Έντουαρτ
«Τι να πω...» είπε σκύβοντας το κεφάλι της τελείως διαλυμένη... «Ίσως να μην είμαι αρκετά καλή για εκείνον» συνέχισε ξεψυχισμένα ενώ ήμουν σίγουρος ακόμα και από το σημείο που την κοιτούσα ότι ήταν έτοιμη να δακρύσει και άρχισα να αφρίζω.
Είναι σοβαρή;... Πόσα θέλει επιτέλους να με τρελάνει;... ούρλιαζα καθώς τράβαγα τα μαλλιά μου από απελπισία... Εγώ κάνω υπεράνθρωπες προσπάθειες για να συγκρατηθώ και εκείνη νομίζει ότι εγώ είμαι αυτός που την αποφεύγει;... Δεν υπάρχει περίπτωση αυτή η γυναίκα θα με στείλει πριν την ώρα μου... Δεν υπάρχει περίπτωση, έλεγα ξανά και ξανά ενώ ένιωθα να θέλω να σπάσω ότι βρω μπροστά μου και πηγαίνοντας προς το μπαράκι της Ρόουζ γέμισα ένα ποτήρι με ουίσκι μπας και καταφέρω να ηρεμήσω λίγο, μόλις όμως άκουσα την επόμενη απορία της Βι, έμεινα στήλη άλατος ενώ γέμιζα το ποτήρι μου χωρίς να το κοιτώ.
«Μια στιγμή... Είπες ότι δεν κοιμάσαι μαζί του;...» ρώτησε σοκαρισμένη και γυρίζοντας την ματιά μου προς τον γυάλινο τοίχο που μας χώριζε την είδα να κουνάει αρνητικά το κεφάλι της με απορία να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο της.
«Αν δεν κοιμάσαι μαζί του, τότε με ποιον κοιμάσαι;» ρώτησε και αφήνοντας το μπουκάλι πάνω στο μπαράκι πήρα το ποτήρι μου και πλησιάζοντας την τζαμαρία έμεινα να περιμένω να ακούσω που το πήγαινε η φίλη της, με περιέργεια... Γιατί το έθιξε με τόσο σοκαρισμένο ύφος;... Υπάρχει περίπτωση αυτό που είδα εχθές να το έχει από παλιά;... αναρωτήθηκα και έμεινα να ακούσω την συνέχεια προβληματισμένος.
«Μόνη μου» απάντησε η Μπέλα κοιτώντας την προβληματισμένη.
«Είσαι σίγουρη;... Μήπως κοιμάται κρυφά μαζί σου και δεν το έχεις καταλάβει;» ρώτησε ξανά ενώ είχε μείνει χωρίς ανάσα και αυτό μου φάνηκε πιο ύποπτο ενώ μέσα μου άρχισε να επιβεβαιώνεται η προηγούμενη μου διαπίστωση.
«Τι λες ρε Βι και γιατί να το κάνει αυτό;» ρώτησε η Μπέλα απηυδισμένα και η φίλη της αναστέναξε βαριά ενώ άφησε την πλάτη της να ξεκουραστεί πάνω στην πλάτη της καρέκλας της κοιτώντας την, καθώς δάγκωνε τα χείλια της αναποφάσιστη... «Βι, γιατί να το κάνει αυτό;... Τι προσπαθείς να μου κρύψεις και μην μου το αρνηθείς γιατί το ξέρω αυτό το βλέμμα... Γιατί να το κάνει αυτό;» επέμενε η Μπέλα ενώ κρατιόταν με νύχια και με δόντια να κρατήσει την φωνή της χαμηλή.
«Ούτε σου έχει πει ποτέ αν φωνάζεις στον ύπνο σου ή κάτι τέτοιο;» συνέχισε τις υποψίες της η φίλη της και δεν χρειαζόμουν τίποτα άλλο για να καταλάβω ότι το έχει από παλιά και ότι δεν έφταιγα εγώ γι αυτό που παθαίνει στον ύπνο της... αλλά που να με πάρει και πάλι δεν ένιωσα να έχει διαφορά με ότι ένιωσα εχθές και αυτό με εκνεύρισε προς στιγμήν αλλά το παραμέρισα μέχρι να ακούσω την συνέχεια ελπίζοντας εκείνη να της έλεγε και τον λόγο που το κάνει.
«Βι., θα με τρελάνεις τελείως» αναφώνησε απηυδισμένα η Μπέλα αναστενάζοντας, επαληθεύοντας αυτό που είχα καταλάβει και εγώ... Δεν είχε ιδέα ότι το έκανε... «Μπορείς να μου εξηγήσεις τι παλαβομάρες λες επιτέλους;» απαίτησε και η φίλη της αναστενάζοντας εξουθενωμένα, γύρισε στην δουλειά της χωρίς να την κοιτάει στα μάτια αλλά τελικά έλυσε την σιωπή της και όσο πιο ήρεμα μπορούσε άρχισε να λέει όσα εκείνη είχε βιώσει μαζί της.
«Θυμάσαι την ημέρα που πέθανε η γιαγιά σου που ξύπνησες και με ρώταγες γιατί κοιμήθηκα μαζί σου και εγώ έλεγα ότι παλαβομάρα μου ερχόταν για να σε καθησυχάσω;» ρώτησε και μόλις σήκωσε την ματιά της προς την Μπέλα εκείνη κατένευσε και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα κατάπιε με δυσκολία αλλά δεν σταμάτησε... «Η αλήθεια είναι ότι κοιμήθηκα μαζί σου...» έκανε μια μεγάλη παύση αλλά η Μπέλα περίμενε υπομονετικά χωρίς να την διακόπτει... «Φιλενάδα τα είδαμε όλα εκείνην την βραδιά, δεν έχω ιδέα πως να σου το περιγράψω» είπε απελπισμένα και μπορούσα ακριβώς να καταλάβω το πως ένιωθε.
«Για ποιο πράγμα μιλάς, δεν σε καταλαβαίνω» είπε η Μπέλα και η φίλη της χωρίς να έχει άλλα περιθώρια για ψέματα πήρε μια βαθιά ανάσα και της είπε τι είχε συμβεί κοιτώντας την τρομοκρατημένα βλέποντας τις αντιδράσεις της.
«Μετά που σε άφησα να κοιμηθείς πήγα σπίτι αλλά δεν κοιμήθηκα αμέσως και εκεί που δεν ακουγόταν τίποτα, ξαφνικά άρχισες να ουρλιάζεις και με την μαμά μου τρέξαμε να δούμε τι είχες πάθει, αλλά μπέμπα το θέαμα που αντικρίσαμε δεν σου κρύβω ότι μας φρίκαρε για τα καλά...»
«Για ποιο θέαμα μιλάς;... Εγώ γιατί δεν θυμάμαι τίποτα;» ρώτησε εύλογα και η φίλη της, της έτριψε το χέρι παρηγορητικά.
«Θα σου τα πω αλλά θέλω να κρατήσεις την ψυχραιμία σου εντάξει;» την ρώτησε και η Μπέλα την κοίταξε χωρίς να είναι ικανή να κάνει μια λογική σκέψη και καθώς κατένευσε η φίλη της συνέχισε.
«Όταν μπήκαμε μέσα στο διαμέρισμα σου, ήσουν πάνω στο κρεβάτι και κρατώντας τα σεντόνια μέσα στις χούφτες σου ούρλιαζες χωρίς ανάσα ενώ το σώμα σου έτρεμε ολόκληρο...Το στήθος σου ήταν σηκωμένο ενώ το κεφάλι σου είχε γυρίσει τόσο πολύ προς τα πίσω με τέτοια πίεση που λίγο ήθελε να σπάσεις κανέναν αυχένα... Πω πω αδελφάκι μου πραγματικά τα είδαμε όλα, ήταν σαν να έβλεπα το ψυχό... Δεν ξέρω πως αλλιώς να το περιγράψω, πραγματικά ήταν σαν να είχε μπει κάποιος μέσα σου ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων...» έλεγε καθώς ανατρίχιαζε ολόκληρη στην θύμηση αυτή ενώ ένιωθα ότι ήταν έτοιμη να δακρύσει αλλά βρίσκοντας γρήγορα την ψυχραιμία της συνέχισε πριν την διακόψει η Μπέλα κοιτώντας την απολογητικά στα μάτια.
«Ήθελα να σου το πω, αλήθεια ήθελα αλλά η μαμά μου δεν με άφησε... Από την στιγμή που δεν σου συμβαίνει κάτι παρόμοιο όταν κάποιος κοιμάται μαζί σου είπε ότι ήταν καλύτερα να μην το ξέρεις»
«Δεν καταλαβαίνω τίποτα...» είπε η Μπέλα απαρηγόρητη και αναστέναξα... «Γιατί να το κάνω αυτό;» ρώτησε με απορία.
«Η μητέρα μου πιστεύει ότι πρέπει να βλέπεις ξανά και ξανά ότι συνέβη την ημέρα που οι δικοί σουυυυ...» είπε με νόημα και η Μπέλα ζάρωσε τα φρύδια της με απορία.
«Μα η γιαγιά είπε ότι δεν ήμουν στο ατύχημα... Δεν το θυμάμαι βέβαια αλλά εκείνη μου είπε ότι ήμουν στο σπίτι όταν πέθαναν» είπε με μια ξεψυχισμένη φωνή αλλά η φίλη της κούνησε αρνητικά το κεφάλι της σμίγοντας τα χείλια της σε μια ίσια γραμμή.
«Δεν σκοτώθηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα Μπέλα μου...» είπε όσο πιο απαλά μπορούσε ενώ της έτριβε το χέρι για να της δώσει όσο περισσότερο κουράγιο μπορούσε και η Μπέλα την κοίταξε με απορία.
«Και τότε πως σκοτώθηκαν;» ρώτησε και η φίλη της πήρε μια βαθιά ανάσα κοιτώντας μακριά για λίγο αναποφάσιστη.
«Οκ μην φρικάρεις, έχουν περάσει τόσα χρόνια και εσύ είσαι καλά και είσαι εδώ και μπορώ να πω πιο όμορφη από ποτέ» προσπάθησε να της χρυσώσει το χάπι αλλά η Μπέλα δεν μάσησε από αυτά.
«Βι θα μου πεις ή θα με σκάσεις;» ρώτησε απηυδισμένα και παίρνοντας άλλη μια βαθιά ανάσα, η φίλη της προσπάθησε να βρει το κουράγιο να συνεχίσει.
«Πως να το πω τώρα αυτό;» μονολόγησε και κοίταξε την Μπέλα συμπονετικά... «Πόσα θυμάσαι από την εποχή που έμενες μαζί τους;» την ρώτησε και η Μπέλα ανασήκωσε τους ώμους της.
«Από τον πατέρα μου θυμάμαι μόνο που μου διάβαζε τα βράδια για να κοιμηθώ ενώ από την μητέρα μου έχω μόνο μια εικόνα της που πλένει τα πιάτα κλαίγοντας ενώ έπινε ουίσκι και κάπνιζε καθώς σκούπιζε τα μάγουλα της κάθε τόσο, αλλά δεν θυμάμαι καθόλου το πρόσωπο της» είπε και η Βι δάγκωσε τα χείλια της με μανία.
«Μόνο αυτά;...» ρώτησε ξανά και καθώς η Μπέλα κατένευσε συνέχισε να την ψαρεύει για περισσότερα... «Και από την ημέρα που σε βάλανε στο λεωφορείο για να έρθεις στην γιαγιά σου;»
«Τίποτα...» κούνησε αρνητικά το κεφάλι της... «Οι μνήμες μου ξεκινούνε πολύ πιο μετά από την ημέρα που ήρθα εδώ» της είπε ακόμα ψύχραιμη και η φίλη της έξυσε το κεφάλι της νευρικά... «Σε παρακαλώ Βι πες μου» παρακάλεσε και η φίλη της τα παράτησε.
«Ο πατέρας σου μπέμπα μου σε σάπιζε στο ξύλο...» ξεκίνησε και ταυτόχρονα με την Μπέλα έμεινα σοκαρισμένος και εγώ να κοιτώ την φίλη της αγωνιώντας για την συνέχεια... «Νόμιζε ότι τον κορόιδευες και ότι τεμπέλιαζες επειδή σε έβρισκε πάντα αδιάβαστη... Μάλλον δεν είχαν καταλάβει τότε ότι δεν μπορούσες να συγκεντρωθείς χωρίς μουσική ή ότι μπορούσες να τα μάθεις μόνο ακουστικά και καταλαβαίνεις» της είπε απαλά και έμεινα μαλάκας ενώ ένας οξύς πόνος διαπέρασε το στήθος μου, ξαφνιάζοντας με τελείως και ξέπνοος περίμενα για την συνέχεια...
«Την ημέρα που σκοτώθηκαν είχε ξεπεράσει τα όρια του και προσπάθησε να σε πνίξει... Η μητέρα σου προσπάθησε να τον σταματήσει αλλά εφόσον δεν έπιασαν όλα τα άλλα, του κάρφωσε ένα κουζινομάχαιρο στην πλάτη και όταν εκείνος σε άφησε μόλις άκουσε την αστυνομία αυτοκτόνησε και η ίδια... Πρέπει να τονίσω ότι είσαι πολύ τυχερή που ζεις, δεν ξέρω και εγώ πόση ώρα παλεύανε να σε επαναφέρουν, είχες χάσει τελείως την αναπνοή σου και το σώμα σου ήταν πολύ χάλια από τα χτυπήματα που είχες δεχθεί... Αφού η μαμά μου έλεγε ότι το πρόσωπο σου είχε παραμορφωθεί από το πρήξιμο, ούτε μπορούσαν να σε ακουμπήσουν πουθενά γιατί είχες παντού μώλωπες ακόμα και τα χέρια σου ήταν τουμπανιασμένα και φαντάσου ότι σε φέρανε μετά από δύο βδομάδες από την ημέρα που έγινε αυτό... Σε αφήσανε να μείνεις με την γιαγιά σου από την πρόνοια, γιατί πιστεύανε ότι ίσως αν είσαι με κάποιον συγγενή ότι θα μπορούσες να το ξεπεράσεις... Δεν μίλαγες και κάθε φορά που άκουγες βήματα ούρλιαζες σαν τρελή» είπε και κοίταξε με αγωνία την Μπέλα η οποία κοίταγε τα χέρια της με μανία χωρίς κανένα συναίσθημα να προδίδει τα πραγματικά συναισθήματα που ένιωθε εκείνην την στιγμή και κόντεψα να ουρλιάξω...
Αντί η αλήθεια να με κάνει να νιώσω ανακούφιση που ουσιαστικά δεν είμαι εγώ αυτός που το είχε προκαλέσει όλο αυτό, η αποκάλυψη της αλήθειας αν είναι δυνατόν με έκανε να νιώσω χίλιες φορές χειρότερα και με μανία πέταξα το ποτήρι μου πάνω στον τοίχο ενώ τράβαγα τα μαλλιά μου με απελπισία... Τι μοίρα το κυνηγάει αυτό το κορίτσι;... Πρώτα ο πατέρας της, μετά εγώ... Στην συνέχεια τι μπορεί να της βρεθεί στον δρόμο της να την αποτελειώσει;... αναρωτήθηκα και μόλις άκουσα πάλι την φωνή της Βι γύρισα το πρόσωπο μου προς το μέρος τους.
«Μπέλα μου;... Μπέμπα μου πες κάτι σε παρακαλώ έχω αρχίσει να φρικάρω» παρακάλεσε ενώ της ταρακουνούσε τα χέρια τρομοκρατημένη και δεν έχω ιδέα πως συγκρατήθηκα να μην τρέξω κοντά της.
«Δεν ξέρω τι να πω» είπε παγωμένα με το βλέμμα της να είναι νεκρό και αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε μέσα μου και εκείνην ακριβώς την στιγμή έδωσα όρκο στον εαυτό μου ότι όλα θα αλλάξουν.
«Δεν έπρεπε να σου τα πω, είχε δίκιο η μητέρα μου... Καλύτερα που δεν τα θυμάσαι» είπε η Βι απελπισμένα αλλά η Μπέλα άρχισε να κουνάει το κεφάλι της με πείσμα αρνητικά.
«Όχι μην αισθάνεσαι άσχημα, είμαι καλά...» είπε με δυσκολία αλλά δεν έπεισε κανέναν μας... «Έχει πουθενά εδώ τουαλέτα;» ρώτησε κοιτώντας γύρω της ενώ μπορούσα να διακρίνω το τρέμουλο στο σώμα της και η φίλη της αμέσως σηκώθηκε και την βοήθησε να πάει προς την τουαλέτα ενώ την κοίταζε καλά καλά για να βεβαιωθεί ότι δεν θα καταρρεύσει ή κάτι τέτοιο... Χωρίς να αντέχω άλλο, παίρνοντας το σακάκι μου άρχισα να τρέχω... Δεν με χώραγε άλλο ο τόπος.
Μπαίνοντας μέσα στο αυτοκίνητο μου άρχισα να τρέχω χωρίς προορισμό με τις σκέψεις μου να καίνε όλες μου τις αισθήσεις... Που να με πάρει... τι διάολο σκέφτομαι;... Τι διάολο με έχει πιάσει;... Είναι ηλίου φαεινότερο ότι δεν φταίω εγώ γι αυτό που της συνέβη... Γιατί αυτό αντί να με κάνει να νιώσω καλύτερα, με κάνει να νιώθω χίλιες φορές χειρότερα;
Μπέλα
Είναι πέρα από κάθε όρια σοκαρισμένη με όσα είχα ακούσει αλλά δεν ήθελα να τρομάξω περισσότερο την Βι, ήταν πολύ δύσκολο ακόμα και για εκείνην να μου εκμυστηρευθεί όλα αυτά δεν ήθελα να της το κάνω δυσκολότερο... Καθώς μπήκα στην τουαλέτα προσπάθησα με νύχια και με δόντια να βρω ξανά την ψυχραιμία μου πριν βγω, αλλά νιώθοντας κάτι καυτό να με καίει στην ευαίσθητη περιοχή μου κοίταξα το σλιπάκι μου με περιέργεια και έμεινα σοκαρισμένη να το κοιτώ... Όχι και αυτό τώρα;... είπα μέσα μου κλαψουρίζοντας και μόλις κοίταξα το φόρεμα μου, έγινα πολύ χειρότερα.
«Βι;» την φώναξα και αμέσως άκουσα τα βήματα της να έρχονται προς το μέρος μου γρήγορα.
«Μπέμπα μου είσαι καλά;» ρώτησε με αγωνία ξέπνοα και άρχισα να κουνώ το κεφάλι μου απελπισμένα.
«Μου ήρθε η περίοδος μου και έχω γίνει χάλια, πως θα βγω τώρα έξω;» έλεγα κλαίγοντας και άκουσα να παίρνει μια ανακουφιστική ανάσα.
«Γι αυτό στεναχωριέσαι βρε κουτό;... Θα πάω να σου φέρω από πάνω το ίδιο φόρεμα και εσώρουχα για να αλλάξεις και θα πεταχτώ δίπλα για να σου πάρω και σερβιέτες εντάξει;» ρώτησε και έμεινα να κοιτώ την πόρτα για λίγο με απορία αλλά αμέσως ανταποκρίθηκα θετικά και μόλις την άκουσα να ξεμακραίνει ακούμπησα την πλάτη μου πάνω στα πλακάκια, έμεινα να κοιτώ το ταβάνι χωρίς να μπορώ να κάνω μια λογική σκέψη.
Γιατί η μοίρα μου, μου παίζει τόσο άσχημο παιχνίδι;... αναρωτήθηκα με παράπονο... Πρώτα ο πατέρας μου, τώρα ο Έντουαρτ, μετά τι άλλο θα μου βγει στον δρόμο μου για να με αποτελειώσει;... σκεφτόμουν ξανά και ξανά μέχρι που άκουσα το χτύπημα στην πόρτα μου και σκουπίζοντας τα δάκρυα μου προσπάθησα να συνέλθω πριν την ανοίξω.
«Είχαν μόνο ταμπόν» είπε η Βι μόλις άνοιξα την πόρτα κοιτώντας με απολογητικά και αναστέναξα.
«Δεν έχω ιδέα πως τα βάζουν αυτά τα πράγματα» είπα απελπισμένα και η Βι άρχισε να γελάει.
«Έλα βρε μπέμπα, πως λες να τα βάζουν;» είπε κοροϊδευτικά αλλά μόλις είδε την έκφραση μου πάγωσε και δάγκωσε τα χείλια της απολογητικά... «Έλα να σε πάω να κάνεις ένα ντουζάκι να καθαριστείς και θα σου πω, πως να το βάλεις» είπε με πιο απαλή φωνή και πηγαίνοντας με σε έναν άλλον χώρο αφού πρώτα έλεγξε μην περνάει κάποιος εκείνην την στιγμή ώστε να μην με δει σε αυτά τα χάλια και νιώσω χειρότερα... με βοήθησε να αλλάξω και μόλις φόρεσα το φόρεμα την κοίταξα με περιέργεια.
«Που βρήκες το ίδιο φόρεμα με αυτό που φόραγα;» δεν άντεξα και την ρώτησα και εκείνη με κοίταξε ξαφνιασμένη.
«Δεν ξέρεις;» ρώτησε πίσω με απορία και έσμιξα τα φρύδια μου.
«Τι πράγμα;» ρώτησα με την σειρά μου και εκείνη με κοίταξε ξαφνιασμένη.
«Ο δικός σου ακουμπάει τεράστια ποσά στην κυρία Χειλ για να του φέρνει τα καλύτερα ρούχα, αξεσουάρ και ότι άλλο καταλαβαίνεις... Ο απάνω όροφος είναι γεμάτος με τέτοια πράγματα και φυσικά είναι και αυτός δικός της... Μιλάμε από ότι έχω ακούσει, μπορεί να αλλάζει τις γκόμενες σαν τα πουκάμισα αλλά όσο είναι μαζί τους λένε ότι κάνουν την τύχη τους... Αυτά που παίρνουν φεύγοντας φτάνουν για να τους εξασφαλίσουν ένα καλό μέλλον γιατί όσο είναι μαζί του τα πληρώνει όλα αυτός... Ξέρεις τώρα, ρούχα, αξεσουάρ, μέχρι και τα καλύτερα και τα πιο ακριβά αυτοκίνητα... Αλλά τι σου τα λέω εσύ τα ξέρεις από πρώτο χέρι και αν σκεφτώ και το πόσο σε πληρώνει για να μένεις μαζί του... Ξέρεις έχω αρχίσει να πιστεύω ότι κάτι δεν πάει καλά με την πάρτη του... Σίγουρα περνάς καλά μαζί του;» ρώτησε κοιτώντας με εξεταστικά και δεν ήξερα τι να απαντήσω.
«Αν εξαιρέσεις ότι είναι μούχλας μέχρι το κόκαλο, εγώ προσωπικά δεν έχω δει κάτι» είπα τη μισή αλήθεια και προς μεγάλη μου έκπληξη, εκείνη έδειξε να το πιστεύει.
«Αλήθεια γιατί δεν με πήρες κανένα τηλέφωνο;» ρώτησε με παράπονο και αναστέναξα.
«Το ήθελα Βι μου, πίστεψε με το ήθελα σαν τρελή αλλά δεν τα κατάφερα» της είπα με παράπονο και εκείνη κούνησε το κεφάλι της συγκαταβατικά.
«Σημασία έχει ότι είσαι καλά, αλλά μην εξαφανιστείς πάλι γιατί δεν θα το αντέξω...» παρακάλεσε και της έδωσα τον λόγο μου χωρίς να είμαι σίγουρη για το καταπόσο θα μπορούσα να τον κρατήσω.
Όταν γυρίσαμε στο μπάγκο της, εκείνη τελειώνοντας με τα νύχια μου με παρέδωσε με την σειρά της στην επομένη κοπέλα που με περίμενε για να μου κάνει πεντικιούρ... Την στιγμή που χαιρετηθήκαμε ένιωσα ένα πόνο να με διαπερνά, που την έσφιξα ασυναίσθητα περισσότερο στην αγκαλιά μου από όσο το είχα σκοπό και εκείνη με κοίταξε με απορία.
«Μου λείπεις» είπα με παράπονο και με κοίταξε με τα μάτια της να βουρκώνουν.
«Και μένα βρε μπέμπα μου, δεν φαντάζεσαι πόσο... Αφού να φανταστείς από συνήθεια κοιμάμαι στο σπίτι σου, δεν μπορώ να γυρίσω στο δικό μου κρεβάτι και ας είναι πολύ καλύτερο από το δικό σου... Μην χαθείς πάλι» παρακάλεσε άλλη μια φορά.
«Σου το υπόσχομαι» της απάντησα και εκείνη αφού με αγκάλιασε άλλη μια φορά με άφησε μόνη μου για να γυρίσει στο πόστο της.
Ένιωσα τόσο άδεια, τόσο μόνη, τόσο απαρηγόρητη που δεν μπορούσα να δώσω σημασία σε ότι και να μου κάνανε... Αλλά τελειώνοντας από τα μαλλιά και το μακιγιάζ, την στιγμή που με πήγανε για να κάνω αποτρίχωση και είδα την Ρόουζ να έρχεται κάτι με έκανε να αρχίζω να τρέμω... Δεν ξέρω γιατί αλλά αυτή η γυναίκα με τρομοκρατεί τολμώ να πω περισσότερο ακόμα και από τον Έντουαρτ και χωρίς να το σκεφτώ άρχισα να αρνούμαι.
«Μην κάνεις πείσματα, του Έντουαρτ δεν του αρέσουν οι αξύριστες γυναίκες» είπε με μια δόση κακίας και έκανα πιο πίσω αμυντικά μόλις πήγε να με πλησιάσει.
«Ειλικρινά λίγο με νοιάζει τι του αρέσει και τι όχι, δεν πρόκειται να κάνω αποτρίχωση» είπα με περισσότερο πείσμα και ανασηκώνοντας το φρύδι της απαξιωτικά, πάτησε ένα πλήκτρο στο κινητό της και βάζοντας το στο αυτί της άρχισε να μιλάει με εκείνον.
«Έλα έρωτα, ακόμα να την πειθαρχήσεις αυτήν;... Τι σκατά κάνεις τόσο καιρό;...» τον ρώτησε με κακία και η απάντηση του την έκανε να νευριάσει αλλά αμέσως άλλαξε διάθεση και συνέχισε... «Δεν θέλει να κάνει αποτρίχωση, θα έρθεις να την συμμορφώσεις εσύ ή προτιμάς να αναλάβω εγώ;» είπε ψυχρά και μόλις της απάντησε στριφογύρισε τα μάτια της με αηδία πριν συνεχίσει... «Οκ... ότι πεις... μην αργήσεις γιατί δεν σου υπόσχομαι ότι θα μπορέσω να συγκρατηθώ πολύ» του είπε κλείνοντας το τηλέφωνο χωρίς να περιμένει απάντηση και αμέσως κοκάλωσα... Τι εννοεί τώρα με αυτό;... Πρέπει να ανησυχώ;... Σίγουρα πρέπει να ανησυχώ, δεν μου αρέσει καθόλου το ύφος της.
«Πάμε στο σαλονάκι να τον περιμένουμε... Είμαι σίγουρη ότι δεν θα αργήσει, τόσο μονόχνοτος που είναι» σχολίασε και πιάνοντας με από το μπράτσο χωρίς να μου δίνει επιλογή άρχισε να με σέρνει και μόλις με έβαλε σε ένα αρκετά μικρό σαλονάκι πριν κλείσει την πόρτα, γύρισε προς το μέρος μου... «Θα πιεις κάτι;» ρώτησε ψυχρά και αναστέναξα.
«Λίγο νερό, αν είναι εύκολο» είπα όσο πιο ευγενικά μπορούσα παρόλο που δεν είχα καμία διάθεση για ευγένειες και εκείνη συνέχισε με το ίδιο ύφος πριν με αφήσει μόνη.
«Σαν στο σπίτι σου, δεν θα αργήσω» είπε και πριν περιμένει απάντηση εξαφανίστηκε.
Στον πρώτο καναπέ που βρήκα μπροστά μου απαξιώνοντας να κοιτάξω τον χώρο γύρω μου, έκατσα πριν σωριαστώ κάτω και κλείνοντας το πρόσωπο μου μέσα στα δύο μου χέρια άρχισα να παίρνω ήρεμες ανάσες μπας και καταφέρω να βρω την ψυχραιμία μου να την αντιμετωπίσω γιατί κάτι μου έλεγε ότι και τα χειρότερα έρχονται και δεν έπεσα καθόλου έξω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου