«Δηλαδή ο παππούς
είχε δίκιο;» την ρώτησε σοκαρισμένος από την διαπίστωση που είχε κάνει μόλις και
καθώς έσμιξε τα φρύδια της ερωτηματικά εκείνος συμπλήρωσε. «Για να σε πείσω να
μείνεις χρειαζόταν μόνο να σου κάνω έρωτα;» την ρώτησε χωρίς να μπορεί
πραγματικά να το πιστέψει και ο ίδιος ακόμα.
«Τι;» τον ρώτησε ενώ
κλείνοντας τα μάτια της άρχισε να κουνάει το κεφάλι της για να καταφέρει να
ξεκαθαρίσει τις σκέψεις της. «Τι πράγμα;»
«Εγώ επέμενα ότι το
σωστό ήταν μόλις έρθεις να σου μιλήσω, να σου εξηγήσω αλλά εκείνος έλεγε ότι το
μόνο που χρειαζόταν να κάνω ήταν απλά να σε κλείσω σε ένα εύκαιρο δωμάτιο και
να…»
«Άσε κατάλαβα» τον
σταμάτησε και κλείνοντας ξανά τα μάτια πήρε μια ανάσα για να συγκεντρωθεί.
«Είχε δίκιο; Τώρα θα
μείνεις;» επέμενε ο Φράνσις.
«Μην αρχίζεις να
πανηγυρίζεις, δεν είναι τόσο απλό» τον πρόλαβε πριν αρχίσει να χοροπηδάει πάνω
στο κρεβάτι από την χαρά του. «Ακόμα χρειάζομαι χρόνο. Αν ήταν μόνο το κρεβάτι
το θέμα τώρα θα είχα ήδη το στέμμα αλλά δεν είναι μόνο αυτό το θέμα Φράνσις και
το ξέρεις» του είπε λίγο πιο απότομα από όσο θα ήθελε και ο Φράνσις αναστέναξε
βαριά.
«Η μητέρα μου»
διαπίστωσε.
«Πιστεύεις ότι αν διέταζα
να φτιάξουν ένα πύργο τόσο ψηλό που να αγγίζει τα σύννεφα και την έκλεινα εκεί
για το υπόλοιπο της ζωής της, θα ήταν αρκετό για να μας αφήσει ήσυχους;»
«Όχι» συμφώνησε
απόλυτα μαζί της. «Ακόμα και χωρίς να μιλήσει όλοι υπακούν σε αυτό που θέλει
εκείνη» της επιβεβαίωσε τις υποψίες της.
«Ακριβώς» του
τόνισε.
«Δηλαδή τον γάμο με
την άλλη δεν τον γλυτώνω» μουρμούρισε κάτω από τον αναστεναγμό του.
«Τουλάχιστον δεν θα
χρειαστεί να εκπληρώσεις τα συζυγικά σου καθήκοντα» συμπλήρωσε την φράση του
και ο Φράνσις σφραγίζοντας τα χείλια του με δύναμη άρχισε να κουνάει το κεφάλι
του αρνητικά χωρίς να την κοιτά.
«Εύχομαι με όλη μου
την καρδιά να…» πριν προλάβει να εκφράσει την ευχή της ο Φράνσις γύρισε απότομα
προς το μέρος της και κλείνοντας της το στόμα την κοίταξε αυστηρά.
«Πρόσεχε τι εύχεσαι»
την προειδοποίησε αυστηρά.
«Μα τι πίστευες ότι
θα μπορούσα να ευχηθώ;» τον ρώτησε παραξενευμένη απομακρύνοντας το χέρι του από
το στόμα της.
«Δεν ξέρω… εγώ αν
ήμουν στην θέση σου ίσως και να ευχόμουν να μην υπήρχε ποτέ» της είπε ειλικρινά
και τον κοίταξε σοκαρισμένη.
«Μπορεί να την μισώ
αλλά δεν είμαι σαν εκείνη Φράνσις. Πότε δεν θα μπορούσα να ευχηθώ το κακό της.
Άλλωστε όσο και να με πονάει είναι η μητέρα σου…» του είπε με έμφαση. «Αν δεν
υπήρχε εκείνη τότε δεν θα υπήρχες και εσύ» του τόνισε και καθώς ο Φράνσις πήρε
μια ανακουφιστική ανάσα κούνησε το κεφάλι του θετικά αποφεύγοντας την ματιά
της.
«Συγνώμη, έπρεπε να
σε ξέρω καλύτερα…» απολογήθηκε.
«Αυτό που εύχομαι…»
μουρμούρισε απαλά ενώ του γύριζε ξανά το πρόσωπο με το χέρι της για να την
κοιτάξει. «… είναι να υπήρχε κάτι, οτιδήποτε, που θα μπορούσε να την κάνει έστω
και λίγο να κάνει πίσω και να μας αφήσει να ζήσουμε την ζωή μας ακριβώς όπως
εμείς την θέλουμε και όχι όπως εκείνη την ονειρεύεται» του εξήγησε και
χαμογελώντας της θλιμμένα της χάιδεψε το πρόσωπο ενώ την κοίταζε σαν να μην
μπορούσε να πιστέψει στα λόγια της.
«Πραγματικά το
εννοείς; Θα έκανες τα πάντα;» θέλησε να βεβαιωθεί.
«Φυσικά και το εννοώ
χαζούλι» του είπε πειραχτικά και καθώς ο Φράνσις την κοίταξε με λατρεία στα
μάτια, χωρίς να είναι ικανός ακόμα να το πιστέψει, η Μάριαν έβαλε απαλά το χέρι
της πάνω στο μάγουλο του ανταποδίδοντας το βλέμμα του με την ίδια λατρεία.
«Σ’ αγαπάω, πάντα σ’
αγαπούσα…» του είπε με βαθιά από συγκίνηση φωνή. «Από την πρώτη στιγμή που
αντίκρισα αυτά τα δύο πανέμορφα και πανέξυπνα μάτια να κοιτούν βαθιά μέσα στα
δικά μου με τόση λατρεία, ήξερα ότι εσύ θα ήσουν το πεπρωμένο μου».
«Δεν θυμάμαι να σε
κοίταξα ακριβώς έτσι την πρώτη φορά που σε είδα» είπε λίγο μπερδεμένος και η
Μάριαν χαμογέλασε κουνώντας το κεφάλι της αρνητικά.
«Δεν το θυμάσαι γιατί
δεν έχει γίνει ακόμα» του είπε συνωμοτικά και μόλις εκείνος κατάλαβε τι εννοεί
άνοιξε τα μάτια του διάπλατα από την έκπληξη.
«Εννοείς ότι το είχες
δει σε όραμα πριν με γνωρίσεις;» ρώτησε χωρίς να μπορεί να το πιστέψει.
«Όταν ήμουν μόλις
τεσσάρων χρόνων» του επιβεβαίωσε.
«Μα… πως;» ακόμα του
φαινόταν απίστευτο.
«Δεν ξέρω, ήταν
πραγματικά απίστευτο. Την μια στιγμή έβλεπα το δάσος μπροστά μου και την
επόμενη τα μάτια σου» του εξήγησε και τελείως εκστασιασμένος ο Φράνσις τύλιξε
τα χέρια του τρυφερά γύρω από το σώμα της και την έφερε ακόμα πιο κοντά του.
«Πες μου κι άλλα;»
την παρακάλεσε.
«Τι άλλο θες να
μάθεις;» τον ρώτησε με ένα πειραχτικό χαμόγελο.
«Πες μου πως έγινε,
ποια νου το χέρι έπιασες, πως το είδες, τι είδες, τι έκανες μετά… τα πάντα» της
ζήτησε παρακλητικά και η Μάριαν γελώντας πιο έντονα άφησε ένα απαλό φιλί πάνω
στα χείλια του.
«Βασικά δεν έπιασα το
χέρι κάποιου…» ξεκίνησε και μόλις ακούμπησε ξανά το κεφάλι της πάνω στο στερνό
του άρχισε να χαϊδεύει απαλά το στήθος του με τα ακροδάχτυλα της την στιγμή που
εκείνος την φίλαγε απαλά πάνω στα μαλλιά της.
«Ο θείος με μάθαινε
να κάνω ιππασία και τα πήγαινα αρκετά καλά αλλά ακόμα φοβόμουν πάρα πολύ. Το
άλογο απλά περπάταγε δίπλα από τα δέντρα και εγώ αντί να χαλαρώνω σφιγγόμουν
όλο και περισσότερο. Ήθελα να τα παρατήσω, να ζητήσω από τον θείο μου να με
πάρει στο δικό του άλογο και να με γυρίσει πίσω αλλά την στιγμή που άνοιξα το
στόμα μου να διαμαρτυρηθώ άξαφνα είδα μπροστά μου τα δικά σου μάτια. Το άλογο
πριν το καταλάβω άρχισε να τρέχει αλλά εγώ δεν φοβήθηκα καθόλου. Όσο έβλεπα τα
δικά σου μάτια αντί για τα δέντρα που έρχονταν καταπάνω μου ένιωθα ότι μπορούσα
να κάνω τα πάντα αλλά μόλις τα μάτια σου εξαφανίστηκαν και συνειδητοποίησα τι
συνέβαινε πραγματικά τότε τα έχασα τόσο πολύ που τελικά κατέληξα στο έδαφος με
το άλογο να με έχει πλακώσει πάνω στο στήθος» κατέληξε ενώ καθώς το θυμόταν
ξανά χαμογέλασε και ο Φράνσις βάζοντας το χέρι του πάνω στο πρόσωπο της την
παρότρυνε να τον κοιτάξει.
«Δηλαδή την ημέρα που
σε ανέβασε πάνω στο δέντρο…»
«Ήταν η ημέρα που
είδα το πρώτο μου όραμα» συμπλήρωσε τα λόγια του τρυφερά. «Η ημέρα που σε
γνώρισα… όχι στην πραγματικότητα αλλά καταλαβαίνεις τι εννοώ» του είπε και ο
Φράνσις παίρνοντας μια βαθιά ανάσα έσμιξε τα χείλια του με δύναμη και άρχισε να
κουνάει το κεφάλι του αρνητικά χωρίς να είναι ικανός ακόμα να το πιστέψει.
«Σ’ αγαπώ τόσο πολύ»
έκφρασε με όλη την αγάπη που ένιωθε για εκείνη να ξεχειλίζει μέσα από κάθε λέξη
ξεχωριστά.
Η Μάριαν χαμογελώντας
του, έτεινε το χέρι της προς το πρόσωπο του και καθώς το ακούμπησε απαλά πάνω
στο μάγουλο του τον παρότρυνε να έρθει πιο κοντά της. Ο Φράνσις καταλαβαίνοντας
τις προθέσεις της από την ματιά της και μόνο, πλάγιασε το πρόσωπο του και μόλις
τα χείλια του ακούμπησαν πάνω στα δικά της απαλά εκείνη ανατρίχιασε ολόκληρη.
«Σ’ αγαπώ τόσο πολύ»
επανέλαβε εκείνος και λιώνοντας στην κυριολεξία μέσα στην αγκαλιά του, η Μάριαν
παίρνοντας μια βαθιά τρεμάμενη ανάσα έχωσε το χέρι της μέσα στα μαλλιά του για
να τον φέρει πιο κοντά της.
Με το πόδι της να
ανεβαίνει προς τον ανδρισμό του, ακούμπησε το στήθος της πάνω στο δικό του και
βαθαίνοντας το φιλί τους προσπάθησε να τον αποπλανήσει και πάλι αλλά εκείνος
χαμογελώντας με ευχαρίστηση έκανε το κεφάλι του πιο πίσω.
«Ε… Μάριαν;»
προσπάθησε να την σταματήσει ενώ εκείνη συνέχιζε να τον φιλάει πάνω στον λαιμό.
«Δεν λέω ότι δεν το θέλω κι εγώ αλλά κάποιος μάλλον χρειάζεται λίγο χρόνο
παραπάνω» της είπε με νόημα δείχνοντας με την ματιά του χαμηλά προς τα πόδια
του την στιγμή που εκείνη σήκωσε το κεφάλι της για να τον κοιτάξει
παραξενευμένη.
«Αν είναι μόοονο αυτό
το πρόβλημα…» του είπε καθώς άρχισε να τον φιλάει ξανά πάνω στον λαιμό του.
«Τότε πίστεψε με, όταν τελειώσω μαζί του…» συνέχιζε ενώ φιλώντας τον πάνω στο
στερνό χαμήλωνε το σώμα της. «…να είσαι σίγουρος ότι θα είναι πανέτοιμος»
δήλωσε με σιγουριά και ο Φράνσις έμεινε στήλη άλατος.
«Μάριαν τι κάνεις;»
ρώτησε ενώ στηρίζοντας το σώμα του στους αγκώνες ανασήκωσε το σώμα του και την
είδε να πλησιάζει το κεφάλι της επικίνδυνα προς τον ανδρισμό του.
«Αλλάζω τις αποστολές
μας… τώρα κάτσε και απόλαυσε το» του είπε εκείνη και μόλις το χέρι της έπιασε
τον υγρό ακόμα ερεθισμό του ένιωσε την καρδιά του να σταματά.
«Μάριαν είναι ακόμα
υγρός από τον σπόρο μου καιιιι τοοο…» δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την φράση
του.
Μόλις ένιωσε την
γλώσσα της να τον περικυκλώνει σφράγισε τα χείλια του κόβοντας την ανάσα του
στην μέση.
«Και;» τον παρότρυνε
να συνεχίσει καθώς κοιτώντας τον μέσα στα μάτια τον έβαζε μέσα στο στόμα της
και τον ρούφαγε με τέτοιον τρόπο που τον έκανε να ξεχάσει τι ήθελε να πει.
«Θες να σταματήσω;»
τον ρώτησε ενώ πριν εκείνος καταφέρει να βρει ξανά την φωνή του εκείνη συνέχιζε
να τον ρουφάει με τον ίδιο ηδονικό τρόπο.
«Όχι» είπε ξέπνοα
κουνώντας το κεφάλι του αρνητικά με ένταση.
«Τότε μην ξεχνάς την
αποστολή σου» του υπενθύμισε κλείνοντας του το μάτι και με ένα χαμόγελο
ικανοποίησης συνέχισε με τόσο πάθος που έκανε την καρδιά του Φράνσις να
εκτοξευτεί στα ύψη.
«Διάολε Μάριαν…»
εξέφρασε λαχανιασμένα ενώ έριχνε το κεφάλι του προς τα πίσω κλείνοντας τα μάτια
για να συγκεντρωθεί.
«Που τα έμαθες όλα
αυτά;» δεν κατάφερε να μην αναρωτηθεί φωναχτά.
«Θυμάσαι εκείνο το
τετράγωνο κουτί με τις πολλές εικόνες που το λένε τηλεόραση;» τον ρώτησε πίσω
ενώ κρατώντας τον ερεθισμό του χαμήλωνε το κεφάλι της.
«Μμμχχχμμμ;» της είπε
κουνώντας το κεφάλι του θετικά ενώ κατάπινε με δυσκολία καθώς ένιωθε την γλώσσα
της πάνω στα μπαλάκια του.
«Δεν έχεις ιδέα πόσο
εκπαιδευτική μπορεί να γίνει» του είπε με μια πονηρή ματιά και πριν προλάβει ο
Φράνσις να αντιδράσει άρπαξε το ένα του μπαλάκι μέσα στο στόμα της και άρχισε
να τον ρουφά αφήνοντας τον άναυδο.
«Δεν το πιστεύω»
έλεγε αγκομαχώντας ενώ το σώμα του σφίγγονταν. «Πότε το έκανες αυτό;» την
ρώτησε χωρίς να είναι ακόμα ικανός να πιστέψει ότι άκουγε αυτό που άκουγε.
«Είχα ατελείωτο
ελεύθερο χρόνο τα βράδια μου αλλά από ότι φαίνεται ο παππούς σου μάλλον
παρέλειψε να σου το αναφέρει αυτό» του είπε πειραχτικά και καθώς άρχισε να
ρουφά ξανά τον ανδρισμό του ο Φράνσις άρχισε να μουγκρίζει με ευχαρίστηση χωρίς
να μπορέσει να τον συγκρατήσει.
«Αμφιβάλω αν το
ήξερε» της απάντησε με κομμένη την ανάσα σφίγγοντας τις γροθιές του για να
καταφέρει να κρατήσει τα χέρια του κοντά στο σώμα του.
«Πολύ ανακουφιστικό
αυτό» του είπε και καθώς συνέχισε να ανεβοκατεβάζει το κεφάλι της γρήγορα ο
Φράνσις άρχισε να χάνει τα λογικά του.
«Στο είπα ότι όταν
τελειώσω μαζί του θα είναι πανέτοιμος» μουρμούρισε εκείνη με ικανοποίηση και
ανοίγοντας τα μάτια του, στηρίζοντας ακόμα το σώμα του πάνω στον αγκώνα του έτεινε
το χέρι του προς το μέρος της.
«Έλα εδώ» σχεδόν την
ικέτεψε και η Μάριαν δεχόμενη την παράκληση του χωρίς να αποχωρίζεται την ματιά
του άρχισε να τον πλησιάζει.
Περνώντας τα πόδια
της πάνω από τα δικά του, άφησε τον ανδρισμό του να μπει μέσα της αργά και
μόλις έβαλε τα χέρια της πάνω στου ώμους του, ο Φράνσις τυλίγοντας τα δικά του
γύρω από το κορμί της την τράβηξε απότομα κοντά του. Πριν προλάβει η Μάριαν να
αρχίσει να κουνιέται, ο Φράνσις ένωσε τα χείλια τους και δίνοντας ώθηση στα
κορμιά τους την γύρισε έτσι ώστε να την φέρει από κάτω του.
«Μπορεί να είναι
υπέροχο να σε έχω από πάνω… αλλά εγώ είμαι ακόμα ο άντρας μέσα σε αυτό το
δωμάτιο» της δήλωσε κατηγορηματικά και μόλις άρχισε να κουνιέται εκείνη έκλεισε
τα μάτια και αναστέναξε βαθιά.
«Ω ναι μωρό μου! Εσύ
είσαι» του επιβεβαίωσε βογκώντας από ευχαρίστηση με ένα πονηρό χαμόγελο. «Αλλά
μην ξεχνάς ότι αυτό το παιχνίδι παίζεται με δύο άτομα» συνέχισε και ο Φράνσις
με τα χείλια του πάνω στον λαιμό της άρχισε να γελά κουνώντας το κεφάλι του
αρνητικά.
«Δεν θα με αφήσεις
μια φορά να έχω το πάνω χέρι» είπε ανοιχτά την διαπίστωση του καθώς ένιωσε τα
πόδια της να ανεβαίνουν πιο ψηλά.
«Είμαι από κάτω… δεν
είμαι;» τον ρώτησε δύσπιστα ενώ βάζοντας τα γόνατα της να ακουμπήσουν κάτω από
της μασχάλες του, ανασήκωσε τους γοφούς της και κουνώντας τους άρχισε να
ακολουθεί τον ρυθμό του βοηθώντας τον να κάνει τις ωθήσεις του πιο έντονες.
«Αν δεν κάνεις το
δικό σου…» παραπονέθηκε μουγκρίζοντας με ευχαρίστηση αλλά δεν την σταμάτησε
κιόλας.
Βάζοντας το ένα του
χέρι να ακουμπήσει πάνω στο στρώμα δίπλα από το σώμα της άφησε ένα βογκητό και
ανασηκώνοντας τον κορμό του άρπαξε τον γλουτό της με το άλλο του χέρι για να
πάρει τον έλεγχο. Ήθελε μια φορά να την κάνει δική του με τον δικό του τρόπο
αλλά γνώριζε πλέον ότι δεν θα είχε καμία ελπίδα να το καταφέρει. Η μανίας της
να περνάνε όλα από το χέρι της ώρες, ώρες τον έφτανε στα όρια της τρέλας, αλλά
σε αυτήν την τρέλα σίγουρα δεν μπορούσε να πει όχι. Η αγάπη του για εκείνη τον
ξεπερνούσε σε τέτοιο σημείο που θα μπορούσε να αντέξει τα πάντα. Όχι φυσικά ότι
παραπονιόταν… όλα αυτά τα χρόνια η φαντασία του είχε καλπάσει πολύ άγρια αλλά
να το ζει τώρα και μάλιστα με εκείνην αυτό ξεπερνούσε κατά πολύ κάθε του
όνειρο.
«Σήκω» είπε άξαφνα
την στιγμή που ένιωθε να φτάνει και πάλι στην κορύφωση του και εκείνη ξέπνοη
τον κοίταξε ξαφνιασμένη.
«Τι;» ρώτησε σαν να
ξύπνησε απότομα από όνειρο χωρίς να καταλαβαίνει.
«Έλα, σήκω, μην μου
το χαλάς τώρα» είπε γρήγορα με την αγωνία μην ξενερώσει πριν κάνει αυτό που του
είχε μπει μέσα στο μυαλό.
Καθώς εκείνη κατένευσε
μπερδεμένη, άρπαξε το χέρι του και τον άφησε να την οδηγήσει εκεί που ήθελε.
Βάζοντας την να καθίσει πάλι στην καρέκλα που καθόταν και πριν, γονάτισε
μπροστά της και καθώς άρχισε να την φιλάει ορμητικά στο στόμα, βάζοντας τα
χέρια του πάνω στην μέση της την τράβηξε απότομα κοντά του. Η Μάριαν αφήνοντας
ένα γελάκι να της ξεφύγει από το ξάφνιασμα, έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω
και τεντώνοντας το κορμί της τον παρότρυνε να συνεχίσει. Καθώς ο Φράνσις με μια
βαθιά ώθηση μπήξε ξανά μέσα της η Μάριαν βόγκηξε και τύλιξε αυτόματα τα πόδια
της γύρω από το κορμί του.
«Δεν μπορώ να το
κρατήσω άλλο» την προειδοποίησε και η Μάριαν κλείνοντας τα μάτια αφέθηκε στα
χέρια του.
Όταν ο Φράνσις άρχισε
να κουνιέται ξανά, προσπάθησε να μην τον σταματήσει αλλά της ήταν αδύνατον.
«Φράνσις… Φράνσις,
σταμάτα» είπε ξέπνοα και εκείνος καταλαβαίνοντας από τον τόνο της φωνής της ότι
κάτι δεν πήγαινε καλά, σταματώντας την κοίταξε με αγωνία.
«Δεν γίνεται…» του
είπε απολογητικά και καθώς ο Φράνσις έκανε πιο πίσω εκείνη σηκώθηκε όρθια.
«Κάτσε εσύ» του είπε
γρήγορα και χωρίς να θέλει να της χαλάσει χατίρι το έκανε αδιαμαρτύρητα.
«Μην φοβάσαι πάλι εσύ
θα έχεις το πάνω χέρι» του είπε ενώ του έκλεινε το μάτι και ο Φράνσις έμεινε να
την κοιτά τελείως περίεργος πια για το τι είχε βάλει στο μυαλό της.
Καθώς έκατσε
αντικριστά του, βάζοντας τα πόδια της πάνω στα μπράτσα της καρέκλας, παρότρυνε
τα χέρια του να μπούνε κάτω από τα πόδια της και μόλις ο Φράνσις την κράτησε
από τους γλουτούς της εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του.
«Πάρ’ το επάνω σου
τίγρη μου» του είπε με βαθιά παθιασμένη φωνή και πριν προλάβει ο Φράνσις να
αναρωτηθεί τι εννοούσε εκείνη άρχισε να τον φιλάει παθιασμένα αλλά χωρίς να
κουνιέται.
Πιάνοντας το νόημα, έβαλε
δύναμη στα χέρια του και καθώς την ανασήκωσε λίγο πιο ψηλά προσπάθησε να βρει
ξανά τους ρυθμούς του. Μία κουνώντας το δικό του σώμα και μια κουνώντας το δικό
της με την δύναμη των χεριών του συνέχισε να μπαινοβγαίνει μέσα της
μουγκρίζοντας με τόση ευχαρίστηση που η Μάριαν άρχισε να βογκά με το σώμα της
να τσιτώνεται. Ήταν πολύ κοντά στην κορύφωση της αλλά δεν ήταν και η μόνη. Με
τον ιδρώτα του να στάζει, την ανάσα του να χάνετε και την καρδιά του να χτυπάει
σαν τρελή, ο Φράνσις άρχισε πια να τα δίνει όλα. Η στιγμή που και οι δύο
ξέπνοοι πια δεν είχαν τίποτα άλλο να δώσουν δεν άργησε να έρθει.
«Συγνώμη που σου το
χάλασα» του είπε παραπονιάρικα ενώ ακουμπώντας το μέτωπο της πάνω στο δικό του
προσπάθησε να βρει ξανά την ανάσα της.
«Μου το χάλασες;»
ρώτησε δύσπιστα και ανοίγοντας τα μάτια της τον κοίταξε για να δει αν το
εννοούσε.
«Εντάξει το
παραδέχομαι, δεν το είχα φανταστεί έτσι, αλλά δεν μπορώ να πω ότι παραπονιέμαι
κιόλας» της είπε ειλικρινά και η Μάριαν παίρνοντας μια ανακουφιστική ανάσα
έκλεισε ξανά τα μάτια.
«Πεθαίνω για ένα
τσιγάρο αλλά νομίζω ότι θα χρειαστώ βοήθεια για να κατέβω» παραδέχτηκε πονεμένα
και ο Φράνσις παλεύοντας να μην γελάσει δυνατά την βοήθησε να κατεβάσει τα
πόδια της από την καρέκλα.
«Μάλλον θα πρέπει να
κόψεις αυτήν την συνήθεια αν πραγματικά αποφασίσεις να γυρίσεις» την μάλωσε
πειράχτηκα καθώς την έβλεπε να πιάνει από το πάτωμα το μεσοφόρι της για να το
φορέσει.
«Ή να φροντίσω να
φέρω πολλές προμήθειες μαζί μου» του γύρισε το πείραγμα πηγαίνοντας προς την
κρυφή πόρτα για να πιάσει το τσαντάκι της.
«Θα ήθελα πολύ να δω
πως θα φαινόντουσαν οι πεταμένες γόπες στις υπηρέτριες που θα της μαζεύουν»
μουρμούρισε σκεπτικός ενώ γέρνοντας το κορμί του μπροστά ακούμπαγε τους αγκώνες
του πάνω στα γόνατα του και έκλεινε το πρόσωπο του μέσα στα χέρια του.
«Δεν νομίζω ότι αυτό
που σε προβληματίζει αυτήν την στιγμή είναι οι γόπες των τσιγάρων μου» του
χτύπησε λίγο πιο σκληρά από όσο θα ήθελε και ο Φράνσις αναστέναξε ενώ
κατεβάζοντας τα χέρια του πιο χαμηλά τα άφησε να ακουμπήσουν πάνω στο στόμα του
κοιτάζοντας στην ευθεία για να αποφύγει την ματιά της.
«Όχι δεν είναι»
παραδέχτηκε ενώ σκεφτόταν τι διάολο να κάνει τώρα.
Με τον ερεθισμό του
να έχει ζαρώσει ξανά από την ευχαρίστηση, την Μάριαν να είναι τελείως πλήρης
και σίγουρα έτοιμη να φύγει έπρεπε να σκεφτεί γρήγορα ένα σχέδιο για να την
καθυστερήσει πριν το κάνει… αλλά τι;
«Ακόμα πιστεύεις ότι
αν φύγω τώρα δεν θα γυρίσω ποτέ ξανά» μάντεψε εκείνη λανθασμένα τις σκέψεις του
και αρπάζοντας κατευθείαν την ευκαιρία που του δινόταν γύρισε την ματιά του
προς το μέρος της.
«Εσύ αν ήσουν στην
θέση μου δεν θα σκεφτόσουν το ίδιο;» την ρώτησε δύσπιστα και εκείνη αφήνοντας
την ανάσα της βαριά, ακούμπησε το τσαντάκι της πάνω σε ένα έπιπλο που ήταν
δίπλα της και κρατώντας το αναμμένο της τσιγάρο στο ένα χέρι προσπάθησε να
ανοίξει το παράθυρο που ήταν ακριβώς μπροστά της.
«Έχε μου λίγη εμπιστοσύνη
Φράνσις» τον παρακάλεσε ενώ ακουμπώντας πάνω στο πλαίσιο του παραθύρου γύριζε
να τον κοιτάξει στα μάτια.
«Εμπιστοσύνη…»
επανέλαβε ενώ απέφευγε και πάλι την ματιά της. «Πώς να το κάνω αυτό όταν θα
ξέρω ότι σε λίγο θα είσαι και πάλι στην αγκαλιά εκείνου του γελοίου του
μπάσταρδου;» την ρώτησε πικραμένος.
«Φράνσις…» τον
παρακάλεσε αλλά εκείνος δεν σταμάτησε εκεί.
«Μπορεί να τον
αρνιόσουν πριν αλλά ποιος μου λέει ότι τώρα που ξέρεις τι έχανες όλο αυτόν τον
καιρό δεν θα σε κάνει να το δοκιμάσεις και πάλι μαζί του;» το χόντρυνε
περισσότερο πατώντας ακριβώς εκεί που την πόναγε πιο πολύ για να την κάνει να
αντιδράσει.
«Αλήθεια αυτό σκέφτεσαι
για μένα;» τον ρώτησε ξέπνοα χωρίς να μπορεί να πιστέψει τα λόγια του και ο
Φράνσις συνεχίζοντας την παράσταση του έβαλε το χέρι του πάνω στα μάτια του και
άρχισε να τα τρίβει με μανία.
«Δεν ξέρω τι να σκεφτώ
πια» μουρμούρισε και την άκουσε να αναστενάζει πικραμένη.
«Φράνσις…» ζήτησε
ικετευτικά την κατανόηση του. «Αν δεν ήμουν τόσο μεθυσμένη…»
«Το ξέρω…» την διαβεβαίωσε
γνωρίζοντας ακριβώς τι προσπαθούσε να του πει. «Δεν φαντάζεσαι τι ανακούφιση
ένιωσα όταν εκείνος ο γελοίος άρχισε να ψάχνει την πόρτα για να φύγει την
στιγμή που εσύ φώναζες το όνομα μου αντί για το δικό του…»
«Τι ακριβώς έκανα;»
αναφώνησε σοκαρισμένη.
«Πραγματικά δεν
θυμάσαι τίποτα;» την ρώτησε καθώς γύριζε να την κοιτάξει και έμεινε παγωμένη να
τον κοιτά κουνώντας το κεφάλι της αρνητικά χωρίς να είναι ικανή να πιστέψει ότι
πράγματι θα μπορούσε να είχε κάνει κάτι τέτοιο.
«Είπαμε είμαι γερό
ποτήρι αλλά έχοντας ήδη πιει ένα μπουκάλι ουίσκι από πριν έρθει και σχεδόν ένα δεύτερο
όταν πήρε την απόφαση να με σταματήσει» μουρμούρισε την σκέψη της παγωμένη ακόμα
από το σοκ, ενώ ακουμπώντας τους αγκώνες της πάνω στο πρεβάζι έκλεινε το
πρόσωπο της μέσα στο ένα της χέρι αποφεύγοντας την ματιά του. «Απορώ πως δεν
άρχισα να ξερνάω ότι είχα και δεν είχα μέσα μου όχι να θυμάμαι κιόλας τι
ακριβώς έκανα» συνέχισε περισσότερο στον εαυτό της παρά σε εκείνον.
«Μακάρι να ξέρναγα»
συνέχισε να μουρμουρίζει και βλέποντας ότι πια είχε πετύχει τον σκοπό του, ο
Φράνσις σηκώθηκε όρθιος.
Μένοντας στην σιωπή, έπιασε
την ρόμπα του Κωνσταντίν και αφού την φόρεσε της έδωσε λίγο χρόνο ακόμα να
παλέψει με τις τύψεις της. Πλησιάζοντας το έπιπλο που φύλαγε ο Κωνσταντίν την
κανάτα με το κρασί, το άνοιξε και μόλις είδε το μικρό φιαλίδιο με το μπλε
φωσφόριζε υγρό να τον περιμένει εκεί αναστέναξε βαριά. Μισούσε τον εαυτό του
που της το έκανε αυτό αλλά τι άλλη επιλογή είχε; Ήξερε τον χαρακτήρα της, τον
ήξερε πάρα πολύ καλά και αν επέλεγε τώρα να της πει την αλήθεια εκείνη όχι απλά
θα έφευγε αλλά δεν θα γύρναγε και ποτέ ξανά πίσω.
Το θέμα όμως παρέμενε
το ίδιο… ήταν τελικά πράγματι τόσο δυνατός ώστε να της κάνει κάτι τέτοιο;