Όλη την υπόλοιπη μέρα και νύχτα διάβαζα ξανά και ξανά τους στίχους της και με είχαν συνεπάρει τόσο πολύ που ήθελα οπωσδήποτε να βρω την μελωδία που θα το έκανε μοναδικό.
Καθόμουν στο πιάνο και πάλευα με τις νότες αλλά με ότι και να ξεκίναγα εκείνες με παράσερναν στην μελωδία που υπήρχε μέσα στο μυαλό μου τον τελευταίο καιρό από το τραγούδι εκείνου του κοριτσιού που είχε στοιχειώσει το νου μου.
Τα δάχτυλα μου λύθηκαν και τα άφησα να με παρασύρουν στις νότες που έβγαζε η ψυχή μου... «ο Έντουαρντ συνθέτει»... άκουσα την σκέψη της Έσμε και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο μου απο την αγάπη της για μένα... «τι όμορφη μελωδία»... συνέχιζε η σκέψη της και μου έδωσε την ενθάρρυνση που χρειαζόμουν για να συνεχίσω...
Μέχρι το πρωί το τραγούδι είχε ολοκληρωθεί... απο την μια ένιωθα άσχημα γιατί απο μια άποψη η μουσική ήταν σαν να ήταν κλεμμένη απο το όνειρο που με βασάνιζε, απο την άλλη ήταν τόσο αρμονική πάνω στους στίχους που μου είχε δώσει εκείνο το κορίτσι που με έκανε να τρέξω κοντά της για να της το σιγοψιθυρίσω για να μου πει αν της αρέσει.
Οι ώρες πλησίαζαν προς την αναχώρηση μας για το σχολείο και κάθε λεπτό που περνούσε με έκανε όλο και πιο χαρούμενο που θα την ξαναδώ και ας ήξερα ότι αυτό σημαίνει άλλη μια μέρα βασανιστηρίων.
Όταν φτάσαμε στο σχολείο ήταν ακόμα νωρίς και έτσι με τα αδέλφια μου κάτσαμε έξω απο το αυτοκίνητο και χαζεύαμε αδιάφοροι, ο καθένας στις δικές τους σκέψεις... σήμερα είχε απίστευτη παγωνιά και η θέα του χιονιού και της μουντάδας μας έκαναν να νιώσουμε τόσο όμορφα... για εμάς αυτό το φαινόμενο ήταν μια ευχάριστη έκπληξη... λίγο χιονοπόλεμο,λίγα πειράγματα για να σπάσουν την μονοτονία μας.
Το αυτοκίνητο της Μπέλας άρχισε να πλησιάζει στο πάρκινγκ και τότε όλο μου το είναι άρχισε να αντιδρά... απο την μια η χαρά μου που θα την ξαναέβλεπα, απο την άλλη η ανησυχία μου για το πως θα μπορέσω πάλι να συγκρατήσω το τέρας που απελευθέρωνε η μυρωδιά της... με έκαναν να είμαι νευρικός αλλά και χαρούμενος ταυτόχρονα.
Βγαίνοντας απο το αμάξι της δεν έδειχνε να έχει καταλάβει ακόμα ότι την κοιτάω και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο μου χωρίς να ξέρω τον λόγο... ήταν τόσο απορροφημένη με το αυτοκίνητο της... το κοίταζε με τόση εμμονή που δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που της είχε κεντρίσει τόσο πολύ το ενδιαφέρον που δεν έδινε σημασία σε οτιδήποτε άλλο.
Εγώ τώρα τι να κάνω? Να πάω να της μιλήσω?... σκέφτηκα... ή θα ήταν καλύτερα να περιμένω τις δικές της αντιδράσεις πρώτα?... συνέχιζα την σκέψη μου μέχρι που ένα όραμα της Άλις ήρθε να μου κόψει την αναπνοή και να με κάνει να χάσω την γη κάτω απο τα πόδια μου... στο όραμα της έβλεπα ένα βαν να κατευθύνετε προς το μέρος της Μπέλας με μεγάλη ταχύτητα και ταυτόχρονα εκείνη την στιγμή άκουγα τα λάστιχα του να στριγκλίζουν μέσα στο πάρκινγκ... δεν έκατσα να δω την συνέχεια του οράματος, το αποτέλεσμα του σε κλάσματα δευτερολέπτου θα διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια μου.
Η Μπέλα ακούγοντας τον εκκωφαντικό ήχο απο τα λάστιχα γύρισε πρώτα την ματιά της σε μένα, κοιτώντας με, με πόνο και μετά κάρφωσε την ματιά της στο βαν που είχε αρχίσει να πηγαίνει με δύναμη προς τα πάνω της περιμένοντας... ανίκανη να κάνει το οτιδήποτε... την μοίρα της.
ΟΧΙ... ΟΧΙ ΑΥΤΗΝ... ούρλιαξα μέσα μου και χωρίς να το σκεφτώ άρχισα να τρέχω καταπάνω της και την τράβηξα απότομα απο το σημείο που είχε κοκαλώσει αλλά δεν υπολόγισα την δύναμη που έβαλα και αυτό την έκανε να πέσει στην άσφαλτο και ένα δυνατό κρακ ακούστηκε και με έκανε να βρίσω άσχημα που αντί να την προστατέψω εγώ ήμουν η αιτία που χτύπησε άσχημα το κεφάλι της.
Το βαν συνέχιζε την τρελή του πορεία και δεν μου έδινε τα περιθώρια να αντιδράσω διαφορετικά... έβαλα προστατευτικά τα χέρια μου μπροστά απο το σώμα της για να το σταματήσω και οι λαμαρίνες άρχισα να τρίζουν και να βουλιάζουν μπροστά απο την δύναμη μου, το χειρότερο όμως είναι ότι απο το δικό μου άγγιγμα το βαν άρχισε να αλλάζει την πορεία του και αν δεν έκανα κάτι γρήγορα τότε σίγουρα θα της διέλυε τα πόδια.
Υπάρχει κάτι άλλο που να πάει στραβά σήμερα... ούρλιαζα μέσα μου ενώ ταυτόχρονα με το ένα μου χέρι έφερα τα πόδια της κοντά στο σώμα της και ταυτόχρονα με το άλλο μου χέρι σήκωσα στον αέρα για λίγο το βαν για να του κόψω την φόρα και την τρελή του πορεία, μέχρι που με έναν δυνατό κρότο απο το τζάμι που έσπασε επιτέλους το βαν ακινητοποιήθηκε αγκαλιάζοντας μας και αφήνοντας το κάτω γύρισα να δω την Μπέλα αν ήταν καλά με κομμένη την ανάσα.
Έβαλα απαλά το χέρι μου κάτω απο το σημείο που είχε χτυπήσει προσέχοντας πολύ σκληρά να μην την τραυματίσω περισσότερο για να ελέγξω αν το ατύχημα της προκάλεσε αιμορραγία και βλέποντας ότι τα μαλλιά της ήταν στεγνά πήρα μια κοφτή ανάσα για να το επιβεβαιώσω, με όλο μου το είναι να είναι τρομοκρατημένο... να και ένα καλό νέο... τουλάχιστον δεν αιμορραγεί... σκέφτηκα ανακουφισμένος και εκείνη την στιγμή την είδα να ανοίγει δειλά τα μάτια της και να με κοιτάει σοκαρισμένη.
«πως... γιατί» έλεγε ασυναίσθητα και την πρόλαβα πριν βγάλει τα δικά της συμπεράσματα
«στεκόμουν ακριβώς δίπλα σου Μπέλα και σε τράβηξα πριν πάθεις τα χειρότερα» αυτό την έκανε να χαμογελάσει και βάζοντας το χέρι της στο πάτωμα προσπάθησε να σηκωθεί αλλά δεν την άφησα
«πρόσεχε έχεις χτυπήσει στο κεφάλι σου... καλό είναι να μείνεις για λίγο ακίνητη μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο»
«μα κάνει κρύο» είπε παραπονιάρικα και αυτό με έκανε να χαμογελάσω... εδώ η ζωή της πριν ένα λεπτό κρεμόταν σε μια κλωστή και απο το πέσιμο το χτύπημα στο κεφάλι της θα πρέπει να την πόναγε πάρα πολύ... εκείνη σκεφτόταν το κρύο???... πραγματικά το ορκίζομαι ότι αυτό το κορίτσι θα με τρελάνει
Άρχισε να βάζει πάλι δύναμη στο χέρι της για να σηκωθεί και χωρί να έχω άλλη επιλογή της έδωσα το χέρι μου για να την βοηθήσω... τι πεισματάρικο πλάσμα... σκέφτηκα και όταν χαμογέλασα εκείνη με κοίταξε με περιέργεια στα μάτια... μόλις σηκώθηκε την άφησα και πήγα στο πιο απόμακρο σημείο που υπήρχε στον λιγοστό χώρο που είχε σχηματιστεί ανάμεσα στα δύο αυτοκίνητα που μας είχαν εγκλωβίσει και γυρίζοντας το κεφάλι μου προς την άλλη μεριά πήρα μια ανάσα για να μπορέσω να χρησιμοποιήσω τον αέρα για να της μιλήσω ξανά.
Άουτσσσσς... ούρλιαξα μέσα μου... η μυρωδιά της είναι τόσο δυνατή που ακόμα και στον ανοιχτό χώρο με έκαιγε ολόκληρο και έκανε το δηλητήριο μου να πλημμυρίζει τις αισθήσεις μου με προσμονή για την ικανοποίηση του... απο την άλλη όμως αυτό το κάψιμο με έκανε να επιβεβαιώσω ότι πράγματι ήταν ζωντανή και αυτό με ηρεμούσε περισσότερο για κάποιον περίεργο λόγο.
«πως νιώθεις?» την ρώτησα με αγωνία και χαμογέλασε γλυκά
«εντάξει δεν μπορώ να πω ότι δεν με πονάει το χτύπημα αλλά νιώθω πάρα πολύ καλά... εσύ?»
«εγώ τι?»
«πως νιώθεις?» με ρώτησε αινιγματικά και έμεινα να την κοιτάζω χωρίς να καταλαβαίνω
«καλά... υποθέτω» απάντησα μόνο και γύρισα την ματιά μου αλλού γιατί δεν άντεχα να με αιχμαλωτίζει αυτή η ματιά που με έκανε να αισθάνομαι διάφορα πρωτόγνωρα συναισθήματα που δεν είχα ιδέα πως να τα εξηγήσω ακόμα και στον ίδιο μου τον εαυτό.
«γιατί το διακινδύνευσες? Μπορεί να βρεις τον μπελά σου τώρα» με ρώτησε ξαφνικά και γύρισα απότομα να αντικρίσω την ματιά της
«δεν καταλαβαίνω τι εννοείς» είπα προσποιητά και χαμογέλασε γλυκά για να με καθησυχάσει
«εγώ πάλι ξέρω ότι καταλαβαίνεις ακριβώς τι εννοώ» είπε τονίζοντας κάθε λέξη
«εεε παιδιά είσαστε καλά εκεί πίσω?» ακούσαμε την φωνή του τραυματιοφορέα και πήρα μια αναπνοή για να μπορέσω να μιλήσω... Χριστέ μου πόσο χειρότερο μπορεί να γίνει όλο αυτό????
«ναι... μίλησα πιο δυνατά για να με ακούσει... μόνο η Μπέλα έχει χτυπήσει λίγο το κεφάλι της αλλά είναι καλά» μόλις το άκουσε αυτό με κοίταξε με δολοφονική ματιά και έκανε ένα βήμα να έρθει κοντά μου... όχι, όχι πάλι... δεν με λυπάται καθόλου???? Ούρλιαζα μέσα μου αλλά εκείνη δεν σταματούσε και μόλις ήρθε ακριβώς μπροστά μου ψιθύρισε.
«είσαι τρελός??? Τώρα θα πρέπει να με πάνε στο νοσοκομείο εξαιτίας σου» είπε θυμωμένα
«Μπέλα έχεις χτυπήσει το κεφάλι σου αρκετά... πρέπει να δουν αν έπαθες τίποτα» πήρε το χέρι μου στο δικό της και το έβαλε στο σημείο που είχε χτυπήσει... με την επαφή άρχισα να τρέμω απο τον φόβο μου για τις συνέπειες αλλά εκείνη ενώ το καταλάβαινε δεν το έβαζε κάτω
«νιώθεις καμία κάκωση??? Πιστεύεις ότι για ένα τόσο ανόητο χτύπημα πρέπει να κάνω τον Τσάρλι να ανησυχήσει τόσο πολύ και να χάσει την γη κάτω απο τα πόδια του???»
«νομίζω ότι και εκείνος θα ήταν πιο ήσυχος αν...» ξεκίνησα να λέω τραβώντας το χέρι μου απο το δικό της αλλά η φωνή του Τσάρλι ήρθε για να επιβεβαιώσει τα λόγια της και αυτό με έκανε να νιώσω άσχημα... όμως άκουσα το χτύπημα της έπρεπε να την δει ο Καρλάηλ για να επιβεβαιώσει ότι είναι καλά.
«Μπέλαααα, Μπέλα μου είσαι καλά κορίτσι μου έπαθες τίποτα???» η αγωνία στην φωνή του δήλωνε την αγάπη του και την ταραχή που ένιωθε για την Μπέλα...
«μπαμπά κοίτα με στα μάτια και πάρε μια αναπνοή... προσπάθησε να τον καθησυχάσει... είμαι... μια... χαρά» τόνισε τις λέξεις κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια για να τον πείσει
«είσαι σίγουρα καλά, καρδιά μου?» τον άκουσα να λέει ενώ άκουγα την καρδιά του να καλπάζει σαν τρελή
«ναι μπαμπά ηρέμησε δεν έπαθα τίποτα... μόλις βγούμε απο εδώ θα πάμε στο σπίτι να ηρεμήσουμε εντάξει?» του είπε ήρεμα εκείνη και ο Τσάρλη έγινε έξαλλος
«στο σπίτι? Δεν είσαι καλά... αν δεν πάμε στο νοσοκομείο να βεβαιωθώ ότι δεν έχεις τίποτα δεν πας πουθενά αλλού» της είπε άγρια
«μπαμπααααα» είπε μέσα απο τα δόντια της αλλά εκείνος δεν πτοήθηκε
«θα πάρω τηλέφωνο τον δόκτορ Σονιοερ για να έρθει αν χρειαστεί... είπε ενώ ταυτόχρονα έβγαζε το κινητό του απο την τσέπη του και η Μπέλα τον κοίταζε τρομοκρατημένη... έχασες και αίμα?» την ρώτησε με αγωνία καθώς έψαχνε τις επαφές του.
«μπαμπά κλείσε το τηλέφωνο τώρα σε παρακαλώ μου υποσχέθηκες» τον παρακάλεσε και την κοίταξε άγρια
«δεν παίζω με την υγεία σου... θα του πω να έρθει» είπε εκείνος και απομακρύνθηκε απο κοντά μας για να μιλήσει στο τηλέφωνο και η Μπέλα βάζοντας τα χέρια της στο πρόσωπο της ακούμπησε πάνω στο αμάξι της και άφησε το σώμα της να πέσει προς το έδαφος απελπισμένα με έναν αναστεναγμό χωρίς να πει τίποτα άλλο.
«πονάς?» την ρώτησα με αγωνία και με κοίταξε μέσα στα μάτια σμίγοντας τα χείλια της για να μην πει αυτό που σκεφτόταν, φαντάστηκα ενώ τα μάτια της ήταν ήδη θολά.
Τι προσπαθεί να κρύψει??? Σκέφτηκα και άρχισα να ψάχνω τις σκέψεις του πατέρα της μήπως καταφέρω να καταλάβω περισσότερα για το τι πραγματικά συμβαίνει... οι σκέψεις του Τσάρλι ήταν τόσο συγχυσμένες που μπερδεύτηκα περισσότερο... τα συναισθήματα του ήταν τόσο έντονα που κάλυπταν κάθε σκέψη που έκανε... τρόμος, πόνος και αγωνία κυριαρχούσαν μέσα του και ήμουν σίγουρος ότι κάτι σοβαρό υπήρχε πίσω απο όλα αυτά... αλλά απο την συνομιλία του με τον γιατρό στο τηλέφωνο με έκαναν να σαστίσω.
Προσπαθούσε με πείσμα να τον αναγκάσει να έρθει να την δει και μάλιστα να φέρει μαζί του και μπουκάλες με αίμα μήπως χρειαστεί να κάνει μετάγγιση... μα γιατί να κάνει το μετάγγιση απο την στιγμή που δεν είχε χάσει καθόλου αίμα? Πραγματικά αρχίζω και τα χάνω με όλα αυτά.
Μετά απο αρκετή προσπάθεια απο τους διασώστες, μας μετέφεραν στο νοσοκομείο και την στιγμή που την πήγαν στα επείγοντα, έτρεξα στον Καρλάηλ και αφού τον ενημέρωσα για όλα αυτά εκείνος πήγε να την αναλάβει προσωπικά για να λύσουμε το μυστήριο αλλά και να διαπιστώσουμε ότι δεν είχε πάθει κάποια ζημιά απο το πέσιμο που είχα προκαλέσει εγώ.
Μόλις είδα την νοσοκόμα να βγαίνει απο το δωμάτιο που ήταν οι εξετάσεις της, μπήκα μέσα προσέχοντας να μην με δει και βρίσκοντας τον φάκελο της τον άνοιξα και άρχισα να βλέπω τις ακτινογραφίες και τα αποτελέσματα των υπόλοιπων εξετάσεών που της είχαν κάνει και πάγωσα.
«Καρλάηλ» είπα ψιθυριστά για να ακούσει μόνο εκείνος την φωνή μου που ήταν πολύ κοντά στην πόρτα. Εκείνος χαιρέτησε ευγενικά την νοσοκόμα που της μίλαγε και ήρθε με ανησυχία κοντά μου και μόλις τον αντίκρισα και είδε την ματιά μου άρπαξε αμέσως τις εξετάσεις απο τα χέρια μου και άρχισε να τις επεξεργάζεται σιωπηλά.
«πες μου ότι έχω καταλάβει λάθος» τον ικέτεψα και με κοίταξε με πόνο στα μάτια
«Έντουαρντ βάση των εξετάσεων της, είναι κλινικά νεκρή» είπε επιβεβαιώνοντας τα όσα είχα διαπιστώσει και μόνος μου και έκανα ένα βήμα προς τα πίσω προσπαθώντας πολύ σκληρά να βρω την αναπνοή μου.
Κοιταχτήκαμε για μια στιγμή και αμέσως αρχίσαμε να προχωράμε με γρήγορο βήμα προς το δωμάτιο που την είχαν βάλει προσέχοντας να μην ξεχάσουμε ότι βρισκόμαστε μέσα στο νοσοκομείο ώστε να πηγαίνουμε με ανθρώπινο ρυθμό.
Μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο την αντίκρισα να είναι ακίνητη και χλωμή όσο ήμουν και εγώ η αναπνοή της έβγαινε ρυθμικά και ο καρδιακός της χτύπος ακουγόταν όπως ακούγετε κάποιου που η ζωή του εξαρτάτε απο μηχανική υποστήριξη αλλά κανένα τέτοιο μηχάνημα δεν την συντηρούσε.
Γύρισα και κοίταξα τον Καρλάηλ και εκείνος εμένα. Και ακούγοντας την φωνή της γυρίσαμε να την αντικρίσουμε σοκαρισμένοι.
«συμβαίνει κάτι?» είπε αλλά καμία ανησυχία δεν πρόδιδε το βλέμμα της και αυτό μας έκανε πιο υποψιασμένους.
«Μπέλα πως αισθάνεσαι?» ρώτησε ο Καρλάηλ με το επαγγελματικό του ύφος και καθώς την πλησίασε άκουσα στην σκέψη του «τι περίεργο κορίτσι και τι δεν θα έδινα να μάθαινα τι κρύβεται απο πίσω απο αυτήν την μάσκα»
«μια χαρά σας ευχαριστώ» είπε ευγενικά και άκουσα την καρδιά της σταδιακά να αυξάνει τους παλμούς της και κάθε στιγμή γινόντουσαν όλο και πιο φυσιολογικοί και το χρώμα της άρχισε σταδιακά να επανέρχεται.
«πρέπει να έγινε κάποιο λάθος με τις εξετάσεις σου γι αυτό θα ήθελα να τις επαναλάβουμε» εκείνη γέλασε ευγενικά
«νομίζατε ότι είμαι κλινικά νεκρή» διαπίστωσε και ο Καρλάηλ σάστισε για μια στιγμή και στιγμιαία γύρισε την ματιά του σε μένα πριν συνεχίσει
«πως ξέρεις τι έδειξαν οι εξετάσεις?»
«αυτό δεν μπορώ να σας το πω, όμως μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι είμαι μια χαρά και ότι δεν έχω κάτι που θα ήταν ικανό να με κρατήσει εδώ»
«δεν μπορώ να σε αφήσω πριν επαναλάβω τις εξετάσει για να βρω που έγινε το λάθος» πήρε το χέρι του στο δικό της και βάζοντας τον δείκτη του πάνω στον άλλο της καρπό τον κοίταξε στα μάτια
«είναι φυσιολογικός?»
«ναι»
«άρα βλέπετε ότι απλά έγινε ένα λάθος, η ομιλία μου καθώς και τα αντανακλαστικών μου είναι σωστά?»
«ναι»
«η ακτινογραφία έδειξε κάποια διάσειση ή κάτι άλλο?»
«όχι»
«τότε γιατί δεν πιστεύετε ότι απλά είμαι καλά για να με αφήσετε να φύγω?»
«δεν είναι τόσο απλό» ανασηκώθηκε απο το κρεβάτι και άφησε τα πόδια της να κρεμάσουν απο το κρεβάτι και την στιγμή που πήγε να σηκωθεί ο Καρλάηλ πήγε να την σταματήσει και του χαμογέλασε ζεστά και σηκώθηκε όρθια
«δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας βλέπετε?... είπε και έκανε μερικά σταθερά βήματα προς τα μένα και μετά γύρισε πάλι την ματιά της προς τον Καρλάηλ... είμαι μια χαρά»
«δεν μπορώ να καταλάβω» είπε ο Καρλάηλ δυνατά την σκέψη του
«απλά έγινε ένα λάθος» είπε απαλά και ο Καρλάηλ βλέποντας ότι δεν μπορούσε να την κρατήσει γιατί ήταν απόλυτα φυσιολογική τα παράτησε
«το πιο πιθανόν, δεν εξηγήτε αλλιώς»
«θα μπορέσω να φύγω τώρα?»
«ναι φυσικά θα πάω να ετοιμάσω τα χαρτιά σου αμέσως και θα τα στείλω με μια νοσοκόμα στον πατέρα σου για να τα υπογράψει και να φύγεις»
«σας ευχαριστώ» είπε απαλά και ο Καρλάηλ άρχισε να φεύγει με αργά βήματα απο το δωμάτιο τρομερά προβληματισμένος «δεν μπορώ να καταλάβω» άκουσα και πάλι στην σκέψη του πριν φύγει και αφού με κοίταξε για μια στιγμή βγήκε και μας άφησε μόνους.
«δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να σε ευχαριστήσω για όσα έκανες»
«δεν έκανα και πολλά»
«έκανε περισσότερα απο όσα νομίζεις»
«είσαι τόσο παράξενη» είπα δυνατά την σκέψη μου και μου χαμογέλασε κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος μου και αυτόματα έκανα και εγώ ένα βήμα προς τα πίσω για να την αποφύγω και σταμάτησε
«συγνώμη δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση» είπε απολογητικά και γύρισε προς το κρεβάτι για να μαζέψει τα πράγματα της και χωρίς να μπορέσω να συγκρατήσω άλλο την περιέργεια μου την ρώτησα ευθέως
«τι είσαι?»
«δεν μπορώ να σου πω» είπε με θλιμμένη φωνή και γυρίζοντας προς το μέρος μου, με κοίταξε ικετευτικά στα μάτια
«σε παρακαλώ δεν αντέχω άλλο... σου το ορκίζομαι θα τρελαθώ»
«όπως και εσύ έτσι και εγώ έχω κάποιες απαγορεύσεις που με αναγκάζουν να μην αποκαλύψω το τι πραγματικά είμαι»
«άρα παραδέχεσαι ότι είσαι κάτι άλλο...»
«δεν το αρνήθηκα ποτέ»
«τι εννοείς?»
«σου το είπα απο την αρχή Έντουαρντ δεν είμαστε πάντα αυτό που φαινόμαστε»
«και πιστεύεις ότι και εγώ είμαι κάτι άλλο απο αυτό που φαίνομαι» διαπίστωσα
«δεν το πιστεύω απλά Έντουαρντ, ξέρω τι είσαι» αυτό με πάγωσε για μια στιγμή αλλά δεν τα έχασα
«και τι πιστεύεις ότι είμαι» είπα κοροϊδευτικά
«θα προτιμούσα να μου το πεις εσύ... για να δω αν κάνω λάθος»
«άρα δεν ξέρεις τίποτα»
«πως ήρθες τόσο γρήγορα κοντά μου, ενώ ήσουν στο αμάξι σου την στιγμή που το βαν ερχόταν καταπάνω μου?»
«Μπέλα στεκόμουν ακριβώς δίπλα σου» είπα πειστικά το ψέμα μου αλλά χαμογέλασε
«πως γίνεται το βαν να είναι για πέταμα απο το άγγιγμα των χεριών σου και εσύ να μην έχεις πάθει τίποτα?»
«δεν ξέρεις τι λες» είπα υπερασπίζοντας τον εαυτό μου αλλά δεν πτοήθηκε και συνέχισε το ίδιο απειλητικά λέγοντας το κάθε λάθος που είχα κάνει σαν να με κατηγορούσε γι αυτά και ήρθε κοντά μου με αργά και σταθερά βήμα πριν προλάβω να φύγω πάλι απο κοντά της και κρατώντας την αναπνοή μου πριν να είναι πολύ αργά, εκείνη χαμογέλασε
«για ποιον λόγο κάθε φορά που σε πλησιάζω σταματάς να αναπνέεις?... έσμιξα τα φρύδια μου και συνέχισε χωρίς να περιμένει την απάντηση μου... γιατί όταν είμαι δίπλα σου υποφέρεις απο την δίψα σου τόσο πολύ που σου καίει όλο σου το κορμί και ο πόνος είναι αφόρητος?»
«τι είσαι?» την ρώτησα σαστισμένος και συνέχισε με τον ίδιο σαγηνευτικό τρόπο να λέει όλα μου τα χαρακτηριστικά χωρίς να με αφήνει απο το βλέμμα της και αυτό με έκανε ανίκανο να κουνηθώ απο την θέση μου λες και εκείνη ήταν ο μαγνήτης και εγώ το σιδερένιο σώμα που αντί να τρέχω μακριά της με έκανε να την πλησιάζω όλο και πιο πολύ μέχρι που τα σώματα μας σχεδόν ενώθηκαν και η ζεστασιά της διαπέρασε κάθε κύτταρο του κορμιού μου και το έκαψε, ένοιωθα ότι βρισκόμουν στην κόλαση, όλο μου το είναι ούρλαζε απο τον πόνο τον πόθο και την λαχτάρα να ικανοποιήσει το ανεκπλήρωτο όνειρο μου να την γευτώ.
«γιατί το δέρμα σου είναι χλωμό και είσαι πολύ παγωμένος... γιατί τα μάτια σου αλλάζουν χρώμα... γιατί δεν τρως ή δεν πίνεις τίποτα και κάποιες φορές μιλάς σαν να είσαι απο διαφορετική εποχή»
«τι είσαι» ψιθύρισα για άλλη μια φορά, ανίκανος να πάρω την ματιά μου απο την δική της που με σαγήνευε και με κράταγε αιχμάλωτο στα δεσμά της
«ακόμα και τώρα που συνειδητοποιείς ότι ξέρω την αλήθεια είσαι ανίκανος να μου αποκαλύψεις τι είσαι... είπε με πληγωμένο ύφος... και περιμένεις να σου πω την μοναδική λέξη που δεν έχω πει ακόμα για να σε κάνει να πιστέψεις ότι ξέρω... την κοίταζα ανίκανος να αντιδράσω, όλο μου το σώμα όλες μου οι αισθήσεις είχαν νεκρώσει... το ίδιο ισχύει και για μένα... πρέπει μόνος σου να ανακαλύψεις την αλήθεια» έφερε αργά και βασανίστηκα το χέρι της κοντά στο πρόσωπο μου, με την αναστροφή του χεριού της και το πέρασε απαλά απο τον κρόταφο μέχρι το σαγόνι μου καιγοντας και το τελευταίο κομμάτι της λογικής μου, που πάλευε να κρατηθεί.
«ξέρω τι είσαι... είπα και την κοίταξα άγρια στα μάτια... είσαι ένας δαίμονας, ο χειρότερος μου εφιάλτης που ήρθε να με καταστρέψει... της είπα και άφησε το χέρι της να πέσει απελευθερώνοντας με απο αυτό το βασανιστήριο...
«δεν θέλω να σε δω ξανά μπροστά μου εκτός και αν θέλεις να γίνω πραγματικά αυτό που είμαι και αν όντως ξέρεις τι είμαι τότε καλό θα είναι να το θυμάσαι την επόμενη φορά που θα βρεθείς μπροστά μου μακριά απο τα βλέμματα των μαρτύρων που θα σε δουν μια και καλή νεκρή... πόνος και απελπισία πέρασε στην ματιά της αλλά είχα περάσει τα όρια μου και δεν μπορούσα να κάνω πια πίσω και συνέχισα πιο σκληρά...
«την επόμενη φορά που θα σε πετύχω μόνη σου θα είναι και η τελευταία φορά που θα δεις το φως της ημέρας, αυτό σου το ορκίζομαι» έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και καθώς με απελευθέρωσε απο την ματιά της άρχισα πάλι να έχω τον έλεγχο του εαυτού μου και άρχισα να φεύγω όσο πιο γρήγορα απο κοντά της προσπαθώντας πολύ σκληρά να κρατήσω έναν ανθρώπινο ρυθμό μέχρι να βρεθώ στο αμάξι μου και να αρχίζω να ξεσπάω όλο τον θυμό και την απελπισία που με είχε καταβάλει.
Όταν βρέθηκα μέσα στο δάσος άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο να τρέξει σαν τον άνεμο για να καταφέρω να σκεφτώ όλα όσα μου έκανε αυτή η μάγισσα που ήρθε στην ζωή μου για να με καταστρέψει. Φτάνοντας όμως μέσα στην καρδιά του, μυρίζοντας τον αέρα αντιλήφθηκα έναν κυνηγό που ήταν έτοιμος να πυροβολήσει ένα ελάφι και αυτό με ξάφνιασε.
ΟΧΙ ΠΑΛΙ φώναξα στον εαυτό μου και μπαίνοντας μπροστά του έπιασα το όπλο του και απειλητικά τον διέταξα να φύγει και εκείνος σαστισμένος άρχισε να τρέχει σαν τρελός... Κανονικά αυτό θα έπρεπε τώρα να με κάνει να τον κυνηγήσω αλλά αντί γι αυτό η μυρωδιά του αίματος του με έκανε να μείνω αδιάφορος... Έχοντας στο μυαλό μου την δική της μυρωδιά τώρα η δική του ανθρώπινη μυρωδιά δεν με δελέαζε καθόλου και αυτό με έκανε να νιώσω κάπως καλύτερα.
Το ελάφι που είχε πιάσει τον κίνδυνο στον αέρα άρχισε να τρέχει και γύρισα την ματιά μου σε εκείνο, έπρεπε να ικανοποιήσω οπωσδήποτε την ανάγκη μου για αίμα και έπρεπε να το κάνω τώρα... Έτρεξα κοντά του και πριν προλάβει να αντιδράσει άρχισα με μανία να πίνω το αίμα του σαν λυσσασμένος κάνοντας κομμάτια με τα χέρια μου τα κόκαλα του λες και έφταιγε εκείνο για όλο το κακό που με είχε βρει απο την μια στιγμή στην άλλη.
Όταν το ένιωσα να στραγγίζει το άφησα και έκατσα στο έδαφος για να βρω και πάλι τα λογικά μου... η ζεστασιά του αίματος του θα έπρεπε να με είχε κάνει να ηρεμήσω αλλά αντί γι αυτό με έκανε να την θέλω πιο πολύ... ΓΙΑΤΙΙΙΙ, φώναζα μέσα μου, ΓΙΑΤΙΙΙΙ????
Καθόμουν στο πιάνο και πάλευα με τις νότες αλλά με ότι και να ξεκίναγα εκείνες με παράσερναν στην μελωδία που υπήρχε μέσα στο μυαλό μου τον τελευταίο καιρό από το τραγούδι εκείνου του κοριτσιού που είχε στοιχειώσει το νου μου.
Τα δάχτυλα μου λύθηκαν και τα άφησα να με παρασύρουν στις νότες που έβγαζε η ψυχή μου... «ο Έντουαρντ συνθέτει»... άκουσα την σκέψη της Έσμε και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο μου απο την αγάπη της για μένα... «τι όμορφη μελωδία»... συνέχιζε η σκέψη της και μου έδωσε την ενθάρρυνση που χρειαζόμουν για να συνεχίσω...
Μέχρι το πρωί το τραγούδι είχε ολοκληρωθεί... απο την μια ένιωθα άσχημα γιατί απο μια άποψη η μουσική ήταν σαν να ήταν κλεμμένη απο το όνειρο που με βασάνιζε, απο την άλλη ήταν τόσο αρμονική πάνω στους στίχους που μου είχε δώσει εκείνο το κορίτσι που με έκανε να τρέξω κοντά της για να της το σιγοψιθυρίσω για να μου πει αν της αρέσει.
Οι ώρες πλησίαζαν προς την αναχώρηση μας για το σχολείο και κάθε λεπτό που περνούσε με έκανε όλο και πιο χαρούμενο που θα την ξαναδώ και ας ήξερα ότι αυτό σημαίνει άλλη μια μέρα βασανιστηρίων.
Όταν φτάσαμε στο σχολείο ήταν ακόμα νωρίς και έτσι με τα αδέλφια μου κάτσαμε έξω απο το αυτοκίνητο και χαζεύαμε αδιάφοροι, ο καθένας στις δικές τους σκέψεις... σήμερα είχε απίστευτη παγωνιά και η θέα του χιονιού και της μουντάδας μας έκαναν να νιώσουμε τόσο όμορφα... για εμάς αυτό το φαινόμενο ήταν μια ευχάριστη έκπληξη... λίγο χιονοπόλεμο,λίγα πειράγματα για να σπάσουν την μονοτονία μας.
Το αυτοκίνητο της Μπέλας άρχισε να πλησιάζει στο πάρκινγκ και τότε όλο μου το είναι άρχισε να αντιδρά... απο την μια η χαρά μου που θα την ξαναέβλεπα, απο την άλλη η ανησυχία μου για το πως θα μπορέσω πάλι να συγκρατήσω το τέρας που απελευθέρωνε η μυρωδιά της... με έκαναν να είμαι νευρικός αλλά και χαρούμενος ταυτόχρονα.
Βγαίνοντας απο το αμάξι της δεν έδειχνε να έχει καταλάβει ακόμα ότι την κοιτάω και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο μου χωρίς να ξέρω τον λόγο... ήταν τόσο απορροφημένη με το αυτοκίνητο της... το κοίταζε με τόση εμμονή που δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν αυτό που της είχε κεντρίσει τόσο πολύ το ενδιαφέρον που δεν έδινε σημασία σε οτιδήποτε άλλο.
Εγώ τώρα τι να κάνω? Να πάω να της μιλήσω?... σκέφτηκα... ή θα ήταν καλύτερα να περιμένω τις δικές της αντιδράσεις πρώτα?... συνέχιζα την σκέψη μου μέχρι που ένα όραμα της Άλις ήρθε να μου κόψει την αναπνοή και να με κάνει να χάσω την γη κάτω απο τα πόδια μου... στο όραμα της έβλεπα ένα βαν να κατευθύνετε προς το μέρος της Μπέλας με μεγάλη ταχύτητα και ταυτόχρονα εκείνη την στιγμή άκουγα τα λάστιχα του να στριγκλίζουν μέσα στο πάρκινγκ... δεν έκατσα να δω την συνέχεια του οράματος, το αποτέλεσμα του σε κλάσματα δευτερολέπτου θα διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια μου.
Η Μπέλα ακούγοντας τον εκκωφαντικό ήχο απο τα λάστιχα γύρισε πρώτα την ματιά της σε μένα, κοιτώντας με, με πόνο και μετά κάρφωσε την ματιά της στο βαν που είχε αρχίσει να πηγαίνει με δύναμη προς τα πάνω της περιμένοντας... ανίκανη να κάνει το οτιδήποτε... την μοίρα της.
ΟΧΙ... ΟΧΙ ΑΥΤΗΝ... ούρλιαξα μέσα μου και χωρίς να το σκεφτώ άρχισα να τρέχω καταπάνω της και την τράβηξα απότομα απο το σημείο που είχε κοκαλώσει αλλά δεν υπολόγισα την δύναμη που έβαλα και αυτό την έκανε να πέσει στην άσφαλτο και ένα δυνατό κρακ ακούστηκε και με έκανε να βρίσω άσχημα που αντί να την προστατέψω εγώ ήμουν η αιτία που χτύπησε άσχημα το κεφάλι της.
Το βαν συνέχιζε την τρελή του πορεία και δεν μου έδινε τα περιθώρια να αντιδράσω διαφορετικά... έβαλα προστατευτικά τα χέρια μου μπροστά απο το σώμα της για να το σταματήσω και οι λαμαρίνες άρχισα να τρίζουν και να βουλιάζουν μπροστά απο την δύναμη μου, το χειρότερο όμως είναι ότι απο το δικό μου άγγιγμα το βαν άρχισε να αλλάζει την πορεία του και αν δεν έκανα κάτι γρήγορα τότε σίγουρα θα της διέλυε τα πόδια.
Υπάρχει κάτι άλλο που να πάει στραβά σήμερα... ούρλιαζα μέσα μου ενώ ταυτόχρονα με το ένα μου χέρι έφερα τα πόδια της κοντά στο σώμα της και ταυτόχρονα με το άλλο μου χέρι σήκωσα στον αέρα για λίγο το βαν για να του κόψω την φόρα και την τρελή του πορεία, μέχρι που με έναν δυνατό κρότο απο το τζάμι που έσπασε επιτέλους το βαν ακινητοποιήθηκε αγκαλιάζοντας μας και αφήνοντας το κάτω γύρισα να δω την Μπέλα αν ήταν καλά με κομμένη την ανάσα.
Έβαλα απαλά το χέρι μου κάτω απο το σημείο που είχε χτυπήσει προσέχοντας πολύ σκληρά να μην την τραυματίσω περισσότερο για να ελέγξω αν το ατύχημα της προκάλεσε αιμορραγία και βλέποντας ότι τα μαλλιά της ήταν στεγνά πήρα μια κοφτή ανάσα για να το επιβεβαιώσω, με όλο μου το είναι να είναι τρομοκρατημένο... να και ένα καλό νέο... τουλάχιστον δεν αιμορραγεί... σκέφτηκα ανακουφισμένος και εκείνη την στιγμή την είδα να ανοίγει δειλά τα μάτια της και να με κοιτάει σοκαρισμένη.
«πως... γιατί» έλεγε ασυναίσθητα και την πρόλαβα πριν βγάλει τα δικά της συμπεράσματα
«στεκόμουν ακριβώς δίπλα σου Μπέλα και σε τράβηξα πριν πάθεις τα χειρότερα» αυτό την έκανε να χαμογελάσει και βάζοντας το χέρι της στο πάτωμα προσπάθησε να σηκωθεί αλλά δεν την άφησα
«πρόσεχε έχεις χτυπήσει στο κεφάλι σου... καλό είναι να μείνεις για λίγο ακίνητη μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο»
«μα κάνει κρύο» είπε παραπονιάρικα και αυτό με έκανε να χαμογελάσω... εδώ η ζωή της πριν ένα λεπτό κρεμόταν σε μια κλωστή και απο το πέσιμο το χτύπημα στο κεφάλι της θα πρέπει να την πόναγε πάρα πολύ... εκείνη σκεφτόταν το κρύο???... πραγματικά το ορκίζομαι ότι αυτό το κορίτσι θα με τρελάνει
Άρχισε να βάζει πάλι δύναμη στο χέρι της για να σηκωθεί και χωρί να έχω άλλη επιλογή της έδωσα το χέρι μου για να την βοηθήσω... τι πεισματάρικο πλάσμα... σκέφτηκα και όταν χαμογέλασα εκείνη με κοίταξε με περιέργεια στα μάτια... μόλις σηκώθηκε την άφησα και πήγα στο πιο απόμακρο σημείο που υπήρχε στον λιγοστό χώρο που είχε σχηματιστεί ανάμεσα στα δύο αυτοκίνητα που μας είχαν εγκλωβίσει και γυρίζοντας το κεφάλι μου προς την άλλη μεριά πήρα μια ανάσα για να μπορέσω να χρησιμοποιήσω τον αέρα για να της μιλήσω ξανά.
Άουτσσσσς... ούρλιαξα μέσα μου... η μυρωδιά της είναι τόσο δυνατή που ακόμα και στον ανοιχτό χώρο με έκαιγε ολόκληρο και έκανε το δηλητήριο μου να πλημμυρίζει τις αισθήσεις μου με προσμονή για την ικανοποίηση του... απο την άλλη όμως αυτό το κάψιμο με έκανε να επιβεβαιώσω ότι πράγματι ήταν ζωντανή και αυτό με ηρεμούσε περισσότερο για κάποιον περίεργο λόγο.
«πως νιώθεις?» την ρώτησα με αγωνία και χαμογέλασε γλυκά
«εντάξει δεν μπορώ να πω ότι δεν με πονάει το χτύπημα αλλά νιώθω πάρα πολύ καλά... εσύ?»
«εγώ τι?»
«πως νιώθεις?» με ρώτησε αινιγματικά και έμεινα να την κοιτάζω χωρίς να καταλαβαίνω
«καλά... υποθέτω» απάντησα μόνο και γύρισα την ματιά μου αλλού γιατί δεν άντεχα να με αιχμαλωτίζει αυτή η ματιά που με έκανε να αισθάνομαι διάφορα πρωτόγνωρα συναισθήματα που δεν είχα ιδέα πως να τα εξηγήσω ακόμα και στον ίδιο μου τον εαυτό.
«γιατί το διακινδύνευσες? Μπορεί να βρεις τον μπελά σου τώρα» με ρώτησε ξαφνικά και γύρισα απότομα να αντικρίσω την ματιά της
«δεν καταλαβαίνω τι εννοείς» είπα προσποιητά και χαμογέλασε γλυκά για να με καθησυχάσει
«εγώ πάλι ξέρω ότι καταλαβαίνεις ακριβώς τι εννοώ» είπε τονίζοντας κάθε λέξη
«εεε παιδιά είσαστε καλά εκεί πίσω?» ακούσαμε την φωνή του τραυματιοφορέα και πήρα μια αναπνοή για να μπορέσω να μιλήσω... Χριστέ μου πόσο χειρότερο μπορεί να γίνει όλο αυτό????
«ναι... μίλησα πιο δυνατά για να με ακούσει... μόνο η Μπέλα έχει χτυπήσει λίγο το κεφάλι της αλλά είναι καλά» μόλις το άκουσε αυτό με κοίταξε με δολοφονική ματιά και έκανε ένα βήμα να έρθει κοντά μου... όχι, όχι πάλι... δεν με λυπάται καθόλου???? Ούρλιαζα μέσα μου αλλά εκείνη δεν σταματούσε και μόλις ήρθε ακριβώς μπροστά μου ψιθύρισε.
«είσαι τρελός??? Τώρα θα πρέπει να με πάνε στο νοσοκομείο εξαιτίας σου» είπε θυμωμένα
«Μπέλα έχεις χτυπήσει το κεφάλι σου αρκετά... πρέπει να δουν αν έπαθες τίποτα» πήρε το χέρι μου στο δικό της και το έβαλε στο σημείο που είχε χτυπήσει... με την επαφή άρχισα να τρέμω απο τον φόβο μου για τις συνέπειες αλλά εκείνη ενώ το καταλάβαινε δεν το έβαζε κάτω
«νιώθεις καμία κάκωση??? Πιστεύεις ότι για ένα τόσο ανόητο χτύπημα πρέπει να κάνω τον Τσάρλι να ανησυχήσει τόσο πολύ και να χάσει την γη κάτω απο τα πόδια του???»
«νομίζω ότι και εκείνος θα ήταν πιο ήσυχος αν...» ξεκίνησα να λέω τραβώντας το χέρι μου απο το δικό της αλλά η φωνή του Τσάρλι ήρθε για να επιβεβαιώσει τα λόγια της και αυτό με έκανε να νιώσω άσχημα... όμως άκουσα το χτύπημα της έπρεπε να την δει ο Καρλάηλ για να επιβεβαιώσει ότι είναι καλά.
«Μπέλαααα, Μπέλα μου είσαι καλά κορίτσι μου έπαθες τίποτα???» η αγωνία στην φωνή του δήλωνε την αγάπη του και την ταραχή που ένιωθε για την Μπέλα...
«μπαμπά κοίτα με στα μάτια και πάρε μια αναπνοή... προσπάθησε να τον καθησυχάσει... είμαι... μια... χαρά» τόνισε τις λέξεις κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια για να τον πείσει
«είσαι σίγουρα καλά, καρδιά μου?» τον άκουσα να λέει ενώ άκουγα την καρδιά του να καλπάζει σαν τρελή
«ναι μπαμπά ηρέμησε δεν έπαθα τίποτα... μόλις βγούμε απο εδώ θα πάμε στο σπίτι να ηρεμήσουμε εντάξει?» του είπε ήρεμα εκείνη και ο Τσάρλη έγινε έξαλλος
«στο σπίτι? Δεν είσαι καλά... αν δεν πάμε στο νοσοκομείο να βεβαιωθώ ότι δεν έχεις τίποτα δεν πας πουθενά αλλού» της είπε άγρια
«μπαμπααααα» είπε μέσα απο τα δόντια της αλλά εκείνος δεν πτοήθηκε
«θα πάρω τηλέφωνο τον δόκτορ Σονιοερ για να έρθει αν χρειαστεί... είπε ενώ ταυτόχρονα έβγαζε το κινητό του απο την τσέπη του και η Μπέλα τον κοίταζε τρομοκρατημένη... έχασες και αίμα?» την ρώτησε με αγωνία καθώς έψαχνε τις επαφές του.
«μπαμπά κλείσε το τηλέφωνο τώρα σε παρακαλώ μου υποσχέθηκες» τον παρακάλεσε και την κοίταξε άγρια
«δεν παίζω με την υγεία σου... θα του πω να έρθει» είπε εκείνος και απομακρύνθηκε απο κοντά μας για να μιλήσει στο τηλέφωνο και η Μπέλα βάζοντας τα χέρια της στο πρόσωπο της ακούμπησε πάνω στο αμάξι της και άφησε το σώμα της να πέσει προς το έδαφος απελπισμένα με έναν αναστεναγμό χωρίς να πει τίποτα άλλο.
«πονάς?» την ρώτησα με αγωνία και με κοίταξε μέσα στα μάτια σμίγοντας τα χείλια της για να μην πει αυτό που σκεφτόταν, φαντάστηκα ενώ τα μάτια της ήταν ήδη θολά.
Τι προσπαθεί να κρύψει??? Σκέφτηκα και άρχισα να ψάχνω τις σκέψεις του πατέρα της μήπως καταφέρω να καταλάβω περισσότερα για το τι πραγματικά συμβαίνει... οι σκέψεις του Τσάρλι ήταν τόσο συγχυσμένες που μπερδεύτηκα περισσότερο... τα συναισθήματα του ήταν τόσο έντονα που κάλυπταν κάθε σκέψη που έκανε... τρόμος, πόνος και αγωνία κυριαρχούσαν μέσα του και ήμουν σίγουρος ότι κάτι σοβαρό υπήρχε πίσω απο όλα αυτά... αλλά απο την συνομιλία του με τον γιατρό στο τηλέφωνο με έκαναν να σαστίσω.
Προσπαθούσε με πείσμα να τον αναγκάσει να έρθει να την δει και μάλιστα να φέρει μαζί του και μπουκάλες με αίμα μήπως χρειαστεί να κάνει μετάγγιση... μα γιατί να κάνει το μετάγγιση απο την στιγμή που δεν είχε χάσει καθόλου αίμα? Πραγματικά αρχίζω και τα χάνω με όλα αυτά.
Μετά απο αρκετή προσπάθεια απο τους διασώστες, μας μετέφεραν στο νοσοκομείο και την στιγμή που την πήγαν στα επείγοντα, έτρεξα στον Καρλάηλ και αφού τον ενημέρωσα για όλα αυτά εκείνος πήγε να την αναλάβει προσωπικά για να λύσουμε το μυστήριο αλλά και να διαπιστώσουμε ότι δεν είχε πάθει κάποια ζημιά απο το πέσιμο που είχα προκαλέσει εγώ.
Μόλις είδα την νοσοκόμα να βγαίνει απο το δωμάτιο που ήταν οι εξετάσεις της, μπήκα μέσα προσέχοντας να μην με δει και βρίσκοντας τον φάκελο της τον άνοιξα και άρχισα να βλέπω τις ακτινογραφίες και τα αποτελέσματα των υπόλοιπων εξετάσεών που της είχαν κάνει και πάγωσα.
«Καρλάηλ» είπα ψιθυριστά για να ακούσει μόνο εκείνος την φωνή μου που ήταν πολύ κοντά στην πόρτα. Εκείνος χαιρέτησε ευγενικά την νοσοκόμα που της μίλαγε και ήρθε με ανησυχία κοντά μου και μόλις τον αντίκρισα και είδε την ματιά μου άρπαξε αμέσως τις εξετάσεις απο τα χέρια μου και άρχισε να τις επεξεργάζεται σιωπηλά.
«πες μου ότι έχω καταλάβει λάθος» τον ικέτεψα και με κοίταξε με πόνο στα μάτια
«Έντουαρντ βάση των εξετάσεων της, είναι κλινικά νεκρή» είπε επιβεβαιώνοντας τα όσα είχα διαπιστώσει και μόνος μου και έκανα ένα βήμα προς τα πίσω προσπαθώντας πολύ σκληρά να βρω την αναπνοή μου.
Κοιταχτήκαμε για μια στιγμή και αμέσως αρχίσαμε να προχωράμε με γρήγορο βήμα προς το δωμάτιο που την είχαν βάλει προσέχοντας να μην ξεχάσουμε ότι βρισκόμαστε μέσα στο νοσοκομείο ώστε να πηγαίνουμε με ανθρώπινο ρυθμό.
Μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο την αντίκρισα να είναι ακίνητη και χλωμή όσο ήμουν και εγώ η αναπνοή της έβγαινε ρυθμικά και ο καρδιακός της χτύπος ακουγόταν όπως ακούγετε κάποιου που η ζωή του εξαρτάτε απο μηχανική υποστήριξη αλλά κανένα τέτοιο μηχάνημα δεν την συντηρούσε.
Γύρισα και κοίταξα τον Καρλάηλ και εκείνος εμένα. Και ακούγοντας την φωνή της γυρίσαμε να την αντικρίσουμε σοκαρισμένοι.
«συμβαίνει κάτι?» είπε αλλά καμία ανησυχία δεν πρόδιδε το βλέμμα της και αυτό μας έκανε πιο υποψιασμένους.
«Μπέλα πως αισθάνεσαι?» ρώτησε ο Καρλάηλ με το επαγγελματικό του ύφος και καθώς την πλησίασε άκουσα στην σκέψη του «τι περίεργο κορίτσι και τι δεν θα έδινα να μάθαινα τι κρύβεται απο πίσω απο αυτήν την μάσκα»
«μια χαρά σας ευχαριστώ» είπε ευγενικά και άκουσα την καρδιά της σταδιακά να αυξάνει τους παλμούς της και κάθε στιγμή γινόντουσαν όλο και πιο φυσιολογικοί και το χρώμα της άρχισε σταδιακά να επανέρχεται.
«πρέπει να έγινε κάποιο λάθος με τις εξετάσεις σου γι αυτό θα ήθελα να τις επαναλάβουμε» εκείνη γέλασε ευγενικά
«νομίζατε ότι είμαι κλινικά νεκρή» διαπίστωσε και ο Καρλάηλ σάστισε για μια στιγμή και στιγμιαία γύρισε την ματιά του σε μένα πριν συνεχίσει
«πως ξέρεις τι έδειξαν οι εξετάσεις?»
«αυτό δεν μπορώ να σας το πω, όμως μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι είμαι μια χαρά και ότι δεν έχω κάτι που θα ήταν ικανό να με κρατήσει εδώ»
«δεν μπορώ να σε αφήσω πριν επαναλάβω τις εξετάσει για να βρω που έγινε το λάθος» πήρε το χέρι του στο δικό της και βάζοντας τον δείκτη του πάνω στον άλλο της καρπό τον κοίταξε στα μάτια
«είναι φυσιολογικός?»
«ναι»
«άρα βλέπετε ότι απλά έγινε ένα λάθος, η ομιλία μου καθώς και τα αντανακλαστικών μου είναι σωστά?»
«ναι»
«η ακτινογραφία έδειξε κάποια διάσειση ή κάτι άλλο?»
«όχι»
«τότε γιατί δεν πιστεύετε ότι απλά είμαι καλά για να με αφήσετε να φύγω?»
«δεν είναι τόσο απλό» ανασηκώθηκε απο το κρεβάτι και άφησε τα πόδια της να κρεμάσουν απο το κρεβάτι και την στιγμή που πήγε να σηκωθεί ο Καρλάηλ πήγε να την σταματήσει και του χαμογέλασε ζεστά και σηκώθηκε όρθια
«δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας βλέπετε?... είπε και έκανε μερικά σταθερά βήματα προς τα μένα και μετά γύρισε πάλι την ματιά της προς τον Καρλάηλ... είμαι μια χαρά»
«δεν μπορώ να καταλάβω» είπε ο Καρλάηλ δυνατά την σκέψη του
«απλά έγινε ένα λάθος» είπε απαλά και ο Καρλάηλ βλέποντας ότι δεν μπορούσε να την κρατήσει γιατί ήταν απόλυτα φυσιολογική τα παράτησε
«το πιο πιθανόν, δεν εξηγήτε αλλιώς»
«θα μπορέσω να φύγω τώρα?»
«ναι φυσικά θα πάω να ετοιμάσω τα χαρτιά σου αμέσως και θα τα στείλω με μια νοσοκόμα στον πατέρα σου για να τα υπογράψει και να φύγεις»
«σας ευχαριστώ» είπε απαλά και ο Καρλάηλ άρχισε να φεύγει με αργά βήματα απο το δωμάτιο τρομερά προβληματισμένος «δεν μπορώ να καταλάβω» άκουσα και πάλι στην σκέψη του πριν φύγει και αφού με κοίταξε για μια στιγμή βγήκε και μας άφησε μόνους.
«δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να σε ευχαριστήσω για όσα έκανες»
«δεν έκανα και πολλά»
«έκανε περισσότερα απο όσα νομίζεις»
«είσαι τόσο παράξενη» είπα δυνατά την σκέψη μου και μου χαμογέλασε κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος μου και αυτόματα έκανα και εγώ ένα βήμα προς τα πίσω για να την αποφύγω και σταμάτησε
«συγνώμη δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση» είπε απολογητικά και γύρισε προς το κρεβάτι για να μαζέψει τα πράγματα της και χωρίς να μπορέσω να συγκρατήσω άλλο την περιέργεια μου την ρώτησα ευθέως
«τι είσαι?»
«δεν μπορώ να σου πω» είπε με θλιμμένη φωνή και γυρίζοντας προς το μέρος μου, με κοίταξε ικετευτικά στα μάτια
«σε παρακαλώ δεν αντέχω άλλο... σου το ορκίζομαι θα τρελαθώ»
«όπως και εσύ έτσι και εγώ έχω κάποιες απαγορεύσεις που με αναγκάζουν να μην αποκαλύψω το τι πραγματικά είμαι»
«άρα παραδέχεσαι ότι είσαι κάτι άλλο...»
«δεν το αρνήθηκα ποτέ»
«τι εννοείς?»
«σου το είπα απο την αρχή Έντουαρντ δεν είμαστε πάντα αυτό που φαινόμαστε»
«και πιστεύεις ότι και εγώ είμαι κάτι άλλο απο αυτό που φαίνομαι» διαπίστωσα
«δεν το πιστεύω απλά Έντουαρντ, ξέρω τι είσαι» αυτό με πάγωσε για μια στιγμή αλλά δεν τα έχασα
«και τι πιστεύεις ότι είμαι» είπα κοροϊδευτικά
«θα προτιμούσα να μου το πεις εσύ... για να δω αν κάνω λάθος»
«άρα δεν ξέρεις τίποτα»
«πως ήρθες τόσο γρήγορα κοντά μου, ενώ ήσουν στο αμάξι σου την στιγμή που το βαν ερχόταν καταπάνω μου?»
«Μπέλα στεκόμουν ακριβώς δίπλα σου» είπα πειστικά το ψέμα μου αλλά χαμογέλασε
«πως γίνεται το βαν να είναι για πέταμα απο το άγγιγμα των χεριών σου και εσύ να μην έχεις πάθει τίποτα?»
«δεν ξέρεις τι λες» είπα υπερασπίζοντας τον εαυτό μου αλλά δεν πτοήθηκε και συνέχισε το ίδιο απειλητικά λέγοντας το κάθε λάθος που είχα κάνει σαν να με κατηγορούσε γι αυτά και ήρθε κοντά μου με αργά και σταθερά βήμα πριν προλάβω να φύγω πάλι απο κοντά της και κρατώντας την αναπνοή μου πριν να είναι πολύ αργά, εκείνη χαμογέλασε
«για ποιον λόγο κάθε φορά που σε πλησιάζω σταματάς να αναπνέεις?... έσμιξα τα φρύδια μου και συνέχισε χωρίς να περιμένει την απάντηση μου... γιατί όταν είμαι δίπλα σου υποφέρεις απο την δίψα σου τόσο πολύ που σου καίει όλο σου το κορμί και ο πόνος είναι αφόρητος?»
«τι είσαι?» την ρώτησα σαστισμένος και συνέχισε με τον ίδιο σαγηνευτικό τρόπο να λέει όλα μου τα χαρακτηριστικά χωρίς να με αφήνει απο το βλέμμα της και αυτό με έκανε ανίκανο να κουνηθώ απο την θέση μου λες και εκείνη ήταν ο μαγνήτης και εγώ το σιδερένιο σώμα που αντί να τρέχω μακριά της με έκανε να την πλησιάζω όλο και πιο πολύ μέχρι που τα σώματα μας σχεδόν ενώθηκαν και η ζεστασιά της διαπέρασε κάθε κύτταρο του κορμιού μου και το έκαψε, ένοιωθα ότι βρισκόμουν στην κόλαση, όλο μου το είναι ούρλαζε απο τον πόνο τον πόθο και την λαχτάρα να ικανοποιήσει το ανεκπλήρωτο όνειρο μου να την γευτώ.
«γιατί το δέρμα σου είναι χλωμό και είσαι πολύ παγωμένος... γιατί τα μάτια σου αλλάζουν χρώμα... γιατί δεν τρως ή δεν πίνεις τίποτα και κάποιες φορές μιλάς σαν να είσαι απο διαφορετική εποχή»
«τι είσαι» ψιθύρισα για άλλη μια φορά, ανίκανος να πάρω την ματιά μου απο την δική της που με σαγήνευε και με κράταγε αιχμάλωτο στα δεσμά της
«ακόμα και τώρα που συνειδητοποιείς ότι ξέρω την αλήθεια είσαι ανίκανος να μου αποκαλύψεις τι είσαι... είπε με πληγωμένο ύφος... και περιμένεις να σου πω την μοναδική λέξη που δεν έχω πει ακόμα για να σε κάνει να πιστέψεις ότι ξέρω... την κοίταζα ανίκανος να αντιδράσω, όλο μου το σώμα όλες μου οι αισθήσεις είχαν νεκρώσει... το ίδιο ισχύει και για μένα... πρέπει μόνος σου να ανακαλύψεις την αλήθεια» έφερε αργά και βασανίστηκα το χέρι της κοντά στο πρόσωπο μου, με την αναστροφή του χεριού της και το πέρασε απαλά απο τον κρόταφο μέχρι το σαγόνι μου καιγοντας και το τελευταίο κομμάτι της λογικής μου, που πάλευε να κρατηθεί.
«ξέρω τι είσαι... είπα και την κοίταξα άγρια στα μάτια... είσαι ένας δαίμονας, ο χειρότερος μου εφιάλτης που ήρθε να με καταστρέψει... της είπα και άφησε το χέρι της να πέσει απελευθερώνοντας με απο αυτό το βασανιστήριο...
«δεν θέλω να σε δω ξανά μπροστά μου εκτός και αν θέλεις να γίνω πραγματικά αυτό που είμαι και αν όντως ξέρεις τι είμαι τότε καλό θα είναι να το θυμάσαι την επόμενη φορά που θα βρεθείς μπροστά μου μακριά απο τα βλέμματα των μαρτύρων που θα σε δουν μια και καλή νεκρή... πόνος και απελπισία πέρασε στην ματιά της αλλά είχα περάσει τα όρια μου και δεν μπορούσα να κάνω πια πίσω και συνέχισα πιο σκληρά...
«την επόμενη φορά που θα σε πετύχω μόνη σου θα είναι και η τελευταία φορά που θα δεις το φως της ημέρας, αυτό σου το ορκίζομαι» έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και καθώς με απελευθέρωσε απο την ματιά της άρχισα πάλι να έχω τον έλεγχο του εαυτού μου και άρχισα να φεύγω όσο πιο γρήγορα απο κοντά της προσπαθώντας πολύ σκληρά να κρατήσω έναν ανθρώπινο ρυθμό μέχρι να βρεθώ στο αμάξι μου και να αρχίζω να ξεσπάω όλο τον θυμό και την απελπισία που με είχε καταβάλει.
Όταν βρέθηκα μέσα στο δάσος άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο να τρέξει σαν τον άνεμο για να καταφέρω να σκεφτώ όλα όσα μου έκανε αυτή η μάγισσα που ήρθε στην ζωή μου για να με καταστρέψει. Φτάνοντας όμως μέσα στην καρδιά του, μυρίζοντας τον αέρα αντιλήφθηκα έναν κυνηγό που ήταν έτοιμος να πυροβολήσει ένα ελάφι και αυτό με ξάφνιασε.
ΟΧΙ ΠΑΛΙ φώναξα στον εαυτό μου και μπαίνοντας μπροστά του έπιασα το όπλο του και απειλητικά τον διέταξα να φύγει και εκείνος σαστισμένος άρχισε να τρέχει σαν τρελός... Κανονικά αυτό θα έπρεπε τώρα να με κάνει να τον κυνηγήσω αλλά αντί γι αυτό η μυρωδιά του αίματος του με έκανε να μείνω αδιάφορος... Έχοντας στο μυαλό μου την δική της μυρωδιά τώρα η δική του ανθρώπινη μυρωδιά δεν με δελέαζε καθόλου και αυτό με έκανε να νιώσω κάπως καλύτερα.
Το ελάφι που είχε πιάσει τον κίνδυνο στον αέρα άρχισε να τρέχει και γύρισα την ματιά μου σε εκείνο, έπρεπε να ικανοποιήσω οπωσδήποτε την ανάγκη μου για αίμα και έπρεπε να το κάνω τώρα... Έτρεξα κοντά του και πριν προλάβει να αντιδράσει άρχισα με μανία να πίνω το αίμα του σαν λυσσασμένος κάνοντας κομμάτια με τα χέρια μου τα κόκαλα του λες και έφταιγε εκείνο για όλο το κακό που με είχε βρει απο την μια στιγμή στην άλλη.
Όταν το ένιωσα να στραγγίζει το άφησα και έκατσα στο έδαφος για να βρω και πάλι τα λογικά μου... η ζεστασιά του αίματος του θα έπρεπε να με είχε κάνει να ηρεμήσω αλλά αντί γι αυτό με έκανε να την θέλω πιο πολύ... ΓΙΑΤΙΙΙΙ, φώναζα μέσα μου, ΓΙΑΤΙΙΙΙ????