Ετικέτες

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Haunted Love "34. Αν είσαι γκαντέμο τι άλλο να περιμένεις"





«Μπέλα» άκουγα την φωνή του από μακριά να με καλεί και ανοίγοντας τα μάτια μου είδα τις δύο του γκρίζες σκούρες χάντρες από θυμό να γυαλίζουν ενώ πετάγανε σπίθες και τότε έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου... «Εγώ σε ψάχνω όλο το βράδυ και εσύ κοιμάσαι στο κρεβάτι μου σαν να μην συμβαίνει τίποτα;» ρώτησε με δηλητήριο στην φωνή του και από τον πανικό μου έχασα την ανάσα μου... Παλεύοντας προσπάθησα να ξεφύγω από το σφιχτό του κράτημα αλλά το γάβγισμα του Φλικ με ξάφνιασε και ανοίγοντας τα μάτια μου απότομα τον είδα να είναι μπροστά στο πρόσωπο μου και μόλις συνειδητοποίησε ότι τον κοιτώ έπεσε στην αγκαλιά μου και άρχισε να τρίβεται απάνω μου παρηγορητικά.

Κοιτώντας αποπροσανατολισμένη γύρω μου συνειδητοποίησα ότι ήμασταν μόνοι μας και αφήνοντας την ανάσα μου να βγει από μέσα μου βίαια, έριξα το κεφάλι μου ξανά πάνω στα μαξιλάρια και προσπάθησα με μεγάλο κόπο να βρω ξανά την ανάσα μου που είχε χαθεί.

"Ένα όνειρο ήταν Μπέλα, ήταν απλά ένα όνειρο"... Προσπαθούσα να καθησυχάσω τον εαυτό μου επαναλαμβάνοντας το ξανά και ξανά αλλά η φωνή της συνείδησης με επανέφερε στην πραγματικότητα... "Που δεν απέχει πολύ από την αλήθεια... Είσαι πολύ χαζή αν νομίζεις ότι δεν θα σε ανακαλύψει"... άκουσα να μου λέει και σαν ελατήριο πετάχτηκα απάνω και ο Φλικ με κοίταξε ανήσυχος.

«Πρέπει να φύγω από εδώ, ήταν μεγάλο λάθος Φλικ... Αν το ανακαλύψει την έχουμε άσχημα, πάμε να φύγουμε από εδώ» του είπα επιβλητικά.

Χωρίς να τον περιμένω, πήγα μόνη μου μέσα στον αεραγωγό και παίρνοντας την σακούλα με τα λεφτά και τα ρούχα μου, πήγα στην γκαρνταρόμπα του και μόλις έβγαλα την φόρμα που φόραγα την δίπλωσα καλά και την έβαλα στην θέση της ενώ γυρίζοντας στο δωμάτιο που είχα κοιμηθεί, έστρωσα το κρεβάτι καλά, καλά για να μην φαίνεται ότι είχα κοιμηθεί εκεί...  Μόλις άδειασα και τον κάδο από την τουαλέτα για να μην καταλάβει ότι την είχα χρησιμοποιήσει, την καθάρισα καλά και παίρνοντας την σακούλα μαζί μου έσκισα τα χαρτιά που είχα χρησιμοποιήσει από το μπλοκ και αφού το καθάρισα ώστε να μην φαίνεται ότι είχα κόψει σελίδες το έβαλα στην θέση του και γυρίζοντας στο δωμάτιο του Φλικ ντύθηκα γρήγορα και αφήνοντας τα παπούτσια μέσα στην σακούλα για να μην πέσουν χώματα στο πάτωμα, μπήκα στον αεραγωγό και άρχισα να βγαίνω όσο πιο γρήγορα μπορούσα έξω απο το σπίτι.

Φτάνοντας όσο πιο μακριά μπορούσα μέσα στο δασάκι έκατσα στο έδαφος να πάρω μια ανάσα και ο Φλικ αμέσως ήρθε και έκατσε δίπλα μου κοιτώντας με ακόμα με απορία.

«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό Φλικ, δεν μπορώ να μένω εδώ... Παρά είναι επικίνδυνο δεν το καταλαβαίνεις;... Χριστέ μου δεν έχω ιδέα αν ήταν καν στο σπίτι» συνειδητοποίησα παγώνοντας και ο Φλικ χωρίς να αντιδρά μου έδωσε να καταλάβω ότι το πιθανότερο ήταν ότι εκείνος δεν είχε γυρίσει καθόλου όλο το βράδυ αλλά πόσο σίγουρη θα μπορούσα να είμαι γι αυτό.

Βάζοντας τα παπούτσια μου, αφού πρώτα καθάρισα όπως όπως τις κάλτσες που είχαν γίνει χάλια πια, πήρα μια βαθιά ανάσα και γύρισα προς το μέρος του.

«Γύρνα πίσω πριν αρχίσει να σε αναζητάει... Θα πάω να βρω ένα τρόπο να του γυρίσω την σακούλα με τα λεφτά και να ειδοποιήσω την Βι ότι είμαι εντάξει, ώστε να το μάθει και εκείνος για να σταματήσει να με ψάχνει... Όταν γυρίσω, θα δούμε τι θα κάνουμε αλλά δεν μπορώ να το ξανακάνω αυτό Φλικ... Και μόνο στην ιδέα ότι θα μπορούσε να μας είχε πιάσει... Χριστέ μου τι σκεφτόμουν;» είπα πιάνοντας το κεφάλι μου και αμέσως ο Φλικ έβαλα την μουσούδα του πάνω στα χέρια μου και τον αγκάλιασα ενώ του έτριβα την πλάτη.

«Θα τα καταφέρουμε... Θα βρούμε τον τρόπο να το κάνουμε... Δεν μπορεί κάτι θα πρέπει να υπάρχει να τον κάνει να μας ακούσει... Πρέπει να μας ακούσει Φλικ, αλλιώς αυτήν την φορά δεν πρόκειται να μας συγχωρέσει» του είπα και εκείνος με ένα παραπονιάρικο γρύλισμα μου το επιβεβαίωσε και αναστέναξα.

«Πήγαινε πίσω καρδιά μου... Θα είμαι καλά» του έδωσα εντολή και αμέσως υπάκουσε και άρχισε να τρέχει αφήνοντας με μόνη μου.

Οκ και τώρα τι κάνουμε;... αναρωτήθηκα κοιτώντας τις σακούλες που είχα δίπλα μου και όσο είχα ακόμα καιρό πριν ξεφυτρώσει κανένας Έντουαρτ δίπλα μου και αρχίζω να τρέχω, τις πήρα στο χέρι μου και άρχισα να κατεβαίνω τον λόφο πηγαίνοντας προς το περίεργο εστιατόριο που είχα πάρει χθες φαγητό να βάλω κάτι στο στόμα μου για να πάρω δυνάμεις πριν ξεκινήσω... Ήταν ένα άκυρο σημείο που τουλάχιστον παρακαλούσα μέσα μου ότι δεν θα ήταν ο δρόμος του από εκεί να περάσει για να με ψάξει.

Πετώντας την σακούλα στον πρώτο κάδο που βρήκα άνοιξα την χάρτινη σακούλα που μου είχε δώσει ο Έντουαρτ και αφού κοίταξα πρώτα γύρω μου να δω αν είναι κανείς εκεί κοντά να με δει, έβγαλα από μέσα λίγα λεφτά και βάζοντας τα στην εσωτερική θέση του μπουφάν μου μαζί με τις σημειώσεις μου, για να μην χρειαστεί να την ανοίξω μπροστά σε κόσμο... Έκλεισα καλά, καλά την σακούλα και κρατώντας την στην αγκαλιά μου κοιτώντας συνέχεια τον δρόμο επίμονα ώστε να βεβαιωθώ ότι κανείς δεν με παρακολουθεί, μπήκα μέσα στο εστιατόριο και μόλις έκλεισε η πόρτα έπαθα το πρώτο σοκ.

Ήταν γεμάτο από εργάτες που είχαν έρθει να πάρουν το πρωινό τους πριν πάνε στην δουλειά τους, που από όσο καταλάβαινα πρέπει να ήταν και θαμώνες γιατί τα βλέμματα τους, δηλώνανε ανοιχτά ότι ήμουν η μόνη παρείσακτη μέσα σε αυτήν την μεγάλη παρέα που είχαν δημιουργήσει.

Μια μεγάλη σε ηλικία κυρία φορώντας μια κλασική στολή σερβιτόρας με πλησίασε και χρειάστηκε να μπει μπροστά στο πρόσωπο μου για να με αποπροσανατολίσει γιατί προφανώς εκείνη κάτι με ρώταγε αλλά εγώ από την παγωμάρα μου δεν άκουγα λέξη.

«Μην τους δίνεις σημασία, πάντα έτσι κάνουν αλλά δεν είναι κακά παιδιά... Έλα να σου βρω κάπου να κάτσεις» είπε ευγενικά και εγώ ανταποκρίθηκα κουνώντας μόνο το κεφάλι μου και την άφησα να με καθοδηγήσει.

Μόλις όμως είδα να με πηγαίνει στο τελευταίο τραπέζι στο βάθος που ήταν δίπλα στο παράθυρο την σταμάτησα και εκείνη γύρισε περίεργη να με κοιτάξει.

«Συγνώμη υπάρχει κάποιο άλλο τραπέζι;...» ρώτησα ξέπνοα... «Δεν θέλω να κάτσω στο παράθυρο» διευκρίνισα ντροπαλά ενώ ήμουν σίγουρη ότι πρέπει να είχα κοκκινίσει ολόκληρη.

«Και που υπάρχει αυτό ελεύθερο πάλι καλά να λες τέτοια ώρα, από την άλλη όλα τα τραπέζια είναι στο παράθυρο και τα σκαμπό στην μπάρα είναι γεμάτα» είπε απολογητικά και με μια γρήγορη ματιά γύρω μου κατάλαβα ότι είχε δίκιο οπότε δεν παραπονέθηκα περισσότερο και μόλις έκατσα έβαλα την σακούλα μου δίπλα μου και σηκώνοντας την κουκούλα μου της μπλούζας μου, προσπάθησα να κρυφτώ όσο μπορούσα με την ψυχή στο στόμα... «Είσαι καλά;... φαίνεσαι σαν κάποιος να σε κυνηγάει» σχολίασε εκείνη και χωρίς να το θέλω χαμογέλασα θλιμμένα καθώς έλεγα αυθόρμητα.

«Η ίδια η μοίρα μου» απάντησα κάτω από τον αναστεναγμό μου και εκείνη δεν το συνέχισε.

«Να σου φέρω κάτι;»

«Έχετε μήπως σοκολατούχο γάλα;» ρώτησα και απόρησα με τον ίδιο μου τον εαυτό... Είχες δεν είχες μου άλλαξες όλες μου τις συνήθειες, είπα μέσα μου νευριασμένα αλλά ένιωθα μια απίστευτη ανάγκη να πιω αυτήν την στιγμή λίγο γάλα για να πάρω δύναμη που δεν το πήρα πίσω.

«Φυσικά καλή μου θα σου φέρω αμέσως... Θα ήθελες κάτι να φας;» ρώτησε ξανά ευγενικά η κυρία και της χαμογέλασα όσο πιο ζεστά μπορούσα και κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.

«Έχετε και ντόνατς;» ρώτησα και ανταποδίδοντας μου το χαμόγελο πήρε τον κατάλογο λέγοντας μου.

«Τα φέρνω αμέσως» και με άφησε μόνη μου.

Κοιτώντας για λίγο γύρω μου νευρικά ένιωσα όλα τα βλέμματα να είναι στραμμένα απάνω μου και μην αντέχοντας το άλλο όλο αυτό, κατέβασα όσο περισσότερο όσο μπορούσα την κουκούλα μου προς τα κάτω για να καλύψω το πρόσωπο μου ενώ γύριζα το κεφάλι μου προς το παράθυρο και εκεί που πήρα μια ανάσα ξαφνικά ένιωσα το όνειρο μου για άλλη μια φορά να με στοιχειώνει.

Το βλέμμα του δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από την μνήμη μου, κάνοντας την ανάσα μου να σβήνει τόσο πολύ που στην αρχή δεν συνειδητοποίησα ότι το βλέμμα που έβλεπα μπροστά μου ήταν το δικό του και όχι η εικόνα του, που είχε κολλήσει στο μυαλό μου από την στιγμή που άνοιξα τα μάτια μου και μετά... Μόλις είδα να κλείνει την πόρτα του αυτοκινήτου και να αρχίζει να τρέχει προς το μέρος μου δεν σκέφτηκα, ταυτόχρονα με εκείνον, άρχισα να τρέχω και εγώ κοιτώντας τον από το παράθυρο, τόσο γρήγορα που δεν πρόσεξα την κυρία που εκείνην την στιγμή ερχόταν προς το μέρος μου με αποτέλεσμα να πέσω απάνω της αλλά χωρίς να τα χάνω μπουσουλώντας στην αρχή και ανασηκώνοντας το κορμί μου στην συνέχεια, συνέχισα να τρέχω προς τον διάδρομο... Μόλις έφτασα στο τέλος του σπρώχνοντας όπως, όπως τα κορμιά που ήταν ασφυκτικά γύρω μου έστριψα από την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή της εισόδου και μόλις το χέρι μου έπιασε στα τυφλά τα χερούλια από τις πόρτες που υπήρχαν μπροστά μου, άνοιξα την πρώτη πόρτα που βρήκα ξεκλείδωτη και μόλις την έκλεισα πίσω μου και ακούμπησα την πλάτη μου είδα ένα δίμετρο μαύρο να κρατά ένα μαχαίρι στο χέρι του κοιτώντας με απειλητικά με ένα άγριο βλέμμα και για καλή μου τύχη η φωνή μου είχε χαθεί τελείως με αποτέλεσμα να μην καταφέρω να βγάλω την κραυγή που ένιωθα να με πνίγει.

Δεν ξέρω τι δήλωνε εκείνη την στιγμή το πρόσωπο μου αλλά ότι και να είδε μέσα σε αυτό αυτόματα τον έκανε να μαλακώσει και αφήνοντας το μαχαίρι που κρατούσε πάνω στον πάγκο, με γρήγορες κινήσεις με συγκράτησε από την μέση και σέρνοντας με μαζί του με έκλεισε σε ένα στενόμακρο χώρο ενώ παίρνοντας μαζί του κάτι που δεν ήμουν ικανή να καταλάβω τι ήταν, έκλεισε την πόρτα πίσω του και με άφησε στο σκοτάδι... Το σώμα μου παρέλυσε και μαζεύοντας τον εαυτό μου σε μια μπάλα έκλεισα και με τα δύο μου χέρια το στόμα μου και με όση ψυχραιμία μου είχε απομείνει παλεύοντας σκληρά με τον εαυτό μου, καταπνίγοντας κάθε επιθυμία μου να αφήσω τους λυγμούς μου να βγουν προς τα έξω ενώ το σώμα μου έτρεμε σύγκορμο από το σοκ.

Δεν είχα ιδέα πόση ώρα είχε περάσει και ποια στιγμή η πόρτα άνοιξε... Ήμουν τόσο συγκεντρωμένη να κρατηθώ που την στιγμή που ένιωσα δυο χέρια να με ακουμπάνε από το ξάφνιασμα έχασα και το τελευταίο λιθαράκι ψυχραιμίας που μου είχε απομείνει και άρχισα να φωνάζω ενώ προσπαθούσα να ξεφύγω... Η διαφορετική φωνή από την δική του με έκανε για λίγο να σταματήσω και τρομοκρατημένη ανοίγοντας τα μάτια μου βλέποντας δύο μαύρα μάτια να με κοιτάνε αμέσως πήρα μια ανάσα και αυτόματα κοίταξα γύρω μου για να βεβαιωθώ ότι δεν είναι εδώ.

«Το πεδίο είναι ελεύθερο» τον άκουσα να μου λέει και μόλις γύρισα την ματιά μου πάλι προς το μέρος του προσπάθησα να μιλήσω.

«Εεε... εεκεί... εεεκεί» δεν κατάφερα να ολοκληρώσω την λέξη μου και καταλαβαίνοντας τι προσπαθούσα να τον ρωτήσω εκείνος προσπάθησε να με καθησυχάσει.

«Πήρε την χαρτοσακούλα που είχες αφήσει πάνω στο κάθισμά σου και έφυγε» με διαβεβαίωσε αλλά το μυαλό μου αδυνατούσε να στροφάρει και το μόνο που κατάφερα να θυμηθώ ήταν ότι εκείνος ήταν εδώ... Ήξερε ότι ήμουν εδώ, θα καταλάβαινε ότι ήμουν σπίτι του.

«Χριστέ μου ο Φλικ» αναφώνησα και σηκώθηκα όπως, όπως κρατώντας τον από τον ώμο του για να μπορέσω να ανασηκωθώ ενώ ταυτόχρονα σαν κυνηγημένη άρχισα να τρέχω.

Το μυαλό μου κενό δεν μπορούσε να με κάνει να σκεφτώ λογικά και αψηφώντας τα πάντα μηχανικά, έφτασα πίσω στο σπίτι και μπαίνοντας μέσα στην καταπακτή εκεί που ήμουν έτοιμη να γυρίσω πίσω και να υπερασπιστώ τον Φλικ ώστε να μην την πληρώσει για μένα, ακούγοντας τις φωνές του έμεινα παγωμένη στην θέση μου χωρίς να είμαι ικανή να κάνω βήμα παραπάνω.

«Ήταν εδώ;;;... Εγώ γύριζα όλη την νύχτα στους δρόμους για να την βρω και εκείνη ήταν εδώ και εσύ την κάλυπτες, κάνοντας μου και την κλεμμένη χήρα από πάνω;» ούρλιαζε ενώ άκουγα ένα πονεμένο γρύλισμα του Φλικ και εκεί που βρήκα το κουράγιο να πάω κοντά του για να τον υπερασπιστώ η φωνή του μου έκοψε περισσότερο τα πόδια αφήνοντας με τελείως παράλυτη στην θέση μου.

«Να εύχεται να την βρει ο Χάντερ πριν από μένα, γιατί αν την πιάσω στα χέρια μου θα παρακαλάει να είναι νεκρή... Το ακούς;... Όσο για σένα είναι η τελευταία σου αποστολή να την χαρείς όσο μπορείς γιατί μετά από αυτήν θα εύχεσαι να σε είχα ήδη σκοτώσει κακομοίρη μου... Θα πληρώσετε και οι δύο πολύ πικρά για ότι μου κάνατε... Θα το πληρώσετε πολύ ακριβά... Τώρα τράβα στο δωμάτιο σου και μην το κουνήσεις από εκεί μέχρι να φύγουμε» διέταξε και αμέσως μετά άκουγα να καταστρέφει ότι υπήρχε μπροστά του βρίζοντας τόσο άσχημα ανακατεύοντας το όνομα μου μέσα στα λόγια του που έκλεισα τα αυτιά μου για να μην τον ακούω αλλά ακόμα και αυτό δεν έφτανε για να με εμποδίσει να ακούσω όλο το δηλητήριο που έβγαζε από μέσα του αλλά μέσα σε όσα έλεγε τα μόνα που μου τρύπησαν το μυαλό και με έκαναν κομμάτια ήταν:

«Κοντεύω να χάσω την ζωή μου εξαιτίας σας και αυτό είναι το ευχαριστώ σας;... Τώρα που θα μείνεις ξεκρέμαστη και με χωρίς λεφτά να σε δω τι θα κάνεις... Κακομοίρα μου αν νομίζεις ότι εγώ είμαι τέρας τώρα που θα σε πιάσει στα χέρια του να σε δω... Τώρα να σε δω» τσίριζε ενώ δεν σταμάταγε να χτυπάει διάφορα αντικείμενα και εκεί που πίστευα ότι η ζωή μου είχε σβήσει η μουσούδα του Φλικ άρχισε να με σπρώχνει... Γυρίζοντας προς το μέρος του, τον κοίταξα άδεια αλλά καταλαβαίνοντας ότι μου ζητούσε να φύγω πριν με καταλάβει εκείνος χωρίς να έχω άλλη επιλογή, άρχισα να φεύγω πριν γίνουν τα πράγματα χειρότερα.

Περιπλανιόμουν μέσα στο δάσος χωρίς προορισμό κάνοντας συνέχεια κύκλους ξανά και ξανά, μέχρι που τα βήματα μου με οδήγησαν στο εστιατόριο και καθώς το στόμα μου είχε στεγνώσει χωρίς να με νοιάζει πια, πήγα προς τα εκεί.

Ανοίγοντας την πόρτα προχώρησα προς την κυρία που καθάριζε τον πάγκο... Χωρίς να κοιτώ γύρω μου και με όση δύναμη μου είχε απομείνει, της ζήτησα ένα ποτήρι νερό και εκείνη σταματώντας ότι έκανε, έμεινε για μια στιγμή να με κοιτά παγωμένη ενώ ξαφνικά σαν να είχε πατήσει κάποιος τον διακόπτη άρχισε να ψάχνει γύρω της κάτι και αμέσως μετά κάνοντας τον γύρω του πάγκου, με έπιασε από τους ώμους και με παρέσυρε να κάτσω κάπου.

Ήμουν τόσο χαμένη στον κόσμο μου που δεν μπορούσα να αντιληφθώ τίποτα και μηχανικά ακολουθούσα τα βήματα της όμως μόλις ένιωσα το ποτήρι στα χέρια μου το κατέβασα με μια αναπνοή και μόλις το άφησα τρεμάμενα πάνω στο τραπέζι εκείνη το γέμισε ξανά με μια κανάτα... Βλέποντας ξανά το ποτήρι γεμάτο το σήκωσα ξανά και το κατέβασα άλλη μια φορά μια και έξω.

«Κοπέλα μου με τρομάζεις, πάρε μια ανάσα» την άκουσα ξαφνικά και γυρίζοντας την ματιά μου προς το μέρος της, έμεινα να την κοιτώ άδεια, άψυχα και εκείνη μόλις έκατσε δίπλα μου με έκλεισε στην αγκαλιά της και άρχισε να τρίβει την πλάτη μου παρηγορητικά.

«Άντρες τι περιμένεις...» άκουσα μια φωνή κοντά μου και μόλις σήκωσα την ματιά μου προς το μέρος που την άκουσα, αντίκρισα τον μαύρο κύριο που με είχε κρύψει πριν να με κοιτάει παρηγορητικά ενώ έβαζε την πετσέτα του πάνω στον ώμο του καθώς καθόταν αντικριστά μου... «Τσάμπα χαλάς την ζαχαρένια σου φιλενάδα... Μόλις ξεθυμάνει θα το μετανιώσει και θα τρέχει πίσω σου σαν σκυλάκι, όπως κάνουν πάντα» συνέχισε την φλυαρία του αλλά μόλις είδε να γίνομαι χειρότερα εκείνος συνέχισε... «Αν τον άκουγες πως σε παρακαλούσε να του δώσεις μια ευκαιρία να επανορθώσει, τώρα δεν θα ήσουν έτσι» είπε και ξαφνικά πάγωσα κοιτώντας τον δύσπιστα.

«Τι έκανε;» κατάφερα να πω με φωνή που έβγαινε με το ζόρι από μέσα μου και εκείνος πιάνοντας μου το ένα χέρι άρχισε να το τρίβει σοκαρισμένος.

«Χριστέ μου, φιλενάδα εσύ έχεις παγώσει...» αναφώνησε και αμέσως κοίταξε την κυρία που καθόταν δίπλα μου συμπληρώνοντας... «Πήγαινε να φέρεις λίγο κονιάκ να την ζεστάνουμε, αυτή θα μας μείνει στο τέλος» της είπε και αμέσως μόλις η κυρία έφυγε εκείνος πήρε την θέση της και περνώντας το χέρι του γύρω από τους ώμους μου με κοίταξε μέσα στα μάτια ζεστά.

«Είναι τρελός και παλαβός για σένα... Ότι και να σου είπε θα το μετανιώσει πολύ σύντομα... Άστον να ξεθυμάνει και μόλις ηρεμήσει θα δεις ότι θα τα πάρει όλα πίσω... Σάμπος και ο δικός μου τα ίδια δεν κάνει;... Όλο φωνή και απειλές και μόλις περάσει η μπόρα σε παρακαλώ μπουμπου μου δεν το εννοούσα μην με αφήνεις» έλεγε με την ψιλή του φωνή και για λίγο με έκανε να γελάσω ασυναίσθητα... Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα μου ανταπέδωσε το χαμόγελο και μου έτριψε τον ώμο ενώ γυρίζοντας προς την κυρία που είχε έρθει κοντά μας πήρε το ποτήρι που του πρόσφερε και το έτεινε προς το μέρος μου αλλά εγώ κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.

«Δεν σηκώνω το ποτό» είπα απολογητικά και εκείνος δεν με πίεσε περισσότερο.

«Εγώ είμαι ο Τεό και η κούκλα είναι η Μπιάνκα... Ότι χρειαστείς μην διστάσεις να μας το ζητήσεις» είπε αλλά την στιγμή που πήγε να φύγει για να με αφήσει μόνη, του κράτησα το χέρι και εκείνος γυρίζοντας προς το μέρος μου με κοίταξε υπομονετικά... Καταπίνοντας βεβιασμένα το σάλιο μου, τον κοίταξα παρακλητικά.

«Τι είπε;» ζήτησα να μάθω και χαρίζοντας μου ένα ζεστό χαμόγελο έκατσε καλύτερα στην καρέκλα και γυρίζοντας το σώμα του προς το μέρος μου καθάρισε τα δάκρυα μου με την πετσέτα του καθώς έλεγε.

«Μπέλα ξέρω ότι είσαι μέσα σε παρακαλώ, άνοιξε την πόρτα και σου υπόσχομαι ότι όλα θα πάνε καλά... Σου το ορκίζομαι ότι δεν είμαι θυμωμένος, άνοιξε την πόρτα και έλα να γυρίσουμε στο σπίτι να το συζητήσουμε» είπε και τον κοίταζα χωρίς να το πιστεύω... «Όταν άνοιξε όμως η πόρτα και είδε ότι δεν ήσουν εσύ μέσα στην τουαλέτα άνοιξε την δική μου πόρτα και μόλις με είδε κατευθείαν με ρώτησε αν πέρασες από την κουζίνα... Μόλις του είπα ότι είχες φύγει από την πίσω πόρτα άρχισε να τρέχει σαν τρελός για να σε βρει αλλά όταν γύρισε ξανά εδώ, ήταν εκτός ελέγχου... Πήρε την χαρτοσακούλα που είχες αφήσει πάνω στο κάθισμα και μπαίνοντας μέσα στο Χάμερ του εξαφανίστηκε σαν δαιμονισμένος» είπε και παίρνοντας μια κοφτή ανάσα έκλεισα το πρόσωπο μου μέσα στα δύο μου χέρια.

«Τα έκανα σκατά» κλαψούρισα και μου έτριψε την πλάτη παρηγορητικά.

«Μην σκας και όλα θα διορθωθούν...» είπε εκείνος και εγώ άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου με πείσμα αρνητικά.

«Δεν θα μου το συγχωρέσει» έλεγα ξανά και ξανά απαρηγόρητη με τα μάτια μου να τρέχουν ανεξέλεγκτα και ο Τεό αναστέναξε.

«Δώστου λίγο χρόνο να το ξεπεράσει και θα το κάνει» είπε εκείνος με σιγουριά και ήθελα τόσο πολύ να τον πιστέψω... «Φοβήθηκες ότι θα σε δείρει, γι αυτό κρύφτηκες;» με ρώτησε και πάγωσα στην θέση μου χωρίς να ξέρω πως να απαντήσω σε αυτό... «Μεταξύ μας μιλάμε φιλενάδα μην κρύβεσαι πίσω από το δάχτυλο σου» εκείνος επέμενε αλλά εγώ παρέμεινα σιωπηλή χωρίς να τον κοιτώ... «Να τον είχα εγώ αρνάκι θα σου τον έκανα σε μια βδομάδα, όπως έκανα και τον δικό μου» συνέχιζε και απρόθυμα γύρισα προς το μέρος του... «Οι άντρες αγάπη μου δεν θέλουν κόπο, θέλουν τρόπο» είπε και γυρίζοντας προς τα πίσω συνέχισε... «Θα είσαι εντάξει μόνη σου για λίγο;» ρώτησε την κυρία που είχε γυρίσει στο ταμείο και εκείνη κατένευσε ενώ συνέχιζε να κάνει την δουλειά της... «Έλα, πάμε στο σπίτι να κάνεις ένα μπάνιο να ηρεμήσεις και θα σου πω όλα μου τα μυστικά» είπε αμέσως και τραβώντας με κοντά του έκλεισε το μάτι του συνωμοτικά και χωρίς να μου δίνει επιλογή, περνώντας με από την κουζίνα βγήκαμε στο πίσω χώρο και αφού άνοιξε το αυτοκίνητο του με έβαλε να κάτσω στην θέση του συνοδηγού και μόλις έκατσε δίπλα μου άρχισε να οδηγεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA