Ήταν το πιο απαίσιο
βράδυ που είχα περάσει από την μέρα που την γνώρισα. Τα μάτια μου δεν έλεγαν να
κλείσουν, οι σκέψεις μου με τρέλαιναν, αλλά το χειρότερο από όλα ήταν η άδεια
μου αγκαλιά. Ήταν τόσο υπέροχα όταν εκείνη βρισκόταν στην αγκαλιά μου που τώρα
που δεν την είχα ένιωθα άξαφνα τόσο μόνος…
Δεν είχε περάσει πολύ
ώρα από την στιγμή που τα μάτια μου είχαν κλείσει όταν άκουσα την πόρτα της να
ανοίγει και να κλείνει. Από περιέργεια άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα το ρολόι
πάνω στο κομοδίνο μου. Ήταν μόλις 5:00 το πρωί. Πάει καλά; Τι κάνει τόσο πρωί;
Από περιέργεια, σηκώθηκα επάνω και ανοίγοντας την πόρτα μου σαν τον κλέφτη
έμεινα να αφουγκράζομαι τον χώρο. Επικρατούσε η απόλυτη ησυχία. Με την
περιέργεια μου να χτυπάει κόκκινο, άνοιξα τελείως την πόρτα και προχώρησα στον
διάδρομο. Όταν έφτασα στο τέλος του έβγαλα το κεφάλι μου διστακτικά και κοίταξα
προς το σαλόνι και τα ψηλά σκαμπό που ήταν μπροστά από τον μπάγκο της κουζίνας.
Ήταν άδεια και αυτά. Η μπαλκονόπορτα που ήταν μισάνοιχτη μου έδωσε την απάντηση
που ζητούσα. Ήταν ήδη έξω και σίγουρα ετοιμαζόταν να κάνει προπόνηση. Μα στις
5:00 η ώρα το πρωί; Μάλλον τώρα καταλάβαινα γιατί την έπαιρνε ο ύπνος από τόσο
νωρίς. Δεν ήξερα τι έκανε όσο ήμουν στην προπόνηση αλλά μάλλον δεν πρέπει να
κοιμόταν ούτε το μεσημέρι.
Πλησιάζοντας την
κουζίνα άνοιξα το ψυγείο και πιάνοντας το μπουκάλι με το γάλα, το πήρα μαζί μου
και πλησίασα την μπαλκονόπορτα. Εκείνη κοιτώντας προς την θάλασσα έκανε κάποιες
ασκήσεις τεντώματος στα χέρια και τον λαιμό της και αμέσως μετά άρχισε να
τρέχει. Την είδα να χάνεται προς το βάθος αλλά ακόμα και όταν δεν μπορούσα να
την δω παρέμεινα στο ίδιο σημείο περιμένοντας την να γυρίσει. Όταν την είδα να
έρχεται ξανά προς το σπίτι με τον ‘Μπάντι’, το ‘Fox terrier’ της κυρίας
Άντερσον που έμενε λίγο πιο πάνω από μένα, να γαβγίζει πίσω της βρέθηκα σε
εγρήγορση. Ο Μπάντι ήταν ένα άκακο σκυλάκι τι το είχε πιάσει τώρα και της
γάβγιζε και μάλιστα με τόση επιμονή; Δεν μπορούσα να καταλάβω μέχρι που η Κλερ
άρχισε να γελάει και να κουνάει το κεφάλι της αρνητικά σαν να του έλεγε όχι σε
κάποια του παράκληση.
Μόλις χάθηκε ξανά από
την άλλη μεριά με τον Μπάντι να συνεχίζει να την παίρνει από πίσω δεν ήξερα τι
να σκεφτώ. Κάνοντας υπομονή περίμενα μέχρι να ξαναγυρίσει. Δεν ήθελα να βγω από
την κρυψώνα μου, δεν ήθελα να καταλάβει ότι την παρακολουθώ. Αυτό θα ήταν
τελείως ηλίθιο.
Μετά από αρκετούς
γύρους και τον Μπάντι πάντα να την ακολουθεί και να της γαβγίζει κάθε φορά που
έφταναν έξω από το σπίτι εκείνη κάποια σταμάτησε να τρέχει και γύρισε προς το
μέρος του. Σηκώνοντας το χέρι της ψηλά σαν να κράταγε κάτι ο Μπάντι άρχισε να
χοροπηδά προσπαθώντας να πιάσει το χέρι της και αφού το έκανε μερικές φορές
αυτό άρχισε να γυρίζει το χέρι της γύρω από το κεφάλι του. Ο Μπάντι
ακολουθώντας πάντα το χέρι της έκανε γύρω από τον εαυτό του κουνώντας την ουρά
του σαν τρελός. Δεν μπορούσα να μην γελάσω με αυτό. Ήταν σαν να τον εκπαίδευε
και εκείνος πανευτυχής έκανε ότι τον παρότρυνε ακριβώς να κάνει. Όταν σταμάτησε
να γυρίζει το χέρι της γύρω από το πρόσωπο του, έπεσε κάτω ο Μπάντι πήδηξε πάνω
από το σώμα της και ισοπεδώθηκε στην άμμο περιμένοντας την.
Μόλις η Κλερ έβαλε τα
χέρια της πάνω στην άμμο και ανασηκώνοντας το σώμα της έδωσε ώθηση και πήδηξε
πάνω από το δικό του σώμα, ο Μπάτι έκανε το ίδιο. Αφού το κάνανε και αυτό
μερικές φορές η Κλερ έκανε κατακόρυφο και ανοίγοντας τελείως τα πόδια της ο
Μπάντι πήρε φόρα και πήδηξε πάνω από τα πόδια της ξανά και ξανά μέχρι που η
Κλερ κατέβασε τα πόδια της και έκατσε στα γόνατα. Πιάνοντας τον στην αγκαλιά
της άρχισε να τον χαϊδεύει με το πρόσωπο της να λάμπει από ευτυχία και ο Μπάντι
άρχισε να την γλύφει στο πρόσωπο με τόση αγάπη που πραγματικά ένιωθα να το
ζηλεύω το κωλόσκυλο.
Χτυπώντας τον
χαϊδευτικά στον κώλο του είπε κάτι και καθώς ο Μπάντι γάβγισε μια φορά άρχισε
να τρέχει προς το σπίτι του αφήνοντας την μόνη. Η Κλερ χαμογελώντας ακόμα,
σηκώθηκε όρθια και αφού τίναξε την άμμο από πάνω της πήγε προς το σίδερο της
τέντας. Αφού το έπιασε, άφησε όλο της το βάρος να πέσει προς τα κάτω, σταύρωσε
τα πόδια της και άρχισε να ανεβοκατεβάζει το σώμα της. Όλες οι μύες στα μπράτσα
της άρχισα να πάλλονται και όσο την κοιτούσα τόσο κάποιος μέσα στο μποξεράκι
μου άρχισε να ξυπνά. Γαμώτο ήταν τόσο καυτή… αναστέναξα και ήπια άλλη μια
γουλιά από το γάλα μου για να καταφέρω να ξεδιψάσω. Το στόμα μου είχε στεγνώσει
τελείως, ανάσα μου όσο πήγαινε γινόταν όλο και πιο γρήγορη.
Μόλις άλλαξε αρκετές
ασκήσεις άφησε την σιδερένια μπάρα της τέντας και πήγε και στάθηκε μπροστά στον
ξύλινο στύλο. Η καρδιά μου αυτόματα σταμάτησε. Τι διάολο είχε σκοπό πάλι να
κάνει; Τα χαρακτηριστικά της ήταν ήρεμα, θα μπορούσα να πω από την έκφραση της
ότι ήταν πολύ συγκεντρωμένη σε αυτό που έκανε αλλά και μόνο που ήταν αντιμέτωπη
με εκείνον τον στύλο δεν μπορούσα να πω ότι δεν ανησυχούσα. Όταν έφερε τα χέρια
της μπροστά στο πρόσωπο και άρχισε να κινεί τα πόδια της σαν να ετοιμαζόταν για
αγώνα η καρδιά μου έδωσε τα ρέστα της. Δεν είχα ιδέα πως κρατήθηκα και δεν
έτρεξα κοντά της για να την σταματήσω.
Αποφεύγοντας μια
αόρατη γροθιά που είχε προορισμό το πρόσωπο της έτεινε γρήγορα το χέρι της
μπροστά και το χέρι της βρήκε αμέσως τον στύλο. Ήταν τρελή, ήταν τελείως τρελή,
δεν μπορούσε να κάνει εξάσκηση σε έναν στύλο χρησιμοποιώντας τον σαν σάκο του
μποξ, σίγουρα θα πάθαινε καμία ζημία. Τι ήθελα ο μαλάκας και το μελέταγα; Μετά
από μερικές γροθιές, το χέρι της έφυγε από το σημείο που χτύπαγε τόση ώρα και ο
καρπός της γύρισε. Εκείνη μαζεύοντας αυτόματα το χέρι της κοντά στο σώμα της
άρχισε να χοροπηδάει και να βρίζει ενώ ταυτόχρονα τίναζε το χέρι που είχε
χτυπήσει λες και αυτό θα μπορούσε να κάνει τον πόνο να φύγει. Αυτό ήταν… τέρμα
οι μαλακίες. Αν την έβλεπα ξανά να πλησιάζει αυτόν τον στύλο, μα τον θεό θα
έπαιρνα ένα αλυσοπρίονο και θα το έκανα κομμάτια.
Ήμουν έτοιμος να
αφήσω το γάλα στην άκρη και να τρέξω κοντά της για να δω τι ζημιά είχε πάθει
και αν χρειαζόταν να πάμε σε κανένα νοσοκομείο όταν εκείνη, πεισμώνοντας περισσότερο,
έπεσε στα τέσσερα και αφού έβαλε το πονεμένο χέρι της πίσω στην πλάτη της
άρχισε να κάνει πους απς με το ένα χέρι και τα πόδια της σταυρωμένα πίσω.
Κούνησα το κεφάλι μου απηυδισμένα αρνητικά. Δεν υπάρχει αυτή η κοπέλα. Τέτοια
καύλα για γυμναστική δεν έχω ούτε εγώ πια… σκέφτηκα και παρατώντας τα ξεφύσησα
ενώ φεύγοντας από το παράθυρο, πήγα να κάνω ένα ντουζ για να καλμάρω τα νεύρα
μου πριν βγω έξω και κάνω κάτι που θα κατέληγε σε άγριο καυγά.
Όταν μπήκα στο δωμάτιο
μου και άρχισα να ντύνομαι την άκουσα που μπήκε μέσα στο μπάνιο και άνοιξε το
νερό. Έπρεπε να σκεφτώ γρήγορα. Η ώρα είχε πάει 6:30 και εκείνη σίγουρα θα είχε
σκοπό να το σκάσει πάλι. Όταν βγήκα στο σαλόνι ακόμα έκανε μπάνιο οπότε έκλεψα
την ευκαιρία και ετοίμασα κάτι πρόχειρο για πρωινό. Όχι κάτι ιδιαίτερο απλά
γάλα με κονφλέιξ. Δεν ήξερα ακόμα τι της άρεσε αλλά σίγουρα είχα σκοπό να μάθω
πολύ σύντομα.
Καθώς ετοιμάστηκε,
βγήκε με γρήγορα βήματα και πηγαίνοντας προς την πόρτα, πήρε στα χέρια της τα
κλειδιά από το έπιπλο που ήταν δίπλα στην πόρτα και ετοιμάστηκε να φύγει.
«Καλημέρα» είπα
δυνατά για να δηλώσω την παρουσία μου μιας και που εκείνη δεν με είχε πάρει
χαμπάρι και ξαφνιασμένη γύρισε να με κοιτάξει.
«Πως και τόσο
πρωινός;» με ρώτησε ενώ έπαιξε με τα κλειδιά στο αριστερό της χέρι χωρίς να
κουνιέται από την θέση της.
«Έβαλα λάθος ώρα στο
ξυπνητήρι» είπα ψέματα ανασηκώνοντας τους ώμους μου.
«Γιατί δεν κοιμήθηκες
ξανά, είναι πολύ νωρίς ακόμα;» συνέχισε τις απορίες της και ξεφύσησα.
«Τώρα ξύπνησα» είπα
μόνο και καθώς χτύπησα το σκαμπό δίπλα μου της έκανα νόημα με μια κίνηση του
κεφαλιού μου να έρθει να κάτσει δίπλα μου. «Έλα σου έχω ετοιμάσει πρωινό.
Προλαβαίνεις να φας. Θα σε πάω εγώ στο κολέγιο» της είπα και την είδα να
διστάζει.
Καρφώνοντας την ματιά
της στο μπουκάλι με το γάλα πέρασε μια τούφα από τα μαλλιά της πίσω από το αυτί
της αποφεύγοντας την ματιά μου.
«Τι;» ρώτησα
περίεργος και εκείνη αναστέναξε.
«Σιχαίνομαι το γάλα»
αντέδρασε σαν μικρό παιδί και γέλασα κουνώντας το κεφάλι μου αρνητικά.
«Έλα, θα σου φτιάξω
κάτι άλλο» της είπα αμέσως και καθώς σηκώθηκα πήρα το μπολ με τα δημητριακά που
της είχα ετοιμάσει και πήγα προς τον νεροχύτη.
«Σαν τι;» ρώτησε
εκείνη πονηρεμένη. «Pancakes;» με πείραξε και γύρισα να την
κοιτάξω την στιγμή που ήρθε κοντά στον πάγκο.
«Αν ήξερα ότι τα τρως
θα σου έφτιαχνα» της απάντησα με άνεση και εκείνη δίστασε για μια στιγμή. Ενώ
στην ματιά της έβλεπα την λαχτάρα της ωστόσο άρχισε να κουνάει αμέσως το κεφάλι
της αρνητικά.
«Όχι, δεν
περιλαμβάνεται στο διατροφολόγιο μου» είπε αμέσως για να με προλάβει πριν κάνω
την κίνηση να το κάνω πράξη.
«Και περιλαμβάνονται
τα ντόνατ;» την ρώτησα εγώ ενώ άνοιγα το ψυγείο για να βγάλω από μέσα την
μαρμελάδα και το βούτυρο.
Από την έλλειψη
ανταπόκρισης της κατάλαβα ότι είχε σοκαριστεί και γύρισα να την κοιτάξω με
έμφαση. Έμοιαζε σαν να την είχα πιάσει να κάνει σκανταλιά.
«Παίρνω μόνο ένα και
το πιο μικρό μόνο για την γεύση εντάξει;» αμύνθηκε εκείνη προσπαθώντας να
δικαιολογήσει αυτήν την παρασπονδία της και με έκανε να φρίξω περισσότερο.
«Είσαι σοβαρή; Δηλαδή
μου λες ότι όλη μέρα την περνάς με ένα ντόνατ;» την ρώτησα εξαγριωμένος χωρίς
να μπορώ να το συγκρατήσω.
«Δεν είπα αυτό» μου
γύρισε εκείνη αλλά δεν μου έφτασε.
«Και τι είπες δηλαδή;
Το μεσημέρι δεν τρως τίποτα, την υπόλοιπη μέρα δεν σε είδα ποτέ να βάζεις κάτι
στο στόμα σου, πότε διάολε τρως;» για απάντηση ανασήκωσε τους ώμους της.
«Όταν λείπεις» είπε
μόνο αποφεύγοντας την ματιά μου. Αυτό ήταν, δεν με έπειθε με τίποτα.
«Και για να έχουμε
καλό ερώτημα, γιατί στο καλό δεν τρως το μεσημέρι;» το συνέχισα εγώ χωρίς να
σταματάω να την κοιτώ.
«Ξέρεις πόσα λιπαρά
έχουν τα φαγητά που σερβίρουν εκεί πέρα; Άσε τα λάδια που χρησιμοποιούν ξανά
και ξανά. Αυτά σε στέλνουν κατευθείαν στον θάνατο» μου απάντησε με αηδία και
ξεφύσησα.
«Πάντα υπάρχουν
λύσεις» της είπα εγώ και γυρίζοντας στο ψυγείο έπιασα την μαρμελάδα, το βούτυρο
και τον χυμό και τα έβαλα πάνω στον πάγκο. «Κάτσε κάτω και τρώγε» συνέχισα
νευριασμένα ενώ γύρισα να πάρω τις φρυγανιές από το ντουλάπι μαζί και ένα
ποτήρι.
Δεν διαμαρτυρήθηκε
άλλο αλλά στο βλέμμα της έβλεπα ότι ήταν έτοιμη να πει κάτι όμως τελικά
αποφάσισε να το καταπιεί. Μόλις της έβαλα μπροστά της ένα πιάτο και ένα
μαχαίρι, εκείνη αποφεύγοντας την ματιά μου, έβαλε το βάζο με την μαρμελάδα
ανάμεσα στα πόδια της και προσπάθησε να ανοίξει το καπάκι με το αριστερό της
χέρι. Από αυτήν την κίνηση και μόνο κατάλαβα ότι προσπαθούσε πολύ σκληρά να μου
κρύψει το ατύχημα της και αναστέναξα.
«Έπαθε κάτι το χέρι
σου;» της χτύπησα και με κοίταξε ξαφνιασμένη.
«Σαν τι;» με ρώτησε
κάνοντας την ανήξερη.
«Γιατί προσπαθείς να
το ανοίξεις με το αριστερό;» το συνέχισα εγώ και ανασήκωσε τους ώμους της.
«Γιατί είναι πιο
δυνατό» είπε φυσικά λες και το εννοούσε. Δεν έβγαζα άκρη μαζί της.
«Φέρ’ το εδώ» της
είπα παρατώντας τα και μόλις το άνοιξα το έβαλα μπροστά της και εκείνη
πιάνοντας το μαχαίρι με το αριστερό της πάντα χέρι προσπάθησε να αλείψει λίγη
μαρμελάδα σε μια φρυγανιά.
Μόλις άρχισε να την τραγανίζει
σαν σπουργίτι κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
«Τι;» ρώτησε παραξενευμένη.
«Φάε επιτέλους σαν
άνθρωπος» της είπα και χωρίς να την ρωτήσω, πήρα μια φρυγανιά και αφού την
άλειψα πρώτα με βούτυρο, έβαλα από πάνω μαρμελάδα και την άφησα μέσα στο πιάτο
της.
«Κρις τι κάνεις;»
παραπονέθηκε εκείνη αλλά εγώ δεν σταμάτησα.
«Αν δεν αρχίσεις να
τρως τότε θα αρχίσω να σε ταΐζω με το ζόρι» της δήλωσα και εκείνη αντί να
νευριάσει γέλασε.
«Θα το κάνω μόνη μου»
είπε ενώ προσπάθησε να με σταματήσει αλλά δεν την άφησα.
Τραβώντας τα χέρια
μου μακριά της συνέχισα να ετοιμάζω άλλη μια φρυγανιά και ξεφύσησε.
«Όχι βούτυρο»
διαμαρτυρήθηκε και ανασηκώνοντας τα φρύδια μου την κοίταξα απειλητικά.
«Τρώγε» είπα ξανά και
μόλις άνοιξε το στόμα της να πει κάτι της έχωσα την φρυγανιά που κράταγα στο
στόμα.
«Μμμμ» μούγκρισε
εκείνη παλεύοντας να μιλήσει αλλά εγώ δεν άλλαζα ύφος.
«Τρώγε» επανέλαβα και
βάζοντας το χέρι μου κάτω από το σαγόνι της το πίεσα ώστε να το κλείσει και να
μείνει η μισή φρυγανιά μέσα στο στόμα της.
«Θα πιεις και τον
χυμό σου» δήλωσα και αφού άφησα την μισή φρυγανιά πάνω στο πιάτο της συνέχισα
να τις ετοιμάζω περισσότερες φρυγανιές αλλά μόνο με μαρμελάδα αυτήν την φορά.
Λίγο πριν φτάσουμε
κοντά στην καφετέρια με κοίταξε επίμονα.
«Θες να πάρεις καφέ»
μάντεψα και καθώς ανασήκωσε τα φρύδια της περιμένοντας τις αντιδράσεις μου
άναψα το φλας και κοιτώντας από τον καθρέφτη αν ερχόταν κανείς πίσω μου έστριψα
δεξιά και πάρκαρα.
«Θα τα πούμε στο
μεσημεριανό» είπε καθώς άνοιξε την πόρτα για να βγει.
«Να σε δω πάλι να μην
έχεις πάρει φαγητό και τα λέμε» την απείλησα εγώ και καθώς χαχάνισε έκλεισε την
πόρτα και έφυγε.
Θα σε φτιάξω εγώ
μουσίτσα… μουρμούρισα μέσα μου και καθώς έβαλα ξανά πρώτη ξεκίνησα.
Μόλις έφτασα κοντά
στα ρεμάλια που με περίμεναν εκείνοι άρχισαν να κοιτάνε πίσω μου.
«Μόνος;» μου κάρφωσε
ο Κλάρις και ξεφύσησα.
«Γιατί έχω έρθει και
άλλες φορές με παρέα;» του γύρισα το σχόλιο και καθώς άρχισα να προχωράω προς
την αίθουσα εκείνοι με ακολούθησαν μουρμουρίζοντας από πίσω μου.
Δεν τους έδωσα
σημασία. Μόλις έκατσα στην συνηθισμένη μου θέση έβγαλα το κινητό και μπήκα στο
ίντερνετ. Δεν μπορούσα να ανεχτώ άλλο να την βλέπω να σακατεύεται έπρεπε να
κάνω κάτι γι’ αυτό. Το υπόγειο του σπιτιού μου ήταν πλήρως εξοπλισμένο με
όργανα γυμναστικής, αν έβρισκα και ένα καλό σάκο του μποξ τότε δεν θα
χρειαζόταν να πηγαίνει να χτυπιέται όπου έβρισκε. Αν τον έπαιρνα ίσως τότε να
είχε και ένα κίνητρο να μείνει κιόλας.
Με αυτήν την σκέψη,
συνέχισα να ψάχνω στο διαδίκτυο αλλά δεν έβγαζα άκρη έτσι πήρα την απόφαση να
πάω σε ένα μαγαζί για το ψάξω καλύτερα.
«Ε! Κρις, που πας;»
άκουσα τον Κλάρις να με ρωτά την ώρα που σηκώθηκα και έβαλα το σακίδιο μου στην
πλάτη.
«Θα σας δω στην
τραπεζαρία» του είπα γρήγορα και πριν μπει ο καθηγητής στην τάξη άρχισα να
τρέχω.
Μόλις βρήκα αυτό που
έψαχνα το παράγγειλα γύρισα στο αυτοκίνητο και έβαλα μπρος στην μηχανή. Μπορεί
να μην το είχαν ετοιμοπαράδοτο αλλά τουλάχιστον μου υποσχέθηκαν ότι μέχρι το
Σάββατο θα μου το έφερναν. Καθώς έπιασα το κινητό στο χέρι κάλεσα την μητέρα
μου.
«Καλημέρα αγόρι μου,
πως και τόσο πρωινός; Δεν έχεις μάθημα;» με ρώτησε εκείνη και προσπάθησα να
αποφύγω την ανάκριση.
«Μαμά θα έρθεις το
Σάββατο με την Σάρα;» την ρώτησα κατευθείαν.
«Ναι, θες να σου
φέρουμε κάτι;» με ρώτησε αμέσως χωρίς να με πιέσει παραπάνω.
«Όχι, απλά θέλω να
της πεις να έχει τον νου της γιατί θα μου φέρουν κάτι που παράγγειλα και θα
πρέπει να το τοποθετήσουν, οπότε μάλλον θα χρειαστεί να μείνει παραπάνω για να
συμμαζέψει μετά» εξήγησα.
«Να ρωτήσω τι
παράγγειλες ή θα φανώ πολύ περίεργη;» με ρώτησε και γέλασα ξανά.
«Κάτι για το
γυμναστήριο του υπογείου» της απάντησα κατευθείαν. Δεν είχα μυστικά με την
μητέρα μου. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον αλλά αυτό δεν πιανόταν. Τα μυστικά της
Κλερ δεν ήταν κάτι δικό μου για να το μοιραστώ μαζί της.
«Για το γυμναστήριο
που δεν χρησιμοποιείς ποτέ» μου κάρφωσε εκείνη με έμφαση.
«Λέω να αρχίσω να το
κάνω» είπα αδιάφορα και τα παράτησε.
«Εντάξει τότε. Κανένα
πρόβλημα. Το καφεδάκι μας ισχύει κανονικά;» θέλησε να μάθει πονηρεμένη και
χαμογέλασα.
«Πάντα» την
διαβεβαίωσα.
«Μόνοι μας;» ρώτησε
ξανά και αναστέναξα.
«Θα σε ενοχλήσει αν
φέρω και την Κλερ;» την ψάρεψα αλλά όπως το περίμενα εκείνη δεν είχε κανένα
πρόβλημα.
«Φυσικά και όχι.
Αρκεί να με προετοιμάσεις αυτήν την φορά. Μην την φέρουμε σε δύσκολη θέση πάλι
την κοπέλα» μου είπε σοβαρά και μόλις είδα την καφετέρια που η Κλερ σύχναζε
κάθε πρωί άναψα το φλας και προσπάθησα να παρκάρω.
«Θα σε πάρω τηλέφωνο
να σου πω» της είπα αμέσως ενώ κοίταζα από τον καθρέφτη να δω αν έρχεται
κανένας για να καταφέρω να στρίψω δεξιά.
«Να προσέχεις» μου
είπε αμέσως και μόλις την χαιρέτησα έκλεισα το τηλέφωνο και καθώς πάρκαρα βγήκα
από το αμάξι.
Παίρνοντας μια
σακούλα με ντόνατ που ήξερα πια ότι της άρεσαν, τα έβαλα μέσα στο σακίδιο μου
και πήγα να παρκάρω στο παρκινγκ του κολεγίου για να προλάβω να φτάσω στην
καφετέρια πριν από εκείνη.
Είχα φτάσει ακριβώς
στην ώρα του μεσημεριανού και εκείνη την στιγμή όλα τα παιδιά του κολεγίου
έβγαιναν από την κεντρική είσοδο. Μαζί με εκείνους είδα και την Κλερ αλλά δεν
ήταν μόνη. Ένας ψηλός, ξανθός τύπος, με ένα διακριτικό σκουλαρικάκι στο αυτί
και γυαλιά μυωπίας που έκρυβαν από πίσω τα καταγάλανα μάτια του της έπιασε το
χέρι και την γύρισε προς το μέρος του. Αυτόματα βρέθηκα σε εγρήγορση. Ποιος
ήταν πάλι αυτός και τι ήθελε από εκείνη; Μόλις είδα την Κλερ να τραβάει το χέρι
της απότομα από το δικό του και να του μιλάει έντονα κατάλαβα ότι τα πράγματα
δεν ήταν και τόσο καλά. Έκανα την κίνηση να την πλησιάσω αλλά πριν φτάσω κοντά
εκείνος την άρπαξε από τον ώμο και την έσυρε ξανά μέσα στην είσοδο. Έτρεξα να
τους προλάβω αλλά μόλις πέρασα την είσοδο εκείνοι ήταν άφαντοι. Τι διάολο ήταν
πάλι αυτό; Και που μπορεί να την είχε πάει; Προσπάθησα να την βρω αλλά εκείνη
δεν ήταν πουθενά.
Παρατώντας τα πήγα
στην καφετέρια. Καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα αλλά δεν ήξερα τι άλλο να κάνω.
Αν γινόταν καμία φασαρία τότε σίγουρα θα το μαθαίναμε, ως τώρα όμως κανείς δεν
φαινόταν ανήσυχος. Γαμώτο σου Κλερ, που πας και μπλέκεις κάθε φορά; Όταν εκείνη
εμφανίστηκε και έκατσε λαχανιασμένη δίπλα μου κρατώντας πάλι ένα μπουκάλι με νερό
μόνο, η ματιά μου έπεσε κατευθείαν στο δεμένο της δεξή χέρι. Ανασήκωσα τα
φρύδια μου με έμφαση και κοίταξα το χέρι της με νόημα.
«Ώστε δεν ήταν
τίποτα» της χτύπησα ειρωνικά και ξεφύσησε.
«Ένα ηλίθιο ατύχημα
ήταν, γιατί πρέπει να το κάνετε τόσο μεγάλο θέμα όλοι σας πια;» παραπονέθηκε
εκείνη αποφεύγοντας την ματιά μου και μάσησα τα χείλια μου νευριασμένα.
Όλοι μας; Ποιοι
ήμασταν οι όλοι μας δηλαδή; Δεν το σχολίασα.
«Πάλι δεν πήρε τίποτα
να φας» άλλαξα θέμα και με κοίταξε με το ύφος ‘Μην αρχίζεις πάλι’.
Χωρίς να της δίνω
σημασία πήρα το σακίδιο μου αγκαλιά και καθώς το άνοιξα, έπιασα την σακούλα με
τα ντόνατ και το έβαλα μπροστά της. Εκείνη μόλις την είδε πνίγηκε με την γουλιά
που είχε μέσα στο στόμα της.
«Τι είναι αυτό;»
ρώτησε σοκαρισμένη.
«Άνοιξε το και θα
δεις» της απάντησα εγώ αδιάφορα και αγνοώντας την συνέχισα να τρώω από το
φαγητό μου.
Παίρνοντας το στην
αγκαλιά της άνοιξε την σακούλα και γούρλωσε τα μάτια της.
«Θες βοήθεια για να
τα φας;» την ρώτησα απειλητικά και ζαρώνοντας τα φρύδια της πεισματικά, έβγαλε
ένα ντόνατ από την σακούλα.
Αντί να το βάλει στο
στόμα της, άπλωσε το χέρι της μπροστά και με κοίταξε αδίστακτα.
«Άνοιξε» διέταξε και
γελώντας το έκανα.
Μόλις μου έχωσε το
ντόνατ στο στόμα άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα. Τώρα μπορούσα να καταλάβω γιατί
είχε τόση τρέλα με αυτά τα ντόνατ. Η γεύση τους ήταν πραγματικά απερίγραπτη.
Έπρεπε να το θυμάμαι αυτό.
Τα σχόλια από τα
παιδιά, ιδίως από την Βάλερι που δεν έχανε ευκαιρία να μας την λέει δεν έλειψαν
αλλά όπως πάντα η Κλερ τους έκανε να αλλάξουν γρήγορα θέμα και έτσι απλά το
προσπεράσανε και αυτό. Αυτήν την φορά ούτε που με ένοιαξε. Ας σκεφτόντουσαν ότι
ήθελαν δεν θα έδινα αναφορά στο τι κάνω στην ζωή μου σε κανέναν.
Όταν ήρθε η ώρα να
φύγουμε η Κλερ με πήρε από πίσω.
«Κρις;» με σταμάτησε
λίγο πριν πάρω τον δρόμο προς την αίθουσα που είχα μάθημα.
«Ναι;» ρώτησα παραξενευμένος.
«Μπορώ να σου ζητήσω
μια χάρη;» είπε κάπως διστακτικά και μόλις ανασήκωσα τους ώμους μου εκείνη
συνέχισε. «Τι ώρα τελειώνεις την προπόνηση;» με ρώτησε αντί να μου πει τι
ακριβώς ήθελε.
«Κατά της 4:30,
γιατί;» την ρώτησα εγώ πίσω.
«Θα δανειστώ κάτι
βιβλία από την βιβλιοθήκη και δεν θέλω να τα μεταφέρω μέσα στο λεωφορείο. Θα
μπορέσεις να περάσεις να τα πάρεις;» με ρώτησε ενώ αναψοκοκκίνισε. Πραγματικά
ένιωθε πάρα πολύ άβολα και δεν μπορούσα να καταλάβω τον λόγο.
«Αν με περιμένεις,
γιατί όχι» είπα με άνεση και εκείνη πήρε μια ανάσα.
«Οκ θα σε δω εκεί»
είπε γρήγορα και γυρίζοντας την πλάτη της άρχισε να πηγαίνει προς την αντίθετη
κατεύθυνση για να πάει προς την δική της τάξη.
Έμεινα να την κοιτώ χωρίς να ξέρω τι να
σκεφτώ γι’ αυτό. Τι θα μπορούσε να την κάνει να νιώσει τόσο άβολα; Τι ρωτάω και
εγώ, λες και υπάρχει περίπτωση να την καταλάβω ποτέ.
4 σχόλια:
Πολυ χαρηκα που ειδα και δευτερο κεφαλαιο σημερα <3. Και αυτη η αυταρχικοτητα του που την κανει να τρωει με το ζορι με τρελαινει.. μακαρι να της εκμυστηρευτει τα συναισθηματα του :/
-Νικολέτα
θα το κάνει και αυτό ;) λίγη υπομονή ακόμα <3
Δημοσίευση σχολίου