Πριν ακόμα καταφέρουν
οι λυγμοί της να ελαττωθούν τα χέρια της χαλάρωσαν και η ανάσα της άρχισε να
γίνεται πιο ρυθμική. Καταλαβαίνοντας ότι την είχε πάρει ο ύπνος, την άφησα
απαλά πάνω στο στρώμα και ξεμπλέκοντας τα πόδια μας σηκώθηκα. Βγάζοντας τα
παπούτσια της απαλά, τράβηξα το σεντόνι μέχρι τους ώμους της. Εκείνη
μουρμουρίζοντας κάτι ακαταλαβίστικο, μετακινήθηκε για λίγο και μόλις βολεύτηκε
καλύτερα συνέχισε τον ύπνος της με τα χαρακτηριστικά της να χαλαρώνουν
περισσότερο. Δεν άντεξα να βλέπω άλλο αυτήν την εικόνα. Μπορεί να ήμουν και τρελός
αλλά όσο την έβλεπε έτσι τόσο ένιωθα την καρδιά μου να σφίγγετε.
Πριν χάσω το μυαλό
μου τελείως, βγήκα στον διάδρομο άρπαξα μια πετσέτα από το ντουλάπι και μπήκα
κάτω από το ντουζ. Ούτε το ζεστό αλλά ούτε και το κρύο νερό έφεραν κάποιο αποτέλεσμα.
Όσο και να το πάλευα τόσο η εικόνα της σφηνωνόταν στο μυαλό μου περισσότερο και
με αποτελείωνε. Εκείνο το σπαρακτικό της ‘Δεν
μπορώ’ που είπε εννοώντας ότι δεν μπορεί να με χτυπήσει με έκανε να
τρελαίνομαι περισσότερο. Ήμουν ένας άντρας, ένα μισητό πλάσμα για εκείνη που
εκμεταλλευόταν την ευκαιρία και την έριχνα στο κρεβάτι κι όμως εκείνη δεν το
έβλεπε έτσι. Και πώς διάολο το έβλεπε δηλαδή;
Μα τον θεό θα με
τρελάνει… Μα τον θεό… ούρλιαξα μέσα μου και κλείνοντας το νερό άρπαξα την
πετσέτα και σκουπίζοντας το κορμί μου την πέρασα γύρω από τους γοφούς μου.
Βγαίνοντας από το μπάνιο πήγα κατευθείαν προς την κουζίνα. Μόλις αντίκρισα την
μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα έσφιξα τις γροθιές μου και αυτόματα η ανάσα μου κόπηκε
στην μέση. Βλέποντας ξανά μπροστά στα μάτια μου την σκηνή εκείνη να με κρατά
από το μπλουζάκι και να καταπολεμεί τον δαίμονα της για να μην με χτυπήσει…
«Μμμμμ» μούγκρισα με
αγανάκτηση.
Γιατί εμένα; Γιατί
διάολο είχε διαλέξει εμένα για να αφεθεί; Γιατί είχε αφήσει συγκεκριμένα εμένα
να την αγγίξω;
Φέρνοντας ξανά στο
μυαλό μου τον τρόπο που είχε αντιμετωπίσει εκείνο το μικρό άγγιγμα του Τζες,
εκείνου του ξανθού αγοριού που την φλέρταρε και προσπαθούσε να κάνει τα πάντα
για να την προσεγγίσει, κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Τα λόγια της που μου
έλεγαν ότι έπρεπε να την δω στο ρινγκ ηχούσαν στα αυτιά μου. ‘Τότε θα με μισήσεις και εσύ’ είχε πει.
Γιατί διάολε; Γιατί να την μισήσω;
Δεν έβγαζε νόημα.
Τίποτα από όλα αυτά δεν έβγαζαν νόημα… είπα μέσα μου παρατημένος και κλείνοντας
και κλειδώνοντας την μπαλκονόπορτα, έκανα τον γύρω του μπάγκου. Πιάνοντας μια
μπύρα από το ψυγείο, την άνοιξα χρησιμοποιώντας το μπάγκο για ανοιχτήρι και
άρχισα να την κατεβάζω μονορούφι. Δεν είχε διαφορά, σίγουρα χρειαζόμουν κάτι
πολύ πιο δυνατό από αυτό όμως που να με πάρει δεν είχα τίποτα καλύτερο.
«Γαμώ το κέρατο μου,
γαμώ» έβρισα μέσα από τα δόντια μου παρατώντας το μπουκάλι της μπύρας πάνω στο
πάγκο και καθώς έβαλα τα χέρια μου μπροστά τα ακούμπησα στον πάγκο και έκλεισα
τα μάτια μου σφιχτά.
‘Είσαι ερωτευμένος μαζί της’… άκουγα τα λόγια της
Σάντι να ηχούν στα αυτιά μου και άρχισα να μουγκρίζω σαν μανιακός.
Πως διάολο κατάφερα
να τα γαμίσω όλα τόσο πολύ; Πότε είχε γίνει αυτό; Δεν είχα την παραμικρή ιδέα.
Και τώρα τι; Τι στο διάολο σημαίνει αυτό; Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά με
πείσμα. Τίποτα απολύτως… είπα με πείσμα. Δεν σημαίνει τίποτα απολύτως… συνέχισα
με το ίδιο πείσμα και καθώς άδειασα την υπόλοιπη μπύρα μέσα στον νεροχύτη,
πέταξα το μπουκάλι και γύρισα πίσω στο δωμάτιο μου.
Εκείνη
μέσα στον κόσμο των ονείρων έμοιαζε τόσο μικρή, τόσο αθώα, τόσο ανυπεράσπιστη.
Μπορεί τα μάτια της και τα μάγουλα της να ήταν μουτζουρωμένα αλλά αυτό αντί να
την κάνει να φαίνεται πιο άγρια την έκανε να δείχνει ακόμα πιο παιδί. Ένα μικρό
παιδί που μόλις είχε παίξει με τις νερομπογιές του και κουρασμένο από το
παιχνίδι είχε παραδοθεί στην αγκαλιά του Μορφέα για να της χαρίσει τα πιο γλυκά
όνειρα.
Αναστενάζοντας βαριά,
πέρασα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου και καθώς τα έτριψα για λίγο νευρικά
μπας και ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου την κοίταξα ξανά. Δεν άλλαζε τίποτα. Η Κλερ
ήταν η Κλερ και εγώ… ίσως ο πιο ηλίθιος άντρας του πλανήτη. Όχι δεν τις άξιζε
να έχει κάτι τέτοιο. Έπρεπε να μείνω μακριά της αλλά γαμώτο μου πως;
Ήταν μόνο έξι το
απόγευμα, ο ήλιος ακόμα έξω έκαιγε και εγώ σίγουρα δεν είχα καμία όρεξη να πέσω
στο κρεβάτι και να κοιμηθώ αλλά που να με πάρει, την είχε πάρει ο ύπνος στην
αγκαλιά μου. Τι θα σκεφτόταν όταν θα άνοιγε τα μάτια και θα έβλεπε ότι δεν
ήμουν εκεί. Θα σκεφτόταν ότι την είχα παρατήσει και εγώ; Θα μπορούσα να το κάνω
άλλωστε δεν της είμαι τίποτα. Έτσι δεν είναι; Ή μήπως όχι; Γαμώτη σου Κλερ
γιατί πρέπει να είσαι τόσο μυστικοπαθείς; Γιατί πρέπει να με αφήνεις πίσω με
τόσες απορίες να φτάνω στα όρια της τρέλας;
‘Είναι γυναίκα, ξέρει να παίζει καλά το παιχνίδι’… άκουσα τα λόγια της
Σάντις ξανά να μπαίνουν σαν σφήνα μέσα στο μυαλό μου και πετώντας από πάνω μου
την πετσέτα νευριασμένα, έπιασα ένα μποξεράκι και το φόρεσα.
Πλαγιάζοντας ξανά
δίπλα της, την έκλεισα στην αγκαλιά μου και καθώς έμπλεξα ξανά τα πόδια μας,
μας σκέπασα και άφησα ένα απαλό φιλί πάνω στα ανάκατα μαλλιά της.
Όχι, ήταν μια γυναίκα
που όμοια της δεν πιστεύω ότι έχει υπάρξει αλλά η Κλερ δεν ήταν τέτοια γυναίκα
όπως το υπονοούσε η Σάντι. Η Κλερ ποτέ δεν θα έπαιζε μαζί μου. Έτσι δεν ήταν;
Καθώς την κοίταξα για
άλλη μια φορά, προσπάθησα να πάρω τις απαντήσεις μου αλλά τα χείλια της ήταν
ερμητικά κλειστά.
«Κάνε να είσαι μόνο
αυτό που βλέπω και όχι κάτι άλλο» ικέτεψα κάτω από την αναπνοή μου και
καταρρακωμένος έκλεισα τα μάτια.
Κάποια στιγμή το σώμα
μου γύρισε και άξαφνα ένιωσα την αγκαλιά μου τόσο άδεια. Ανοίγοντας τα μάτια
ξαφνιασμένος έψαξα να την βρω αλλά η Κλερ δεν ήταν εκεί. Καθώς ανασήκωσα το
κορμί μου για να κοιτάξω γύρω παρατήρησα ότι είχε πια σκοτεινιάσει.
Πότε με είχε πάρει ο
ύπνος;… αναρωτήθηκα και έτριψα σπασμωδικά το πρόσωπο μου.
Κοιτώντας την ώρα
πάνω στο ρολόι είδα ότι είχε πάει δέκα το βράδυ. Δεν ήταν νωρίς αλλά ούτε και
αργά. Εκείνη άραγε που είχε πάει; Τελείως περίεργος, πέταξα το σεντόνι από πάνω
μου και πήγα να την βρω. Αν την έβλεπα να έχει ξαπλώσει στο κρεβάτι της δεν θα
την ενοχλούσα άλλωστε ήταν δική της απόφαση και έπρεπε να την σεβαστώ. Όμως με
την σκέψη και μόνο ότι θα μπορούσε πάλι να πάει και να χτυπηθεί πάνω σε εκείνον
τον στύλο με έκανε να αγωνιώ.
Ανοίγοντας τελείως
την μισάνοιχτη πόρτα μου, βγήκα στον διάδρομο αλλά πριν προλάβω να πάω προς την
κουζίνα η φωνή της Κλερ με σταμάτησε. Μίλαγε με κάποιον στο τηλέφωνο και
μάλιστα έντονα. Δεν είχα κανένα δικαίωμα να κατασκοπεύσω την συνομιλία της αλλά
δεν μπορούσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου να μην το κάνω. Η φωνή της έβγαινε
τόσο σπαρακτική που έμοιαζε σαν να παρακαλούσε κάποιον για κάτι.
«Σε παρακαλώ Τότο,
πρέπει να με βοηθήσει. Θα σου τα ξεπληρώσω με τους αγώνες» η φωνή της έβγαζε
μια απελπισία που με συντάραξε.
«Όχι δεν θέλω να μου
τα χαρίσεις. Θέλω να μου τα δανείσεις μέχρι την Κυριακή…» επέμενε εκείνη.
«Γιατί θέλω να φύγω
από εδώ μέσα…» την άκουσα να λέει πνιγμένα και η καρδιά μου πάγωσε τελείως. Τα
είχα κάνει λοιπόν τόσο σκατά;
«Όχι δεν φταίει ο
Κρις, Τότο, εγώ είμαι το λάθος της φύσης. Εγώ είμαι αυτή που τα κάνει όλα σκατά
και δεν το αντέχω άλλο αυτό. Δεν θα αντέξω να με μισήσει και αυτός. Δεν θέλω να
με μισήσει…» στην σύντομη σιωπή που ακολούθησε εκείνη απάντησε.
«Απλά θέλω να
μείνουμε δύο καλή φίλοι, τόσα πολλά ζητάω;» ρώτησε απελπισμένη.
«Το ξέρω ότι δεν
υπάρχει φιλία ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα…» είπε αποκαρδιωμένη. «Αλλά
αν φύγω τώρα ίσως να θέλει αύριο να μου πει έστω και ένα γεια» συμπλήρωσε και
ξεφύσησα πιάνοντας το κεφάλι μου. Πραγματικά θα με τρελάνει.
«Σε παρακαλώ Τότο»
ικέτεψε για άλλη μια φορά και δεν έμεινα να ακούσω τα υπόλοιπα. Ήδη είχα
ακούσει αρκετά.
Γυρίζοντας στο
δωμάτιο μου άφησα την πόρτα μισάνοιχτη ακριβώς όπως την είχα βρει ώστε να μην
υποψιαστεί τίποτα και πήγα ξανά να ξαπλώσω.
Με το ένα μου χέρι να
αγγίζει το μέτωπο μου και το άλλο την κοιλιά μου, είχα τα μάτια μου ανοιχτά
μέσα στο σκοτάδι και προσπαθούσα τόσο σκληρά να βρω μια άκρη σε αυτό το παζλ
που άκουγε στο όνομα Κλερ. Ακόμα και όταν βγήκε από το μπάνιο που μόλις είχε
κάνει ένα γρήγορο ντουζ δεν είχα καταφέρει να βγάλω μια άκρη μέχρι που εκείνη
άνοιξε απότομα την πόρτα και τα φώτα.
Από το ξάφνιασμα δεν κατάφερα
να υποκριθώ ότι κοιμόμουν, ούτε καν ότι δεν ήμουν βαθιά προβληματισμένος με
κάτι όμως εκείνη δεν έδωσε σημασία σε αυτά. Με μία πετσέτα τυλιγμένη γύρω από
το σώμα της, διένυσε την απόσταση μέχρι το γραφείο μου και καθώς άνοιξε το
συρτάρι όπου φύλαγα τα προφυλακτικά, πήρε ένα.
Γυρίζοντας προς το μέρος μου με το ύφος που δήλωνε ότι είχε άγριες
διαθέσεις πέταξε το προφυλακτικό πάνω στο στήθος και είπε με προκλητική φωνή.
«Κάνε παιχνίδι».
Η ανάσα μου κόπηκε
στην μέση, η καρδιά μου κόντεψε να ξεπηδήσει από το στήθος μου, τα μηλίγγια μου
να πάλλονται σαν τρελά. Τι διάολο ήταν τώρα αυτό;
Καθώς πήγε προς το
τέρμα του κρεβατιού χωρίς να αποχωρίζεται την ματιά μου που την ακολουθούσε χαμήλωσε
το κεφάλι της και με την πιο αισθησιακή φωνή πρόσθεσε.
«Τι θέλεις να κάνω;»
Διάολε που να με
πάρει πως μπορώ να πω όχι; Απλά δεν μπορώ.
Με τα μάγουλα μου να
φλέγονται από την έξαψη, την καρδιά μου να αυξάνει παλμούς, το κορμί μου να
τρέμει σύγκορμο και την ανάσα μου να γίνεται όλο και πιο γρήγορη, κατάπια με
δυσκολία.
«Θέλω να βγάλεις την
πετσέτα από πάνω σου» είπα ενώ το βλέμμα μου ήδη την έτρωγε πεινασμένα. Μόλις
έβαλε τα χέρια της πάνω στην πετσέτα συμπλήρωσα γρήγορα. «Αργά… Πολύ αργά».
Δεν μου χάλασε το
χατίρι. Καθώς την απαγκίστρωσε, χαμήλωσε τα χέρια της αργά και την άφησε να
πέσει στο πάτωμα. Ο λαιμός μου ξεράθηκε, η ανάσα μου κόπηκε στην μέση και τα
μάτια μου άρχισαν να χαϊδεύουν κάθε πόντο του κορμιού της ακριβώς όπως ήθελαν
να κάνουν τα χέρια μου και τα χείλια μου. Όταν η ματιά μου έφτασε πάνω στο
τατουάζ με το στιλέτο που ήταν πάνω στα πλευρά της, άρχισα να το θαυμάζω
ακολουθώντας το περίγραμμα του.
Η διαφορά στο σόμα
της ήταν εμφανή. Δεν της άρεσε να το κάνω όμως εγώ δεν μπορούσα να σταματήσω
τον εαυτό μου. Ήθελα τόσο να το αγγίξω με τα ακροδάχτυλα μου, να γευτώ την
επιδερμίδα της ακριβώς σε εκείνο το σημείο που ένιωθα να χάνω το μυαλό μου.
«Άγγιξε με» ζήτησα
επιτακτικά πριν σηκωθώ επάνω και την καθηλώσω πάνω στο κρεβάτι ώστε να το κάνω
εγώ.
«Που;» με ρώτησε
θέλοντας να γίνω πιο συγκεκριμένος.
«Παντού» είπα
γρήγορα. «Θέλω να αγγίξεις κάθε ίντσα του κορμιού μου με τα χέρια σου, με τα
χείλια σου» ακριβώς όπως θέλω να κάνω εγώ αυτήν την στιγμή… συμπλήρωσα μέσα μου
αλλά δεν τόλμησα να το εκφράσω δυνατά.
«Έτσι;» ρώτησε ξανά
ενώ βάζοντας το ένα της γόνατο να ακουμπήσει πάνω στο στρώμα πέρναγε τα
ακροδάχτυλα της από τα πέλματα μου προς το καλάμι μου και από όπου περνούσαν
εκείνα άφηνε και ένα υγρό φιλί με τα χείλια της από πίσω τόσο αισθησιακό που με
ξεσήκωσε τόσο που ένιωσα την καρδιά μου να εκτοξεύεται στα ύψη.
Χωρίς να της
απαντήσω, κράτησα την ανάσα μου, κατάπια σπασμωδικά και κλείνοντας τα μάτια μου
έγειρα το κεφάλι μου προς τα πίσω αφήνοντας τον εαυτό μου ελεύθερο να το
απολαύσει. Εκείνη, παίρνοντας την απάντηση που ήθελε συνέχισε με περισσότερο
πάθος.
Μόλις τα χέρια της
πέρασαν κάτω από το μποξεράκι μου βόγκηξα.
«Βγάλ’ το» σχεδόν
διέταξα και εκείνη το έκανε αμέσως.
Φτάνοντας ξανά στον
ερεθισμό μου άνοιξα τα μάτια και την κοίταξα. Δεν τον πήρε στο στόμα της. Αγγίζοντας
το απαλά άφηνε τα χείλια της να τον ακουμπούν τόσο αισθησιακά που ένιωσα την
κοιλιά μου να σφίγγετε.
«Θέλω να τον γευτείς»
ζήτησα και εκείνη χωρίς να αποχωρίζεται την ματιά μου, έβγαλε την γλώσσα της
και χαμηλώνοντας το κεφάλι της πέρασε την γλώσσα της από το κατώτερο σημείο του
ερεθισμού μου μέχρι το κεφάλι του.
Γαμώτο ήταν τόσο
καυτή, τόσο ξεσικωτική που δεν το άντεχα. Καμία άλλη δεν τον είχε περιποιηθεί
κατά αυτό τον τρόπο και βλέποντας την τώρα έτσι πίστευα ότι δεν θα κατάφερνε να
το κρατήσω πριν τελειώσει αυτό το γλυκό βασανιστήριο όπου μόνος μου την είχα
βάλει να μου κάνει. Βογκώντας, σήκωσα τα χέρια μου αυτόματα και έπιασα το
κεφαλάρι πριν χώσω τα δάχτυλα μου μέσα στα μαλλιά της και την αναγκάσω να τον
πάρει άγρια μέσα στο στόμα της. Δεν θα άντεχα να μου τον πάρει τώρα με τέτοιο
τρόπο γιατί σίγουρα τότε θα τελείωνα επιτόπου.
Εκείνη βλέποντας την
κίνηση μου αυτή συνέχισε να με βασανίζει και στο υπόλοιπο σώμα μου. Με τα χέρια
της, τα νύχια της και τα βελούδινα χείλια της άγγιζε, φίλαγε και γευόταν κάθε
ίντσα του σώματος μου και άρχισα να τα χάνω τελείως. Με το κορμί μου να τρέμει,
την καρδιά μου να έχει ξεπεράσει κάθε ατομικό ρεκόρ και την ανάσα μου να
βγαίνει πια λαχανιασμένη, αγκομαχούσα με κλειστά τα μάτια γιατί αν την έβλεπα
κιόλας να τα κάνει τότε σίγουρα θα έχανα την αυτοσυγκέντρωση μου.
Μόλις ένιωσα τα
χείλια της να φτάνουν πάνω στον λαιμό μου και να ανεβαίνουν προς το σαγόνι μου
άνοιξα τα μάτια μου ξανά και την κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια με τόσο πάθος που
της κόπηκε η ανάσα αλλά δεν είπε τίποτα. Καθώς προσπάθησε να πιάσει τα χέρια
μου ώστε να τα κατεβάσει γράπωσα το κεφαλάρι με περισσότερη δύναμη. Αν το άφηνα
τώρα τότε σίγουρα δεν θα κατάφερνα να κρατήσω τα χέρια μου μακριά από το κορμί
της. Καταλαβαίνοντας ότι δεν είχα σκοπό να τα κατεβάσω με κοίταξε με
περιέργεια.
«Πες μου που μπορώ να
σε αγγίξω» την ικέτεψα και εκείνη μου χαμογέλασε.
«Κρις, σήμερα εσύ
κάνεις παιχνίδι. Μπορείς να κάνεις ότι θες» μου υπενθύμισε και έμεινα να την
κοιτώ χωρίς να είμαι ικανός να πιστέψω ότι υπονοούσε πράγματι ότι μπορούσα να
την αγγίξω όπου ήθελα.
«Άγγιξε με»
συμπλήρωσε με παθιασμένη φωνή και δεν κρατήθηκα άλλο.
Κατεβάζοντας τα χέρια
μου αστραπιαία, την συγκράτησα επάνω μου και την γύρισα έτσι ώστε να είναι
εκείνη από κάτω. Αγκαλιάζοντας τον αυχένα της με τα δάχτυλα μου άρχισα με τον
αντίχειρα μου να χαϊδεύω τα χείλια της χωρίς να μπορώ να πάρω τα μάτια μου από
πάνω τους. Γαμώτο ήθελα τόσο να την φιλήσω που η ανάγκη μου με ξεπερνούσε.
Βυθίζοντας την ματιά μου μέσα στην δική της, έφερα το πρόσωπο μου κοντά στο
δικό της. Εκείνη δεν με απώθησε, ούτε προσπάθησε να με σταματήσει και
παίρνοντας θάρρος από αυτό έγειρα το κεφάλι μου και άγγιξα τα χείλια της με τα
δικά μου. Πριν προλάβω να τα γευτώ, το κεφάλι της γύρισε στο πλάι και κατάλαβα
ότι αυτό υπερέβαινε τα όρια της.
«Νόμιζα ότι σήμερα
εγώ κάνω παιχνίδι» προσπάθησα να την πειράξω αλλά εκείνη ένιωσε ακόμα πιο
άσχημα.
«Κρις…» πριν προλάβει
να πει κάτι άλλο σήκωσα το κεφάλι για να την κοιτάξω στα μάτια.
«Σσσσς» της είπα ενώ χάιδευα
τα χείλια της με τα ακροδάχτυλα μου. «Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα. Και που
είσαι εδώ μου αρκεί» της είπα με ειλικρίνεια και πήρε μια βαθιά τρεμάμενη
ανάσα. «Πες μου που δεν αντέχεις να σε αγγίζουν» την προέτρεψα καθώς της
χάιδευα το μάγουλο με την αναστροφή της παλάμης μου και μάσησε τα χείλια της.
«Δεν θέλω να κάνω κάτι που θα σε ξενερώσει» συμπλήρωσα και γέλασε.
«Αν δεν μπεις μέσα
μου σύντομα πραγματικά θα με ξενερώσεις» μου το γύρισε.
Καθώς σηκώθηκα από
πάνω της, πέρασα το προφυλακτικό στον ερεθισμό μου και αφού χαμήλωσα και πάλι
το κορμί μου, τον άφησα να διεισδύσει μέσα της. Εκείνη κλείνοντας τα μάτια της,
αυτόματα τέντωσε το κορμί της και τύλιξε τα πόδια της γύρω από τους γοφούς μου
για να με φέρει πιο κοντά της. Όταν έγειρα ξανά πάνω από το σώμα της, χωρίς να
κουνιέμαι μέσα της, έμεινα να την κοιτώ. Καθώς άνοιξε τα μάτια της ξανά με
κοίταξε παραξενευμένη.
«Που μπορώ να σε
αγγίξω» επανέλαβα πιο επιτακτικά και κατάλαβε ότι πια δεν μπορούσε να το
αποφύγει άλλο.
«Όχι στα τατουάζ»
παρακάλεσε. «Είναι το περισσότερο που μπορώ να κάνω» συμπλήρωσε και αυτόματα το
μυαλό μου άρχισε να κάνει διάφορα σενάρια.
Τι το ιδιαίτερο είχαν
αυτά τα τατουάζ; Τι έκρυβαν από κάτω; Δεν ήταν ώρα για τέτοιες σκέψεις.
«Κλείσε τα μάτια σου»
ζήτησα με βαθιά φωνή και αφήνοντας την ανάσα της να βγει από μέσα της με
ανακούφιση έκανε ακριβώς ότι της ζήτησα.
Κλείνοντας τα μάτια
έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω. Εγώ καθώς άρχισαν να κουνιέμαι μέσα της
έφερα τα χείλια μου πάνω στον λαιμό της αλλά δεν σταμάτησα εκεί. Φέρνοντας το
χέρι μου ψηλά άγγιξα τον ώμο της με τα ακροδάχτυλα μου και τα χείλια μου ακολουθούσαν
από πίσω. Περνώντας το χέρι μου από το μπράτσο της συνέχισα να απλώνω υγρά
φιλιά πάνω στο χέρι της και εκείνη σφίχτηκε. Φέρνοντας το ελεύθερο της χέρι
πάνω στον ώμο μου έχωσε τα νύχια της μέσα στο δέρμα μου και σήκωσε τους γοφούς
της για να με νιώσει πιο βαθιά μέσα της. Δεν μπορούσα να αρνηθώ την πρόκληση.
Κάνοντας μια πιο βαθιά ώθηση συνάντησα το τέρμα της και ταυτόχρονα κόψαμε στην
μέση το βογκητό μας.
Γαμώτο ήταν τόσο
κοντά να τελειώσει!
Ανασηκώνοντας τον
κορμό μου, κράτησα το χέρι της μέσα στο δικό μου και καθώς άρχισα να αφήνω
διάσπαρτα φιλιά πάνω στα δάχτυλα της, άρχισα να κουνιέμαι πιο γρήγορα. Τα νύχια
της πάνω στον ώμο μου χώθηκαν ποιο βαθιά και καθώς η ανάσα της άρχισε να
γίνεται πιο γρήγορη η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει.
«Άνοιξε τα μάτια σου»
της ζήτησα με βαθιά φωνή και μόλις το έκανε έβαλα και το χέρι της που κρατούσα
ακόμα να ακουμπήσει πάνω στην μέση μου.
Μόλις εκείνο με
γράπωσε, στηρίχτηκα με τα χέρια από το στρώμα και άρχισα να κουνιέμαι μέσα της
ξέφρενα.
«Κοίτα την ένωση μας»
την παρακάλεσα και καθώς η ματιά της καρφώθηκε πάνω στον ερεθισμό μου που
εκείνη την στιγμή την κάρφωνε δάγκωσε τα χείλια της και έχασε την ανάσα της.
«Βλέπεις τι μου
κάνεις;» την ρώτησα σχεδόν κατηγορώντας την.
«Κρις» πρόφερε
πνιγμένα και χωρίς να αντέχω να την βλέπω να βασανίζεται συνέχισα να την
κατακτώ πιο γρήγορα, πιο βαθιά, με πιο απότομες κινήσεις.
«Κρις» ούρλιαξε και
βλέποντας την να σπαρταράει κλείνοντας τα μάτια της έγειρα κοντά της.
Τυλίγοντας τα δάχτυλα
μου γύρω από τον αυχένα της, της ανασήκωσα το κεφάλι.
«Κοίτα με» της ζήτησα
επιτακτικά και μόλις το έκανε συμπλήρωσα. «Θέλω να θυμάσαι την κάθε
λεπτομέρεια».
Καθώς άρχισε να χάνει
την ανάσα της και το πρόσωπο της να ιδρώνει έγειρα ξανά το κεφάλι μου προς το
πρόσωπο της και άρχισα να γεύομαι τον ιδρώτα της. Από το μέτωπο της, τους
κροτάφους της, τα μάτια της, τα μάγουλα της, τις άκρες των χειλιών της το
πιγούνι της. Αλλά δεν σταμάτησα εκεί. Αφήνοντας την ξανά να ακουμπήσει το
κεφάλι της πάνω στο μαξιλάρι, κατηφόρισα προς τον λαιμό της, τον ώμο της αλλά
ούτε εκεί σταμάτησα.
Αγγίζοντας απαλά και
το άλλο της χέρι καθώς χαλάρωνα τον ρυθμό μου πριν τελειώσω και εγώ, συνέχιζα
να γεύομαι την επιδερμίδα της πόντο, πόντο. Η Κλερ τα είχε δει όλα. Δεν ήξερε
αν ήθελε να με σταματήσει ή αν ήθελε να ουρλιάξει να μην σταματήσω.
Δεν της έδωσα το
δικαίωμα της επιλογής. Γυρίζοντας προς το ώμο της συνέχισα το γλυκό
βασανιστήριο και προς τον θώρακα της. Μόλις τα δάχτυλα της μπλέχτηκαν μέσα στα
μαλλιά μου βόγκηξα και έγινα πιο επιθετικός. Βγαίνοντας από μέσα της συνέχισα
να την φιλώ παντού καθώς άρχισα να κατεβαίνω προς την κοιλιά της και εκείνη
άρχισε να αγκομαχά σαν να πνιγόταν. Ήθελα να σηκώσω την ματιά μου να την
κοιτάξω αλλά που να την πάρει τα χέρια της πάνω στα μαλλιά μου δεν μου άφηναν
το δικαίωμα να το κάνω. Κατεβαίνοντας πιο κάτω συνέχισα το γλυκό μου
βασανιστήριο μέχρι που έφτασα στην ήβη της.
«Κρις» με
προειδοποίησε και καταλαβαίνοντας ότι ήταν πολύ κοντά στο να τελειώσει αντί να
γευτώ το γλυκό της μουνάκι όπως ήθελα αρχικά να κάνω, σήκωσα γρήγορα τον κορμό
μου και πιάνοντας τα πόδια της έβαλα τις φτέρνες της να ακουμπήσουν πάνω στους
ώμους μου.
Μπαίνοντας ξανά μέσα
της με μια βαθιά και απότομη ώθηση εκείνη κλείνοντας τα μάτια της έπιασε το
σεντόνι και άφησε μια κραυγή.
«Θέλω να με κοιτάς»
απαίτησα και ασθμαίνοντας το έκανε.
Όλη η ηδονή ήταν
χαραγμένη στο πρόσωπο της, στα μάτια της, στο τρόπο που εκφραζόταν το κορμί
της.
«Άγγιξε με» ικέτεψε
και δεν μπορούσα να της το αρνηθώ.
Βάζοντας και τα δύο
μου χέρια πάνω στα καλλίγραμμα μακριά της πόδια, συνέχισα να σκορπίζω φιλιά
πάνω στα καλάμια της στις γάμπες της, στα γόνατα της. Εκείνη όμως δεν άντεχε
άλλο. Όπως είχα γείρει λίγο μπροστά, έβαλε δύναμη στα πόδια της και με
προέτρεψε να πάω και πάλι κοντά της. Με τα πόδια της να είναι ανάμεσα στα
σώματα μας, συνέχισα να την κατακτώ με τόσο πάθος που εκείνη για να το
απολαύσει παραπάνω, έβαλε τα χέρια της πάνω στο κεφαλάρι και ανασήκωσε τους
γοφούς της. Δεν είχα ιδέα πότε είχε προλάβει να φτάσει και πάλι στα όρια της
αλλά ήταν σίγουρα τόσο κοντά… Κατεβάζοντας τα πόδια της από τους ώμους μου
ανασήκωσε το κορμί της με μια αστραπιαία κίνηση και με καθήλωσε στο κρεβάτι.
Μόλις η πλάτη μου
βρήκε το στρώμα έπιασε τα χέρια μου από τους καρπούς μου και καθώς έφερε τα
χέρια μου πάνω από το κεφάλι μου άρχισε να κουνιέται τόσο ξέφρενα που δεν θα
κατάφερνα αυτήν την φορά να το κρατήσω. Αφήνοντας τους καρπούς μου, τύλιξε τα
δάχτυλα της γύρω από τα δικά μου και φέρνοντας το κορμάκι της σε απόσταση
αναπνοής από το δικό μου άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια
με την καυτή της ανάσα να χαϊδεύει το πρόσωπο μου.
Δεν μίλησε, δεν είπε
τίποτα. Κατακτώντας με ξανά και ξανά προσπαθούσε να με φτάσει στα όρια μου
παλεύοντας πολύ σκληρά να το κρατήσει για λίγο ακόμα ώστε να τελειώσουμε μαζί.
Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Μόλις ένιωσα να είμαι στο χείλος του γκρεμού,
πήρα τα χέρια μου γρήγορα μέσα από τα δικά της και καθώς τα τύλιξα γύρω από το
κορμί της έδωσα ώθηση στο κορμί μου και την έφερα στο πλάι. Με τα πόδια της να
είναι γύρω από την μέση μου, τα χέρια της τυλιγμένα γύρω από τον λαιμό μου και
τα σώματα μας απόλυτα κολλημένα το ένα στο άλλο, έβαλα τα χείλια μου πάνω στον
λαιμό της και κρατώντας την ανάσα μου άρχισα να τα δίνω όλα.
Την στιγμή που άφησε
την κραυγή της και τα υγρά της άρχισα να με κάνουν μούσκεμα παντού, βόγκηξα και
άφησα τον εαυτό μου να απελευθερωθεί, με τρεις δυνατές ωθήσεις.
Με της καρδιές μας να
χτυπάνε ξέφρενα, τις ανάσες μας να παλεύουν να βρουν τους φυσιολογικούς τους
ρυθμούς, με τα χείλια μου να ακουμπούν ακόμα πάνω στην βάση του λαιμού της
συνέχισα να αγκομαχώ χωρίς να είμαι ικανός να το σταματήσω.
«Σίγουρα θα είσαι
μια…» ίσως η μοναδική… συμπλήρωσα μέσα μου αλλά δεν το εξέφρασα δυνατά. «από
τις πολύ λίγες που πέρασαν από το κρεβάτι μου και θα θυμάμαι για το υπόλοιπο
της ζωής μου» παραδέχτηκα και έβρισα τον εαυτό μου που δεν κατάφερα να το
συγκρατήσω μέσα μου.
Πριν λίγο την είχα
ακούσει να λέει ότι ήθελε να φύγει, εγώ τι έκανα τώρα; Της έδινα την ώθηση να
το κάνει πιο γρήγορα; Με την σκέψη ότι μπορεί να την είχαν τρομάξει τα λόγια
μου, τα χέρια μου την έσφιξαν περισσότερο επάνω μου και το κεφάλι μου πλάγιασε
ώστε να ακουμπήσει πάνω στον ώμο της. Εκείνη δεν είπε τίποτα αλλά ούτε εκδήλωσε
και πως είχε νιώσει από τα λόγια μου.
Γαμώτο, γιατί πρέπει
να είσαι τόσο μυστικοπαθείς;… ούρλιαξα μέσα μου αλλά δεν μπορούσα να ζητήσω
τίποτα παραπάνω από εκείνη. Ήδη είχε δώσει τόσα πολλά.
Η ώρα είχε περάσει
αλλά εγώ δεν έλεγα να την αφήσω ακόμα. Ένιωθα τόσο καλά μέσα στην αγκαλιά της
που με φόβιζε. Λογικά θα έπρεπε να με φοβίζει ότι το ήθελα αλλά αυτήν την
στιγμή το μόνο που με τρομοκρατούσε ήταν ότι όταν θα άνοιγα την αγκαλιά μου
εκείνη θα το έσκαγε και θα έτρεχε πάλι μακριά μου.
«Μην κουνηθείς από
εδώ» διέταξα και καθώς σηκώθηκα επάνω σαν ελατήριο πήγα γρήγορα στο μπάνιο.
Αφού απαλλάχτηκα από
το προφυλακτικό, καθαριστικά τοπικά αποφεύγοντας να μπω στην ντουζιέρα και αφού
στέγνωσα τον ερεθισμό μου με μια πετσέτα φρέναρα. Λογικά θα είχε και εκείνη την
ανάγκη να καθαριστεί… σκέφτηκα και πριν το σκεφτώ πολύ, πήρα ένα μικρότερο
πετσετάκι, το έβρεξα με χλιαρό νερό και γύρισα κοντά της. Θα μπορούσα να την
αφήσω να πάει στο μπάνιο για να περιποιηθεί τον εαυτό της αλλά δεν το
διακινδύνευα. Αν την άφηνα τώρα να σηκωθεί από το κρεβάτι μου τότε σίγουρα δεν
θα γύριζε ξανά.
Μόλις με είδε να
μπαίνω ξανά κρατώντας το βρεγμένο πετσετάκι στα χέρια μου ζάρωσε τα φρύδια της
με απορία.
«Άνοιξε τα πόδια σου»
της είπα και μόλις κατάλαβε τι είχα σκοπό να κάνω άνοιξε τα μάτια της διάπλατα
από την έκπληξη.
«Κρις τι κάνεις;»
πήγε να παραπονεθεί αλλά εγώ δεν την άφησα.
Γονατίζοντας πάνω στο
στρώμα, της άνοιξα τα πόδια με τα χέρια μου και αυτόματα τα δικά της χέρια
προσπάθησαν να με σταματήσουν.
«Κρις…» φώναξε
επιτακτικά. «Τουλάχιστον άσε με να το κάνω μόνη μου» έκανε άλλη μια απελπισμένη
προσπάθεια και την κοίταξα.
«Πως κάνεις έτσι
Κλερ. Ένα πανάκι είναι μόνο» της είπα και κατεβάζοντας το χέρι μου άρχισα να το
περνώ από τα πόδια της και το ευαίσθητο σημείο της που ήταν ακόμα μούσκεμα από
τα υγρά της.
«Τώρα ύπνο» δήλωσα
καθώς πέταγα το πετσετάκι στο πάτωμα και την στιγμή που πήγε εκείνη να σηκωθεί
την έπιασα από το χέρι.
Καθώς ξάπλωσα δίπλα
της την έφερα κοντά μου και την στιγμή που έφερα το σεντόνι μέχρι το στήθος μας
τύλιξα και το άλλο μου χέρι γύρω από το κορμί της και την κοίταξα. Ήταν τελείως
σοκαρισμένη.
«Ύπνο» επανέλαβα και
σήκωσα το χέρι μου για να κλείσω το φως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου