Ετικέτες

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Haunted Love "28. Πόσο ακόμα;"




Δεν γνώριζα που βρισκόμουν... τι έκανα... πόση ώρα είχε σταματήσει... Ανίκανη να κάνω μια λογική σκέψη ένιωθα να χάνομαι, να βλέπω τον κόσμο μου να διαλύεται, να νιώθω την ανάσα μου να λιγοστεύει και το κορμί μου να τινάζεται σε κάθε χτύπο της καρδιά μου που δεν έλεγε να σταματήσει να χτυπά σε ξέφρενους ρυθμούς.

«Μπέλα άνοιξε τα μάτια σου» άκουγα την φωνή του αλλά δεν ήμουν σίγουρη αν ήταν κοντά μου η μακριά μου... «Μπέλα άνοιξε τα μάτια σου» τον άκουγα να επαναλαμβάνει επιτακτικά και απρόθυμα έκανα ότι μου ζητούσε... «Είσαι καλά;» συνέχιζε εκείνος και κάπου μέσα στην θολούρα μου ένιωθα ότι υπήρχε αγωνία στην φωνή του... Υπάρχει περίπτωση πράγματι να ανησυχεί για μένα;

Τα χέρια του απαλά με συγκρατούσαν στην αγκαλιά του και μόλις ένιωσα να με αφήνει, ένα πικρό παράπονο με έκανε να κλαψουρίσω...

«Θα σε βάλω κάτω από το νερό για να ηρεμήσεις λίγο» τον άκουσα να μου λέει αλλά δεν ήμουν ακόμα σε θέση να ανταποκριθώ... Τι στο καλό μου συμβαίνει;... Γιατί νιώθω το σώμα μου να τραντάζεται τόσο πολύ;

Το νερό πάνω στην επιδερμίδα μου έδειχνε να κάνει την δουλειά του και κατασταλτικά έπαιρνε μακριά όλην την τρεμούλα και τις συσπάσεις που με κάνανε να είμαι ανίκανη να κάνω έστω και μια λογική σκέψη.

Για λίγο με άφησε μόνη μου και αρπάζοντας την ευκαιρία άφησα το πρόσωπο μου κάτω από την ντουζιέρα, αφήνοντας το νερό που έτρεχε με πίεση να με κάνει να συνέλθω... Την στιγμή που ένιωσα το δάχτυλο του να χάνεται μέσα μου μέχρι τα βάθη της ύπαρξης μου, ξαφνικά όλα γύρισαν απότομα στην μνήμη μου και νιώθοντας όλο μου το σώμα να εκρήγνυται από θυμό και αγανάκτηση γύρισα προς το μέρος του και προσπάθησα να τον αντιμετωπίσω με όλην μου την δύναμη... Εκείνος  όμως πιο γρήγορος από μένα πιάνοντας με, με τα χέρια του να σφίγγουν σαν μέγγενη τα δικά μου χέρια, τα έβαλε πίσω από την πλάτη μου και με κόλλησε πάνω στα πλακάκια αλλά το ύφος του αντί να είναι νευριασμένο ή δολοφονικό προς μεγάλη μου έκπληξη ήταν ήρεμο και αν είναι δυνατόν μέσα στην ματιά διέκρινα έναν πόνο που με ξάφνιασε.

«Έπρεπε να σου βάλω ταμπόν για να σταματήσω το αίμα» εξήγησε απλά και μόλις είδε της αντιστάσεις μου να λυγίζουν έκανε ένα βήμα προς τα πίσω ενώ αφαιρώντας τα χέρια του από τα δικά μου, με άφησε ελεύθερη.

«Μπορείς να συνεχίσεις μόνη σου ή θες βοήθεια;» ρώτησε και τον κοίταζα σαν χαζή χωρίς να ξέρω πως να ανταποκριθώ... Μην ξεγελιέσαι... άκουσα την φωνή της λογικής να με προειδοποιεί ξαφνιάζοντας με και κλείνοντας τα μάτια μου σφιχτά, άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά... «Σίγουρα;» ρώτησε ξανά με το χέρι του να μου τρίβει απαλά τον ώμο μου και αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε μέσα μου, κάνοντας με να πάρω δύναμη ώστε για να συνεχίσω να στηρίζω την απόφαση μου.

«Ναι» απάντησα αποφασιστικά και μόλις ένιωσα το κορμί του να ξεμακρένει άνοιξα τα μάτια μου αργά και την στιγμή που έφτασε στην πόρτα τον είδα να μου ρίχνει μια τελευταία ματιά πριν την κλείσει ανέκφραστος.

Δεν άντεχα λεπτό παραπάνω μέσα σε αυτήν την τρέλα, δεν άντεχα λεπτό παραπάνω να χάνω το μυαλό μου... Να μην είμαι ικανή να ελέγχω τον ίδιο μου τον εαυτό, ακόμα και το ίδιο μου το κορμί άρχισε να με προδίδει... Πόσο ακόμα θα μπορώ να τα ανέχομαι ακόμα όλα αυτά;... ΌΧΙ ΤΕΡΜΑ... ως εδώ ήταν... και το καλό που του θέλω να κρατήσει την υπόσχεση του αλλιώς;

Αλλιώς τι;... με ρώτησε η φωνή της λογικής και πάγωσα... Τι μπορείς να κάνεις Μπέλα;... Ακόμα και ο Φλικ είναι πιο δυνατός από σένα... Είχες μια ευκαιρία να μάθεις τόσα πράγματα και εσύ τι ακριβώς έκανες;... Τίποτα... Τα ίδια και τα ίδια λάθη να επαναλαμβάνονται και να χάνεις κάθε ευκαιρία που σου δίνεται ώστε να κερδίσεις τα εφόδια που χρειάζεσαι για να μπορέσεις να προχωρήσεις στην ζωή σου και να ζήσεις μια φυσιολογική ζωή όπως ζει και όλος ο υπόλοιπος κόσμος.

Θέλω να φύγωωωω... έκλαιγα μέσα μου ενώ λυγίζοντας τα πόδια μου άφηνα το σώμα μου να γίνει ένα με το πάτωμα... Δεν μπορώ άλλο, χάνω το μυαλό μου... Δεν ξέρω πια ποια είμαι ακόμα και ίδιος μου ο εαυτός με κατηγορεί... Πόσο ακόμα θα το αντέξω όλο αυτό;

Βρίσκοντας την δύναμη που χρειαζόμουν, σηκώθηκα όρθια και  πλύθηκα καλά... Παίρνοντας μια πετσέτα άρχισα να σκουπίζομαι σχολαστικά ενώ κοίταζα το είδωλο μου στον καθρέφτη... Η όψη μου είχε θολώσει, είχε γίνει πιο ωχρή από όσο την είχα δει ποτέ στην ζωή μου ενώ τα μάτια μου δηλώνανε ανοιχτά όλα όσα μέσα βράζανε.

Πάνω στον μπάγκο παρατήρησα τα αξεσουάρ που φόραγα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα τα μάζεψα όλα, μαζί και την τσάντα μου που ήταν ακόμα στο πάτωμα και άρχισα να πηγαίνω προς την γκαρνταρόμπα που είχε φτιάξει για μένα αλλά περνώντας από το κρεβάτι μου είδα να με περιμένει μια αλλαξιά και χωρίς να το σκεφτώ φόρεσα γρήγορα την φόρμα και τα σπορτεξ που μου είχε αφήσει... Αφού ξαναπήρα τα πράγματα του στο χέρι μου, άνοιξα την πόρτα που πλέον ήταν ξεκλείδωτη και άρχισα να βάζω όλα του τα πράγματα στην θέση τους.

Δεν ήθελα τίποτα δικό του, αν μπορούσα να φύγω γυμνή θα το έκανα... Ότι με ακουμπούσε που ήταν δικό του με αηδίαζε, δεν ήθελα να τον ξέρω, δεν ήθελα να τον δω ποτέ ξανά στα μάτια μου... Είναι ένα τέρας και σήμερα μου έδειξε όλο του το μεγαλείο.

Βάζοντας και το δάκρυ που μου είχε δώσει για δώρο μαζί με τα υπόλοιπα χρυσαφικά συνειδητοποίησα ότι η καρδιά που είχα φορέσει το πρωί δεν ήταν πουθενά και κοιτώντας γύρω μου άρχισα να σκέφτομαι για το που μπορεί να την είχα αφήσει... Γυρίζοντας στο δωμάτιο δεν την βρήκα πουθενά και εκεί που σκεφτόμουν το τι είχε συμβεί το μόνο που μου φάνηκε λογικό ήταν να είχε πέσει μέσα στο αμάξι του, γιατί θυμόμουν πολύ καλά ότι στην διαδρομή την κράταγα στο χέρι μου και έπαιζα με την αλυσίδα της.

Έτρεξα κάτω με τα κλειδιά του στο χέρι και μόλις έφτασα στο γκαράζ τα άφησα πάνω στην τελευταία πόρτα και φτάνοντας κοντά στο αυτοκίνητο του, άνοιξα την πόρτα και άρχισα να ψάχνω παντού με μανία με τα νεύρα μου να χτυπάνε κόκκινο.

«Τι νομίζεις ότι κάνεις εκεί;» άκουσα την φωνή του πίσω μου και από το ξάφνιασμα χτύπησα το κεφάλι μου πάνω στο τιμόνι του βγάζοντας ένα επιφώνημα πόνου και βάζοντας το χέρι μου πάνω στο κεφάλι μου γύρισα να τον αντικρίσω με ένα ψυχρό βλέμμα.

«Έχασα την καρδιά που φόραγα το πρωί και σκέφτηκα ότι θα πρέπει να έπεσε εδώ μιας και που το φορούσα στον γυρισμό... Μήπως την είδες;» τον ρώτησα και εκείνος βάζοντας το χέρι του μέσα στην τσέπη του παντελονιού του το έβγαλε και με μια ειρωνική ματιά με ρώτησε σκληρά.

«Αυτό ψάχνεις;»

«Ναι» του απάντησα με τον ίδιο τόνο και μόλις βγήκα από το αμάξι του πάτησα στα πόδια μου και τον κοίταξα καταπρόσωπο... «Και τώρα που σιγουρεύτηκα ότι όλα είναι και πάλι στην θέση τους μπορώ να φύγω»

«Είναι δικά σου... μπορείς να τα πάρεις» συνέχισε εκείνος ψυχρά και μέσα στην έκφραση μου έβγαλα όλην την αηδία που ένιωθα για εκείνον.

«Πίστεψε με αν μπορούσα να φύγω γυμνή θα το έκανα... Δεν θέλω να με ακουμπάει τίποτα που ανήκει σε σένα... Όσο για την φόρμα και τα παπούτσια να είσαι σίγουρος ότι θα σου τα στείλω πίσω με την πρώτη ευκαιρία» του είπα με δηλητήριο στην φωνή μου.

«Και πως έχεις σκοπό να φύγεις;» ειρωνεύτηκε.

«Δεν σε αφορά πια... Τώρα αν έχεις την ευγενή καλοσύνη μπορείς να ανοίξεις την πόρτα;» του είπα ανασηκώνοντας το ένα μου φρύδι και εκείνος διπλώνοντας τα χέρια του στο στήθος, έμεινε με ένα σκληρό και ανέκφραστο ύφος να με κοιτά καθώς έλεγε.

«Όχι»

«Τι εννοείς όχι;» τον ρώτησα χρησιμοποιώντας το ίδιο του το ύφος.

«Εννοώ ότι δεν θα φύγεις...» ξεκίνησε να λέει και διακόπτοντας τον έβγαλα όλο το δηλητήριο που ένιωθα μέσα μου.

«Ναι φυσικά τι άλλο να περίμενα, ότι θα κρατήσεις τον λόγο σου;... Ψεύτη... υποκριτή... γελοίε»

«Τελείωσες;» ρώτησε αδιάφορα με μια βαριεστημένη γκριμάτσα.

«Θες να μάθεις την γνώμη μου για σένα;... Άκου την λοιπόν... Είσαι ένα άθλιο τέρας, ένα άψυχο κουφάρι που νομίζει ότι ζει μέσα στα πλούτη και τα μεγάλα σαλόνια κοροϊδεύοντας τον κοσμάκη διασκεδάζοντας το... Η αλήθεια όμως  είναι ότι ο εγωισμός σου και η ματαιοδοξία σου σε έχουν τυφλώσει τόσο πολύ που δεν βλέπεις τίποτα μπροστά σου... Νομίζεις ότι είσαι κάποιος, αλλά είσαι ένα τίποτα που το μόνο που κάνεις είναι να ζεις μέσα στην μιζέρια και την μοναξιά... Χρησιμοποιείς όποιον αδύναμο βρεις μπροστά σου μόνο και μόνο γιατί έχεις περισσότερη δύναμη από εκείνον, λέγοντας από πάνω ότι σέβεσαι τα συναισθήματα τους... Αγγούρια... πότε ακριβώς με σεβάστηκες Έντουαρτ;... Πότε σεβάστηκες τα συναισθήματα μου;... Επειδή μετά που με έδερνε ερχόσουν και με πασάλειβες με εκείνην την αηδία... Θεωρείς ότι έπαιρνες τον πόνο μου πίσω;... Επειδή κάθε φορά που έβλεπες να χάνω τον εαυτό μου με άφηνες να σε χτυπώ, θεωρείς ότι αυτό έφτανε για να βγάλω το άχτι μου από μέσα μου;... Επειδή κάθε φορά που ανεχόμουν όλες σου τις μαλακίες με φλόμωνες με τα ηλίθια κοσμήματα σου, θεωρείς ότι αυτό έφτανε να με κάνουν να νιώσω καλύτερα;... Όχι κύριε Κάλλεν εγώ δεν είμαι σαν τις τσούλες που έχεις γνωρίσει και δεν έχω ανάγκη τίποτα από σένα, ότι δικό σου με ακουμπά με αηδιάζει ακριβώς όπως με αηδιάζεις και εσύ»

«Μόνο βιαστή δεν με είπες ακόμα» σχολίασε χαλαρός.

«Τολμάς να με ειρωνεύεσαι;... Πόσο απέχει ο εξαναγκασμός από τον βιασμό κύριε Κάλλεν;» τον ρώτησα εξαγριωμένη και ανασηκώνοντας το φρύδι του επιδεικτικά συνέχισε με έναν αυτάρεσκο τόνο.

«Εξαναγκασμός;... Πες μας τώρα ότι δεν σου άρεσε κιόλας» ειρωνεύτηκε και έτριξα τα δόντια μου ενώ τα μάτια άρχισαν να πετάνε σπίθες.

«Δεν αρνήθηκα ότι σε θέλω Έντουαρτ, αλλά κάθε φορά με κάνεις να νιώθω όλο και πιο φθηνή, με κάνεις να αηδιάζω με τον ίδιο μου τον εαυτό και αυτό δεν το επιτρέπω άλλο... Δεν είμαι σαν τα τσουλάκια σου, έχω αισθήματα, δεν είμαι άδειο κουφάρι σαν και εσένα» του πέταξα με δηλητήριο αφρίζοντας και εκείνος με αδειανό το βλέμμα και αδιάφορα το μόνο που βρήκε να πει ήταν.

«Τελείωσες;»

«Σάλτα πηδείξου μαλάκα... εγώ θα φύγω θες δεν θες» είπα αποφασιστικά και μπαίνοντας μέσα στο αμάξι πρόλαβα να πατήσω το κουμπί που άνοιγε το γκαράζ ακριβώς την στιγμή που εκείνος με τράβαγε από το πόδι για να με βγάλει και πάλι έξω.

«Πάρε τα βρομόχερα σου από πάνω μου... Θέλω να φύγω τώραααα» ούρλιαζα με όλην μου την ψυχή και εκεί που με κάρφωσε πάνω στο αυτοκίνητο με κοίταξε ψυχρά.

«Και θα φύγεις, αλλά όταν το πω εγώ... το κατάλαβες;...» είπε αφρίζοντας και τον έφτυσα στην μούρη... «Τράβα στο δωμάτιο σου και μην το κουνήσεις από εκεί μέχρι να γυρίσω» διέταξε και σπρώχνοντας τον για να ξεκολλήσει από πάνω μου, άρχισα να πηγαίνω προς την πόρτα για να μπω μέσα στο σπίτι... «Τα κλειδιά» φώναξε.

«Πάρτα μόνος σου» του είπα απαξιωτικά και έφυγα για να μην βλέπω άλλο τα μούτρα του.

Είχα πέσει πάνω στο κρεβάτι άδεια, δεν ήθελα να σκέφτομαι, δεν ήθελα να νιώθω, το μόνο που ήθελα ήταν να έρθει η αναισθησία και να με πάρει μακριά ελπίζοντας να μην με φέρει ποτέ πίσω.


Έντουαρτ

Την βρήκα να κοιμάται τόσο γαλήνια με τον Φλικ φωλιασμένο μέσα στην αγκαλιά της και για μια στιγμή ζήλεψα τόσο πολύ αυτήν την αγκαλιά που κοίταξα τον Φλικ και εκείνος μου ανταπέδωσε το βλέμμα με ένα παραπονιάρικο γρύλισμα βάζοντας την μουσούδα του να ακουμπήσει πάνω στον ώμο της, περνώντας μου το μήνυμα ότι δεν ήθελε να την αποχωριστεί και που να με πάρει τον ένιωθα απόλυτα.

Δεν φαντάστηκα ποτέ ότι θα με πονούσε ένας αποχωρισμός αλλά να που έγινε και αυτό.

«Είναι δική της η απόφαση Φλικ... Πήγανε τώρα να ελέγξεις αν είναι ασφαλής να φύγει» του είπα με σιγανή φωνή για να μην την ξυπνήσω και εκείνος έτριψε την μουσούδα του πάνω της σαν να την αποχαιρετούσε ενώ με κοίταζε με παράπονο... «Θα μείνω εγώ μαζί της μέχρι να γυρίσεις» τον καθησύχασα και ξεφυσώντας τα παράτησε και ξεκολλώντας από την αγκαλιά της έφυγε αφήνοντας μας μόνους.

Για λίγο έμεινε σιωπηλή αλλά πριν αρχίσει και πάλι να χτυπιέται ξάπλωσα πίσω της χωρίς να την ακουμπώ και χωρίς να είμαι ικανός να της αντισταθώ άρχισα να χαϊδεύω απαλά τα μαλλιά της.

Πόσο παράλογο μπορεί να είναι;... Διάλυσε τα πάντα στο πέρασμα της και όμως άφησε το στίγμα της τόσο βαθιά που φεύγοντας θα αφήσει πίσω της και τους δύο μας άδειους.

Το σώμα της άρχισε την αναζήτηση και μόλις ένιωσε το κορμί μου αμέσως τύλιξε τα χέρια της γύρω μου και αναστενάζοντας με ανακούφιση, συνέχισε τον ύπνο της γαλήνια... Πόσο διαφορετική είναι όταν κοιμάται τόσο που σε κάνει αμέσως να καταλαβαίνεις πόσο εύθραυστη είναι... Πόσο ανάγκη έχει από έναν προστάτη που θα κάνει τα πάντα να την κρατήσει ασφαλή ακόμα και από τον ίδιο της τον εαυτό... Αλλά αυτό που πραγματικά έχει ανάγκη δεν είμαι εγώ και τελικά ίσως είναι το καλύτερο για όλους μας.

Τα χειλάκια της ανοιχτά με προκαλούσαν τόσο πολύ να πάω κοντά τους που μου ήταν αδύνατον να τους αντισταθώ... Χαμηλώνοντας το κορμί μου έφερα το πρόσωπο μου αντικριστά με το δικό της και με το πιο απαλό άγγιγμα άρχισα να χαϊδεύω τις γωνίες του προσώπου της... Εκείνη ανατριχιάζοντας ανασήκωσε το προσωπάκι της πιο ψηλά και μόλις η ανάσα της χάιδεψε απαλά το πρόσωπο μου, έκλεισα τα μάτια μου και άφησα την καυτή της ανάσα να με στοιχειώσει.

Χωρίς να έχω άλλη αντοχή, άφησα τα χείλια μου απαλά να ακουμπήσουν πάνω στα δικά της και μόλις η μεταξένια τους απαλότητα έκαψε κάθε σπιθαμή της λογικής μου ένιωσα το στήθος μου να διαλύεται και να γίνεται κομμάτια... Περνώντας την γλώσσα μου πάνω από τα χείλια της για να την γευτώ ο αναστεναγμός της έσπασε την σιωπή, την στιγμή που η γεύση της άρχισε να πλημμυρίζει τις αισθήσεις μου και τραβώντας απότομα το πρόσωπο μου από το δικό της έκλεισα τα μάτια μου και τα σφράγισα με το χέρι μου... Τι διάολο κάνω;... Πως μου ήρθε εξαρχής να την φέρω εδώ;... Τι σκεφτόμουν ο ηλίθιος;

«Έντουαρτ;» άκουσα την φωνή της βραχνή από τον ύπνο και βάζοντας το αδιάφορο προσωπείο μου, την αντίκρισα ανέκφραστα.

«Ο Φλικ έχει πάει να δει αν είναι ελεύθερο το πεδίο για να φύγεις» είπα ενώ την κοιτούσα και εκείνη μου ανταπέδωσε το βλέμμα με απορία.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε με αγωνία στην φωνή της και με έστειλε στα τάρταρα για άλλη μια φορά... Πως στο διάολο το κάνει αυτό;

«Τίποτα δεν συμβαίνει,  απλά είμαι κουρασμένος και περίμενα μέχρι να γυρίσει ο Φλικ για να με αντικαταστήσει» εξήγησα και το βλέμμα της έγινε ακόμα πιο μπερδεμένο... «Ο Φλικ κοιμάται μαζί σου όχι εγώ» συμπλήρωσα και κοίταξε γύρω της σαν να προσπαθούσε κάτι να θυμηθεί.

«Ο Φλικ κοιμάται μαζί μου;» ρώτησε περισσότερο τον εαυτό της παρά εμένα χωρίς να με κοιτά και ανασηκώνοντας το κορμί μου έκατσα στην άκρη του κρεβατιού και αφήνοντας την ανάσα μου να βγει αργά από μέσα μου, κοίταξα το κενό καθώς έλεγα.

«Μόλις γυρίσει... πες του να σε πάει μέχρι τον κεντρικό δρόμο... Σου έχω αφήσει λεφτά πάνω στην βαλίτσα σου... Είναι ο μισθός σου...» είπα κάνοντας μια παύση για να της δώσω το δικαίωμα να πει κάτι αλλά καθώς είδα ότι παρέμεινε σιωπηλή συνέχισα... «Ελπίζω από εδώ και πέρα η τύχη σου να αλλάξει» συμπλήρωσα και αφού σηκώθηκα χωρίς να την ξανακοιτάξω πήγα στο δωμάτιο μου και έκλεισα την πόρτα.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

έχει αρχίσει να έχει αισθήματα;;;

Χρυσάνθη Καλαφάτη είπε...

έχει αρχίσει να αναθεωρεί γι αυτά που κάνει όσα αφορά την ΜΠ όχι για τον ίδιο ;) αυτή είναι η διαφορά... ναι νιώθει κάτι αυτήν την στιγμή αλλά δεν έχει σχέση με αγάπη... όμως το πόσο θα κρατήσει αυτό την απορία θα σου την λύσει το επόμενο κεφάλαιο ;)

natalie είπε...

Επιτελους Παναγιτσα μου την φιλησε !!! ΟΛΕ ΟΛΕ !!!

ESCAPE POLH FANTASMA