Ετικέτες

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Fallen angel "5. Για σένα"


 Fallen angel "5. Για σένα"

Ήμουν στον έβδομο ουρανό... φωλιασμένη μέσα στην ζεστή αγκαλιά του Έντουαρτ και άκουγα την αναπνοή του... η ανάσες μας είχαν συγχρονιστεί και εγώ ένιωθα πιο γεμάτη και πιο ζωντανή απο ποτέ αλλά όλα τα ερωτηματικά που μου είχαν δημιουργηθεί μετά τα όσα έμαθα, ήρθαν στην επιφάνεια και άρχισαν να με τρώνε, επαναφέροντας με στην πραγματικότητα.

«Έντουαρτ?» ρώτησα διστακτικά και εκείνος μου άφησε ένα απαλό φιλί στα μαλλιά μου

«μμμμμ?»

«λύσε μου μια απορία»

«τι θες να μάθεις»

«τι είναι ο Τζέηκοπ?»

«ο Τζέηκοπ είναι Νεφιλίμ... είναι μια διασταύρωση έκπτωτου αγγέλου και ανθρώπου... Είναι αθάνατος όπως ένας άγγελος, αλλά διαθέτει όλες τις αισθήσεις των θνητών»

«και γιατί τον χρειάζεσαι?»

«Ένας έκπτωτος που θέλει να νιώσει τις ανθρώπινες αισθήσεις, μπορεί να το κατορθώσει μέσα στο σώμα ενός Νεφιλιμ»

«δηλαδή μπορεί και να περάσει εικόνες όπως ένας έκπτωτος?»

«ναι» απάντησε απλά αλλά ένιωσα μια ανείπωτη ερώτηση να τριγυρίζει στην σκέψη του αλλά περίμενε υπομονετικά να δει που θα οδηγηθούν οι ερωτήσεις μου.

«πως με κάνεις να βλέπω ότι θες εσύ?»

«είναι ένας γρίφος... μπορώ να σου εμφυσήσω λόγια και εικόνες αλλά εξαρτάτε από εσένα αν θα τα πιστέψεις... οι εικόνες μοιράζονται κοινά στοιχεία με την πραγματικότητα κι εσύ πρέπει να αντιληφθείς τι απ όλα είναι αληθινό»

«μμμμ... μουρμούρισα σκεπτική... στον Αρχάγγελο τι θα γινόταν αν πίστευα στ' αλήθεια ότι έπεφτα και τα παράταγα?» ρώτησα και αμέσως τσιτώθηκε

«στην ουσία τίποτα γιατί ήδη είχα πάρει την απόφαση να τα παρατήσω... αλλά εσύ με πρόλαβες με την αποφασιστικότητα σου»

«και γιατί μου έδειξες το πρόσωπο σου? Εννοώ γιατί με έκανες να πιστέψω ότι με κοίταγες χωρίς να με βοηθάς?»

«δεν το έκανα αυτό»

«τι εννοείς ότι δεν το έκανες αυτό? Αφού σε είδα να με κοιτάς και να μένεις άπραγος»

«Μπέλα πραγματικά δεν έκανα κάτι τέτοιο»

«άρα μπορείτε να το κάνετε ταυτόχρονα?»

«τι εννοείς?»

«θα μπορούσε ο Τζέηκοπ ταυτόχρονα με σένα να μου εμφύσησε εικόνες?»

«ναι... αλλά γιατί πιστεύεις ότι το έκανε αυτός?» τώρα με ρώτησε με περισσότερη περιέργεια και άρχισε να υποπτεύεται το που το πήγαινα

«ο Τζέηκοπ δεν είναι αυτός που είδα στην ανάμνηση σου, σωστά?»

«όχι ήταν ο προκάτοχός μου»

«και για ποιο λόγο ήθελε να με σκοτώσει?» των ρώτησα με απορία

«για τον ίδιο λόγο που ήθελα να σε σκοτώσω και εγώ... ήθελε να σε θυσιάσει για να κυριεύσει το σώμα του Τζέηκοπ» είπε αποφεύγοντας να με κοιτάξει

«δεν το καταλαβαίνω και τόσο αυτό... τι σχέσει έχει ο θάνατος μου με το να κυριεύσετε το σώμα του Τζέηκοπ... αφού το κάνετε έτσι κι αλλιώς»

«δεν είναι το ίδιο... είπε απρόθυμα αλλά βλέποντας την επίμονη ματιά μου συνέχισε... σύμφωνα με το βιβλίο του Ενώχ... πήρε μια βαθιά ανάσα... αν ένας έκπτωτος σκοτώσει τον Νεφιλίμ υποτελή του θυσιάζοντας κάποια θηλύκια απόγονο του, τότε μπορεί να κυριεύσει το σώμα του για πάντα και να γίνει άνθρωπος μόνιμα»

«και εκείνος ήξερε ότι ήμουν απόγονος του Τζέηκοπ» διαπίστωσα και άρχισα να ενώνω τα κομμάτια του παζλ.

«ναι»

«αλλά ο Τζέηκοπ δεν το ξέρει... είπα σκεπτική περισσότερο στον εαυτό μου... εσύ το ήξερες απο την αρχή?»

«όχι... όταν είδα το σημάδι σου το κατάλαβα... αυτό το σημάδι... είπε χαϊδεύοντας απαλά το εκ γενετής σημάδι που είχα στον καρπό μου... περνάει απο γενιά σε γενιά σε όλους του απόγονους των Νεφιλιμ και ο κάθε Νεφιλιμ έχει το δικό του σημάδι... λογικά πρέπει να το είχε και ο πατέρας σου»

«ναι... δήλωσα... δηλαδή ο πατέρας μου ήταν ο απόγονος του Τζεήκοπ»

«γιατί μιλάς για εκείνον σαν να τον ξέρεις?» με ρώτησε μην μπορώντας να κρατήσει άλλο την περιέργεια του.

«γιατί πολύ απλά τον ξέρω... απάντησα αυτόματα αλλά ακόμα χαμένη στις δικές μου σκέψεις και εκείνος με κοίταξε σοκαρισμένος... εμένα έψαχναν» αναφώνησα κάνοντας την σύνδεση με το τελευταίο μήνυμα της Άλις... τις σκέψεις μου και ο Έντουαρτ ανασηκώθηκε τώρα και με κοίταζε ξαφνιασμένος ζητώντας με το βλέμμα του εξηγήσεις

«Μαρίνα τι ακριβός εννοείς?»

«η Άλις έγραφε στο τελευταίο της μήνυμα... ότι είχαν βγει για να βρουν κάτι... αλλά δεν το βρήκαν και αποφάσισαν να γυρίσουν σπίτι» είπα πάλι αυτόματα προσπαθώντας να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου κοιτώντας το κενό.

«Μαρίνα... φώναξε και πιάνοντας με απο τα μπράτσα με ταρακούνησε και με ανάγκασε να τον κοιτάξω... τι λες? Που κολλάει η Άλις με τον Τζέηκοπ και ποιοι είναι αυτοί που έψαχναν εσένα?» έλεγε γρήγορα όλες μαζί τις ερωτήσεις χωρίς ανάσα απο την σαστιμάρα του.

«ο Τζέηκοπ είναι ο φίλος του Τζάσπερ... μας τον είχε γνωρίσει πριν λίγο καιρό και η Άλις είναι μαζί τους τώρα... τι χαζή που είμαι... φώναζα πιο πολύ στον εαυτό μου... πως δεν το σκέφτηκα πιο πριν» είπα απελπισμένη και έπιασα το κεφάλι μου.

«είσαι με τα καλά σου... φώναζε τώρα εκείνος... ήξερες για τον Τζέηκοπ και ήρθες να τον βρεις???» είπε έξαλλος απο θυμό

«Έντουαρτ πρέπει να πάμε πίσω... πρέπει να βεβαιωθώ ότι η Άλις είναι καλά... πρέπει να την προειδοποιήσω με κάποιον τρόπο... πριν της κάνουν κακό» είπα χωρίς ανάσα απελπισμένη παρακαλώντας των με δάκρυα στα μάτια

«σήκω θα γυρίσουμε πίσω... αλλά εσύ θα κάνεις αυτό που θα σου πω εγώ... δεν θα τον πλησιάσεις... το κατάλαβες» είπε εκνευρισμένος και ένευσα μην μπορώντας να κάνω κάτι άλλο και με τύλιξε με το σεντόνι... αφού ξανά έβαλε τα βρεγμένα του ρούχα, άρχισε να με σέρνει προς την έξοδο.

Όταν φτάσαμε στο Τζιπ τον κοίταξα ύποπτα και ανασήκωσε τους ώμους του...

«το ήξερα ότι έλεγες ψέματα» του είπα χτυπώντας τον στον ώμο και γέλασε

«ναι αλλά δεν πήγες να βάλεις μπρος την μηχανή» ανταπάντησε εκείνος σηκώνοντας τα φρύδια του

«έχε χάρη που ανησυχώ για την Άλις αλλιώς θα σου έλεγα τώρα» του απάντησα και εγώ και μπαίνοντας μέσα μου έδωσε ένα βαθύ φιλί και ανταποκρίθηκα αμέσως πιάνοντας τον απο το σβέρκο για να τον φέρω πιο κοντά μου.

«αν κάνεις καμία ανοησία... με κοίταξε απειλώντας με...  ψάξε γωνιά να κρυφτείς» τελείωσε την φράση του και γέλασα δυνατά

«οκ... πάμε τώρα?» τον παρακάλεσα και κλείνοντας την πόρτα μου ήρθε και έβαλε την μηχανή μπροστά και άρχισε να τρέχει σαν τον άνεμο...

Μόλις φτάσαμε στο σπίτι πήρα στο χέρι το περίσσευμα του σεντονιού και άρχισα να τρέχω με μανία αλλά όταν έφτασα στην πόρτα ξέχασα ότι τα κλειδιά μου είναι στο παντελόνι που δεν φόραγα πια...

«φτουυυυ... δεν έχω τα κλειδιά μου... φώναξα απελπισμένη και ο Έντουαρτ έκανε το γύρω του σπιτιού και σε πολύ λίγο μου άνοιξε την πόρτα απο την μέσα μεριά... πως?... πήγα να ρωτήσω αλλά τα παράτησα... άστο» είπε αμέσως και άρχισα να τρέχω προς το δωμάτιο της μητέρας μου για να πάρω το εφεδρικό κινητό που είχαμε για έκτακτες ανάγκες.

Πληκτρολόγησα αμέσως το τηλέφωνο της Άλις πηγαίνοντας προς το δωμάτιο μου αλλά βγήκε αμέσως ο τηλεφωνητής και κλείνοντας το κινητό έπεσα βαριά στο στρώμα του κρεβατιού μου... ο Έντουαρτ ήρθε και έκατσε πίσω μου και με φώλιασε στην αγκαλιά του τρίβοντας τον ώμο μου παρηγορητικά για να με ηρεμήσει, περνώντας το άλλο του χέρι γύρω μου...

Χωρίς να χάνω χρόνο πήρα στο σπίτι της και με την δεύτερη κλίση το σήκωσε η μητέρα της...

«κυρία Ούμπερ... φώναξα άθελα μου... είναι η Άλις εκεί?» την ρώτησα και η απάντηση της με έκανε να δαγκωθώ που άθελα μου άφησα όλην μου την αγωνία να βγει στην επιφάνεια.

«εγώ νόμιζα ότι ήταν μαζί σου» είπε και ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, ο Έντουαρτ μου έδωσε ένα φιλί στα μαλλιά μου για να μου δώσει δύναμη και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα συνέχισα πιο ήρεμα

«ναι φυσικά και ήμασταν μαζί... αλλά κάπου στον δρόμο χαθήκαμε και ήθελα να την ρωτήσω κάτι» είπα ψέματα για να την καθησυχάσω αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι την έπεισα.

«ααα... όχι δεν έχει έρθει»

«λογικά θα έρθει όπου να ναι, θα της πείτε να με πάρει τηλέφωνο?»

«ναι φυσικά Μαρινάκι μου»

«σας ευχαριστώ» είπα και αφού χαιρετηθήκαμε έκλεισα την γραμμή και γύρισα την ματιά μου προς τον Έντουαρτ

«τι κάνουμε τώρα?» τον ρώτησα με αγωνία

«η μητέρα σου πότε θα γυρίσει?»

«ωχχ η μητέρα μου... την ξέχασα τελείως» είπα απελπισμένη και την ώρα που άρχισα να πληκτρολογώ τον αριθμό της ακούσαμε την πόρτα να ανοίγει και παγώσαμε

«Μαρινάκι?» φώναξε εκείνη την στιγμή που έμπαινε στο σπίτι και έχασα την ανάσα μου

«πάρε ανάσα και ηρέμησε... μείνε μαζί της και εγώ θα πάω να ψάξω να βρω την Άλις... εντάξει?»

«που?»

«παντού... δεν θα γυρίσω χωρίς εκείνην, σου το υπόσχομαι» είπε και δίνοντας μου ένα φιλί στον κρόταφο έφυγε απο δίπλα μου και πήγε στο παράθυρο

«Έντουαρτ» φώναξα και έτρεξα κοντά στο παράθυρο την ώρα που εκείνος πήδηξε στο κενό... με κομμένη την ανάσα

Όταν προσγειώθηκε στο έδαφος κοίταξε προς την μεριά μου, μου έκλεισε το μάτι και εξαφανίστηκε.

«Μαρινάκι μου τώρα σηκώθηκες?» άκουσα την φωνή της μητέρας μου απο πίσω μου και αναπήδησα

«εεε ναι» είπα και γύρισα προς το μέρος της παίρνοντας μια ανάσα

«που βρήκες αυτό το άθλιο σεντόνι?»

«εεε???... είπα ενώ είχα ξεχάσει ότι ήμουν ακόμα μόνο με αυτό... εεε δεν ξέρω σε ένα συρτάρι, νομίζω» είπα ψέματα και εκείνη με κοίταξε καλά καλά

«μου κρύβεις κάτι?» είπε υποψιασμένη και προσπερνώντας την άρχισα να μαζεύω ρούχα για να πάρω μαζί μου στο μπάνιο.

«σαν τι δηλαδή» είπα και καλά και την ώρα που έφτασα στην πόρτα με σταμάτησε

«Μαρινάκι σαν να μην μας τα λες καλά τελευταία» είπε εκείνη με ύφος... τα κάναμε και εμείς παλιά αυτά... και χαμογελώντας αθώα μπήκα στο μπάνιο και άφησα το ζεστό νερό να με ηρεμήσει για να αντιμετωπίσω ότι και αν ερχόταν.

Όταν κατέβηκα στο καθιστικό εκείνη με περίμενε αλλά εγώ δεν είχα όρεξη για κουβέντα... βρήκα τα χάπια μου και σκέφτηκα ότι ήταν καλή στιγμή να πάρω δύο κάψουλες σιδήρου για να ηρεμήσω το στρες του οργανισμού μου και αφού τα κατάπια, ήρθε η μητέρα μου και έκατσε σε ένα σκαμπό του ψιλού μπάγκου και με κοίταξε μέσα στα μάτια.

«θα μου πεις τι συμβαίνει?»

«σαν τι να συμβαίνει δηλαδή?»

«δεν ξέρω... μέχρι το πρωί που έφυγα ήσουν μέσα στην απελπισία και τώρα λάμπεις»

«κοιμήθηκα καλά» είπα ανάλαφρα και άρχισα να πληκτρολογώ και πάλι τον αριθμό της Άλις στο δεύτερο χτύπο τον σήκωσε και η καρδιά μου πάγωσε για μια στιγμή

«Άλις???» φώναξα πριν μιλήσει και όταν άκουσα την φωνή της η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει πιο ζωηρά.

«Μαρίνα??... με ρώτησε δύσπιστα... απο που με παίρνεις?» είπε ανάλαφρα και ηρέμησα... τουλάχιστον ήταν καλά

«απο το εφεδρικό... η μητέρα μου σήκωσε το ένα της φρύδι... κάπου έχω ξεχάσει το δικό μου και δεν το βρίσκω... είπα ψέματα και στις δύο και άλλαξα το θέμα αμέσως... Άλις που βρίσκεσαι?»

«ααα... είμαστε με τα παιδιά στο σχολείο και παίζουμε κρυφτό... δεν μπορείς να φανταστείς τι πλάκα έχει... εεεε... σταμάτα.... είπε σε κάποιον και η ανάσα μου πάγωσε... Τζάσπερ μιλάω τώρα περίμενε λίγο» την άκουσα να λέει και περίμενα με αγωνία να της μιλήσω

«δώσ’ την μου να της μιλήσω εγώ και πήγαινε να βρεις τον Τζέηκοπ» άκουσα να της λέει και πριν την προειδοποιήσω άκουσα την φωνή του Τζάσπερ και όλο το αίμα στράγγιξε απο το πρόσωπο μου.

«Μαρίναααα... είπε με συρτή φωνή που με έκανε να ανατριχιάσω... έλα να παίξεις μαζί μας... αλλιώς... υπάρχει ένα δέντρο στο προαύλιο με το όνομα της κολλητής σου επάνω του» άκουσα την φωνή του στο τέλος πιο απειλητική και η γραμμή αμέσως κόπηκε... Χριστέ μου είχα δίκιο... εκείνος σκότωσε εκείνο το κακόμοιρο το κορίτσι...

Η μητέρα μου κάτι προσπαθούσε να μου πει αλλά εγώ είχα παγώσει τόσο πολύ στην θέση μου που ήμουν ανίκανη να ακούσω το οτιδήποτε...

«Μαρίνα σου μιλάω» είπε η μητέρα μου και με γύρισε απότομα προς το μέρος της και μόλις την είδα συνήλθα.

«πρέπει να φύγω... μην με ρωτήσεις το πως και το γιατί... είπα και άρχισα να τρέχω προς την πόρτα, παίρνοντας και τα κλειδιά του αυτοκινήτου μαζί μου... σου υπόσχομαι ότι δεν θα αργήσω» είπα και έκλεισα την πόρτα βιαστικά πριν τρέξει κοντά μου και τρέχοντας πήγα στο αυτοκίνητο και άρχισα να τρέχω προς το σχολείο με μεγάλη ταχύτητα.

Όταν έφτασα όμως εκεί δεν ήξερα τι να κάνω... πήρα τηλέφωνο στο κινητό του  Έντουαρτ αλλά το κινητό του ήταν νεκρό... τουλάχιστον μου είπε και μια αλήθεια... σκέφτηκα και χαμογέλασα πριν ο κρύος ιδρώτας έρθει να με λούσει απο πάνω μέχρι κάτω... τώρα που ξέρω την αλήθεια πως θα καταφέρω να την αντιμετωπίσω... σκέφτηκα αλλά η δόνηση του κινητού με έβγαλε απο τις σκέψεις μου και αμέσως το σήκωσα χωρίς να δω ποιος είναι...

«σε βλέπω» άκουσα μια βαθιά ανατριχιαστικιά φωνή

«Τζέηκ» είπα με κομμένη την ανάσα

«μμμμ, είσαι καλή... μου αρέσει αυτό»

«τι θέλεις?»

«τι άλλο απο το να παίξουμε... τα φιλαράκια σου σε περιμένουν με αγωνία... μην τα απογοητεύσεις» είπε και έκλεισε την γραμμή

Πήρα μια βαθιά ανάσα και άνοιξα την πόρτα... το σώμα μου έτρεμε αλλά ήξερα πολύ καλά ότι αυτή η μάχη ήταν δική μου όχι της Άλις και έπρεπε να παλέψω για εκείνην... χωρίς να ξέρω που θα οδηγούσε όλο αυτό... ίσως και στο θάνατο μου.

Μπήκα μέσα στο σχολείο και το απόλυτο σκοτάδι με τύλιξε... ανοιγόκλεισα τα μάτια μου για να συνηθίσω στο λιγοστό φως που έμπαινε απο τα παράθυρα και μόλις έκανα μερικά βήματα άκουσα την πόρτα πίσω μου να κλείνει με έναν μεγάλο κρότο και αναπήδησα κλείνοντας με το χέρι μου το στόμα μου για να μην ουρλιάξω και άρχισα να παίρνω βαθιές αναπνοές για να ηρεμήσω.

«Μαρίνα!!!» άκουσα την ίδια φωνή που είχα ακούσει και πριν στο τηλέφωνο να με φωνάζει και άρχισα να τρέμω χωρίς να είμαι σίγουρη για το τι να κάνω.

Έκανα μερικά βήματα ακόμα στα τυφλά μέχρι που έπιασα τον τοίχο και άρχισα να χαράζω μια τυφλή πορεία προς το άγνωστο...

Κάποια στιγμή το κινητό μου άρχισε να χτυπά και αναπήδησα απο τον ήχο του αλλά αμέσως το πήρα στα χέρια μου και απάντησα...

«Μαρίνα που είσαι?» φώναζε ο Έντουαρτ απο την άλλη μεριά της γραμμής και πήρα μια ανακουφιστική ανάσα αλλά πριν απαντήσω κάποιος μου άρπαξε το κινητό απο το χέρι και με ακινητοποίησε βάζοντας το χέρι του πάνω στον λαιμό μου και με μια απότομη κίνηση με χτύπησε πάνω στον τοίχο και με σήκωσε απο το πάτωμα.

Σταμάτησα απότομα να αναπνέω και αμέσως έβαλα τα χέρια μου πάνω στα δικά του προσπαθώντας να τα αφαιρέσω απο πάνω μου χωρίς αποτέλεσμα μέχρι που άκουσα την φωνή του να αντηχεί στα αυτιά μου και μου πάγωσε το αίμα.

«όχι τόσο γρήγορα αγγελούδι» είπε κοροϊδευτικά χρησιμοποιώντας το υποκοριστικό που συνήθως με φώναζε ο Έντουαρτ και δάκρυα άρχισα να τρέχουν στα καυτά μου μάγουλα την στιγμή που διαπίστωσα ότι ήταν θέμα χρόνου να με αποτελειώσει.

«Μαρίνααααα» άκουγα απο το ακουστικό την φωνή του Έντουαρτ και ένας πόνο διαπέρασε το στήθος μου και με έκανε να κοπώ στα δύο

«σχολείο» είπα με μεγάλη δυσκολία διακεκομμένα αλλά ήταν μάταιο αφού ο Τζέηκοπ είχε κάνει το κινητό κομμάτια και ταυτόχρονα με πέταξε με δύναμη στο πάτωμα στέλνοντας το σώμα μου μακριά.

Το σώμα μου σερνόταν στο πάτωμα με δύναμη αρκετά μακριά απο το σημείο που ήμουν και ούρλιαξα απο το πόνο που μου προκάλεσε η τριβή...

«τώρα οι δύο μας» άκουσα να μου λέει και πιάνοντας με απο το μαλλί άρχισε να με σέρνει μέσα στο σκοτάδι μέχρι που με καθήλωσε σε μια καρέκλα και απο το φως που έμπαινε απο τα παράθυρα, κατάλαβα ότι ήμασταν μέσα στην αίθουσα βιολογίας

«έχετε περάσει τόσες όμορφες στιγμές εδώ μέσα... είπε με προσποιητή συγκίνηση και άρχισα να κοιτάω γύρω μου τον χώρο και άλλα δάκρυα έκαναν την εμφάνιση τους θολώνοντας την όραση μου... δεν είναι εκπληκτικό?... να χάσεις την ζωή σου στο σημείο που άρχισε η καρδιά σου να χτυπά για τον πρώτο πραγματικό σου έρωτα??» ρώτησε και δεν ήξερα αν έπρεπε να απαντήσω ή όχι... κοίταγα με μανία γύρω μου ελπίζοντας να βρω κάτι σωτήριο για μένα αλλά εκείνος με ανάγκασε και πάλι να γυρίσω την ματιά μου σε εκείνον.

«θα με κοιτάς στα μάτια όταν σου μιλώ» απαίτησε και κούνησα το κεφάλι μου νευρικά δαγκώνοντας τα χίλια μου

«που είναι η Άλις?» φώναξα ξαφνικά και εκείνος μου άστραψε ένα χαστούκι που με έκανε να φύγω με βία απο την καρέκλα και να πέσω πάνω στην πόρτα... το σώμα μου έφυγε στο πλάι και έπεσε με δύναμη στο πάτωμα... το χέρι μου έπιασε κάτι μεταλλικό και μόλις το αντιλήφθηκα το κράτησα μέσα στην χούφτα μου και την ώρα που εκείνος με άρπαξε πάλι απο τα μαλλιά το έκρυψα στο ζωνάρι του τζιν πριν με σηκώσει για να με ξαναβάλει στην καρέκλα.

«ας μιλήσουμε αγγελούδι»

«τι θες απο μένα??»

«απο εσένα δεν θέλω τίποτα αγγελούδι μου»

«τότε απο ποιον?»

«δεν έχεις καταλάβει ακόμα?... τστστς και σε είχα για έξυπνη... ήσουν η μαριονέτα μου... σε κουνούσα πέρα δώθε με μια κλωστή... τόσο εύκολα... σε χρησιμοποιούσα σαν υποκατάστατο, αφού το άτομο που θέλω πραγματικά να βλάψω δεν μπορεί να πάθει κακό... ξέρεις ποιο είναι αυτό το άτομο?»

Ένιωθα μια στιγμή να πνίγομαι... η ανάσα μου κάθε στιγμή που πέρναγε γινόταν όλο και πιο δύσκολη και η καρδιά μου άρχιζε να παγώνει... ήξερα ότι χρειαζόμουν τις κάψουλες σιδήρου μου και ότι δεν ήθελα πολύ να ακόμα για να χάσω τις αισθήσεις μου... ένα χαστούκι ήρθε να με επαναφέρει και εστίασα προς το πρόσωπο του προσπαθώντας να πάρω βαθιές αναπνοές για να ηρεμήσω τον πανικό μου.

«συγκεντρώσου... είπε άγρια... σε ποιον αναφέρομαι»

«στον Έντουαρτ» είπα ψιθυριστά

«ακριβός... τον πολύ αγαπημένο μας Έντουαρτ... που απο την μια με απελευθέρωσε απο τον έκπτωτο που με βασάνιζε αιώνες τώρα, απο την άλλη ήρθε και με το έτσι θέλω πήρε την θέση του... και όλα αυτά ξέρεις γιατί?»

«για να έχουν δύο βδομάδες τον χρόνο ανθρώπινες αισθήσεις» του είπα αυτόματα με ψιθυριστή φωνή

«μμμμ, βλέπω είσαι ενημερωμένη... αλλά αυτό που δεν ξέρεις είναι τι σημαίνει όλο αυτό για μένα... δύο βδομάδες... δύο καταραμένες βδομάδες τον χρόνο είναι το διάστημα που χάνω τον έλεγχο. Καμία ελευθερία, καμία επιλογή. Δεν έχω την πολυτέλεια να αποδράσω κατά την διάρκεια εκείνων των δύο εβδομάδων, δανείζοντας το σώμα μου κι  επιστρέφοντας όταν όλα έχουν τελειώσει. Ίσως μετά να μπορούσα να πείσω τον εαυτό μου πως αυτό δεν συμβαίνει στ’ αλήθεια. Όχι. Εξακολουθώ να βρίσκομαι εκεί μέσα, φυλακισμένος μέσα στο ίδιο μου το σώμα, βιώνοντας κάθε στιγμή... έχεις ιδέα πως είναι αυτό? Έχεις?» φώναζε τώρα και έκλεισα τα αυτιά μου για να μην ακούω την εκκωφαντική του φωνή που τρύπαγε τα τύμπανα μου... εκείνος τράβηξε βίαια τα χέρια μου και αφού τράβηξε την προσοχή μου συνέχισε

«φαντάσου τον εαυτό σου στην θέση μου... αυτός που σου χαρίζει την ελευθερία, να έρχεται και με δόλιο τρόπο να σου την ξανά στερεί... φαντάζεσαι αυτό πως είναι είναι? Το σώμα σου να παραβιάζεται χρόνια και χρόνια... Φαντάσου ένα μίσος τόσο ισχυρό, ώστε να μη γιατρεύεται με τίποτα εκτός απο εκδίκηση... Φαντάσου να καταναλώνεις τεράστια ποσά ενέργειας και αντοχής, για να έχεις απο κοντά το αντικείμενο της εκδίκησης σου, περιμένοντας υπομονετικά τη στιγμή που η μοίρα σου προσφέρει την ευκαιρία όχι απλώς να ανταποδώσεις το κακό... Αλλά να στρέψεις την κατάσταση υπέρ σου... εσύ είσαι αυτή η ευκαιρία... αν σου κάνω κακό, κάνω κακό στον Έντουαρτ»

Ο φόβος έκανε το κορμί μου να τρέμει αλλά τα επόμενα του λόγια, μου δώσανε τόση δύναμη που πλέων ήξερα ότι μπορώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου με όση δύναμη μου είχε απομείνει...

«άσε με να μαντέψω τι σκέφτεσαι... είπε και άρχισε να με πλησιάζει με αυτάρεσκο ύφος... εύχεσαι να μην είχες γνωρίσει τον Έντουαρτ... συνέχισε με σαγηνευτική φωνή... εύχεσαι να μην σε είχε ερωτευτεί ποτέ... συνέχισε και εγώ άρχισα να γελάω ειρωνικά... συνέχισε να γελάς με την θέση που σε έχει φέρει... συνέχισε να γελάς με την κακή σου επιλογή» τελείωσε την φράση του και πέρασε το χέρι του απο τον κρόταφο μου μέχρι το σαγόνι μου και ένιωσα να θέλω να κάνω εμετό.

«μην με αγγίζεις... φώναξα... πάρε τα χέρια σου απο πάνω μου» συνέχισα κλείνοντας τα μάτια μου και η αναπνοή του άρχισε να χαϊδεύει το πρόσωπο μου και τότε δεν κρατήθηκα άλλο.

Με όση δύναμη είχα... τράβηξα το μεταλλικό αντικείμενο που είχα βρει πριν και σταματώντας την ανάσα μου με μια γρήγορη κίνηση την έχωσα μέσα στο κορμί του... εκείνος ξαφνιασμένος έκανε ένα σπασμωδικό  βήμα προς τα πίσω τρικλίζοντας και έβγαλε έναν λαρυγγώδη εκκωφαντικό ήχο και πριν τα χάσω άρχισα να τρέχω...

Βγήκα απο την τάξη και άρχισα να εστιάζω στο σκοτάδι.... με τα χέρια μου ψηλάφιζα τον τοίχο και έτρεχα με όλην την δύναμη που είχα μακριά του... το σώμα μου συγκρούστηκε με τα ερμάρια και βρέθηκα στο πάτωμα για μια στιγμή... δεν άφησα τον πόνο να με καταβάλει και σηκώθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και άρχισα πάλι να τρέχω όσο αυτό ήταν εφικτό μέσα στο σκοτάδι μέχρι που οι διπλές πόρτες, με τις σιδερένιες μπάρες, με έκαναν να καταλάβω ότι ήμουν στο γυμναστήριο.

Άνοιξα την πόρτα και έμεινα για μια στιγμή να εστιάζω τον χώρο γύρω μου... εδώ το φως που φέγγιζε απο τα παράθυρα ήταν πιο πολύ και δεν μου πήρε πολύ ώρα ώστε να βρω την πόρτα για τα αποδυτήρια... άρχισα να τρέχω πάλι προς το μέρος της αλλά μόλις έφτασα εκεί η διαπίστωση ότι οι πόρτες είναι κλειδωμένες με έκαναν να λυγίσω.

Το χέρι του Τζέηκοπ βρέθηκε στα μαλλιά μου και με δύναμη χτύπησε το πρόσωπο μου πάνω στην πόρτα συνθλίβοντας την μύτη μου και καταπνίγοντας τα ουρλιαχτά μου...

«καλή η προσπάθεια αλλά κάτι τέτοιο δεν θα με σκοτώσει... είμαι Νεφιλιμ... είμαι αθάνατος» είπε με άγρια φωνή και γυρίζοντας με προς το μέρος του άρχισε να με φιλάει απαιτητικά και βίαια και ένιωσα την αναγούλα να γίνετε πιο έντονη μέχρι που ένα κύμα ισχύος ξεχύθηκε μέσα μου και τα χέρια μου με δική τους πρωτοβουλία τυλίχτηκαν στον λαιμό του και άρχισαν να τον πνίγουν με τέτοια δύναμη που δεν είχα ξανανιώσει ποτέ.

Ο Τζέηκοπ χάνοντας την αναπνοή του πίσω πάτησε και έριξε το σώμα του πάνω στην κερκίδα... τα χέρια μου συνέχιζαν να τον πνίγουν και ενώ έδινα την εντολή στα χέρια μου να σταματήσουν εκείνα συνέχιζαν με περισσότερη δύναμη να του φράζουν την είσοδο του αέρα και εκείνος χτυπιόταν κάτω απο την δύναμη μου.

Μην φοβάσαι εγώ το κάνω αυτό...

Άκουσα την φωνή του Έντουαρτ μέσα στο μυαλό μου και πήρα μια ανάσα... όλη η δύναμη και η ελευθερία απούσες καθώς εκείνος κυριαρχούσε πάνω μου... προτού βρω χρόνο να αντιληφθώ πόσο με τρομοκρατούσε αυτή η έλλειψη ελέγχου, ένας απίστευτος πόνος διαπέρασε το χέρι μου και συνειδητοποίησα ότι ο Έντουαρτ χρησιμοποιούσε τη γροθιά μου για να χτυπήσει τον Τζέηκοπ... τα χέρια μου άρχισαν πάλι να τον πνίγουν και εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι αυτό... όλες μου οι αισθήσεις ήταν παραδωμένες σε εκείνον.

Ο Τζέηκοπ άνοιξε τα μάτια του διάπλατα και κατόπιν διογκώθηκαν... προσπάθησε να μιλήσει, κινώντας ακατάληπτα τα χείλη του, όμως ο Έντουαρτ δεν σταματούσε...

Δεν έχω την δυνατότητα να παραμείνω μέσα σου για πολύ... είπε στις σκέψεις μου

Δεν μου επιτρέπεται, εφ’ όσον δεν είναι Τσασβάν... Μόλις βγω, τρέξε... Κατάλαβες? Τρέξε όσο πιο γρήγορα μπορείς... Ο Τζέηκοπ  θα είναι υπερβολικά αδύναμος και ζαλισμένος για να μπει μες στο κεφάλι σου... Τρέξε και μη σταματήσεις.

Ένας οξύς βόμβος έσκουξε μέσα μου κι ένιωσα το σώμα μου να αποκόπτεται απο τον Έντουαρτ και ο έλεγχος τον κινήσεων γύρισε...  τα χέρια μου αυτόματα σαν ελατήρια απομακρύνθηκαν απο τον λαιμό του Τζέηκοπ και χωρίς να το σκεφτώ άρχισα να τρέχω μέχρι που είδα μπροστά μου το σώμα του Έντουαρτ αναίσθητο στο πάτωμα να κείτεται ακίνητο... σταμάτησα απότομα αλλά εκείνος έξαλλος ξαναπέρασε την σκέψη του σε μένα.

Τρέχα Μαρίνα μην σταματάς...

Πήρα μια ανάσα και άρχισα να τρέχω προς την έξοδο αλλά εκείνη ήταν φραγμένη... όταν μπήκα ήταν ξεκλείδωτη αλλά όχι πια... την χτύπαγα να ανοίξει με όλη την δύναμη που μου είχε απομείνει αλλά εκείνη παρέμενε στην θέση της... γύρισα προς την άλλη μεριά και είδα τον Τζέηκοπ να σηκώνετε με αργό και συρτό τρόπο γελώντας ικανοποιημένος με την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα, κουνώντας το κεφάλι του δεξιά και αριστερά κάνοντας το να ξεπιαστεί απο τον πόνο... κοίταξα γύρω μου και ξαφνικά είδα πάνω απο τις κερκίδες μια σιδερένια σκάλα και άρχισα να τρέχω προς το μέρος της.

Ο φόβος με είχε καταβάλει αλλά δεν τα έβαζα κάτω... ξέπνοη φτάνοντας κοντά της άρχισα να την ανεβαίνω...

«όχι και τόση καλή επιλογή για κάποιαν που έχει υψοφοβία» χλεύαζε και άκουγα την φωνή του να είναι πολύ κοντά μου αλλά δεν τα έβαζα κάτω.

Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα άρχισα να την ανεβαίνω ελπίζοντας να κρατήσει για να φτάσω στον αεραγωγό που ήταν στο τέρμα της σκάλας... με την άκρη του ματιού μου διέκρινα τον ψύκτη στο έδαφος... φαινόταν μικροσκοπικός, που σήμαινε πως βρισκόμουν ψηλά... πολύ ψηλά.

Μην κοιτάζεις κάτω... διέταξα τον εαυτό μου... συγκεντρώσου Μαρίνα δεν είναι μακριά η λύτρωσης σου... συνέχισα αλλά εκείνην την στιγμή ένιωσα την σκάρα να τρικλίζει και πιάστηκα με χέρια και με πόδια γύρω απο αυτήν... κοίταξα προς τα πάνω και είδα την μια βίδα να ξεσκαλώνει σιγά σιγά μέχρι που έπεσε... το γέλιο του Τζέηκοπ αντήχησε στα αυτιά μου και κοκάλωσα στην θέση μου όταν είδα να συμβαίνει το ίδιο και στην δεύτερη βίδα και κράτησα την αναπνοή μου για να εμποδίσω τον πανικό να με αποτελειώσει.

Κρατούσα την ψυχραιμία μου αλλά δεν ήταν αρκετό... η σκάλα άρχισε να υποχωρεί και το σώμα μου άρχισε να αιωρείται στο κενό... κράταγα με όλην μου την δύναμη, με τα χέρια μου τα σκαλιά και δεν το έβαζα κάτω...

Διωξ’ τον απο το μυαλό σου... συνέχισε να σκαρφαλώνεις... η σκάλα είναι ακέραιη.

Άκουσα την φωνή του Έντουαρτ μέσα στο μυαλό μου και άνοιξα τα μάτια μου για να δω που είμαι αλλά εγώ παρέμενα στην ίδια θέση να αιωρούμαι στον αέρα...

«δεν μπορώ... κλαψούρισα με πανικό στην φωνή μου... θα πέσω» φώναξα δυνατά

Διώξ’ τον απο το μυαλό σου Μαρίνα... κλείσε τα μάτια... συγκεντρώσου στην δική μου φωνή... ξέρεις ότι μπορείς να το κάνεις.

Συνέχισε ο Έντουαρτ να με παροτρύνει και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα έβαλα όλο μου το πείσμα και συγκεντρώθηκα στην δική του φωνή...

«δεν θα σου περάσει» είπα με όλο μου το πείσμα και ανοίγοντας τα μάτια είδα την σκάλα να είναι στην θέση της και συνέχισα να την ανεβαίνω με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα.

Τα βήματα του Τζέηκοπ αντήχησαν στα αυτιά μου αλλά εγώ δεν τα παρατούσα... φτάνωντας στο τέρμα της σκάλας, τεντώθηκα επικίνδυνα προς το πλησιέστερο δοκάρι και πιάνοντας το, άρχισα να σκαρφαλώνω προς τα πάνω μέχρι που το πρόσωπο μου αντίκρισε τον τοίχο και η πλάτη μου τον αεραγωγό, μα δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο... χωρίς να έχω άλλη επιλογή λύγισα τα γόνατα μου και άρχισα πόντο πόντο να πηγαίνω πλάγια βήματα για να καταφέρω να φτάσω στην είσοδο του αεραγωγού αλλά πλέων ήταν αργά.

Ο Τζέηκοπ αναρριχήθηκε σβέλτα και με έφτασε πριν πάρω μια αναπνοή... κοιτώντας με αυτάρεσκα με ρώτησε με την πιο διαβολική φωνή που είχα ακούσει ποτέ στην ζωή μου.

«κάποια τελευταία λόγια?»

Κοίταξα κάτω, μολονότι μου ερχόταν ζάλη και αντίκρισα το ακίνητο σώμα του Έντουαρτ... δάκρυα στα μάτια μου άρχισαν να κυλάνε και τότε ήξερα ακριβός ποια ήταν η τελευταία μου επιθυμία... ταλαντεύτηκα καταλάθος κι ενστικτωδώς χαμήλωσα τη στάση μου, για να διατηρήσω την ισορροπία μου και το γέλιο του Τζέηκοπ αντήχησε στα αυτιά μου.

«δεν έχει καμία διαφορά για μένα αν σε ρίξω εγώ ή αν πέσεις μόνη σου» είπε γελώντας αλλά τα επόμενα μου λόγια του έκοψα το γέλιο στην μέση

«κι όμως, έχει... είπα και τον κοίταξα τώρα εγώ αυτάρεσκα... το βλέπεις αυτό το σημάδι?... τον ρώτησα και πάγωσε στην θέση του σμίγοντας τα φρύδια του με απορία... έχουμε το ίδιο αίμα... είμαι απόγονος σου»

«και τι με αυτό» ρώτησε με απορία...

«σύμφωνα με το το βιβλίο του Ένώχ... αν θυσιάσω το αίμα μού, ο Έντουαρτ θα γίνει άνθρωπος κι εσύ θα πεθάνεις»

«ωωω μικρή μου Μαρίνα... κάθεσαι και πιστεύεις αυτά τα παραμύθια???» γέλασε τώρα διασκεδάζοντας το.

«μια δοκιμή θα μας πείσει» του απάντησα και βούτηξα αποφασιστικά στο κενό, πριν προλάβει εκείνος να με σταματήσει.

Έπεφτα με ορμή στο κενό... το σώμα μου ήδη άρχισε να παραλλίει απο τον φόβο αλλά τα μάτια μου και το μυαλό μου εστίασαν μόνο στο πρόσωπο του...

«σ’ αγαπώ» είπα τις τελευταίες μου λέξεις πριν το σώμα μου με έναν εκκωφαντικό ήχο συγκρουστεί με το πάτωμα και το τελευταίο που θυμάμαι είναι η φωνή του να αντηχεί στα αυτιά μου...

«Μαρίναααααααα»

Το σκοτάδι να με τυλίξει στην ζεστή του αγκαλιά... και όλος ο πόνος έφυγε μακριά... κάνοντας την ψυχή μου να παραδοθεί ήρεμη στην αγκαλιά του αγγέλου που ήρθε να την αναπαύσει...

ESCAPE POLH FANTASMA