Ετικέτες

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Σκοτεινός άγγελος "4. Εξομολογήσεις"

Όταν έφτασα στο σπίτι η Έσμε ήταν μόνη της και οι σκέψεις της ήταν τόσο μπερδεμένες που μια αγωνία ήρθε να φωλιάσει στην καρδιά μου... έτρεξα κοντά της και με πήρε αμέσως αγκαλιά.

«Αχχχ Έντουαρτ να ήξερες πόσο μας έλειψες»

«Και εσείς μου λείψατε πάρα πολύ» της είπα ειλικρινά και αφήνοντας την από την αγκαλιά μου είδα στο βλέμμα της την πονεμένη της ματιά και αυτόματα της χάιδεψα το πρόσωπο να την παρηγορήσω.

«Τα παιδιά είναι στο σχολείο... ξεκίνησε... η Άλις επέμεναν να σε περιμένουν αλλά εγώ τους έπεισα τελικά ότι καλό είναι να πάνε για να μην δίνουμε άλλες λαβές για σχόλια» συνέχισε δειλά με έναν περίεργο τόνο που έκανε την αγωνία μου να γίνει πιο μεγάλη.

«Καλά έκανες... της είπα χαμογελώντας της... ίσως αργότερα πεταχτώ και εγώ να τους δω εκεί και να...» συνέχιζα την φλυαρία μου αλλά η ματιά της με έκανε να σταματήσω.

«Αλλά περισσότερο τους έδιωξα γιατί ήθελα να βρω την ευκαιρία να μιλήσουμε μόνοι μας» συνέχισε αγνοώντας τα δικά μου λόγια.

«Έσμε τι συμβαίνει... πραγματικά με κάνεις και ανησυχώ» της είπα τελικά μην μπορώντας άλλο να κρατήσω τις ανησυχίες μου.

«Αυτό που θέλω να σου πω είναι λίγο δύσκολο για μένα αλλά πριν θα ήθελα να σε ρωτήσω κάποια πράγματα»

«Ρωτάμε ότι θες» της απάντησα πρόθυμα για να καταφέρω να λύσω αυτό το μυστήριο που την περιέβαλε.

«Για ποιον λόγο γύρισες και πάλι κοντά μας;»

«Μητέρααα...της είπα χαμογελώντας της... ξέρεις πόσο σας αγαπώ... πίστεψες ότι θα άφηνα να μπει οτιδήποτε ανάμεσα σε μένα και σε σας; Όσο χάλια και να είμαι είσαστε η οικογένεια μου και δεν θα σας παρατήσω ποτέ ότι και να γίνει»

«Το ξέρω αγόρι μου... ποτέ δεν πίστευα ότι θα μας παρατούσες... αλλά δεν ήταν αυτό ακριβός που ήθελα να μου πεις»

«Και τότε τι ήθελες να σου πω;»

«Όσο ήσουν μόνος σου...»ξεκίνησε διστακτικά και η καρδιά μου αμέσως σφίχτηκε... «Σκέφτηκες καθόλου εκείνο το κορίτσι;» συνέχισε πιο αποφασιστικά και απέφυγα για λίγο την ματιά της.

«Ναι» τελικά παραδέχτηκα και με το χέρι της με ανάγκασε να την κοιτάξω.

«Και;» με παρότρυνε να συνεχίσω και αφήνοντας μια ανάσα τελικά της είπα την αλήθεια.

«Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με κάνει να θέλω να είμαι κοντά της... αλλά τώρα ξέρω ότι δεν μπορώ να μείνω άλλο μακριά από αυτό το κορίτσι... ίσως τελικά να την αγαπώ αλλά δεν είμαι σίγουρος ακόμα» της είπα διστακτικά και η ματιά της έγινε πιο στοργική και πιο πονεμένη από πριν, ήξερα πως με κατανοεί η Εσμέ πάντα με καταλάβαινε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο.

«Έντουαρτ... είπε το όνομα μου με δυσκολία δαγκώνοντας το κάτω χείλος της... η κοπέλα πεθαίνει» είπε τελικά και όλος μου ο κόσμος διαλύθηκε...

«Τι;... της είπα ξεψυχισμένα μην μπορώντας να πιστέψω τα λόγια της... πες μου ότι μου λες ψέματα... πες μου ότι το λες για να με κάνεις να την ξεχάσω» απαίτησα ταρακουνώντας την και εκείνη έβαλε τα χέρια της πάνω στο πρόσωπο μου και με κοίταξε βαθιά στα μάτια

«Την ημέρα που έφυγες ο Τσάρλι την πήγε στο νοσοκομείο... η κατάσταση της ήταν πολύ άσχημη και κάθε μέρα που περνάει γίνεται χειρότερη... το σώμα της δεν αντιδρά σε καμία θεραπεία... συνέχισε και ένιωσα ότι αν μπορούσε να κλάψει τώρα τα μάτια της θα είχανε δακρύσει... σβήνει Έντουαρντ» συνέχισε ξεψυχισμένα και συνέχισε να με κοιτάει στα μάτια περιμένοντας της δίκες μου αντιδράσεις.

Έφυγα από το κράτημα της κάνοντας τυφλά πίσω βήματα τελείως σοκαρισμένος... Ως αντίδραση κάλυψα τα αυτιά μου με τα χέρια μου, δεν ήθελα να ακούσω άλλα. Δεν ήθελα να νιώθω το βαθύ ράγισμα στην κρύα μου καρδιά.

«Δεν είναι αλήθεια» είπα περισσότερο στον εαυτό μου προσπαθώντας να τον πείσω παρά σε εκείνην και άρχισα να τρέχω προς το αυτοκίνητο μου.

«Έντουαρντ» άκουσα την σπαρακτική της φωνή αλλά δεν σταμάτησα.

Όταν έφτασα στο νοσοκομείο, ρώτησα κατευθείαν στην ρεσεψιόν που είναι το δωμάτιο της και έτρεξα να την βρω χωρίς να πάω από το γραφείο του Καρλάηλ.

Μπήκα με δειλά βήματα μέσα στο δωμάτιο και την βρήκα να είναι τόσο άσπρη όσο και το σεντόνι που την κάλυπτε και η αναπνοή μου πάγωσε... στην μύτη της, της είχαν βάλει οξυγόνο αλλά η αναπνοή της ήταν τόσο δύσκολη και ο καρδιακός της παλμός τόσο αργός που με έκανε να χάσω την γη κάτω από τα πόδια μου.

Πλησίασα με αργά και αθόρυβα βήματα το κρεβάτι και άνοιξε τα μάτια της έντρομη, το μηχάνημα που μέτραγε την καρδιά της άρχισε να τρελαίνετε και το χρώμα της έγινε ακόμα πιο άσπρο, έτρεμε ολόκληρη και ένιωθα ότι ήταν σε κατάσταση σοκ.

«Μπέλα δεν θα σου κάνω κακό, θέλω να με πιστέψεις... της είπα απαλά και σταμάτησα λίγο πριν φτάσω το κρεβάτι για να μην την τρομάξω περισσότερο και εκείνη άρχισε να κουνάει το κεφάλι της με μανία σφραγίζοντας το στόμα της... σε παρακαλώ θέλω να με πιστέψεις.... της είπα απελπισμένα... έχω ανάγκη να πιστέψεις σε μένα... με κοίταζε μέσα στα μάτια αλλά το βλέμμα της είχε πια παγώσει, το χρώμα είχε ξεθωριάσει και ένιωθα ότι η αύρα της είχε αρχίσει να μειώνετε και να σβήνει... πες μου τι να κάνω για να με πιστέψεις» της είπα πιο απαλά και με κόπο πήρε μια ανάσα αλλά πριν μιλήσει μπήκε ο Καρλάηλ μέσα στο δωμάτιο και ήρθε γρήγορα κοντά μου

«Έντουαρντ τι κάνεις εσύ εδώ;» είπε με αγωνία.

«Καρλάηλ θέλω μόνο να της μιλήσω, μπορείς να μας αφήσεις λίγο μόνους;» εκείνη άρχισε να κουνάει το κεφάλι της τρομοκρατημένη αρνητικά παρακαλώντας τον με το βλέμμα της να μην το κάνει και ο Καρλάηλ την κοίταξε στα μάτια και πήγε κοντά της να την καθησυχάσει .

«Δεν θα φύγω αν δεν το θες... της είπε ήρεμα και γύρισε την ματιά του σε μένα... Έντουαρντ νομίζω ότι δεν είναι η καλύτερη στιγμή... άφησε την να ηρεμήσει εντάξει;» είπε πιο ήρεμα και ένευσα νικημένος... αφού την κοίταξα για άλλη μια φορά άρχισα με βαριά βήματα να φεύγω.

«Γιατί ήρθες;» άκουσα την αδύναμη φωνή της πριν φτάσω στην πόρτα και γύρισα να την αντικρίσω .

«Θέλω μόνο να με πιστέψεις... μόνο αυτό Μπέλα» είπα και έφυγα πριν πει τίποτα άλλο γιατί δεν θα άντεχα να με ξανά διώξει εκείνη.

Οι μέρες περνούσαν και ο Καρλάηλ με διαβεβαίωσε ότι η κατάσταση της καλυτέρευε κάθε μέρα που περνούσε αλλά ακόμα παρέμενε πολύ αδύναμη... εγώ είχα τρελαθεί από την αγωνία μου και δεν ήξερα τι να κάνω... ήθελα τόσο πολύ να πάω κοντά της... ήθελα τόσο να της μιλήσω και να λύσω όλο αυτό το μυστήριο... όμως δεν θα άντεχα να την ξαναδώ να με κοιτάζει με αυτόν τον τρόπο.

Όταν βγήκε από το νοσοκομείο ήταν ακόμα αρκετά αδύναμη αλλά η ίδια επέμενε ότι δεν ήθελε άλλο να μείνει μέσα και έπεισε τον Τσάρλι να υπογράψει το εξιτήριο της για να πάει στο σπίτι της... το ίδιο βράδυ βρήκα την ευκαιρία και τρύπωσα στο δωμάτιο της... ήταν τόσο ανήσυχη και τόσο νευρική που μου ράγισε την καρδιά... την άφησα στην ησυχία της και περίμενα υπομονετικά την μέρα που θα κατάφερνε και πάλι να έρθει στο σχολείο για να βρω την ευκαιρία να της μιλήσω.

Στο σπίτι επικρατούσε μια σύγχυση... από την μια η Άλις και η Έσμε με παρηγορούσαν και από την άλλη είχα την Ρόζαλη να μου τριβελίζει την σκέψη με το πόσο χαζός είμαι που κάθομαι και ανησυχώ για ένα πτώμα, όπως την έλεγε... οι άντρες της οικογένειας με στήριζαν με τον τρόπο τους αλλά από την άλλην δεν καταλάβαιναν αυτήν την εμμονή μου.

Την ημέρα που επιτέλους ήρθε στο σχολείο, περίμενα πως και πως να περάσουν οι ώρες για να την ξαναδώ στο διάλειμμα... μπήκε μέσα στην τραπεζαρία με σκυμμένο το κεφάλι αποφεύγοντας την ματιά μου και έκατσε στο συνηθισμένο της τραπέζι εντελώς αδύναμα, άνοιξε το βιβλίο της και άρχισε να το διαβάζει χωρίς να κουνηθεί ξανά.

Τα αδέλφια μου με κοίταζαν επίμονα χωρίς να σχολιάζουν την στάση μου, όμως μέσα στις σκέψεις τους δεν καλοβλέπανε την απόφαση που είχα πάρει να την πλησιάσω... πήρα μια απελπισμένη ανάσα και αποφασιστικά πήγα κοντά της, ελπίζοντας ότι θα μπορέσω να την πείσω να μου μιλήσει, μόλις όμως με είδε κατευθείαν μαζεύτηκε στην καρέκλα της και με κοίταξε τρομοκρατημένη.

«Μπέλα... προσπάθησα όσο πιο ήρεμα μπορούσα... είμαστε στην μέση μιας αίθουσας γεμάτη κόσμο πιστεύεις ότι θα έκανα κάτι που θα μπορούσε να αποκαλύψει ποιος είμαι...; κούνησε αρνητικά το κεφάλι της αλλά το ύφος της ήταν ακόμα τρομοκρατημένο και αυτό με έκανε να απελπιστώ περισσότερο... μπορώ να κάτσω;»

«Ναι» απάντησε αδύναμα και κλείνοντας το βιβλίο το έβαλε προστατευτικά πάνω στο στερνό της και το έσφιξε με όση δύναμη είχαν τα χέρια της σαν ασπίδα ανάμεσα μας.

«Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα, ούτε εσένα αλλά ούτε και εμένα πια» είπα χαμηλώνοντας την ματιά μου προς το τραπέζι περνώντας τα ακροδάχτυλα μου μέσα από τα μαλλιά μου.

«Πόσο καιρό ονειροπολείς;» με ρώτησε με αγωνία.

«Τον τελευταίο μήνα... είπα και είδα στην ματιά της όλον τον πόνο που την διαπέρασε... αλλά το όνειρο που άκουγα την μελωδία ξεκίνησε μια βδομάδα πριν έρθεις» αυτό της έδωσε μια ελπίδα στην ματιά της και πλησίασε το τραπέζι.

«Μπορείς να μου το περιγράψεις;»

«Δεν θέλω να σε φοβίσω περισσότερο» είπα απολογητικά.

«Σε παρακαλώ πρέπει να μάθω τι βλέπεις» είπε παρακλητικά και παίρνοντας μια ανάσα πλησίασα το τραπέζι και εκείνη αυτομάτως ακούμπησε πάλι πίσω στην καρέκλα της και ένα τρέμουλο είδα να διαπερνά το κορμί της.

«Είμαι στο δάσος και εκεί που κυνηγάω... σταμάτησα για μια στιγμή για να δω αν αυτό την τρόμαξε... αλλά εκείνη έμεινε σιωπηλή περιμένοντας με αγωνία την συνέχεια... πιάνω μια μυρωδιά τόσο δυνατή για μένα που μου θυμίζει πολύ την δική σου... όταν φτάνω κοντά... έπνιξα την λέξη θήραμα και παίρνοντας άλλη μια ανάσα συνέχισα... βλέπω μια φιγούρα τόσο λαμπερή φορώντας μόνο έναν μανδύα που μου τυφλώνει την ματιά μου... κοκαλώνω στην θέση μου και εκείνη αρχίζει να τραγουδά και καλεί κοντά της έναν μονόκερο... ο μονόκερος και εγώ μαγευόμαστε από το τραγούδι της και ενώ εγώ παραμένω στην ίδια θέση ανίκανος να κουνηθώ ή να κάνω οτιδήποτε άλλο εκτός από το να την κοιτάω, ο μονόκερος την πλησιάζει και εκείνη βάζοντας το χέρι της πάνω στην κορυφή του κεφαλιού του τραγουδάει με μεγαλύτερη ένταση και η αύρα της γίνετε όλο και λαμπερή μέχρι που εκρήγνυται και φωτίζει όλο το δάσος, για μια στιγμή όλα είναι άσπρα και όταν μπορώ να ξαναδώ ο μανδύας είναι πεσμένος στο έδαφος και ήμαστε μόνο ο μονόκερος και εγώ... για μια στιγμή νιώθω πόνο και απώλεια αλλά μετά έρχεται ο μονόκερος κοντά μου και βάζοντας το κέρας του βαθιά στην καρδιά μου... ένας πόνος με διαπέρασε μόνο στην θύμηση του και πήρα άλλη μια ανάσα πριν συνεχίσω... ο πόνος είναι αφόρητος... τόλμησα τελικά να πω και μέσα στην ματιά της είδα το πόσο λυπάται γι’ αυτό... και το κορμί μου στραγγίζει από το αίμα μέχρι που ο μονόκερος με κοιτάει βαθιά μέσα στην ψυχή μου και τότε όλα αλλάζουν και γίνονται πιο ζεστά... δεν υπάρχει πόνος αλλά ούτε συναισθήματα που θα μπορούσα να περιγράψω... το μόνο που υπάρχει είναι η μαγεία της ματιά μου και όταν με απελευθερώνει βγάζοντας το κέρας από την καρδιά μου... η καρδιά μου αρχίζει να χτυπά ξανά»

Με κοίταζε μέσα στα μάτια χωρίς να μιλάει και ένιωθα σαν να σκέφτεται κάτι. Τα μάτια της σιγά σιγά άρχισαν να φωτίζονται και μια λάμψη άρχισε δειλά να κάνει την εμφάνιση της καθώς οι παλμοί της δυνάμωναν και γινόντουσαν πιο φυσιολογικοί.

«Γιατί ήρθες στο δάσος να με βρεις;»

«Όταν καθόμουν στο αμάξι έβλεπα πάλι το ίδιο όνειρο και παλεύοντας να απελευθερωθώ από αυτό άνοιξα τα μάτια μου και είδα να περνάς από δίπλα μου, δεν ήθελα να σε ακολουθήσω αλλά η ίδια μελωδία βασάνιζε την σκέψη μου και σαν μαγεμένος άρχισα να σε ακολουθώ χωρίς να το καταλαβαίνω μέχρι που έφτασα στο δάσος. Όταν γύρισε η λογική και κατάλαβα τι έκανα φοβήθηκα ότι θα σου κάνω κακό και άρχισα να φεύγω μακριά σου αλλά...»

«Αλλά;» με παρότρυνε εκείνη με ήρεμη και σταθερή φωνή.

«Η ίδια φωνή άρχισε να με καλεί να έρθω και πάλι κοντά σου και δεν άντεξα όλη αυτήν την τρέλα και έπεσα στο έδαφος ουρλιάζοντας να με αφήσει ήσυχο... έγειρε το κεφάλι προς τα δεξιά και άρχισε να έρχεται και πάλι προς το τραπέζι, εγώ την κοίταξα παραξενεμένος... και μετά όλα σταμάτησαν... δεν ακουγόταν κανένας ήχος, ο αέρας είχε κοπάσει και σύννεφα μαζεύτηκαν γύρω μου...»

Συνέχισε να με κοιτάζει έντονα χωρίς να μιλάει και στα μάτια της είδα μια σπίθα να φωτίζει και άκουσα τους χτύπους της καρδιάς της να χάνουν έναν χτύπο και αμέσως μετά άρχισε ξανά να καλπάζει τόσο ζωηρά που με έκαναν να νιώσω ότι, της έδωσα ξανά ζωή.

Σηκώθηκε απότομα και βάζοντας το βιβλίο της στην τσάντα της γύρισε και με κοίταξε με ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο.

«Δώσε τα κλειδιά σου στην Άλις θα πάμε με το δικό μου αμάξι»

«Που;» την ρώτησα αλλά είχε αρχίσει να φεύγει ήδη και δεν μου έδωσε καμία απάντηση, όταν έφτασε στην πόρτα γύρισε και με κοίταξε, εγώ ήμουν ακόμα κοκαλωμένος στην ίδια θέση ανίκανος να αντιδράσω, μου χάρισε άλλο ένα χαμόγελο και μόλις άνοιξε την πόρτα και βγήκε, ξεπάγωσα τελείως και πήγα προς τ’ αδέλφια μου

«Είσαι τρελός θα την ακολουθήσεις;» είπε αμέσως η Ρόζαλι και της χαμογέλασα .

«Θα τα πούμε σπίτι» δήλωσα και αφήνοντας τα κλειδιά πάνω στο τραπέζι έφυγα σβήνοντας τις σκέψεις τους για να μην με επηρεάσουν.

Φτάνοντας το αμάξι της άλλο ένα χαμόγελο έκανε την εμφάνιση του στο πρόσωπο της και η ματιά της έγινε ζεστή.

«Θα μου πεις τελικά που πάμε;» την ρώτησα την στιγμή που μπήκα μέσα στο αμάξι και εκείνη ξεκίνησε.

«Εκεί που αφήνεις ελεύθερο το πνεύμα σου» μου είπε αινιγματικά και με μπέρδεψε περισσότερο.

«Είσαι ένα αίνιγμα πάντως» αυτό την έκανε να μελαγχολήσει .

«Όλοι έχουμε κανόνες που πρέπει να ακολουθούμε, λες αν μπορούσα να σου πω τα πάντα να μην το είχα ήδη κάνει;» είπε με πόνο στην φωνή της.

«Εσύ πως ξέρεις τι είμαι εγώ;»

«Απλά το ξέρω»

«Δεν μπορείς να μου πεις... είπα κοιτώντας μπροστά... και δεν σε ενοχλεί;»

«Γιατί να με ενοχλεί;»

«Δεν ξέρω» είπα ανασηκώνοντας τους ώμους μου.

«Αν αναφέρεσαι στο διαιτολόγιο σου, μέχρι τώρα θα πρέπει να έχεις καταλάβει ότι έχουμε το ίδιο όποτε....»

«Τουλάχιστον εσύ δεν χρειάζεται να σκοτώσεις γι’ αυτό»

«Γιατί το ανθρώπινο μου σώμα δεν δέχεται άλλου τύπου αίμα»

«Το ανθρώπινο;» είπα και την κοίταξα με απορία.

«Δεν αργούμε να φτάσουμε» είπε και κατάλαβα ότι πάμε στο λιβάδι που πηγαίνω όταν θέλω να απομονωθώ.

Όταν σταμάτησε το αμάξι της στο τέρμα που δρόμου άνοιξε την πόρτα και με κοίταξε με ένα χαμόγελο χωρίς να πει τίποτα και βγήκε. Προχωράγαμε μέσα στο δάσος με τον δικό της ρευστό αργό ρυθμό χωρίς να μιλάμε και όταν φτάσαμε στην μέση του λιβαδιού έκατσε και περίμενε να κάνω το ίδιο.

«Λοιπόν; Γιατί ήρθαμε εδώ;» την ρώτησα με περιέργεια την ώρα που έκατσα δίπλα της.

«Γιατί είναι το μοναδικό μέρος που είσαι ο εαυτός σου και ξέρω ότι εδώ θα βρεις την δύναμη που χρειάζεσαι για να αντισταθείς στον πειρασμό»

«Πως μπορείς να το ξέρεις αυτό;» παρακάμπτοντας την ερώτηση μου άρχισε να μου μιλάει για εκείνην.

«Αυτή που βλέπεις στα όνειρα σου είμαι εγώ... και η φωνή που ακούς είναι το τραγούδι της καρδιάς μου»

«Δεν καταλαβαίνω, αυτή που βλέπω στα όνειρα μου είναι μια αύρα»

Ξάπλωσε το κορμί της πάνω στο υγρό γρασίδι και με κοίταξε βαθιά στα μάτια πριν τα κλείσει.

«Εγώ γεννήθηκα σε μια διαφορετική εποχή εκεί που οι μύθοι και οι θρύλοι που τώρα διαβάζουμε στα παραμύθια ήταν πραγματικότητα»... ξεκίνησε και έμεινα να κοιτάω σοκαρισμένος προς το μέρος που άκουσα την φωνή της. Ήταν η ίδια αύρα που έβλεπα και στα όνειρα μου να είναι απέναντι μου να κοιτάει μέσα στην ψυχή μου.

«Όταν ζούσα... ήμουν μονόκερος αλλά όταν οι άνθρωποι άρχισαν να μας αφανίζουν και εγώ και μερικοί άλλοι του είδους μου είχαμε απομείνει τελευταίοι ο θεός αποφάσισε να μας κάνει αγγέλους... έζησα πάρα πολλές εποχές σαν άγγελος αλλά με εξόρισαν... μου έκοψαν τα φτερά και έπεσα στην γη... από τότε περιπλανιόμουν ανάμεσα στους ανθρώπους μόνη... άδεια χωρίς συναισθήματα... δεν ένιωθα τίποτα... δεν είχα συναισθήματα όπως ένας άνθρωπος ή όπως έχει ένας άγγελος... παγωμένη ανάμεσα σε δύο κόσμους να περιπλανιέμαι άσκοπα μέχρι που ένας άλλος έκπτωτος άγγελος με βρήκε και μου έδειξε τον δρόμο... ένας έκπτωτος άγγελος μπορεί να νιώσει ανθρώπινα συναισθήματα μόνο 15 μέρες τον χρόνο μέσα από το σώμα του Νεφελιμ υποτελή του... αλλά όλον τον υπόλοιπο χρόνο παραμένει και πάλι άδειος... χωρίς συναισθήματα και αυτό είναι πάρα πολύ βασανιστικό»

«Τι είναι ο Νεφελιμ;»

«Νεφελιμ είναι απόγονοι έκπτωτων αγγέλων... μισοί άγγελοι μισοί θνητοί... έχουν μεγάλη δύναμη και θεωρούν τον εαυτό τους ανώτατα όντα... οι απόγονοι τους δεν παίρνουν την δύναμη τους... γι’ αυτό και για όσους από εμάς ξέρουν τι μπορούμε να προκαλέσουμε στο Νέφελιμ μας είναι εύκολοι στόχοι»

«Δεν νομίζω ότι σε καταλαβαίνω» είπα ειλικρινά και αναστέναξε και ήρθε κοντά μου.

«Είμαι έκπτωτος άγγελος... αυτό που βλέπεις είναι το σώμα μου... άυλο... μοιάζει περισσότερο με γυαλί... πραγματικό, αλλά επιφανειακό, αντανακλώντας τον κόσμο γύρω μου... βιώνω τα πάντα μέσα από ένα γυάλινο πλέγμα και ο μόνος τρόπος που μπορώ να σπάσω το πλέγμα αυτό είναι καταλαμβάνοντας ένα ανθρώπινο σώμα... χωρίς το σώμα της Μπέλας δεν μπορείς να με δεις παρά μονό σαν μια αύρα... με το σώμα της... με βλέπεις και με ακούς, σε βλέπω και σε ακούω... όταν με αγγίζεις, το νιώθεις... δεν βιώνω με τον ίδιο τρόπο το άγγιγμα... δεν μπορώ να αισθανθώ τίποτα... η Μπέλα ήταν απόγονος της Νεφελιμ υποτελή μου... την κυνηγούσα να την θυσιάσω για να μπορέσω να κλέψω το σώμα της Νεφελιμ υποτελή μου για να την καταλάβω και να αποκτήσω μόνιμα ανθρώπινο σώμα... από την άλλη όμως ήταν και η ευκαιρία μου για να ξανά πάρω πίσω τα φτερά μου...

«Ήμουν διχασμένη... μου έδιναν μια δεύτερη ευκαιρία... οι επιλογές μου... σώσε μια ανθρώπινη ζωή και γίνε φύλακας άγγελος ή κυρίευσε τον Νεφιλιμ υποτελή σου και γίνε άνθρωπος. Εσύ τι θα διάλεγες;»

«Δεν ξέρω... μάλλον να κερδίσω τα φτερά μου πίσω» είπα το πρώτο πράγμα που ένιωθα σωστό και εκείνη μου χαμογέλασε ζεστά.

«Αυτό σκέφτηκα και εγώ μετά από ώριμη σκέψη... αλλά όταν πήρα την απόφαση μου ήταν αργά» αναστέναξε.

«Τι συνέβη;» ρώτησα για να της δώσω το έναυσμα να συνεχίσει και αφού αιωρήθηκε για λίγο στον αέρα ξαφνικά εξαφανίστηκε και το σώμα της Μπέλας πήρε και πάλι ζωή... ανασηκώθηκε και κοιτώντας για λίγο το κενό ξαναγύρισε το πρόσωπο της προς το μέρος μου και είδα μέσα στην ματιά της μια αρχαία θλίψει να την καλύπτει.

«Δεν πρόλαβα να την σώσω... η Νεφελιμ υποτελής μου... την βρήκε πρώτη και την παρέσυρε για να μην προλάβω εγώ να την θυσιάσω»

«Νόμιζα ότι ήθελες να την σώσεις» είπα μπερδεμένος.

«Ναι... όταν την βρήκα αυτό είχα σκοπό να το κάνω αλλά η Νεφελιμ υποτελής μου δεν το ήξερε αυτό... και επειδή ήταν η τελευταία της απόγονος... δεν το διακινδύνευσε και την εξανάγκασε να αφαιρέσει την ζωή της»

«Πως μπόρεσε να το κάνει αυτό;» ρώτησα με περιέργεια.

«Της εμφύσησε παραπλανητικές σκέψεις και την έπεισε να αυτοκτονήσει» είπε και ταυτόχρονα μου έδειξε τους καρπούς της... και στους δύο απάνω είχε ένα σημάδι από ξυράφι αλλά στον αριστερό της καρπό υπήρχε κάτι περισσότερο από αυτό.

«Δεν ήταν η πρώτη φορά που το επιχείρησε;» ρώτησα και της έδειξα το δεύτερο σημάδι πάνω στον αριστερό της καρπό με το χέρι μου.

«Αυτό είναι το εκγενετής της σημάδι... το σημάδι που έχουν όλοι οι απόγονοι της Νεφελίμ υποτελείς μου»

«Περίεργο ο Τσάρλι δεν το έχει» είπα απορροφημένος στις σκέψεις μου.

«Ούτε και η Ρενέ» συμπλήρωσε εκείνη και σήκωσα την ματιά μου και την κοίταξα με περιέργεια.

«Ήταν υιοθετημένη» συνέχισε και έσμιξα τα φρύδια μου σε μια ίσια γραμμή ενώ ταυτόχρονα τώρα μπορούσα να καταλάβω περισσότερο την αγωνία τους Τσάρλι.

«Και οι γονείς της;»

«Πεθάνανε πάνω σε ένα περίεργο ατύχημα» είπε αινιγματικά και αυτό με πονήρεψε.

«Εννοείς ότι μπορεί να το είχε προκαλέσει η Νεφελίμ υποτελής σου;» ρώτησα δύσπιστα.

«Πολύ πιθανόν» είπε εκείνη ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους της.

«Πως μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο στο ίδιο της το αίμα;» ρώτησα έξαλλος μην ελέγχοντας πια την ένταση που ένιωθα μέσα μου.

«Θεωρούν τους εαυτούς του ανώτερα όντα... η δύναμη τους τους διαφθείρει και οτιδήποτε τους απειλεί για εκείνους είναι απλά εμπόδια» είπα απλά σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα και έγινα πιο έξαλλος.

«Είναι δυνατόν... ;νόμιζα ότι ήταν μισοί άγγελοι»

«Έχουν την δύναμη και τα χαρίσματα ενός αγγέλου... είναι όμως απόγονοι έκπτωτων αγγέλων και δυστυχώς κληρονομούν την σκοτεινή τους πλευρά»

«Εσύ δεν φαίνεσαι και τόσο σκοτεινή πάντως για έκπτωτος» χαμογέλασε θλιμμένα.

«Γιατί με γνωρίζεις τώρα» μου απάντησε και έμεινα προβληματισμένος να την κοιτώ.

«Τι άλλαξε;» ρώτησα και κοίταξε πέρα μακριά.

«Μετά από έναν αιώνα άδεια από συναισθήματα και από λογική σκέψη... ξαφνικά άρχισα πάλι να αισθάνομαι» είπε με δυσκολία δύσπιστα σαν να μην το πίστευε ούτε και η ίδια.

«Πως έγινε αυτό;» την ρώτησα με περιέργεια και εκείνη αρκέστηκε μόνο να ανασηκώσει τους ώμους της κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της... σίγουρα δεν το πίστευε ούτε και η ίδια ότι όντως συνέβαινε κάτι τέτοιο.

«Και τώρα τι πρέπει να κάνεις;» την ρώτησα με μια αγωνία να με κατακλύζει... δεν ξέρω γιατί αλλά ένιωθα ότι ο χρόνος μου μαζί της λιγόστευε και αυτό έκανε το στήθος μου να διαλύεται... τι έχει αυτή η γυναίκα που με τραβάει τόσο πολύ...; αναρωτήθηκα βουβά... σου θυμίζει τόσο τον ίδιο σου τον εαυτό... μια φωνή μέσα μου ψιθύρισε και πάγωσα... πόσο δίκιο έχει!

«Κόλλησα εδώ» είπε δείχνοντας το κορμί της και γυρίζοντας προς την μεριά μου αναστέναξε... «Στην αρχή νόμιζα ότι σώζοντας το κορμί της θα μπορούσα να σώσω και την ψυχή της αλλά δεν τα κατάφερα... εκείνη είχε περάσει ήδη στην άλλη πλευρά και τώρα το σώμα της λιώνει σιγά σιγά σαν κεράκι... και εγώ δεν έχω άλλο χρόνο... κάτι με κάνει να νιώθω ότι είμαι πολύ κοντά στην λύση... αλλά δεν γνωρίζω ποια είναι αυτή» είπε και όλες μου οι φοβίες επαληθεύτηκαν.

«Και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να το σταματήσεις;» κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

«Μακάρι να μπορούσα... οι δυνάμεις μου λιγοστεύουν καθώς το κορμί της χάνει την ενέργεια του και αυτό με κάνει πιο ευάλωτη... αν δεν αλλάξω σύντομα κορμί τότε θα με εξαντλήσει και δεν ξέρω τις συνέπειες»

«Τότε γιατί δεν αλλάζεις κορμί;» ρώτησα χωρίς να καταλαβαίνω και εκείνη περνώντας το χέρι της μέσα από τα μαλλιά της αναστέναξε και ακουμπώντας το κεφάλι της πάνω στα γόνατα της που τα είχε ακουμπήσει πάνω στο στήθος της κάρφωσε την ματιά της στο έδαφος και με απαλές κινήσεις πέρναγε το χέρι της απαλά πάνω από τα λουλούδια κλείνοντας τα μάτια της απολαμβάνοντας αυτήν την αίσθηση με μια θλίψει στα υπέροχα χαρακτηριστικά της.

«Είχα έναν αιώνα να νιώσω όπως νιώθω τώρα... όπως δεν ένιωσα ποτέ σε ολόκληρη την ύπαρξη μου... αν φύγω από το σώμα της...» έκανε μια παύση και αναστέναξε σήκωσε το βλέμμα της στο δικό μου και συνέχισε «Δεν θα μπορέσω ποτέ ξανά να νιώσω τα ίδια συναισθήματα»

«Πως μπορείς να το ξέρεις αυτό... ;Θέλω να πω... αφού σου συνέβει μια φορά γιατί δεν πιστεύεις ότι θα ξανασυμβεί το ίδιο σε κάποιο άλλο σώμα;» χαμογέλασε και τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τα πόδια της έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω και κοίταξε τον ουρανό κάνοντας μια σιωπηλή διαμαρτυρία προς το μέρος του και ένα δάκρυ κύλισε στα ροδαλά της μάγουλα.

«Δεν θα ξανασυμβεί... όπως δεν θα ξανά γυρίσω ποτέ ξανά κοντά τους... έχασα την ευκαιρία μου... τώρα είμαι καταδικασμένη να υποστώ τις συνέπιες»

«Δεν καταλαβαίνω... για πιο λόγο έχασες εξαρχής τα φτερά σου;»

«Νομίζω ότι αυτό είναι προφανές» είπε ήρεμα αποφεύγοντας την ματιά μου.

«Αγάπησες» δήλωσα και κούνησε το κεφάλι της καταφατικά «Αν ένας άγγελος αγαπήσει τον εξορίζουν;» ρώτησα μπερδεμένος και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

«Όπως στους ανθρώπους έτσι και στους αγγέλους υπάρχει πάντα η ίδια αρχή... η ελεύθερη βούληση... πίστεψα ότι αν πέσω θα γίνω άνθρωπος και θα μπορέσω να πάω κοντά του»

«Ήταν δική σου επιλογή;»

«Ναι... όταν όμως έπεσα στην γη» ένα βαθύς αναστεναγμός γεμάτος πόνο πέρασε από τα χαρακτηριστικά της και σφίχτηκε η καρδιά μου... πόσο επώδυνο μπορεί να ήταν αυτό...; «Κατάλαβα το πόσο μεγάλο ήταν το λάθος μου αλλά πλέον ήταν αργά για να το μετανιώσω... και τώρα δεν έχω παρά να υποστώ τις συνέπιες» είπε και γύρισε αργά και με κοίταξε στα μάτια άδεια... χωρίς κανένα συναίσθημα να την κυριεύει.

«Γιατί πιστεύεις ότι έχεις αισθήματα με το σώμα της Μπέλας;»

«Πραγματικά δεν μπορώ να το εξηγήσω... στην αρχή ήταν όπως και όλες τις άλλες φορές... απλά είχα ένα σώμα... αλλά από την ημέρα που ήρθα εδώ άρχισα να νιώθω τόσο διαφορετικά... και το περίεργο είναι ότι αυτά τα αισθήματα δεν έχουν σχέση μα τα αισθήματα που είχα όταν ήμουν άγγελος... δεν έχουν σχέση με τα αισθήματα που ένιωθα όλα αυτά τα χρόνια τις ημέρες που καταλάμβανα το σώμα της Νεφελίμ υποτελή μου... και αυτό με τρομάζει... είναι τόσο δυνατά... τόσο ισχυρά... που άλλες φορές με κάνουν πιο δυνατή και άλλες φορές πιο αδύναμη»

«Όπως τις ημέρες που ήσουν στο νοσοκομείο;»

«μμμχχχμμμ»

«Όταν λες δύναμη;»

«Δεν έχει σχέση με την δική σου δύναμη Έντουαρτ... δεν έχω δύναμη στο σώμα αλλά στο μυαλό... το σώμα παραμένει ανθρώπινο... απλά όταν παθαίνει ζημιά λόγο του ότι το έχω καταλάβει... επανέρχεται αλλά παθαίνει την ίδια ζημιά ακόμα και αν δεν το είχα καταλάβει»

«Το συντηρείς αλλά δεν μπορείς να το επιδιορθώσεις» κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.

«Και αυτός που αγάπησες...; Εννοώ τον συνάντησες ποτέ;» ένα χαμόγελο τρεμόπαιξε στα χείλια της και απέφυγε την ματιά μου κοιτάζοντας και πάλι μακριά ψάχνοντας πολύ καλά τα λόγια που θα ξεστομίσει.

«Όταν γεννήθηκε μου έκοψε την ανάσα... η ματιά του...» έκανε μια παύση ξέπνοη οραματίζοντας φανταστικά την ματιά του και μόλις γύρισε στην πραγματικότητα χαμήλωσε το κεφάλι της και κοίταξε το έδαφος χαμογελώντας ζεστά.

«Αλλά έγιναν τόσα πολλά μέσα σε τόσα λίγα χρόνια... πλέον η ματιά του δεν είναι ίδια...» αναστέναξε «Πως να το εξηγήσω...» είπε και γύρισε και με κοίταξε βαθιά στα μάτια.

«Δεν καταλαβαίνω» είπα με ειλικρίνεια και όλο της το πρόσωπο μαλάκωσε.

«Δεν τον πλησίασα ποτέ... πως θα μπορούσα άλλωστε» άλλαξε την κουβέντα και έμεινα για λίγο σιωπηλός για να το επεξεργαστώ.

«Τώρα όμως έχεις συναισθήματα.. γιατί τώρα δεν τον πλησιάζεις»

«Δεν είναι το ίδιο»

«Τι αλλάζει;»

«Τα συναισθήματα μου, μου δημιουργούνται μόνο από ένα συγκεκριμένο πρόσωπο... όταν αυτό το πρόσωπο δεν είναι γύρω μου παύουν πάλι να υπάρχουν... είναι κάτι σαν διακόπτης» γέλασε θλιμμένα «Τουλάχιστον δεν το χάνω τελείως όπως παλιά... κάτι είναι και αυτό»

«Και αυτό το πρόσωπο να υποθέσω ότι είμαι εγώ;» ρώτησα κάνοντας την σύνδεση.

«Ναι» επιβεβαίωσε αμέσως και αναστέναξα περνώντας το χέρι μου εντελώς αμήχανα μέσα από τα μαλλιά μου κοιτώντας μακριά.

«Τον μίσησες;» ρώτησα για να αλλάξω την κουβέντα και την κοίταξα σοβαρός στα μάτια και εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.

«Αν μπορούσα τότε να είχα συναισθήματα ίσως και να το έκανα... αλλά όταν υπάρχει το απόλυτο κενό μέσα σου... πίστεψε με ακόμα και το μίσος σου φαντάζει παράδεισος μπροστά στην απόλυτη αναισθησία... όμως ακόμα και στο πρώτο 15νθήμερο μέσα από το σώμα της Νεφελίμ μου... δεν ένιωσα ποτέ τέτοιο συναίσθημα... πως μπορούσα να τον μισήσω... εκείνος δεν ήξερε καν την ύπαρξη μου... γιατί να μισήσω εκείνον και όχι τον ίδιο μου τον εαυτό που πήρε μια απόφαση εν θερμό πάνω στην ανάγκη μου να τον αισθανθώ από κοντά;»

Δεν είπα τίποτα... τι θα μπορούσα να πω πάνω σε αυτό... εκείνη με κοίταζε υπομονετικά και περίμενε να εκφράσω την επόμενη μου απορία.

«Το πρόσωπο που αγάπησες είμαι εγώ;» ρώτησα πιο αποφασιστικά και χαμογέλασε.

«Ναι» επιβεβαίωσε και πήρα μια βαθιά ανάσα... δεν ήξερα τι να πω... δεν ήξερα τι να σκεφτώ... η μοίρα μας τελικά  μας έπαιζε άσχημα παιχνίδια.


ESCAPE POLH FANTASMA