Ετικέτες

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

I'm in Love With An Angel "27. Όσα θέλω να μάθω"





Όταν πήγαμε στο σινεμά η Κλερ διάλεξε το «Warm Bodies». Παρόλο που υπήρχαν αντιδράσεις από την μεριά της Σέλπι εκείνη τελικά κατάφερε να την πείσει. Ήταν μια κωμωδία με ένα ζόμπι που ερωτεύτηκε μια κοπέλα και άρχισε να γίνεται ξανά κανονικός άνθρωπος όμως η Σέλπι, όταν άρχισε ο πρωταγωνιστής να τρώει τα μυαλά των άλλων, δεν άντεξε άλλο.
«Ιουυυυυυ…» έλεγε κλείνοντας τα μάτια της με το χέρι της ενώ χωνόταν πιο βαθιά στο κάθισμα της χτυπώντας το πόδι της κάτω. «Θα μου το πληρώσεις αυτό» απειλούσε την Κλερ και εκείνη άρχισε να ξεκαρδίζεται στα γέλια.
«Δεν είναι αστείο» διαμαρτυρήθηκε η Σέλπι. «Δεν μπορώ να το δω» συνέχισε και η Κλερ συνέχισε να γελάει σκουντώντας την στον ώμο.
«Άσε την αναίσθητη…» είπε ο Έλιοτ παρηγορητικά πάντα σαν ιππότης και την βοήθησε να κάτσει ξανά καλύτερα στην καρέκλα της. «Θα σου πω εγώ πότε θα τελειώσει. Είναι κρίμα να χάσεις την ταινία για μερικές σκηνές» της είπε πιο ήρεμα και αμέσως η Κλερ έχωσε τον αγκώνα της στα πλευρά μου διακριτικά.
Η μουσίτσα τα είχε σκεφτεί όλα. Ήξερε σίγουρα από πριν ότι θα αντιδράσει ακριβώς έτσι η Σέλπι και το είχε διαλέξει επίτηδες το συγκεκριμένο έργο ελπίζοντας ότι ο Έλιοτ θα αντιδράσει ακριβώς όπως αντέδρασε. Δεν μπορούσα να πω, ήταν καλή… πολύ καλή, όταν οργάνωνε ένα σχέδιο.
Τελείως ξένοιαστος που επιτέλους ο άλλος είχε γυρίσει όλη την προσοχή του προς την Σέλπι, άπλωσα το χέρι μου και το πέρασα γύρω από τους ώμους της Κλερ για να την φέρω κοντά μου. Καθώς η Κλερ γύρισε το βλέμμα της προειδοποιητικά προς το μέρος μου, τσίμπησα ένα κάσιους από το σακουλάκι της και της το έβαλα στο στόμα. Κοιτώντας την πάντα βαθιά μέσα στα μάτια, έβαλα τον δίκτυ μου κάτω από το σαγόνι της και καθώς της έκλεισα το στόμα έγειρα κοντά της.
«Το ξέρει» της ψιθύρισα στο αυτί για να μην μας ακούσουν και από το σοκ γούρλωσε τα μάτια της.
Καθώς άνοιξε το στόμα της να πει κάτι, κράτησα το πρόσωπο της σταθερό από το σαγόνι της και της έκλεισα τα χείλια της με τα δικά μου. Εκείνη ανάσαινε ήδη γρήγορα εξαγριωμένη αλλά δεν σταμάτησα εκεί. Διεισδύοντας την γλώσσα μου μέσα στο στόμα της άρχισα να παίζω την γλώσσα μου πάνω στην δική της με το κάσιους που ήταν ακόμα μέσα στο στόμα της να πηγαινοέρχεται. Αρπάζοντας το με την γλώσσα μου, το πήρα στο στόμα μου και απομακρύνοντας το πρόσωπο μου από το δικό της γύρισα την ματιά μου προς την μεγάλη οθόνη. Τελείως ατάραχος άρχισα να μασουλάω το κάσιους που της είχα κλέψει μόλις μέσα από το στόμα της ενώ με την άκρη του ματιού μου κοίταζα τις δικές της αντιδράσει. Δεν είχε κουνηθεί σπιθαμή. Συνέχιζε να με κοιτάει τόσο νευριασμένα και σοκαρισμένα που πραγματικά άρχισε να με πιάνει απελπισία.
«Η ταινία είναι από εκεί» της είπε σιγανά και γυρίζοντας της το πρόσωπο με το χέρι μου προς την οθόνη την έσφιξα περισσότερο επάνω μου.
Δεν αντέδρασε αλλά από εκείνη την στιγμή και έπειτα τα πάντα είχαν αλλάξει. Φυσικά δεν πέρασε απαρατήρητο ούτε από την Σέλπι ούτε από τον Έλιοτ αλλά τουλάχιστον εκείνοι δεν το σχολίασαν.


Όταν αφήσαμε πρώτα τον Έλιοτ στο σπίτι του, για να βεβαιωθώ ότι δεν θα μείνουμε μόνοι μας οι τρεις μας και γίνει καμία μαλακία, και μετά την Σέλπι στην εστία, η Κλερ δεν άντεξε άλλο. Πριν προλάβω ακόμα να ξεπαρκάρω από το σημείο που είχα αφήσει το αμάξι για να κατέβει η Σέλπι εκείνη γύρισε εξαγριωμένη προς το μέρος μου.
«Τι διάολο σε έπιασε και πήγε και του το είπες;» ξέσπασε και δεν μπόρεσα να κρατηθώ άλλο.
«Κλερ είμαστε μαζί, ναι ή όχι;» απαίτησα να μάθω.
«Υποσχέθηκες ότι δεν θα αλλάξει τίποτα, είπες ότι θα προσπαθήσουμε, μου ορκίστηκες ότι θα το πάμε σιγά, σιγά…».
Καταλαβαίνοντας ότι αυτό που την έκανε να ξεσπά δεν είχε καμία σχέση με τον Έλιοτ προσπάθησα να την ηρεμίσω μπας και καταφέρω επιτέλους να καταλάβω τον λόγο που αντιδρούσε τόσο έντονα πάνω σε αυτό το θέμα.
«Κλερ, Κλερ… πάρε μια ανάσα» της είπα επιτακτικά και εκείνη λυγίζοντας τον αντίχειρα της τον ακούμπησε πάνω στα δόντια της και γυρίζοντας την ματιά της προς το παράθυρο της άρχισε να αγκομαχά πνιγμένα.
Με το σώμα της και την ανάσα της να τρέμουν σε επικίνδυνο βαθμό προσπάθησε με μεγάλο κόπο να κατευνάσει τον εαυτό της αλλά δεν τα κατάφερνε και πολύ καλά. Εμένα περίμενα να με πιάσει κρίση πανικού και μόνο στην ιδέα της σχέσης αλλά από την αντίδραση της καταλάβαινα τελικά ότι εκείνη είχε τρομοκρατηθεί περισσότερο από όσο εγώ.
«Θες να είμαστε μαζί;» την ρώτησα πιο ήρεμα μετά από λίγο.
Εκείνη δεν απάντησε αμέσως. Παλεύοντας πολύ σκληρά να επαναφέρει την ανάσα της σε πιο φυσιολογικούς ρυθμούς τελικά κατένευσε σπασμωδικά χωρίς να με κοιτά.
«Τότε που είναι το πρόβλημα;» την ρώτησα ελπίζοντας επιτέλους να καταλάβω τι ήταν αυτό που την έκανε να πνίγεται τόσο πολύ.
«Το κάνεις να φαίνεται τόσο… τόσο» είπε απελπισμένη ενώ δεν κατάφερνε με τίποτα να βρει μια σωστή λέξη ώστε να μπορέσει να περιγράψει το πώς την έκανε να νιώθει.
Μόλις πρόσεξα ότι έσφιγγε το κάθισμα με δύναμη σαν να φοβόταν ότι αν το άφηνε θα έκανε καμία βλακεία και θα το σήκωνε να με χτυπήσει, άλλαξα ταχύτητα και άπλωσα το χέρι μου προς το μέρος της. Αγγίζοντας απαλά τον καρπό της, έσυρα τα δάχτυλα μου στο πάνω μέρος της παλάμης της και εκείνη έσφιξε το κάθισμα με μεγαλύτερη αγωνία. Δεν με σταμάτησε ούτε καν αυτό. Τυλίγοντας τα δάχτυλα μου ανάμεσα από τα δικά της έσφιξα το χέρι της και άρχισα να το χαϊδεύω απαλά με τον αντίχειρα μου.
«Ότι σου είπα το εννοούσα…» της είπα απαλά και εκείνη άρχισε πάλι να ξεφυσά από την μύτη σαν κάποιος να της έφραζε την δίοδο του αέρα στα πνευμόνια της. «Δεν θα αλλάξει τίποτα, θα προσπαθήσουμε και θα το πάμε αργά, πάρα πολύ αργά» την διαβεβαίωσα και μασώντας τα χείλια της κράτησε για λίγο την ανάσα της και την άφησε να βγει από μέσα της με βία.
«Εντάξει;» την ρώτησα και εκείνη κατένευσε ξανά αλλά ακόμα εξακολουθούσε να μην με κοιτάει.
Το καταλάβαινα ήθελε τον χρόνο της και εγώ απλά περίμενα υπομονετικά μέχρι να τα βρει ξανά με τον εαυτό της.
Όταν φτάσαμε στο σπίτι πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο της και δεν την σταμάτησα. Κάνοντας ένα γρήγορο ντουζ για να μην το έχω το πρωί, βγήκα από το μπάνιο και πρόσεξα ότι η πόρτα της ήταν μισάνοιχτη. Περιμένοντας ότι είχε πάει στο δωμάτιο μου, πήγα να την βρω. Όταν είδα ότι δεν ήταν μέσα, φόρεσα γρήγορα ένα μποξεράκι και το κάτω μέρος μιας φόρμας και έτρεξα προς την μπαλκονόπορτα που οδηγούσε στην παραλία. Με την σκέψη και μόνο ότι μπορεί να την έβρισκα πάλι να χτυπιέται πάνω σε εκείνον τον στύλο η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει, μόλις όμως έφτασα κοντά στην μπαλκονόπορτα και δεν την είδα πουθενά φρέναρα αμέσως. Βγαίνοντας στην βεράντα καθώς την είδα να είναι καθισμένη στα σκαλιά με μια μπύρα στο χέρι και να καπνίζει πήρα μια βαθιά ανάσα. Ήταν ήρεμη, όσο ήρεμη μπορούσε τουλάχιστον να είναι δεδομένου της κατάστασης.
Πλησιάζοντας την, έκατσα στο από πάνω ακριβώς σκαλί από το δικό της και φέρνοντας τα μαλλιά της που είχαν πέσει μπροστά στο πρόσωπο της προς τα πίσω, άφησα τα χείλια μου να ακουμπήσουν απαλά πάνω στον κρόταφο της. Καθώς της έδωσα ένα βαθύ παρατεταμένο φιλί ακριβώς εκεί, εκείνη κλείνοντας τα μάτια της πήρε μια βαθιά τρεμάμενη ανάσα και έγειρε προς τα πίσω για να φωλιάσει μέσα στην αγκαλιά μου. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη αγαλλίαση από αυτό. Μπορεί ακόμα να ήταν σε κατάσταση σοκ αλλά δεν ήθελε να είναι μακριά μου και ήταν ότι ακριβώς ζητούσα.
Μόλις τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το σωματάκι της που έτρεμε, εκείνη παρατώντας το μπουκάλι της μπύρας δίπλα της, πέταξε το τσιγάρο που κρατούσε και κάλυψε τα χέρια μου με τα δικά μου. Ήθελε να με νιώσει απόλυτα επάνω της και εγώ δεν ήθελα τίποτα παραπάνω.    
«Θες να το συζητήσουμε;» την ρώτησα με την φωνή μου ένας σιγανός ψίθυρος μέσα στο αυτί της.
Καθώς κούνησε το κεφάλι της αρνητικά κατάλαβα ότι δεν ήταν ακόμα έτοιμη γι’ αυτό και δεν την πίεσα περισσότερο. Ήμουν διατεθειμένος να της δώσω όσο χρόνο χρειαζόταν, να της δώσω τα πάντα αν εκείνη το ήθελε.
«Έχεις πουθενά καμία σοκολάτα;» με ρώτησε με την φωνή της να είναι χαμηλή και σταθερή.
Δίνοντας της άλλο ένα απαλό φιλί πάνω στον κρόταφο της, σηκώθηκα και μπήκα πάλι μέσα. Πιάνοντας μια απαλή κουβερτούλα από το ντουλάπι που την είχα για τον καναπέ, πήγα στο ντουλάπι τροφοδοσίας και πιάνοντας μια σοκολάτα και ένα μπουκαλάκι νερό γύρισα κοντά της. Καθώς έκατσα ξανά πίσω από την πλάτη της, άφησα την σοκολάτα στα χέρια της και ανοίγοντας την κουβερτούλα την τύλιξα γύρω από τους ώμους της. Εκείνη προσπάθησε να ανοίξει την σοκολάτα αλλά τα χέρια της έτρεμαν τόσο πολύ που δεν τα κατάφερνε. Φέρνοντας τα χέρια μου μπροστά, έβαλα το σαγόνι μου πάνω στον ώμο της και την βοήθησα να το ανοίξει. Παίρνοντας το πρώτο κομμάτι, έγειρε ξανά επάνω μου και καθώς τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το κορμί της, πλάγιασε το κεφάλι της πάνω στο στήθος της. Με την ματιά της να είναι στραμμένη προς τα κύματα που έσκαγαν ακριβώς μπροστά μας έμεινε στην σιωπή απολαμβάνοντας την σοκολάτα της.
Δεν μίλησα, αφήνοντας την να χαλαρώσει απλά ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω στο δικό της και άφησα και την δική μου ματιά να κοιτάξει προς το ίδιο σημείο που κοίταζε και εκείνη. Όταν έφαγε και το τρίτο κομμάτι και ήπιε λίγο νερό, είχε πια σταματήσει να τρέμει. Απόλυτα χαλαρωμένη αγκάλιασε τα χέρια μου που την κράταγαν σταθερά επάνω μου και απλά αφέθηκε. Δεν άργησε η στιγμή που το κεφάλι της άρχισε να πλαγιάζει και καταλαβαίνοντας ότι την έπαιρνε ο ύπνος της έδωσα άλλο ένα απαλό φιλί πάνω στα μαλλιά της.
«Κλερ;» μουρμούρισα και εκείνη αναδεύτηκε μέσα στην αγκαλιά μου.
Καταλαβαίνοντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ξυπνήσει, την έγειρα λίγο μπροστά και χωρίς να σταματώ να την κρατάω για να μην πέσει, πήγα δίπλα στο σώμα της και την πήρα στα χέρια. Πηγαίνοντας την στο δωμάτιο μου, την άφησα απαλά πάνω στο στρώμα και βγάζοντας τα παπούτσια της και το παντελόνι που φόραγε ακόμα, την άφησα για λίγο και βγήκα ξανά έξω. Μαζεύοντας τα πράγματα που είχαμε αφήσει πάνω στα σκαλιά, έκλεισα την μπαλκονόπορτα και γύρισα κοντά της. Ξαπλώνοντας δίπλα της, την έκλεισα στην αγκαλιά μου και σκεπάζοντας μας με το σεντόνι, έκλεισα το φως και προσπάθησα να κοιμηθώ. Μάταιος κόπος, ήμουν τόσο αναστατωμένος ακόμα που δεν μπορούσα να κλείσω τα μάτια μου.
Μόλις άρχισε να μπαίνει από το παράθυρο το πρώτο φως της ημέρας τα μάτια μου άρχισαν να τσούζουν και για να απαλύνω τον πόνο που ένιωσα τα έκλεισα. Όταν άκουσα το κουδούνι της πόρτας μου να χτυπά άνοιξα τα μάτια μου απότομα ξαφνιασμένος. Πότε με είχε πάρει ο ύπνος; Δεν το είχα πάρει είδηση. Καθώς ένιωσα την αγκαλιά μου άδεια και συνειδητοποίησα ότι εκείνη δεν ήταν δίπλα μου με έπιασε μια ταραχή αλλά με το κουδούνι να χτυπάει ξανά δεν πρόλαβα να αντιδράσω.
Πετώντας το σεντόνι από πάνω μου, έπιασα το κάτω μέρος της φόρμας που είχα αφήσει πάνω στο κρεβάτι, την φόρεσα και σηκώθηκα. Βγαίνοντας στον διάδρομο, φώναξα το όνομα της δύο με τρεις φορές αλλά όταν δεν πήρα απάντηση κατάλαβα ότι έπρεπε να είχε φύγει ήδη. Ανοίγοντας την πόρτα η μητέρα μου κρυφογέλασε.
«Λάθος στιγμή;» ρώτησε βλέποντας σε τι κατάσταση ήμουν και κούνησα το κεφάλι μου.
«Με πήρε ο ύπνος» είπα και καθώς την φίλησα στο μάγουλο έκανα χώρο για να περάσουν.
«Φαίνεσαι άυπνος» παρατήρησε ενώ έβαζε το χέρι της απαλά πάνω στο μάγουλο μου και χάιδευε με τα ακροδάχτυλα της τις σακούλες κάτω από τα μάτια μου.
«Είμαι άυπνος» δεν της αρνήθηκα την αλήθεια και με κοίταξε διερευνητικά.
«Η Κλερ;» ρώτησε ενώ κοίταζε γύρω της.
«Έχει φύγει ήδη» την ενημέρωσα και ζάρωσε τα φρύδια της με περιέργεια.
«Μαλώσατε;» μάντεψε και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
«Όχι, είμαστε μια χαρά» την διαβεβαίωσε και πριν συνεχίσει την ανάκριση συμπλήρωσα γρήγορα. «Πάω να αλλάξω για να φύγουμε. Θέλω επειγόντως καφέ για να ξυπνήσω» δήλωσα και αφού της έσκασα άλλο ένα φιλάκι στο μάγουλο, έτρεξα στο δωμάτιο μου.
 
Όσο παίρναμε μαζί το πρωινό μας, η μητέρα μου προσπάθησε να με κάνει να ανοιχτώ και να της πω για μένα και την Κλερ αλλά εγώ αντιστεκόμουν με νύχια και με δόντια ώστε να μην την αφήσω να με ρίξει. Ήθελα να της τα πω αλλά δεν ήξερα πως ακριβώς να της εξηγήσω την κατάσταση μεταξύ μας χωρίς να αναφέρω το παρελθόν της Κλερ. Δεν ήταν ότι δεν την εμπιστευόμουν απλά δεν θεωρούσα ότι ήταν κάτι δικό μου για να το μοιραστώ μαζί της. Η Κλερ δεν ήθελε να μιλάει για το παρελθόν της σε κανέναν, το να το είπε σε μένα ήταν πραγματικά υπέρβαση για εκείνη και ήθελα να το σεβαστώ.
Όταν πήγαμε για ψώνια δεν είχα όρεξη να πάρω τίποτα. Κοίταζα τις βιτρίνες και κάθε τι που έβλεπα σκεφτόμουν πόσο θα πήγαινε στην Κλερ το ένα ή πόσο θα της πήγαινε το άλλο και τρελαινόμουν. Ήθελα να της προσφέρω τα πάντα αλλά ήξερα ότι ακόμα δεν είχα αυτό το δικαίωμα. Καθώς είδα μια λευκόχρυση καρδιά σε ένα κοσμηματοπωλείο η ματιά μου έπεσε κατευθείαν εκεί. Ήταν από εκείνες τις καρδούλες που τις άνοιγες και μέσα μπορούσες να βάλεις και φωτογραφεία. Πόσο θα ήθελα να έβαζα μια δική μας φωτογραφεία και δίπλα να χαράξω κάτι σαχλό και ρομαντικό που όμως θα εννοούσα την κάθε λέξη ξεχωριστά, αλλά ήξερα ότι δεν μπορούσα να το κάνω. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Αν το έβλεπε εκείνη το πιο πιθανών θα ήταν να ανοίξει την πόρτα και να φύγει για πάντα παρά να το δεχτεί.
«Θα πάρεις κάτι;» είπε με νόημα η μητέρα μου καθώς με έπιασε στα πράσα να το κοιτώ και αυτόματα γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της.
«Όχι…» είπα κατευθείαν και άλλαξα αμέσως το θέμα πριν αρχίσει πάλι τα υπονοούμενα. «Θέλεις να πάμε για φαί τώρα που είναι νωρίς; Δεν θέλω να έχω βαρύ στομάχι στον αγώνα» της είπα και όπως το περίμενα δεν μου έφερε αντίρρηση.
«Φυσικά παιδί μου, ότι θες».

Όταν παραγγείλαμε και οι δύο, η μητέρα μου σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα και εγώ έκλεψα την ευκαιρία και πήρα το κινητό μου στα χέρια. Ψάχνοντας στις επαφές βρήκα το όνομα ‘Κρις’ και πάτησα το κουμπί της κλήσης. Περίμενα ότι θα ήταν και πάλι κλειστό αλλά όταν άκουσα να καλεί η καρδιά μου σταμάτησε. Ήθελα να την πάρω τηλέφωνο να ακούσω την φωνή της αλλά ήμουν τόσο πεπεισμένος ότι εκείνη δεν θα απαντούσε που τώρα που καλούσε με είχε κάνει να παγώσω. Δεν είχα ιδέα τι θα της έλεγα.
«Γεια» άκουσα την διστακτική αλλά ευδιάθετη φωνή της.
«Γεια» ανταπέδωσα και έμεινα και πάλι στην σιωπή δαγκώνοντας τα χείλια μου.
«Πως τα περνάτε;» με ρώτησε κατευθείαν για να με βγάλει από την δύσκολη θέση. Αναστέναξα.
«Κάποιος λείπει» εξέφρασα με παράπονο αυτό που ένοιωθα και από την άλλη μεριά της γραμμή έπεσε σιωπή. «Εσύ πως τα περνάς;» ρώτησα γρήγορα με τον φόβο ότι θα μπορούσε να το κλείσει.
«Πολύ καλά» είπε αμέσως.
«Χαίρομαι» της είπα εννοώντας το.
«Ήθελες κάτι;» με ρώτησε για να αλλάξει θέμα και έτριψα το κεφάλι μου νευρικά.
«Όχι, ήθελα μόνο να ακούσω την φωνή σου» της είπα την αλήθεια. «Να βεβαιωθώ ότι είσαι καλά» συμπλήρωσα και περίμενα την αντίδραση της με κομμένη την ανάσα.
«Είμαι καλά» με διαβεβαίωσε και πήγε η καρδιά μου στην θέση της. «Θα σε δω στον αγώνα» συμπλήρωσε και ξεφύσησα. Προσπαθούσε να με κλείσει; Δεν την άφησα να το κάνει.
«Τώρα έχω αγωνία» της είπα ενώ ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει πιο γρήγορα.
«Γιατί;» με ρώτησε παραξενευμένη.
«Θα είναι η πρώτη φορά που θα με δεις να παίζω. Θέλω να σε εντυπωσιάσω» της απάντησα και άφησε ένα γελάκι να της ξεφύγει.
«Κρις έχω δει προπονήσεις σου και ξέρω πόσο καλός είσαι» προσπάθησε να με ηρεμήσει αλλά εγώ τώρα πραγματικά είχα αρχίσει να έχω αγωνία.
«Δεν θα είναι το ίδιο» προσπάθησα να της εξηγήσω και ξεφύσησε.
«Αν ξεκινάς έτσι τότε δεν θα έρθω καθόλου» με προειδοποίησε και έφριξα.
«Το υποσχέθηκες» διαμαρτυρήθηκα και έμεινε στην σιωπή και πάλι. «Κλερ» φώναξα με την αγωνία ότι το είχε κλείσει.
«Εδώ είμαι» είπε αμέσως αλλά με διακοπές. «Απλά τελειώνει η μπαταρία και κάνει κενά» εξήγησε γρήγορα πριν της κλείσει τελείως.
«Πρέπει να το αλλάξεις το ρημάδι δεν πάει άλλο» είπα αγανακτισμένα και γέλασε.
«Το έκανα ήδη αλλά το έχω ακόμα και φορτίζει» με διαβεβαίωσε και πήρα μια ανάσα.
«Θα σε δω μετά τον αγώνα. Καλά να περάσετε» είπα γρήγορα με την αγωνία να μην κλείσει πριν το εκφράσω.
«Θα είμαι εκεί» μου έδωσε τον λόγο της και αμέσως μετά η γραμμή έκλεισε.  
Κλείνοντας το κινητό μέσα στην παλάμη μου, ακούμπησα το χέρι μου που κρατούσα ακόμα το κινητό πάνω στα χείλια μου και έμεινα να κοιτώ το κενό.
«Κάποιος μπλέχτηκε στα δίχτυα του έρωτα» τιτίβισε η μητέρα μου στο αυτί μου ενώ συγκρατώντας το πρόσωπο μου από το σαγόνι απαλά μου έδινε μερικά πεταχτά φιλιά πάνω στον κρόταφο μου.
«Όχι μαμά, δεν είμαι απλά ερωτευμένος μαζί της, την αγαπάω… την αγαπώ όσο δεν έχω αγαπήσει ποτέ ξανά και δεν έχω ιδέα τι να κάνω» η απελπισία στην φωνή μου την έκανε να παγώσει.
Ο σερβιτόρος που είχε έρθει εκείνη την στιγμή για να μας φέρει τα ποτά, καταλαβαίνοντας ότι μάλλον ήταν ακατάλληλη στιγμή μας κοίταξε διστακτικά σαν να μην ήξερε αν έπρεπε να αφήσει τα ποτά ή όχι. Καθώς η μητέρα μου με ένα κούνημα του κεφαλιού της του έδωσε την άδεια να κάνει την δουλειά του, ήρθε και έκατσε δίπλα μου. Το σοβαρός της ύφος καθώς και η ψυχραιμία της με εξέπληξε.
«Εκείνη δεν αισθάνεται το ίδιο με σένα;» με ρώτησε μόλις μείναμε και πάλι μόνοι προσπαθώντας να καταλάβει γιατί ήμουν τόσο απελπισμένος.
«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα τι αισθάνεται για μένα» παραδέχτηκα και καθώς με κοίταξε με περιέργεια συνέχισα. «Εννοώ, από την μια δίνει τόσα πολλά… από την άλλη όμως είναι τόσο κλεισμένη στον εαυτό της που τρελαίνομαι. Ποτέ δεν ξέρω τι σκέφτεται και όσο δεν μου λέει τις σκέψεις της τόσο με κάνει να νιώθω ότι κάνω κάτι λάθος».
«Της είπες πως αισθάνεσαι;» με ρώτησε απαλά και την κοίταξα στα μάτια με φρίκη.
«Δεν τολμώ να κάνω κάτι τέτοιο» σχεδόν αναφώνησα ενώ τρομοκρατήθηκα και μόνο στην ιδέα. «Στην ιδέα της σχέσης και φρικάρει, αν της πω και το πώς νιώθω τότε σίγουρα θα ανοίξει την πόρτα και θα φύγει τρέχοντας».
«Δεν καταλαβαίνω, είσαστε τελικά μαζί ή όχι;» με ρώτησε μπερδεμένη και αναστέναξα.
«Το προσπαθούμε» είπα κάτω από την ανάσα μου σαν να πνιγόμουν. «Συμφωνήσαμε να το πάμε σιγά, σιγά… πολύ, πολύ σιγά» είπα με έμφαση και έμεινε για λίγο σκεπτική να με κοιτά.
«Μήπως αγόρι μου βιάζεσαι;» προσπάθησε να με συμβουλεύσει και ένιωσα ότι έπρεπε να αμυνθώ.
«Ξέρω ότι είναι νωρίς, ότι μπορεί να με θεωρείς ακόμα μικρό για κάτι τέτοιο…» πάλεψα να το σώσω αλλά εκείνη δεν με άφησε.
«Κρίστοφερ, η καρδιά δεν σε ρωτά, ούτε κοιτά ηλικίες» μου είπε γρήγορα και παίρνοντας μια βαθιά ανακουφιστική ανάσα την άφησα ήρεμα να βγει από μέσα μου. «Οπότε είναι τόσο ιδιαίτερη για σένα!» διαπίστωσε και κούνησα το κεφάλι μου θετικά έχοντας κλειστά τα μάτια. Δεν ήξερα γιατί αλλά άξαφνα δεν μπορούσα να την αντικρίσω στα μάτια.
«Είναι πολύ, πολύ ιδιαίτερη…» τόνισα. «Τόσο που υπάρχουν στιγμές που μετανιώνω που τόλμησα να την πλησιάσω» παραδέχτηκα κάτω από τον αναστεναγμό μου ενώ άπλωνα το χέρι μου για να πιάσω την κοκακόλα μου.
Ο λαιμός μου είχε πια ξεραθεί και χρειαζόμουν επειγόντως να πιω κάτι για να καταφέρω να πάρω μια ανάσα.
«Γιατί το λες αυτό παιδί μου;» με ρώτησε με παράπονο.  
«Γιατί νιώθω ότι δεν είμαι κατάλληλος για εκείνη. Φοβάμαι ότι θα κάνω το ένα λάθος μετά το άλλο και στο τέλος θα με μισήσει» προς μεγάλη μου έκπληξη εκείνη χαμογέλασε με το πιο στοργικό της χαμόγελο και μου έπιασε το χέρι.
«Ξέρω τον γιό μου και είμαι απόλυτα σίγουρη ότι είναι πολύ τυχερή που σε έχει» είπε με απόλυτη σιγουριά και ξεφύσησα σμίγοντας τα χείλια μου.
«Όχι μαμά, δεν με ξέρεις» της είπα και έσμιξε τα φρύδια της. «Έχω κάνει πολλά που δεν ξέρεις» συνέχισα και με κοίταξε με ενδιαφέρον ενώ με το βλέμμα της απαιτούσε να συνεχίσω.
«Θυμάσαι την Αμέλια;» την ρώτησα και κατένευσε.
«Πώς να την ξεχάσω, όλοι πιστεύαμε τότε ότι θα παντρευόσασταν πριν προλάβετε να τελειώσετε το κολέγιο. Ήσασταν τόσο ταιριαστοί μαζί! Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί χωρίσατε» μου είπε αμέσως και πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Χωρίσαμε γιατί τα κατέστρεψα όλα» είχα κάνει την αρχή και τώρα ήταν αργά να κάνω πίσω, έτσι κοιτώντας την μέσα στα μάτια συνέχισα πιο αποφασιστικά. «Όταν άρχισε να κάνει όνειρα για το σπίτι που θα πιάναμε, όταν την άκουγα να λέει το πως θα ήταν να είμαστε όλη μέρα μαζί, φρίκαρα… Τότε άρχισα να συνειδητοποιώ την κατάσταση. Την κοίταζα και μέσα στα μάτια μου την έβλεπα ήδη έγκυο, εμάς παντρεμένους και απλά… απλά δεν μπορούσα».
«Ήταν λογικό να τρομάξεις» μου είπε παρηγορητικά αλλά δεν την άφησα να με παρηγορήσει.
«Όχι μαμά, δεν ήταν λογικό. Υποτίθεται ότι την αγαπούσα, ότι μαζί της είχα κάτι το ιδιαίτερο αλλά εγώ… εγώ απλά ήμουν ένας μπάσταρδος που τα ήθελα όλα δικά μου. Ήθελα να είμαι μαζί της αλλά ήθελα και να έχω την ελευθερία μου, να ζήσω όσα είχα στερηθεί όσο ήμουν μαζί της. Έτσι μια μέρα, ξύπνησα και ήμουν κάποιος άλλος. Άρχισα να πηγαίνω με όποιαν έβρισκα μπροστά μου, από την μια μέρα στην άλλη διέλυσα ότι είχαμε χτίσει. Την πλήγωσα ανεπανόρθωτα την έκανα να πονέσει όσο δεν είχε πονέσει ποτέ στην ζωή της και ούτε καν αυτό δεν έφτασε να με σταματήσει μέχρι την στιγμή που γύρισε και μου είπε ότι είμαι ίδιος ο πατέρας μου. Εκεί δεν άντεξα και την χαστούκισα τόσο δυνατά που για μια βδομάδα έβλεπα την παλάμη μου χαραγμένη πάνω στο μάγουλο της» είπα κουνώντας το κεφάλι μου αρνητικά.  
«Δεν ξέρω τι με πείραξε περισσότερο» συνέχισα και η μητέρα μου περίμενε υπομονετικά μέχρι να τελειώσω. «Το ότι είχε δίκιο ή ότι εγώ ακόμα και τότε δεν ήθελα να το παραδεχτώ;» κατέληξα και ανασήκωσε τα φρύδια της με έκπληξη.
«Πιστεύεις ότι είσαι ίδιος ο πατέρας σου;» σχεδόν αναφώνησε χωρίς πράγματι να το πιστεύει.
«Δεν είμαι το καλό παιδί που πιστεύεις μαμά…» συνέχισα. Τώρα που είχα πάρει φόρα ήθελα να τα βγάλω από μέσα μου και ας έπεφτα στα μάτια της. «Πάντα κάνω τα ίδια λάθη. Μόλις νιώσω ότι η κοπέλα που έχω προσπαθεί να με πλησιάσει, να μπει στον κόσμο μου… απλά γίνομαι κάποιος άλλος. Δεν μπορώ να μείνω πιστός, κάνω την ζωή τους κόλαση με την ηλίθια παθολογική μου ζήλια… τις κάνω να με μισούν» είπα απελπισμένα και σφίγγοντας το χέρι μου περισσότερο με κοίταξε έντονα στα μάτια.
«Είχες και άλλες φορές βίαιες εκρήξεις απέναντι τους;» με ρώτησε ενώ έμεινε να με κοιτά τελείως τρομοκρατημένη για να ακούσει την απάντηση μου.
«Όχι μητέρα, ποτέ δεν θα τολμούσα να κάνω κάτι τέτοιο. Ένα χαστούκι έδωσα στην Αμέλια και ακόμα με σκοτώνει που το έκανα» είπα με πόνο και πήρε μια ανάσα.
«Στην Κλερ μίλησες για όλα αυτά;» με ρώτησε πιο μαλακά και κατένευσα.
«Ναι, ξέρει τα πάντα. Της τα είπα όλα, ακόμα και για τον πατέρα» της είπα και την κοίταξα απολογητικά αλλά εκείνη δεν φάνηκε να την ενοχλεί αυτό.
«Και τι λέει;» με ρώτησε με ενδιαφέρον και αναστέναξα.
«Λέει ότι αντιδράω με αυτόν τον τρόπο γιατί με τρομοκρατεί η ιδέα ότι μπορεί να γίνω σαν τον μπαμπά. Πιστεύει ότι περισσότερο τον μιμούμαι παρά ότι το κάνω γιατί πραγματικά είμαι σαν εκείνον» η ελπίδα που έλαμψε στα μάτια της άρχισε να μου δίνει κουράγιο αλλά δεν ήταν αρκετό.
«Πιστεύω ότι έχει δίκιο παιδί μου» μου είπε παρηγορητικά. 
Καθώς απέφυγα το βλέμμα της εκείνη έβαλε το χέρι της κάτω από το σαγόνι μου και μου σήκωσε ξανά το κεφάλι για να την κοιτάξω.
«Τι είναι αυτό που σε κάνει να πιστεύεις ότι είσαι ίδιος ο πατέρας σου;» με ρώτησε απαλά χαϊδεύοντας το σαγόνι μου με τον αντίχειρα της.
«Γιατί που να με πάρει είμαι» ξέσπασα αγανακτισμένα χωρίς να μπορώ να το συγκρατήσω.
«ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ίδιος με τον πατέρα σου» μου είπε πιστεύοντας το απόλυτα και αγανάκτησα. «Μπορεί να του μοιάζεις εξωτερικά αλλά η ομοιότητα με εκείνον σταματάει εκεί».
«Μετά από όλα όσα σου είπα το πιστεύεις ακόμα;» η θλίψη στα μάτια μου την συνέτριψε.
«Ιδίως μετά από όλα αυτά είμαι πιο σίγουρη από ποτέ» είπε σοβαρή και την κοίταξα για λίγο μέσα στα μάτια.
«Μα και εκείνος ήταν τέλειος και μετά…»
«Όχι Κρίστοφερ…» με φρέναρε και έκοψα την ανάσα μου στην μέση για να σταματήσω. «Ο πατέρας σου ποτέ δεν ήταν τέλειος απλά εγώ ήμουν πολύ τυφλωμένη από έρωτα και δεν το παραδεχόμουν».
«Πες μου για εκείνον» την ικέτεψα και σμίγοντας τα χείλια της, αποφεύγοντας την ματιά μου άρχισε να κουνάει το κεφάλι της αρνητικά με πείσμα. «Σε ικετεύω μαμά, έχω ανάγκη να ξέρω τα πάντα για εκείνον. Είμαι αρκετά μεγάλος πια για να το αντέξω» προσπάθησα περισσότερο και με κοίταξε αναποφάσιστη. «Αν πιστεύεις ότι δεν είμαι ίδιος με εκείνον απόδειξε το μου. Κάνε με να το πιστέψω και εγώ» συνέχισα πιο πιεστικά και πήρε μια ανάσα.
Πιάνοντας το ποτήρι της με το κρασί, ήπιε μια γερή γουλιά και εκεί που πίστευα ότι δεν θα μου έλεγε τίποτα, εκείνη χωρίς να με κοιτά είπε τελικά.
«Ο πατέρας σου είχε πάθος με τα χαρτιά» ξεφούρνισε και αυτόματα ένιωσα να χάνω την γη κάτω από τα πόδια μου.
Μετά την περιγραφή που είχε κάνει η Κλερ για αυτόν που την είχε βιάσει, αυτόματα στα μάτια μου έβλεπα εκείνον μπροστά της να την αγγίζει, να την φιλά, να της παίρνει τα πάντα. ΟΧΙ… φώναξα μέσα μου… Παραλογίζομαι, απλά παραλογίζομαι… προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου. Πως θα μπορούσε να έχει σχέση ο πατέρας μου με αυτό; Μπορεί να ήταν ένα τέρας αλλά δεν μπορεί να ήταν και τόσο τέρας. Έτσι δεν είναι; Στην τελική αν πράγματι ήταν εκείνος και μόνο που θα με έβλεπε η Κλερ σίγουρα θα ήθελε να μου βγάλει τα μάτια και όχι να πέσει στην αγκαλιά μου. Γαμώ την γκαντεμιά μου γαμώ, ήμασταν τόσο ίδιοι.
Δεν ήξερα τι μπορεί να δήλωνε το πρόσωπο μου σε αυτήν την σύντομη σιωπή αλλά ότι και να είδε η μητέρα μου μέσα σε αυτό την έκανε να αναστατωθεί.
«Πες μου ότι δεν παίζεις χαρτιά» απαίτησε να της πω με κομμένη την ανάσα. Σαν να ξύπνησα ξαφνικά άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά ενώ έκλεινα τα μάτια για να μπορέσω να μαζέψω τις σκέψεις μου που είχαν ξεφύγει τελείως.
«Όχι… όχι. Δηλαδή παίζω κανένα πόκερ με την παρέα έτσι για τον χαβαλέ αλλά είμαι τόσο άσχετος που τα παρατάω πριν καν αρχίσει το παιχνίδι να χοντραίνει» είπα γρήγορα και εκείνη πήρε μια ανακουφιστική ανάσα.    
«Πες μου τι έγινε» την ικέτεψα και ξύνοντας το μέτωπο της νευρικά απέφυγε την ματιά μου. Ακόμα την πόναγε η ιστορία αυτή, ήταν ολοφάνερο.
«Στην αρχή ήταν καλά… περισσότερο από καλά» ξεκίνησε και έμεινα με κομμένη την ανάσα να περιμένω να συνεχίσει.
«Πίστευα ότι είχαμε την τέλεια σχέση αλλά όταν έχανε στα χαρτιά έχανε τον εαυτό του ακόμα και τότε».
«Σε έδερνε;» την ρώτησα και κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
«Όχι αλλά ήταν απλησίαστος. Οι αντιδράσεις του ήταν τόσο εκρηκτικές που έπρεπε να πονηρευτώ, να καταλάβω ότι το πάθος του θα μας κατέστρεφε αλλά ήμουν τόσο τυφλωμένη…» κάνοντας μια παύση σκέφτηκε για λίγο τα επόμενα λόγια της και μετά συνέχισε.
«Όταν έμεινα έγκυος ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος και για τους δύο μας. Όταν του είπα ότι περιμένω παιδί δεν το σκέφτηκε καθόλου, έπεσε στα γόνατα και κατευθείαν μου ζήτησε να γίνω γυναίκα του. Ήμουν τόσο ευτυχισμένη που πίστευα ότι αυτό μπορεί να τον άλλαζε και πράγματι τον άλλαξε. Μέχρι να γεννηθείς ήταν τόσο καταπληκτικός που με θάμπωνε. Όμως από την στιγμή που γεννήθηκες και μετά…» μασώντας τα χείλια της κοίταξε μακριά και άρχισε να κουνάει το κεφάλι της αρνητικά. Αυτόματα της έσφιξα το χέρι και εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα. 
«Δεν μπορώ να πω ότι δεν έφταιξα και εγώ…» προσπάθησε να τον δικαιολογήσει και μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.
«Μαμά…» είπα αυτόματα αυστηρά αλλά εκείνη δεν σταμάτησε.
«Όσο σε θήλαζα πίστευα ότι έκανα το πιο ιερό πράγμα στον κόσμο. Ήσουν τόσο αγνός που δεν άντεχα να με αγγίζει με τα χέρια που πριν λίγο έπιανε τα βρομόχαρτα του, ούτε άντεχα να με φιλάει με το στόμα που βρωμοκόπαγε αλκοόλ και πούρο. Κάθε φορά που το έκανε ένιωθα ότι με μόλυνε και μετά δεν μπορούσα να σε πάρω αγκαλιά έτσι τον απέφευγα. Στην αρχή το σεβάστηκε αλλά καθώς έβλεπε τους μήνες να περνάνε και εγώ να μην αλλάζω στάση τότε πραγματικά έγινε κάποιος άλλος. Κάποιος που δεν αναγνώριζα. Κάπου στην μέση κατάλαβα ότι έφταιγα και εγώ, έτσι έκοψα τον θηλασμό και προσπάθησα ξανά αλλά δεν είχε αποτέλεσμα. Κάθε φορά που με άγγιζε ένιωθα να απομακρύνομαι περισσότερο μέχρι που ένα βράδυ δεν το άντεξε και…» το πάγωμα της φωνής της έκανε την καρδιά μου να σταματήσει.
«Σε βίαζε» διαπίστωσα σοκαρισμένος. «Όλα αυτά τα χρόνια δεν σε χτύπαγε μόνο, σε βίαζε και από πάνω» συνέχισα και η ματιά της που γύρισε προς το μέρος μου μού επιβεβαίωσε τις υποψίες μου. «Πως μπόρεσε;» ρώτησα χωρίς να είμαι ικανός να το πιστέψω ακόμα.
«Κρίστοφερ» με παρακάλεσε αλλά εγώ είχα χάσει τελείως πια το μυαλό μου.
«Γιατί τον άφησες να το κάνει; Γιατί δεν έκανες τίποτα;» την ρώτησα με την ανάσα μου να γίνεται όλο και πιο γρήγορη.
«Νομίζεις ότι δεν προσπάθησα;» με ρώτησε με παράπονο ενώ τα μάτια της γυάλιζαν από τα δάκρυα που είχαν μαζευτεί εκεί. «Δύο φορές έφυγα αλλά εκείνος με έκανε να γυρίσω. Την πρώτη φορά τότε που ήταν αρχή ακόμα, μου ορκίστηκε ότι δεν θα το ξανακάνει, μου ορκίστηκε ότι θα αλλάξει και τον πίστεψα… ήθελα να το πιστέψω αλλά την δεύτερη φορά δεν με έπεισε και αυτό τον έκανε έξαλλο. Με εισαγγελική απόφαση με έκλεισε σε ψυχιατρείο και μου δήλωσε ότι αν δεν γύριζα θα σε έπαιρνε από μένα και δεν θα με άφηνε να σε δω ποτέ ξανά. Δεν θα το άντεχα αυτό» μου είπε και με έκανε κομμάτια.
Άντεξε όλα εκείνα τα χρόνια να της σακατεύει το σώμα και την ψυχή μόνο και μόνο για να μην χάσει εμένα; Πως θα μπορούσα αυτό να το αντέξω;  
«Κρίστοφερ» μου είπε παρακλητικά και με έκανε να σηκώσω το κεφάλι για να την κοιτάξω. «Μην παίρνεις το βάρος επάνω σου καρδιά μου, εσύ δεν έφταιγες σε τίποτα και σου ζητώ χίλια συγνώμη που αναγκάστηκες να τα ζήσεις όλα αυτά. Ίσως θα έπρεπε να κάνω πίσω, ίσως θα ήταν καλύτερα να μεγάλωνες με εκείνον, αλλά ήμουν τόσο εγωίστρια» μου είπε και χωρίς να μπορώ να το αντέξω άλλο άπλωσα τα χέρια μου και την έκλεισα στην αγκαλιά μου.
«Σ’ αγαπώ τόσο πολύ» της είπα κάτω από τον αναστεναγμό μου. «Χωρίς εσένα δεν ξέρω τι θα έκανα».
«Μπορεί να ήταν και καλύτερα αν σε άφηνα» την άκουσα να λέει και καθώς σήκωσα το κεφάλι μου την κοίταξα στα μάτια.
«Μην το πεις αυτό ποτέ ξανά. Μπορεί να ήταν άδικο για σένα αλλά χωρίς εσένα ίσως τότε πράγματι να ήμουν σαν εκείνον» εξέφρασα αυτό που με έπνιγε και τα μάτια της δάκρυσαν.
«Δεν είσαι σαν εκείνον μωρό μου. Δεν έχεις καμία σχέση μαζί του» η φωνή της πια έτρεμε.
«Και αυτό χάρις εσένα» είπα πεισματικά και πήρε μια βαθιά τρεμάμενη ανάσα.
Μόλις είδαμε τον σερβιτόρο να μας πλησιάζει, εγώ γύρισα στην θέση μου και η μητέρα μου αυτόματα έπιασε την τσάντα της. Βγάζοντας από μέσα ένα καθρεφτάκι και με ένα χαρτομάντιλο προσπάθησε να μαζέψει τα δάκρυα της.
«Κρίστοφερ» μου είπε μαλακά την στιγμή που μείναμε ξανά μόνοι ενώ έπιασε απαλά το χέρι μου και φαντάστηκα ότι δεν κατάφερνα και πολύ καλά να κρύψω την οργή μου.
«Θέλω λίγο χρόνο να το χωνέψω» της είπα κόβοντας την ανάσα μου στην μέση πριν σηκωθώ επάνω και πάω να τον βρω για να πληρώσει για ότι έκανε. 
«Τουλάχιστον βοήθησε καθόλου;» με ρώτησε με αγωνία και αφήνοντας την ανάσα που κράταγα να βγει βίαια από μέσα μου, κλείνοντας τα μάτια κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
«Όχι. Τώρα φοβάμαι περισσότερο» είπα την αλήθεια και μου έσφιξε αυτόματα το χέρι. «Θέλω να τα κάνω όλα τόσο τέλεια για εκείνη…»
«Την έχουν βιάσει;» ρώτησε η μητέρα μου πονηρεμένη από την αντίδραση μου και κράτησα την ανάσα μου ενώ δεν τόλμησα να την κοιτάξω στα μάτια. Φοβόμουν ότι αν έβλεπε το βλέμμα μου, αν έλεγε ακόμα και όχι εκείνη θα καταλάβαινε τα πάντα.
«Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα» είπε αμέσως και γύρισα να την κοιτάξω.
«Σε παρακαλώ μαμά, σε ικετεύω αν βρεθείτε μην της δείξεις ότι ξέρεις» η απελπισία στην φωνή μου την έκανε να με κοιτάξει απόλυτα σοβαρή.
«Το μυστικό σου είναι καλά φυλαγμένο μαζί μου» με διαβεβαίωσε και πήρα μια ανάσα.
«Πες μου τι να κάνω;» την ικέτεψα και με κοίταξε τρυφερά.
«Υπομονή… αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να δώσω. Χρειάζεται χρόνο, ίσως περισσότερο από όσο μπορείς να βάλεις με το μυαλό σου, αλλά αφού έκανε το πρώτο βήμα θα μπορεί να κάνει και τα υπόλοιπα» με διαβεβαίωσε και πήρα άλλη μια ανακουφιστική ανάσα.
«Εσύ το ξεπέρασες;» ρώτησα με ελπίδα και μου χαμογέλασε.
«Είμαι καλά» μου είπε χωρίς να μου δίνει το δικαίωμα να το αμφισβητήσω.
«Να φανταστώ ότι η αιτία είναι αυτός που σου στέλνει τα μηνύματα;» της χτύπησα λίγο πειραχτικά και αμέσως ένιωσε άβολα.
«Δεν πρόκειται να το συζητήσω αυτό μαζί σου» με έκοψε με την μια αλλά δεν τα παράτησα.
«Είναι καλός;» συνέχισα πιο πιεστικά και με κοίταξε σοκαρισμένη.
«Κρίστοφερ» αναφώνησε ενώ κοίταξε γύρω της νευρικά.
«Μαζί σου εννοώ μαμά, όχι στο κρεβάτι» διαμαρτυρήθηκα και καθώς ηρέμισε με κοίταξε ξανά πιο ψύχραιμα.
«Ναι, είναι πάρα πολύ καλός… μαζί μου» τόνισε και γέλασα με τον τρόπο που το είπε.
«Τότε γιατί δεν τον έχω γνωρίσει ακόμα;» την ρώτησα και μαγκώθηκε.
«Δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα» μουρμούρισε ενώ έπαιζε με το φαγητό της αποφεύγοντας την ματιά μου.
«Κατάλαβα, το πάτε σιγά, σιγά» είπα την διαπίστωση μου.
«Πολύ πολύ σιγά» επιβεβαίωσε και καταλαβαίνοντας την απόλυτα της έτριψα παρηγορητικά το μπράτσο.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ενα πολυ καλο ξεκαθαρισμα! Εμμ επρεπε ν γινει!!

-Νικολετα

Χρυσάνθη Καλαφάτη είπε...

στο επόμενο ξεκαθαρίζουν περισσότερο όχι μητέρα και γιος αλλά Κρις εναντίων Κλερ :p

ESCAPE POLH FANTASMA