Ετοιμάζοντας ένα πλούσιο πιάτο για την κάθε μια μας ο Τεo, με χάμπουργκερ, πατάτες και σος που λάτρευα σαν τρελή, τα έβαλε στο τραπέζι και παρασέρνοντας με μαζί του κάτσαμε να φάμε... Από την πείνα και την εξάντληση που είχα, ξεχνώντας τελείως τους καλούς μου τρόπους, άρχισα να τρώω με τέτοια λαιμαργία που εκείνος άρχισε να ωρύεται.
«Έλεος βρε φιλενάδα... γυναίκα είσαι, όχι ο Μήτσος ο νταλικέρης» με επέπληξε και σκουπίζοντας το στόμα μου, τον κοίταξα τελείως ντροπιασμένα.
«Συγνώμη... αλλά έχω λυσσάξει στην πείνα» είπα ντροπαλά καθώς κατέβασα την μπουκιά μου και εκείνος άρχισε να κουνάει το κεφάλι του αρνητικά απογοητευμένος.
«Όσο πεινασμένη και ξεθεωμένη και να είσαι... να μην ξεχνάς ποτέ να είσαι γυναίκα» είπε κλείνοντας μου το μάτι του και μόλις πήρε στα χέρια του το δικό του χάμπουργκερ, κάρφωσε την ματιά του σε μένα για να βεβαιωθεί ότι τον παρακολουθώ και κρατώντας πλαγιαστά το χάμπουργκερ έβγαλε τελείως έξω την τεράστια γλωσσάρα του και με έναν αισθησιακό τρόπο την πέρασε ανάμεσα από το ψωμάκι και το μπιφτέκι ενώ γλείφοντας την μαγιονέζα έκλεισε τα μάτια του και άρχισε να μουγκρίζει καθώς τυλίγοντας την προς τα μέσα, την γύριζε στο στόμα του... «Μμ... αυτό θα πει φαΐ» είπε με μια αισθησιακή φωνή, ενώ όπως τον έβλεπα εγώ, ένιωθα ότι λίγο ήθελε ακόμα να τελειώσει και βάζοντας την πετσέτα μου μπροστά στο στόμα μου άρχισα να γελάω δυνατά και αυτό τον έκανε να με κοιτάξει με ένα ειρωνικό βλέμμα.
«Έλεος βρε Τεό... εσύ λίγο ακόμα και θα τελειώσεις πια;» του είπα ακόμα γελώντας.
«Όταν λένε ότι ο έρωτας περνάει από το στομάχι, εσύ τι πιστεύεις ότι εννοούν;» μου γύρισε πίσω και τον κοίταξα σοβαρεύοντας ενώ το σκέφτηκα για λίγο... «Το παν είναι να παίζεις με όσα όπλα διαθέτεις» συμπλήρωσε κλείνοντας μου το μάτι του και συνέχισε πιο αυστηρά... «Σειρά σου τώρα» απαίτησε και παίρνοντας μια ανάσα τον μιμήθηκα αλλά μόλις άκουσε το μουγκρητό μου, αμέσως με διέκοψε με το γέλιο του.
«Α Χριστέ μου εσύ θα με πεθάνεις... Γυναίκα είσαι μωρό μου, όχι γελάδα... Όχι... μμμμμ... μμμμμμ» διευκρίνισε αλλάζοντας το μουγκρητό της αγελάδας που είχα κάνει εγώ, με ένα πιο αισθησιακό μουγκρητό και την στιγμή που το ξαναέκανα πιάνοντας το δικό του μουγκρητό, ένας πελάτης που δεν είχαμε πάρει πρέφα ότι μας κρυφοκοίταζε, πετάχτηκε και με έκανε σχεδόν να πνιγώ με την μπουκιά μου.
«Έτσι μωρό μου, δώστου να καταλάβει» είπε και δεν ήξερα από που να φύγω.
«Δουλειά δεν έχεις να κάνεις;» τον έβαλε στην θέση του ο Τεό, με ένα άγριο βλέμμα και γυρίζοντας προς το μέρος μου, έπιασε το χέρι μου μαλακώνοντας τα χαρακτηριστικά του... «Μην του δίνεις σημασία μωρό μου... απόλαυσε το... Τέτοια θέλουν για να ξεσηκώνονται» είπε κλείνοντας μου το μάτι του και χαμογελώντας ντροπαλά, τον άφησα να με καθοδηγήσει και σε ότι άλλα κόλπα θα μπορούσαν να με βοηθήσουν ώστε να τα έχω στην περίπτωση που θα κατάφερνα να φτάσω και σε αυτό το σημείο, πράγμα που δεν πίστευα καθόλου πια.
«Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε κάποια στιγμή που κατάλαβε ότι είχα χαθεί ξανά στις σκέψεις μου και μόλις σκούπισα το στόμα μου και τα χέρια μου έβαλα την χαρτοπετσέτα στην άκρη και εξουθενωμένα έκατσα στην πλάτη της καρέκλας ξεφυσώντας.
«Όσο περνάει η ώρα... νιώθω όλο και πιο χαμένη... Δεν πιστεύω ότι θα καταφέρω τίποτα με όλα αυτά... Όλα αυτά... δεν είμαι εγώ Τεό... δεν έχω ιδέα πως να τα υποστηρίξω» εξήγησα και εκείνος παίρνοντας μια εξουθενωμένη ανάσα, έτριψε το ξυρισμένο του κεφάλι για λίγο και αμέσως μετά κάρφωσε την ματιά του μέσα στην δική μου.
«Γιατί τέτοια ηττοπάθεια βρε φιλενάδα;» ρώτησε αλλά χωρίς να περιμένει απάντηση συνέχισε... «Ειλικρινά δεν μπορώ να σε καταλάβω καθόλου... Τι ακριβός σου λείπει;» ρώτησε και περίμενε μια απάντηση κοιτώντας με έντονα.
«Δεν είμαι τίποτα το ιδιαίτερο Τεό... μην προσπαθείς να μου χρυσώσεις το χάπι... Από την άλλη εκείνος παρά είναι ιδιαίτερος για να μπορέσω να σταθώ κάποια στιγμή δίπλα του ισάξια... Ήταν ένα μεγάλο λάθος από την αρχή... και πιστεύω ότι τελικά ήταν καλύτερα που ήρθαν τα πράγματα έτσι» είπα ειλικρινά κοιτώντας τα χέρια μου με πόνο.
«Τον θες...» δεν ήταν ερώτηση άλλα δήλωση και αναστέναξα για απάντηση... «Αλλά ούτε εσύ δεν το ξέρεις ακόμα...» συμπλήρωσε την διαπίστωσή του... «Κοίτα... δεν ξέρω τι σκατά άνθρωπος είναι και ούτε με ενδιαφέρει να μάθω αν δεν θες εσύ να μου πεις... αλλά από όσο βλέπω εγώ... μάλλον έχετε βρει ο ένας τον άλλον αλλά είσαστε και οι δύο πολύ εγωιστές για να το παραδεχτείτε ακόμα και στον ίδιο σας τον εαυτό... Ειλικρινά;» ρώτησε και σήκωσα την ματιά μου προς το μέρος του... «Όταν μπήκε μέσα στην κουζίνα, πραγματικά νόμιζα ότι ήταν έτοιμος να την διαλύσει... Πραγματικά φιλενάδα, πρώτη φορά στην ζωή μου τα έχασα τόσο πολύ... αλλά όταν είδα την αγωνία στην ματιά του και κατάλαβα το πόσο απελπισμένος ήταν λίγο ήθελε να ανοίξω το ψυγείο για να του αποκαλύψω ότι ήσουν εδώ... αλλά σκεπτόμενη και τον δικό σου φόβο, τελικά πήρα την απόφαση να μην το κάνω... Όμως όταν τον είδα να γυρίζει και να παίρνει την χαρτοσακούλα σου με τέτοια νεύρα, που ακόμα και η ανάσα του έφτανε για να μου διαλύσει το μαγαζάκι σε χρόνο μηδέν... τότε κατάλαβα ότι δεν απέχει και πολύ από τον λουλούκο μου και έτσι πήρα την απόφαση να σε στηρίξω περισσότερο... Άλλα φιλενάδα... δεν μπορείς να αρνηθείς ότι είναι τρελός και παλαβός μαζί σου... και αυτό λέει πολλά... Αν και εσύ νιώθεις το ίδιο... βρες τα κουμπιά του... βρες την χρυσή τομή και δοκίμασε άλλη μια φορά, δεν έχεις τίποτα να χάσεις...» μόνο το κεφάλι μου σκέφτηκα αλλά δεν τόλμησα να το εκφράσω δυνατά... «Και αν δεν βάλει και τώρα μυαλό... στείλτον από εκεί που ήρθε και μην ασχοληθείς ξανά» είπε με σιγουριά και δεν είχα ιδέα πως να απαντήσω σε αυτό χωρίς να τον προδώσω, οπότε πήρα την απόφαση να το κρατήσω για τον εαυτό μου.
«Χρειάζομαι λίγο χρόνο να το σκεφτώ... να δω τις επιλογές μου» τελικά είπα και εκείνος κατένευσε με κατανόηση.
«Εγώ θα γυρίσω σπίτι και θα ξαναέρθω κατά τις 8... Θες να έρθεις μαζί μου;» ρώτησε και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
«Θέλω να περπατήσω... να ξεκαθαρίσω τα μέσα μου... ξέρεις» του είπα και εκείνος έβγαλε το κινητό του και μου το έτεινε.
«Ότι θες, πάρε με τηλέφωνο και θα έρθω να σε μαζέψω» είπε και τον κοίταξα ντροπαλά.
«Δεν ξέρω πως δουλεύουν αυτά τα πράγματα» είπα κοκκινίζοντας ολόκληρη αλλά εκείνος αντί να με κοροϊδέψει γι αυτό, με κοίταξε συγκαταβατικά και δείχνοντας μου τα βασικά, με φίλησε στο μάγουλο παίρνοντας με μια ζεστή αγκαλιά και με άφησε μόνη να κάνω αυτό που ήθελα χωρίς να με πιέσει περισσότερο.
Χαιρετώντας τα παιδιά που είχαν έρθει να αντικαταστήσουν την Μπιάνκα και τον Τεό, πήρα τον δρόμο του γυρισμού... Ήξερα ότι έπαιζα με την τύχη μου αλλά δεν είχα τίποτα άλλο πια να χάσω... Είτε θα ήταν από τα χέρια του, είτε από τα χέρια του Χάντερ, ήξερα πολύ καλά ότι ήμουν ήδη νεκρή... και αν έπρεπε να διαλέξω, θα ήθελα να ήταν τα δικά του χέρια αυτά που θα με αποτελείωναν... Θα ήθελα τα δικά του μάτια να μείνουν για πάντα βαθιά μέσα μου χαραγμένα, να τα κουβαλάω σε ότι έρχεται μετά τον θάνατο, να τα φυλάξω για πάντα μέσα μου και να με κάνουν να νιώθω ότι τελικά υπήρχε και κάποιος που με κοίταξε κατάματα και μου είπε την σκληρή αλήθεια... Να με κάνει να ξυπνήσω από τον λήθαργο που κοιμόμουν όλα αυτά τα χρόνια, πιστεύοντας ότι υπάρχει ακόμα και για μένα ένας ιππότης κάπου εκεί έξω που θα έρθει να με βγάλει από την φυλακή μου για να καταφέρω και εγώ να ζήσω όπως ζούνε οι φυσιολογικοί άνθρωποι... αλλά αυτή η ζωή δεν ήταν ποτέ για μένα... αυτό το όνειρο ποτέ δεν θα γινόταν για μένα πραγματικότητα και όλα όσα έχω ζήσει μέχρι τώρα το επιβεβαιώνουν περίτρανα.
Φτάνοντας στην πίσω αυλή του, ο Φλικ παρόλα τα σφυρίγματα μου δεν εμφανίστηκε και αυτό με έκανε να συμπεράνω δύο πράγματα... ή ότι δεν ήταν σπίτι ή ότι τον είχε κάπου κλειδωμένο ώστε να μην καταφέρει να ξεφύγει... Με την ελπίδα να ισχύει το πρώτο, πήρα την απόφαση να μπω από τον αεραγωγό και μόλις έφτασα στο δωμάτιο του Φλικ και είδα ότι δεν ήταν εκεί πήρα μια βαθιά ανάσα... Τουλάχιστον έχω λίγο χρόνο να σκεφτώ τα πράγματα πιο ήρεμα... σκέφτηκα και μόλις έβγαλα τα παπούτσια μπαίνοντας στο δωμάτιο του Φλικ, το πρώτο πράγμα που θέλησα να κάνω, ήταν να πάω στο παλιό μου δωμάτιο και αυτό έκανα.
Ξαπλώνοντας πάνω στο κρεβάτι μαζεύτηκα σε μια μπάλα και άφησα το μυαλό μου να ταξιδέψει σε όλα όσα είχαν συμβεί από την ημέρα που τον είχα γνωρίσει μέχρι και σήμερα...
«Βρες τα κουμπιά του... βρες την χρυσή τομή και δοκίμασε άλλη μια φορά»
Τα λόγια του Τεό στριφογύριζαν μέσα στο μυαλό μου και με έκαναν να απελπίζομαι περισσότερο... Δεν τον ξέρω καθόλου... πως ακριβός θα βρω τα κουμπιά του;... Σε άλλη περίπτωση θα έλεγα με σιγουριά ότι δεν υπάρχουν... αλλά μέσα από τα μάτια του Φλικ πλέον δεν ήμουν και τόσο σίγουρη γι αυτό... Πως εκείνος τον κάνει να παραμερίζει την οργή του ώστε να τον κάνει να μιλάει;... Είχα σοκαριστεί τόσο πολύ την στιγμή που εκείνος είχε μπει στο δωμάτιο του που νόμιζα ότι θα ξέσπαγε απάνω του... αλλά μόλις τον άκουσα να του μιλάει τόσο γλυκά και να τον παρηγορεί γιατί ένιωθε ότι ο Φλικ το είχε ανάγκη, είχα χάσει την λαλιά μου... Δεν μπορώ να τον καταλάβω... όλες του οι αντιδράσεις αλλάζουν τόσο εύκολα που με κάνουν να τρελαίνομαι... Δεν ξέρω ποτέ τι να περιμένω... Δεν ξέρω ποτέ τι θέλει... Δεν ξέρω τίποτα και αυτό είναι το χειρότερο.
Το γάβγισμα του Φλικ με έβγαλε από τις σκέψεις μου και σαν ελατήριο χωρίς να το σκεφτώ άρχισα να τρέχω προτού με βρουν εδώ... Αντί να το διακινδυνεύσω να βγω από την πόρτα, περνώντας από την τρύπα που είχε κάνει ο Φλικ στον τοίχο πίσω από τον καθρέφτη, αφού πρώτα έκανα την τρύπα μεγαλύτερη σπάζοντας την με τα χέρια μου σε χρόνο μηδέν, πέρασα στο διπλανό δωμάτιο που κάποτε ήταν η γκαρνταρόμπα μου και βλέποντας την διαλυμένη έκλεισα το στόμα μου για να πνίξω την κραυγή μου από την φρίκη που ένιωσα.
Τα πάντα ήταν σκισμένα... διαλυμένα και πεταμένα διάσπαρτα σε όλο το δωμάτιο... Μέσα από αυτό το θέαμα, ένιωσα όλον του τον πόνο... ένιωσα το πόσο ο ίδιος ένιωθε προδομένος και απελπισμένος από τα ίδια του τα λάθη και πάθη που τα μάτια μου χωρίς την δική μου άδεια... άρχισαν να δακρύζουν αλλά πριν τα πράγματα ξεφύγουν τελείως, άνοιξα με τα χέρια μου την τρύπα που υπήρχε στον τοίχο και περνώντας γρήγορα στο δωμάτιο του Φλικ, έβαλα το έπιπλο στην θέση του και μπήκα στον αεραγωγό ακριβός την στιγμή που η πόρτα άνοιγε και σφραγίζοντας το στόμα μου και τα μάτια μου έμεινα ξέπνοη να περιμένω τα χειρότερα, αλλά προς μεγάλη μου ανακούφιση ήταν μόνο ο Φλικ που με έγλυφε με την χαρά του να τον ξεπερνά... Του έκανα σήμα με το δάχτυλο μου να καλύπτει το στόμα μου και εκείνος αμέσως έκατσε στα δύο του πόδια και έμεινε ακίνητος μέχρι που η πόρτα άνοιξε ξανά και τον έσπρωξα να πάει προς τα εκείνον.
«Που νομίζεις ότι πας;» τον ρώτησε ο Έντουαρτ εξαγριωμένος και αφήνοντας ο Φλικ ένα παραπονιάρικο γρύλισμα, γύρισε κοντά του αφήνοντας με μόνη μου και για να μην παίξω περισσότερο με την φωτιά και καώ... βάζοντας τα παπούτσια μέσα στην ζώνη του παντελονιού μου άρχισα να φεύγω όσο πιο γρήγορα μπορούσα από το σπίτι, τώρα που εκείνος ήταν απασχολημένος... Φτάνοντας σε απόσταση ασφαλείας από το σπίτι, έκατσα στο ίδιο γέρικο δέντρο που είχα κάτσει και την προηγούμενη φορά με τον Φλικ, πήρα μια ανάσα και γύρισα την ματιά μου προς το σπίτι που αχνοφαινόταν από το σημείο που ήμουν, αλλά ακόμα και τώρα δεν μπορούσα να πάρω μια απόφαση.
Είχα μόνο 3 μέρες να καταφέρω να βρω τον τρόπο να μάθω όσα εκείνος παιδευόταν να μου μάθει μέσα σε 20 μέρες και χωρίς τον Φλικ δεν είχα καμία ελπίδα... και από ότι φαινόταν εκείνος δεν θα τον άφηνε να βγει από το σπίτι... Τι σκατά θα κάνω τώρα;
Κάτι στο διαφορετικό γάβγισμα του Φλικ, με συνδυασμό το πονεμένο του γρύλισμα από μακριά, έκαναν την καρδιά μου και την ανάσα μου να κοπούν στην μέση και με το ένστικτό μου ότι μόνο καλό δεν ήταν αυτό άρχισα πάλι να τρέχω προς την λεωφόρο με την ψυχή στα πόδια χωρίς να κοιτάξω πίσω μου... Την στιγμή που τα πόδια μου μπλέχτηκαν, έπεσα στο έδαφος και άφησα το σώμα μου να συρθεί πάνω στο άγριο χώμα πλαγιάζοντας το και μόλις τα πόδια μου συνάντησαν ξανά το σκληρό δάπεδο, σηκώθηκα όρθια και άρχισα να τρέχω προς το λεωφορείο που εκείνην την στιγμή έκλεινε της πόρτες... Χτυπώντας την πόρτα με μανία ο οδηγός για καλή μου τύχη άνοιξε τις πόρτες και μόλις μπήκα μέσα έγινα ένα με το πάτωμα την στιγμή που ο οδηγός έκλεινε ξανά της πόρτες και ξεκινούσε.
«Χριστέ μου κοπελιά μου είσαι καλά;» ρώτησε μια κυριούλα που προσπαθούσε να με σηκώσει αλλά χωρίς να της δίνω σημασία ανασηκώνοντας το κεφάλι μου, κοιτάζοντας από το πίσω τζάμι, είδα τον Έντουαρτ που είχε βγει στον δρόμο με τον Φλικ δίπλα του να με κοιτά με τέτοια δολοφονική ματιά που έκανε όλο μου το κορμί να τρέμει από τρόμο αλλά μόλις τον είδα να γυρίζει προς τα πίσω πήρα μια ανάσα και πιάνοντας το κεφάλι μου προσπάθησα να σκεφτώ γρήγορα.
Δεν πρόκειται να αφήσει ποτέ να περάσει κάτι τέτοιο τόσο εύκολα... Πως σκατά θα τα βάλω εγώ με τον διάβολο και θα καταφέρω να μην καώ από την κόλαση του;... έλεγα μέσα μου ενώ τα δάκρυα μου, τύφλωναν την περιφερειακή μου όραση, μόλις όμως η πόρτα άνοιξε... δεν το σκέφτηκα... κατέβηκα από το λεωφορείο πριν ο οδηγός αποφασίσει να κλείσει τις πόρτες και μόλις τα πόδια μου συνάντησαν το πεζοδρόμιο άρχισα να τρέχω χωρίς προορισμό... μέχρι που πολύ κόσμος άρχισε να με σπρώχνει αριστερά και δεξιά και χωρίς πραγματικά να βλέπω που πατάω και που βρίσκομαι με το που βρήκα το πρώτο άνοιγμα που με χώραγε ίσα ίσα... έκατσα στο πάτωμα και μαζεύοντας τα πόδια μου κοντά στο στήθος μου παρέμεινα εκεί τρέμοντας ολόκληρη ελπίζοντας εκείνος να έχει χάσει τα ίχνη μου.
Δεν είχα ιδέα πόση ώρα είχε περάσει από την στιγμή που είχα κρυφτεί αλλά μόλις η καρδιά μου άρχισε να βρίσκει ξανά τους φυσιολογικούς της ρυθμούς, κάτι στα διάφορα επιφωνήματα και πειράγματα που έρχονταν στα αυτιά μου, με έκαναν να σηκώσω δειλά το κεφάλι μου και μόλις είδα τα πιτσιρίκια που είχαν σταθεί μπροστά μου και με κορόιδευαν, με έκαναν να νιώσω τόσο άσχημα που επέτρεψα στον εαυτό μου να γίνει για άλλη μια φορά ο περίγελος των άλλων, που ξαφνικά ένιωσα μια έκρηξη μέσα μου και με πείσμα σήκωσα το ανάστημα μου και αφού τους προσπέρασα άρχισα να κοιτώ τριγύρω... Έμεινα για λίγο ακίνητη σαν να μου είχε δώσει μόλις κάποιος μπουνιά στο στομάχι, αφήνοντας με ξέπνοη.
Δεν ξέρω το πως αλλά είχα βρεθεί στον κόσμο των ηλεκτρονικών και μόλις είδα ένα πιτσιρίκι να κάνει σκοποβολή μπροστά σε μια οθόνη, σαν μαγεμένη άρχισα να τον πλησιάζω και βλέποντας τον να μην αφήνει στόχο για στόχο άνοιξα το στόμα μου διάπλατα και ξέπνοα εξέφρασα την απορία μου.
«Πως το έκανες αυτό;» ρώτησα και το πιτσιρίκι άρχισε να γελάει κοροϊδεύοντας με ανοιχτά.
«Η εξάσκηση τελειοποιεί» απάντησε και κάνοντας δύο βήματα προς τα πίσω, έπιασα τον λαιμό μου νιώθοντας να πνίγομαι και μόλις ένα επιφώνημα καράτε από ένα άλλο πιτσιρίκι ήρθε από πίσω μου, γύρισα αμέσως όλο μου το σώμα ξαφνιασμένη και τον είδα να φοράει κάτι ειδικά γυαλιά και γάντια ενώ σε έναν μικρό χώρο πάλευε στον αέρα... Άρχισα να τον πλησιάζω σαν φάντασμα και κοιτώντας την οθόνη που ήταν μπροστά του είδα ότι, ό,τι κινήσεις έκανε αυτός, τις ίδιες κινήσεις τις έκανε και ένα εικονικό ανθρωπάκι αντικρούοντας τα χτυπήματα του αντιπάλου του.
Το μυαλό μου άρχισε να παίρνει ξαφνικά στροφές και κοιτώντας ξανά γύρω μου ένιωσα μέσα μου μια νέα ελπίδα να φωλιάζει αλλά μόλις άκουσα ένα πιτσιρίκι να μιλάει μπροστά σε μια οθόνη από περιέργεια πήγα κοντά του και μένοντας πίσω από την πλάτη του, τον είδα να πατάει κάτι κουμπιά... Στην οθόνη εμφανίστηκε ένα πρόσωπο ίδιο του Αϊνστάιν σε τελείως καρτουνίστηκη μορφή, που για λίγο με έκανε να γελάσω... αλλά μόλις μίλησε, άνοιξα τα μάτια μου με έκπληξη.
«Πότε γεννήθηκε ο Λεονάρντο ντα Βίντσι;» ρώτησε και πριν απαντήσει το πιτσιρίκι, ξέπνοα απάντησα για εκείνον.
«15 Απριλίου το 1452»
«Πολύ σωστά» απάντησε ο ψηφιακός Αϊνστάιν και ο πιτσιρίκος γύρισε νευριασμένα προς το μέρος μου.
«Εεειιι τι νομίζεις ότι κάνεις;» με ρώτησε αυθάδικα και σηκώνοντας ψηλά τα χέρια μου, ζήτησα συγνώμη πισωπατώντας... Μόλις εκείνος γύρισε την ματιά του ξανά προς την οθόνη, άρχισα να γελάω δυνατά με τον εαυτό μου και χωρίς να ξέρω το πως ένιωσα τέτοια αισιοδοξία μέσα μου, που δεν το πίστευα ούτε και εγώ η ίδια.
Βγάζοντας το κινητό από την τσέπη μου, αμέσως πάτησα το δεύτερο πλήκτρο όπως μου είχε υποδείξει ο Τεό και ενεργοποιώντας την αυτόματη κλήση το τηλέφωνο κάλεσε τον αριθμό του σπιτιού του και μόλις το σήκωσε πριν προλάβει να απαντήσει χωρίς ανάσα του είπα.
«Είμαι μέσα... Ετοιμάσου μωρό μου να κόψουμε πολλούς κώλους» του είπα και το γέλιο του ξεπέρασε το ηχείο του ακουστικού, κάνοντας με να πάρω τα πάνω μου... «Θα σε δω το βράδυ στο μαγαζί... μην ανησυχείς για μένα θα είμαι μια χαρά» του είπα και μόλις ηρέμησε, μου έδωσε τις ευχές του και το κλείσαμε.
«Ώρα για εκδίκηση... μωρό μου» είπα κουνώντας το κεφάλι μου με πείσμα και βάζοντας το τηλέφωνο στην τσέπη μου πήγα στην πρώτη τουαλέτα που βρήκα μπροστά μου και αφού μάζεψα τον εαυτό μου έπιασα αμέσως δουλειά.
Γυρίζοντας πίσω, μόλις μπήκα από την πίσω πόρτα, ο Τεό πάγωσε για μια στιγμή και μόλις με είδε έτρεξε κατευθείαν κοντά μου.
«Είσαι καλά;» με ρώτησε με αγωνία και τον κοίταξα με περιέργεια... «Ο δικός σου πέρασε από εδώ και ρώταγε για σένα» εξήγησε και η ανάσα μου κόπηκε στην μέση.
«Τι του είπες;» ρώτησα ξέπνοα.
«Την αλήθεια βέβαια... πίστεψε με δεν με έπαιρνε για τίποτα άλλο... Τον έκοψα εγώ δεν είναι από τους τύπους που μπορείς να τους ξεγελάσεις»
«Δηλαδή;»
«Του είπα ότι γύρισες μετά που έφυγε και ότι σε περιέθαλψα... δίνοντας σου ρούχα και λεφτά και μόλις γυρίσαμε πίσω εσύ έφυγες και δεν ξαναγύρισες» τον κοίταξα ανασηκώνοντας το ένα μου φρύδι.
«Νόμιζα ότι του είπες την αλήθεια»
«Εντάξει την παραποίησα λίγο» είπε με ένα αυτάρεσκο βλέμμα και πήρα μια ανακουφιστική ανάσα.
«Λες να ξαναέρθει;» ρώτησα με την ψυχή στα πόδια και ο Τεό ανασήκωσε τους ώμους του.
«Ποτέ δεν ξέρεις... Εσύ τι αποφάσισες τελικά;... Θα γυρίσεις πίσω;» με ρώτησε και κοιτώντας τον σταθερά στα μάτια με αποφασιστικότητα συναίνεσα.
«Ναι... αλλά όχι πριν να είμαι έτοιμη γι αυτό... Μπορείς να...» δεν με άφησε να συνεχίσω και παίρνοντας με στην αγκαλιά του, μου έτριψε την πλάτη παρηγορητικά.
«Το ρωτάς;... Μια Αγκιλέρα την έχω εγώ... έτσι θα την αφήσω;» είπε πειραχτικά και η φωνή της κοπελίτσας που δεν είχα συγκρατήσει το όνομα της, μας επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Εεειιι Τεό... έχω δύο παραγγελίες που περιμένουν»
«Πλένω χέρια» είπα αμέσως στον Τεό, ενώ τον ξεκόλλαγα από πάνω μου και εκείνος βάζοντας μουσική γύρισε στην θέση του και άρχισε να κάνει τα ταχυδακτυλουργικά του... Μόλις πήρα θέση, ξεκινήσαμε μαζί να δαμάζουμε το πεινασμένο πλήθος, συντονίζοντας τις κινήσεις μας ώστε να μην ανακατεύεται ο ένας στα πόδια του άλλου και μόλις το πλήθος δαμάστηκε και η δουλειά ελαττώθηκε γύρισα προς την μεριά του.
«Θα είσαι οκ μόνος σου;» ρώτησα και με κοίταξε με ένα βλέμμα όλο περιέργεια... «Έχω να κάνω κάτι ακόμα... Τι ώρα υπολογίζεις να φύγεις;» τον ρώτησα και έξυσε το κεφάλι του σκεπτικός.
«Παίζεις με την φωτιά φιλενάδα» είπε ψιλιασμένος και του γέλασα κουνώντας το κεφάλι μου καταφατικά.
«Έχω ήδη καεί φιλενάδα... απλά τώρα μαζεύω τα αποκαΐδια μου» του απάντησα και κοιτώντας με συγκαταβατικά, με το χέρι που κρατούσε το μαχαίρι του, έδειξε την πόρτα.
«Πάρε δρόμο γιατί με έχεις ήδη κακομάθει και να δω τι θα κάνω όταν θα φύγεις για τα καλά» είπε και αντί να φύγω έτρεξα κοντά του και παίρνοντας τον μια μεγάλη αγκαλιά τον ευχαρίστησα μέσα από την καρδιά μου.
«Αν δεν ήσουν εσύ...» ξεκίνησα αλλά εκείνος με σταμάτησε.
«Έτσι πάνε αυτά τα πράγματα μωρό μου... Για μένα ήταν η Ούρσουλα... για σένα εγώ... μεθαύριο εσύ θα βρεις να στηρίξεις κάποιον άλλον και πάει λέγοντας... Μόνο κακομοίρα μου να θυμάσαι πάντα ένα πράγμα» είπε αμέσως και τον κοίταξα με περιέργεια περιμένοντας να συνεχίσει... «Μην ξεχάσεις ποτέ ποια είσαι... και τι έχεις μέσα σου... γιατί αν το κάνεις δεν θα σου το συγχωρήσω ποτέ» είπε κατηγορηματικά και πέφτοντας στην αγκαλιά του ένιωσα τα δάκρυα μου να κυλούν από τα μάγουλα μου.
«Έχεις χρυσή καρδιά» του είπα και άρχισε να γελάει.
«Ναι αυτό θα με φάει... Τώρα πάρε δρόμο και 12 η ώρα να είσαι πίσω, αλλιώς να βρεις παγκάκι να κοιμηθείς» είπε αυστηρά και άρχισα να γελάω κάνοντας πιο πίσω.
«Θα είμαι εδώ» υποσχέθηκα και βγαίνοντας από την πίσω πόρτα, πήρα μια βαθιά ανάσα... Δεν θα ξεχάσω ποτέ ποια είμαι... έδωσα υπόσχεση στον εαυτό μου και παίρνοντας τον γνωστό δρόμο, γύρισα πίσω στο σπίτι με περισσότερη αυτοπεποίθηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου