Βλέποντας την Κλερ να
κάθετε μαζί με τον Τότο στις καρέκλες που ήταν απέναντι από την γραμματέα η
καρδιά μου κόντεψε να σπάσει. Φαινόταν τόσο διαλυμένη που δεν είχα ιδέα τι να
κάνω για να την παρηγορήσω. Με την σκέψη ότι είχαν ήδη πάρει την απόφαση τους
πλησίασα με γρήγορα βήματα. Πετώντας τον σάκο μου στο πάτωμα, έκατσα δίπλα της
και της έπιασα αμέσως το χέρι. Εκείνη κοιτώντας με κούνησε το κεφάλι της
αρνητικά.
Δηλαδή αυτό ήταν; Όλα
είχαν πράγματι τελειώσει;
«Απλά περιμένουμε»
εξήγησε ο Τότο αυτό που εκείνη δεν μπορούσε να πει με λέξεις και πήρα μια βαθιά
ανάσα.
Οπότε δεν είχε τελειώσει
τίποτα ακόμα.
«Θα το ξεπεράσουμε
και αυτό» της είπα πιστεύοντας το ακράδαντα. «Ότι και να γίνει, θα το
ξεπεράσουμε» συνέχισα με περισσότερο πείσμα και καθώς εκείνη κατένευσε
γέρνοντας το κεφάλι της προς τα κάτω για να αποφύγει το βλέμμα μου, άπλωσα το
χέρι μου προς το μέρος της και ακουμπώντας απαλά το μάγουλο της την έφερα πιο
κοντά μου.
Ακουμπώντας τα χείλια
μου πάνω στο μέτωπο της έφριξα τελείως.
«Γαμώτο Κλερ, ψήνεσαι
πάλι» είπα με αγανάκτηση και ξεφυσώντας έπιασα τον σάκο μου από το πάτωμα.
«Πάλι;» επανέλαβε ο
Τότο ενώ την κοίταζε έντονα καθώς εγώ έπιανα το μπουκαλάκι με τα αντιπυρετικά
από την μπροστινή θήκη της τσάντας μου.
«Όλο το βράδυ χτύπαγε
σαραντάρια» εξήγησα εγώ ενώ ρίχνοντας ένα χάπι μέσα στην παλάμη μου το έτεινα
προς το μέρος της.
«Και δεν έκανες τον
κόπο να με πάρεις τηλέφωνο επειδή;» την μάλωσε αυστηρά και κούνησα το κεφάλι
μου απηυδισμένος.
«Πιστεύεις ότι είναι
η κατάλληλη ώρα γι’ αυτό;» τον ρώτησα κοιτώντας τον με νόημα στα μάτια και
εκείνος προς μεγάλη μου έκπληξη τα παράτησε αλλά μόνο προς στιγμήν.
Μόλις η Κλερ,
αποφεύγοντας τις ματιές μας, πήρε το χάπι από το χέρι μου και το έβαλε στο
στόμα της, έπιασα μπουκάλι με το νερό από την τσάντα μου και ανοίγοντας το της
το έδωσα. Την στιγμή που άρχισε να πίνει το νερό για να κατεβάσει το χάπι η
ματιά της καρφώθηκε πάνω στην γραμματέα που κλείνοντας το τηλέφωνο σηκώθηκε να
πάει προς την πόρτα που ήταν το συμβούλιο.
«Τι πήγες και
έκανες;» με κατηγόρησε σκληρά με σιγανή φωνή ώστε να μην ακουστεί μόλις η πόρτα
έκλεισε ξανά και την κοίταξα με περιέργεια. «Πως σου ήρθε και ανακάτεψες και
την μητέρα σου σε αυτό;» εξήγησε τι εννοούσε και την κοίταξα βαθιά στα μάτια.
«Μπορείς σε παρακαλώ
να μην ανησυχείς για λάθος πράγματα;» την παρακάλεσα αλλά εκείνη δεν άκουγε
κουβέντα. Πραγματικά είχε γίνει έξω φρενών.
«Για λάθος πράγματα;
Ξέρεις τι πρόκειται να γίνει αν καταλάβουν ότι τους είπες ψέματα;».
«Δεν θα καταλάβουν
τίποτα. Η μητέρα μου θα τους τα επιβεβαιώσει όλα» της είπα με σιγουριά και
έσμιξε τα φρύδια της με απορία.
«Ενώ μου είχες
υποσχεθεί ότι δεν θα πεις τίποτα εσύ πήγες…»
«Όχι, δεν της είπα
τίποτα…» την έκοψα με την μια κατηγορηματικά. «Αλλά μετά από αυτό, κάποια
στιγμή, πρέπει να δώσουμε εξηγήσεις» της είπα με νόημα και σμίγοντας τα χείλια
της κούνησε το κεφάλι της θετικά χωρίς να μπορεί να πει κάτι.
Τα είχα κάνει σκατά,
έπρεπε να το παραδεχτώ αλλά τι άλλο να έκανα; Ήθελα απλά να την υπερασπιστώ, αν
έλεγα την αλήθεια τότε όλα θα πήγαιναν στράφι, δεν μπορούσε να το καταλάβει;
Μόλις η γραμματέας
βγήκε ξανά από την αίθουσα συνεδριάσεων και μας πλησίασε, αυτόματα σηκωθήκαμε
και οι τρεις.
«Δεν χρειάζεται να
περιμένετε εδώ. Μόλις βγει η απόφαση θα σας καλέσουμε για να σας την
ανακοινώσουμε» είπε προς την Κλερ και πριν συνεχίσει γύρισε την ματιά της προς
το μέρος μου. «Είσαστε ο κύριος Τρέβορ, σωστά;» ρώτησε και καθώς κατένευσα
συμπλήρωσε. «Καλό θα είναι να μην απομακρυνθείτε, ίσως θα χρειαστούμε
συμπληρωματική κατάθεση από εσάς» με ενημέρωσε και κοίταξα για λίγο την Κλερ.
«Αν χρειαστείτε
τίποτα, σε δέκα λεπτά θα είμαι πίσω».
Πριν απαντήσει
κοίταξε την Κλερ σε τι κατάσταση ήταν και μετά γύρισε την ματιά της ξανά προς
τα εμένα.
«Εντάξει» συμφώνησε
τελικά και μας άφησε να φύγουμε.
Στον γυρισμό η Κλερ
δεν έβγαλε άχνα. Όσο περισσότερο την κοίταζα τόσο περισσότερο πίστευα ότι εκείνη
ήδη πίστευε ότι όλα είχαν τελειώσει. Δεν είπα τίποτα γιατί δεν ήθελα να την
πιέσω. Προτεραιότητα είχε να πέσει ο πυρετός και μια διαφωνία αυτήν την στιγμή
δεν νομίζω ότι θα βοηθούσε και τόσο. Ο Τότο ευτυχώς δεν μας είχε ακολουθήσει.
Είχαμε συμφωνήσει να τον πάρουμε τηλέφωνο για να τον ενημερώνουμε για την
κατάσταση της υγείας της και εκείνος μας έδωσε τον λόγο του ότι θα μας
ενημέρωνε για οτιδήποτε νεότερο είχε από το κολέγιο.
Η ώρα πέρναγε
απελπιστικά αργά. Από την μια ο πυρετός δεν έλεγε να πέσει με τίποτα, από την
άλλη ούτε η μητέρα μου αλλά ούτε και ο Τότο δεν έλεγαν να μας πάρουν τηλέφωνο
για να μας ενημερώσουν για το τι γίνετε. Και καλά ο Τότο, ίσως να μην είχε
ακόμα κάποιο νεότερο, αλλά η μητέρα μου; Εκείνη γιατί δεν με έπαιρνε; Τώρα
σίγουρα θα είχαν μιλήσει μαζί της.
Από την στιγμή που
γυρίσαμε στο σπίτι δεν έφυγα από δίπλα της. Το πάλευα να κρατήσω τα μάτια μου
ανοιχτά αλλά προφανώς δεν τα κατάφερα και πολύ καλά. Όταν ένιωσα το σκούντημα
της και την βαθιά σχεδόν άψυχη φωνή της να με φωνάζει πετάχτηκα στην κυριολεξία
επάνω. Μας πως κατάφερα να κοιμηθώ;
«Τι; Τι έγινε;»
ρώτησα με αγωνία ενώ αμέσως έβαλα το χέρι μου πάνω στο μάγουλο της για να
ελέγξω την θερμοκρασία της.
«Χτυπάει η πόρτα και
το τηλέφωνο σου, δεν τα ακούς;» με ρώτησε κουρασμένα σαν να μην είχε την δύναμη
να πει έστω και αυτές τις λίγες λέξεις.
«Με πήρε ο ύπνος»
μουρμούρισα απολογητικά και αμέσως σηκώθηκα για να πάω να δω ποιος είναι
ξεχνώντας τελείως να ελέγξω τις κλείσεις στο κινητό μου. «Κοιμήσου εσύ
εντάξει;» την ρώτησα και καθώς κατένευσε κατάκοπη έκλεισε τα μάτια της ξανά.
Βγαίνοντας στον
διάδρομο άκουσα να ξεκλειδώνει η πόρτα και πάγωσα. Μόνο μια είχε τα κλειδιά του
διαμερίσματος μου και αυτή δεν ήταν άλλη από την μητέρα μου. Καθώς προσπάθησα
να τρέξω προς το μέρος της εκείνη είχε ήδη προλάβει να κλείσει την πόρτα και να
έρθει προς τον διάδρομο.
«Μαμά» είπα με
κομμένη την ανάσα και μόλις τα μάτια της αντίκρισαν τα δικά μου άνοιξαν
διάπλατα σοκαρισμένα.
«Κρίστοφερ;» ρώτησε
πνιγμένα και πριν προλάβω να πω οτιδήποτε εκείνη άρχισε να ωρύετε.
«Τι στο διάολο
συμβαίνει εδώ;» απαίτησε να μάθει με την φωνή της να βγαίνει τσιριχτή και
δυνατή.
Ωχ… για να φτάσει η
μητέρα μου στο σημείο να βρίζει τα πράγματα δεν είναι καλά… δεν είναι καθόλου
καλά.
«Θα σου εξηγήσω, σου
το υπόσχομαι θα σου τα πω όλα, αλλά σε παρακαλώ μην φωνάζεις» την παρακάλεσα
ενώ καθώς βρέθηκα ακριβώς μπροστά της για να την σταματήσω εκείνη με κοίταξε
αγριεμένα.
«Να μην φωνάζω; Να
μην φωνάζω;» επαναλάμβανε χωρίς να είναι ικανή να το πιστέψει.
«Σε παρακαλώ μαμά,
για χάρη μου, κράτα την ψυχραιμία σου και θα σου τα εξηγήσω όλα» έκανα μια
ύστατη αλλά μάταιη προσπάθεια αλλά ήταν ήδη αργά, είχε πια ξεπεράσει κάθε της
προσωπικό όριο.
«Πρώτα μαθαίνω ότι
μαθαίνω, μετά έρχομαι εδώ και σε βλέπω σε αυτά τα χάλια και τώρα με παρακαλάς
και από πάνω να παραμείνω ψύχραιμη; Πως μπορώ να μείνω ψύχραιμη μετά από όλα
αυτά μου λες;» αναφώνησε και δεν είχα ιδέα τι άλλο να κάνω. Να πω ότι δεν είχε
δίκιο; Ψέματα θα ήταν.
«Μαμά…» προσπάθησα να
την πίσω να βγούμε τουλάχιστον έξω στην αυλή ώστε να μην ταράξουμε την Κλερ
αλλά δεν πρόλαβα.
«Κρις… δεν πειράζει»
άκουσα την Κλερ πίσω μου να λέει και καθώς γύρισα προς το μέρος της έμεινα
κοκαλωμένος να την κοιτώ.
Είχε χάσει πια
τελείως το χρώμα της. Απορούσα πως κατάφερνε να στέκεται ακόμα όρθια παρόλο που
στηριζόταν στον τοίχο για να μην πέσει.
«Κλερ;» ρώτησε η
μητέρα μου για να σιγουρευτεί ότι ήταν εκείνη λες και αδυνατούσε να την
αναγνωρίσει. «Ο Χριστός και η Παναγία. Παιδί μου τι έπαθες; Ποιος σου το έκανε
αυτό;» την ρώτησε ενώ με τα χέρια της απλωμένα μπροστά ήταν έτοιμη να τρέξει
για να την πιάσει στην περίπτωση που εκείνη σωριαζόταν στο πάτωμα.
«Μπορώ να σας
εξηγήσω. Θα σας πω τα πάντα» της υποσχέθηκε και η μητέρα μου βρέθηκε σε μεγάλο
δίλλημα.
«Κλερ, δεν
χρειάζεται…» δεν με άφησε να συνεχίσω.
«Όχι Κρις, είναι η
μητέρα σου, έχει κάθε δικαίωμα να ξέρει» επέμενε εκείνη.
«Κλερ, από εχθές το
βράδυ έχεις λιώσει στον πυρετό, μπορεί να περιμένει» την παρακάλεσα και η
μητέρα μου με κοίταξε ανήσυχα.
«Όχι, μπορώ να το
κάνω. Ήρθε ο καιρός να δώσουμε ένα τέλος σε αυτό και αυτό θα γίνει τώρα» είπε χωρίς
να δέχεται αντίρρηση γι’ αυτό και καθώς σήκωσε το ανάστημα της και προσπάθησε
να κάνει ένα βήμα προς το μέρος μας δεν άντεξα και έτρεξα κοντά της.
«Είσαι σίγουρη γι’
αυτό;» την ρώτησα για τελευταία φορά ενώ πέρασα το χέρι μου γύρω από τους ώμους
της και της κράτησα το αριστερό της χέρι για να την βοηθήσω. Καθώς εκείνη
κατένευσε αποφασιστικά τα παράτησα.
«Μαμά; Μπορείς να
φέρεις μια κουβέρτα;» την ρώτησα παρακλητικά και χωρίς δεύτερη σκέψη εκείνη
έσπευσε να πιάσει μια από το ντουλάπι ενώ εγώ οδηγούσα την Κλερ προς το καναπέ
του σαλονιού.
«Τι ήταν αυτό που
πέταξες πάλι;» της ψιθύρισα στο αυτί την στιγμή που η μητέρα μου δεν μπορούσε
να μας ακούσει και γυρίζοντας την ματιά της προς το μέρος μου κοίταξε με νόημα.
Δεν χρειαζόντουσαν τα
λόγια για να καταλάβω τι ήθελε να μου πει. Και εγώ καρδιοχτυπούσα για το πώς θα
αντιδρούσε η μητέρα μου μπροστά στην αλήθεια, αλλά ξέροντας την μητέρα μου είχα
μια ελπίδα να μας καταλάβει και να μας συγχωρήσει, η Κλερ όμως δεν είχε καμία
ελπίδα.
Μόλις την έβαλα να
καθίσει η μητέρα μου αυτόματα τύλιξε γύρω της την κουβέρτα που κράταγε στα
χέρια της.
«Κορίτσι μου…» προσπάθησε
να της αλλάξει γνώμη αλλά εκείνη ήταν ανένδοτη.
«Μπορώ να το κάνω»
την διαβεβαίωσε και μόλις η μητέρα μου μού έριξε μια φευγαλέα ματιά τελικά
έσυρε μια καρέκλα κοντά της και έκατσε απέναντι της.
«Μήπως θέλετε να φέρω
κάτι;» ρώτησα επιφυλακτικά και η μητέρα μου κατένευσε.
«Λίγο νερό θα ήταν
ότι έπρεπε» είπε αμέσως και έτρεξα να πάω να φέρω.
Η Κλερ δεν έχασε
λεπτό. Με το που απομακρύνθηκα κατευθείαν ξεκίνησε.
«Αρχικά, αν και είμαι
σίγουρη ότι το ξέρετε ήδη, θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι το πραγματικό μου
όνομα δεν είναι Κλερ Αλβάρες αλλά Έιντζελ Ντόνοβαν. Η Κλερ Αλβάρες ήταν η
μητέρα μου…» εξήγησε και της έριξα μια ματιά πριν πάρω στα χέρια μου τα δύο
ποτήρια που ήδη τα είχα γεμίσει με νερό.
«Χρησιμοποιώ το δικό
της όνομα, γιατί το πραγματικό μου μού φέρνει αναμνήσεις από τον πατέρα μου που
δεν θέλω να θυμάμαι» συνέχισε και καθώς η μητέρα μου κατένευσε με κατανόηση
εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε πιο αποφασιστικά.
Της είπε τα πάντα…
για τον πατέρα της, τα πρώτα χρόνια της ζωής της, όλες εκείνες τις στιγμές που
έζησε μαζί του στις χαρτοπαικτικές λέσχες, το βράδυ του βιασμού της αλλά δεν
σταμάτησε εκεί. Περιγράφοντας την ζωή της από εκείνο τον βράδυ και έπειτα, μαζί
με την μητέρα μου έμαθα διάφορες λεπτομέρειες που με έκαναν να μπω στον κόσμο
της ακόμα πιο βαθιά. Ο τρόπος που την βοήθησε ο Τότο να ξεπεράσει εκείνο το
περιστατικό ήταν πραγματικά λίγο βάναυσος αλλά ίσως και απαραίτητος. Φυσικά τον
δικαιολογούσε για τα πάντα, έλεγε ότι εκείνη το είχε ανάγκη γιατί αλλιώς δεν θα
κατάφερνε ποτέ να βγει από το καβούκι όπου είχε κλειστεί αλλά δεν ήξερα αν είχε
δίκιο ή όχι. Φέρνοντας στην μνήμη μου εκείνη την βραδιά που με είχε πάει να δω
τον αγώνα της και σε τι κατάσταση είχε βγει ο Τότο μετά από τον τσακωμό τους θα
μπορούσα να πω ότι δεν είχε δίκιο να της δήξει αυτόν τον τρόπο ζωής, όμως καθώς
σκεφτόμουν τα λόγια της όταν αναφέρθηκε στον άλλο της αδελφό και πως εκείνος
την βοήθησε να εξωτερικευτεί τότε μέσα μου ίσως και να δικαιολογούσα την πράξη
του Τότο. Πραγματικά δεν μπορούσα να αποφασίσω.
Όταν της περιέγραψε
τα συναισθήματα της για εκείνον το φίλο του Τότο που κατάφερε να την πλησιάσει,
δεν μπορώ να πω ότι δεν ζήλεψα. Ήταν το πρώτο της σκίρτημα, 0 πρώτος της έρωτας
που όταν κατάφερε τελικά να εκδηλωθεί εκείνη ένιωσε να αναγεννιέται. Δύο χρόνια
πάλευε με τον εαυτό της να καταφέρει να αφήσει τον εαυτό της ελεύθερο ώστε να
του δοθεί και ακόμα και εκείνο το βράδυ, όταν τελικά αφέθηκε για να το κάνει,
υπέφερε σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό. Όσο και να ήταν ερωτευμένη μαζί του… είπε αυτολεξεί…
η σαρκική τους ένωση, για εκείνην ήταν ένα μαρτύριο. Η διαφορά ήταν ότι
εκείνος, παρόλο που ήξερε για εκείνη, την άγγιζε και αυτό δεν μπορούσε να το
αντέξει.
Μετά από αυτό πίστευε
ότι δεν θα μπορούσε να προχωρήσει ξανά με άλλον άντρα, πίστευε ότι θα έμενε
μόνη και είχε καταφέρει να το αποδεχτεί μέχρι εκείνη την βραδιά που την
γνώρισα. Το πρωί που ξύπνησε οι εικόνες μέσα στο μυαλό της ήταν πολύ
μπερδεμένες. Πίστευε ότι εγώ ήμουν αυτός που της είχε ρίξει το χάπι μέσα στο
ποτό αλλά από την άλλη θυμόταν και κάποιον άλλο που προσπάθησε να πάρει από
πάνω της εκείνο το καθίκι. Μέσα στην θολούρα της δεν μπορούσε να καταλάβει αν
εγώ ήμουν αυτός που προσπάθησε να της κάνει κακό ή αν ήμουν αυτός που την γλύτωσε
πριν το προσπαθήσει. Έτσι, πριν αντιδράσει, αποφάσισε απλά να φύγει αλλά δεν το
έβαλε κάτω. Από την ίδια κιόλας μέρα προσπάθησε να μάθει αλλά κανείς δεν της
έλεγε τίποτα. Η ίδια ήξερε το όνομα του Σταν, έμαθε και το δικό μου και όταν
την βρήκα εκείνη την ημέρα μετά την προπόνηση απλά προσπάθησε να με ψαρέψει.
Από τον τρόπο που της
μίλησα και τις αντιδράσεις μου κατάφερε πια να ξεδιαλύνει τις εικόνες μέσα στο
μυαλό της και να σιγουρευτεί ότι εγώ ήμουν απλά αυτός που την βοήθησε και όχι
αυτός που προσπάθησε να την βιάσει. Το ότι δεν προσπάθησα να εκμεταλλευτώ την
κατάσταση της έκανε τρομερή εντύπωση αλλά επιπλέον την φόβισε κιόλας. Πίστευε
ότι μετά από αυτό θα άρχιζα να την γυροφέρνω, ότι αν εκείνη προσπαθούσε να με
αποφύγει εγώ θα κόλλαγα παραπάνω και έτσι σκέφτηκε ότι αν μου έδινε από την
αρχή αυτό που ήθελα ίσως μετά απλά να την ξεχνούσα αλλά η μοίρα τελικά είχε
άλλα σχέδια για μας.
Εξήγησε… ότι μετά από
εκείνη την ημέρα που αφέθηκε στα χέρια εκείνου που ήταν ερωτευμένη, ήταν έτοιμη
πια να προχωρήσει παρακάτω, ότι ένιωθε έντονα το σώμα της να ζητάει την σαρκική
ένωση αλλά εκείνη απλά δεν μπορούσε να αντέξει όλα τα άλλα, γι’ αυτό και το
απέφευγε, γι’ αυτό και αναγκάστηκε να με δέσει, για να μην κάνω το λάθος και
την ακουμπήσω. Όμως εκείνη η ημέρα ήταν σχεδόν καθοριστική για εκείνη. Εκείνη
την ημέρα κατάλαβε ότι όσο και το σώμα να το θέλει η ψυχή της δεν μπορούσε να
το αντέξει.
«Για να καταλάβω…»
έκανε μια παύση η μητέρα μου και με κοίταξε έντονα. «Προσπάθησε να την βιάσει
και μάλιστα ρίχνοντας κάτι στο ποτό της και εσύ αντί να κάνεις κάτι γι’ αυτό
τον κάλυψες και από πάνω;» τα μάγουλα μου αυτόματα φλογίστηκαν τα μάτια μου
χαμήλωσαν και πραγματικά δεν είχα ιδέα πώς να δικαιολογηθώ.
«Εκείνη την στιγμή το
μόνο που σκέφτηκα ήταν να πάρω την Κλερ από εκεί. Το είπα αμέσως στον Κλάρις
και τον Ζαν που στο κάτω, κάτω δικό τους ήταν το σπίτι…»
«Και όταν σε ρώτησε
γιατί δεν της το επιβεβαίωσες;» θέλησε να μάθει και έτριψα το μέτωπο μου
μετανιωμένος.
«Δεν ξέρω… ίσως
μάλλον γιατί ήθελα να βγάλω την ουρά μου απ’ έξω. Ξέρω ότι δεν είναι
δικαιολογία αυτό αλλά δεν είχα καμία όρεξη να ανακατέψουν το όνομα μου με το
δικό του» εξήγησα αλλά δεν της έφτασε αυτό.
«Σε είχα για πιο
ώριμο» μου είπε απογοητευμένα και η Κλερ, πριν προλάβω να απαντήσω, πήρε και
πάλι τον λόγο.
«Είναι σας
διαβεβαιώνω γι’ αυτό…» της είπε με τόνο που δεν μπορούσε να της το αμφισβητήσει
και καθώς η μητέρα μου την άφησε να συνεχίσει εκείνη συνέχισε την αφήγηση της
από εκεί που την είχε διακόψει.
Το σώμα της πια
έτρεμε αισθητά. Το λευκό των ματιών της ήταν κατακόκκινα και γυάλιζαν έτσι που
σε έκαναν να νομίζεις ότι θα δάκρυζε από στιγμή σε στιγμή. Η φωνή της έβγαινε
πια από τα βάθη της ύπαρξης της και χρειαζόταν να κάνει πολλές παύσεις για να
πιει μια γουλιά νερό για να καταφέρει να συνεχίσει καθώς η φωνή της μπούκωνε
αλλά δεν το έβαζε κάτω. Ήθελε να τα βγάλει πια από μέσα της και ήξερα καλά ότι
ούτε εγώ αλλά ούτε και η μητέρα μου θα καταφέρναμε να την μεταπείσουμε γι’
αυτό. Εξάλλου υπήρχε χρόνος για όλα αυτά, η υγεία της ήταν πιο σημαντική από το
να εξηγήσει στην μητέρα μου όλα όσα την έκαναν να έχει την συμπεριφορά που
έχει.
Ξεκινώντας και πάλι
από το σημείο όπου είχε γίνει αυτή η μικρή παύση, η Κλερ δεν άφησε τίποτα για
τον εαυτό της. Της είπε πραγματικά τα πάντα, ευτυχώς αφήνοντας έξω τις περιττές
λεπτομέρειες. Η μητέρα μου κοιτώντας την με ενδιαφέρον έδειχνε να την πιστεύει,
όμως αυτό δεν σήμαινε ότι δεν είχε βγάλει από μόνη της τα δικά της συμπεράσματα
ή ότι δεν είχε κάποιες απορίες ως προς το πώς ή ακόμα περισσότερο, το γιατί
αντιδρούσε όπως αντιδρούσε. Παρόλα αυτά δεν την διέκοπτε για κανέναν λόγο μέχρι
την στιγμή που έφτασε στο σημείο όπου άφησε τον τύπο εκείνο να την σαπίσει στο
ξύλο.
«Μα γιατί βρε κοπέλα
μου να κάνεις κάτι τέτοιο;» πραγματικά δεν μπορούσε να το καταλάβει, από την
άλλη όμως και η ίδια η Κλερ δεν ήξερε πώς να το εξηγήσει έτσι ώστε να
καταλάβουμε και εμείς το σκεπτικό της.
«Πριν μου εξηγήσει ο
Κρις για ποιον λόγο είχαν έρθει τα παιδία εκείνο το βράδυ μίλαγα με τον αδελφό
μου. Είχε προκύψει ένας αγώνας στα ξαφνικά και με είχε πάρει για να με ρωτήσει
αν ενδιαφερόμουν…» εξήγησε χωρίς να με κοιτάει ενώ μέσα στα χέρια της στριφογύριζε
το ποτήρι που κρατούσε κοιτώντας την αντανάκλαση της στο τρεμούλιασμα της
επιφάνειας του νερού.
«Ήμουν έτοιμη να του
πω ότι δεν ενδιαφερόμουν ούτε για εκείνον τον αγώνα αλλά ούτε και οποιονδήποτε
άλλον προέκυπτε στο μέλλον. Είχα πάρει την απόφαση να απέχω για λίγο, να δω πως
θα μπορούσα να ανταπεξέλθω χωρίς αυτούς αλλά μετά… μετά ο Κρις μου είπε για
ποιον λόγο είχαν έρθει τα παιδία και σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερο για όλους
μας απλά να φύγω, να ξεφύγω από κάτι που θα μπορούσε να με κάνει να ξεπεράσω τα
όρια. Και θα το έκανα. Είχα ξεκινήσει να πάω προς το γυμναστήριο του υπογείου
για να προθερμανθώ αλλά βλέποντας το βλέμμα του Κλάρις…» κουνώντας το κεφάλι
της αρνητικά κοιτώντας το κενό σαν να τον έβλεπε ξανά μέσα στα μάτια της.
«Δεν χρειαζόταν να
παρακολουθήσω μια παρτίδα τους για να καταλάβω ότι τους έκλεβε κανονικότατα.
Τότε δεν άντεξα. Βλέποντας την κοπέλα που καθόταν στα πόδια του Κρις κατάλαβα
ότι έχανε και με διαφορά…» είπε με ένα μικρό χαμόγελο να ξεφεύγει από τα χείλια
της. «Προσπάθησα να τον προειδοποιήσω αλλά βλέποντας το χαρτί του κατάλαβα ότι
μάλλον δεν ευθυνόταν και τόσο ο Κρις που έχανε».
«Είμαι γνωστός
γκαντέμης» επιβεβαίωσα μισογελώντας και εκείνη μου ανταπέδωσε το χαμόγελο καθώς
ήπιε μια μικρή γουλιά από το νερό της αλλά κούνησε το κεφάλι της αρνητικά σοβαρεύοντας
και πάλι.
«Εκεί κατάλαβα ότι
πραγματικά δεν έχεις ιδέα από χαρτιά» μου είπε και ζάρωσα τα φρύδια μου με
απορία. «Δεν έχει σημασία τι χαρτί έχεις για να κερδίσεις. Το μόνο που
χρειάζεσαι πραγματικά για να κερδίσεις μια παρτίδα πόκερ είναι απλά να ξέρεις
πώς να καταφέρεις να κάνεις τον αντίπαλο σου να πιστέψει ότι έχεις το καλύτερο
χαρτί. Αυτή είναι η διαφορά, γι’ αυτό και ο πατέρας μου κέρδιζε πάντα. Γιατί
ποτέ δεν καταλαβαίνανε πότε μπλόφαρε. Είναι θέμα στρατηγικής και όχι τύχης»
εξήγησε και έξυσα το κεφάλι μου σκεπτικός.
«Οπότε δεν τα είχες
πάρει επειδή με έβλεπες να παίζω, ή περισσότερο, επειδή είχα μια ημίγυμνη στα
πόδια μου» διαπίστωσα και κούνησε το κεφάλι της αρνητικά με σοβαρό ύφος.
«Ήταν απλά ένα ανόητο
παιχνίδι Κρις. Δεν είμαι και τόσο μυγιάγγιχτη» μου επιβεβαίωσε εκείνη.
«Τότε τι πήγε
στραβά;» ρώτησε με μεγαλύτερη περιέργεια η μητέρα μου.
«Πραγματικά δεν ξέρω»
είπε ανασηκώνοντας τους ώμους της. «Σκέφτηκα ότι δεν θα έβλαπτε κανέναν απλά να
αποδείξω στον Κλάρις ότι είναι τελείως ηλίθιος να νομίζει ότι επειδή έχει
σημαδέψει την τράπουλα απαραίτητα μπορεί και να κερδίζει. Δεν είχα σκοπό να το
τραβήξω, άλλωστε έπρεπε να φύγω έτσι, με τον χρόνο να μου ορίζει τα όρια,
φαντάστηκα ότι θα προλάβαινα να παίξω λίγο μαζί του και θα έφευγα πριν προλάβουν
τα συναισθήματα μου να με καταβάλουν. Άλλα έπεσα έξω. Τα συναισθήματα μου με
είχαν ήδη καταβάλει απλά εγώ δεν ήθελα να το παραδεχτώ» κάνοντας μια σύντομη
παύση ήπιε άλλη μια μικρή γουλιά από το νερό της ίσα για να βρέξει τα χείλια
της και γύρισε την ματιά της προς το μέρος μου.
«Είχες δίκιο… δεν
έπρεπε να φύγω, δεν είχα καθαρό μυαλό αλλά δεν μπορούσα και να μείνω. Θα το
έκανα αλλά την στιγμή που με άγγιξες με τα χέρια που πριν κράταγαν εκείνη την
καταραμένη την τράπουλα όλα μαύρισαν μέσα μου. Εκείνη την στιγμή κατάλαβα ότι
αν δεν πήγαινα στον αγώνα τότε δεν θα κατάφερνα να μην τα διαλύσω όλα… δεν
ήθελα να σε ακουμπήσω και αυτό θα έκανε τα πράγματα χειρότερα. Αν το καταπίεζα
παραπάνω δεν ξέρω τι θα μπορούσε να συμβεί και δεν το διακινδύνευα. Ήθελα να
ξεδώσω σε κάποιον που θα ήταν έτοιμος γι’ αυτό, σε κάποιον που ήταν ισάξιος μου
αλλά όταν έφτασα μπροστά στον αντίπαλο μου πάγωσα.
»Ήταν ένα μικρό
παιδί, τουλάχιστον μπροστά στα μάτια μου. Τα χέρια του ήταν τόσο αδέξια που δεν
είχε ιδέα τι να τα κάνει καθώς προετοιμαζόταν και εκείνη ακριβώς την στιγμή
αυτόματα άρχισα να σκέφτομαι… ‘Μα τι διάολο κάνω εδώ;’. Δεν ήξερα την απάντηση.
Ο Τότο πάντα λέει… ‘Πριν αρχίσεις να βαράς, μάθε τις αδυναμίες του αντιπάλου
σου’ και αυτό έκανα αλλά διαπίστωσα ότι στην παρούσα φάση ήταν καλύτερα να μην
ήξερα. Με προκαλούσε λεκτικά αλλά δεν του έκανα την χάρη να του αποκαλυφθώ,
μέχρι που γύρισε και μου είπε… ‘Παράτα τα κοπελιά όσο είναι νωρίς πριν σε
πάρουν τα κλάματα’. Δεν μπορούσα να μην γελάσω με αυτό. ‘Δεν έχεις ιδέα ποια
είμαι’, είπα δυνατά την διαπίστωση μου και μόλις κατάλαβα ότι είχα δίκιο δεν
είχα ιδέα τι να κάνω. Ήθελα να βγάλω από μέσα μου όσα με βάραιναν αλλά σε
κάποιον που θα μπορούσε να ανταπεξέλθει όχι σε ένα αδαή σαν και εκείνον...»
«Αδαή;» αναφώνησα
χωρίς να μπορέσω να συγκρατηθώ. «Έχεις ιδέα πως σε κατάντησε αυτός ο αδαής;»
ρώτησα και αναστέναξε.
«Και εσένα αν σε
άφηνα να με χτυπήσεις σε κάποιον αγώνα τα ίδια και χειρότερα θα μου έκανες
Κρις… μην χάνεις το νόημα» με παρακάλεσε και τα παράτησα.
«Και ποιο είναι το
νόημα;» θέλησα να μάθω και πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα.
«Όταν συνειδητοποίησα
ότι δεν είχε ιδέα που είχε μπλέξει γύρισα την ματιά μου προς τον Τότο. Δεν
μπορούσα να κάνω πίσω αλλά ούτε και μπροστά όμως εκείνη την στιγμή είχα τόσο
μεγάλη ανάγκη να μου δώσει το οκ να προχωρήσω που δεν υπολόγισα τις συνέπειες. Φυσικά
ο αντίπαλος μου δεν το σκέφτηκε λεπτό. Κλέβοντας την ευκαιρία μου έδωσε μια
ύπουλη μπουνιά στο πρόσωπο και εγώ ξαφνιασμένη έπεσα στο πάτωμα. Περίμενα ότι
θα ένιωθα την οργή να με καταβάλει όπως πάντα έκανε αλλά προς μεγάλη μου
έκπληξη δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Σηκώθηκα όρθια και τον αντιμετώπισα ψυχρά.
Ήξερα ότι μια γροθιά στο διάφραγμα για να του κόψει την ανάσα, μια σπασμένη
μύτη και ένα τελειωτικό χτύπημα στον αυχένα ήταν ότι χρειαζόμουν για να τον βγάλω
νοκ άουτ αλλά μόλις άπλωσα το χέρι μπροστά απλά δεν μπόρεσα.
»Είχα ανάγκη να νιώσω
εκείνη την έξαψη της στιγμής, εκείνο το κάψιμο που ένιωθα σε ολόκληρο το κορμί μου
σε κάθε αγώνα που έκανε την κρίση μου να θολώνει, να δω εκείνη την εικόνα που
πάντα ξεπεταγόταν μπροστά μου που με κάνει να ξεχνάω ποιος είναι ο αντίπαλος
μου, αλλά εκείνη εικόνα δεν ερχόταν, ούτε καν η οργή. Τον άφησα να με χτυπήσει,
τον έκανα να πιστεύει ότι δεν είχα ιδέα πως βαράνε και όσο συνέχιζε τόσο
περίμενα ότι θα άλλαζα ότι θα ξύπναγαν τα άγρια μου ένστικτα αλλά… Λίγο πριν το
τελειωτικό του χτύπημα κατάλαβα ότι αυτό που αναζητούσα όλη αυτήν την ώρα δεν
θα ερχόταν… οπότε ή θα τον άφηνα να νομίζει ότι απλά κέρδισε ή θα έπαιρνα την
κατάσταση πια στα χέρια μου. Ήμουν πολύ εγωίστρια για να κάνω κάτι τέτοιο. Δεν
με ένοιαζαν τα λεφτά αλλά δεν θα φούσκωνα τον εγωισμό του με ψευδαισθήσεις.
»Ρίχνοντας του την
πρώτη μπουνιά στο διάφραγμα, εκείνος ξέπνοος λύγισε τα γόνατα περισσότερο από
το ξάφνιασμα παρά επειδή είχε πράγματι πονέσει τόσο ώστε να τον κάνει να τα
παρατήσει πριν προσπαθήσει να το ανταποδώσει. Σηκώνοντας το κεφάλι του από τα
μαλλιά τον κοίταξα στα μάτια… Ήταν μόνο μια στιγμή διχασμού. Αν ήθελα να τον
αποτελειώσω έπρεπε να το κάνω εκείνη την στιγμή όμως ακόμα και τότε μου
φαινόταν τόσο άδικο. ‘Πριν αποφασίσεις να παλέψεις ξανά…’ του ζήτησα κοιτώντας
τον απολογητικά. ‘Μάθε τουλάχιστον ποιος είναι ο αντίπαλος σου’, του είπα και
πριν το μετανιώσω απλά του έδωσα και τα επόμενα δύο χτυπήματα. Πρώτα στην μύτη
και μετά στον αυχένα» κατέληξε και έμεινα να την κοιτώ χωρίς να είμαι ικανός να
βγάλω ένα λογικό συμπέρασμα από όλα αυτά.
«Σε άλλαξε…» είπε την
διαπίστωση της η μητέρα μου πριν προλάβω να την εκφράσω ο ίδιος.
Να ήταν πράγματι
αυτό; Η αγάπη μου να είχε καταφέρει να την αλλάξει; Δεν έθρεφα αυταπάτες. Κάτι
άλλο προσπαθούσε να μας πει.
«Για μια στιγμή το
ίδιο πίστεψα και εγώ αλλά δεν ήθελα να γεμίσω τον εαυτό μου με ψεύτικες
ελπίδες. Έπρεπε να βεβαιωθώ. Όταν ζήτησα από τον Τότο να με γυρίσει εδώ πριν με
πάει στο νοσοκομείο, προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι είχα δίκιο… ότι όλα
μπορούσαν να αλλάξουν όμως όταν άνοιξα την πόρτα και αντίκρισα το τραπέζι που
ήταν ακόμα στρωμένο με την πράσινη τσόχα κάθε μου ελπίδα καταρρίφθηκε. Η οργή
που περίμενα να νιώσω στον αγώνα, με μια ματιά στο τραπέζι είχε γυρίσει και
μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που με άφησε ξέπνοη. Δεν ήθελα να το πιστέψω… ήθελα όσο
τίποτα να κάνω λάθος αλλά δεν έκανα και τότε κατάλαβα ότι απλά δεν υπήρχε
επιστροφή. Το παρελθόν θα έμπαινε πάντα ανάμεσα μας καταστρέφοντας κάθε στιγμή
ανάπαυλας» της απάντησε με φωνή που ίσα έβγαινε από μέσα της.
«Κλερ…» προσπάθησα να
της πω ότι ήταν πολύ νωρίς για κάτι τέτοιο αλλά εκείνη δεν με άφησε καν να
ολοκληρώσω την σκέψη μου.
«Σε είδα που
κοιμόσουν…» με διέκοψε κοιτώντας με με πόνο στα μάτια. «Δεν κατάλαβες ότι σε
είχα πλησιάσει, ότι καθόμουν δίπλα σου και τα όνειρα σου ήταν τόσα γαλήνια, σε
έκαναν σχεδόν να χαμογελάς. Σε ζήλεψα τόσο πολύ εκείνη την στιγμή…» είπε με μια
αγανάκτηση που την έκανε να πάρει το βλέμμα της από πάνω μου και να το καρφώσει
και πάλι στο ποτήρι που κράταγε.
«Εγώ ποτέ δεν θα
καταφέρω να έχω τόσο γαλήνιο ύπνο, όχι τουλάχιστον χωρίς να είμαι χαπακωμένη σε
τέτοιο βαθμό που να μην καταλαβαίνω τι μου γίνεται γύρω μου» είπε με έναν
αναστεναγμό καθώς ήπιε το υπόλοιπο νερό που είχε απομείνει μέσα στο ποτήρι της
για να πάρει δύναμη.
«Δεν μπορούσα να
αποφασίσω τι να κάνω. Ήξερα ότι το καλύτερο ήταν να φύγω αλλά όσο προσπαθούσα
να πείσω τον εαυτό μου να το κάνει τόσο ήθελα όσο τίποτα να χωθώ κάτω από τα
σκεπάσματα και να κουρνιάσω δίπλα σου. Και θα το είχα κάνει, θα ξάπλωνα δίπλα
σου, αλλά μετά θυμήθηκα ότι ο Τότο ήταν έξω και με περίμενε για να με πάει στο
νοσοκομείο έτσι αποφάσισα να φύγω. Τουλάχιστον μέχρι να δω τι διάολο θα κάνω.
Δεν ήθελα να με δεις έτσι, δεν ήθελα να δώσω εξηγήσεις, ήθελα απλά να βρεθώ
στην απομόνωση του δωματίου μου στο σπίτι του Τότο και να σκεφτώ… Να σκεφτώ τι
κάνω, τι θέλω, τι θα μου κοστίσει αν αποφάσιζα να σε αφήσω ή αν αποφάσιζα να
γυρίσω πίσω. Όμως ο ηλίθιος ο Έλιοτ τα κατέστρεψε όλα και κατάλαβα ότι δεν είχα
την πολυτέλεια του χρόνου για να το κάνω. Δεν μπορούσα να τον αφήσω να σε
κατηγορήσει για κάτι τέτοιο από την άλλη έπρεπε να παρουσιαστώ και στο
συμβούλιο. Ήμουν σίγουρη ότι αν με έβλεπαν σε αυτήν την κατάσταση δεν θα
χρειαζόντουσαν μάρτυρες για να με υπερασπιστούν, θα έβγαζαν την απόφαση τους
πριν προλάβω καν να τους εκφράσω όσα συνέβησαν. Τι επιλογές είχα;» με ρώτησε
απελπισμένη.
«Δηλαδή η σχέση μας
βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στο αν η απάντηση τους θα είναι θετική ή
αρνητική;» την ρώτησα πίσω και κούνησε το κεφάλι της αρνητικά αποφεύγοντας την
ματιά μου.
«Τώρα πια δεν έχει
σημασία» μουρμούρισε κάτω από τον αναστεναγμό της προσπαθώντας να πιει άλλη μια
γουλιά από το νερό της αλλά την στιγμή που θυμήθηκε ότι είχε τελειώσει κοίταξε
το άδειο ποτήρι και το άφησε απαλά πάνω στο τραπεζάκι.
Σε αυτήν την σύντομη
σιωπή, καταλαβαίνοντας ακριβώς τι εννοούσε κοίταξα την μητέρα μου. Μπορεί η
Κλερ μέσα στο μυαλό της να πίστευε ότι μετά από όλα αυτά η μητέρα μου δεν θα
συμφωνούσε ποτέ σε αυτήν την σχέση αλλά εγώ ήξερα πολύ καλύτερα την μητέρα μου
και ήμουν σίγουρος ότι τίποτα δεν είχε τελειώσει. Όχι ακόμα.
«Δηλαδή και την ημέρα
που γνωριστήκαμε, τα σημάδια που είχες στο σώμα σου ήταν από κάποιον αγώνα;»
ρώτησε η μητέρα μου γρήγορα πιάνοντας το νόημα της ματιά μου καθώς της ζητούσα
απελπισμένα μέσα από αυτήν την ματιά να με σώσει.
Η Κλερ ξαφνιασμένη
από την ερώτηση της, ίσιωσε το σώμα της και αφού κουλουριάστηκε καλύτερα μέσα
στην κουβέρτα με την ελπίδα να σταματήσει το τρέμουλο της την κοίταξε στα μάτια
για μια στιγμή προσπαθώντας να καταλάβει που αναφερόταν.
«Α! Εννοείτε τα
σημάδια στα χέρια μου» θυμήθηκε και άφησε να της ξεφύγει ένα χαμόγελο.
«Όχι δεν σας έκανα
πλάκα. Πράγματι είχα τρακάρει πάνω σε έναν στύλο» της απάντησε και καθώς η
μητέρα μου την κοίταξε μπερδεμένα εκείνη έσπευσε να της εξηγήσει. «Το δεύτερο
βράδυ που διαβάζαμε μαζί με τον Κρις στο δωμάτιο του, δεν περίμενα ότι θα
τραβάγαμε η μελέτη μέχρι τόσο αργά. Όταν παίρνω τα χάπια με πιάνει υπνηλία και
δυστυχώς κοιμάμαι τόσο βαριά που όσο και να με ταρακουνάς δεν ξυπνάω με τίποτα»
της εξήγησε και καθώς η μητέρα μου κατένευσε εκείνη συνέχισε.
«Έτσι και εκείνη την
ήμερα πριν το καταλάβω με πήρε ο ύπνος. Δεν κατάλαβα πότε πήρε τα βιβλία από
πάνω μου, ούτε ότι ξάπλωσε δίπλα μου. Είναι σπάνιες οι φορές που ξυπνάω μέσα
στην νύχτα όσο άσχημα και να είναι τα όνειρα μου όμως εκείνη την νύχτα έτυχε να
ξυπνήσω. Το όνειρο ήταν ακόμα τόσο ζωντανό που δεν κατάλαβα από την αρχή που
βρισκόμουν όμως η αίσθηση ενός χεριού επάνω μου με έκανε σχεδόν να ξεχάσω αυτήν
την λεπτομέρεια. Και θα την είχα ξεχάσει αν δεν άκουγα μέσα στην θολούρα μου το
ροχαλητό του μέσα στο αυτί μου.
»Προσπαθώντας να
σκεφτώ γρήγορα έμεινα ακαριαία ακίνητη με κομμένη την ανάσα. Θα μπορούσα απλά
να πάρω το χέρι του από πάνω μου και να σηκωθώ αλλά φοβόμουν τόσο πολύ να
κουνήσω τα χέρια μου που πάνω στην απελπισία μου άρχισα να φωνάζω το όνομα του.
Για κακή μου τύχη δεν ξυπνάει τόσο εύκολα οπότε έπρεπε να το καταπιέσω
περισσότερο. Όταν κατάφερε να ξυπνήσει είχα ήδη εξαντλήσει όλα μου τα προσωπικά
μου περιθώρια αλλά το πάλεψα και κατάφερα να φύγω από το δωμάτιο χωρίς να τον
ακουμπήσω. Όμως έπρεπε να φύγω μακριά του πριν θολώσω και γυρίσω πίσω έτσι
άρχισα να προχωράω χωρίς προορισμό μέχρι που έπεσα πάνω στον στύλο που είναι
στην πίσω αυλή και απλά πλήρωσε εκείνος όλα όσα έβραζαν μέσα μου».
«Μάλλον εσύ την
πλήρωσες πιο ακριβά» σχολίασα πικρόχολα αλλά δεν έδωσε σημασία στα λόγια μου.
«Και το κόψιμο που
είχες στην κοιλιά;» την ρώτησε πονηρεμένη. «Δεν πιστεύω να έκανες καμία βλακεία…»
«Τι; Όχι, όχι, καμία
σχέση» την πρόλαβε πριν η μητέρα μου κάνει με το μυαλό της τα χειρότερα
σενάρια.
«Ήταν…» πριν
ολοκληρώσει την φράση της πέταξε την κουβέρτα πίσω της και ανασηκώνοντας την
μπλούζα της και κατεβάζοντας λίγο πιο χαμηλά την πιτζάμα της την άφησε να δει
το καινούργιο τατουάζ που είχε κάνει την προηγούμενη μέρα πριν από εκείνη την
πρώτη τους συνάντηση. «…απλά ένα ηλίθιο τατουάζ» εξήγησε και την κοίταξε στα
μάτια περιμένοντας την αντίδραση της.
«Ήθελα από καιρό να
κάνω άλλο ένα τατουάζ αλλά ο αδελφός μου ήταν κάθετος σε αυτό…» συνέχισε πιο
γρήγορα ενώ το κάλυπτε καθώς τα μάγουλα της φλογίζονταν περισσότερο από όσο
ήταν ήδη φλογισμένα από τον πυρετό.
«Είχε πει ότι δεν θα
με άφηνε να σημαδέψω τον εαυτό μου ξανά αν το τατουάζ που θα έκανα δεν θα είχε
ουσιαστική σημασία για μένα» συνέχισε ενώ τυλίγοντας ξανά την κουβέρτα γύρω από
τους ώμους της προσπαθούσε να αποφύγει την ματιά της.
«Και αυτό το τατουάζ
γιατί είχε τόσο μεγάλη σημασία για σένα;» την ρώτησε η μητέρα μου πονηρεμένη
και άρχισε η καρδιά μου να φτερουγίζει με ελπίδα την ίδια ελπίδα που έβλεπα και
στα μάτια της μητέρα μου.
«Σημαίνει ελευθερία»
εξήγησε αλλά η μητέρα μου άφησε να φανεί στο βλέμμα της ότι δεν μπορούσε ακόμα
να καταλάβει τον λόγο της σπουδαιότητας αυτού του τατουάζ επίτηδες, ήμουν
σίγουρος, για να την πιέσει να πει περισσότερα.
«Ο Κρις είχε ήδη δει
τα άλλα τρία τατουάζ που κρύβουν τα σημάδια μου και πίστευα ότι του άρεσαν.
Θέλω να πω… ποτέ δεν εκδήλωσε ανοιχτά ότι δεν του αρέσουν τα τατουάζ και
σκέφτηκα ότι κάνοντας το… ότι με αυτόν τον τρόπο τέλος πάντων θα μπορούσα να
τον ευχαριστήσω για όσα είχε κάνει για μένα» πραγματικά της ήταν πολύ δύσκολο
να το εκφράσει.
«Δηλαδή πράγματι τον
αγαπάς» είπε τελικά την διαπίστωση της ανοιχτά χωρίς να μπορεί άλλο να το
κρατήσει για τον εαυτό της και η Κλερ την κοίταξε παγωμένη, σχεδόν ξέπνοα.
«Εγώ… εγώ απλά…
ήθελα… ήθελα να τον ευχαριστήσω» είχε χάσει τελείως τα λόγια της.
«Και μόνο που
προσπαθείς να το αρνηθείς ακόμα και τώρα, ιδίως μετά από όλα αυτά, πραγματικά
με βγάζεις από τα ρούχα μου» είπα αγανακτισμένα και η μητέρα μου για να
κατευνάσει τα πνεύματα επενέβη για άλλη μια φορά.
«Κλερ, καλή μου,
είναι αλήθεια ή όχι;» την ρώτησε απαλά ενώ έβαλε το χέρι της διστακτικά πάνω
στην κουβέρτα σαν να μην ήταν σίγουρη αν μπορούσε να την αγγίξει ή όχι.
Το βλέμμα που της
έριξε η Κλερ με τσάκισε τελείως. Ήμουν έτοιμος να ακούσω την άρνηση της αλλά
όταν άρχισε να μιλά έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου.
«Το ξέρω ότι ήταν
λάθος μου… το ορκίζομαι ότι πάλεψα πολύ σκληρά να το καταπνίξω αλλά… αλλά δεν
μπορούσα» είπε τελικά σκύβοντας το κεφάλι της ενώ δάκρυα άρχισα να βρέχουν τα
καυτά τις μάγουλα που όσο πέρναγε η ώρα γινόντουσαν όλο και πιο έντονα κόκκινα.
Από τον πυρετό; Δεν ήξερα.
«Γλυκιά μου…»
προσπάθησε να την παρηγορήσει η μητέρα μου αλλά εκείνη τραβήχτηκε αμυντικά πιο
πίσω αποφεύγοντας το άγγιγμα της.
«Το ξέρω ότι δεν είχα
κανένα δικαίωμα να κάνω όνειρα αλλά κάποια πράγματα δεν μπορούμε να τα
προβλέψουμε, ούτε καν να τα ορίσουμε…» συνέχισε επιθετικά χωρίς να μας κοιτάει
και αντάλλαξα ένα βλέμμα απορίας με την μητέρα μου καθώς εκείνη συνέχιζε.
«Ήμουν ηλίθια να
πιστεύω ότι θα μπορούσα να αλλάξω, να γίνω… καλύτερη… ή έστω πιο φυσιολογική
αλλά… αλλά πάντα θα παραμένω η ίδια, γι’ αυτό…» αφήνοντας την ανάσα της
ηττημένα συμπλήρωσε. «Δεν έχει σημασία…» παίρνοντας μια βαθιά ανάσα για να
πάρει κουράγιο, σήκωσε την ματιά της αποφασιστικά προς την μητέρα μου και
συνέχισε με περισσότερο πείσμα.
«Δεν μπορώ να αλλάξω
το παρελθόν μου μπορώ όμως να διορθώσω το μέλλον γι’ αυτό και θα φύγω. Θα τον
αφήσω στην ησυχία του και σας ορκίζομαι ότι δεν θα τον ενοχλήσω ποτέ ξανά» της
είπε εννοώντας το και η μητέρα μου έμεινε άφωνη από την αντίδραση της.
«Κλερ, τι λες;» την
ρώτησα εγώ και γύρισε την ματιά της προς το μέρος μου. «Για τον θεό πια, δεν έχεις
ακούσει λέξη από όσα σου είπα;» ξέσπασα πριν προλάβει να πει τίποτα και εκείνη
έγινε χειρότερα.
«Έχω ακούσει όλα όσα
μου είπες, την κάθε λέξη ξεχωριστά… γι’ αυτό και ξέρω ότι μπορεί να είναι αργά
για να αλλάξω όσα έγιναν αλλά δεν είναι αργά να κάνω το σωστό…»
«Το σωστό για ποιον;»
την πίεσα περισσότερο.
«Το σωστό για σένα…»
πριν προλάβω να διαμαρτυρηθώ εκείνη με έκοψε και συνέχισε.
«Έχεις φτιάξει το
μέλλον σου. Έχεις όνειρα, στόχους και εγώ δεν χωράω μέσα σε αυτά. Δεν μπορώ να
χωρέσω γιατί πάντα θα είμαι το εμπόδιο, το μαύρο στίγμα που θα σε κάνει να παρεκκλίνεις
από τους στόχους σου όπως ακριβώς έγινε σήμερα. Σου είπα να μην ανακατευτείς
αλλά εσύ ήθελες να κάνεις τον ήρωα και δες τώρα τι έγινε. Πιστεύεις ότι τα
παιδιά στο κολέγιο θα σε αφήσουν έτσι απλά να το ξεχάσεις; Να ξεχάσεις ότι τα
έχεις με μια χαμένη υπόθεση που συντηρείτε με ψυχοφάρμακα;»
«Δεν με ενδιαφέρει η
γνώμη τους…» προσπάθησα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου αλλά εκείνη δεν με άφησε
να το κάνω.
«Με νοιάζει όμως
εμένα. Πάνω από όλα θέλεις να έχεις ένα καλό όνομα… ένα όνομα που θες να
θυμούνται όλοι για το ταλέντο σου όχι για τις προσωπικές σου στιγμές και όσο
είσαι μαζί μου, αυτό απλά δεν θα μπορεί να συμβεί. Αλλά ακόμα και αυτό να μην
συνέβαινε είναι μάταιο να το παλεύουμε άλλο δεν το βλέπεις; Άλλωστε τουλάχιστον
σε αυτό είμαι σίγουρη ότι συμφωνεί απόλυτα και η μητέρα σου».
«Όχι απαραίτητα» της
απάντησε εκείνη και η Κλερ γύρισε την ματιά της ξαφνιασμένη προς την μητέρα
μου.
«Συγνώμη;» είπε
παγωμένα σαν να μην είχε ακούσει καλά τα λόγια της.
«Συμφωνώ απόλυτα με
όσα πολύ ορθά είπες όπως επίσης πιστεύω ότι είναι πολύ νωρίς ακόμα να πιστεύεται
ότι έχετε βαθιά συναισθήματα βασισμένοι στο πάθος και την λαγνεία…» τόνισε προς
το μέρος μου. «Ή την βαθιά αίσθηση της υποχρέωσης» συνέχισε προς το μέρος της.
«Σε όσα νιώθεις ότι του χρωστάς. Όμως… αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν
υπάρχει κάτι ανάμεσα σας. Υπάρχει κάτι και είναι και αμοιβαίο και δυνατό. Η
αίσθηση ότι θέλετε να ‘σώσετε’ ο ένας τον άλλον από τους δικούς του εφιάλτες»
κατέληξε και την κοιτάξαμε και οι δύο μπερδεμένοι.
«Θα μπορούσα κάλλιστα
να έχω λόγο σε αυτό αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν έχω. Ναι είναι το παιδί μου
αλλά δεν είναι κτήμα μου, γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο δεν θα ανακατευτώ, όχι με
τον τρόπο που επιβάλετε ένας γονέας στο παιδί του. Όχι αυτό το έχουμε ξεκαθαρίσει
προ πολλού και ο Κρις το ξέρει και εκεί ελπίζει όλη αυτήν την ώρα. Όχι δεν θα
ανακατευτώ, δεν θα σας δώσω εγώ την λύση στο πρόβλημα σας. Θεωρώ – και ελπίζω
να μην κάνω λάθος – ότι μπροστά μου έχω δύο ώριμα παιδία… παιδιά ακόμα μεν αλλά
με την ικανότητα να βλέπουν τα πράγματα όπως ακριβώς είναι και να δέχονται της
συνέπειες των πράξεων τους» συνέχισε απευθυνόμενη πια και στους δύο μας.
«Αλλά πριν πάρεις την
απόφαση σου…» γύρισε ξανά προς την Κλερ. «Πρέπει πράγματι να σκεφτείς ΠΟΛΥ
καλά, ΤΙ κάνεις, ΤΙ θες αλλά περισσότερο τι επιπτώσεις θα έχει αν αποφασίσεις
να φύγεις ή να μείνεις» κατέληξε και η Κλερ πήρε μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας
να βάλει τις σκέψεις της σε μια τάξη.
«Κυρία Άλισια…»
πραγματικά δεν είχε ιδέα τι να πει.
«Δεν χρειάζεται να
μου δώσεις κάποια απάντηση, στην τελική δεν είμαι εγώ ο άμεσα ενδιαφερόμενος
εδώ πέρα…» της είπε κάπως πειραχτικά. «Αυτήν την στιγμή προ έχει η υγεία σου…»
συνέχισε με πιο έντονο τρόπο σχεδόν κατηγορηματικό. «Προσπάθησε να ρίξεις τον
πυρετό, να σκεφτείς πιο ψύχραιμα και μετά μπορείς να πάρεις τις αποφάσεις σου
με μεγαλύτερη ηρεμία. Όσο για το συμβούλιο, ούτε αυτό πιστεύω ότι είναι πια
πρόβλημα. Με όσα μου είπαν κατάλαβα ότι δεν μπορούν να κάνουν κάτι τόσο
τραβηγμένο όπως το να σε αποβάλουν διαπαντός. Ίσως να σου δώσουν κάποια
επίπληξη αλλά μέχρι εκεί, οπότε ούτε αυτό είναι πρόβλημα πια, σωστά;» την
ρώτησε και η Κλερ πήρε μια τρεμουλιαστή ανακουφιστική ανάσα καθώς έτριβε το
μέτωπο της για να μπορέσει να συγκεντρωθεί.
«Δεν μπορεί να είσαστε
τόσο κουλ. Όχι μετά από όλα αυτά» είπε φωναχτά την σκέψη της και η μητέρα μου
την κοίταξε σοβαρά στα μάτια.
«Σε καμία περίπτωση δεν
θα με χαρακτήριζα κουλ αυτήν την στιγμή…» παραδέχτηκε ανοιχτά. «Αλλά είμαι
μητέρα και θέλω πάνω από όλα να βλέπω το παιδί μου ευτυχισμένο… με οποιοδήποτε
κόστος» της τόνισε και η Κλερ έσμιξε τα φρύδια της με περιέργεια.
«Γιατί;» επέμενε και
η μητέρα μου έριξε μια φευγαλέα ματιά προς το μέρος μου. Η καρδιά μου άρχισε να
χτυπάει πιο γρήγορα.
«Γιατί ξέρω ακριβώς
το αίσθημα της οργής…» είπε τελικά και γούρλωσα τα μάτια μου συνειδητοποιώντας
τι θα έλεγε στην συνέχεια.
«Γιατί έχω περάσει
και εγώ από το στάδιο των ψυχοφαρμάκων και γνωρίζω ακριβώς τις επιπτώσεις τους,
όπως γνωρίζω και ότι όλοι έχουμε δικαίωμα στην δεύτερη ευκαιρία» κατέληξε και
πήρα μια ανακουφιστική ανάσα ελπίζοντας να το σταματήσει εκεί.
Η Κλερ, πονηρεμένη
πια, δεν μου έκανε την χάρη να την αφήσει να σταματήσει εκεί χωρίς να
επιβεβαιώσει τις υποψίες της.
«Ο πατέρας του…»
ξεκίνησε και μου έριξε μια σύντομη ματιά πριν συνεχίσει. «Όταν τον άκουγε δεν
σας χτύπαγε μόνο, σας βίαζε κιόλας» είπε απευθείας την διαπίστωση της και
τρίβοντας το μέτωπο μου κράτησα την ανάσα μου κλείνοντας τα μάτια μου για να
μην αντιδράσω.
«Κατ’ εξακολούθηση»
της επιβεβαίωσε και πραγματικά δεν είχα ιδέα πως δεν σηκώθηκα επιτόπου επάνω για
να βαρέσω κάτι. Το είχα τόσο ανάγκη αυτήν την στιγμή.
«Αλλά όλα αυτά
ανήκουν πια στο παρελθόν» συμπλήρωσε γρήγορα πριν αντιδράσει κάποιος από τους
δύο μας. «Και εύχομαι και ελπίζω το ίδιο να συμβεί και σε εσένα» κατέληξε και
κοίταξα τις αντιδράσεις τις Κλερ.
Η Κλερ δεν ήξερε πώς
να απαντήσει σε αυτό. Από το βλέμμα της το έβλεπα ότι το ίδιο έλπιζε και η ίδια
αλλά δεν ήταν σίγουρη αν θα μπορούσε να το καταφέρει όπως τα είχε καταφέρει και
η μητέρα μου.
«Και εγώ το ελπίζω»
μουρμούρισε τελικά κάτω από την ανάσα της κατεβάζοντας το κεφάλι για να
αποφύγει τις ματιές μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου