Την στιγμή που μου έφερε ένα ποτήρι νερό μια κοπελίτσα, πήρα το ποτήρι στα χέρια μου και την στιγμή που εκείνη έκανε την κίνηση να φύγει... Η Ρόουζ έκανε και πάλι την εμφάνισή της και λίγο ήθελε να φύγει το ποτήρι από τα χέρια μου από την ταραχή που ένιωσα.
«Μην μας ενοχλήσει κανείς» έδωσε εντολή στην κοπελίτσα και μόλις εκείνη κατένευσε, έκλεισε την πόρτα πίσω της και με κοίταξε με ένα βλέμμα που μπορούσες να καταλάβεις ότι από μέσα της έλεγε... "και τώρα οι δύο μας"... Ξεροκατάπια και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα άφησα το ποτήρι μου στο τραπεζάκι μπροστά μου αφού πρώτα ήπια μια μικρή γουλιά ενώ ήθελα να το κατεβάσω ολόκληρο μήπως και καταφέρει να με καλμάρει.
«Λοιπόν... πως σε είπαμε;» ρώτησε με ένα ανέκφραστο ύφος.
«Ιζαμπέλα» είπα αυτόματα και δεν ήξερα από που ήρθε αυτό... Είχε δεν είχε με πότισε με το ολόκληρο όνομα μου... Πες πες το συνήθισα πια.
«Ιζαμπέλαααα» έσυρε την φωνή της με έναν περίεργο τρόπο ενώ έκατσε δίπλα μου με το κορμί της να κοιτάει προς το μέρος μου και ισιώνοντας το ένα της πόδι δίπλωσε το άλλο και το έβαλε από πάνω... Έβαλε το ένα της χέρι πάνω στην πλάτη του καναπέ και αφού άφησε το κεφάλι της να ξεκουραστεί πάνω στην παλάμη της, με το άλλο της χέρι άρχισε να χαϊδεύει το πόδι της που είχε μαζεμένο κοντά στο σώμα της κοιτώντας με λες και ήταν έτοιμη να με φάει, δεν είχα αμφιβολία γι αυτό πια.
«Λοιπόν Ιζαμπέλα... δεν μου είπες, πως τα περνάς με τον έρωτα;» ρώτησε ενώ δάγκωνε το κάτω χείλος της και αμέσως ένιωσα μια αναταραχή μέσα μου που με έκανε να θέλω να τρέξω μακριά της και το σώμα μου αμυντικά αμέσως έκανε λίγο πιο πίσω... Ήμουν όμως ήδη στην άκρη του καναπέ και δεν είχα άλλο περιθώριο για να απομακρυνθώ από αυτήν την γυναίκα που με αηδίαζε μέχρι εκεί που δεν πήγαινε.
«Καλά» είπα μονολεκτικά και ανασήκωσε το ένα της φρύδι κοροϊδευτικά.
«Να ζεις με τον έρωτα και να περνάς απλά καλά δεν νομίζω...» είπε κατηγορηματικά... «Ξέρεις εγώ είμαι λεσβία, αλλά δεν χάνω ποτέ ευκαιρία για ένα τρίο με τον έρωτα... Είναι ο μόνος άντρας που δεν χρειάζεται να το σκεφτώ για να του κάτσω... Πραγματικά είναι αυτό που λένε η μετενσάρκωση του θεού του έρωτα, δεν υπάρχει περίπτωση να πας μαζί του και να μην δεις τα ραδίκια ανάποδα»
«Ναι κάτι έχω ακούσει» απάντησα χωρίς να το σκεφτώ και κοίταξα αλλού για να αποφύγω την ματιά της που πραγματικά είχε αρχίσει να με εκνευρίζει.
«Μην μου πεις ότι έχεις διαφορετική γνώμη γιατί δεν θα σε πιστέψω...» συνέχισε εκείνη ενώ ξαφνικά ένιωσα το δάχτυλο της να περνάει από τον μπράτσο μου και γύρισα προς την μεριά της ξαφνιασμένη ενώ έκανα πιο πίσω να το αποφύγω και εκείνη άρχισε να με πλησιάζει πιο απειλητικά... «Μην κάνεις την μυξοπαρθένα σε μένα...» είπε με μια δόση κακίας ενώ κόλλησε το πρόσωπο της στο δικό μου τόσο κοντά που λίγο ήθελε να ακουμπήσει τα χείλια της πάνω στα δικά μου.
«Τι νομίζεις ότι κάνεις εκεί;» αμύνθηκα αμέσως βάζοντας τα χέρια μου πάνω στο στήθος της για να την ξεκολλήσω από πάνω μου αλλά εκείνη γρήγορη καθώς ήταν τα συγκράτησε με το ένα της χέρι ενώ με το άλλο κρατώντας με από τον αυχένα μου με κόλλησε απάνω της ενώνοντας τα χείλια μας… Χωρίς καν να το σκεφτώ έχωσα το πόδι μου στα πλευρά της και την στιγμή που τα χέρια της ξέσφιξαν από πάνω μου, όπως πήγα να αποτραβηχτώ για να φύγω από πάνω της, γλίστρησα με αποτέλεσμα να χτυπήσω στο τραπεζάκι που ήταν κοντά στον καναπέ και σφαδάζοντας, έπεσα στο πάτωμα την στιγμή που άκουσα την πόρτα να κλείνει με τόσο δύναμη που πόνεσαν τα αυτιά μου από τον ήχο που έκανε και ξαφνιασμένη γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της αλλά μόλις είδα το ύφος του Έντουαρτ, τότε τα είδα όλα.
Με τα μάτια μου να τρέχουν ακατάπαυστα και το σώμα μου να τρέμει από το σοκ, την στιγμή που τον είδα να με πλησιάζει προσπάθησα να τραβηχτώ μακριά του σέρνοντας το σώμα μου προς τα πίσω με όση δύναμη μου είχε απομείνει… Εκείνος όμως δεν σταματούσε και μόλις γονάτισε δίπλα μου άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου με ένταση παρακαλώντας τον βουβά να μην με κάνει να το πληρώσω που την άφησα να με αγγίξει.
«Μπέλα θέλω μόνο να σε βοηθήσω να σηκωθείς» είπε με όση ψυχραιμία του είχε απομείνει ενώ τα μάτια του πετάγανε σπίθες και με την ανάσα μου να χάνετε προσπάθησα να τον ρωτήσω όσο μπορούσα ακόμα να μιλήσω.
«Δεν είσαι θυμωμένος;»
«Όχι με σένα» είπε με δηλητήριο στην φωνή του μέσα από τα δόντια του ενώ κοίταζε με τέτοιο τρόπο προς την Ρόουζ που αν ήμουν στην θέση της τώρα, εγώ θα είχα λιποθυμήσει αλλά εκείνη τελείως ψυχρή ίσιωσε το κορμί της και κάνοντας μια ειρωνική γκριμάτσα σηκώθηκε όρθια και έκανε την κίνηση να φύγει... «Μην νομίζεις ότι θα το αφήσω έτσι αυτό... Στείλε κάποιον να φέρει ντεμακιγιάζ» συμπλήρωσε και εκείνη κλείνοντας την πόρτα έφυγε χωρίς να πει τίποτα.
Μόλις ο Έντουαρτ γύρισε προς το μέρος μου λες και είχε πατήσει ένα κουμπί όλο του το πρόσωπο είχε μεταμορφωθεί και κοιτώντας με πιο ήρεμα, ήρθε πιο κοντά μου.
«Έλα να ηρεμήσεις» είπε και παίρνοντας με στα χέρια του, έκατσε στον καναπέ και με έβαλε να βολευτώ στα πόδια του ενώ μου πρόσφερε το νερό που ήξερε πια ότι ήταν η μόνη μου παρηγοριά όταν ένιωθα απελπισμένη... Μόλις το άδειασα όλο, πήρε το ποτήρι και το άφησε ξανά στην θέση του… Με έκανε μια μπάλα και με έβαλε να ακουμπήσω πάνω στο στερνό του ενώ χαϊδεύοντας με παρηγορητικά πάνω στο μπράτσο, μου έδωσε τον χρόνο που χρειαζόμουν για να βρω ξανά την αυτοκυριαρχία μου χωρίς να μιλάει.
Την στιγμή που άρχισα να βρίσκω την ανάσα μου παρατήρησα ότι είχα κάνει χάλια το σακάκι του και σαν ελατήριο ανασηκώθηκα και τον κοίταξα απολογητικά.
«Χίλια συγνώμη σε έκανα χάλια» είπα ενώ το τρέμουλο μου δεν έλεγε να καταλαγιάσει και με κοίταξε συγκαταβατικά ενώ από την τσέπη του έβγαζε ένα μαντήλι λέγοντας.
«Μην νοιάζεσαι γι αυτό τώρα... Είσαι καλύτερα;» ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον και έμεινα να τον κοιτώ ξαφνιασμένη από την μετάλλαξη που είχε πάθει.
«Ναι... έτσι νομίζω» είπα την στιγμή που έπαιρνα το μαντήλι του και όσο πιο ευπρεπώς μπορούσα μέσα στα μαύρα μου χάλια, για να μην τον κάνω να νευριάσει περισσότερο, άρχισα να μαζεύω τον εαυτό μου καταπίνοντας με μεγάλο κόπο τους λυγμούς μου αλλά μόλις κοίταξα το μαντήλι πριν προλάβω να το συγκρατήσω, είπα αμέσως την σκέψη μου... «Μα ποιος στην εποχή μας κυκλοφορεί μονίμως με ένα μαντήλι στην τσέπη του;» και πάγωσα ενώ με την πιο αργή κίνηση των ματιών μου τόλμησα να τον κοιτάξω και μόλις τον είδα να χαμογελά, τα έπαιξα.
«Τόσο κακό είναι;» ρώτησε ανάλαφρα και δεν άντεξα να μην ξεφουρνίσω την επόμενη πατάτα μου.
«Πόσο είπα 45;... μπααααα.... 85 και βάλε» είπα πειραχτικά και εκείνος αμέσως σοβάρεψε και ξεροκατάπια βρίζοντας τον εαυτό μου από μέσα μου.
«Κρατάς μυστικό;» ρώτησε και ζάρωσα τα φρύδια μου με απορία... Βάζοντας το χέρι του πάνω στο αυτί μου άρχισε να ψιθυρίζει τόσο σιγανά με την βελούδινη φωνή του που στην αρχή δεν είχα ιδέα τι έλεγε... Το άγγιγμα του μόνο σε συνδυασμό με την φωνή του ψιθυριστή μέσα στο αυτί μου, με έκανε να αναριγήσω και να ξεχάσω ότι είχε διαδραματιστεί μέχρι στιγμής.
«Είμαι 350 χρονών» είπε και τον κοίταξα απότομα αλλά πριν πω τίποτα με ξανά έφερε κοντά του και με τον ίδιο τρόπο συνέχισε... «Γιατί νομίζεις ότι είμαι τόσο ψυχρός και άψυχος;» ρώτησε και τόλμησα να τον κοιτάξω χωρίς να μπορώ να καταλάβω αν με δουλεύει για να με κάνει να γελάσω ή αν πραγματικά το εννοεί... Πραγματικά δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αν ήταν αλήθεια ή ψέματα... «Τα βλέπεις αυτά τα δύο δόντια;» συνέχισε με κανονική φωνή δείχνοντας μου τα σκυλόδοντα του που ήταν μυτερά... «Όταν διψάω για αίμα μεγαλώνουν» συμπλήρωσε με νόημα κλείνοντας μου το μάτι και έμεινα παγωμένη χωρίς να ξέρω πως να αντιδράσω... «Δεν είμαι άνθρωπος Μπέλα αλλά βρικόλακας» συνέχισε καθώς έβλεπε την έλλειψη ανταπόκρισης μου και δεν άντεξα άλλο.
«Πλάκα μου κάνεις» είπα με μια απελπισμένη γκριμάτσα αλλά εκείνος σοβαρός κούνησε αρνητικά το κεφάλι του κάνοντας με να διχαστώ για άλλη μια φορά... Δεν μπορεί πλάκα μου κάνει, έλεγα από μέσα μου... «Και πόσο χρονών είσαι;» ρώτησα ξανά χωρίς να πιστεύω ότι πραγματικά τον ρώτησα κάτι τέτοιο και με ένα πειραχτικό χαμόγελο έσκυψε και πάλι προς το αυτί μου και επανέλαβε.
«350 χρονών» ενώ την στιγμή που μου δάγκωσε τον λοβό του αυτιού μου ένιωσα τις γνωστές πεταλουδίτσες να μου γαργαλάνε την κοιλιά και χωρίς να αντέχω άλλο άρχισα να γελάω δυνατά χωρίς να είμαι ικανή να το ελέγξω και εκείνος με σιγοντάρισε γελώντας τελείως ανάλαφρα με ένα γέλιο που δεν τον είχα δει ποτέ ξανά και πέφτοντας πάνω στο στήθος του άρχισα να τρίβω το μέτωπο μου κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου γελώντας περισσότερο με τον εαυτό μου.
«Ωωωω Χριστέ μου... δεν το πιστεύω ότι το πίστεψα» εξωτερίκευσα και αυτό αν είναι δυνατόν τον έκανε να γελάσει πιο δυνατά κάνοντας το κορμί του να τρανταχτεί ολόκληρο.
Η πόρτα χτύπησε και αυτόματα εκείνος έδωσε εντολή να περάσουν ενώ εγώ ντροπιασμένη άρχισα πάλι να μαζεύω τα ασυμμάζευτα χωρίς επιτυχία την στιγμή που άκουγα την συνομιλία τους.
«Κύριε Κάλλεν σας έφερα το ντεμακιγιάζ που ζητήσατε» άκουσα την φωνή της κοπελίτσας που μου είχε προσφέρει πριν το νερό.
«Σε ευχαριστώ Ειρένε... Αν σου είναι εύκολο μπορείς να μας φέρεις άλλο ένα ποτήρι νερό;» την ρώτησε με τον πιο ευγενικό του τόνο και εκείνη πεταρίζοντας τα μάτια της ενώ τα μάγουλα της άρχισαν να φλέγονται, ανταποκρίθηκε αμέσως.
«Φυσικά κύριε Κάλλεν, το φέρνω αμέσως» με έναν τόσο γλυκό τόνο προκαλώντας τον με την στάση της παρόλο που έβλεπε να έχει εμένα αγκαλιά και έμεινα για λίγο να την κοιτώ... Μα πως το καλό το κάνουν αυτό;... Γαμώτο δεν βλέπει ότι με κρατάει αγκαλιά;... αναρωτιόμουν καθώς την έβλεπα να φεύγει χωρίς να παρατηρώ ότι ο Έντουαρτ με κοίταζε εξεταστικά λες και προσπαθούσε να διαβάσει τις σκέψεις μου.
«Πεθαίνω να μάθω τι σκέφτεσαι» είπε με μια φωνή που με έκανε να αναριγήσω και απορροφημένη ακόμα από τις σκέψεις μου απάντησα αυτόματα πριν το καταλάβω.
«Πως το καλό το κάνουν αυτό;» είπα δυνατά την απορία μου και μόλις μου απάντησε έμεινα παγωμένη για μια στιγμή.
«Ποιο;» ρώτησε και παίρνοντας μια ανάσα γύρισα προς την μεριά του κοκκινίζοντας ολόκληρη.
«Εεε.. τίποτα πες ότι δεν το είπα» είπα αυτόματα κοιτάζοντας προς τα κάτω για να αποφύγω την πειραχτική του ματιά αλλά εκείνος βάζοντας το χέρι του πάνω στο πρόσωπο μου, με ανάγκασε να τον κοιτάξω ξανά χωρίς να μου δίνει επιλογή.
«Ποιο;» επέμεινε με έναν πιο έντονο τόνο αλλά ακόμα απαλό όπως και πριν.
«Βλέπει ότι με έχεις αγκαλιά και σε φλερτάρει τόσο απροκάλυπτα;» είπα με φωνή που ίσα έβγαινε από μέσα μου και χαμογελώντας με το αυτάρεσκο στραβό του χαμόγελο ανασήκωσε το ένα του φρύδι.
«Ζηλεύεις;» ρώτησε και έκανα μια απελπισμένη γκριμάτσα στριφογυρίζοντας τα μάτια μου απηυδισμένα.
«Γιατί είσαι δικός μου για να σε ζηλεύω;...» σχολίασα αλλά πριν απαντήσει συνέχισα... «Δεν είναι αυτό... Απλά δεν μπορώ να το καταλάβω με ποια λογική το κάνουν... Ακόμα και η Ρόουζ πριν ενώ η ίδια έδειχνε με τον τρόπο της το πόσο θα εκνευριστείς αν κάνει αυτό που έκανε τέλος πάντων και πάλι αυτό δεν έφτασε να την σταματήσει»
«Καταρχήν είμαι δικός σου, όσο φυσικά ισχύει η συμφωνία μας και δεύτερον είναι στο DNA τους, απλά δεν μπορούν να μην δείξουν αυτό που θέλουν... Ξέρουν τι θέλουν και το απαιτούν Μπέλα τίποτα παραπάνω, όταν θα μάθεις και εσύ τι θέλεις θα είσαι σε θέση να το κάνεις»
«Τι να φλερτάρω ανοιχτά κάποιον ενώ βλέπω ότι είναι με άλλη;... Όχι ποτέ δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό» είπα αυτόματα κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου με πείσμα και χαμογέλασε δαγκώνοντας το κάτω χείλος του σκεπτικός.
«Και αν ένιωθες ότι είναι ας πούμε ο έρωτας της ζωής σου;» ρώτησε καταλαβαίνοντας για να με ψαρέψει.
«Ακόμα και να πέθαινα για κάποιον και πάλι δεν θα το έκανα» είπα απόλυτα ειλικρινά και εκείνος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και ανέκφραστα ενώ την στιγμή που χτύπησε και πάλι η πόρτα έδωσε την άδεια να περάσουν.
«Το νερό που ζητήσατε» είπε η κοπελίτσα ενώ συνέχιζε να τον κοιτά με τον ίδιο τρόπο με πριν, αλλά καθώς άφηνε το ποτήρι στο τραπεζάκι ξαφνικά το ύφος της άρχιζε όλο να αλλάζει και παίρνοντας ένα απόλυτα επαγγελματικό ύφος στάθηκε όρθια και συμπλήρωσε... «Θα θέλατε κάτι άλλο;»
«Όχι Ειρένε σε ευχαριστούμε δεν θα σε χρειαστούμε άλλο» της αποκρίθηκε τελείως επίσημα με μια άτονη χροιά και τον κοίταξα με περιέργεια... Η ψυχρή του μάσκα είχε επιστρέψει και μέχρι που άκουσα την πόρτα να κλείνει δεν έφευγε από το πρόσωπο του, όταν όμως είδε να τον κοιτάω με περιέργεια μου χαμογέλασε... «Και έτσι λες στον άλλον ότι απλά δεν ενδιαφέρεσαι» διευκρίνισε και έξυσα το κεφάλι μου μηχανικά.
«Πως δηλαδή;» ρώτησα με πραγματικό ενδιαφέρον και εκείνος για κάποιον λόγο ικανοποιήθηκε από την απορία μου και χαμογελώντας μου πιο πλατιά, πέρασε την γλώσσα του από τα χείλη του και βάζοντας ξανά την ψυχρή του μάσκα απάντησε.
«Λοιπόν δεσποινίς Ιζαμπέλα... θα πάτε να ξεβαφτείτε ή προτιμάτε να τριγυρνάτε σαν τον καρνάβαλο κάνοντας με ρεζίλι;» είπε μια δόση κακίας και άρχισα να γελάω δυνατά... «Μάλλον δεν περνάει πια σε σένα...» σχολίασε... «Αλλά πραγματικά δεν μπορώ να σε βλέπω άλλο έτσι... Η τουαλέτα είναι η πόρτα απέναντι, αν θες βοήθεια πες μου» είπε ενώ με απομάκρυνε με τον πιο απαλό τρόπο από την αγκαλιά του και κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά καθώς πάταγα στα πόδια μου.
«Μην χαλάσω και το ίματζ σας» του γύρισα το σχόλιο καθώς έπαιρνα το μπουκαλάκι του ντεμακιγιάζ και εκείνος άρχισε πάλι να γελάει... Ειλικρινά θα με τρελάνει δεν υπάρχει περίπτωση... Τι έχει πάθει πια σήμερα;... αναρωτήθηκα αλλά μόλις έπιασα το πόμολο της πόρτας ξαφνικά πάγωσα και γύρισα προς το μέρος του σοβαρή... «Έντουαρτ;» ρώτησα και εκείνος με κοίταξε σοβαρός περιμένοντας να συνεχίσω υπομονετικά... «Σε ευχαριστώ» του είπα και εκείνος σμίγοντας τα φρύδια του με κοίταξε με απορία.
«Για ποιο πράγμα;» ρώτησε και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα συνέχισα.
«Που με έκανες να νιώσω καλύτερα... Το είχα πραγματικά ανάγκη» του απάντησα και μου χαμογέλασε.
«Πάντα στην διάθεση σου» μου αποκρίθηκε και χαμογελώντας, μπήκα στην τουαλέτα και πραγματικά δεν είχα ιδέα πως να νιώσω γι αυτό.
Ήταν λες και ζούσα σε ένα παράλληλο σύμπαν, σε μια παράλληλη διάσταση που από την μια ήθελα να κλάψω και από την άλλη ήθελα να πετάξω στα ουράνια από την χαρά μου που εκείνος με θεωρεί δικιά του και μάλιστα θεωρεί τον εαυτό του ότι ανήκει σε μένα... Αλλά δεν έχω αυταπάτες, ξέρω ότι όλα αυτά είναι προσωρινά, ξέρω πως μόλις γυρίσουμε πίσω θα είναι απλά μια γλυκιά ανάμνηση αλλά είναι τόσο όμορφη ανάμνηση που θέλω να την κρατήσω για πάντα μέσα μου... Το χιούμορ του είναι τελείως κρύο αλλά και μόνο ότι προσπάθησε να με κάνει να γελάσω ήταν τόσο γλυκό από μέρους του που και μόνο σκέφτηκε να κάνει κάτι τέτοιο για μένα, με έκανε να θέλω να δακρύσω.
Μόλις βγήκα από την τουαλέτα εκείνος είχε ακουμπήσει το χέρι του στο πλαίσιο του παραθύρου και κοίταζε μακριά... Τι να τον βασανίζει;... αναρωτήθηκα αλλά μόλις κατάλαβα ότι με κοιτάζει δεν ήξερα πως να ανταποκριθώ.
«Έτοιμη;» ρώτησε και κατένευσα κοιτώντας το πάτωμα γιατί δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω τώρα.
Ερχόμενος κοντά μου πέρασε το χέρι του από την μέση μου και τον κοίταξα ξαφνιασμένη.
«Έλα να πάμε σπίτι, σίγουρα θα έχεις πεινάσει» είπε με τόση τρυφερή φωνή που και να ήθελα να του αρνηθώ απλά δεν μπορούσα.
Στην διαδρομή της επιστροφής από την στιγμή που μπήκαμε μέσα στο αυτοκίνητο και εκείνο ξεκίνησε το μυαλό μου όπως και η ταχύτητα του αυτοκινήτου χωρίς να το κάνω επίτηδες άρχισε να τρέχει αναμασώντας τα λόγια της Βι και χωρίς να το καταλάβω ξαφνικά άρχισα να σκαλίζω την μνήμη μου προσπαθώντας πολύ σκληρά να θυμηθώ κάτι από όλα αυτά.
Κάποια στιγμή ένιωσα τον αγκώνα του στο χέρι μου να με σκουντά και ξαφνιασμένη γύρισα απότομα προς το μέρος του...
«Ξεχάστηκες;» ρώτησε και σμίγοντας τα φρύδια μου προσπαθούσα να καταλάβω τι εννοεί... Με την ματιά του μου έδειξε προς το CD player και εκείνην μόνο την στιγμή κατάλαβα ότι έπαιζε το τραγούδι της Σακίρα που τραγουδούσαμε μαζί όταν πηγαίναμε προς το ινστιτούτο αισθητικής της Ρόουζ και έξυσα το κεφάλι μου νευρικά.
«Μάλλον» απάντησα άψυχα ενώ την στιγμή που έκανα την κίνηση να γυρίσω και πάλι προς το παράθυρο εκείνος συνέχισε για να με αποτρέψει να πέσω στον λήθαργο για άλλη μια φορά.
«Που ταξιδεύεις;» ρώτησε και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα κοίταξα στην ευθεία χωρίς πραγματικά να κοιτώ τον δρόμο και μόλις το σκέφτηκα για λίγο, γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του.
«Έντουαρντ;»
«Μμμμ;» ανταποκρίθηκε χωρίς να με κοιτάει και έμεινα για λίγο αναποφάσιστη αλλά μόλις ένιωσα την ματιά του πήρα το θάρρος και συνέχισα.
«Με έχεις ακούσει κανένα βράδυ να ουρλιάζω ή κάτι τέτοιο;» τον ρώτησα με την καρδιά μου να καλπάζει σαν τρελή και χωρίς ανάσα έμεινα να περιμένω την απάντηση του.
«Ναι» απάντησε αυτόματα και έμεινα να τον κοιτώ χωρίς να ξέρω πως να συνεχίσω.
«Και;» ρώτησα τελικά καθώς κατάλαβα ότι δεν είχε σκοπό να το συνεχίσει από μόνος του.
«Τι και?» απάντησε και κόντεψα να εκραγώ.
«Ήρθες να με ξυπνήσεις;» προσπάθησα να τον ψαρέψω για περισσότερα.
«Ναι» απάντησε και πάλι μονολεκτικά και αναστέναξα αλλά δεν τα παράτησα.
«Και όταν με είδες ήταν σαν να έβλεπες το ψυχό όπως λέει η Βι;» ρώτησα αυθόρμητα σαν να ήταν μπροστά και ο ίδιος στην συζήτηση και η απάντηση του με έστειλε αδιάβαστη.
«Πολύ χειρότερο από όσο σου το περιέγραψε, παρέλειψε και άλλα που κάνεις στον ύπνο σου» απάντησε ειλικρινά και έμεινα με το στόμα ανοιχτό από το σοκ.
«Άκουγες» είπα ξέπνοα και εκείνος με κοίταξε ανασηκώνοντας το ένα του φρύδι για μια στιγμή και γύρισα την ματιά μου προς το παράθυρο ντροπιασμένη... Τι ηλίθια... έπρεπε να το περιμένω ότι θα άκουγε.
«Τα πάντα;» ρώτησα σκύβοντας το κεφάλι μου ενώ τον κοίταξα με την άκρη του ματιού μου με φωνή που έβγαινε ξεψυχισμένα από τα βάθη της ψυχής μου και εκείνος σοβαρός το επιβεβαίωσε.
«Τα πάντα» και δεν ήξερα τι να κάνω... Δεν νομίζω να έχω νιώσει πιο άσχημα σε ολόκληρη την ζωή μου περισσότερο από όσο νιώθω τώρα, αλλά εκείνος δεν με άφησε να το σκεφτώ περισσότερο... «Θυμήθηκες τίποτα περισσότερο τώρα που έμαθες την αλήθεια;» ρώτησε και τον κοίταξα ξαφνιασμένη αλλά απάντησα αρνητικά μόνο με την κίνηση του κεφαλιού μου... «Θέλεις την άποψη μου πάνω σε αυτό το θέμα;» ρώτησε και με κοίταξε περιμένοντας υπομονετικά να ανταποκριθώ... Κατένευσα και εκείνος γυρίζοντας το πρόσωπο του πάλι στην ευθεία συνέχισε.
«Το μυαλό σου έσβησε όλες της βασανιστικές στιγμές δίνοντας σου την ευκαιρία για μια καινούργια αρχή, μην κάνεις το λάθος να προσπαθήσεις να τα ανασύρεις ξανά... Θα είναι πιο δύσκολο να το ξεπεράσεις μετά» είπε και σκύβοντας το κεφάλι συγκράτησα τα δάκρυα μου με νύχια και με δόντια.
«Νόμιζα ότι με αγαπούσε» είπα με παράπονο και η απάντηση του με ξάφνιασε.
«Και ποιος σου είπε ότι αυτό δεν ισχύει;» ρώτησε και δεν ήξερα τι να σκεφτώ.
«Πως μπορείς να το λες με τόση σιγουριά;» τον ρώτησα ξέπνοα και χαμογέλασε στιγμιαία με πίκρα.
«Αν δεν ίσχυε Μπέλα, δεν θα ένιωθες ασφάλεια στην αγκαλιά του όταν σου διάβαζε τα βράδια» απάντησε και το σκέφτηκα για λίγο ανασαίνοντας γρήγορα αλλά πριν βάλω τις σκέψεις μου σε μια τάξη, εκείνος συνέχισε... «Από την εμπειρία μου μαζί σου, μπορώ να σου πω ακριβώς τους λόγους που τον οδήγησαν σε τόσο ακραίες πράξεις... Όχι ότι αυτό τον δικαιολογεί»
«Οπότε έφταιγα εγώ» είπα αυτόματα με τα μάτια μου να με τσούζουν ενώ χαμήλωνα την ματιά μου.
«Στην δική του περίπτωση όχι τόσο όσο κατηγορείς τον εαυτό σου... Το πιο λογικό είναι να μην γνώριζες η ίδια γιατί δεν μπορούσες να τα μάθεις και πιθανολογώ ότι ο λόγος που τον έκανε να βγει από τα ρούχα του ήταν γιατί προφανώς εσύ επέμενες ότι είχες διαβάσει ενώ εκείνος νόμιζε ότι του έλεγες ψέματα από την στιγμή που δεν γνώριζες τίποτα από όσα σε ρωτούσε... Όπως πολύ σοφά είπε η γιαγιά σου Μπέλα, δεν φταίει μόνο ο ένας αλλά και οι δύο... Και οι δύο κάναμε ακριβώς το ίδιος λάθος... Αφήσαμε το ένστικτο μας να μας καθοδηγήσει χωρίς να κάνουμε τον κόπο να μπούμε στην διαδικασία να δούμε τον πραγματικό λόγο που συμβαίνει» είπε και τον κοίταζα αποσβολωμένη χωρίς να ξέρω πως να αντιδράσω γι αυτό.
«Δεν μπορούμε να διορθώσουμε τα λάθη του παρελθόντος, μπορούμε όμως να διδαχτούμε από αυτά και να τα αφήσουμε να μας καθοδηγήσουν για να φτιάξουμε το μέλλον... Μην κάνεις το ίδιο λάθος δύο φορές Μπέλα... Όσο παράλογο και να σου φαίνεται αυτό, είμαι αρκετά ανοιχτόμυαλος και μπορώ να δεχτώ οτιδήποτε θες να μοιραστείς μαζί μου... Αυτό που δεν ανέχομαι είναι τα ψέματα και την κοροϊδία, αυτά ναι με κάνουν να βγαίνω εκτός εαυτού... Μην φοβάσαι να πεις αυτό που σκέφτεσαι, έχω κατανόηση» συμπλήρωσε και πήρα μια βαθιά ανάσα κουνώντας το κεφάλι μου καταφατικά ενώ γύριζα και πάλι προς το παράθυρο μαζεύοντας τις σκέψεις μου για να της βάλω σε μια σειρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου