρασί που υπήρχε μέσα στο ποτήρι του για να πάρει δύναμη.
«Προσοχή βαράει» του
είπε η Μάριαν προειδοποιητικά και ο Φράνσις κατεβάζοντας το ποτήρι του γέλασε
λίγο πιο ανάλαφρα ενώ κλείνοντας τα μάτια του άρχισε να κουνάει το κεφάλι του
θετικά. «Δεν θα βοηθήσει σε τίποτα αν θολώσεις το μυαλό σου με το ποτό» του
είπε παρηγορητικά ενώ του έπιανε το χέρι απαλά και την κοίταξε στα μάτια με
πόνο.
«Μάριαν…» είπε κάτω
από τον αναστεναγμό του. «Πραγματικά αυτή η οικογένεια…» συνέχισε ενώ κοίταζε
γύρω του το δωμάτιο με την ματιά του. «Μπορεί να σε στείλει στην τρέλα» τελικά
παραδέχτηκε.
«Αλλά εσύ τα έχεις
τετρακόσια» ήθελε να της επιβεβαιώσει.
«Ακόμα» είπε
ανασηκώνοντας τους ώμους του καθώς γέμιζε ξανά το ποτήρι του για να αποφύγει
την ματιά της. «Ή τουλάχιστον έτσι θέλω να ελπίζω» συμπλήρωσε και άφησε ένα
γελάκι να του ξεφύγει.
«Εντάξει έχεις την
προσοχή μου… τι άλλο ξέρεις;» τον ρώτησε πιο αποφασιστικά με μια ψυχραιμία που
τον έκανε να την κοιτάξει με απορία.
«Τι άλλο θες να
μάθεις;» της άφησε το ελεύθερο να ρωτήσει ότι απορία είχε.
«Αν η μητέρα σου
είναι πολύ, πολύ μεγαλύτερη από τον Νοστράδαμο, πόσο χρονών είναι τελικά;» του
άφησε το ελεύθερο να συνεχίσει από εκεί που είχε σταματήσει.
«Σύμφωνα με τον
παππού μου, είναι ακριβώς τριακόσια σαράντα τριών χρονών» είπε αργά και σταθερά
κοιτώντας την στα μάτια για να δει τις αντιδράσεις της.
«Και ο παππούς σου;»
τον ρώτησε λίγο διστακτικά σαν να μην ήθελε πράγματι να ξέρει.
«Οκ κάθεσαι;» την
ρώτησε και πριν προλάβει η Μάριαν να απαντήσει, μια καρέκλα που υπήρχε στην
άλλη άκρη του δωματίου σύρθηκε γρήγορα μέχρι τα πόδια της.
Πριν η Μάριαν
προλάβει να αντιδράσει, δύο παγωμένα χέρια την άρπαξαν από τους ώμους και της
επέβαλαν να κάτσει.
«Τώρα ναι» του είπε
με έμφαση κοιτώντας γύρω της και ο Φράνσις αφήνοντας την ανάσα του να βγει από
μέσα του βαριά έτριψε σπασμωδικά το ζαρωμένο από την ένταση μέτωπο του.
«Παππού κάνε μου την
χάρη και πήγαινε να σιγουρευτεί ότι οι άλλοι είναι πολύ απασχολημένοι για να
μας ψάξουν εδώ» του ζήτησε παρακλητικά.
‘Μην την αφήσεις να
φύγει από εδώ αν δεν σιγουρευτείς πρώτα ότι γκαστρώθηκε’… του είπε απειλητικά
και μετά από αυτό ένιωσε την αύρα του να φεύγει.
«Έφυγε;» τον ρώτησε η
Μάριαν ενώ κοίταζε γύρω της.
«Νιώθεις το δέρμα σου
ανατριχιασμένο;» την ρώτησε εκείνος πίνοντας άλλη μια γερή γουλιά από το κρασί
του για να πάρει κι άλλο κουράγιο.
«Όχι» του απάντησε
εκείνη ξαφνιασμένη.
«Τότε έφυγε» της
επιβεβαίωσε.
«Λοιπόν; Θα μου πεις
πόσο είναι;» τον ρώτησε η Μάριαν πιο επίμονα.
«Αν σκεφτείς ότι γεννήθηκε περίπου 1.500
χρόνια προ Χριστού και τώρα έχουμε…»
«Οκ κατάλαβα… άστο…
σίγουρα δεν θέλω να ξέρω» τον έκοψε εκείνη με την μια ενώ έπινε μια αρκετά γερή
γουλιά από το κρασί της για να καταφέρει να βρει ξανά την ψυχραιμία της. «Τουλάχιστον
είναι πραγματικά νεκρός ή είναι και αυτό ένα από τα κακόγουστα αστεία του;» τον
ρώτησε σαν να γνώριζε ήδη την απάντηση με μια άνεση που την εξέπληξε αλλά δεν
το άφησε να φανεί.
«Έπρεπε να
εγκαταλείψει το σώμα του για να μείνει κρυμμένος από τα οράματα του Νοστράδαμου
αλλά…»
«Με δουλεύεις; Τι
διάολο μου λες τώρα;» αναφώνησε τελείως σοκαρισμένη πια.
«Μπορεί, όσο έχουν το
σώμα τους, να ματώσουν αλλά όσο άσχημα και να τραυματιστούν δεν μπορούν να
πεθάνουν Μάριαν. Όχι τουλάχιστον αν δεν το θέλουν οι ίδιοι» της είπε με πόνο
στα μάτια.
«Μα πως το κάνουν
αυτό; Αν η μητέρα σου είναι τόσο μεγάλη πως φαίνεται σαν να είναι μόλις τριάντα
τριών;» τον ρώτησε χωρίς να είναι ακόμα ικανή να τον πιστέψει.
«Δεν ξέρω πως το
κάνουν αυτό. Ο πατέρας μου, όταν ο παππούς προσπάθησε να με μυήσει στον κόσμο
του, τον απείλησε ότι θα τον ξεσκεπάσει και δεν τον άφησε να μου τα μάθει, αλλά
ξέρω ότι γίνεται, το έχω δει με τα μάτια του» επέμενε εκείνος.
«Και εγώ είμαι σαν
και αυτούς;» τον ρώτησε διστακτικά χωρίς ανάσα.
«Γιατί εμφανισιακά
έμεινες στην ηλικία των δέκα χρόνων;» την ρώτησε εκείνος πίσω.
«Όταν το κάνουν
παγώνουν εμφανισιακά στην ίδια ηλικία» μουρμούρισε την διαπίστωση της σκεπτική
ενώ σήκωνε το ποτήρι της στα χείλια για να πιει άλλη μια γουλιά από το κρασί
της.
«Και εμένα με ήθελε
για να βρω τον τρόπο να την σκοτώσω ώστε να απαλλαγεί από εκείνην για να
καταφέρει να αναγεννηθεί ξανά» συνέχισε τις διαπιστώσεις της.
«Όχι, όχι Μάριαν…»
διαμαρτυρήθηκε ο Φράνσις έντονα και γύρισε να τον κοιτάξει. «Ποτέ δεν θα σου
ζητούσε να βάψεις τα χέρια σου με αίμα για χάρη του από την άλλη αν την ήθελε
νεκρή θα ήταν ήδη νεκρή. Άλλωστε μην ξεχνάς ότι εκείνος ξέρει τον τρόπο εμείς
όχι» της εξήγησε και η Μάριαν παίρνοντας μια ανακουφιστική ανάσα έγειρε πίσω
στην καρέκλα της, έβαλε το ποτήρι στα χείλια της κοιτώντας στην ευθεία σκεπτική
και το σήκωσε για να πιεί άλλη μια γουλιά.
«Και τότε τι θέλει;»
μουρμούρισε στον εαυτό της και μόλις ένιωσε το πιπεράτο γλυκόπιοτο κρασί να
αγγίζει τον ουρανίσκο της κατέβασε το ποτήρι απότομα και κοίταξε το κόκκινο
υγρό που ταλαντευόταν μέσα στο ποτήρι της σχεδόν σοκαρισμένη.
«Αυτήν την στιγμή νιώθεις
ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα;» τον ρώτησε άξαφνα και ο Φράνσις την κοίταξε με
περιέργεια.
«Από την πρώτη στιγμή
που σε είδα ξανά αλλά γιατί;» την ρώτησε εκείνος και η Μάριαν γύρισε την ματιά
της προς το μέρος του πονηρεμένη.
«Κάτι έχει αυτό το
κρασί μέσα» συνέχισε ακόμα πιο πονηρεμένη.
Ο Φράνσις
καταλαβαίνοντας ακριβώς που το πήγαινε, άφησε το ποτήρι του να ακουμπήσει πάνω
στο έπιπλο και καθώς γονάτισε μπροστά της, πήρε το ποτήρι της από τα χέρια της,
ήπιε με μια ανάσα το υπόλοιπο κρασί που είχε μείνει μέσα στο ποτήρι της και το
γύρισε για να δει και η ίδια ότι δεν είχε μείνει ούτε μια σταγόνα.
«Βλέπεις; Καμία
διαφορά» της είπε αφήνοντας το άδειο ποτήρι στην άκρη.
«Φράνσις δεν νιώθω
φυσιολογικά…» προσπάθησε να του αλλάξει γνώμη αλλά εκείνος δεν την άφησε.
Βάζοντας τα χέρια του
πάνω στο πρόσωπο της την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια με ένταση.
«Μάριαν… εγώ είχα
δέκα χρόνια για να μπορέσω να χωνέψω όσα άκουσες μέσα σε μια βραδιά και ακόμα
υπάρχουν στιγμές που αρνούμαι να τα πιστέψω. Υπάρχουν στιγμές που σκέφτομαι ότι
πιθανότερο όλα αυτά να είναι άλλο ένα κακόγουστο αστείο από αυτά που ο παππούς
μου συνήθιζε να κάνει για να με πειράξει, παρά η αλήθεια. Πως περιμένεις εσύ
τώρα μέσα σε λίγες μόνο ώρες να καταφέρεις να τα επεξεργαστείς και να
συμβιβαστείς με όλα αυτά;»
«Τι θες να πεις;» τον
ρώτησε με την ανάσα της να γίνεται πιο γρήγορη αλλά όχι γιατί είχε αγχωθεί από
όλα αυτά αλλά επειδή τα χείλια του ήταν επικίνδυνα πολύ κοντά της και δεν το
άντεχε αυτό… όχι τουλάχιστον χωρίς τα δικά της να τα αγγίζουν.
«Είχες δίκιο όσο
αφορά τον χρόνο…» μουρμούρισε απαλά αφήνοντας ένα πεταχτό φιλί στα χείλια της. «Χρειάζεσαι
χρόνο για να μπορέσεις να τα επεξεργαστείς, χρειαζόμαστε χρόνο για να
καταφέρουμε να ξεγλιστρήσουμε από τα σχέδια της μητέρας μου αλλά μην τα αφήσεις
όλα αυτά να μπουν ανάμεσα μας τώρα που έχουμε την ευκαιρία να μείνουμε για λίγο
ακόμα κρυμμένοι από τα μάτια του Νοστράδαμου» την παρακάλεσε και καθώς η Μάριαν
έμεινε παγωμένη να τον κοιτά προσπαθώντας πολύ σκληρά να καταλάβει τι εννοούσε,
εκείνος κλέβοντας την ευκαιρία άρχισε πάλι να την φιλά.
Η Μάριαν
ανατριχιάζοντας ολόκληρη αυτόματα τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον αυχένα του
και βογκώντας τον τράβηξε κοντά της βαθαίνοντας το φιλί τους. Ο Φράνσις
νιώθοντας ότι δεν θα του αντισταθεί, έβαλε τα χέρια του πάνω στα πόδια της και άρχισε
να τα αγγίζει απαλά από τους αστραγάλους της ως τα γόνατα της. Ταυτόχρονα
ανέβαζε το μεσοφόρι της και η Μάριαν καταλαβαίνοντας τις προθέσεις του, άνοιξε
τα πόδια της καλώντας τον ακόμα πιο κοντά της. Καθώς τα χείλια του, αφήνοντας
τα δικά της άρχισαν να κατηφορίζουν προς τον λαιμό της, η Μάριαν κλείνοντας τα
μάτια της, έγειρε το κεφάλι της πίσω και τεντώνοντας το σώμα της αφέθηκε
απόλυτα στα χέρια του. Με την καρδιά της να χτυπάει ξέφρενα ένιωσε τα χέρια του
να κυκλώνουν την μέση της και καθώς την τράβηξε απαλά προς το μέρος του με τα
χείλια του να κατεβαίνουν ακόμα πιο χαμηλά προς το στήθος της, έκοψε την ανάσα
της στην μέση και άνοιξε τα μάτια της διάπλατα από την έκπληξη.
«Η Έμμα» αναφώνησε
ανασαίνοντας γρήγορα. «Λείπει η Έμμα» επανέλαβε σοκαρισμένη και καθώς ο Φράνσις
τίναξε το κεφάλι του απότομα προς τα πίσω την κοίταξε χωρίς να μπορεί να το
πιστέψει.
«Μάριαν τι λες;» την
ρώτησε τελείως φρικαρισμένος πια.
«Το μωρό του πρίγκιπα
και της χιονάτης που έσπασε την κατάρα… αυτό λείπει από την ιστορία» συνέχισε
το ίδιο σοκαρισμένη από την διαπίστωση της.
Καθώς ο Φράνσις άφησε
την ανάσα του να βγει από μέσα του βαριά παρατημένα, έκανε το σώμα του πιο πίσω
και η Μάριαν έγειρε κοντά του για να τον σταματήσει πριν σηκωθεί.
«Δεν το βλέπεις;» τον
ρώτησε απελπισμένη. «Σε συμβούλευσε να μου κάνεις έρωτα με το καλημέρα σας,
πέταγε σπόντες από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε μπροστά μου, έφτιαξε όλο
αυτό το ειδυλλιακό σκηνικό και τώρα τους κρατάει όλους μακριά μας ακριβώς γι’
αυτόν τον σκοπό» του τόνισε και ο Φράνσις κουνώντας το κεφάλι του αρνητικά
απηυδισμένος αναστέναξε βαριά.
«Πραγματικά το
ορκίζομαι. Ότι δεν έχει καταφέρει να κάνει όλα αυτά τα χρόνια η οικογένεια μου,
εσύ είσαι ικανή να το καταφέρεις μέσα σε λίγες μόνο ώρες» μουρμούρισε και
εκείνη τον κοίταξε παρακλητικά στα μάτια ζητώντας την κατανόηση του.
«Θα με τρελάνεις
τελείως Μάριαν;» την ρώτησε με απόγνωση. «Τι ακριβώς θες να καταλάβω; Περίμενα
μια ζωή γι’ αυτήν την στιγμή και εσύ μου λες ότι ο μόνος λόγος που θέλω να σε
κρατήσω στην αγκαλιά μου και να σου χαρίσω ότι σου ανήκει από την πρώτη στιγμή
που σε αντίκρισα, είναι επειδή μου το ζήτησε ο παππούς μου να το κάνω;»
«Δεν λέω αυτό»
αντέδρασε εκείνη με πείσμα.
«Τότε τι λες;»
απαίτησε εκείνος με την σειρά του να μάθει.
«Πώς να σου το δώσω
για να το καταλάβεις;» μουρμούρισε απελπισμένη κλείνοντας τα μάτια της σε μια
προσπάθεια να σκεφτεί να επόμενα της λόγια.
«Δεν χρειάζεται να
πεις τίποτα άλλο» είπε εκείνος αποφασιστικά τραβώντας τα χέρια της από πάνω
του. «Έχεις πάρει τις αποφάσεις σου…» συνέχισε με σιγουριά ενώ σηκωνόταν
όρθιος. «Και έχεις δίκιο, είναι ανώφελο οπότε δεν υπάρχει λόγος να μείνεις
παραπάνω» συνέχισε και μόλις έφτασε μπροστά στο έπιπλο, άρπαξε το ποτήρι που
είχε αφήσει εκεί, ήπιε το υπόλοιπο κρασί που είχε μείνει μέσα στο ποτήρι του.
«Με διώχνεις;» σχεδόν
αναφώνησε χωρίς να το πιστεύει.
«Υπάρχει κάτι που
μπορώ να κάνω ώστε να σε πείσω να μείνεις;» την ρώτησε εκείνος πίσω με την ίδια
δυσπιστία και καθώς γύρισε να την κοιτάξει εκείνη έμεινε να τον κοιτά με πόνο
στα μάτια χωρίς να ξέρει τι να πει.
«Ακριβώς… τίποτα»
εξέφρασε αυτό που είχε καταλάβει και ο ίδιος και καθώς άφησε το ποτήρι του μέσα
στο έπιπλο, το έκλεισε ξανά προσθέτοντας. «Γύρνα στην χώρα των ονείρων σου
Μάριαν και μην κοιτάξεις ποτέ ξανά πίσω. Επέλεξες την ζωή σου, είναι καιρός να
κάνω και εγώ το ίδιο. Α! Και αν θες την συμβουλή μου, σταμάτα να αρνείσαι τα
συναισθήματα σου για εκείνον τον γελοίο τον μπάσταρδο, δεν υπάρχει λόγος πια να
το κάνεις» κατέληξε και αφήνοντας την πίσω του τελείως αποσβολωμένη από τα
λόγια του άρχισε να πηγαίνει προς την κρυφή πόρτα χωρίς να γυρίσει ξανά να την κοιτάξει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου