«Θες;» με ρώτησε ο Τεο τείνοντας μου ένα τσιγάρο από το πακέτο του και για μια στιγμή το σκέφτηκα αλλά τελικά το δέχτηκα και την στιγμή που άναψε τον αναπτήρα και άρχισα να ρουφάω τον καπνό, άρχισα να πνίγομαι και ελαττώνοντας ταχύτητα μου έτριψε την πλάτη για να με ηρεμήσει... «Πρώτη φορά;» ρώτησε και εγώ κατένευσα προσπαθώντας να βρω ξανά την ανάσα μου αλλά από πείσμα δεν το έσβησα... Ήξερα ότι αν το έβλεπε αυτήν την στιγμή ο Έντουαρτ θα άφριζε και από αντίδραση, πεισματικά συνέχισα να προσπαθώ να πάρω μια σωστή τζούρα... «Βοηθάει αν παίρνεις ανάσα την στιγμή που το κατεβάζεις» με βοήθησε ο Τεό χωρίς να προσπαθεί να με σταματήσει και ευγνωμονώντας τον με την ματιά μου άνοιξα λίγο το παράθυρο μου για να μην με πνίγει ο καπνός που με είχε πλαισιώσει και αμέσως αυτό βοήθησε λίγο την κατάσταση αλλά το πνίξιμο, πνίξιμο.
«Ο λουλούκος μου ήταν αστυνομικός...» ξεκίνησε ο Τεό και γούρλωσα τα μάτια μου με έκπληξη αλλά δεν τον κοίταξα για να μην προδοθώ και χωρίς να τον διακόπτω τον άφησα να συνεχίσει... «Ζούσαμε στο Μπροντγουει εκείνην την εποχή... Οι καλύτερες μέρες της ζωής μου... Ζούσα το όνειρο καθημερινά... Ήταν τόσο γλυκός... τόσο περιποιητικός... τόσο τρυφερός... που ένιωθα ότι η ζωή μου άρχιζε και τελείωνε κάθε βράδυ μαζί του... Όμως όταν ανακάλυψαν στο τμήμα την σχέση μας έχασε την δουλειά του και του στοίχισε πάρα πολύ... και όπως καταλαβαίνεις την νύφη την πλήρωσα εγώ...» είπε κοιτώντας με, με νόημα περνώντας μου ότι ήξερε πολύ καλά από την κατάσταση που περνούσα και εγώ η ίδια.
«Και το άντεξες;» δεν μπορούσα να μην ρωτήσω και αφήνοντας την ανάσα του βαριά, με μια αρχαία θλίψη να καλύπτει το πρόσωπο του, κούνησε αρνητικά το κεφάλι του σμίγοντας τα χείλια του σε μια ίσα γραμμή.
«Ήταν πάρα πολύ για μένα όλο αυτό... Το όνειρο μέσα σε μια βραδιά έγινε εφιάλτης... Όλες οι όμορφες στιγμές εξανεμίστηκαν... με έκανε να αισθάνομαι ότι ήμουν το χειρότερο βρομοθήλυκο στην γη... και αυτά ήταν τα λιγότερα... Ούτε να δουλέψω δεν μπορούσα εξαιτίας του πια από τους μώλωπες και τα σημάδια που είχα στο σώμα μου»
«Και τι έκανες;» ρώτησα με αγωνία ενώ η καρδιά μου σφιγγόταν και μόνο στην σκέψη για το πως ήταν εκείνην την εποχή για εκείνον.
«Έφυγα...» είπε απλά και κοιτάζοντας τον δρόμο δεν ήξερα τι να σκεφτώ γι αυτό.
Πόσο θα ήθελα να είχα και εγώ την δύναμη να το κάνω... Πόσο θα ήθελα να είχα την θέληση να ξεφύγω από όλα αυτά πιο νωρίς... Πόσο θα ήθελα να μην τον είχα γνωρίσει ποτέ μου.
«Ένα πρωινό που έφυγε να πάει να βρει δουλειά... Μάζεψα ότι μπορούσα και με τα λίγα λεφτά που είχα καταφέρει να κρύψω από εκείνον... πήρα το λεωφορείο και ήρθα εδώ, σε μια παλιά μου φίλη και για καλή μου τύχη εκείνη με δέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες... Είχε το εστιατόριο που έχω τώρα και αμέσως με έβαλε να δουλέψω κοντά της... Ήταν μεγάλο πλήγμα για μένα... Βλέπεις στο Μπρόντγουει ήμουν η πιο διάσημη drag queen... Όλοι μιλάγανε για μένα... Έκανα τα καλύτερα και τα πιο δυνατά νούμερα...» έλεγε με καμάρι... «Το να έρθω εδώ και να μαγειρεύω χάρμπουρκερς και ότι άλλο περιέχει το μενού, για κάποιους άξεστους εργάτες που μόλις δουν το διαφορετικό δεν χάνουν ευκαιρία να το χλευάσουν και να το κοροϊδέψουν, γιατί δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν, δεν ήταν ότι καλύτερο για μένα... ιδίως μετά τον εξευτελισμό που είχα υποστεί από τον λουλούκο... Αλλά τότε το ένιωθα σαν μια νέα αρχή... ένιωθα να επαναστατώ και να απαιτώ τα δικαιώματα μου και δεν μου καιγόταν καρφί για την γνώμη των άλλων, έτσι πάλεψα μέχρι τελικής πτώσεως και βγήκα νικήτρια... Τώρα το μαγαζί είναι δικό μου και μπορώ να πω ότι είμαι πολύ υπερήφανη, γι αυτό μου το κατόρθωμα και ας αφήνω το ταλέντο μου στην άκρη» είπε και του χαμογέλασα.
Πόσο θα ήθελα να είχα και εγώ την δύναμη να το κάνω... Πόσο θα ήθελα να είχα την θέληση να ξεφύγω από όλα αυτά πιο νωρίς... Πόσο θα ήθελα να μην τον είχα γνωρίσει ποτέ μου.
«Ένα πρωινό που έφυγε να πάει να βρει δουλειά... Μάζεψα ότι μπορούσα και με τα λίγα λεφτά που είχα καταφέρει να κρύψω από εκείνον... πήρα το λεωφορείο και ήρθα εδώ, σε μια παλιά μου φίλη και για καλή μου τύχη εκείνη με δέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες... Είχε το εστιατόριο που έχω τώρα και αμέσως με έβαλε να δουλέψω κοντά της... Ήταν μεγάλο πλήγμα για μένα... Βλέπεις στο Μπρόντγουει ήμουν η πιο διάσημη drag queen... Όλοι μιλάγανε για μένα... Έκανα τα καλύτερα και τα πιο δυνατά νούμερα...» έλεγε με καμάρι... «Το να έρθω εδώ και να μαγειρεύω χάρμπουρκερς και ότι άλλο περιέχει το μενού, για κάποιους άξεστους εργάτες που μόλις δουν το διαφορετικό δεν χάνουν ευκαιρία να το χλευάσουν και να το κοροϊδέψουν, γιατί δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν, δεν ήταν ότι καλύτερο για μένα... ιδίως μετά τον εξευτελισμό που είχα υποστεί από τον λουλούκο... Αλλά τότε το ένιωθα σαν μια νέα αρχή... ένιωθα να επαναστατώ και να απαιτώ τα δικαιώματα μου και δεν μου καιγόταν καρφί για την γνώμη των άλλων, έτσι πάλεψα μέχρι τελικής πτώσεως και βγήκα νικήτρια... Τώρα το μαγαζί είναι δικό μου και μπορώ να πω ότι είμαι πολύ υπερήφανη, γι αυτό μου το κατόρθωμα και ας αφήνω το ταλέντο μου στην άκρη» είπε και του χαμογέλασα.
«Σε νιώθω απόλυτα» είπα ειλικρινά και μου ανταπέδωσε το χαμόγελο πριν συνεχίσει.
«Φυσικά εκείνος το μετάνιωσε πολύ γρήγορα και πολύ σύντομα ήρθε να με βρει παρακαλώντας με γονατιστός να γυρίσω κοντά του»
«Και το δέχτηκες;» ρώτησα σοκαρισμένη χωρίς να είμαι ικανή να χαλιναγωγήσω την περιέργειά μου και εκείνος χαμογέλασε πονηρά.
«Τον αγαπούσα τον ηλίθιο και σίγουρα πίστεψα κάθε λέξη που έβγαινε από τα χείλια του... αλλά δεν ήμουν και χαζή... Στην αρχή του έκανα την δύσκολη αλλά δεν άργησε η στιγμή που με έριξε για τα καλά... Του πρότεινα να μείνουμε εδώ και να ξεκινήσουμε από την αρχή... Εδώ κανείς δεν μας ήξερε... κανείς δεν μπορούσε να μας κρίνει... και τα πράγματα σίγουρα θα ήταν πιο ομαλά από το να γυρίσουμε πίσω και οι παλιοί του φίλοι... που φυσικά, αυτοί ήταν η αιτία όλων των τσακωμών μας... να αρχίσουν πάλι να του πιπιλίζουν το μυαλό για να μου τον κάνουν μπαρούτι και να την πληρώνω στο τέλος εγώ... Τέλος πάντων... στην αρχή ήταν ξανά όλα μέλι γάλα αλλά όσο περνάγανε οι μέρες και εκείνος δεν έβρισκε δουλειά και ένιωθε εξαρτημένος από μένα, άρχισαν οι καταστάσεις να γυρίζουν πάλι στα παλιά...» έκανε μια παύση και το σκέφτηκε για λίγο... «Ξέρεις... δεν είναι κακός ο μπουνταλάς... αλλά είναι τρομερά ευέξαπτος... και όλο του το πρόβλημα είναι αυτό... Δεν ξέρει να ελέγχει τα νεύρα του αλλά με τα σωστά κουμπιά τελικά τον έκανα εγώ να κάτσει σούζα και από τότε όχι μόνο δεν με ακούμπησε ξανά αλλά τώρα ανυπομονεί και να γυρίσει στην φωλίτσα μας» είπε κλείνοντας μου το μάτι πονηρά με το χαμόγελο της ικανοποίησης και τον κοίταξα με το βλέμμα της απορίας σαν χάνος και εκείνος ξεφύσησε... «Δεν έπιασες λέξη από όσα είπα σωστά;» κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου και εκείνος στριφογυρίζοντας τα μάτια του αναστέναξε... «Γυναίκες, τι να περιμένεις... Έχετε όλα τα όπλα με το μέρος σας και δεν έχετε ιδέα πως να τα χρησιμοποιείτε υπέρ σας...» σχολίασε και ένιωσα να φλέγομαι ολόκληρη από ντροπή, ενώ χαμήλωνα το κεφάλι μου και εκείνος παρκάροντας σε ένα στενό, έσβησε την μηχανή και γύρισε προς την μεριά μου τρίβοντας τον ώμο μου παρηγορητικά.
«Έλα μην το παίρνεις κατάκαρδα... δεν ήθελα να σε πληγώσω... έπρεπε να καταλάβω ότι είσαι πραγματικά άπειρη σε αυτά... Δεν απορώ πως ο μορφονιός είχε πάθει τέτοιο κόλλημα μαζί σου... Που θα βρει άλλο κορίτσαρο σαν και εσένα» συμπλήρωσε και τον κοίταξα δειλά ζαρώνοντας τα φρύδια μου με απορία.
«Πως είσαι τόσο σίγουρος ότι έχει φάει κόλλημα μαζί μου;»
«Αγάπη μου αυτό κάνει μπαμ από μακρυά και αν δεν το έχεις καταλάβει από μόνη σου τότε είσαι πολύ μπουμπουνάς...» μου είπε πειραχτικά αλλά πριν πω κάτι συνέχισε... «Έπρεπε να έβλεπες το βλέμμα του όταν άνοιξε την πόρτα μου... Χριστέ μου τέτοια απελπισία στην ματιά του δεν είχε ούτε ο λουλούκος μου όταν ήρθε να με βρει... Νοιάζεται για σένα βρε κουτό»
«Το ξέρω» συναίνεσα μέσα από τον αναστεναγμό μου.
«Και εσύ;» ρώτησε και τον κοίταξα με απορία.
«Τι εγώ;»
«Τον αγαπάς;» ρώτησε και έξυσα το κεφάλι μου προβληματισμένη.
«Είμαι τελείως μπερδεμένη... δεν έχω ιδέα πως να νιώσω... Δεν είμαστε αρκετό καιρό μαζί και σίγουρα ξέρω ότι δεν τον αγαπώ...» γέλασα ειρωνικά αλλά πριν πει κάτι συνέχισα... «Αλλά το πιο περίεργο από όλα είναι ότι δεν μπορώ να τον μισήσω... Πόσο ανώμαλο μπορεί να είναι αυτό;» τον ρώτησα και εκείνος χαμογελώντας μου κούνησε αρνητικά το κεφάλι του σοβαρός.
«Για να μην νιώθεις μίσος, κάτι σωστό θα κάνει» μου έκλεισε το μάτι του και αναστέναξα.
«Είναι ένα μεγάλο αίνιγμα... δεν έχω ιδέα τι να περιμένω από εκείνον... αλλά όταν ήμαστε μαζί...» είπα με νόημα... «Καταλαβαίνεις τι εννοώ...» συμπλήρωσα χωρίς να είμαι ικανή να πω τι λέξεις... «Με κάνει να νιώθω τόσο όμορφα!... Κανείς ποτέ δεν μου έχει φερθεί τόσο τρυφερά... να με κάνει να νιώσω ότι κάνω κάτι σωστά... ότι για εκείνον είμαι τόσο τέλεια, όπως εκείνος λέει... άσχετα αν δεν ξέρω αν το εννοεί ή όχι... Αλλά γαμώτο του ποτέ δεν μου έδωσε το δικαίωμα να αμφισβητήσω τα λόγια του... και αυτό είναι το χειρότερο που με μπερδεύει τελείως... Ενώ νιώθω ότι με κοροϊδεύει κατάμουτρα... τα ίδια του τα λόγια, τα αναιρούν όλα... και πίστεψε με Τεο... ότι πει, αυτό είναι... Δεν κρύβεται ποτέ πίσω από τα ψέματα και τις γαλιφιές για να με ρίξει... Αν έβλεπες πως με σεβάστηκε... πως με περιποιήθηκε... πόσο τρυφερός ήταν... Δεν ξέρω... πραγματικά δεν ξέρω τίποτα» είπα απελπισμένα πιάνοντας το κεφάλι μου και ο Τεο μου έτριψε τον ώμο για να με παρηγορήσει κάνοντας την επόμενη βασική του ερώτηση.
«Θες να γυρίσεις κοντά του;» τον κοίταξα κενή... το μυαλό μου δεν είχε καμία απάντηση γι αυτό.
«Ξέρω ότι θέλει να με προστατέψει... ξέρω ότι, ό,τι κάνει το κάνει γιατί θέλει το καλό μου... Ξέρω ότι μπορεί να με προστατέψει ακόμα και από τον ίδιο μου τον εαυτό Τεό... και αν είχα την επιλογή θα γύριζα ακόμα και τώρα... αλλά δεν νομίζω ότι θα μπορέσει ποτέ να με συγχωρέσει... ο εγωισμός του δεν πρόκειται ποτέ να του το επιτρέψει αυτό» είπα κατηγορηματικά και ο Τεό το σκέφτηκε για λίγο.
«Έλα πάμε απάνω να φτιάξω κάτι ζεστό να πιούμε για να ηρεμήσουμε και να κάνεις ένα μπάνιο να συνέλθεις και θα βρούμε την λύση» μου είπε σκουντώντας μου το μπράτσο αλλά πριν βγει από το αυτοκίνητο τον σταμάτησα.
«Τεο...» γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε με απορία... «Δεν έχω λόγια να σε ευχαριστήσω για όσα έκανες για μένα... αλλά πραγματικά είναι καλύτερα να φύγω... Δεν θέλω να μπεις σε μπελάδες εξαιτίας μου» του είπα παρακλητικά και κλείνοντας την πόρτα του σταύρωσε τα χέρια του μπροστά στο στήθος του και με κοίταξε εξεταστικά.
«Έχεις πουθενά να πας;» ρώτησε δηλώνοντας ανοιχτά με την ματιά του ότι δεν τον ξεγελούσα... και ηττημένη κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου... «Έχεις καθόλου λεφτά απάνω σου;» συνέχισε και μηχανικά ανοίγοντας το μπουφάν μου έβγαλα από την εσωτερική τσέπη τα λεφτά που είχα φυλάξει εκεί και μόλις τα μέτρησα ξεροκατάπια.
«Αυτά είναι όλα όσα έχω» είπα περισσότερο στον εαυτό μου παρά σε εκείνον κοιτάζοντας τα 100$ που κράταγα στο χέρι και αναστέναξε.
«Έλα απάνω και θα τα βρούμε όλα, μην σε απασχολεί τίποτα» είπε εκείνος με πιο σιγουριά και κάρφωσα την ματιά μου μέσα στην δική του παρακλητικά.
«Σε παρακαλώ Τεό... Δεν θέλω να...» προσπάθησα άλλη μια φορά να τον μεταπείσω αλλά εκείνος δεν σήκωνε κουβέντα.
«Δεν ακούω κουβέντα βγες από το αυτοκίνητο τώρα και έλα μαζί μου... Δεν θα σε αφήσω να μου πάθεις τίποτα... Τι σκατά φιλενάδες είμαστε... Σήμερα σε βοηθάω εγώ... αύριο εσύ» είπε και ένιωσα να δακρύζω και εκείνος έκανε μια απελπισμένη γκριμάτσα... «Ωωωω φιλενάδα» είπε μόνο και κλείνοντας με μέσα στην αγκαλιά του με παρηγόρησε τρυφερά.
Μπαίνοντας στο διαμέρισμα του, με οδήγησε κατευθείαν στο μπάνιο και μόλις τελείωσα ένα γρήγορο ντουζ, τύλιξα το σώμα μου με ένα μπουρνούζι και τα μαλλιά μου σε μια πετσέτα και βγαίνοντας ήρθε αμέσως κοντά μου και με οδήγησε στο μοναδικό δωμάτιο που είχε το διαμέρισμα που μέσα χώραγε ίσα ίσα ένα διπλό κρεβάτι και μια ντουλάπα που έπιανε από την μια άκρη του τοίχου ως την άλλη και στην μέση υπήρχε ένα βαθούλωμα με μια μικρή τηλεόραση.
«Από ρούχα σε κάλυψα, από παπούτσια όμως είσαι άτυχη γιατί και οι δύο μας φοράμε πάνω από σαράντα νούμερο παπούτσι» μου έκλεισε το μάτι και κοίταξα καλά, καλά το μπλε κλασικό τζιν και το καρό μπλε μπεζ πουκάμισο και γύρισα προς το μέρος του... «Είναι του λουλούκου...» διευκρίνισε και χωρίς να το θέλω πήρα μια σοκαριστική έκφραση και εκείνος γέλασε στιγμιαία... «Μπορεί να μην τον πιάνει το μάτι σου αλλά όταν του γυρίζει το μάτι, πίστεψε με φιλενάδα, ούτε εγώ δεν τον κάνω καλά και ας είμαι η διπλάσια του» είπε και αυτό αυτόματα με έκανε να ξεροκαταπιώ από νευρικότητα... «Μην ανησυχείς όμως, σκυλί που γαβγίζει μην το φοβάσαι... ξεθυμαίνει γρήγορα» συμπλήρωσε και κλείνοντας μου την πόρτα με άφησε να ξεντυθώ αλλά μετανιώνοντας το, αυτόματα άνοιξε ξανά την πόρτα και γύρισα προς την μεριά του... «Θα βάλω πλυντήριο, θες να ρίξω και τα δικά σου;... Αλήθεια στα χώματα κυλιόσουν χθες;... Τα χάλια τους έχουν» σχολίασε και γέλασα τρίβοντας το μέτωπο μου.
«Κάτι τέτοιο» απάντησα αλλά μόλις θυμήθηκα τα χαρτιά που είχα μέσα στο μπουφάν μου ακόμα, τον σταμάτησα... «Μια στιγμή» είπα και προσπερνώντας τον, τα πήρα μέσα από την τσέπη μου και χαμογελώντας του απολογητικά κλείστηκα μέσα στο δωμάτιο του και άρχισα να ντύνομαι.
Αν είναι δυνατόν... πως μπορεί κάποιος να τα βάζει μαζί του και να τον νικάει;... σχολίασα από μέσα μου με απορία... Δύο μέτρα άντρας και μάλιστα αρκετά γεροδεμένος και να τον ρίχνει κάτω κάποιος στα μέτρα μου;... Λες να έχω και εγώ ελπίδα;... Εντάξει δεν έχω αυταπάτες ποτέ δεν θα καταφέρω να τον ρίξω κάτω... αλλά έστω να καταφέρω να αντικρούσω τα χτυπήματα του;... αναρωτήθηκα και κρατώντας τις σημειώσεις στα χέρια μου άρχισα να τις κοιτώ και όσο τις διάβαζα τόσο περισσότερο απελπιζόμουν... Είχα μόνο 3 μέρες για να τον κάνω να αλλάξει γνώμη... και να σώσω τον κακομοίρη τον Φλικ, που πλέον ήμουν σίγουρη ότι θα τον είχε φυλακίσει πουθενά για να μην καταφέρει να αποδράσει... και χωρίς την βοήθεια του... ήμουν ακόμα πιο χαμένη από πριν... Μην αναφερθώ στο ότι δεν είχα καν το όπλο να εξασκηθώ... δεν είχα κανέναν να μου δείξει κάποιες έστω λίγες κινήσεις άμυνας... να με εκπαιδεύσει όπως ο Φλικ σε όλα τα άλλα... να καταφέρω να μάθω όσα χρειάζεται από τους ζωγράφους και ότι άλλο χρειάζεται έστω και για την πρώτη μου αποστολή... Και η μαυρίλα δεν είχε τελειωμό... Δεν έχω καμία ελπίδα.
«Εεεε... κόλλησες;» με ρώτησε ο Τεό και διπλώνοντας τα χαρτιά μου τα έβαλα μέσα στην τσέπη μου και παίρνοντας στο χέρι μου την πετσέτα και το μπουρνούζι του, τα έδωσα πίσω και του χαμογέλασα με ένα ψεύτικο χαμόγελο... «Μμμμ, χειρότερα από όσο σε άφησα... Αχχχ βρε φιλενάδα... μην απογοητεύεσαι... για όλους έχει ο Θεός... Θα δεις όλα θα πάνε καλά» με παρηγόρησε όπως θα με παρηγορούσε η γιαγιά μου και αυτό αυτόματα έκανε την καρδιά μου να σφιχτεί και τον κοίταξα με ένα πληγωμένο βλέμμα... «Πήγαινε στο σαλόνι να βολευτείς καλύτερα μέχρι να τελειώσω από εδώ και θα έρθω να τα πούμε... Σου έχω φτιάξει και σοκολάτα» είπε τρίβοντας τον ώμο μου παρηγορητικά και ακολουθώντας την παρότρυνσή του γύρισα στο σαλόνι και μόλις έκατσα στον καναπέ κοίταξα για λίγο γύρω μου.
Όπως και το δωμάτιο του, έτσι και το σαλόνι, ήταν όλο λες και ήταν το σπίτι της Μπάρμπι... Σε όλους τους χρωματισμούς του ροζ και του άσπρου σε συνδυασμό τα φτερά και τα πούπουλα που ξεφύτρωναν από κάθε γωνιά των διακοσμητικών στοιχείων του σαλονιού, έκανε όλην την ατμόσφαιρά τόσο ανάλαφρη που σου έφτιαχνε αμέσως την διάθεση... όχι όμως για να την κοροϊδέψεις αλλά σε έκανε να νιώθεις ότι ήσουν ένα στοιχείο του μικρού παραμυθιού που εκείνος είχε δημιουργήσει για να στεγάσει τον μοναδικό, για εκείνον, έρωτα... και κοιτώντας γύρω σου το μόνο που σου περνούσε ήταν ότι εδώ μέσα υπήρχε πραγματική αρμονία και ευτυχία.
Η ματιά μου καρφώθηκε στο πλαίσιο του τζακιού που ήταν πλημμυρισμένο από φωτογραφίες και χωρίς να είμαι ικανή να συγκρατήσω την περιέργειά μου, σηκώθηκα και τις πλησίασα... Παίρνοντας μια στο χέρι μου έμεινα να την κοιτώ έκπληκτη.
«Ήταν από την τελευταία μου παράσταση» τον άκουσα να μου λέει από μακριά και γύρισα προς την μεριά του σοκαρισμένη.
«Αυτή είσαι εσύ;» δεν μπόρεσα να μην ρωτήσω, με κομμένη την ανάσα και εκείνος μου χαμογέλασε ζεστά, καθώς με πλησίασε και μόλις την πήρε από τα χέρια μου, την κοίταξε για λίγο και αφού άφησε έναν βαρύ αναστεναγμό, μου την έδωσε πίσω με μια αρχαία θλίψη να καλύπτει τα χαρακτηριστικά του.
«Καμία σχέση ε;;;» ρώτησε και καθώς την κοίταξα ξανά δεν μπορούσα να το πιστέψω.
«Πραγματικά αδικήσε... Εσύ έπρεπε να γεννηθείς γυναίκα... Είσαι τόσο όμορφη... Πραγματικά δεν το πιστεύω» είπα χωρίς να καταφέρω να το χαλιναγωγήσω, την σκέψη μου και ο Τεό μου έτριψε το μπράτσο και με κοίταξε συγκινημένος.
«Σε ευχαριστώ φιλενάδα... πραγματικά είχα ανάγκη να το ακούσω... και ξέρω πότε κάποιος το εννοεί» τόνισε και τον κοίταξα συγκαταβατικά αφήνοντας την φωτογραφία στην θέση της και μόλις με πήρε αγκαζέ κάτσαμε στον καναπέ και ταυτόχρονα πιάσαμε τις αχνιστές μας σοκολάτες στα χέρια μας ενώ χαμένες μέσα στον δικό μας κόσμο και οι δύο πίνοντας μια γουλιά αναστενάξαμε ταυτόχρονα... Αφού κοιταχτήκαμε για μια στιγμή, αυτόματα αρχίσαμε να γελάμε με τα χάλια μας, προσπαθώντας πολύ σκληρά να μην χύσουμε τις σοκολάτες μας πουθενά.
«Δεν μου είπες πως φωνάζεις τον δικό σου;» ρώτησε λίγο μετά που ηρεμήσαμε και την κοίταξα με απορία, χωρίς να καταλαβαίνω τι εννοεί... «Εγώ τον φωνάζω λουλουκο» διευκρίνισε και μόλις κατάλαβα τι εννοούσε, γέλασα για μια στιγμή κοκκινίζοντας.
«Μια φίλη του τον φωνάζει έρωτα... εγώ πάλι προτιμώ το Cupid» είπα και αυτό τον έκανε να γελάσει δυνατά.
«Είναι πράγματι ο θεός του έρωτα... στοοοοο.... ξέρεις που αναφέρομαι» είπε συνωμοτικά κλείνοντας μου, το μάτι και γουρλώνοντας τα μάτια μου, άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά.
«Δεν έχεις ιδέα γιατί πράγμα μιλάμε... Να φανταστείς την δεύτερη φορά, με έκανε να λιποθυμήσω... Δεν ξέρω πόση ώρα μου πήρε να συνέλθω... Δεν έλεγχα το κορμί μου... ένιωθα συνέχεια σπασμούς και δεν είχα ιδέα τι μου συνέβαινε... Στην κυριολεξία είδα τα ραδίκια ανάποδα όπως λένε... Ένιωθα ότι θα πεθάνω, το πιστεύεις;» τον ρώτησα και εκείνος με κοίταξε σοκαρισμένος.
«Τυχερή σκύλα... Το καλύτερο παλικάρι μας παίρνεις» είπε και τον κοίταξα για λίγο, χωρίς να ξέρω πως να πάρω τα λόγια του και εκείνος καταλαβαίνοντας το, με σκούντησε... «Καλό είναι» διευκρίνισε.
«Α...» απάντησα και εκείνος άρχισε πάλι να γελάει, με τον ιδιαίτερο τρόπο που γέλαγε και με έκανε και εμένα να γελάσω για μια στιγμή, αλλά το γέλιο μας κόπηκε στην μέση, μόλις η πόρτα άνοιξε και στο κατώφλι της στάθηκε ένας άντρας, που πραγματικά αν δεν μου είχε πει, όσα μου είχε πει πριν για εκείνον, τώρα θα γέλαγα με την καρδιά μου.
Ήταν, πως να τον περιγράψω... Σαν καρτούν;... Σίγουρα σαν καρτούν... Με ένα μουστακάκι τόσο ψιλό να σε κάνει να νομίζεις ότι ήταν ζωγραφιστό... στο ύψος μου και στα κυβικά μου... Πραγματικά τώρα ήταν που απορούσα περισσότερο, το πως ήταν δυνατόν, αυτός ο άνθρωπος να βάζει κάτω τον Τεό.
«Καλός τον άντρα του σπιτιού... Πως και τέτοια ώρα από εδώ;» ρώτησε ο Τεό τον λουλουκο της, αλλά εκείνος έχοντας ακόμα καρφωμένη την ματιά του άγρια προς το μέρος μου, του έκανε νόημα να πάνε προς τα μέσα... Πραγματικά δεν έχω νιώσει πιο ανεπιθύμητη, ποτέ ξανά στην ζωή μου και κατεβάζοντας την ματιά μου στο πάτωμα, άρχισα να σκέφτομαι γρήγορα, έναν τρόπο να αποδεσμεύσω τον Τεό, ώστε να μην νευριάσει μαζί του ο λουλούκος... αλλά μόλις άκουσα τα λόγια του, δεν μπορούσα να μείνω άπρακτη.
«Τι συμβαίνει εδώ;» απαίτησε με ψυχρή φωνή ο λουλούκος.
«Ωωω έλα καρδιά μου μην κάνεις έτσι... Δεν το βλέπεις πόσο ταλαιπωρημένο είναι το κοριτσάκι;» απάντησε ναζιάρικα ο Τεό.
«Πάλι άρχισες τα ίδια;... Σου έχω πει χίλιες φορές, ότι δεν θέλω κανέναν μέσα στο σπίτι μου... Ιδίως αδέσποτα» τόνισε βγαίνοντας έξω από τα ρούχα του και πλησιάζοντας την πόρτα της κρεβατοκάμαρας τους, έμεινα απέξω αναποφάσιστη, αν έπρεπε πρώτα να χτυπήσω πριν την ανοίξω.
«Έλα λουλουκο μουυυυ» είπε ο Τεό και την στιγμή που τον άκουσα να μουγκρίζει, από τον φόβο μου, μην του κάνει τίποτα εξαιτίας μου, πήρα την απόφαση να ανοίξω την πόρτα, αλλά μόλις είδα τον λουλούκο να είναι καθισμένος πάνω στο κρεβάτι και τον Τεό πάνω στα πόδια του και να τον φιλάει αμέσως έκλεισα τα μάτια μου και γυρίζοντας προς την άλλη μεριά πήρα μια βαθιά ανάσα και είπα γρήγορα.
«Συ... συγνώμη... Δεν ήθελα... εννοώ δεν ήξερα...» έκανα μια παύση και παίρνοντας άλλη μια βαθιά ανάσα συνέχισα πιο ήρεμα... «Ήθελα μόνο να πω, ότι δεν ήθελα να σας δημιουργήσω πρόβλημα... Θα φύγω αμέσως... Πραγματικά δεν ήθελα...» συνέχιζα και τα χέρια του Τεό, με έκαναν να γυρίσω προς το μέρος του.
«Δεν ακούω κουβέντα... μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε με τον Cupid... δεν πας πουθενά» είπε ο Τεό με πείσμα, αγνοώντας τα προειδοποιητικά βλέμματα του λουλουκου.
«Τεό πραγματικά δεν γίνεται να κοιμηθώ εδώ... Δεν θέλω να σας αναστατώσω...» είπα απολογητικά και ο Τεό με κοίταξε με απορία... «Έχω πρόβλημα με κάτι εφιάλτες που βλέπω και αν δεν κοιμάται κάποιος μαζί μου... Τέλος πάντων μην σας προβληματίζω με αυτά» είπα απολογητικά και κοίταξα το πάτωμα για να αποφύγω την ματιά του λουλούκου, που πραγματικά είχε αρχίσει να με κάνει να νιώθω πολύ άσχημα.
«Δεν ακούω κουβέντα... Δεν πας πουθενά... Θα κοιμάμαι εγώ μαζί σου» είπε ο Τεό κατηγορηματικά και ταυτόχρονα με τον λουλουκο είπαμε το όνομα του, για να τον επαναφέρουμε στην πραγματικότητα, αλλά εκείνος δεν άκουγε κουβέντα... «Τέλος... δεν σε αφήνω μόνη σου... Είπαμε σήμερα εγώ αύριο εσύ» είπε με πείσμα και παρασέρνοντας με μαζί του, με γύρισε πίσω στο σαλόνι και αφού με καθήλωσε στον καναπέ κουνώντας το δάχτυλο του μπροστά στο πρόσωπο μου, συμπλήρωσε... «Μην το κουνήσεις κακομοίρα μου από εδώ, γιατί θα σου μαυρίσω το ξασπρουλιάρικο κωλαράκι σου και μετά να δω πως θα το κουνάς» έλεγε κουνώντας ταυτόχρονα και το σώμα του, με ένα περίεργο τρόπο που με έκανε να γελάσω... «Επιστρέφω» είπε τελικά ικανοποιημένος, κλείνοντας μου το μάτι και αφού χτύπησε την μύτη μου με το δάχτυλο του παιχνιδιάρικα, με άφησε μόνη και γύρισε κοντά στον λουλούκο του και εγώ αναστέναξα... Τελικά πάνω στην ατυχία σου καμιά φορά μπορείς να βρεθείς και τυχερός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου