Όλο το βράδυ δεν
κατάφερα να κλείσω μάτι. Η εικόνα της να μάχεται δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το
μυαλό μου αλλά περισσότερο εκείνη η ματιά της. Δεν νομίζω ότι θα κατάφερνα ποτέ
να την ξεχάσω. Είχε τόσο οργή μέσα της. Μόλις χτύπησε το ξυπνητήρι, ο μόνος
λόγος που σηκώθηκα για να ετοιμαστώ ήταν γιατί είχα την ελπίδα να την δω. Δεν
μπορούσε να τα εγκαταλείψει όλα. Όχι τώρα.
Περνώντας από την
καφετέρια που ήταν έξω από το κολέγιο, σταμάτησα το αυτοκίνητο και κοίταξα
μέσα. Δεν ήταν εκεί αλλά είχα την ελπίδα ότι θα εμφανιστεί έστω την ώρα του
φαγητού. Η ώρα δεν πέρναγε με τίποτα αλλά δεν τα παράταγα. Μπορεί το κινητό της
να ήταν κλειστό αλλά είχα ακόμα την ελπίδα ότι ήταν απλά κλειστό γιατί
παρακολουθούσε τα μαθήματα. Όταν έφτασε η ώρα του φαγητού και δεν την είδα
πουθενά δεν περίμενα παραπάνω. Τρέχοντας στο αυτοκίνητο μου, έβαλα μπρος και
πήγα κατευθείαν στο σπίτι.
Βλέποντας ένα παλιό
αμάξι να είναι παρκαρισμένο έξω από το σπίτι με τον μπλαβιασμένο Τότο να είναι
στο τιμόνι δεν χρειάστηκε τίποτα παραπάνω. Τώρα ήμουν σίγουρος πια ότι εκείνη
όχι απλά έφευγε από το σπίτι αλλά εγκατέλειπε και την ίδια της την ζωή. Αυτή
που με τόσο κόπο είχε χτίσει βήμα βήμα με τόση μεγάλη δυσκολία. Μόλις έκλεισα
την πόρτα του σπιτιού πίσω μου επικράτησε η απόλυτη ησυχία. Δεν χρειάστηκε να
την ψάξω ήξερα ακριβώς που θα την έβρισκα. Στο δωμάτιο που της είχα
παραχωρήσει. Όταν πλησίασα την ανοιχτή της πόρτα είδα τον σάκο με τα ρούχα της
να είναι έτοιμος. Εκείνη μαζεύοντας τα βιβλία της και τα προσωπικά της
αντικείμενα σε έναν δεύτερο σάκο δεν γύρισε καν να με κοιτάξει παρόλο που ήμουν
σίγουρος ότι είχε νιώσει την παρουσία μου.
«Ώστε αυτό ήταν; Τα
παρατάς;» την ρώτησα χωρίς να κάνω τον κόπο να κρύψω τον εκνευρισμό μου καθώς
ακούμπαγα την πλάτη μου στην κάσα της πόρτα και σταύρωνα τα χέρια μου μπροστά
στο στήθος μου.
«Τι άλλο έμεινε να
κάνω;» με ρώτησε πίσω πνιγμένα. «Έκανα λάθος να νομίζω ότι ήμουν έτοιμη. Ποτέ
δεν θα είμαι έτοιμη» παραδέχτηκε και άρχισα να ανασαίνω πιο γρήγορα με τον
εκνευρισμό μου να χτυπάει κόκκινο.
«Και όλα αυτά που
κατάφερες;» την ρώτησα και αφήνοντας την ανάσα της να βγει βαριά από μέσα της
κράτησε τα βιβλία της πάνω στο στήθος της και κούνησε το κεφάλι της αρνητικά
ενώ κοίταζε τον άδειο τοίχο απέναντι της.
«Με είδες εχθές. Τώρα
ξέρεις πόσο επικίνδυνη είμαι. Όταν τα χάνω…» δεν ήξερε πώς να συνεχίσει.
«Όμως δεν συνέβη το
ίδιο με τον Σταν, ούτε με τον Τζες. Με εκείνους σταμάτησες» προσπάθησα αλλά
αυτό την έκανε χειρότερα.
«Γιατί ήσουν εσύ εκεί»
μου απάντησε και πέταξε τα βιβλία της με νεύρο μέσα στην τσάντα της. «Αλλά για
πόσο;» συνέχισε. «Δεν μπορώ να βασιστώ στον εαυτό μου Κρις. Είμαι τόσο ασταθής,
τόσο ευερέθιστη που μπορεί να μην καταφέρω να σταματήσω τον εαυτό μου ακόμα και
αν είσαι εσύ στην μέση» προσπάθησε να με φοβίσει αλλά δεν την πίστεψα ούτε για
ένα δευτερόλεπτο.
«Ποτέ δεν θα με
αγγίξεις» ήμουν απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό.
«Μην είσαι και τόσο
σίγουρος γι’ αυτό» είπε και με έκανε να ξεπεράσω τα όρια μου.
«Είχες τόσες
ευκαιρίες» ξέσπασα. «Και όμως εσύ προτίμησες να σακατέψεις τον εαυτό σου
προκειμένου να μην αφεθείς» συνέχισα με πείσμα και γύρισε και με κοίταξε μέσα
στα μάτια.
Αυτόματα επιθεώρησα
το πρόσωπο της με αγωνία. Βλέποντας το πρόσωπο του Τότο, πίστευα ότι τόση ώρα
απέφευγε να με κοιτάξει γιατί θα ήταν και το δικό της πρόσωπο πάνω κάτω το ίδιο
όμως που να με πάρει εκείνη πέρα από μια γρατζουνιά πάνω στο χείλι της που ήταν
λίγο πρησμένο δεν είχε τίποτα άλλο. Πως γινόταν αυτό; Μάλλον τώρα καταλάβαινα
τι εννοούσε όταν έλεγε ότι ο μαθητής ξεπερνάει τον δάσκαλό.
«Για πόσο;» με ρώτησε
ξανά παλεύοντας πολύ σκληρά να παραμείνει ψύχραιμη.
«Σε εμπιστεύομαι» της
είπα εννοώντας το με πιο απαλή φωνή και παίρνοντας μια τρεμάμενη ανάσα έσμιξε
τα χείλια της και μου γύρισε την πλάτης της.
«Εγώ όμως δεν
εμπιστεύομαι τον εαυτό μου γι’ αυτό καλύτερα να φύγω τώρα, πριν χάσει κανείς
την ζωή του από μια τρελή σαν και εμένα».
«Δεν αγωνίζεσαι για
τα λεφτά» είπα την διαπίστωση μου ανοιχτά και αμέσως κούνησε το κεφάλι της
αρνητικά επιβεβαιώνοντας το μου. «Όταν μάχεσαι, ανεξάρτητα με τον ποιον παλεύεις,
εσύ πάντα έχεις στο μυαλό σου ότι είναι εκείνος μπροστά σου. Εκείνος που σου
έκανε αυτό το κακό» συνέχισα αλλά εκείνη δεν είπε τίποτα. «Ήταν ο πατέρας σου;»
την πίεσα περισσότερο και αυτόματα το βιβλίο που κράταγε έφυγε από τα χέρια της
και κατέληξε στο πάτωμα.
Και πάλι δεν είπε
τίποτα. Σκύβοντας μάζεψε το βιβλίο από το πάτωμα και με πιο βιαστικές κινήσεις
προσπάθησε να μαζέψει και τα υπόλοιπα πράγματα της για να φύγει όσο πιο γρήγορα
μπορούσε αλλά δεν θα την άφηνα να φύγει έτσι.
«Μετά από όλα αυτά δεν
νομίζεις ότι δικαιούμαι να ξέρω;» την πίεσα περισσότερο και την είδα να ξύνει
το μέτωπο της νευρικά.
«Ήταν ο πατέρας σου;»
επανέλαβα απαιτώντας μια απάντηση και εκεί που πίστευα ότι θα άρπαζε τα
πράγματα της και θα έφευγε τρέχοντας, εκεί έπιασε το γραφείο και με τα δύο της
χέρια και έκατσε στην καρέκλα που ήταν δίπλα της.
Η ανάσα της ήταν
βαριά, το σώμα της έτρεμε αλλά αρνιόταν να με κοιτάξει και δεν την πίεσα
παραπάνω. Καταλάβαινα ότι απλά ήθελε τον χρόνο της.
«Ήμουν ο άγγελος
του…» ξεκίνησε και χαλαρώνοντας πήγα προς το κρεβάτι και έκατσα περιμένοντας
την να συνεχίσει.
Δεν είχα ιδέα αν θα
άντεχα να την ακούσω όρθιος. Ο πόνος στην φωνή της με προετοίμαζε για τα
χειρότερα και δεν ήξερα αν θα κατάφερνα να κρατηθώ ώστε να μην την πάρω στην
αγκαλιά μου. Δεν ήμουν σίγουρος ότι θα το άντεχε αυτήν την στιγμή.
«Με ονόμασε Έϊντζελ
γιατί μόλις με είδε μου είπε ότι αμέσως πήρα όλον τον πόνο που ένοιωσε από την
απώλεια της. Είπε ότι ήμουν ένα δώρο από τον θεό για εκείνον. Ότι εκείνος με
είχε στείλει για να τον κάνει να βρει έναν στόχο στην ζωή του, κάτι να πιαστεί
και να παλέψει μακριά από την μοναδική γυναίκα που κατάφερε ποτέ του να
αγαπήσει. Δεν με κατηγόρησε ποτέ. Όταν μεγάλωσα και άρχισα να πιστεύω ότι ήμουν
η αιτία που είχε πεθάνει η μητέρα μου, εκείνος πάντα με έπαιρνε στην αγκαλιά
του και με έπειθε ότι δεν έφταιγα εγώ, ότι θα έφευγε έτσι κι αλλιώς είτε με
γεννούσε είτε όχι...»
Κάνοντας μια παύση
κατάλαβα ότι προσπαθούσε να μαζέψει τα κομμάτια της και δεν την διέκοψα. Ήταν
ήδη πολύ δύσκολο όλο αυτό για εκείνη και ένιωθα ένοχος που την είχα πιέσει τόσο
πολύ να μου ανοιχτεί. Ίσως δεν ήταν έτοιμη ακόμα να το κάνει και όμως δεν τα
παρατούσε.
«Πάντα μου έπαιρνε τα
καλύτερα κουκλίστικα φορέματα…» συνέχισε με την ανάσα της να πνίγεται μέσα της.
«Κάθε πρωί μου χτένιζε τα χρυσά μου μαλλιά, τα ψέκαζε με κάτι ώστε να γυαλίζουν
περισσότερο, τα στόλιζε με κορδέλες, με κοκαλάκια, μου φόραγε και ένα ζευγάρι
με τα πιο γυαλιστερά παπούτσια, με κράταγε από το χέρι και με έβγαζε έξω. Με
πήγαινε παντού, με επιδείκνυε με καμάρι και έλεγε σε όλους ότι ήταν ο πιο
τυχερός άνθρωπος στον πλανήτη. Τους έλεγε ότι μόνο εκείνος είχε την τύχη να
έχει έναν άγγελο δίπλα του και εγώ φούσκωνα από υπερηφάνεια. Πίστευα ότι τα
είχα όλα…»
Ο λυγμός της έκανε
την φράση της να κοπεί στην μέση και πριν αφήσω τον εαυτό μου να παρασυρθεί και
να την κλείσω στην αγκαλιά μου, έβαλα τα χέρια μου πάνω στο στρώμα και
κρατήθηκα με νύχια και με δόντια να μείνω ακίνητος.
«Όμως δεν ήμουν μόνο
εγώ στην οικογένεια ήταν και ο Τότο…» οι τύψεις της την έκαναν να πονάει περισσότερο.
«Ήταν ήδη πέντε χρονών όταν γεννήθηκα εγώ και τα καταλάβαινε όλα. Είχε μόλις
χάσει την μητέρα του και τώρα έχανε και τον μοναδικό άτομο που του είχε
απομείνει, τον πατέρα του και αυτό εξαιτίας μου…»
«Κλερ…» προσπάθησα να
της εξηγήσω ότι δεν έφταιγε εκείνη αλλά δεν μου έδωσε το δικαίωμα να το κάνω.
«Ένοιωθε μόνος,
παραγκωνισμένος και εγώ δεν του το έκανα καλύτερο…» συνέχισε με πείσμα χωρίς να
ακούει την παράκληση μου. «Όπως ήταν φυσικό ξέσπαγε επάνω μου και το πλήρωνε
πολύ ακριβά από τον πατέρα μας. Εκείνος ήταν αμείλικτος. Μια τρίχα από τα
μαλλιά μου έπιανε και το ξύλο έπεφτε σύννεφο, μέχρι που ο Τότο τα παράτησε.
Πάντα ένιωθα ότι με μισούσε και εγώ αντί να κάνω κάτι για να τον πλησιάσω
προσπαθούσα να δείξω στον πατέρα μου ότι είχε εμένα και δεν χρειαζόταν κανέναν
άλλων… αλλά ούτε καν αυτό δεν ήταν αρκετό. Ούτε και οι νταντάδες αντέχανε τους
τσακωμούς μας. Γρήγορα ήρθε ο καιρός που καμία δεν ήθελε να μας αναλάβει τις
ώρες που ο πατέρας μου έπρεπε να λείπει από το σπίτι και ο πατέρας μου θεώρησε
ότι ο Τότο ήταν αρκετά μεγάλος για να με προσέχει όμως και εκείνος ήταν μόνο
ένα μικρό παιδί. Όταν ένα βράδυ γύρισε στο σπίτι και με βρήκε μόνη να κλαίω
απαρηγόρητη και τον Τότο να λείπει κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα
πια έτσι το πήρε απόφαση και τον άφησε στην ησυχία του. Όσο για μένα…»
αναστέναξε. «Είχα βρει πια την θέση μου… δίπλα του» συνέχισε ενώ κατάπιε με
δυσκολία σαν να της στάθηκε στον λαιμό της ένας κάκτος.
«Ο πατέρας μου ήταν
επαγγελματίας χαρτοπαίκτης…» συνέχισε αλλάζοντας τελείως διάθεση πια. Τα λόγια
της τώρα έβγαιναν περισσότερο με μίσος παρά με πόνο. «Κάθε βράδυ σύχναζε και σε
άλλη λέσχη. Ήταν ανίκητος. Κανείς δεν κατάφερνε να τον κάνει να χάσει και έτσι
πολύ γρήγορα κατέληξε να μην γίνεται αποδεκτός από τις λέσχες που σύχναζε. Για
να συνεχίζει να παίζει έπρεπε να αλλάξει τακτική, έπρεπε να χάνει αρκετά πριν
αρχίσει πάλι να κερδίζει αλλά αυτό δεν του έφτανε. Τα ήθελε όλα…» είπε με μίσος
και αφού πήρε μια βαθιά πιο αποφασιστική ανάσα συνέχισε.
«Όταν βρισκόταν στην
λέσχη έπαιζε συντηρητικά για να ψαρεύει κόσμο, όταν όμως τους παρέσερνε μαζί
του στο σπίτι τότε τους άλλαζε τα φώτα. Τους τα έπαιρνε όλα και πολύ σύντομα
άρχισε να μαθαίνεται και αυτό. Μέρα με την ημέρα ήταν ακόμα πιο δύσκολο να βρει
ανυποψίαστα θύματα και έπρεπε να βρει νέο σχέδιο. Εγώ από την άλλη είχα αρχίσει
να μεγαλώνω, να αποκτώ καμπύλες και όσο περισσότερο μεγάλωνα τόσο περισσότερο
εκείνος με επιδείκνυε. Με έβαζε πάντα να κάθομαι πάνω στο πόδι του, έλεγε σε
όλους ότι ήμουν το τυχερό του αστέρι και όσο έπαιζε με χάιδευε παντού, με
έτριβε επάνω του, με φίλαγε ενθουσιασμένος όταν τον έκανα να κερδίσει…» η παύση
που έκανε την καρδιά μου να παγώσει.
«Εγώ η χαζή πίστευα
ότι το έκανα γιατί πραγματικά πίστευε ότι ήμουν το γούρι του αλλά ήταν απλά μια
παράσταση…» συνέχισε και η ανάσα μου κόπηκε στην μέση. «Μια παράσταση για να
προκαλεί τα ανυποψίαστα θύματα του, μια παράσταση για να τους ανάβει
περισσότερο ώστε να ανεβάζει τα στοιχήματα» εξέφρασε με αγανάκτηση και δεν είχα
ιδέα πώς να αντιδράσω σε αυτό.
«Δεν είχα ιδέα… ήμουν
τόσο τυφλωμένη από αγάπη για εκείνον που θα μπορούσα να κάνω τα πάντα για να
τον δω ευτυχισμένο. Ήταν πατέρας μου, ποτέ δεν έκανε καμία κίνηση να με
πλησιάσει ερωτικά. Για μας ήταν κάτι φυσικό να με έχει στην αγκαλιά του και να με
χαϊδεύει, να με φιλάει. Δεν ξεπερνούσε ποτέ τα όρια, δεν με κοίταξε ποτέ όπως
με κοιτάζανε οι άλλοι, δεν με έκανε ποτέ να νιώσω άβολα, όλα του τα χάδια πίστευα ότι ήταν επειδή με
αγαπούσε και εκείνος όπως τον αγαπούσα και εγώ, μέχρι εκείνο το βράδυ που
βρέθηκε εκείνος στο τραπέζι μας…
Ήμουν μόλις δεκατριών
αλλά ήμουν πολύ ανεπτυγμένη και όλοι με έκαναν τουλάχιστον για δεκαπέντε χρονών.
Μου είχε έρθει ήδη η περίοδος και το στήθος μου ξεχείλιζε θηλυκά από τα
φορέματα που διάλεγε ο πατέρας μου για να επιδεικνύουν τα κάλλη μου αλλά ένιωθα
όμορφα μέσα σε αυτά μέχρι εκείνο το βράδυ. Από την πρώτη στιγμή που έκατσε εκείνος
απέναντι μας ένιωσα μια περίεργη απειλή. Είχα συνηθίσει να με κοιτάνε σαν να
θέλουν να με φάνε αλλά το δικό του βλέμμα ήταν διαφορετικό. Εκείνα τα
γυαλιστερά μαύρα του μαλλιά, τα καστανά του σκοτεινά μάτια, η φαρδιοί του ώμοι,
τα χοντρά του τεράστια χέρια του με τρομοκρατούσαν…» η περιγραφή του με έκανε
να παγώσω. Πως μπορούσε να με κοιτάει και να αφήνεται στα χέρια μου όταν τα
πάντα επάνω μου της θύμιζαν εκείνον;
«Ήταν η πρώτη φορά
στην ζωή μου που ένιωθα γυμνή μπροστά σε ένα βλέμμα και ακόμα και τα χάδια του
πατέρα μου δεν έφταναν να με κάνουν να νιώσω ασφάλεια δίπλα του, αντίθετα με
έκανα να νιώσω πιο άβολα. Εκείνο το βράδυ ήταν η πρώτη φορά που ικέτεψα τον
πατέρα μου να φύγουμε αλλά εκείνος έκανε τα πάντα για να με καθησυχάσει. Ήταν
πεπεισμένος ότι ήταν η τυχερή του βραδιά και το πίστευα και εγώ. Ο τύπος
έδειχνε φραγκάτος και έχανε την μια παρτίδα μετά την άλλη σαν να ήταν πρωτάρης.
Ο πατέρας μου δεν χρειάστηκε να κάνει πολλά για να τον παρασύρει στα δίχτυα
του. Εκείνος πρώτος πρότεινε να συνεχίσουν το παιχνίδι τους κάπου πιο ήσυχα
γιατί έλεγε ότι δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί με τόσο κόσμο γύρω του. Ο πατέρας
μου ήδη είχε αρχίσει να τρίβει τα χέρια του και αφού έπεισε και άλλους δύο να
μας ακολουθήσουν με έστειλε στην τουαλέτα όπως και κάθε βράδυ πριν να φύγουμε
για το σπίτι. Όταν βγήκα από την τουαλέτα είδα εκείνον τον τύπο να πληρώνει τον
έναν από τους δύο που είχαν συμφωνήσει να έρθουν μαζί μας. Δεν μπορούσα να
καταλάβω το γιατί αλλά όταν γυρίσαμε σπίτι και είδα ότι ήταν ο μόνος που μας
είχε ακολουθήσει άρχισα να πονηρεύομαι περισσότερο. Δεν ήθελε ανταγωνισμό.
Από την στιγμή που
μπήκαμε στο σπίτι τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Δεν με άφηνε στιγμή από τα
μάτια του και εγώ έκανα τα πάντα για να πείσω τον πατέρα μου να με αφήσει να
πάω στο δωμάτιο μου αλλά εκείνος δεν με άφηνε μέχρι που δεν άντεξα άλλο και
είπα ξεκάθαρα ότι είμαι κουρασμένη και ότι ήθελα να πάω να κοιμηθώ.
‘Μην ανησυχείς
κουκλίτσα μου και πολύ σύντομα θα πέσεις στο κρεβάτι και μάλιστα θα κάνεις τα
πιο όμορφα όνειρα’
Είπε εκείνος και
ένιωσα την ανάσα μου να χάνεται. Τα λόγια του ήταν απλά αλλά εμένα με έκανε να
καταλάβω ότι εννοούσε πολλά περισσότερα από όσα έλεγε. Ο πατέρας μου από την
άλλη δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Είχα δει το χαρτί του και ήταν πολύ
γερό οπότε σκέφτηκε να το εκμεταλλευτεί.
‘Αν είσαι τόσο
σίγουρος τι λες να ανεβάσουμε το στοίχημα. Τα διπλά ή τίποτα’
Του έριξε στο τραπέζι
και ο άλλος τον κοίταξε με ικανοποίηση.
‘Μέσα’
Του είπε και άνοιξε
τα χαρτιά του. Ο πατέρας μου έχασε το χρώμα του. Δεν χρειαζόταν να ρωτήσω
γιατί. Ο τύπος είχε καλύτερο χαρτί από εκείνον και φυσικά είχε κερδίσει. Μόνο
με μια παρτίδα.
‘Αποχαιρέτησε τον
γέρο σου κουκλίτσα μου. Ήρθε η ώρα να πηγαίνουμε’
Μου είπε και κοίταξα
τον πατέρα μου σοκαρισμένη. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι πράγματι συνέβαινε
αυτό που υπονοούσε εκείνος ο τύπος, όμως ο πατέρας μου δεν με κοίταξε στα
μάτια. Με την ανάσα του να γίνεται γρήγορη σηκώθηκε αστραπιαία όρθιος
παρασέρνοντας με μαζί του και καθώς με έσπρωξε μακριά του μου φώναξε να φύγω
και να κλειδωθώ στο δωμάτιο μου.
‘Όχι, γέρο, δεν
πρόκειται να πάει πουθενά’ του είπε ο άλλος. ‘Είναι δική μου’ συνέχισε κάνοντας
ρητό ότι δεν έφευγε χωρίς να πάρει αυτό που είχε κερδίσει.
‘Κανείς δεν αγγίζει
την κόρη μου’ ούρλιαξε ο πατέρας μου ενώ αναποδογύρισε το τραπέζι και καθώς του
όρμισε ο άλλος πιο γρήγορος αμύνθηκε και τον πέταξε στην άλλη μεριά του
σαλονιού.
‘Αυτό να το
σκεφτόσουνα πολύ πριν αποφασίσεις να την βάλεις στα στοιχήματα σου. Το στοίχημα
είναι στοίχημα γέρο και εσύ μόλις το έχασες. Τώρα ήρθε η ώρα η κόρη σου να το
ξεπληρώσει’ του είπε και ο πατέρας μου δεν κρατήθηκε άλλο.
Βγάζοντας το σουγιά
που έκρυβε πάντα μέσα στην κάλτσα του τον άνοιξε και του επιτέθηκε ξανά. Εγώ
δεν ήξερα τι να κάνω. Τους έβλεπα να παλεύουν και δεν μπορούσα να κουνηθώ. Είχα
χάσει την γη κάτω από τα πόδια μου, όλη μου η ζωή μέσα σε μια στιγμή είχε
γκρεμιστεί, ο πατέρας που αγαπούσα με όλη μου την ψυχή με είχε πουλήσει και όχι
μόνο μια φορά αλλά κάθε βράδυ… Κάθε βράδυ επιδείκνυε το εμπόρευμα του στα
ανυποψίαστα θύματα του και την στιγμή που με έστελνε στην τουαλέτα πούλαγε το
κορμί μου για να ανεβάζει τα στοιχήματα…» είπε με αγανάκτηση και πλέον όλα είχα
μια λογική.
Πως μετά από αυτό θα
άντεχε να την αγγίζουν όταν τα πιο αγνά αγγίγματα από τον ίδιο της τον πατέρα
αποδείχτηκαν τόσο ψεύτικα… τόσο βρόμικα.
«Έβλεπα τον πατέρα
μου να χάνει την μάχη και εγώ ένιωθα ευγνώμον που εκείνος ο τύπος έβγαζε όλο το
άχτι του πάνω του. Ένιωθα σαν να έπαιρνε εκδίκηση για μένα αλλά όταν τον είδα
να πιάνει το στιλέτο του πατέρα μου και να το γυρίζει προς το μέρος του δεν
κρατήθηκα άλλο. Ότι και να είχε κάνει ήταν ο πατέρας μου δεν μπορούσα να τον δω
νεκρό. Σε μια στιγμή το μυαλό μου άρχισε να παίρνει φωτιά και πριν σκεφτώ τι
κάνω μπήκα στην μέση και το στιλέτο με βρήκε στην πλάτη.
‘Ηλίθιο πλάσμα, βγες
από την μέση’ φώναξε ο τύπος εξαγριωμένος και καθώς με έσπρωξε προσπάθησε να
επιτεθεί ξανά στον πατέρα μου.
Δεν ήξερα γιατί αλλά
το ένιωθα, ήταν έτοιμος να τον σκοτώσει και εγώ δεν θα το άντεχα αυτό. Την
στιγμή που τον είδα να μπήγει το στιλέτο στην κοιλιά του πατέρα μου σηκώθηκα
ξανά και προσπάθησα να μπω στην μέση. Εκείνος ήταν τόσο εκτός εαυτού που δεν
κατάλαβε αμέσως ότι μαχαίρωνε εμένα και όχι τον πατέρα μου μόλις όμως με
κοίταξε στα μάτια σταμάτησε. Με κράτησε από τους ώμους και δίνοντας μου μια σπρωξιά
με καθήλωσε στο πάτωμα. Ο πατέρας μου ήδη είχε αρχίσει να χάνει έδαφος έτσι δεν
χρειάστηκε και πολύ για να τον βγάλει από την μέση. Δίνοντας του μια γροθιά στο
πρόσωπο τον έσπρωξε προς τα πίσω και μόλις το κεφάλι του βρήκε πάνω στο
αναποδογυρισμένο τραπέζι και έχασε τελείως τις αισθήσεις του σταμάτησε. Για
λίγο πίστευα ότι τα είχε χάσει, ότι είχε μετανιώσει για ότι είχε κάνει, πίστευα
ότι τώρα που συνειδητοποιούσε την κατάσταση θα μας άφηνε και να έφευγε αλλά
εκείνος δεν έφευγε. Με κοίταζε και πάλευε να βρει μια λύση. Μια γρήγορη λύση
πριν να είναι αργά.
‘Ηλίθιο πλάσμα…’ με
έβριζε σαν να ήμουν η αιτία για όλα του τα προβλήματα. ‘Ξέρεις πόσο καιρό
περίμενα γι’ αυτό; Ξέρεις πόσα λεφτά έχω χάσει εξαιτίας σου; Θα περνάγαμε καλά.
Θα σε έκανα γυναίκα. Αλλά εσύ έπρεπε να μπεις στην μέση. Γιατί διάολε μπήκες
στην μέση;’ συνέχισε να ουρλιάζει και εγώ δεν ήξερα τι να κάνω.
Έχανα αίμα, ένιωθα
την ζωή μου να αδειάζει από μέσα μου και εκείνος αντί να με βοηθήσει πάλευε να
σκεφτεί τι να κάνει. Να τελειώσει ότι είχε αρχίσει ή να φύγει και να με αφήσει
στην μοίρα μου;
‘Όχι…’ ούρλιαξε. ‘Το
στοίχημα είναι στοίχημα και εγώ δεν φεύγω αν δεν πάρω την ανταμοιβή μου’
βροντοφώναξε και την στιγμή που τον είδα να κατεβάζει το παντελόνι του και να
γονατίζει μπροστά μου γύρισα το κεφάλι μου από την άλλη.
Είχα χάσει τα πάντα.
Μέσα σε μια στιγμή όσα είχα ζήσει πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου αλλά δεν
έκανα τίποτα. Τον ένιωθα να μπαίνει μέσα μου, το σώμα μου πόναγε παντού, η
ανάσα μου σε κάθε του ώθηση χανόταν περισσότερο αλλά εγώ εξακολουθούσα να μην
κάνω τίποτα. Δεν φώναξα, δεν έκλαψα, ούτε καν προσπάθησα να τον σταματήσω όχι
γιατί ήμουν γενναία αλλά γιατί δεν είχε πια σημασία. Σαν άψυχη κούκλα υπέμενα
τα φιλιά του, τα χάδια του, την βιαιότητα του και περίμενα απλά να τελειώσει.
Ήξερα ότι θα τελείωνα σύντομα. Ένιωθα ήδη την ζωή μου να λιγοστεύει.
Ακόμα και όταν πια
είχε τελειώσει εγώ συνέχισα με τα μάτια ανοιχτά να κοιτώ το κενό. Μπορεί η
καρδιά μου να χτυπούσε ακόμα αλλά εγώ δεν ήμουν πια εκεί. Μπορεί να ένιωθα τον
πατέρα μου να προσπαθεί να σταματήσει το αίμα, να μου φωνάζει κλαίγοντας να
μείνω κοντά του αλλά εγώ είχα ήδη φύγει. Δεν είχα ιδέα τι με κρατούσε ακόμα
ζωντανή μέχρι που η πόρτα άνοιξε ξανά και ένοιωσα κάποιον να ανασηκώνει το
κεφάλι μου και να με γυρίζει προς το μέρος του. Ήταν ο Τότο.
Νόμιζα ότι δεν είχε
αισθήματα για μένα. Πίστευα ότι με μισούσε αλλά μόλις είδα τα μάτια του να
δακρύζουν, όταν είδα την αγωνία του τότε για πρώτη φορά άρχισα να φοβάμαι. Φοβήθηκα
για την ζωή μου. Προσπάθησα να το σταματήσω, να κρατηθώ μόνο για χάρη του αλλά
ήταν αργά. Ήθελα να του πω τόσα πολλά. Να του ζητήσω συγνώμη για όσα είχε
υπομένει για μένα αλλά δεν μπορούσα να πω τίποτα. Το μόνο που κατάφερα να πω
ήταν το όνομα του… εκείνο το όνομα που του είχα βγάλει όταν ήμουν μικρή και δεν
μπορούσα να φωνάξω με το κανονικό του όνομα.
‘Τότο’… είπα και
μετά…» κουνώντας το κεφάλι της αρνητικά άφησε την ανάσα της να βγει βαριά από
μέσα της.
«Δεν έχω ιδέα πόση
ώρα έκαναν να με επαναφέρουν στην ξανά στην ζωή ή πόσες μέρες πέρασαν πριν
καταφέρω ξανά να αναπνεύσω χωρίς μηχανική υποστήριξη γιατί πολύ απλά δεν είχε
σημασία. Ακόμα και όταν άνοιξα τα μάτια μου εγώ δεν ήμουν εκεί. Μπορεί να είχαν
συναρμολογήσει ξανά το σώμα αλλά είχα ξεχάσει να βάλουν το πιο βασικό εξάρτημα.
Την ψυχή μου…» την άκουσα να λέει και πήρα μια βαθιά τρεμάμενη ανάσα. Πως
κατάφερε να επανέλθει μετά από αυτό;
«Δεν είχα ιδέα τι
είπε ο πατέρας μου στην αστυνομία. Όταν ερχόντουσαν να μου πάρουν κατάθεση δεν
άκουγα λέξη από όσα μου έλεγαν. Απλά τους αγνοούσα και εκείνοι μετά από λίγο
καιρό τα παράτησαν. Όταν ο γιατρός υπέγραψε το εξιτήριο μου και μετέφεραν στο ψυχιατρείο
δεν είχε διαφορά για μένα. Ένιωθα απλά ότι με μετέφεραν από το ένα δωμάτιο στο
άλλο. Όσο και να προσπάθησαν να με πλησιάσουν εγώ απλά έμενα εκεί να τους
κοιτώ. Δεν έτρωγα τίποτα αν κάποιος δεν με τάιζε, δεν έκλεινα ποτέ τα μάτια,
δεν μίλαγα σε κανέναν, απλά κοίταζα το κενό και πίστευα ότι αυτή ήταν η ζωή
μετά τον θάνατο.
Ο πατέρας μου και ο
αδελφός μου έρχονταν συχνά αλλά για μένα ήταν απλά εικόνες που πέρναγαν από
μπροστά μου. Εικόνες που τις έπλαθε το μυαλό μου και τίποτα παραπάνω. Μέχρι που
ο Τότο δεν άντεξε άλλο και μια μέρα άρχισε να ξεσπά. Τα έβαλε με όλους, πίστευε
ότι τα φάρμακα που μου έδιναν με έκαναν φυτό. Τότε ήταν που πήρε την απόφαση να
πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Απαίτησε από τον πατέρα μου να υπογράψει
ώστε να με πάρουν από εκεί και ο πατέρας μου δεν του το αρνήθηκε. Πίστευε και
εκείνος ότι όταν θα γύριζα πίσω θα κατάφερνα να το ξεπεράσω. Δεν μπορώ να πω
ότι είχαν άδικο.
Σε όλη την διαδρομή δεν
είπα τίποτα. Έβλεπα τις εικόνες να αλλάζουν και δεν αντιδρούσα. Μόλις όμως η
πόρτα άνοιξε και αντίκρισα ξανά το σαλόνι του σπιτιού μου, εκείνο το σαλόνι που
είχε γίνει ο εφιάλτης μου τότε ένιωσα σαν να ξυπνάω απότομα από τον λήθαργο.
Όσα είχα ζήσει εκεί μέσα ήρθαν απότομα στο μυαλό μου και δεν κατάφεραν να
κρατηθώ. Τα διέλυσα όλα. Δεν άφησα τίποτα όρθιο και εκείνοι δεν με σταμάτησαν.
Ακόμα και όταν άρχισα να σπάω τα παράθυρα παρόλο που φοβήθηκαν μην χτυπήσω,
ακόμα και τότε δεν τόλμησαν να έρθουν κοντά μου. Πίστευαν ότι μετά από αυτό θα
κατάφερνα να ξεθυμάνω, θα κατάφερνα να ξεσπάσω και να το ξεπεράσω αλλά για μένα
δεν ήταν το τέλος ήταν μόνο η αρχή.
Όταν δεν είχε
απομείνει τίποτα άλλο πλησίασα τον Τότο και καθώς έπιασα το χέρι του γύρισα την
πλάτη μου στον πατέρα μου και κοίταξα την πόρτα. Ο Τότο τα έχασε, δεν ήξερε τι
να σκεφτεί, όμως όταν είδε πως αντέδρασα στο παραμικρό άγγιγμα του πατέρα μου
τότε κατάλαβε…»
«Ξέρει;» δεν μπορούσα
να μην αναρωτηθώ.
«Όχι…» κούνησε το
κεφάλι της αρνητικά με πείσμα. «Ποτέ δεν κατάφερα να του το πω. Ακόμα και τώρα
πιστεύει ότι ο τύπος νευρίασε που έχασε και μας επιτέθηκε. Ο Τότο…» αφήνοντας
την ανάσα της αν βγει βαριά από μέσα της συνέχισε πιο πνιγμένα. «Δεν θα τον
άφηνε να ζήσει μέρα παραπάνω αν ήξερε την αλήθεια και δεν θα το άντεχα αυτό.
Έχει κάνει τόσα πολλά για μένα, παράτησε την ίδια του την ζωή για να καταφέρει
να σώσει την δική μου ζωή δεν θα άντεχα να τον δω να μπαίνει και φυλακή
εξαιτίας μου. Όχι αυτό δεν θα το άντεχα» είπε και έτριψε το πρόσωπο της
προσπαθώντας να απομακρύνει τα δάκρυα της.
«Όσοι δεν μας
γνωρίζουν από τότε, δεν μπορούν να καταλάβουν την σχέση μας. Μας βλέπουν και
θεωρούν την σχέση μας αρρωστημένη. Αλλά δεν είναι έτσι… Αν δεν ήταν ο Τότο τότε
σίγουρα θα ήμουν ακόμα φυτό σε κάποια ψυχιατρική κλινική ή στην χειρότερη σε
κάποια φυλακή. Αν δεν ήταν εκείνος να με πάρει από το χέρι και να με βγάλει με
το ζόρι στον έξω κόσμο ποτέ δεν θα είχα βγει από το δωμάτιο του… Τότε ήταν στο
κολέγιο, έμενε στην εστία και παρόλο που ήξερε ότι διακινδύνευε την καριέρα
του, το ίδιο του το μέλλον εκείνος δεν λογάριασε τίποτα.
Με πήρε μαζί του,
κάθε πρωί με μεγάλο πείσμα, πάλευε μαζί μου για να καταφέρει να με ξεντύσει και
να με βάλει με το ζόρι κάτω από το νερό. Ανεχόταν αδιαμαρτύρητα τις κλωτσιές
και της μπουνιές μου και καθώς με κόλλαγε πάνω στα πλακάκια προσπαθούσε να με
σαπουνίσει με μένα να τσιρίζω και να χτυπιέμαι. Με ξέβγαζε και μετά πάλι από
την αρχή πάλευε μαζί μου για να καταφέρει να με ντύσει. Και ακόμα και τότε δεν
το έβαζε κάτω.
Παρατώντας τα δικά
του μαθήματα, με έπιανε από το χέρι και με πήγαινε με το ζόρι στο σχολείο.
Εκείνος είχε φροντίσει να ενημερώσει τους καθηγητές μου για την κατάσταση μου
και εκείνοι τον άφηναν να με συνοδέψει μέχρι την τάξη. Δεν με άφηνε στιγμή από
δίπλα του, κρατώντας το χέρι μου, έφερνε το διπλανό θρανίο κολλητά στο δικό μου
και καθόταν μαζί μου μέχρι να τελειώσουν τα μαθήματα. Όταν κάποιος καθηγητής
έκανε μια ερώτηση και έβλεπε να γράφω την απάντηση στο τετράδιο μου, εκείνος
σήκωνε το χέρι του και έλεγε δυνατά την απάντηση για μένα…» ο λυγμός που την
έπνιξε έκανε την φράση της να κοπεί στην μέση αλλά ακόμα και τότε δεν τα
παρατούσε. Ήθελε να τα βγάλει όλα από μέσα της και δεν την σταμάτησα.
«Για δύο χρόνια
πάλεψε πολύ σκληρά για να με κάνει έστω και να αντιδράσω σε κάτι ή έστω να με πείσει
να φάω μόνη μου αλλά εγώ… εγώ απλά του έκανα την ζωή πιο δύσκολη μέχρι που εμφανίστηκε
ο Λούκας και τα πάντα άλλαξαν. Με μεγάλη υπομονή προσπάθησε να βρει κάτι που θα
με έκανε να ξεσπάσω, να τα βγάλω όλα από μέσα μου και εκεί πρότεινε την λύση
του κινκμποξιν. Όταν με είδε πως αντιδρούσα σε κάθε άγγιγμα πίστεψε ότι αν
ξέδινα πάνω σε μια μάχη τότε θα μπορούσα να καταφέρω και να βγάλω όσα με
έπνιγαν από μέσα μου. Έτσι μια μέρα, μαζί με τον Τότο με πήγαν σε ένα
γυμναστήριο και με έβαλαν μπροστά σε έναν σάκο του μποξ. Έκανα δύο βδομάδες
μετά από εκείνη την μέρα να καταφέρω να κουνήσω τους καρπούς μου χωρίς να πονάω
αλλά για μένα ήταν τόσο λυτρωτικό. Ήταν ακριβώς ότι χρειαζόμουν.
Όταν δεν είχα να δώσω
τίποτα άλλο και άρχισα να λυγίζω τα γόνατα μου και να κλαίω, ο Λούκας χωρίς να
σκεφτεί την πράξη του ήρθε κοντά μου και εγώ δεν το σκέφτηκα. Έπεσα επάνω του
και τον αγκάλιασα τόσο σφιχτά που εκείνος από το ξάφνιασμα έπεσε κάτω. Από
εκείνη την ημέρα δεν είχα πει κουβέντα. Ακόμα και όταν πάλευα με τον Τότο ποτέ
δεν άνοιξα το στόμα μου ούτε καν για να τον βρίσω κι όμως εκείνη την στιγμή
είχα τόσο ανάγκη να μιλήσω. Ήταν μόνο μια λέξη ‘Ευχαριστώ’ αλλά μέσα της έκρυβε
τόσες άλλες… όλες εκείνες τις λέξεις που ήθελα να εκφράσω όχι όμως σε εκείνον
αλλά στον Τότο, γιατί εκείνος άξιζε να το ακούσει… εκείνος ήταν που τα είχε
καταφέρει με το πείσμα του και όχι ο Λούκας. Ο Λούκας απλά ήταν ο πρώτος που
βρέθηκε εκείνη την στιγμή κοντά μου. Το πλήγωσα ανεπανόρθωτα. Τον έβγαλα νοκ
άουτ μόνο με μια μου λέξη και ακόμα και τότε δεν είπε τίποτα, δεν μου κράτησε
καν κακία. Όμως δεν του άξιζε… δεν άξιζε τίποτα από όλα αυτά» είπε απαρηγόρητη
και καθώς πέρασε το χέρι της από την μύτη της πήρε κουράγιο συνέχισε πιο
δυναμικά.
«Αλλά αυτό είμαι εγώ.
Καταστρέφω όποιον με πλησιάζει» κατέληξε και χωρίς να περιμένει άλλο σηκώθηκε
όρθια και άρχισε πάλι να μαζεύει τα πράγματα της χωρίς καν να με κοιτάξει.
«Και ο τύπος;» την
ρώτησα και ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα.
«Απλά την γλύτωσε. Ο
πατέρας μου δεν είπε την αλήθεια στην αστυνομία, πως θα μπορούσε άλλωστε και
όταν ο Τότο προσπάθησε να τον βρει εκείνος ήταν άφαντος. Φυσικά είχε δώσει
ψεύτικο όνομα και χαίρομαι που το έκανε αυτό».
«Γιατί δεν ήθελες να
φορτωθεί έναν φόνο ο Τότο;» μάντεψα αλλά εκείνη κούνησε αμέσως το κεφάλι της
αρνητικά.
«Γιατί αυτή η
εκδίκηση είναι μόνο δική μου» είπε με τόση αγανάκτηση που με έκανε να ανατριχιάσω
ολόκληρος. «Αν βρεθεί ποτέ στον δρόμο μου είναι σίγουρα νεκρός…» συνέχισε ενώ
ανοίγοντας το συρτάρι του γραφείου άρχισε να βγάζει από μέσα διάφορα
μπουκαλάκια με φάρμακα και τα πέταγε με άχτι μέσα στην τσάντα της. «Και όταν
συμβεί αυτό ούτε εσύ δεν θα μπορέσεις να με σταματήσεις» ολοκλήρωσε την φράση
της και αυτόματα μόλις άκουσε τα ίδια της τα λόγια ξαφνικά σταμάτησε και
παίρνοντας μια βαθιά ανάσα άρχισε να κουνάει το κεφάλι της αρνητικά.
«Ο Τότο έχει δίκιο…
ποτέ δεν θα καταφέρω να επιβιώσω μόνη μου εκεί έξω. Δεν θα είμαι ποτέ έτοιμη
γι’ αυτό» είπε τελικά και αυτόματα με έκανε να φτάσω στα όρια της τρέλας.
«Ναι ο Τότο είχε
δίκιο» παραδέχτηκα και εγώ και ξαφνιασμένη γύρισε να με κοιτάξει. «Ο μόνος
άντρας που θα έχει το δικαίωμα να σε αγγίξει έστω και με ένα του βλέμμα θα
είναι αυτός που θα σε κοιτάξει με λατρεία μόνο στα μάτια, αυτός που θα δει μέσα
στην ψυχή σου και θα την αγαπήσει γι’ αυτό που είσαι… αυτός που θα είναι
διατεθειμένος να τα δώσει όλα για σένα και ΕΓΩ, δεν πληρώ τις προϋποθέσεις»
συμπλήρωσα και καθώς με κοίταξε μπερδεμένη σηκώθηκα όρθιος και άρχισα να την
πλησιάζω.
«Αλλά έχει και
άδικο…» συνέχισα και πήρε μια τρεμάμενη ανάσα. «Μπορείς επιβιώσεις εκεί έξω
μόνη σου. Ναι έχεις την ανάγκη από ένα χέρι να σε κρατάει…» είπα και αμέσως της
έπιασα τα χέρια ενώ τύλιξα τα δάχτυλα μου ανάμεσα στα δικά της. «Να σε κάνει να
νιώθεις ασφάλεια, να σε κάνει να νιώσεις ότι έχεις κάπου να ακουμπήσεις όταν
έρθουν τα δύσκολα, αλλά δεν είσαι η μόνη. Όλοι λίγο πολύ το έχουμε ανάγκη αυτό
Κλερ».
«Κρις…» προσπάθησε να
με σταματήσει αλλά εγώ δεν άκουγα κουβέντα.
«Αν το θες… μπορώ να
είμαι εγώ αυτό το χέρι. Μπορώ να είμαι δίπλα σου ακόμα και όταν θα είσαι
μακριά» κατέληξα και την είδα να τα χάνει. «Δεν πρόκειται να πάω πουθενά» την
διαβεβαίωσα αλλά πριν προλάβει να αντιδράσει η πόρτα άρχισε να χτυπά.
Ο Τότο είχε φτάσει
στα όρια του και αν δεν του ανοίγαμε την πόρτα σίγουρα εκείνος ήταν ικανός να
την γκρεμίσει.
«Κλερ…» είπα γρήγορα
μόλις εκείνη γύρισε την ματιά της προς την πόρτα. «Μην τα παρατάς τώρα… Όχι
τώρα» την ικέτεψα και καθώς με κοίταξε την ένιωσα τόσο διχασμένη που δεν ήξερα
τι άλλο έπρεπε να κάνω για να την πείσω να μείνει. «Θα είμαι εδώ» την
διαβεβαίωσα για άλλη μια φορά και μόλις είδα τα νέα της δάκρυα να κατρακυλούν
πάνω στα μάγουλα της ήξερα ότι είχε έρθει η ώρα να κάνω πίσω.
Δεν υπήρχε κάτι άλλο
να πω. Δεν υπήρχε κάτι άλλο να κάνω. Η απόφαση ήταν δική της και όποια και να
ήταν αυτή έπρεπε να την σεβαστώ. Έτσι, φιλώντας τα χέρια της απαλά, τα άφησα
και έκανα πιο πίσω. Δεν μπορούσα να την κρατήσω αλλά ήξερα ότι τουλάχιστον είχα
προσπαθήσει. Όταν εκείνη με προσπέρασε και άρχισε να τρέχει η καρδιά μου
σταμάτησε να χτυπά αλλά ακόμα και αυτό δεν ήταν αρκετό να με κάνει να
μετανιώσω. Όχι, τώρα έπρεπε να κάνω πίσω και να περιμένω. Απλά να περιμένω…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου