«Ποια είναι η πρώτη σου ανάμνηση;» ρώτησε με περιέργεια αποσπώντας με από τις σκέψεις μου και γυρίζοντας προς την μεριά του το σκέφτηκα για λίγο πριν απαντήσω.
«Τα έβδομα μου γενέθλια...» είπα και ένα αχνό χαμόγελο έκανε δειλά την εμφάνιση του και βλέποντας το με παρότρυνε να συνεχίσω με το βλέμμα του... «Η γιαγιά μου με πήγε στο λούνα παρκ... Φυσικά δεν είχε λεφτά για να ανέβω στα παιχνίδια αλλά αφού με έκανε μια βόλτα για να τα δω από κοντά, μου αγόρασε ένα μαλλί της γριάς και βάζοντας με να κάτσω σε ένα από εκείνα τα ξύλινα παγκάκια που έχουν και τραπέζι μαζί έκατσε υπομονετικά μαζί μου να με περιμένει μέχρι να το φάω» είπα και άρχισα να χαζογελάω άηχα όσο η ανάμνηση άρχισε να εισχωρεί στην μνήμη μου με περισσότερη ορμή και εκείνος κοιτώντας με περιέργεια δεν άντεξε άλλο την αναμονή και ρώτησε.
«Που είναι το αστείο;»
«Δεν το έφαγα» είπα και χαχάνισα πιο δυνατά και γέλασε και εκείνος μαζί μου πριν πει την επόμενη εύλογη απορία του.
«Και τι έκανες;»
«Καθόμουν και το χάζευα δεν ξέρω και εγώ πόση ώρα βάζοντας την παλάμη μου απάνω του και μόλις το ακουμπούσα τράβαγα το χέρι μου μακριά κοιτάζοντας το σαν χαζή... Μου φαινόταν τόσο όμορφο που δεν ήθελα να το χαλάσω και όταν το γύριζα λαμπύριζε τόσο πολύ που νόμιζα ότι είχε απάνω του γκλίντερ»
«Και η γιαγιά σου τι έκανε;»
«Με ρώτησε αν θα το φάω και εγώ της απάντησα... “Γιαγιά μπορώ να το κρατήσω για πάντα;... Είναι τόσο όμορφο!”» είπα και μόλις το πρόσωπο της ήρθε στην μνήμη μου έμεινα για λίγο σιωπηλή.
«Και εκείνη τι σου απάντησε;» ρώτησε διακόπτοντας την ανάμνηση στην μέση και γυρίζοντας προς το μέρος του τον κοίταξα για λίγο πριν συνεχίσω.
«Τίποτα... Καθόταν και με κοίταζε με δάκρυα στα μάτια λες και...» είπα με την τελευταία λέξη να σβήνει καθώς επανερχόταν το πρόσωπο της στην ανάμνηση μου αυτήν.
«Λες και;»
«Δεν ξέρω ήταν περίεργη εκείνην την μέρα... Τα μάτια της έτρεχαν ακατάπαυστα και με κοίταζε με ένα περίεργο ύφος που όσο και να προσπαθούσα να καταλάβω τι δήλωνε ποτέ δεν το είχα καταλάβει, αλλά τώρα κάτι μου λέει ότι με κοίταζε λες και ήταν η πρώτη φορά που με είχε ακούσει να μιλάω» συνέχισα με τον μυαλό μου να είναι μακριά και η φωνή του με επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Διόλου απίθανο...» είπε και εκείνος ανασηκώνοντας τους ώμους του... «Και μετά τι κάνατε;» με παρότρυνε ξανά να συνεχίσω και χαμογέλασα κοιτώντας την οροφή του αυτοκινήτου χωρίς να είμαι ικανή να το ελέγξω.
«Γυρίσαμε σπίτι και μόλις η γιαγιά μου είπε ότι δεν είχε τίποτα άλλο για να φάω πέρα από το μαλλί της γριάς που ακόμα κρατούσα στο χέρι μου σαν φυλαχτό, έκατσα στην καρέκλα που καθόμουν πάντα και συνέχισα να το κοιτώ αλλά η λάμψη του είχε χαθεί αφού δεν χτύπαγε ο ήλιος πια απάνω του και γρήγορα απογοητεύτηκα έτσι πήρα την απόφαση να το δοκιμάσω» κάνοντας μια παύση άρχισα να γελάω και πάλι τρίβοντας το πρόσωπο μου... Ο Έντουαρτ κοιτώντας με, με περιέργεια δεν άντεξε άλλο να με περιμένει και σκουντώντας με, με έκανε να γυρίσω προς το μέρος του.
«Θα μοιραστείς μαζί μου το αστείο;» ρώτησε με ένα χαμόγελο να τρεμοπαίζει και στα δικά του χείλια και καθώς κατένευσα προσπάθησα να ηρεμήσω για να συνεχίσω.
«Δεν ξέρω πως να σου το περιγράψω, αλλά ήταν τόσο αστείο... Μόλις τσίμπησα λίγο από το αφράτο ζαχαρωτό και το έβαλα στο στόμα μου δεν μπορούσα να πιστέψω ότι είχε τόσο απίστευτη γεύση και λαίμαργα άρχισα να το τρώω τόσο γρήγορα...» κάνοντας μια ακόμα παύση άρχισα και πάλι να γελώ παίρνοντας γρήγορες ανάσες για να ηρεμήσω ώστε να καταφέρω να συνεχίσω... «Ειλικρινά έπρεπε να το δεις αυτό, ήταν τόσο αστείο... Το ζαχαρωτό είχε κολλήσει στο πρόσωπο, στα μαλλιά, στα ρούχα, στα χέρια, όταν λέμε παντού... παντού όμως...» είπα ενώ συνέχιζα να χαχανίζω και με την άκρη του ματιού μου τον είδα να με σιγοντάρει άηχα χωρίς να με κοιτά και συνέχισα... «Αλλά το πιο αστείο απ’ όλα, ήταν όταν ανακάλυψα ότι όταν έβαζα την παλάμη μου πάνω στο πρόσωπο μου εκείνη κόλλαγε και μόλις το τράβαγα μου τράβαγε για λίγο το μάγουλο και έκανε ένα περίεργο πλατς... που... που... που....» εδώ έδωσα τα ρέστα μου... Κρατούσα την κοιλιά μου, χωρίς να είμαι ικανή να συνεχίσω και συμπληρώνοντας έκανα την κίνηση που έκανα και τότε μαζί με τον ήχο που έκανε το μάγουλο μου με το στόμα... Ο Έντουαρτ κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του άρχισε να γελάει και εκείνος μαζί μου αλλά πιο συμμαζεμένα καθώς χαμήλωνε ταχύτητα για να μην χτυπήσουμε πουθενά.
Χωρίς να σταματάω να γελάω που και που πέταγα τον χαρακτηριστικό ήχο που έκανα με το στόμα μου για να αναζωπυρώσω το γέλιο μας και κοιτώντας με κάποια στιγμή με ένα αυστηρό βλέμμα κατάλαβα ότι ήταν ώρα να σταματήσω και σήκωσα τα χέρια μου ψηλά αμυντικά.
«Εντάξει, εντάξει σταματάω, αλλά δεν μπορείς να πεις ότι δεν ήταν απίθανο... Χριστέ μου δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ στην ζωή μου» αναφώνησα σκουπίζοντας τα δάκρυα μου από τα γέλια.
«Είμαι περισσότερο από σίγουρος γι αυτό» επιβεβαίωσε με ένα γελάκι κάνοντας με να καταλάβω ότι ούτε και εκείνος θα μπορούσε ποτέ να το ξεχάσει και μόλις ηρέμησα γύρισα προς το μέρος του.
«Και τώρα η σειρά σου» είπα με ενθουσιασμό ενώ βολεύτηκα καλύτερα στο κάθισμα μου ελπίζοντας να ανταποκριθεί.
«Τι εννοείς, τώρα είναι η σειρά μου;» ρώτησε εκνευρισμένος αλλά δεν έδωσα σημασία σε αυτό και τον πίεσα περισσότερο.
«Ωωωω έλα τώρα μην γίνεσαι κακός, δεν μπορεί να μην έχεις καμία παρόμοια ιστορία να μοιραστείς μαζί μου... Κάτι οτιδήποτε» παρακάλεσα κάνοντας μια παραπονιάρικη γκριμάτσα αλλά εκείνος δεν άλλαζε καθόλου το ύφος του.
«Όχι δεν έχω τίποτα να μοιραστώ» είπε κάθετα και αναστέναξα απογοητευμένη κοιτάζοντας τα χέρια μου με παράπονο.
«Όπως θες, να ξέρεις πάντως ότι δεν είσαι εντάξει... εγώ πως σου είπα;» είπα σαν παραπονιάρικο παιδί και εκείνος έμεινε για λίγο σιωπηλός και ανέκφραστος χτυπώντας τον δείκτη του πάνω στο τιμόνι νευρικά ενώ έλεγχε την κάθε γωνία του αυτοκινήτου αυξάνοντας την ταχύτητα ξανά λες και το έκανε για να με εκνευρίσει, αλλά χωρίς να πω τίποτα έβαλα το κεφάλι μου πάνω στο πλαϊνό τζάμι και τον αγνόησα.
«Σαν παιδί ήμουν τελείως διάολος... Υπήρχαν ελάχιστες στιγμές χαρούμενες σαν τις δικές σου, περισσότερο όμως γιατί εγώ δεν άφηνα τίποτα όρθιο και όχι γιατί δεν υπήρχαν οι ευκαιρίες...» ξεκίνησε τελικά και γυρίζοντας προς το μέρος του τον κοίταξα σοβαρή χωρίς να τον διακόπτω ακούγοντας τον με μεγάλη προσήλωση.
«Αλλά μια συγκεκριμένη στιγμή που θυμάμαι χαρακτηριστικά δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ στην ζωή μου...» συνέχισε ενώ με κοίταξε για μια στιγμή και ενώ άφησε ένα πονηρό χαμόγελο συμπλήρωσε.
«Η μητέρα μου είχε τεράστιο κόλλημα να πλέκει με μεγάλες βελόνες με τις ώρες και αυτό με εκνεύριζε πάρα πολύ, γιατί ένιωθα ότι τις αγαπούσε περισσότερο από όσο αγαπούσε εμένα, πράγμα φυσικά που δεν ίσχυε... Στην ηλικία που ήμουν όμως έτσι το έβλεπα... Που την έχανες που την έβρισκες, με το που είχε πέντε λεπτά κενό καθόταν στην κουνιστή της καρέκλα και έπλεκε, έπλεκε, έπλεκε, μέχρι που μια μέρα δεν άντεξα άλλο και εκεί που ήταν έτοιμη να τελειώσει ένα καινούργιο κασκόλ που μου ετοίμαζε, πήγα πίσω από την πολυθρόνα της και βρίσκοντας την άκρη του άρχισα να το ξηλώνω... Όταν το κατάλαβε εγώ είχα ξηλώσει τα τρία τέταρτα... Έκανε να το φτιάξει δύο βδομάδες λόγο έλλειψης χρόνου και εγώ της το κατέστρεψα μέσα σε ένα λεπτό... Μπορείς να φανταστείς πως ένοιωσε εκείνην την στιγμή...» είπε γυρίζοντας την ματιά του προς το μέρος μου και εγώ κατένευσα χωρίς να προσθέσω τίποτα άλλο.
«Όταν το είδε έγινε τόσο έξαλλη που όλο της το πρόσωπο είχε κοκκινίσει, σίγουρα η πίεση της θα είχε φτάσει δεν ξέρω και εγώ πόσο...» συνέχισε ενώ ένα χαμόγελο έκανε την εμφάνιση του εκείνην την στιγμή λες και το ευχαριστιόταν γι αυτό, αλλά κάτι στην ματιά του μου έλεγε ότι υπήρχε κάτι άλλο από ευχαρίστηση.
«Και τι έκανε;» τον ρώτησα και για λίγο έμεινε σιωπηλός πριν απαντήσει ενώ στα χαρακτηριστικά του υπήρχε μια αρχαία θλίψη που ήμουν σίγουρη ότι του έλειπε πάρα πολύ.
«Σηκώθηκε από την καρέκλα της, χωρίς να πει τίποτα, με έβαλε να κάτσω στην θέση της και βάζοντας τις βελόνες κάτω από τις μασχάλες μου, με έβαλε να τις κρατήσω σωστά και δείχνοντας μου τον τρόπο που εκείνη έπλεκε με έβαλε να συμπληρώσω ότι είχα χαλάσει...» είπε και έμεινα με το στόμα ανοιχτό.
«Απίστευτο!» αναφώνησα σοκαρισμένη... «Και το έκανες;» δεν μπορούσα να μην ρωτήσω και το ίδιο χαμόγελο που είδα πριν γύρισε και τώρα κατάλαβα στο που πήγαινε.
«Στην αρχή αντέδρασα, αλλά όταν μου είπε ότι αν δεν το τελειώσω θα μείνω όλον τον χειμώνα χωρίς κασκόλ να με προστατεύει από το κρύο κατάλαβα τι βλακεία είχα κάνει και μετανιωμένος το δέχτηκα... Φυσικά έκανα έναν μήνα να το τελειώσω και το κρύο που έφαγα χωρίς το κασκόλ ήταν χειρότερο από το να με τιμωρούσε εκείνην την στιγμή και απλά να πέρναγε... Από την στιγμή που της παρέδωσα τις βελόνες όμως δεν την ξαναενόχλησα ποτέ ξανά όσο εκείνη έπλεκε, γιατί με αυτόν τον τρόπο με έκανε να σεβαστώ τον κόπο της και από όσο καταλαβαίνεις είχε αποτέλεσμα» είπε τελειώνοντας και έμεινε ανέκφραστος χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει τις αντιδράσεις μου.
«Την αγαπάς» δήλωσα διαπιστώνοντας την αλήθεια και άφησε ένα θλιμμένο χαμόγελο καθώς απαντούσε.
«Είναι ο μοναδικός άνθρωπος που έχω αγαπήσει ποτέ στην ζωή μου» επιβεβαίωσε και μια βαθιά θλίψη άρχισε να πλαισιώνει την καρδιά μου ενώ ένιωθα ότι δεν την είχε πια κοντά του.
«Δεν ζει πια» τόλμησα να πω το συμπέρασμα μου και εκείνος απλά κατένευσε για επιβεβαίωση χωρίς κανένα συναίσθημα να εκδηλώνεται στα χαρακτηριστικά του... «Και ο πατέρας σου;» είπα με σιγανή φωνή δειλά και αμέσως το ίδιο δολοφονικό βλέμμα που γνώριζα πολύ καλά, έκανε την εμφάνιση του.
«Πως να το πω ευγενικά...» είπε ψυχρά... «Ας πούμε ότι είναι τυχερός που δεν ζει» απάντησε και μέσα από αυτό κατάλαβα πολλά περισσότερα από όσα ο ίδιος ήθελε να δηλώσει και η καρδιά μου άρχισε να χτυπά άρρυθμα, γιατί τώρα μπορούσα να καταλάβω γιατί με συμβούλευσε να αφήσω τις θαμμένες αναμνήσεις να παραμείνουν θαμμένες μέσα μου.
Ξαφνικά χωρίς να είμαι ικανή να καταλάβω τον λόγο βρέθηκε σε εγρήγορση και ανασηκώνοντας το χειρόφρενο για λίγο έφερε το αυτοκίνητο μπρος πίσω και εκεί που ανεβαίναμε ξαφνικά η μούρη του αυτοκινήτου βρέθηκε να είναι στην ακριβώς αντίθετη μεριά.
«Βγάλε την ζώνη σου και πέσε κάτω» διέταξε με φωνή που δεν δεχόταν αντίρρηση και αμέσως το έκανα με την καρδιά μου να είναι έτοιμη να σπάσει ενώ ταυτόχρονα κατάλαβα ότι είχαμε φτάσει στο σπίτι... «Μην το κουνήσεις ρούπι από εκεί αν δεν γυρίσω να σε πάρω... Μόλις βγω κλείδωσε τις πόρτες» συνέχιζε ενώ έβγαζε το όπλο του και το έλεγχε... Είχα παγώσει από φόβο και δεν μπορούσα να βρω την ανάσα μου, δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί αλλά μια ξαφνική αγωνία με έκανε να τον σταματήσω την στιγμή που άνοιξε την πόρτα και βάζοντας το χέρι μου πάνω στο δικό του, τον φώναξα πριν προλάβει να βγει.
«Έντουαρντ;»
«Το κουμπί είναι αυτό, μείνε κάτω και μην τολμήσεις να με ακολουθήσεις» είπε με την ίδια επιτακτική φωνή αλλά εγώ δεν άκουγα τίποτα.
«Να προσέχεις» συμπλήρωσα ξέπνοα με φωνή που έβγαινε με το ζόρι από μέσα μου και εκείνος ξαφνιασμένος έμεινε για λίγο να με κοιτά με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα.
«Αν ακούσεις πυροβολισμούς ή αν δεις κάποιον άλλον να πλησιάζει το αμάξι, μην το σκεφτείς, πάρε το αμάξι και φύγε... Μην κοιτάξεις πίσω» είπε και πριν προλάβω να πω κάτι άνοιξε την πόρτα και κλείνοντας την πίσω του, άρχισε να τρέχει προς το σπίτι ενώ εγώ χωρίς να ξέρω τι να σκεφτώ γι αυτό αμέσως πάτησα το κουμπί που μου είχε υποδείξει… Αφού κοίταξα για λίγο γύρω μου για να βεβαιωθώ ότι δεν έρχεται κανείς προς το μέρος μου, έκατσα ξανά κάτω από το ταμπλό και μαζεύοντας τα πόδια μου προς το στήθος μου άρχισα να προσεύχομαι να γυρίσει πίσω γρήγορα...
Το χτύπημα στο παράθυρο του οδηγού με έκανε να πεταχτώ αλλά μόλις είδα το πρόσωπο του πήρα μια ανακουφιστική ανάσα και πετάχτηκα για να του ανοίξω ενώ τον κοίταζα καλά καλά να σιγουρευτώ αν ήταν εντάξει... Την στιγμή που άνοιξε την πόρτα για να μπει έκατσα ξανά στην θέση μου και εκείνος κλείνοντας την πόρτα, έβαλε πρώτη και ξεκίνησε ενώ εγώ μόλις εκείνην την στιγμή συνειδητοποίησα ότι δεν είχε σβήσει καθόλου την μηχανή.
Τον κοίταζα με κομμένη την ανάσα, αλλά εκείνος δεν έδειχνε να είναι σε θέση να μοιραστεί μαζί μου το τι είχε μόλις συμβεί αλλά μόλις μπήκε στο γκαράζ και έσβησε το αμάξι ενώ έμεινε να κοιτά το κενό δεν άντεξα άλλο και μίλησα πρώτη.
«Είσαι καλά;» ρώτησα με την αγωνία μου να χτυπά κόκκινο αλλά εκείνος χωρίς να αλλάζει ύφος αμέσως μου έδωσε την επόμενη του εντολή.
«Πήγαινε μέσα, θα έρθω σε λίγο» ήταν τα μόνα ψυχρά λόγια που βγήκαν από μέσα του και χωρίς να θέλω να του προκαλέσω το μένος του ξανά, έκανα ότι μου ζήτησε χωρίς δεύτερη σκέψη.
Φτάνοντας στο δωμάτιο μου, πήγα στην τουαλέτα και κλείστηκα εκεί για να πάρω μια ανάσα... Τι μπορεί να συνέβη;... Πόσο άσχημα ήταν τα πράγματα;... αναρωτιόμουν αλλά το χτύπημα στην πόρτα με ξάφνιασε αποσπώντας μου τις σκέψεις και αφήνοντας την τσάντα πάνω στον νιπτήρα, έτρεξα να ανοίξω την πόρτα γρήγορα.
«Όλα καλά εδώ;» ρώτησε με μια περίεργη αγωνία στο βλέμμα του και κατένευσα.
«Είσαι καλά;» ρώτησα ξανά χωρίς να το καταλάβω και χαμογέλασε με ένα θλιμμένο χαμόγελο καθώς συμπλήρωνε.
«Μπέλα σταμάτα να ανησυχείς για μένα και έλα κάτω να φάμε» είπε με έναν σκληρό τόνο αλλά δεν με ξεγέλασε.
«Δώσε μου δύο λεπτά» του ζήτησα παρακλητικά και εκείνος κατένευσε ενώ γυρίζοντας την πλάτη του άρχισε να φεύγει... Τον κοίταζα να ξεμακραίνει και δεν ήξερα τι να σκεφτώ... Πως να αντιδράσω τώρα;... αναρωτιόμουν καθώς έκλεινα την πόρτα και μια θλίψη τρύπησε την καρδιά μου καθώς συνειδητοποιούσα ότι οι καλές στιγμές μόλις είχαν τελειώσει.
Αλλάζοντας αυτό το ηλίθιο ταμπόν, έπλυνα τα χέρια μου και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα κοιτάχτηκα στον καθρέφτη για λίγο... Τι πρέπει να κάνω τώρα;... αναρωτήθηκα για άλλη μια φορά αλλά επειδή δεν ήθελα να καθυστερήσω περισσότερο, άνοιξα την πόρτα και μόλις μπήκα στο δωμάτιο μου τον είδα να κάθετε πάνω στο κρεβάτι με τις σκέψεις του μακριά ενώ είχε αλλάξει κουστούμι και τώρα φόραγε ένα πιο επίσημο σε μαύρο χρώμα με μαύρη γραβάτα.
«Όλα καλά;» ρώτησε καθώς γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου και κατένευσα ενώ δεν κουνήθηκα από την θέση μου περιμένοντας να δω τι εκείνος θα κάνει πρώτα... «Έλα να πάμε κάτω να φάμε» συμπλήρωσε με ήρεμη φωνή καθώς ερχόταν προς το μέρος μου και περνώντας το χέρι του γύρω από την μέση μου, άρχισε να με καθοδηγεί προς τον κάτω όροφο... Ενώ περίμενα ότι θα με πάει προς την κουζίνα... μόλις κατεβήκαμε από την σκάλα, με έστριψε προς τα αριστερά και άρχισε να με οδηγεί στον διάδρομο που οδηγούσε προς την βιβλιοθήκη του... Αλλά προς μεγαλύτερη έκπληξη μου αντί να σταματήσει στην πόρτα της, άλλαξε πορεία και τελικά άνοιξε μια άλλη πόρτα και μόλις παραμέρισε με άφησε να περάσω πρώτη.
Μπαίνοντας μέσα, άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου από την έκπληξη!! Ήταν πραγματικά απίστευτο αυτό που απλωνόταν μπροστά μου! Πρέπει να είναι από τις ωραιότερες αίθουσες που έχω δει μέσα σε αυτό το σπίτι και λογικά και στην ζωή μου!!! Όλη η αίθουσα καλυπτόταν από τα χρώματα του κρεμ και του χρυσού, που σε άλλες περιπτώσεις θα σου δημιουργούσε κάτι το νεόπλουτο , αντίθετα σου έβγαζε μια αρχοντιά και μια ιδιαίτερη φωτεινότητα!! Γύρω στην αίθουσα υπήρχαν κολώνες με περίτεχνα σχέδια και γενικά όλη η αίθουσα διακοσμούταν από έπιπλα παλαιάς εποχής, που αν και εμένα προσωπικά δεν μου αρέσουν, αντίθετα εδώ μέσα τα λατρεύω!!
«Σου αρέσει;» ρώτησε με έναν πιο ανάλαφρο τόνο και γύρισα ξαφνιασμένη προς το μέρος του... Όλο του το ύφος είχε ξανά αλλάξει και είχε γυρίσει ο ξένοιαστος και ήρεμος Έντουαρντ που είχα δει λίγο πριν φτάσουμε στο σπίτι και δεν ήξερα πως να ανταποκριθώ σε αυτό... «Λοιπόν;» ρώτησε ξανά περιμένοντας υπομονετικά.
«Ξέρεις ότι δεν μου πολύ αρέσουν όλα αυτά, αλλά αυτό είναι το κάτι άλλο... Μπορεί να θυμίζει παλιά εποχή άλλα έχει μια απερίγραπτη αρχοντιά που δεν σου περνάει απαρατήρητη και σίγουρα τα χρώματα και ιδίως τα φυτά σου μεταδίδουν μια απίστευτη ηρεμία, σε κάνουν να νιώθεις πως να το πω...» είπα και έξυσα το κεφάλι μου ενώ κοίταζα ξανά γύρω μου... «Είναι πολύ όμορφο» τελικά συμπλήρωσα αφού δεν ήξερα τι άλλο να πω και εκείνος χαμογελώντας μου ζεστά, με οδήγησε προς το πάνω μέρος του περίεργου τραπεζιού και αφού άνοιξε μια καρέκλα για μένα με βοήθησε να κάτσω... Τα είχε όλα έτοιμα και προσπαθούσα να σκεφτώ πότε πρόλαβε να τα κάνει όλα αυτά.
«Δεν θα αργήσω» είπε καθώς πέρασε τα χέρια του από τους ώμους μου προς τα μπράτσα μου ψιθυρίζοντας στο αυτί μου και πριν προλάβω να ανταποκριθώ, εκείνος είχε εξαφανιστεί και πάλι.
Έλα Χριστέ και Παναγιά... τι είναι πάλι αυτό;... Εγώ τώρα να αρχίσω να ανησυχώ;... αναρωτήθηκα αλλά το άφησα στην άκρη προς στιγμήν και κοιτώντας ξανά γύρω μου προσπάθησα να βρω ξανά την ψυχραιμία μου για να αντιμετωπίσω ότι και να ερχόταν, ελπίζοντας αυτό που θα έρθει να είναι μια συνέχεια της προηγούμενης μας διάθεση και όχι μια ηρεμία πριν την καταιγίδα όπως με είχε συνηθίσει μέχρι τώρα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου