Κάπου ανάμεσα στην παραζάλη μου, εκεί που η καρδιά μου και η ανάσα μου πάλευαν να βρουν ξανά έναν φυσιολογικό ρυθμό... Ξαφνικά το μυαλό μου άρχισε να παίρνει στροφές και ενώνοντας όλα όσα μου είχε πει μέχρι τώρα σε συνδυασμό με τα όσα μου είχε πει ο Τεό, έπαθα αναλαμπή και έμεινα ξέπνοη να κοιτώ το κενό παλεύοντας σκληρά να μην αντιδράσω.
Σηκώνοντας την ματιά μου προς το μέρος του, τον κοίταξα ανέκφραστα και εκείνος ακόμα ασθμαίνοντας με κοίταξε με απορία.
«Με θες;» ρώτησα και στριφογύρισε τα μάτια του απηυδισμένα.
«Τελείωσα πριν καν αρχίσω και εσύ με ρωτάς αν σε θέλω;» ρώτησε δύσπιστα.
«Θες να έχεις το πράσινο φως να το έχεις όποτε γουστάρεις;» συνέχισα εγώ ανέκφραστα και εκείνος αρχίζοντας πάλι να ανασαίνει πιο γρήγορα έτριξε τα δόντια του περιμένοντας να συνεχίσω όχι και τόσο υπομονετικά, ενώ καταλάβαινε που το πήγαινα... «Αν το θες τότε σου έχω τρεις όρους» συμπλήρωσα και καταπίνοντας θορυβώδες με κοίταξε με μια εκνευρισμένη ματιά.
«Σε ακούω» είπε μέσα από τα δόντια του και χαμογέλασα με ικανοποίηση.
«Ειλικρινά δεν μου καίγεται καρφί για το τι δουλειά κάνεις και όσο αφορά το δικό σου κομμάτι κράτα το για τον εαυτό σου, αλλά όσο αφορά το δικό μου κομμάτι θέλω να ξέρω τι με περιμένει... Οπότε ο πρώτος μου όρος είναι, αυτός» του είπα και πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Ο δεύτερος;» ρώτησε όσο ακόμα μπορούσε να κρατήσει την ψυχραιμία του και συνέχισα.
«Η μόνη είσοδος που μπορείς να χρησιμοποιείς είναι αυτή που είσαι ήδη μέσα... Την δεύτερη να την βγάλεις από το μυαλό σου, δεν είμαι διατεθειμένη να την χαρίσω σε κανέναν» δήλωσα και τρίζοντας ξανά τα δόντια του πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα.
«Και ο τρίτος;»
«Δεν θα με ξανά ακουμπήσεις ποτέ τις τρεις ημέρες του μήνα που έχω περίοδο... Μπορεί εσύ να είσαι άνετος με το όλο θέμα του αίματος, αλλά εγώ δεν είμαι» του είπα και για λίγο έμεινε να με κοιτά χωρίς να εκδηλώνει τα συναισθήματα του... «Αυτά είναι τα όρια μου, δεν νομίζω να ζητώ κάτι παράλογο... Άλλωστε μόνος σου είπες ότι μπορώ να τα θέσω» προσπάθησα ξανά και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα το σκέφτηκε πιο λογικά και παραμερίζοντας για λίγο τον εγωισμό του, τελικά κατένευσε.
«Όχι είναι απόλυτα λογικά και θα τα σεβαστώ» είπε εκπλήσσοντας με και κατένευσα και εγώ ευχαριστώντας τον με την ματιά μου.
Έντουαρτ
Ήταν πραγματικά η πιο επεισοδιακή βραδιά της ζωής μου... Ένιωθα σαν να πήγα για μαλλί και βγήκα κουρεμένος... Αυτή η γυναίκα δεν θα σταματήσει ποτέ να με εκπλήσσει... Αλλά το πιο παράλογο από όλη αυτήν την βραδιά ήταν ότι παρόλο που τελείωσα μέσα σε 5 λεπτά - κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά στην ζωή μου - ένιωθα τόσο ολοκληρωμένος, τόσο γεμάτος, τόσο ικανοποιημένος που δεν μπορούσα με τίποτα να το πιστέψω.
«Πως κατάφερα να μπερδέψω την τουαλέτα με τον διάδρομο πάλι;» την άκουσα να σιγομουρμουρίζει από τον διάδρομο και γελώντας σιγανά από περιέργεια πήγα μέχρι το κατώφλι της πόρτας να την κρυφοκοιτάξω.
Το θέαμα μου έκοψε την ανάσα, αφού φορούσε ένα διάφανο κόκκινο κοντό νυχτικάκι με ένα μόνο άσπρο στριγκάκι από μέσα να τονίζει τα υπέροχα και σφριγηλά της οπίσθια... Μέσα στο σκοτάδι ψηλαφίζοντας τον τοίχο, αντί να πηγαίνει προς το δωμάτιο της πήγαινε προς το τέλος του διαδρόμου και έκλεισα το στόμα μου με το χέρι μου για να μην γελάσω δυνατά και την ξαφνιάσω για να απολαύσω περισσότερο αυτό το υπερθέαμα που αμέσως με έκανε να ξεσηκωθώ, αλλά φτάνοντας στο παράθυρο ξαφνικά πάγωσε.
«Πότε βάλανε κουρτίνες;» αναρωτήθηκε ψιθυρίζοντας και γυρίζοντας προς τα πίσω άρχισε πάλι τοίχο, τοίχο να αλλάζει πορεία για να γυρίσει προς το δωμάτιο της και μόλις γύρισε προς το μέρος μου εκεί που εγώ χάζευα τα στητά της στηθάκια να ανεβοκατεβαίνουν με τις βαθιές της ανάσες εκστασιασμένος, περιμένοντας να την δω να ξαφνιάζεται με την παρουσία μου... Εκεί τα έχασα τελείως.
Σηκώνοντας την ματιά μου προς το πρόσωπο της, μέσα στο σκοτάδι δεν το κατάλαβα αμέσως... όμως μόλις την κοίταξα καλύτερα, διαπίστωσα ότι εκείνη δεν με είχε προσέξει καθόλου... Η κίνηση του Φλικ μου απέσπασε την προσοχή και απρόθυμα γυρίζοντας την ματιά μου προς το μέρος του, τον είδα να με κοιτάει με απορία διαβάζοντας τις προθέσεις μου... Μόλις κατάλαβε ότι ήμουν απορημένος με όλη αυτήν την αλλόκοτη συμπεριφορά της Μπέλας, πριν προλάβει εκείνη να φτάσει στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας της, έτρεξε κοντά μου αλλά μόλις η Μπέλα ξαναμίλησε σταμάτησε δύο βήματα πριν με φτάσει και την κοίταξε και εκείνος ταυτόχρονα με μένα.
«Κάνε να μην έχει κλείσει η πόρτα, μόνο να μην έχει κλείσει» μουρμούραγε με παράπονο και μόλις ένιωσε το άνοιγμα πήρε μια ανακουφιστική ανάσα και μπαίνοντας μέσα στις μύτες των ποδιών της την έκλεισε αθόρυβα και γύρισα την ματιά μου προς τον Φλικ με απορία.
«Υπνοβατεί;» τον ρώτησα την διαπίστωση μου και εκείνος τρέχοντας προς την πόρτα της μόλις έφτασε έξω από αυτήν γύρισε να κοιτάξει αν τον ακολουθώ.
Δεν έκατσα να το σκεφτώ, αυτό έπρεπε να το δω με τα μάτια μου... Μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο της αθόρυβα για να μην την τρομάξω την είδα να πηγαίνει προς τον διάδρομο της τουαλέτας της ψηλαφίζοντας τον τοίχο και μόλις την είδα να σκοντάφτει πάνω στο έπιπλο που ήταν μπροστά της, πήγα να την βοηθήσω αλλά ο Φλικ μπαίνοντας μπροστά μου με σταμάτησε, αλλά πριν προλάβω να τον πάρω από τα πόδια μου η Μπέλα άρχισε να χοροπηδά πνίγοντας τα βογκητά πόνου μουρμουρίζοντας.
«Γαμώτο σου ρε Βι, σου έχω πει ένα εκατομμύριο φορές να μην μετακινείς τα έπιπλα... Δες τώρα τι έπαθα... Τι θα κάνω αν ξυπνήσει;» έλεγε με παράπονο καθώς προσπαθούσε να βρει ξανά τον τοίχο σαν τυφλή κουνώντας τα χέρια της αριστερά και δεξιά και έμεινα να την κοιτώ χωρίς να είμαι ικανός να κάνω μια λογική σκέψη.
Το φεγγάρι φώτιζε τόσο καλά το δωμάτιο που δεν χρειαζόντουσαν τα φώτα για να δεις τις σκιές των επίπλων ή ακόμα και τον διάδρομο και όμως για εκείνην δεν ήταν αρκετό για να δει το έπιπλο που ήταν μπροστά της... Είμαι σίγουρος πλέον ότι υπνοβατεί, αλλά γιατί ο Φλικ θέλει να δω τι κάνει από την στιγμή που έκανα την σωστή διαπίστωση;... Σίγουρα κάτι άλλο θέλει να δω αλλά τι;
Χωρίς να ανάψει τα φώτα, μπήκε στην τουαλέτα και κλείνοντας την πόρτα χάθηκε μέσα σε εκείνην... Όσο ήταν μέσα το μόνο που ακούστηκε ήταν η βρύση που έπλενε τα χέρια της και ανοίγοντας την πόρτα για άλλη μια φορά στις μύτες των ποδιών άρχισε να παίρνει τον δρόμο του γυρισμού προς το κρεβάτι ψηλαφίζοντας τον τοίχο και ο Φλικ άρχισε να γίνεται νευρικός... Τον κοίταξα με περιέργεια και εκείνος άρχισε να με τραβάει από το μπατζάκι και σαστισμένος χωρίς να το σκεφτώ προσπάθησα να τον σταματήσω.
«Τι θες επιτέλους;» του ψιθύρισα με άγρια φωνή και η αντίδραση της Μπέλας με αποτελείωσε.
Κλείνοντας το στόμα της για να πνίξει την κραυγή της έπεσε στο πάτωμα, κάνοντας το σώμα της μια μπάλα και έκρυψε το κεφάλι της πίσω από τα γόνατα της ενώ άρχισε να τρέμει πηγαίνοντας το σώμα της μπρος πίσω, σιγομουρμουρίζοντας κάτι στον εαυτό της τόσο σιγανά που δεν μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς έλεγε και η καρδιά μου έγινε χίλια κομμάτια... Τι βιώματα έχει πια αυτό το κορίτσι;... σκέφτηκα και άφησα την ανάσα μου να βγει από μέσα μου βίαια.
Η πρώτη μου σκέψη ήταν να πάω κοντά της για να την καθησυχάσω, αλλά η επιμονή του Φλικ να με τραβήξει προς το κρεβάτι με έκανε αμέσως να αλλάξω γνώμη... Εκείνος σίγουρα το είχε αντιμετωπίσει ξανά και ήξερε καλύτερα πως να χειριστεί την κατάσταση.
Κατένευσα για να καταλάβει ότι θα κάνω αυτό που θέλει και εκείνος αμέσως αφήνοντας το μπατζάκι μου έτρεξε προς την άλλη μεριά του κρεβατιού… Μόλις τον ακολούθησα, εκείνος έβαλε την μουσούδα του να ακουμπήσει πρώτα πάνω στο κρεβάτι και αμέσως γύρισε προς το μέρος μου και τον κοίταξα με απορία... Θέλει να ξαπλώσω;... αναρωτήθηκα και κοίταξα προς την Μπέλα... Βλέποντας την να παραμένει στο ίδιο σημείο κάνοντας ότι και πριν τα παράτησα... Μάλλον αυτό θα θέλει να δω ο Φλικ... Ποιος ξέρει... Βλέποντας ότι ακόμα δεν έκανα ότι μου ζήτησε ο Φλικ με τράβηξε πάλι από το μπατζάκι και κατένευσα για να σταματήσει να το κάνει... Μόλις με άφησε, ξάπλωσα ανάσκελα από την μεριά που ξάπλωνε εκείνος και γυρίζοντας το κεφάλι μου προς την μεριά της, έμεινα σιωπηλός για να δω τι άλλο θα κάνει.
Εκείνη μετά από λίγο σήκωσε το κεφάλι της δειλά και αφού αφουγκράστηκε για λίγο την ησυχία, πήρε μια βαθιά ανάσα και με πολύ αργό και βασανιστικό τρόπο στάθηκε ξανά στα πόδια της ενώ ψηλαφίζοντας τον τοίχο άρχισε να έρχεται προς το μέρος μας τελείως αθόρυβα και γυρίζοντας προς την μεριά του Φλικ, τον κοίταξα με απορία... Εκείνος μόλις με είδε να τον κοιτώ έβαλε την μουσούδα του πάνω στα πόδια μου και την άφησε εκεί για να μου περάσει το μήνυμα να μην κουνηθώ κοιτώντας την σχεδόν χωρίς να αναπνέει... Όσο μπόρεσα τον μιμήθηκα και εγώ περιμένοντας με μεγάλη περιέργεια να δω τι άλλο θα κάνει.
Φτάνοντας στα τυφλά κοντά στο κρεβάτι, μόλις ένιωσε στα χέρια της το στρώμα, πήρε μια βαθιά ανάσα και με γατίσια βήματα ανέβηκε απάνω του ενώ τα χέρια της ακόμα ήταν σε αναζήτηση... Τι ψάχνει;... αναρωτήθηκα αλλά μόλις το κεφάλι του Φλικ πίεσε περισσότερο τα πόδια μου έμεινα ακίνητος... Μόλις τα χέρια της βρήκαν το χέρι μου, αναστέναξε με ανακούφιση και ανατρίχιασα ολόκληρος, αλλά παίρνοντας μια κοφτή ανάσα σταμάτησα την αυτόματη αντίδραση μου και σιωπηλά συνέχισα να την κοιτώ για να δω τι προσπαθεί να κάνει.
Περνώντας τα χέρια της ανεπαίσθητα πάνω από το χέρι μου ακολούθησε την φορά του και μόλις τα χέρια της έφτασαν στο πρόσωπο μου σαν τυφλή με κλειστά τα μάτια της άρχισε να το ψηλαφίζει... Βλέποντας ότι έφτανε κοντά στα μάτια μου εκείνα αυτόματα σφράγισαν από αντίδραση και εκείνη βάζοντας τους αντίχειρες της απάνω τους καταλαβαίνοντας ότι είναι κλειστά αναστέναξε... Φέρνοντας το πρόσωπο της κοντά στο δικό μου άρχισε να με φιλάει πάνω στο μέτωπο μου τόσο τρυφερά που έκανε όλο μου το κορμί να συγκλονιστεί... Ο Φλικ καταλαβαίνοντας το, πίεσε το πρόσωπο του για άλλη μια φορά πάνω στα πόδια μου για να μου περάσει το μήνυμα να μην αντιδράσω και έχοντας του εμπιστοσύνη τον άκουσα και έμεινα παγωμένος στην θέση μου μέχρι που την άκουσα να σιγομουρμουρίζει.
«Μόνο να ήξερες πόσο σε αγαπάω, μόνο να ήξερες» είπε με πόνο και όλο μου το είναι ένιωθα να εκρήγνυται - εκείνην την στιγμή δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω από τι - τόσο πολύ που δεν κατάφερα να σταματήσω την επόμενη μου αντίδραση.
«Τι πράγμα;» ρώτησα μέσα από τα δόντια μου εκνευρισμένα ενώ η ανάσα μου άρχισε να επιταχύνεται... Εκείνη άρχισε να τρέμει σύγκορμη από την τρομάρα της ενώ βάζοντας το κεφάλι της πάνω στο δικό μου άρχισε να σιγομουρμουρίζει γρήγορα με την ανάσα της να ξεπερνάει σε γρηγοράδα την δική μου.
«Σσσς... όνειρο είναι... όνειρο είναι...» έλεγε γρήγορα ενώ ένιωθα τα δάκρυα της να μουσκεύουν το πρόσωπο μου και δεν είχα ιδέα τι να κάνω γι αυτό... «Όνειρο είναι... Μην μου ξυπνήσεις τώρα σε παρακαλώ, είναι μόνο ένα όνειρο» συνέχιζε να λέει ακατάπαυστα ενώ από όσο μπορούσα να καταλάβω από την στάση του σώματος της, ήταν τόσο τρομοκρατημένη που θέλοντας και μη, παραμέρισα για λίγο τον εαυτό μου και προσπάθησα να κάνω την ανάσα μου πιο ήρεμη για να την καθησυχάσω... Γιατί από όσο μπορούσα να καταλάβω αν ξαναμίλαγα θα έκανα την κατάσταση χειρότερη.
«Σσσς... εδώ είμαι εγώ για σένα... δεν θα σε πειράξει κανένας...» συνέχιζε να λέει ενώ έτρεμε πνίγοντας του λυγμούς της με μεγάλο κόπο... «Είναι μόνο ένα όνειρο» επαναλάμβανε καθώς μου χάιδευε τα μαλλιά μου και τα παράτησα.
Χαλαρώνοντας την στάση του σώματος μου, άρχισα να ανασαίνω πιο ρυθμικά... Νιώθοντας την διαφορά, ανασήκωσε το κεφάλι της και αφού μου έδωσε άλλο ένα παρατεταμένο φιλί πάνω στον μέτωπο μου, άφησε την ανάσα της να βγει από μέσα της βαριά καθώς μου χάιδεψε άλλη μια φορά τα μαλλιά και αφαιρώντας τα χέρια της από το πρόσωπο μου άρχισε πάλι την αναζήτηση.
Περνώντας τα χέρια της από το σώμα μου χωρίς να το ακουμπά... Φτάνοντας προς τον Φλικ εκείνος έκανε πιο πίσω για να μην τον νιώσει και εκείνη αναστέναξε απελπισμένα...
«Πως κατάφερες βρε γιαγιά να βάλεις τις κουβέρτες κάτω από το σώμα σου;» σιγομουρμούρισε με απορία και άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα από την έκπληξη, συνειδητοποιώντας μόλις τι ακριβώς συνέβη και αυτόματα κοίταξα τον Φλικ και εκείνος μου ανταπέδωσε το βλέμμα με παράπονο, αλλά παρέμεινε σιωπηλός για να μην την τρομάξει.
Τι άλλο θα ζήσω με αυτό το κορίτσι;... Όχι πέστε μου τι;... αναρωτήθηκα και για να μην την ταράξω πάλι, την άφησα να κάνει ότι κάνει συνήθως για να δώσω την θέση μου στο Φλικ ώστε να την αφήσω να κοιμηθεί.
Βγάζοντας τα σκεπάσματα που ήταν κάτω από τα πόδια της με σκέπασε καλά, καλά, προσέχοντας να είναι όλο μου το σώμα κάτω από τις κουβέρτες… Μόλις βεβαιώθηκε ότι με είχε καλύψει τελείως, με το πιο απαλό άγγιγμα, ανέβασε το χέρι μου προς την μεριά του μαξιλαριού και μόλις ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στην κλείδα μου, βάζοντας το δεξί της χέρι κάτω από το χέρι μου, έμπλεξε τα δάχτυλα της μέσα στα δικά μου και με αργή κίνηση το κατέβασε προς το σώμα της ενώ το τύλιξε γύρω από το κορμί της, αφήνοντας έναν αναστεναγμό.
«Θα βρω τα λεφτά...» μουρμούρισε ενώ με το αριστερό της χέρι χάιδευε απαλά το χέρι μου καθώς το φιλούσε τρυφερά... «Κάνε κουράγιο γιαγιάκα μου και θα τα βρω...» έλεγε και ένιωσα έναν πόνο να διαπερνά τον στήθος μου που με έκανε να ξαφνιαστώ... «Για όλους έχει ο θεός, γιατί να μην έχει και για μας;...» συνέχισε τον μονόλογο της και για λίγο έμεινα ξαφνιασμένος... Αν ήταν άρρωστη η γιαγιά της γιατί δεν το είχα ανακαλύψει ακόμα;... σκέφτηκα αλλά αφήνοντας στην άκρη αυτήν την σκέψη προς το παρόν συνέχισα να παραμένω ήρεμος... «Όλα θα πάνε καλά, θα δεις, όλα θα πάνε καλά... Σημασία έχει ότι έχουμε η μια την άλλη όλα τα άλλα θα γίνουν, μην μου στεναχωριέσαι και θα δεις για όλους έχει ο θεός ποτέ μην απελπίζεσαι... Όσο έχουμε η μια την άλλη μην φοβάσαι τίποτα...» επαναλάμβανε τα λόγια που η γιαγιά της συνήθιζε να της λέει όταν ήταν μικρή ενώ σκούπιζε τα δάκρυα της σφίγγοντας το χέρι μου περισσότερο απάνω της... «Μόνο να ήξερες πόσο σ’ αγαπώ» επανέλαβε με παράπονο άλλη μια φορά... «Μόνο να ήξερες, να μπορούσες έστω για λίγο να θυμηθείς...» συνέχιζε πνίγοντας τους λυγμούς της ενώ ρούφαγε την μύτη της και χωρίς να το θέλω ένας αναστεναγμός μου, ξέφυγε από τα χείλια μου και ο Φλικ αμέσως έβαλε την μουσούδα του πάνω στα πόδια μου για να με ακινητοποιήσει… μόλις εκείνη σταμάτησε να ανασαίνει και γυρίζοντας την ματιά μου προς το μέρος του έκλεισα στιγμιαία τα μάτια μου για να μην κουνήσω το κεφάλι μου και την ταράξω πάλι και εκείνος καταλαβαίνοντας ότι το είχα πάρει το μήνυμα έκανε πιο πίσω.
Αφήνοντας την ανάσα της, αφού βεβαιώθηκε ότι όλα ήταν καλά, έμεινε στην σιωπή για λίγο αλλά πριν ακούσω το χαρακτηριστικό της ροχαλητό είπε κάτω από την ανάσα της...
«Μου λείπεις γιαγιάκα... Γύρνα ξανά γρήγορα κοντά μου, νιώθω τόσο χαμένη χωρίς εσένα... Μην με εγκαταλείπεις και εσύ... Τι θα κάνω χωρίς εσένα;» τόσο σιγανά που αν δεν ήταν δίπλα μου δεν θα είχα καταφέρει να το ακούσω και κλείνοντας τα μάτια μου έμεινα αναποφάσιστος για το τι πρέπει να κάνω.
Ήταν το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου... Δεν έπρεπε ποτέ να της κλέψω την ζωή, αλλά γαμώτο μου ότι στοιχεία είχα μαζέψει για εκείνην όλα τελικά ήταν λάθος... Πως μπόρεσα να πέσω τόσο έξω;... Τι σκατά έρευνα έκανα;... Από εκεί που πίστευα ότι ήταν ένα ανεξάρτητο κορίτσι, που ζούσε ανάλαφρα μια ανούσια ζωή, όσο περισσότερο είμαι μαζί της, τόσο περισσότερο μου αποδεικνύει ότι μόνο ανούσια δεν ήταν η ζωή της... Πολύ χειρότερα, μόνο ξένοιαστη δεν θα μπορούσες να την χαρακτηρίσεις... Πως τόλμησα να της το κάνω αυτό;... Το θέμα είναι τώρα τι κάνουμε;... Με τον Χάντερ εκεί έξω να ψάχνει τα ίχνη της, δεν διακινδυνεύω να την ξαναδιώξω γιατί αυτόματα αυτό θα την οδηγούσε σίγουρα στα δίχτυα του... Από την άλλη πως μπορώ να την κρατήσω για να την προστατέψω, χωρίς να καταφέρω να της χαλάσω την ζωή;... Σκατά... μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα είναι... αναστέναξα.
Μόλις το κορμάκι της άρχισε να τρέμει ενώ έσφιγγε το χέρι μου για να καταφέρει να ζεστάνει έστω και ένα μέρος του κορμιού της, χωρίς να σκεφτώ την κίνηση μου έπιασα τις κουβέρτες και τυλίγοντας τες γύρω της, την σκέπασα προσεκτικά για να μην την τρομάξω πάλι, αλλά εκείνη δεν έδειχνε να το καταλαβαίνει... Κρατώντας σφιχτά το χέρι μου μέσα στα δύο δικά της βόλεψε καλύτερα το κεφάλι της πάνω στον ώμο μου και πριν προλάβω τον εαυτό μου να τον σταματήσω, αυθόρμητα της φίλησα την κορυφή του κεφαλιού της και ένιωσα τόσο όμορφα που εξέπληξα τον ίδιο μου τον εαυτό.
Εκείνη αφήνοντας έναν αναστεναγμό αν είναι δυνατόν τράβηξε το χέρι μου περισσότερο κοντά της και φέρνοντας τα πόδια της κοντά στο στήθος της το κλείδωσε μέσα στο κορμί της με τέτοιο τρόπο που και να ήθελα να το πάρω δεν θα υπήρχε περίπτωση να τα κατάφερνα χωρίς να την ξυπνήσω, αλλά το πιο παράξενο από όλα ήταν ότι δεν ήθελα να το πάρω.
Έντουαρτ είσαι με τα καλά σου;... Τι αηδίες λες;... Εδώ δεν αντέχεις να κοιμάσαι με γυναίκα εκτός και αν θες να την γαμήσεις και τώρα σου αρέσει αυτή η επαφή;... Με αφύπνισε η φωνή της λογικής μου και χαμογελώντας με τον ίδιο μου τον εαυτό, προσέχοντας να μην την αναστατώσω... Κατεβάζοντας το σώμα μου από το στρώμα, ανασήκωσα τα σκεπάσματα με το ελεύθερο μου χέρι, χώθηκα κάτω από αυτά και ακούμπησα το κορμί μου απόλυτα απάνω της... Μόλις σκεπάστηκα, την φώλιασα μέσα στην αγκαλιά μου και αφήνοντας ένα παρατεταμένο φιλί πάνω στην κορυφή του κεφαλιού της συνειδητά, άφησα το μάγουλο μου να ακουμπήσει πάνω στα μαλλιά της εισπνέοντας άπληστα το άρωμα που αναδύανε με ένα χαμόγελο που δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τα χείλια μου.
Δεν γαμιέται... ναι ρε το γουστάρω... εσύ τι ζόρι τραβάς;... της απάντησα και προσπάθησα με το ζόρι να σταματήσω το γέλιο μου για να μην την ξυπνήσω.
«Κοιμήσου μωρό μου, εγώ είμαι εδώ για σένα... Δεν πρόκειται να αφήσω ξανά κανέναν να σε πειράξει» της ψιθύρισα όπως ακριβώς είχε κάνει και εκείνη ελπίζοντας να μην την ξυπνήσω και εκείνη γουργουρίζοντας ναζιάρικα βολεύτηκε καλύτερα μέσα στην αγκαλιά μου και χαμογέλασα με ικανοποίηση ενώ για πρώτη φορά στην ζωή μου, ένιωθα τέτοια εφορία που τα μάτια μου δεν βαστούσαν άλλο ανοιχτά... Έτσι χωρίς δισταγμό, τα έκλεισα και άφησα τον εαυτό μου να το απολαύσει στο έπακρο.
Μπέλα
Ακούγοντας τον επίμονο ήχο του κινητού μου, έχωσα το χέρι μου κάτω από το μαξιλάρι και χωρίς να ανοίγω τα μάτια μου, άνοιξα το καπάκι του κινητού και το έβαλα στο αυτί μου.
«Μμμμμ;» μουρμούρισα με βαθιά φωνή από τον ύπνο και η φωνή του Τεό με ξύπνησε για τα καλά.
«Ακόμα κοιμάσαι;... Δεν σε πιστεύω» αναφώνησε και πετάχτηκα απάνω ξαφνιασμένη.
«Τεό;» ρώτησα και εκείνος ξεφύσησε απηυδισμένα.
«Πες μου ότι δεν θα έρθεις να με στείλεις στα τάρταρα» είπε απελπισμένος και άρχισα να ανασαίνω γρήγορα... Γαμώτο αυτό δεν το είχα υπολογίσει, πως θα το πάρει τώρα ο Έντουαρτ;
«Τι ώρα είναι;» ρώτησα τρομοκρατημένα.
«Πάει 8» απάντησε εκείνος αμέσως και άφησα την ανάσα μου να βγει βίαια από μέσα μου.
«Έλα ρε Τεό και με κοψοχόλιασες, έχουμε ακόμα δύο ώρες μπροστά μας» του είπα απελπισμένα και εκείνος μούγκρισε.
«Μωρή... κανόνισε να μην έρθεις και τα λέμε» απείλησε και άρχισα να γελάω.
«Θα έρθω... Δώσε μου λίγο χρόνο να συνέλθω και θα ετοιμαστώ και θα έρθω οκ;» του είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα ενώ με το μυαλό μου προσπαθούσα να σκεφτώ τι θα πω στον Έντουαρτ.
«Το καλό που σου θέλω» είπε και αναστέναξα.
«Σταμάτα να αγχώνεσαι, θα μας πεθάνεις στο τέλος... Όλα είναι έτοιμα, γιατί πνίγεσαι σε μια κουταλιά νερό;» τον ρώτησα και ξεφύσησε.
«Ρε μωρό μου... γιατί δεν με καταλαβαίνεις;... Αν μου πάρουν το μαγαζί θα τρελαθώ» είπε με ένα παράπονο και αναστέναξα βαριά.
«Κανείς δεν θα σου το πάρει, εμείς γιατί είμαστε εδώ... Σήμερα εσύ, αύριο εγώ δεν είπαμε;... Θα δεις όλα θα πάνε καλά» του είπα για να τον εμψυχώσω και εκείνος έμεινε για λίγο σιωπηλός.
«Μην αργήσεις» είπε τελικά και κατένευσα λες και μπορούσε να με δει.
«Σου το υπόσχομαι» υποσχέθηκα.
«Φιλάκια μωρό μου και θα τα πούμε από κοντά»
«Φιλάκια μωρό μου... σ’ αγαπάω πολύ... Θα είμαι εκεί όσο πιο γρήγορα μπορώ»
«Και εγώ σ’ αγαπάω σκατούλα... Άντε πάρε το ασπρουλιάρικο κωλαράκι σου και φέρε και τον μορφονιό να τον γνωρίσουμε, εεε»
«Θα προσπαθήσω» του απάντησα και κλείνοντας το τηλέφωνο κοίταξα για λίγο το κενό ενώ πάλευα σκληρά να σκεφτώ κάτι για να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα στον Έντουαρτ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου