«Ψάχνεις κάτι;» τον ρώτησε και εκείνος γύρισε προς το μέρος του αλλά αντί να ξαφνιαστεί άρχισε να τον χλευάζει με έναν τελείως αηδιαστικό τρόπο.
«Βρε, βρε, καλός τον και έλεγα θα έρθεις, δεν θα έρθεις;... Πως είπαμε ότι είναι το τελευταίο σου ονοματάκι, Έντουαρντ;...» του έλεγε αλλά ο Έντουαρτ κοιτώντας τον αδιάφορα σταύρωσε τα χέρια του μπροστά στο στήθος του χωρίς να ανταποκρίνεται με ένα τελείως ψυχρό βλέμμα... «Τουλάχιστον είναι κλάσης ανώτερο από εκείνο το πρώτο που σου είχε δώσει η Τάνια... πως ήταν να δεις... α ναι... Ρομπέρτο Μοριάντες; Το πέτυχα;» συνέχισε ο άλλος με ειρωνεία αλλά ο Έντουαρντ παρέμενε ανέκφραστα ψυχρός... «Τι έγινε φιλαράκι το μετανιώσαμε και ήρθαμε να την πάρουμε πίσω;» ρώτησε κοροϊδευτικά και το άγαλμα ζωντάνεψε και άρχισε να γελάει με την ψυχή του, κάνοντας με να θέλω να ουρλιάξω από αγανάκτηση που έστω και μια στιγμή πίστεψα ότι πράγματι ήρθε να με παρακαλέσει να γυρίσω πίσω.
«Ω ρε φίλε να είσαι καλά, καιρό είχα να γελάσω τόσο πολύ» του είπε τρίβοντας τα μάτια του ακόμα γελώντας.
«Θες να με πείσεις ότι άφησες έτσι απλά το πιπίνι να φύγει χωρίς να πάρεις τίποτα πίσω;... Είσαι άθλιος ψεύτης»
«Και εσύ άθλιος κλέφτης, αλλά αν την θες χάρισμα σου, δεν αξίζει μια και αν τελειώσεις μαζί της και ζει ακόμα... κάν' της την χάρη και κλείσ' την σε κανένα φρενοκομείο γιατί μόνο για εκεί είναι»
«Που τα πουλάς αυτά ρε λαμόγιο... Αν είναι όπως τα λες εσύ τι θες εδώ;»
«Είχα αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς και ήρθα να τους κλείσω» του είπε κουνώντας του τον κίτρινο φάκελο που είχε αφήσει πάνω στην βαλίτσα μου και η καρδιά μου έγινε χίλια κομμάτια... «Μιας που πας σε εκείνην δεν της το δίνεις κιόλας;» συνέχισε ενώ του το πέταγε πάνω του και πιάνοντας το ο άλλος έμεινε για λίγο αμίλητος... Ο Έντουαρντ χωρίς να περιμένει να ανταποκριθεί άρχισε να φεύγει και η καρδιά μου άρχισε να χτυπά τόσο γρήγορα που κόντεψε να μου διαλύσει το στήθος... Είναι σοβαρός;... Φεύγει έτσι απλά και μάλιστα δίνοντας του τον φάκελο για να μου τον φέρει;... «Α και που είσαι... όταν συνειδητοποιήσεις πόσο άχρηστη είναι μην κατηγορήσεις εμένα και γι αυτό» συμπλήρωσε και άκουσα την πόρτα να κλείνει πίσω του ενώ ο άλλος μένοντας μόνος του κοίταξε μια προς το φάκελο, μετά προς στην σκάλα και ξαφνικά προς την εξώπορτα... Μένοντας παγωμένος στην θέση του για λίγο άνοιξε τον φάκελο και αφού τον κοίταξε για λίγο τον έβαλε μέσα στο μπουφάν του και άρχισε να φεύγει.
Δεν είχα ιδέα τι να σκεφτώ για όλα αυτά... Ενώ τα μάτια μου έτρεχαν ακατάπαυστα, ακούμπησα την πλάτη μου πάνω στην πόρτα και άδεια άφησα το σώμα μου να παίσει στο πάτωμα ενώ αμέσως ένιωσα τον Φλικ να έρχεται στην αγκαλιά μου για να με παρηγορήσει.
Ήρθε μόνο για να μου δώσει τα λεφτά;... αναρωτήθηκα ενώ τα τελευταία του λόγια έκαιγαν το μυαλό μου ξανά και ξανά.
Φεύγοντας ο Φλικ από την αγκαλιά μου άρχισε να γαβγίζει ενώ χοροπηδούσε και ακούγοντας την φωνή του πίσω από την πόρτα ένιωσα την καρδιά μου να σταματά.
«Άνοιξε την πόρτα» τον άκουσα να γρυλίζει με φωνή που ήταν τόσο εξοργισμένη που δεν είχα ιδέα αν ήθελα πράγματι να το κάνω αλλά ο Φλικ δεν μου έδινε την επιλογή... Έτσι καθώς με τραβούσε να σηκωθώ αναγκαστικά, ξεκλείδωσα την πόρτα και την στιγμή που εκείνος την κράτησε και την άνοιξε διάπλατα πισωπάτησα αμυντικά περιμένοντας τα χειρότερα.
«Πάρε αυτά και εξαφανίσου από εδώ... Αν πέσεις στα χέρια του κακομοίρα μου τότε θα καταλάβεις πραγματικά τι θα πει εξαναγκασμός και βιασμός και πίστεψε με αυτά θα είναι τα λιγότερα που θα υποστείς από εκείνον... Το κατάλαβες;» είπε με την φωνή του να τρυπάει τα αυτιά μου με τόση ένταση που έκλεισα τα μάτια μου γιατί δεν άντεχα άλλο να κοιτώ το βλέμμα του... «Εξαφανίσου όσο είναι καιρός και μην ξαναγυρίσεις» είπε ξανά και τον ένιωσα να φεύγει.
Ο Φλικ ήρθε κατευθείαν κοντά μου και τρίβοντας την μουσούδα του πάνω στο πόδι μου κλαψούρισε παραπονιάρικα και αμέσως έκατσα στο πάτωμα και τον αγκάλιασα κλαίγοντας απαρηγόρητα, λέγοντας του με κόπο.
«Και εγώ σ’ αγαπώ αγόρι μου, να μου προσέχεις» είπα σπρώχνοντας τον προς τα έξω... Μόλις βεβαιώθηκα ότι είχε βγει από την πόρτα, την έκλεισα γρήγορα και πέφτοντας απάνω της ξέσπασα όσα είχα μαζέψει μέσα μου όλον αυτόν τον καιρό.
Τα κλειδιά πάνω στην πόρτα ξαφνικά με έκαναν να συνέλθω και ξεκολλώντας από την πόρτα σηκώθηκα από το πάτωμα και μόλις η κυρία Σολεδάδ με είδε έμεινε παγωμένη από το σοκ.
«Μπέλα μου τι κάνεις εδώ;» ρώτησε και μαζεύοντας τον εαυτό μου όπως όπως προσπάθησα να μιλήσω όσο πιο καλά μπορούσα.
«Χίλια συγνώμη κυρία Σολεδάδ... δεν ήθελα να σας ανησυχήσω» είπα και αμέσως εκείνη αφήνοντας στο πάτωμα τα πράγματα της, με έκλεισε μέσα στην αγκαλιά της.
«Τι έπαθες καρδιά μου, γιατί είσαι έτσι;» ρώτησε με σπασμένη φωνή.
«Πρέπει να φύγω, πρέπει να φύγω μακριά» ξαφνικά θυμήθηκα και ξεκολλώντας από την αγκαλιά της άρχισα να ψάχνω την χάρτινη σακούλα που μου είχε δώσει ο Έντουαρτ αλλά εκείνη δεν σταμάτησε εκεί.
«Μπέλα με ανησυχείς, τι συμβαίνει, γιατί είσαι σαν την κυνηγημένη;» επέμενε και μόλις γύρισα προς το μέρος της την κοίταξα παρακλητικά.
«Μπορείτε να μου κάνετε μια χάρη;» ρώτησα κοιτώντας την με πόνο στα μάτια.
«Φυσικά καλή μου ότι θες» ανταποκρίθηκε εκείνη αμέσως κοιτώντας με ακόμα με αγωνία.
«Όταν δείτε την Βι, μπορείτε να της πείτε να μην ανησυχεί για μένα;... Με την πρώτη ευκαιρία θα την πάρω τηλέφωνο για να την καθησυχάσω και η ίδια, αλλά δεν μπορώ να την περιμένω να γυρίσει»
«Δεν νομίζω να αργήσει Μπέλα μου, λογικά θα έχει σχολάσει και θα είναι καθ οδόν»
«Συγνώμη τι ώρα είναι;» ρώτησα παραξενευμένη και εκείνη με κοίταξε με μεγαλύτερη αγωνία.
«Κοντεύει εννέα η ώρα... Μπέλα μου με ανησυχείς» συνέχισε και φιλώντας την στο μάγουλο με γρήγορες κινήσεις άρχισα να τρέχω.
«Πες τε της ότι θα την πάρω τηλέφωνο» είπα μόνο και άρχισα να τρέχω σαν την δαιμονισμένη χωρίς προορισμό.
Βι
Έχει να δώσει πολλές εξηγήσεις... Αυτό που έγινε το πρωί δεν μου άρεσε καθόλου, όσο νιώθω ότι μου κρύβει πράγματα τόσο με βγάζει από τα ρούχα μου... Πως μπορεί να μου λέει ότι πέρναγε τόσο τέλεια με αυτόν τον Κάλλεν και για ένα αστείο καβγαδάκι να έφυγε έτσι απλά... Κάτι μου βρωμάει εμένα εδώ και δεν θα ησυχάσω αν δεν το μάθω εδώ και τώρα... Σκεφτόμουν καθώς κοίταζα για άλλη μια φορά το ρολόι μου και ξεφυσούσα απηυδισμένα... Μα που στο καλό είναι πια το λεωφορείο;... Επίτηδες το κάνει και αυτό;
«Ε... κούκλα... ταξί περιμένεις;» άκουσα μια φωνή και γυρίζοντας απότομα προς τον δρόμο είδα ένα ταξί παρκαρισμένο ακριβώς δίπλα μου και αναπήδησα από το ξάφνιασμα... Καλά πότε σταμάτησε δίπλα μου και δεν το κατάλαβα;... Αμάν βρε μπέμπα μου έχεις πάρει πια το μυαλό με όλα αυτά.
«Όχι ευχαριστώ, δεν έχω χρήματα για την κούρσα» του είπα όσο πιο ευγενικά μπορούσα μένοντας σοκαρισμένη από τον καστανό με καρέ μαλλί, γύρω στα 35 καταγάλανο κούκλο που από όσο μπορούσα να καταλάβω από το λίγο που τον έβλεπα πρέπει να ήταν και δίμετρος και καλά γυμνασμένος, ντυμένος με ένα απλό τζινάκι και ένα μπλουζάκι που ήταν σαν μόλις να τα είχε αγοράσει και δεν φαινόντουσαν καθόλου της πλάκας, που με έτρωγε με τα μάτια του ενώ η καρδιά μου χτυπούσε άρρυθμα.
«Που πας;» ρώτησε εκείνος και αυτόματα του είπα την διεύθυνση μου σαν μαγεμένη... «Πλάκα κάνεις και το πρωί εκεί ήμουν» είπε εκείνος με ένα πονηρό χαμόγελο και ένιωσα το στόμα μου να ξεραίνεται.
«Αλήθεια;» ρώτησα δύσπιστα.
«Ναι πήρα κούρσα μια κοπελίτσα στην ηλικία σου» είπε και γούρλωσα τα μάτια μου με έκπληξη.
«Μην μου πεις ότι είχες πάρει κούρσα την μπέμπα»
«Την μπέμπα;» ρώτησε πειραχτικά και κουνώντας το κεφάλι μου για να ξεκαθαρίσω για λίγο τις σκέψεις μου διευκρίνισα.
«Έτσι φωνάζω την φίλη μου» είπα ντροπαλά και εκείνος επέμενε περισσότερο.
«Θα έρθεις να σε πάω τελικά ή όχι;»
«Δεν μου φτάνουν τα λεφτά, σε ευχαριστώ πάντως» του είπα με την καρδιά μου έτοιμη να διαλύσει το στήθος μου από την απογοήτευση.
«Έλα κερνάω εγώ σήμερα» είπε εκείνος ανοίγοντας μου την πόρτα και από το σοκ τον κοίταξα με γουρλωμένα μάτια.
«Είσαι σίγουρος;»
«Έτσι κι αλλιώς είχα πάρει απόφαση να είσαι η τελευταία μου κούρσα για σήμερα, πες ότι δεν σε πήρα» είπε κλείνοντας μου το μάτι και πετάρισα τα μάτια μου από την αναστάτωση που ένιωσα αλλά ακόμα ήμουν διστακτική.
«Δεν θέλω να σε βάζω σε κόπο» είπα και εκείνος με κοίταξε πιο σαγηνευτικά με ένα χαμόγελο που λίγο ήθελε να με κάνει να λιποθυμήσω από την έξαψη που μου προκάλεσε.
«Κανένας κόπος, έλα» είπε πιο αποφασιστικά και χωρίς να το σκεφτώ περισσότερο έκατσα δίπλα του και έκλεισα την πόρτα.
«Τζέιμς» είπε δίνοντας μου το χέρι του και γυρίζοντας προς το μέρος του, του το ανταπέδωσα αλλά τι το ήθελα, μόλις ένιωσα το χέρι του μέσα στο δικό μου ανατρίχιασα ολόκληρη.
«Βι» είπα ξεψυχισμένη από έλλειψη συγκέντρωσης και εκείνος μου χαμογέλασε με το πιο εκτυφλωτικό του χαμόγελο, κάνοντας με ένα με το πάτωμα.
«Βι;» ρώτησε
«Από Βικτώρια,αλλά προτιμώ το Βι» διευκρίνισα και εκείνος ξαφνιάζοντας με, έφερε το χέρι μου κοντά στα χείλια του χωρίς να αποχωρίζεται την ματιά μου και την στιγμή που το φίλησε με τον πιο απαλό τρόπο ένιωσα όλο μου το κορμί να συγκλονίζεται ενώ σίγουρα μόλις γύριζα σπίτι θα έπρεπε να αλλάξω καινούργιο εσώρουχο... Μόλις όμως είπε.
« Γοητευμένος» με την πιο απαλή, πιο αισθησιακή, την πιο παθιάρικη φωνή που είχα ακούσει ποτέ στην ζωή μου τότε τα είδα όλα... Ειλικρινά δεν πίστευα ποτέ ότι θα μπορούσα να έχω οργασμό μόνο με ένα τόσο δα φιλί και όμως έγινε και αυτό.
«Εγώ να δεις» είπα βογκώντας και μόλις απελευθέρωσε το χέρι μου άρχισε να οδηγεί και εγώ χάθηκα μέσα στον στρόβιλο των συναισθημάτων που μου είχαν αναστατώσει όλο μου το είναι.
Σε όλην την διαδρομή μιλούσαμε για διάφορα... Βασικά εκείνος ρώταγε περισσότερο για μένα και εγώ απλώς ανταποκρινόμουν με περίσσιο ενθουσιασμό... Με ρώτησε για τα πάντα... τι δουλειά κάνω... ποια είναι τα ενδιαφέροντα μου, για το αν έχω φίλους... αν έχω αγόρι... αν μένω μόνη μου... Εκεί κόλλησα και για να μην με περάσει ότι είμαι ακόμα εξαρτημένη από τους γονείς μου, είπα ότι συγκατοικώ με την μπέμπα και αυτό τον ενθουσίασε περισσότερο και ένιωσα να παίρνω περισσότερους πόντους, ελπίζοντας αυτό να φτάσει, να κάνει μια κίνηση για να με πλησιάσει περισσότερο.
Φτάνοντας στο σπίτι δεν το σκέφτηκα και τον κάλεσα για ένα ποτό, ελπίζοντας να τσιμπήσει και όταν είπε ναι δεν έχω ιδέα πως συγκρατήθηκα για να μην αρχίσω να χοροπηδάω από την χαρά μου.
Μπαίνοντας στην είσοδο είδα την κυρία Σολεδάδ να ανοίγει την πόρτα και μόλις με είδε με κάλεσε κοντά της διακριτικά και ζητώντας συγνώμη από το μανάρι έτρεξα κατευθείαν κοντά της.
«Κυρία Σολεδάδ, τι συμβαίνει είσαστε καλά;» ρώτησα με αγωνία και εκείνη με τράβηξε για λίγο προς τα μέσα.
«Εγώ καλά είμαι, για την Μπέλα μας ανησυχώ» είπε αμέσως χωρίς περιστροφές και μου κόπηκε η ανάσα.
«Είναι καλά;» ρώτησα ξέπνοα και εκείνη αναστέναξε.
«Δεν ξέρω Βι μου... Εκείνη έτσι λέει, αλλά δεν με έπεισε καθόλου... Κάτι με κάνει να νιώθω ότι έχει μπλέξει κάπου... Έχει την ίδια συμπεριφορά που είχε και η Φοέρια μου πριν, καταλαβαίνεις» είπε με πόνο και κατένευσα συγκαταβατικά... «Τέλος πάντων... Μου είπε να σου πω να μην ανησυχείς και ότι θα σε πάρει τηλέφωνο με την πρώτη ευκαιρία»
«Έφυγε;» ρώτησα σοκαρισμένη και εκείνη κατένευσε... «Που πήγε;» ρώτησα ξανά και εκείνη σμίγοντας τα χείλια της σε μια ίσια γραμμή με κοίταξε απολογητικά.
«Δεν ξέρω καλή μου, αλλά όταν της μιλήσεις, σε παρακαλώ ενημέρωσε με και μένα... Δεν σου κρύβω ότι ανησυχώ πάρα πολύ... Δεν ήταν έτσι το κορίτσι μας, τι της συμβαίνει και άλλαξε τόσο πολύ;» ρώτησε με ελπίδα και ήταν σειρά μου να αναστενάξω.
«Μακάρι να ήξερα κυρία Σολεδάδ... Μακάρι να ήξερα» απάντησα μόνο και μόλις χαιρετηθήκαμε βγήκα από το διαμέρισμα της και περπάτησα για λίγο χαμένη στον κόσμο μου.
«Όλα καλά;» ρώτησε ο Τζέιμς και αναπήδησα από το ξάφνιασμα... Χριστέ μου τον είχα ξεχάσει τελείως.
«Όχι ακριβώς» απάντησα χωρίς να ξέρω τι να κάνω τώρα.
«Τι συμβαίνει;... Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;» ρώτησε ευγενικά με αγωνία και τον κοίταξα με πόνο στα μάτια λιώνοντας στην κυριολεξία από το ενδιαφέρον του για μένα.
«Η φίλη μου έφυγε και δεν ξέρω ούτε που πήγε, ούτε αν είναι καλά και ανησυχώ» του είπα και εκείνος το σκέφτηκε για λίγο ανέκφραστος, αλλά μόλις με κοίταξε ξανά είδα μέσα στην ματιά του να υπάρχει περισσότερο ενδιαφέρον για το πρόβλημα μου, αυτό αυτόματα με έκανε να νιώσω τόσο περίεργα.
«Τι σου είπε η κυρία;» ρώτησε και πιάνοντας το κεφάλι μου έκλεισα τα μάτια για να συγκεντρωθώ στα λόγια της αποφεύγοντας την ματιά του που με αποπροσανατόλιζε τελείως.
«Της είπε να μην ανησυχώ και ότι θα με πάρει πολύ σύντομα τηλέφωνο για να μου εξηγήσει» απάντησα και τρίβοντας το χέρι μου παρηγορητικά προσπάθησε να με κάνει να νιώσω καλύτερα.
«Είδες που ανησυχείς άδικα;... Έλα πάμε για εκείνο το ποτό... και θα δεις ότι θα έχεις σύντομα νέα της και όλα θα είναι καλά» μου είπε με σιγουριά και αναστέναξα καθώς τον κοίταξα με ευγνωμοσύνη στα μάτια.
«Ας το ελπίσουμε» απάντησα και χαρίζοντας μου ξανά εκείνο το υπέροχο χαμόγελο του με τράβηξε κοντά του και με παρέσυρε προς την σκάλα.
«Όλα θα πάνε καλά» είπε ξανά και παρατώντας τα, τον άφησα να με παρασύρει στην σιγουριά που εκείνος ένιωθε ελπίζοντας να έχει δίκιο.
Μπέλα
Γύριζα μέσα στην νύχτα σαν την άδικη κατάρα χωρίς προορισμό... Ακόμα και το λεωφορείο που πήρα δεν είχα ήξερα που πήγαινε, και δεν είχα ιδέα τι να κάνω... Καμία λογική σκέψη δεν υπήρχε στο μυαλό μου και εκεί που ένιωθα να χάνομαι χωρίς πραγματικά να σκεφτώ την κίνηση μου, άνοιξα την χάρτινη σακούλα σούπερ μάρκετ που μου είχε δώσει ο Έντουαρτ και μόλις κατάλαβα τι είχε μέσα, την έκλεισα αυτόματα και κρατώντας την σφιχτά στην αγκαλιά μου σηκώθηκα πάτησα το κουδούνι και μόλις άνοιξαν οι πόρτες αμέσως πετάχτηκα έξω και άρχισα να τρέχω σαν την τρελή για να βρω ένα απόμερο μέρος να κρυφτώ με την ψυχή στα πόδια.
Πάει καλά;... Πόσα θέλει πια για να με τρελάνει αυτός ο άνθρωπος;... Τι πήγε και μου έδωσε;... Τι ακριβώς πρέπει να καταλάβω εγώ τώρα με αυτό που κρατάω αυτήν την στιγμή στην αγκαλιά μου και θέλω όσο τίποτα να την πετάξω σε κανένα κάδο σκουπιδιών για να το ξεφορτωθώ πριν αρχίσω να ουρλιάζω.
Βρίσκοντας ένα φασφουντάδικο δεν σκέφτηκα... Μπήκα μέσα και μόλις βρήκα τις τουαλέτες, κλείστηκα στην πρώτη που βρήκα μπροστά μου άδεια και ακουμπώντας την πλάτη μου πάνω στα πλακάκια, προσπαθώντας να βρω την ψυχραιμία μου ώστε να μην αρχίσω πάλι να ξεσπώ.
Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, άνοιξα και πάλι την σακούλα και ψαχουλεύοντας την, άρχισα να βγάζω τρεμάμενη ένα ένα το περιεχόμενο της... Μόλις το χέρι μου έπιασε το όπλο, δεν έχω ιδέα πως το συγκράτησα σωστά και δεν το έκανα να εκπυρσοκροτήσει από την τρεμούλα που είχα... Φυσικά για καλή μου τύχη ήταν ασφαλισμένο, κάτι ήταν και αυτό... Βάζοντας το στην ζώνη ελπίζοντας να παραμείνει εκεί, έβαλα ξανά το χέρι μου μέσα στην σακούλα και αρπάζοντας μερικές από τις πλαστικές ταυτότητες που βρήκα άρχισα να τις κοιτώ καλά καλά... Σε όλες τις ταυτότητες η φωτογραφία ήταν ίδια, το μόνο που άλλαζε ήταν τα ονόματα... Εγώ τώρα τι πρέπει να καταλάβω από αυτό, ότι από εδώ και πέρα αυτή θα είναι η ζωή μου;... Πως τολμά το κάθαρμα;... Πως τολμά;... Έλεγα από μέσα μου με παράπονο ενώ τα δάκρυα μου άρχισαν και πάλι να τρέχουν ανεξέλεγκτα και απελπισμένη δεν ήξερα τι να κάνω.
Γιατί μου το έκανε αυτό;... Δεν σεβάστηκε τίποτα;... Δεν με νοιάστηκε ούτε μια στιγμή;... Δεν τον ένοιαξε καθόλου που κατέστρεψε την ζωή μου χωρίς καν να με ρωτήσει;
Όχι κύριε Κάλλεν ως εδώ... Τέρμα, εσύ με έμπλεξες εσύ θα με ξεμπλέξεις... Είπα αποφασιστικά και αφού έβαλα τα πράγματα ξανά πάνω από τα λεφτά που επίσης είχε η χάρτινη σακούλα... πήρα μια βαθιά ανάσα και με όσο κουράγιο μάζεψα βγήκα στον δρόμο και σταματώντας το πρώτο ταξί που ερχόταν προς το μέρος μου, πήγα να τον βρω και ότι θέλει ας γίνει... Φυγάς εγώ δεν πρόκειται να γίνω για χάρη του.
Σταματώντας το ταξί αρκετά μακριά από το σπίτι του, πήρα τον δρόμο που γνώριζα μέσα από τα δέντρα που με είχε πάει ο Φλικ που ήταν αρκετά μακριά από τον δρόμο ώστε να είμαι σίγουρη ότι αν υπήρχε κάποιος που παραφυλάει το σπίτι από τους ηλίθιους τους δικούς του να μην με δει... Αφού έφτασα κοντά στο σπίτι άρχισα να φωνάζω τον Φλικ με το χαρακτηριστικό σφύριγμα που τον φώναζα και εκείνος αμέσως ανταποκρινόταν... Φυσικά δεν είχε καμία σχέση με αυτό του Έντουαρντ, αλλά και το δικό μου έκανε την δουλειά του.
Δεν περπάτησα πολύ ακόμα και ο Φλικ τρέχοντας κοντά μου με έκανε να πέσω πάνω στο χώμα γλείφοντας με με μανία.
«Σε παρακαλώ αγόρι μου... όχι τώρα... Πρέπει να βρω τον Έντουαρτ Μπορείς να δεις αν είναι ασφαλές να πάω στο σπίτι;» τον ρώτησα και εκείνος γλείφοντας με μια φορά ακόμα γάβγισε μια φορά και άρχισε να τρέχει κοιτώντας αν τον ακολουθώ και πιάνοντας το μήνυμα που ήθελε να μου περάσει, άρπαξα την σακούλα από το πάτωμα και άρχισα να τον ακολουθώ αλαφιασμένη.
Ξαφνιάζοντας με, αντί να με πάει στην μπροστινή πύλη με οδήγησε στο πίσω μέρος του σπιτιού και μόλις γάβγισε μια φορά μπροστά στο τοίχο έσκυψε και έρποντας άρχισε να περνάει από την άλλη μεριά... Χωρίς να το σκεφτώ τον ακολούθησα και εγώ και μόλις βγήκα από την άλλη μεριά άρχισε να μου γαβγίζει ενώ με οδηγούσε προς την αντίθετη μεριά από αυτή της πόρτας της κουζίνας που συνήθως βγαίναμε στην πίσω αυλή... Παραξενευμένη άρχισα να τον ακολουθώ χωρίς να φέρνω αντίρρηση αλλά μόλις σταμάτησε σε ένα άκυρο σημείο που δεν είχε τίποτα τριγύρω σταμάτησα και τον κοίταξα με απορία... Χωρίς να σταματά, άρχισε να ξύνει το χώμα και βρίσκοντας ένα σκοινί το τράβηξε με τα δόντια μου και ανοίγοντας μια καταπακτή με περίμενε μέχρι να περάσω μέσα πρώτη.
«Φλικ που με πας;» ρώτησα απηυδισμένα αλλά εκείνος κοιτώντας με έντονα δεν κουνήθηκε και αφήνοντας την αναπνοή μου να βγει από μέσα μου βεβιασμένα,τελικά του έκανα το χατήρι και μπαίνοντας μέσα ακούμπησα τον τοίχο μέχρι να μπορέσουν να συνηθίσουν τα μάτια μου στο σκοτάδι... Κάτι που πίστευα ότι δεν επρόκειτο να γίνει μιας και που μόλις ο Φλικ μπήκε από πίσω μου και η καταπακτή έκλεισε ξανά το απόλυτο σκοτάδι μας πλαισίωσε και με νύχια και με δόντια κρατήθηκα για να μην ουρλιάξω... Δεν ήμουν κλειστοφοβική αλλά και αυτό το πράγμα δεν ήταν ότι καλύτερο... Ένιωθα ότι κάποιος με τύφλωσε τελείως και ανατρίχιασα ολόκληρη.
Η μουσούδα του Φλικ βρήκε το χέρι μου και σαν τυφλή άρχισα να τον ψηλαφίζω... Εκείνος σκύβοντας το κεφάλι του με καθοδήγησε να βρω το κολάρο του και μόλις το ένιωσα και το κράτησα άρχισε με πολύ αργό ρυθμό να με οδηγεί προς το μέρος που ήθελε να με πάει και εγώ τον ακολούθησα αμίλητη με το ελεύθερο μου χέρι που κράταγα ακόμα την σακούλα να είναι μπροστά και να πηγαίνει αριστερά και δεξιά προσέχοντας μην βρω πουθενά που ήταν πιο ψηλά από τον Φλικ.
Μόλις σταμάτησε, λύγισα τα γόνατα μου και κρατώντας τον από το σώμα του πήρα μια ανάσα.
«Γιατί με έφερες από εδώ αγόρι μου;... Που θες να με πας;» ρώτησα όσο ακόμα είχα την ψυχραιμία μου και εκείνος βάζοντας την μουσούδα του πάνω στο κεφάλι μου, με ανάγκασε να χαμηλώσω περισσότερο ενώ μπαίνοντας μπροστά μου με κλώτσαγε απαλά μέχρι να πιάσω το πόδι του και μόλις το έκανα άρχισε να με καθοδηγεί ενώ εγώ κρατώντας του το πόδι μπουσούλαγα περπατώντας με το ένα μου χέρι και δεν άντεξα άλλο.
«Φλικ σταμάτα, δεν αντέχω άλλο... Νιώθω ότι πνίγομαι μέσα σε αυτό το απόλυτο σκοτάδι» είπα πιάνοντας τον λαιμό μου και εκείνος γυρνώντας έβαλε την μουσούδα του πάνω στον ώμο μου για να με παρηγορήσει και αναστέναξα... «Γιατί από εδώ;» ρώτησα με παράπονο λες και μπορούσε να μου απαντήσει αλλά εκείνος το μόνο που έκανε ήταν να γρυλίσει παραπονιάρικα.
Παίρνοντας μια πιο αποφασιστική ανάσα συγκράτησα το κεφάλι του μέσα στα δύο μου χέρια και ψηλαφίζοντας το τον χάιδεψα και του είπα πιο αποφασιστικά.
«Είμαι καλά, μόνο δώσε μου λίγο τον χρόνο να δω που είμαστε εντάξει;» του είπα και τον ένιωσα να κάθετε στα δύο του πόδια και αφήνοντας τον για λίγο άρχισα να εξερευνώ γύρω μου τον χώρο... Μόλις έπιασα κάτι σαν προπέλα σούφρωσα τα φρύδια μου με απορία αλλά πριν πω κάτι από μακριά φάνηκε μια δεσμίδα φωτός και ο Φλικ αμέσως έγινε νευρικός και άρχισε να με τραβά... Χωρίς να το σκεφτώ έκανα ότι μου είπε γιατί ένιωθα ότι μάλλον δεν ήταν καλό να βρίσκομαι εκεί που ήμουν.
Προχωρώντας πιο μπροστά τον σταμάτησα και πάλι και μόλις ψηλάφισα πάλι γύρω μου κατάλαβα ότι ήμασταν μέσα σε ένα τετράγωνο σιδερένιο διάδρομο που με χώραγε μόνο στα τέσσερα και κατάλαβα ότι μάλλον πρέπει να ήταν αεραγωγός ή κάτι τέτοιο.
«Οκ τώρα είμαι καλύτερα...» είπα με την φωνή μου να βγαίνει με κόπο από μέσα μου αλλά εκείνος με ξάφνιασε βάζοντας την μουσούδα του πάνω στο στόμα μου και αμέσως έκοψα την φράση μου στην μέση... «Θες να μην κάνω φασαρία;» ψιθύρισα με όση πιο χαμηλή φωνή διέθετα και εκείνος έτριψε την μουσούδα του πάνω στο πρόσωπο μου για επιβεβαίωση... «Οκ» του απάντησα με τον ίδιο τόνο και πιάνοντας τον, τον ένιωσα που γύρισε και πάλι προς την άλλη μεριά και έρποντας άρχισε να προχωράει προς τον διάδρομο.
8 σχόλια:
Χρυσανθη ????????!!!!!!!! Τι δουλεια εχει ο Τζειμς σε μορφη Ντειμον μεσα στο στορυ ?????!!!!!!!!!!!!!!!! Θελεις να με αποτελειωσεις τελειως ???!!! Να αρισω να ανησυχω ????Μαλλον καλυτερα να λιποθυμησω !!!!Δεν εχουμε και τα αναλογα ειμοτικον γι αυτο...Ααααααααχχχχχχχχχ...
ο Τζείμς είναι ο Ντέιμον δηλ ο Χάντερ ;)
Ποιος ειναι παλι αυτος ο Χαντερ ???
Γιατι εβαλες τον Ντειμον να ειναι σατανικος ??? Ααααααχχχχ Θεε μου με βλεπω να τρελαινομαι περισσοτερο με αυτο το στορυ !!!
είναι ο εχθρός του ΕΝΤ μας... έβαλα τον Ντέιμον γιατί μου αρέσει περισσότερο φατσικά ;)
Mωρε κι εμενα μάρεσει αλλα επειδη και στη σειρα στην αρχη ειναι κακος και επειδη το στορυ δεν εχει τελειωσει ακομα τλχστν δεν τον κανεις καλο στο τελος να αγαπησει την Βικτωρια μας μην μεινει κι αυτη παραπονεμενη ?! Λεμε τωρα χιχιχιχιχι...
όχι μην το περιμένει αυτό ;)
το βλεπω εγω...θα κλαιω και για τον Χαντερ στο τελος...Ααααχχχ!!!
καρδούλα μου εσύ (εικονίδιο αγκαλίτσα)
Δημοσίευση σχολίου