Ετικέτες

Σάββατο 18 Ιουλίου 2015

The Destiny "8b. Το κρυφτούλι"





 Ο Φράνσις, χωρίς να σταματά να κρατά απαλά το χέρι της μέσα στο δικό του, απλώνοντας το άλλο του χέρι διστακτικά προς το πρόσωπο της άρχισε να το αγγίζει ενώ με την ματιά του απορροφούσε κάθε σπιθαμή του σαν να προσπαθούσε να το απομνημονεύσει. Η Μάριαν ανατριχιάζοντας ολόκληρη από αυτό το άγγιγμα έμεινε τελείως ακίνητη και προσπάθησε να μην αντιδράσει.

 Ήξερε ότι σε μια τέτοια στιγμή οτιδήποτε παραπάνω και αν γινόταν θα ήταν η απόλυτη καταστροφή για την ψυχή της αλλά δεν μπορούσε και να τον σταματήσει. Απολάμβανε κάθε του άγγιγμα και σωματικά και ψυχικά αλλά μόλις τα ακροδάχτυλα του άγγιξαν τα τρυφερά της χείλι δεν μπορούσε άλλο να μένει αμέτοχη. Η αίσθηση τον χειλιών του ήταν ακόμα χαραγμένη τόσο βαθιά μέσα στην μνήμη της που ήθελε όσο τίποτα να την νιώσει έστω και για άλλη μια φορά.

«Φράνσις» του είπε βραχνά και καθώς εκείνος σήκωσε ξανά την ματιά του για να της ανταποδώσει το βλέμμα εκείνη του χαμογέλασε θλιμμένα.

Μένοντας ακίνητος περιμένοντας την να συνεχίσει εκείνη καταλαβαίνοντας ότι δεν είχε σκοπό να την φιλήσει ξανά, άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του και τυλίγοντας το γύρω από τον αυχένα του έγειρε κοντά του. Δεν μίλησε, το ήθελαν και οι δύο τόσο πολύ που τα λόγια ήταν πλέον περιττά. Καθώς τα χείλια τους ενώθηκαν σε ένα βασανιστικά αργό και παθιασμένο φιλί, η Μάριαν πήρε μια βαθιά τρεμάμενη ανάσα και κόλλησε τελείως επάνω του. Τον ήθελε τόσο πολύ, ήθελε με όλη της την ψυχή να μην σταματήσει αν όμως το έκανε που ακριβώς θα μπορούσε να καταλήξει τελικά όλο αυτό;

Με τα χέρια τους να συγκρατούν ο ένας τον άλλον κοντά, τα χείλια τους όσο περνούσε η ώρα άρχιζαν να παίρνουν τέτοια φωτιά που αν δεν το σταματάγανε τώρα δεν θα κατάφερναν να σταματήσουν πριν τα σώματα τους ξεδιψάσουν για τα καλά.

«Ουπς… ακατάλληλη στιγμή;» άκουσαν την φωνή του Λουδοβίκου και αυτόματα απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλον σαν δύο μικρά παιδιά που τους είχαν πιάσει μόλις να κάνουν σκανταλιά.

«Εεεμμ…» συνέχισε εκείνος ενώ καθαρίζοντας την φωνή του πήρε ένα σοβαρό ύφος σαν μπάτλερ. «Νοκ, νοκ… άρχοντες μου σας φέρνω νέα, μπορώ να περάσω;» είπε ενώ κοίταζε και καλά στο πλάι για να μην τους φέρει σε δύσκολη θέση. Ο Φράνσις κλείνοντας τα μάτια του απηυδισμένα αναστέναξε.

«Ενοχλείς» μούγκρισε και ο Λουδοβίκος γύρισε το πρόσωπο του σοκαρισμένο προς το μέρος του.

«Εσείς δεν θέλατε να μάθετε πότε θα επιστρέψει του λόγου της στην κάμαρη της;» ρώτησε δύσπιστα και ο Φράνσις τον κοίταξε κουρασμένα.

«Και γιατί στο διάολο να με ενδιαφέρει τι κάνει το τσουλάκι;» τον ρώτησε και η Μάριαν τραβώντας τον από το μανίκι απαίτησε την προσοχή του.

«Δεν θες να σταματήσεις αυτόν τον γάμο;» τον ρώτησε προσπαθώντας να διαβάσει τις σκέψεις του αν μπορούσε μέσα από την ματιά του.

«Ποια η διαφορά;» την ρώτησε πίσω. «Από την στιγμή που εσύ θα φύγεις έχει σημασία ποια θα είναι την θέση σου;»

«Μα Φράνσις…»

«Αν γνώριζες την μητέρα μου όσο εγώ Μάριαν τότε θα είχες ήδη καταλάβει ότι ο θάνατος μου σίγουρα θα έχει απόλυτα σχέση με εκείνη…» καθώς τον κοίταξε σοκαρισμένη στα μάτια εκείνος της ανταπέδωσε το βλέμμα με νόημα. «Αλήθεια πιστεύεις ότι με τον Νοστράδαμο να βλέπει τα πάντα θα άφηνε ποτέ να συμβεί κάτι τέτοιο αν εκείνη δεν το ήθελε;»

Η Μάριαν έχοντας τα τελείως χαμένα κοίταξε τον Λουδοβίκο για συμπαράσταση αλλά εκείνος σαν να της έλεγε ‘βγάλ’ τα πέρα μόνη σου’ κοιτώντας τα νύχια του την αγνόησε τελείως.

«Εννοείς…» προσπάθησε να πει αλλά ήταν τόσο παγωμένη που δεν κατάφερε να συνεχίσει.

«Ότι όποια και να είναι στην θέση σου σε δεκαπέντε χρόνια από σήμερα θα πω αντίο στον μάταιο τούτο κόσμο με διαταγή της ίδιας μου της μητέρας;» χλεύασε σαν να ήταν ένα ανούσιο και βαρετό γεγονός. «Ναι, αυτό ακριβώς εννοώ» της επιβεβαίωσε απόλυτα σοβαρά και η Μάριαν ανασαίνοντας γρήγορα άρχισε να κοιτά μια τον Φράνσις και μια τον Λουδοβίκο χωρίς να έχει ιδέα τι να πει ή περισσότερο τι να κάνει.

«Και δεν σε ενοχλεί καθόλου;» ρώτησε χωρίς να είναι ικανή να το πιστεύει.

«Μια πάρα πολύ καλή μου φίλη πάντα έλεγε… αν είναι να πας στην κόλαση καλύτερα να φροντίσεις να το διασκεδάσεις πρώτα» της θύμισε τα λόγια της.

«Φράνσις δεν είναι το ίδιο, μιλάμε για την ζωή σου» διαμαρτυρήθηκε εκείνη.

«Αν πιστεύεις ότι υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για να το σταματήσω είμαι όλος αυτά» της έριξε το μπαλάκι και τελείως άνετος έμεινε να την κοιτά γεμάτος προσμονή.

Καθώς εκείνη έμεινε αμίλητη ο Φράνσις χαμογέλασε.

«Ακριβώς δεν υπάρχει οπότε γιατί αντί να διασκεδάσω το υπόλοιπο που μου μένει να κάτσω και να κλαίω την μοίρα μου από τώρα;» συνέχισε με περισσότερη αυτοπεποίθηση και η Μάριαν τα παράτησε.

«Βοήθησε με να βγάλω αυτό το κέρατο από πάνω μου» είπε αποφασιστικά ενώ γυρίζοντας του την πλάτη μάζεψε τα μαλλιά της όλα προς την μια μεριά και προσπάθησε να ανοίξει και μόνη της τα κουμπιά που μπορούσε να φτάσει του φορέματος της.

«Έχεις σκοπό να σκαρφαλώσουμε σε κανένα δέντρο πάλι;» την ρώτησε πειράχτηκα ενώ έβαζε τα χείλια του επικίνδυνα πολύ κοντά στο αυτί της. 

«Όχι θα σταματήσουμε έναν γάμο» του δήλωσε κατηγορηματικά.

«Ξέρεις ότι υπάρχει και γρηγορότερος δρόμος από αυτόν που έχεις διαλέξει» της υπενθύμισε ενώ ξεκούμπωνε τα πρώτα κουμπιά πάνω πάνω που δεν έφτανε εκείνη.

«Το ξέρω αλλά χρειαζόμαστε χρόνο, εγώ χρειάζομαι χρόνο» τόνισε ενώ γονατίζοντας έγειρε μπροστά και προσπάθησε να ξεκουμπώσει και τα υπόλοιπα κουμπιά.

«Μάριαν αν προσπαθήσουμε να σταματήσουμε αυτόν τον γάμο με τον τρόπο που σκέφτηκες ξέρεις τι σημαίνει αυτό» της τόνισε ενώ βάζοντας τα χέρια του πάνω στους ώμους της την γύριζε προς την μεριά του για να τον κοιτάξει στα μάτια.

«Προδοσία – αποκεφαλισμός» μουρμούρισε τις συνέπειες. «Ναι ξέρω αλλά αν φερθείς έξυπνα δεν χρειάζεται να φτάσουν μέχρι εκεί τα πράγματα».

«Έξυπνα…;» επανέλαβε.

«Πάντα είχες ευκολία στον να πείθεις τους άλλους να κάνουν αυτό που θες, πόσο δύσκολο είναι να την πείσεις να ξεκουμπιστεί και να φύγει από εδώ πριν τον γάμο;» τον ρώτησε και ο παππούς του άρχισε να χτυπάει παλαμάκια τελείως εκστασιασμένος ενώ γέλαγε σαν να του έλεγε ‘σου την έφερε μικρέ’.

«Πόσο λατρεύω το μυαλό αυτής της γυναίκας» είπε με απίστευτο θαυμασμό.

«Παππού» ο Φράνσις προσπάθησε να τον σταματήσει αλλά εκείνος δεν άκουγε κουβέντα.

«Εγώ ψηφίζω Μάριαν» του είπε σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος.

«Είσαστε σίγουροι;» ρώτησε και τους δύο για τελευταία φορά.

«Πως περιμένεις να σκεφτώ κάτι γρήγορα όταν έχω μια αγχόνη να κρέμεται πάνω από το κεφάλι μου;» τον ρώτησε απελπισμένη και ο Φράνσις την κοίταξε με αγωνία. «Χρειάζομαι χρόνο» τον παρακάλεσε και πάλι και ο Φράνσις καθώς κατένευσε με κατανόηση τα παράτησε και συνέχισε να την ξεκουμπώνει.

«Μα πόσα κουμπιά έχει επιτέλους αυτό το πράγμα;» διαμαρτυρήθηκε εκείνη ενώ συνέχιζε να βοηθάει τον φράνσις.

«Αν θες να κάνεις εντύπωση κάν’ το με στιλ» επανέλαβε ο παππούς πάνω κάτω τα ίδια της τα λόγια και η Μάριαν καρφώνοντας την ματιά της δολοφονικά επάνω του μούγκρισε σαν να ήταν έτοιμη να του επιτεθεί.

«Πάππου κάνε μας την χάρη και άφησε μας μόνους» παρακάλεσε ο Φράνσις και εκείνος χωρίς να πει τίποτα αυτόματα εξαφανίστηκε.

«Μα γιατί να μην μπορώ να τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια…» μούγκρισε η Μάριαν εκτός εαυτού πια και ο Φράνσις άρχισε να γελά χωρίς να της απαντά ενώ την βοηθούσε να σηκωθεί όρθια για να καταφέρουν να κατεβάσουν το φόρεμα πιο χαμηλά.

«Ξέρεις… αυτήν την σκηνή την είχα φανταστεί διαφορετικά» μουρμούρισε μέσα στο αυτί της με την καυτή του ανάσα να αγγίζει το απαλό της δέρμα ενώ τα χέρια του κατέβαζαν πιο χαμηλά το φόρεμα της βασανιστικά αργά και η Μάριαν πλάγιασε το κεφάλι της για να τον κοιτάξει.

«Να σε βοηθήσω και με το φουρό;» συνέχισε εκείνος πιο ανάλαφρα σαν να μην είχε παρατηρήσει τον πόνο στα μάτια της και η Μάριαν άρχισε να κουνάει το κεφάλι της αρνητικά ενώ απέφευγε την ματιά του.

«Όχι το καταφέρνω και μόνη μου» είπε αμέσως και βάζοντας τα χέρια της πάνω στο κορδόνι που ήταν στην πλάτη της άρχισε να το λύνει.  

Μέχρι η Μάριαν να απαλλαγεί από τα ρούχα της, ο Φράνσις γονάτισε στο πάτωμα, μάζεψε τα διάσπαρτα χαρτιά και αφού τα έβαλε με προσοχή μέσα στον ντοσιέ άρχισε να δένει ξανά τα κορδόνια του.

«Ποιο ήταν το δικό του σχέδιο;» ρώτησε περίεργη καθώς κρατώντας το μεσοφόρι της πιο ψηλά προσπάθησε να περάσει τα πόδια της πάνω από το φουρό και το φουστάνι.

Ο Φράνσις κρύβοντας ξανά τον ντοσιέ κάτω από κάποια άλλα αντικείμενα που έκρυβε μέσα στο μπαούλο του χαμογέλασε κουνώντας το κεφάλι του αρνητικά.

«Πίστεψε με, δεν θες να ξέρεις» της είπε προειδοποιητικά.

«Πίστεψε με τώρα είναι που θέλω να μάθω» του είπε κατηγορηματικά ενώ έπιανε από το πάτωμα το φόρεμα για να το ξεχωρίσει από το φουρό και ο Φράνσις γέλασε πιο έντονα.

«Πρότεινε μόλις σε βρω, να σε πάρω από το χέρι και να σε κλείσω μέσα στο πρώτο δωμάτιο που θα έβρισκα εύκαιρο…» της είπε με υπονοούμενο ενώ έκλεινε ξανά το μπαούλο και η Μάριαν, με το φόρεμα στο χέρι έμεινε σοκαρισμένη να τον κοιτά.

«Και που στο διάολο θα κατάφερνε ποτέ αυτό να βοηθήσει την στιγμή που θα έπρεπε να μου πεις την αλήθεια;» τον ρώτησε δύσπιστα και κλείνοντας την κλειδαριά ανασήκωσε τους ώμους του.

«Ακριβώς το ίδιο τον ρώτησα και εγώ» της είπε και καθώς σηκώθηκε όρθιος απαλλάχτηκε από το πανωφόρι του για να μείνει με το πουκάμισο του. 

«Έχεις καμία ιδέα που να κρύψουμε αυτό;» τον ρώτησε η Μάριαν παρατώντας τα ενώ του έδειχνε το φόρεμα και το φουρό της.

«Αυτά θα τα πάρω εγώ» είπε αυτόματα ο παππούς του πριν προλάβει ο Φράνσις να ορθώσει λέξη και προσπερνώντας τον πήγε κοντά της για να τα πιάσει.

«Αυτή σου η μανία να κρυφακούς τα πάντα…» μούγκρισε μέσα από τα δόντια της με οργή καθώς της άρπαζε το φόρεμα από το χέρι.

«Τς τς τς… κοίτα εδώ να δεις πως το κατάντησε» της είπε απογοητευμένα ενώ το σήκωνε πιο ψηλά για να το κοιτάξει καλύτερα. «Κρίμα και είχα βάλει όλη μου την τέχνη» συνέχισε αγνοώντας το δολοφονικό της βλέμμα.

«Θύμισε μου αν μείνω να μην σε συμβουλευτώ ποτέ ξανά για θέματα μόδας» τον ειρωνεύτηκε εκείνη.

«Μπορεί εσύ να το σνομπάρεις αλλά για ρώτα και τον αγαπημένο σου να σου πει πως πέσανε τα σαγόνια τους μόλις έκανες την εμφάνιση σου» της γύρισε εκείνος και η Μάριαν άφησε ένα γελάκι να της ξεφύγει.

«Είμαι σίγουρη ότι με κοιτάζανε για τις ηλίθιες τούμπες μου… Μα γυάλινα γοβάκια; Τι διάολο σκεφτόσουν;» αναφώνησε τελείως απελπισμένα.

«Μάλλον την Σταχτοπούτα;» της είπε το προφανές.

«Το φόρεμα της σταχτοπούτας ήταν μπλε βλάκα» του χτύπησε σκληρά.

«Στο γάμο της ήταν σίγουρα άσπρο» την διόρθωσε εκείνος.

«Έχετε σκοπό να σταματήσουμε αυτόν τον γάμο ή να πάω να ξαπλώσω και να διαβάσω κανένα βιβλίο μέχρι να τελειώσετε;» ρώτησε ο Φράνσις και αυτόματα τον κοίταξαν και οι δύο.

«Σωστά, η τσούλα…» είπε αυτόματα ο παππούς του ενώ έπιανε και το φουρό και τα εξαφάνισε μπρος στα έκπληκτα μάτια της Μάριαν. «Τα καλά νέα είναι ότι είναι μπαρουτοκαπνισμένη… Τα καλύτερα ότι οι υπηρέτριες της τρέχουν πίσω της αλαφιασμένες για να την βοηθήσουν… Τα ακόμα καλύτερα είναι ότι ο μπάσταρδος τριγυρίζει ακόμα στην αίθουσα…»

«Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα» χλεύασε η Μάριαν σταυρώνοντας τα χέρια της μπροστά στο στήθος ενώ έγερνε πάνω στην πόρτα κοιτώντας τον πια σαν να το διασκέδαζε.

«Και τα άσχημα ότι βαρέθηκα να σε βλέπω ξυπόλητη» συνέχισε εκείνος σαν μην είχε ακούσει τα λόγια της και γονατίζοντας άπλωσε τα χέρια του μπροστά και άξαφνα εμφανίστηκε από το πουθενά ένα ζευγάρι λευκές μπαλαρίνες με ροζ στρασάκια στο σχήμα της πεταλούδας από εκείνες που λάτρευε να φοράει.

«Είσαι τόσο…» είπε ξανά οργισμένη αλλά καθώς ο Λουδοβίκος έπιασε το πόδι της στο χέρι του αναπήδησε από το κρύο του άγγιγμα και έκοψε την φράση της στην μέση. «Μην με αγγίζεις» πήγε να τον σταματήσει αλλά εκείνος δεν άκουγε κουβέντα.

Τινάζοντας το χέρι του εμφάνισε μια υγρή πετσέτα και άρχισε να της καθαρίζει το πέλμα με αυτήν.

«Κόφ’ το» απαίτησε ξανά ενώ τίναζε το πόδι της για να απαλλαγεί από το σφιχτό του κράτημα.  

«Παππού φτάνει» τον παρακάλεσε και ο Φράνσις αλλά εκείνος ακάθεκτος αφού καθάρισε το ένα της πόδι και της φόρεσε το παπούτσι, βάλθηκε να κάνει το ίδιο και στο άλλο της πόδι.

«Τέλεια» είπε ευχαριστημένος με τον εαυτό του κοιτάζοντας την από πάνω μέχρι κάτω. «Κάτι ήξερα και σου έβαλα αυτό το μεσοφόρι, είναι σαν φόρεμα από μόνο του» μουρμούρισε ικανοποιημένος βλέποντας την δαντέλα που αγαλλίαζε τους ώμους της κρύβοντας τελείως το στερνό της και ολόκληρα τα χέρια της ενώ το μεταξωτό ύφασμα που ξεκίναγε από το στήθος της και έφτανε μέχρι τους αστραγάλους δεν διαφάνιζε καθόλου κρύβοντας έτσι τα πάντα από το βλέμματα τους. 

«Αφού μπήκες σε όλον αυτόν τον κόπο δεν μπορούσες τουλάχιστον να συμπληρώσεις και ένα ζευγάρι εσώρουχα;» τον ρώτησε εκνευρισμένα και ο Φράνσις την κοίταξε ξαφνιασμένος ενώ αυτόματα αναψοκοκκίνισε εκδηλώνοντας τις καυτές του σκέψεις.

«Εσώρουχα…» είπε ο Λουδοβίκος με αηδία. «Τελείως άχρηστα».

«Άχρηστο είναι το κεφάλι σου» του έφτυσε με την ίδια αηδία η Μάριαν και ο Φράνσις αναστέναξε τρίβοντας το πρόσωπο του κουρασμένα.

«Δεν μπορώ να πω ότι δεν το διασκεδάζω…» σχολίασε μουρμουρίζοντας. «Αλλά μήπως έχουμε κάποια αποστολή εδώ πέρα;» ρώτησε και ταυτόχρονα η Μάριαν αλλά περισσότερο ο παππούς του γύρισαν να τον κοιτάξουν.

«Αποστολή! Σωστά!» αναφώνησε εκστασιασμένος ο παππούς και πάλι σαν να ξύπνησε μόλις από ένα βαρετό όνειρο. «Επικίνδυνη αποστολή…» συνέχισε με υπονοούμενο με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά καθώς άρχιζε να μουρμουρίζει την μουσική από την ταινία ‘Επικίνδυνες αποστολές’ όπως ακριβώς έκανε και ο Μπας κάθε φορά που ήθελε να την πειράξει.

«Όταν είπες ότι δεν βρίσκομαι εδώ γιατί με έχεις ανάγκη εσύ εννοούσες ότι με έχει ανάγκη ο Φράνσις ή…;» ρώτησε πια πονηρεμένη.

«Εσύ…» της επιβεβαίωσε τις υποψίες της ο Φράνσις. «Πάντα κάνει αυτό που έχεις ανάγκη εσύ…» της τόνισε. «Κάθε σου ευχή είναι για εκείνον διαταγή» της εξήγησε και η Μάριαν άρχισε να κουνάει το κεφάλι της θετικά σαν να όλα ξαφνικά να είχαν μια λογική.

«Ώστε κατάφερες τελικά να προσπαθήσεις να εκπληρώσεις έστω και μια σου υπόσχεση» σχολίασε απογοητευμένα.

«Προσπάθησα;» ρώτησε δύσπιστα θιγμένος.

«Γιατί εκπλήρωσες την επιθυμία μου να φέρεις τον Φράνσις εκεί που ήμουν;» τον ρώτησε και εκείνη δύσπιστα πίσω.

«Δεν άκουσα ποτέ να μου το εκφράζεις» της απάντησε εκείνος με άνεση.

«Μην παίζεις με τις λεπτομέρειες σκατόγερε ξέρεις ακριβώς τι εννοώ» τους είπε εκείνη οργισμένη.

«Σκατόγερε; Ο μοντιέ τι γλώσσα» μιμήθηκε τον τρόπο που θα το έλεγε ακριβώς η μαντάμ Σελζινάρ και το ποτήρι της Μάριαν ξεχείλισε τελείως.

«Αν κάθε μου ευχή είναι για σένα διαταγή τότε γιατί στο διάολο δεν έκανες τίποτα όταν ούρλιαζα να βοηθήσεις την μαντάμ Σελζιναρ; Ή ακόμα όταν διάβαζες την φράση ‘Μακάρι Φράνσις να μπορούσες να είσαι και εσύ μαζί μου εκεί;’ κάθε φορά στο ημερολόγιο μου γιατί δεν έκανες τίποτα;» τον ρώτησε και πριν προλάβει ο Λουδοβίκος να απαντήσει ο Φράνσις μπήκε μπροστά και την έπιασε από τα μπράτσα απαιτώντας την προσοχή της.

«Μάριαν δεν μπορούμε να αλλάξουμε το παρελθόν…» της τόνισε.

«Αλλά μπορούμε πάντα να αλλάξουμε το μέλλον» συμπλήρωσε ο Λουδοβίκος τραγουδιστά και τον κοίταξαν και οι δύο.

«Παππού πήγε να δεις τι κάνει το σούργελο τώρα και θα έρθουμε να σε βρούμε» σχεδόν τον διέταξε και ο Λουδοβίκος εξαφανίστηκε χωρίς να περιμένει τίποτα άλλο.

«Μάριαν…» συνέχισε γυρίζοντας το πρόσωπο του προς το μέρος της ώστε να την κοιτάξει μέσα στα μάτια. «Σταμάτα να βασανίζεις τον εαυτό σου για ότι έγινε. Σημασία έχει το τώρα…» της είπε έντονα και η Μάριαν παίρνοντας μια βαθιά ανάσα την άφησε να βγει από μέσα της βαριά αποφεύγοντας το βλέμμα του.

«Είμαι μόνο εγώ ή έχεις και εσύ ώρες ώρες την αίσθηση ότι όλο αυτό που ζούμε είναι ένα όνειρο;… Χειρότερα! Ένας εφιάλτης» τον ρώτησε και ο Φράνσις έσμιξε τα φρύδια με απορία αιφνιδιασμένος.

«Έτσι νιώθεις;» την ρώτησε προσπαθώντας πολύ σκληρά να μην προδώσει τις σκέψεις του.

«Δεν ξέρω τι να νιώσω πια» παραδέχτηκε παραιτημένα κάτω από τον αναστεναγμό της. «Αλλά αν είναι όνειρο όλο αυτό ελπίζω να τελειώσει σύντομα» συνέχισε με πείσμα τρίβοντας το πρόσωπο της σαν να προσπαθούσε να ξυπνήσει απότομα και να διώξει αυτόν τον εφιάλτη από πάνω της.

«Έλα, πάμε να δούμε τι σκατά θα κάνουμε με την άλλη» της είπε κάτω από την ανάσα του ενώ την φίλαγε απαλά πάνω στην κορυφή του κεφαλιού της καθώς της χάιδευε παρηγορητικά την πλάτη.

«Πάμε» είπε και εκείνη αποφασιστικά κουνώντας θετικά το κεφάλι ενώ του γύριζε την πλάτη για να ανοίξει την πόρτα.

Ο Φράνσις, πιάνοντας έναν κεροστάτη από το τραπεζάκι που ήταν λίγο πιο μακριά από την πόρτα, την ακολούθησε και μόλις βγήκε από το δωμάτιο του έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω του.

«Πάντα είχα την απορία πως δεν σκεφτήκατε ποτέ να βάλετε κλειδαριά σε αυτές τις πόρτες. Είναι τόσο εύκολο να μπει κάποιος μέσα στα δωμάτια σας» μουρμούρισε ενώ κοίταζε μπροστά.

«Είναι ελάχιστοι που γνωρίζουν ότι υπάρχουν οι μυστικές πόρτες και αυτά τα μυστικά περάσματα. Άλλωστε είναι τόσο καλά φτιαγμένα που αν προσπαθήσεις να τα εξερευνήσεις χωρίς κάποιον που ξέρει που οδηγεί η κάθε στροφή, θα καταλήξεις να χαθείς εδώ μέσα και ίσως να πεθάνεις από ασιτία ή ακόμα χειρότερα από τον φόβο σου στην προσπάθεια να ξεφύγεις από το αιμοβόρο φάντασμα» είπε με νόημα πειράχτηκα και τον κοίταξε για να δει αν το έλεγε αλήθεια.

«Αιμοβόρο φάντασμα» επανέλαβε δύσπιστα.

«Δεν έτυχε ποτέ να ακούσεις τις ιστορίες που λένε για το πνεύμα του παππού στο κάστρο;» την ρώτησε με περιέργεια.

«Γιατί έτυχε να ακούσω και κάτι άλλο; Αφού δεν μου μίλαγε κανείς άλλος εκτός από εσένα και αυτό μόνο όταν ήμασταν στο ‘βασίλειο’ σου» του χτύπησε και ο Φράνσις μαράζωσε.

«Σωστά» μουρμούρισε και έστριψε σε ένα βαθούλωμα μπερδεύοντας την τελείως.

«Που πάμε;» τον ρώτησε παραξενευμένη.

«Νόμιζα ότι πρέπει να πάμε στο δωμάτιο της» δικαιολογήθηκε.

«Δεν της έδωσαν το δικό μου;» τον ρώτησε ξαφνιασμένη.

«Όχι εκείνο είναι κλειδωμένο γιατί έχει στοιχειωθεί από το πνεύμα σου που ζητάει εκδίκηση» της είπε με τα μάτια γουρλωμένα σαν να έλεγε μια τρομακτική ιστορία σε ένα μικρό παιδάκι.

«Πλάκα μου κάνεις» του είπε και εκείνος σμίγοντας τα χείλια του κούνησε το κεφάλι του αρνητικά ενώ συνέχιζε το βήμα του.  

«Μα ποιος διαδίδει τέτοιες βλακείες;» αναρωτήθηκε φωναχτά η Μάριαν και ο Φράνσις άρχισε να γελάει.

«Η αγαπημένη σου αντίζηλος. Φυσικά βοηθάει που και που και ο παππούς στον μύθο, βλέπεις δεν θέλει να πάρει καμία άλλη την κάμαρη σου» εξήγησε και η Μάριαν άρχισε να γελάει και εκείνη.

«Πάντως στο όραμα το δωμάτιο ήταν ίδιο με το δικό μου» εξήγησε.

«Μα φυσικά, η σκατοζηλιάρα ήθελε να είναι ακριβώς ίδιο ώστε να πάρει την ικανοποίηση ότι όχι μόνο κατάφερε να με κλέψει από σένα αλλά κατάφερε να πάρει και ότι άλλο είχες εσύ. Μέχρι και τα φορέματα σου απαίτησε να της ράψουν πάνω στα μέτρα της» της απάντησε εκείνος με άχτι και αηδία.

«Πραγματικά απορώ πως την άντεξες» είπε η Μάριαν με ειλικρίνεια.

«Μετά από εκείνη την φορά που μας έπιασες μαζί έμαθα το μάθημα μου και δεν την πλησίασα ποτέ ξανά όσο ήταν μόνη» της είπε και η Μάριαν ένιωσε ένα περίεργο πόνο να πιρουνιάζει τον στήθος της. 

«Δηλαδή είσαι ακόμα άρρωστος;» μουρμούρισε τόσο σιγανά που αν δεν είχε απόλυτη ησυχία ο φράνσις ποτέ δεν θα κατάφερνε να την ακούσει.

«Όχι. Όπως είπα, μετά από εκείνη την ημέρα έμαθα το μάθημα μου» της είπε και προσπαθώντας να κρύψει το χαμόγελο της τον κοίταξε δειλά.

«Μάλλον καλύτερα να μην ρωτήσω πόσους κάλους μετράς στις χούφτες σου» του είπε λίγο πειραχτικά και ο Φράνσις γελώντας με την καρδιά του έσμιξε τα χείλια του και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.

«Καλύτερα όχι» της επιβεβαίωσε και καθώς σταμάτησε μπροστά σε μια σκάλα απλώνοντας το χέρι που κράταγε τον κεροστάτη προς τα σκαλιά για να τα φωτίζει της έκανε χώρο για να περάσει πρώτη αλλά η Μάριαν αντί να το κάνει σταμάτησε μπροστά του και απλώνοντας το χέρι της προς το μέρος του άγγιξε απαλά το πρόσωπο του.

«Μάριαν μην το κάνεις αυτό…» την παρακάλεσε κλείνοντας τα μάτια του μην αντέχοντας να κοιτάει το βλέμμα της. «Σιχαίνομαι να με λυπούνται ιδικά εσύ» είπε με πικρία και πριν πει κάτι άλλο η Μάριαν αγκάλισε τον λαιμό του.


Πριν εκείνος αναρωτηθεί τι κάνει εκείνη άρχισε να τον φιλάει με τόσο πάθος που ο Φράνσις αυτόματα τύλιξε το ελεύθερο του χέρι γύρω από την μέση της και την τράβηξε κοντά του  για να μην σταματήσει για κανέναν λόγο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA