Η Μάριαν ρίχνοντας
μια τελευταία ματιά στα χρώματα του κήπου που μεγάλωσε, στα χρώματα του
ηλιοβασιλέματος που πάντα λάτρευε, πήρε μια βαθιά ανάσα. Έγειρε αργά προς τα
κάτω έπιασε την τσάντα της και άρχισε να ψάχνει για το μήλο της. Πιάνοντας το
στα χέρια της άφησε την τσάντα της να πέσει ξανά κάτω και αναστέναξε βαριά.
«Ή τώρα ή ποτέ»
μουρμούρισε και μόλις έκλεισε τα μάτια, πριν προλάβει ακόμα να κάνει την ευχή
της η μητέρα της το άρπαξε από το χέρι της και την σταμάτησε.
«Όχι περίμενε» της είπε
και η Μάριαν την κοίταξε μπερδεμένη. «Δεν μπορείς να πας έτσι» απάντησε στην
ανείπωτη ερώτηση της και πριν προλάβει να αντιδράσει η μητέρα της έκλεισε τα
μάτια και δάγκωσε το μήλο.
Μόλις τα ρούχα της,
τα μαλλιά της καθώς και τα παπούτσια της αυτόματα άλλαξαν η Μάριαν έβαλε το
χέρι της πάνω στο στήθος της και έγειρε μπροστά.
«Τι διάολο έκανες;»
αναφώνησε παλεύοντας να πάρει μια επαρκή ανάσα. «Γαμώτο είναι ακόμα πιο
χειρότερο από όσο το θυμόμουνα…» μουρμούρισε και προσπάθησε πάλι να σηκωθεί
όρθια για να καταφέρει να ανασάνει.
«Συγνώμη καρδιά μου
δεν μπορούσα να αντισταθώ, πάντα ήθελα να σε δω έτσι» της είπε απολογητικά η μητέρα
της και η Μάριαν την αγριοκοίταξε.
«Αν γίνω ποτέ
βασίλισσα το πρώτο πράγμα που θα καταργήσω είναι τον κορσέ» έφτυσε μέσα από τα
δόντια της ενώ ακόμα πάλευε να προσαρμοστεί στο νέο της λευκό φόρεμα.
«Είσαι σαν νύφη»
αναφώνησε εκστασιασμένη η μητέρα της και μόλις άνοιξε το ένα της μάτι και της
έριξε μια ματιά εκείνη άρχισε να τρέχει. «Μην κουνηθείς από εκεί» φώναξε και η
Μάριαν άρχισε να κουνάει το κεφάλι της απηυδισμένη.
«Άντε να δω τι άλλο
θα κάνω για σένα» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της κοιτώντας τον ουρανό
απευθυνόμενη όμως στον Φράνσις.
«Δεν θα μου χαλάσεις
το χατίρι» την παρακάλεσε ενώ κούναγε την φωτογραφική της μηχανή μπροστά της.
«Όχι δεν θα σου το
χαλάσω…» είπε παραιτημένη. «Έλα εδώ» την προέτρεψε.
Πιάνοντας την μηχανή
από τα χέρια της, την ετοίμασε την κράτησε ανάποδα για να τραβήξει και τις δύο
τους μαζί την αγκάλιασε από την μέση και καθώς χαμογέλασε πάτησε το κουμπί.
«Εντάξει τώρα;» την
ρώτησε ενώ την γύριζε προς το μέρος της αποφεύγοντας να κοιτάξει τον εαυτό της.
«Άλλη μια, άλλη μια»
είπε όλο χαρά εκείνη και πιάνοντας το κινητό της κόρης της στα χέρια της το
έτεινα για να το επαναλάβει.
«Θέλω να την έχεις
και εσύ» της εξήγησε και η Μάριαν χαμογελώντας της το έκανε αδιαμαρτύρητα.
Μόλις τελείωσαν με
της φωτογραφίες, χωρίς να κάνει και πάλι τον κόπο να κοιτάξει τον εαυτό της,
άνοιξε το τελευταίο μήνυμα του Μπας που είχε αποφύγει πριν.
‘Ξέρω ότι θα πάρεις
την σωστή απόφαση και ας με πονάει’
Έγραφε και η Μάριαν
χαμογέλασε θλιμμένα. Αχ βρε Μπας και που να ήξερες… σκέφτηκε μέσα της και πριν
κλείσει το κινητό αντί για απάντηση του έστειλε την φωτογραφία που είχε μόλις
τραβήξει με την μητέρα της αλλά πριν πατήσει το κουμπί αποστολής έμεινε
κοκαλωμένη να κοιτά τον εαυτό της.
«Μαμά τι πήγες και
έκανες;» ρώτησε εξαγριωμένη παρατηρώντας την κορώνα που φόραγε στο κεφάλι ενώ
σήκωσε την ματιά της να κοιτάξει την μητέρα της.
«Σε φαντάστηκα
βασίλισσα» είπε απολογητικά. «Συγνώμηηηη».
«Τεσπα… δεν μπορούμε
να το αλλάξουμε τώρα» είπε και καθώς πάτησε αποστολή για να στείλει την
φωτογραφία στον Μπας έκλεισε ξανά το κινητό τελείως.
«Δεν θα πούμε αντίο…»
είπε στην μητέρα της. «Όχι ακόμα» της έδωσε τον λόγο της και αρπάζοντας το μήλο
από το χέρι της έκλεισε τα μάτια.
‘Εύχομαι με όλη μου
την καρδιά να βρεθώ εκεί που είναι τώρα ο Φράνσις στο έτος….»
~*~*~*~*~*~*~*~
«Ω! σκατά… δεν πρέπει
να με βρει εδώ» αναφώνησε ο Φράνσις τρομοκρατημένος καθώς διάβαζε την ευχή που
έκανε η Μάριαν μέσα από το βιβλίο που γραφόταν η ιστορία της ενώ σηκώθηκε σαν
ελατήριο από την καρέκλα που καθόταν δίπλα από το κοιμισμένο σώμα της
αγαπημένης του.
«Τουλάχιστον πήρε την
σωστή απόφαση» του είπε με υπονοούμενο η βοηθός του παππού του και εκείνος την
αγριοκοίταξε.
«Καθυστέρησε την»
μούγκρισε και με αυτό εξαφανίστηκε.
~*~*~*~*~*~
«Περίμενε» φώναξε η
μητέρα της τραβώντας το χέρι της απότομα ώστε να μην προλάβει να δαγκώσει το
μήλο και η Μάριαν ανοίγοντας τα μάτια της την κοίταξε υπομονετικά. «Δεν μπορείς
να φύγεις έτσι» της είπε και η Μάριαν την κοίταξε ξαφνιασμένη.
«Γιατί τι άλλο έμεινε;»
ρώτησε παραξενευμένη.
«Δεν μπορείς να
φύγεις χωρίς να πάρεις το κινητό σου μαζί. Αν γυρίσεις πως θα μας ειδοποιήσεις;
Και σίγουρα θα χρειαστείς κάτι για να φυλάξεις το μήλο ώστε να μην το χάσεις»
είπε γρήγορα ενώ έτρεχε προς το εσωτερικό του σπιτιού της.
Η Μάριαν σκέφτηκε ότι
είχε δίκιο και πριν η μητέρα της γυρίσει εκτός από το κινητό της κράτησε στα
χέρια της και το πακέτο με τα τσιγάρα της μαζί με τον αναπτήρα. Προέβλεπε ότι
το ένα πακέτο δεν θα έφτανε εκεί που πήγαινε αλλά τώρα δεν μπορούσε να κάνει
κάτι γι’ αυτό. Τουλάχιστον ας το είχε για μια ώρα ανάγκης, όσο για τον
αναπτήρα, σίγουρα κάπου θα χρειαζόταν αλλά θα έπρεπε να θυμάται να τα κρατάει
κρυμμένα πριν τα δει κάποιος και χαλάσει η ισορροπία.
«Το βρήκα» αναφώνησε
η μητέρα της όλο χαρά και της έδειξε ένα άσπρο πουγκί με χρυσή αλυσίδα που δεν
θυμόταν να το είχε ξαναδεί.
«Τι είναι αυτό;» την
ρώτησε με περιέργεια την στιγμή που η μητέρα της έπαιρνε τα πράγματα που
κρατούσε από το χέρι της για να τα βάλει μέσα χωρίς να την κοιτά.
«Το είχα πάρει για
τον γάμο της ξαδέλφης σου, για εκείνο το άσπρο φόρεμα… θυμάσαι» της εξήγησε και
καθώς η Μάριαν κατένευσε εκείνη συνέχισε. «Αλλά δεν μου άρεσε τελικά και το
είχα καταχωνιάσει σε μια ντουλάπα. Πάλι καλά που δεν το πέταξα» είπε
ικανοποιημένη με τον εαυτό της και πιάνοντας την τσάντα από το χρυσό λουράκι το
πέρασε γύρω από τον καρπό της έκλεισε το περίεργο κούμπωμα και έκανε πιο πίσω
για να την κοιτάξει.
Η Μάριαν σηκώνοντας
το χέρι της είδε την χρυσή αλυσίδα να αγκαλιάζει τον καρπό της σαν μπρασελέ και
ανασήκωσε τα φρύδια της με έκπληξη. Πολύ βολικό… σχολίασε με αυτό δεν θα χρειάζεται
να κρατάει το πουγκί όλη την ώρα απλά εκείνο θα έμενε κρεμασμένο από τον καρπό
της.
«Καλό ταξίδι κόρη
μου» της είπε συγκινημένη.
«Ευχαριστώ μαμά, σε
ευχαριστώ για όλα. Να ξέρεις ότι ήσουν η καλύτερη μητέρα που θα μπορούσε να
ευχηθεί ποτέ μια κόρη να έχει» της ανταπέδωσε και μόλις την αγκάλιασε την
φίλησε στο μάγουλο και έκανε το μεγάλο άλμα.
Παίρνοντας μια βαθιά
ανάσα έκανε ξανά την ίδια ευχή και κρατώντας την ανάσα της δάγκωσε το μήλο.
Καθώς δεν ένοιωσε απόλυτος καμία αλλαγή άνοιξε τα μάτια παραξενευμένη. Βλέποντας
τα γαλήνια νερά της λίμνης που ήταν δίπλα στο κάστρο έκλεισε το στόμα της για
να μην φωνάξει δυνατά από την έκπληξη που ένιωσε. Τα είχε καταφέρει, είχε
γυρίσει πίσω αλλά τώρα; Τώρα τι κάνουν;… αναρωτήθηκε και πριν κάνει οτιδήποτε,
άνοιξε το πουγκί της έβαλε το μήλο της μέσα και καθώς το έκλεισε προσπάθησε να
κοιτάξει γύρω της. Με το που έκανε το πρώτο βήμα το παπούτσι της βρήκε στα
χαλίκια και η Μάριαν βρέθηκε φαρδιά πλατιά κάτω.
«Όχι πάλι» φώναξε
απελπισμένη και μόλις άκουσε ομιλίες έκλεισε το στόμα της με το χέρι για να
ακούσει.
«Κάποιος είναι εδώ…
πρέπει να φύγουμε» άκουσε μια γυναικεία τρομοκρατημένη φωνή και καθώς ανασήκωσε
το σώμα της προσπάθησε να κοιτάξει στο λιγοστό φως που έδινε ακόμα ο ήλιος που
είχε σχεδόν κρυφτεί.
«Είναι κανείς εδώ;»
ρώτησε η Μάριαν με την ελπίδα να είναι κανένας υπηρέτης ώστε να την βοηθήσει να
φτάσει μέχρι το κάστρο. «Σας παρακαλώ λίγη βοήθεια» προσπάθησε ξανά όταν δεν πήρε
απάντηση και άκουσε τα φυλλώματα να κουνιούνται από κάπου δίπλα της. «Μην φεύγετε
σας παρακαλώ» ικέτεψε ενώ πάλεψε να σηκωθεί με χωρίς μεγάλη επιτυχία.
«Μεγαλειοτάτη» άκουσε
κάποιον να λέει με σπαστά Γαλλικά πίσω της και μόλις έγειρε το κεφάλι της προς
τα πίσω είδε ένα μικρό παιδί γύρω στα δεκαπέντε να κάνει μια υπόκλιση.
«Σε ικετεύω μην με
προσκυνάς και μπορείς να με φωνάζεις…» την στιγμή που πήγε να πει το όνομα της
το μετάνιωσε και συμπλήρωσε. «…Μάργκαρετ. Τώρα μήπως μπορείς να με σηκώσεις
γιατί φοβάμαι ότι δεν θα τα καταφέρω μόνη μου» του είπε ενώ ανακάθισε ξανά και
εκείνος έσπευσε αμέσως να υπακούσει την προσταγή της.
«Είσαστε καλά;
Χτυπήσατε πουθενά;» ρώτησε με αγωνία ενώ της έτεινε το χέρι του και καθώς έφερε
την τεράστια φούστα μαζί με το φουρό πιο πάνω για να απεγκλωβίσει τα πόδια της,
πριν προλάβει να του απαντήσει πρόσεξε τα γυάλινα γοβάκια που φορούσε.
«Γυάλινα γοβάκια;
Σοβαρά τώρα;» ρώτησε τον ίδιο της τον εαυτό και πριν προσπαθήσει να σηκωθεί τα
έβγαλε από τα πόδια της και έτεινε το χέρι της στον νεαρό.
«Ελπίζω να μην σου
πέσω βαριά» απάντησε στο παραξενευμένο βλέμμα του νεαρού και η περιέργεια του
έγινε μεγαλύτερη. «Άστο, είναι ολόκληρη ιστορία τι να σου εξηγώ τώρα» του απάντησε
πιστεύοντας ότι η απορία που έβλεπε στο βλέμμα του ήταν ίσως για τα γοβάκια ή ίσως
για το πώς βρέθηκε εδώ; Ότι και να αναρωτιόταν αυτή η απάντηση κόλλαγε σε όλα
του ερωτηματικά ταυτόχρονα.
«Έχετε έρθει για το
γαμήλιο χορό;» την ρώτησε διστακτικά μόλις κατάφερε με μεγάλο κόπο να την
σηκώσει και η Μάριαν τον κοίταξε σοκαρισμένη.
«Ο γάμος είναι
σήμερα;» είπε πριν το σκεφτεί και αμέσως προσπάθησε να το διορθώσει αλλά την
πρόλαβε το παλικάρι που την βοήθαγε τώρα να πάει σε ένα πιο στρωτό σημείο για
να βάλει ξανά τα παπούτσια της.
Μα γυάλινα γοβάκια;
Χριστέ μου βρε μαμά τι σκεφτόσουν;… γκρίνιαξε μέσα της ενώ πάλευε να κρατήσει
τις πονεμένες της κραυγές για τον εαυτό της καθώς πάλευε να ισορροπήσει πάνω
στα πονεμένα της πέλματα.
«Όχι σήμερα είναι ο
χορός όπου θα δώσει επίσημα η βασίλισσα την ευχή της στον πρίγκιπα Φράνσις και
την Λαίδη Κένα» εξήγησε εκείνος πρόθημα και η Μάριαν ένιωσε για μια στιγμή να
ανακουφίζεται αν και δεν καταλάβαινε τον λόγο αφού στην ουσία δεν είχε και
μεγάλη διαφορά. «Αύριο είναι ο γάμος» συμπλήρωσε και η Μάριαν σταμάτησε το
βήματα της.
Μα τι στο διάολο κάνω
εδώ;… ούρλιαξε μέσα της και κοίταξε ξανά γύρω της.
«Είσαστε καλά;» την
ρώτησε ο εξυπηρετικός της βοηθός και η Μάριαν αναστέναξε απελπισμένα.
«Ξέρεις κάτι…;» είπε
ερωτηματικά και εκείνος συμπλήρωσε το όνομα του.
«Πετίτο, μεγαλειοτάτη
μου».
«Αχ να χαρείς σταμάτα
να με λες έτσι…» ξεκίνησε απαυδισμένη αλλά μόλις συνειδητοποίησε τι όνομα είχε
πει αλλά και την προφορά του, σταμάτησε. «Πετίτο; Ο γιος του Μάλιου Ντεσπόζα;»
ρώτησε σοκαρισμένα.
«Μάλιστα
μεγαλειοτάτη» επιβεβαίωσε εκείνος ξαφνιασμένος που ήξερε τον πατέρα του.
«Λοιπόν Πετίτο, αν με
ξαναπείς μεγαλειοτάτη θα σφυρίξω στους ανωτέρους σου ότι κρύβεσαι στα δέντρα με
μια μικρούλα ξηγημένη;» αντέδρασε πιο σκληρά από όσο θα ήθελε και μόλις εκείνος
έκανε αμυντικά πιο πίσω η Μάριαν κλείνοντας τα μάτια της έβρισε από μέσα της
και προσπάθησε ξανά.
«Συγνώμη ειλικρινά
δεν το εννοούσα αλλά σε ικετεύω μην με λες έτσι εντάξει;» τον παρακάλεσε πιο
απαλά ενώ τον κοίταζε ικετευτικά στα μάτια και εκείνος κατένευσε.
«Που πάμε τώρα;»
αναρωτήθηκε φωναχτά και κοίταξε ξανά για λίγο γύρω της.
«Από εδώ» της είπε
πρόθυμα ο Πετίτο και μόλις τα πόδια της πάτησαν το χώμα ένιωσε τέτοια
ανακούφιση που δεν περιγραφόταν.
«Εντάξει, τώρα
πιστεύω ότι μπορώ να περπατήσω και μόνη μου» του είπε ενώ κρατώντας το χέρι
του, άφησε τα παπούτσια στο έδαφος και προσπάθησε να καθαρίσει τις πατούσες της
με το χέρι πριν τα φορέσει ξανά.
«Αφήστε με να σας
βοηθήσω» προθυμοποιήθηκε εκείνος βγάζοντας ένα μαντίλι από την τσέπη του.
«Ούτε να το
διανοηθείς» αναφώνησε ενώ του άρπαζε το μαντίλι από το χέρι και έσκυψε για να
συνεχίσει αυτό που ήδη έκανε. «Δόξα τον θεό μια χαρά χεράκια έχω» συνέχισε και
ο Πετίτο έμεινε ακίνητος να την κοιτά χωρίς να ξέρει τι να πει.
«Έτοιμη» είπε μετά
από λίγο και με την βοήθεια του Πετίτο ίσιωσε και καθάρισε το φόρεμα από τα
πετραδάκια που είχαν μείνει στις πτυχές της φούστας.
«Δεν έχω λόγια να σε
ευχαριστήσω. Ήσουν πολύ εξυπηρετικός αλλά τώρα μπορώ να τα καταφέρω και μόνη
μου» του είπε για να τον αποδεσμεύσει αλλά εκείνος δεν κουνιόταν από την θέση
του. «Συμβαίνει κάτι;» τον ρώτησε με περιέργεια.
«Λυπάμαι αλλά δεν
μπορώ να σας αφήσω εδώ μόνη και απροστάτευτη» είπε απολογητικά.
«Και ποιος το λέει
αυτό;» τον ρώτησε παραξενευμένη.
«Η συνείδηση μου» της
απάντησε εκείνος και συνέχισε να μένει εκνευριστικά ακίνητος μπροστά της
περιμένοντας τις προσταγές της.
«Δεν πρόκειται να με
αφήσεις ήσυχη αν δεν με πας σε ένα ασφαλές μέρος» είπε δυνατά την διαπίστωση
της.
«Όχι μεγαλιοτά…»
κοιτώντας τον έντονα εκείνος έκοψε την φράση του στην μέση αλλά δεν την
συμπλήρωσε με κάτι άλλο.
«Μάργκαρετ… είναι
Μάργκαρετ και αν πράγματι θες να με συνοδεύσεις τότε άρχισε να χωνεύεις» του
δήλωσε αμετάκλητα και ο Πετίτο τα παράτησε.
«Μάλιστα Λαίδη
Μάργκαρετ».
«Λαίδη;» τον ρώτησε με
δυσπιστία και καθώς εκείνος την κοίταξε απολογητικά συνέχισε. «Έστω…» είπε
στριφογυρίζοντας τα μάτια της απηυδισμένη και τελικά τον άφησε να την οδηγήσει
πίσω στο κάστρο.
«Αν δεν κάνω λάθος ο
πατέρας σου ήταν πολύ πλούσιος γαιοκτήμονας, εσύ τι κάνεις εδώ και μάλιστα με
ρούχα υπηρέτη;» τον ρώτησε με πραγματική περιέργεια.
«Ο πατέρας μου πέθανε
πριν εννέα χρόνια και εγώ ήμουν ο μόνος που μπορούσα να συνεχίσω την δουλειά
του αλλά ήμουν μόλις έξη χρονών και δεν ήξερα τίποτα από αυτά» εξήγησε και η
Μάριαν τον κοίταξε με πόνο στα μάτια.
«Λυπάμαι τόσο πολύ.
Θα πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο για σένα» είπε καταλαβαίνοντας τα πόσα θα
τράβηξε.
«Δεν ήταν και τόσο
άσχημα. Η βασίλισσα προθυμοποιήθηκε να αγοράσει τα κτήματα…»
«Για ένα ξεροκόμματο
φαντάζομαι» σχολίασε ειρωνικά με χολή. Ο Πετίτο προσποιούμενος ότι δεν την
άκουσε συνέχισε.
«Και πρότεινε στην
μητέρα μου να με κρατήσει στις υπηρεσίες της μέχρι να είμαι σε ηλικία να
καταφέρω να αγοράσω πίσω τα κτήματα…»
«Την δεκαπλάσια τιμή
είμαι σίγουρη» συμπλήρωσε το ίδιο πικρόχολα.
«Για να μπορούν να
έχουν η μητέρα μου και τα αδέλφια μου μια στέγη και φαγητό» κατέληξε Πετίτο και
η Μάριαν κούνησε το κεφάλι της αρνητικά χωρίς να το πιστεύει.
«Να ένας λόγος για να
γίνει σήμερα κάποια βασίλισσα» μουρμούρισε στον εαυτό της.
«Συγνώμη;» την ρώτησε
σαν να μην είχε ακούσει καλά.
«Τίποτα…» του
απάντησε κουνώντας το κεφάλι της αρνητικά και για το υπόλοιπο της διαδρομής
έμεινε στην σιωπή.
Μόλις έφτασαν στην
αυλή που οδηγούσε μέσα στην τεράστια αίθουσα όπου γινόταν ο χορός η καρδιά της
Μάριαν αυτόματα σταμάτησε να χτυπά.
«Μεγα… Εεε Λαίδη
Μάργκαρετ;» ρώτησε ο Πετίτο από το ξαφνικό της πάγωμα και η Μάριαν γύρισε να το
κοιτάξει.
«Σε ευχαριστώ Πετίτο
δεν θα σε χρειαστώ άλλο» είπε επίσημα καθώς γύριζε την ματιά της ξανά στην
ανοιχτή μπαλκονόπορτα.
«Όπως επιθυμείτε»
είπε εκείνος και κάνοντας μια υπόκλιση έκανε να φύγει.
«Πετίτο» τον
σταμάτησε και γυρίζοντας προς το μέρος της έμεινε να ακούσει την προσταγή της.
«Πραγματικά σε ευχαριστώ για ότι έκανες και να ξέρεις, ότι μου είπες, δεν θα το
ξεχάσω ποτέ» του υποσχέθηκε και έμεινε για λίγο να την κοιτά χωρίς να
καταλαβαίνει τι εννοεί. «Πήγαινε στην δουλειά σου» τον αποδέσμευσε πιο μαλακά
και εκείνος αμέσως υπάκουσε.
Μένοντας μόνη της δεν
είχε ιδέα τι να κάνει. Η απόσταση που την χώριζε από τον αγαπημένος της ήταν
μόνο μερικά βήματα μακριά αλλά στην ίδια απόσταση θα ήταν και εκείνη, η μητέρα
του. Πως θα κατάφερνε να περάσει απαρατήρητη από τα αετίσια της μάτια;
«Κουράγιο Μάριαν,
κουράγιο… γλύτωσες από τα νύχια της μια φορά μπορείς να τα καταφέρεις και πάλι»
είπε στον εαυτό της και καθώς άφησε με βία την ανάσα της να βγει από μέσα της
άρπαξε την τεράστια φούστα της στα χέρια και άρχισε να ανεβαίνει τα μοναδικά
σκαλιά που την χώριζαν από εκείνον.
Ο Φράνσις λίγο πιο
πίσω της, ακούγοντας τα τελευταία της λόγια χαμογέλασε ικανοποιημένος και
αφήνοντας λίγη απόσταση ανάμεσα τους άρχισε να την ακολουθεί.
Η Μάριαν, μόλις
ανέβηκε το τελευταίο σκαλί, άφησε την φούστα της ξανά να πέσει. Στρώνοντας το
ύφασμα όσο καλύτερα μπορούσε, έβαλε το χέρι πάνω στην κοιλιά της και πήρε
μερικές ακόμα ανάσες για να καταφέρει να πάρει κουράγιο.
«Μπορείς να τα
καταφέρεις, πόσο δύσκολο είναι πια;» αναρωτήθηκε φωναχτά και άρχισε να κάνει τα
πρώτα της βήματα ακριβώς όπως της είχε μάθει η δασκάλα της, η μαντάμ ‘Ο
μοντιέ’.
Πόσο μου λείπεις τώρα
να ήξερες… μουρμούρισε μέσα της με πόνο αλλά δεν άφησε τον πόνο που ένιωσε να
την καταβάλει.
Φτάνοντας μπροστά
στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα, έμεινε στο πλάι και γέρνοντας το κεφάλι έριξε μια κλεφτή
ματιά. Μόλις είδε όλο εκείνον τον κόσμο που ήταν μαζεμένος έκανε το κεφάλι της
πιο πίσω και έκλεισε τα μάτια.
Θάρρος Μάριαν,
θάρρος… φώναξε στον εαυτό της και έριξε άλλη μια κλεφτή ματιά. Και που στο
διάολο να το βρω;… απάντησε στον εαυτό της. Ισιώνοντας το σώμα της σήκωσε το
κεφάλι ψηλά και έκανε τα τελευταία της βήματα.
Την στιγμή που το παπούτσι
της πάτησε στο καλογυαλισμένο πάτωμα το πόδι της αυτόματα γλίστρησε και πριν
προλάβει να βρεθεί στο πάτωμα πιάστηκε από όπου βρήκε.
«Για τον θεό! Τι
νομίζεται ότι κάνετε;» έσκουξε μια στραβομούτσουνη με μια τεράστια ψεύτικη ελιά
στο μάγουλο ενώ προσπαθούσε να τραβήξει το χέρι της μακριά από το σφιχτό
κράτημα της Μάριαν που βρισκόταν πια στο πάτωμα και την κοίταζε προσπαθώντας
πολύ σκληρά να μην γελάσει με την εμφάνιση της.
Που είσαι ρε Μπας να
το δεις αυτό; Εσύ σίγουρα θα ήξερες τι να της απαντήσεις… σκέφτηκε ενώ πάλευε
να σηκωθεί ξανά χωρίς να της αφήνει το χέρι.
«Μα τι νομίζεται ότι
κάνετε;» απαίτησε ξανά να της πει η καρακάξα ενώ τίναξε το χέρι της για να της
το αφήσει η Μάριαν.
«Εντυπωσιακή είσοδο;»
μουρμούρισε και καθώς της το άφησε εκείνη κουνώντας την βεντάλια της άρχισε να
φεύγει τελείως εκνευρισμένη. «Λίγη βοήθεια;»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου