Η εβδομάδα που κύλησε με έκανε να νιώσω σαν την πριγκίπισσα του παραμυθιού... ο πρίγκιπας Τζέικοπ μου φερόταν με τόση λεπτότητα και τόση ευγένεια που με έκανε να νιώθω τόσο άσχημα απέναντι του που δεν είχα τολμήσει ακόμα να του πω την αλήθεια.
Οι γονείς του έλειπαν στην εξοχική τους κατοικία και έτσι μπόρεσα να απολαύσω μερικές ημέρες ηρεμίας, απολαμβάνοντας όλα τα καλά του βασιλείου, όμως όλα αυτά ήξερα πολύ καλά ότι θα τελείωναν απο στιγμή σε στιγμή και θα γύριζα πίσω στην καθημερινότητα μου, με τον ερχομό τους... δεν μπορούσα να κρύψω την ταυτότητα μου όσο και να το ήθελα... αυτό που με πείραζε περισσότερο δεν ήταν ότι θα γύριζα στα κουρέλια μου αλλά ότι δεν θα είχα ξανά την ευκαιρία να ξαναδώ τον δράκο που είχε μπει στην ζωή μου για να με κάνει να νιώσω τόσο ζωντάνια και τόσο πληρότητα.
Όσο και αν προσπάθησα να πείσω τον πρίγκιπα ποτέ δεν μου είπε τίποτα για τον Έντι και αυτό με στεναχωρούσε... ήθελα να μάθω για εκείνον, ήταν τόσο παράξενο που μια βασιλική οικογένεια κρατούσε υπό την προστασία της έναν δράκο... η περιέργεια μου για την ιστορία του είχε χτυπήσει κόκκινο αλλά περισσότερο ήθελα να τον ξαναδώ... απο την μια ο Έντι δεν είχε έρθει ξανά,απο την άλλη ο Τζέικοπ προσπαθούσε με χίλιους τρόπους να αποφύγει να πάμε ξανά στην σπηλιά του που κάθε μέρα που πέρναγε με έκανε να αισθάνομαι ότι κάτι κρύβουν και σίγουρα δεν θέλουν να το μάθω εγώ.
Το απόγευμα της Παρασκευής ο Τζέικοπ για άλλη μια φορά μου έδειχνε τις ομορφιές του κάστρου και είχα μείνει εκστασιασμένη απο όλα όσα έβλεπα γύρω μου... όμως η επιθυμία μου να ξαναδώ τον Έντι και να νιώσω και πάλι το ίδιο συναίσθημα που με έκανε να νιώσω και όταν πετάγαμε, με έκανε κάπως μελαγχολική και βλέποντας το ο Τζέικοπ με πήρε απο το χέρι και με οδήγησε στον υπέροχο βασιλικό κήπο για να με κάνει να ξεσκάσω απο την κλεισούρα που νόμιζε ότι εγώ ένιωθα και δεν του το αρνήθηκα.
Ο πρίγκιπας Τζέικοπ ήταν πολύ διακριτικός και πολύ ευγενής απέναντι μου αλλά εγώ δεν μπορούσα να κρύβομαι άλλο και εφόσον η άφιξη της οικογένειας του ήταν πολύ κοντά πήρα την απόφαση τελικά να του μιλήσω.
«σου αρέσει ο κήπος μας?» ξεκίνησε να με ρωτάει αλλά εγώ αμέσως άλλαξα την κουβέντα
«πρίγκιπα Τζέικοπ» ξεκίνησα και μου χαμογέλασε
«δεν έχουμε συμφωνήσει να με φωνάζεις Τζέικ?»
«αυτό που θέλω να σου πω... δίστασα και πήρα μια αναπνοή... θέλω να πω εγώ»
«δεν νιώθεις άνετα κοντά μου?» με ρώτησε και ένιωσα έναν πόνο να περνάει απο την ματιά του
«όχι, όχι δεν είναι αυτό... είπα απολογητικά... απλώς θέλω να σου πω την αλήθεια»
«δεν νομίζω ότι καταλαβαίνω»
«ξέρω ότι είσαι διακριτικός και το εκτιμώ πάρα πολύ... όμως υπάρχουν κάποια πράγματα για μένα που δεν έχω βρει το θάρρος να σου τα πω και πολύ φοβάμαι ότι όταν τα μάθεις… τότε…» η φωνή μου έσπασε και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου.
Η παγωνιά ήταν τόσο μεγάλη που το δάκρυ στέγνωσε πριν προλάβει να φτάσει το σαγόνι μου και η ανάσα μου έβγαινε τόσο γρήγορη που το χνώτο μου δημιουργούσε μια περίεργη ομίχλη γύρω απο τα πρόσωπα μας... πήρε το χέρι μου μέσα στα ζεστά του χέρια για να το ζεστάνει και με έβαλε να κάτσω πάνω στο παγκάκι που ήταν κοντά μας, σκουπίζοντας το δάκρυ μου με την αναστροφή του χεριού του.
«αγαπητή μου Μπέλα δεν χρειάζεται να μου πεις τίποτα αν δεν είσαι έτοιμη»
«δεν ξέρω αν είμαι έτοιμη αλλά σίγουρα ξέρω ότι δεν μπορώ άλλο όλο αυτό το βάρος να πλακώνει την καρδιά μου... πρέπει να σου τα πω... θέλω να σου τα πω... θέλω να ξέρεις ποια είμαι»
«αν αυτό θες... η επιθυμία σου είναι για μένα διαταγή» μου είπε με τον πιο απαλό ήχο της φωνής του και τον κοίταξα στα μάτια με παράπονο.
Ήταν τόσο καλός μαζί μου... τόσο υπομονετικός... που τώρα περισσότερο απο πριν ήξερα ότι του άξιζε μόνο η αλήθεια... πήρα μια ανάσα και εκείνος έγειρε προς το μέρος μου και έφερε το χέρι μου κοντά στα χείλια του... άφησε το πιο τρυφερό φιλί που μου είχαν χαρίσει σε ολόκληρη την ζωή μου, κοιτώντας με πάντα μέσα στα μάτια... και όταν το άφησε απαλά πάνω στα πόδια μου, χωρίς να το αφήνει απο τα δικά του χέρια, με κοίταξε με κατανόηση και περίμενε υπομονετικά να ξεκινήσω.
«γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αίσθιαν... οι γονείς μου ήταν στην υπηρεσία του πιο υπέροχου και του πιο καλού κύριου που έχω γνωρίσει ποτέ στην ζωή μου... ήταν δάσκαλος και αρκετά πλούσιος αλλά ταυτοχρόνως και τόσο μοναχικός... απο την ημέρα που γεννήθηκα και μέχρι την ημέρα που τον χάσαμε, πάντα με έβλεπε σαν την κόρη που δεν είχε και έτσι με είχε απο την προστασία του... εκείνος με έμαθε καλούς τρόπους ώστε να έχω γερές βάσεις για ένα καλό μέλλον, όπως μου έλεγε πάντα» ένα νοσταλγικό χαμόγελο έκοψε την φράση μου στην μέση και κοίταξα μακριά θυμούμενη όλη την στοργή και την αγάπη που μου έδειχνε.
«μου έμαθε όλα όσα ξέρω... γραφή, ανάγνωση ακόμα και ιππασία... και ήμουν τόσο ευτυχισμένη... όταν όμως τον χάσαμε η κληρονομιά του, εφόσον δεν είχε δική του οικογένεια, πέρασε στα χέρια του ανιψιού του και απο τότε η ζωή μου έγινε μια κόλαση... όταν όμως έχασα, την οικογένεια μου, έγινε ακόμα χειρότερη... η κύριος μου ήταν το άκρως αντίθετο απο ότι ήταν ο θείος του... απαιτούσε να κάνω όλα του τα θελήματα δίνοντας μου για ανταμοιβή μια στέγη και τα αποφάγια του για να μπορώ να ζω και εγώ τα δεχόμουν χωρίς να μπορώ να κάνω κάτι άλλο... χωρίς τους γονείς μου που μπορούσα να πάω... τι μπορούσα να κάνω» ένα δάκρυ κύλησε και αμέσως το μάζεψε με το χέρι του και γύρισα την ματιά μου σε εκείνον.
Η ματιά του ήταν τόσο τρυφερή, τόσο στοργική που μου ράγισε την καρδιά.
«το χειρότερο όμως ήταν ότι απαιτούσε και άλλα πράγματα απο μένα» είπα με πνιγμένη φωνή και έσμιξε τα φρύδια του.
«σε κακοποιούσε?» είπε με οργή και τινάχτηκα απο το ύφος του
«ναι» είπα με δυσκολία και άφησε την ανάσα του να βγει βίαια απο μέσα του
«συγνώμη δεν ήθελα να σε τρομάξω... απολογήθηκε και χαμήλωσε την ματιά του... αλλά αυτό είναι εξωφρενικό, δεν μπορώ να διανοηθώ ότι κάποιος τόλμησε να σου κάνει κάτι τέτοιο»
«γι αυτό και το έσκασα... δεν άντεχα άλλο και όταν με βρήκε ο Έντι ήταν πολύ κοντά στα ίχνη μου... με κυνηγούσαν για να με κάνουν να πληρώσω γι αυτό που έκανα... γι αυτό και με πήρε μαζί του»
«τον σκότωσες?» με ρώτησε με δυσπιστία
«όχι... όσο απελπισμένη και να ήμουν ποτέ δεν θα τολμούσα να κάνω κάτι τέτοιο... θέλω να με πιστέψεις» είπα γρήγορα με κομμένη την ανάσα μου απο την απελπισία μου και αμέσως χάιδεψε το χέρι μου παρηγορητικά για να με καθησυχάσει
«τότε γιατί σε κυνηγούσανε?»
«γιατί τον δάγκωσα για να τον ακινητοποιήσω και να καταφέρω να βγω απο αυτό το μαρτύριο και εκείνος θύμωσε πάρα πολύ» είπα και έσκυψα το κεφάλι μου ντροπιασμένη.
Έβαλε το δείκτη του κάτω απο το σαγόνι μου και με ανάγκασε να τον κοιτάξω στα μάτια... η ματιά του ήταν ακόμα πιο ζεστή και γεμάτη με τόση κατανόηση.
«πρίγκηπα Τζέικοπ... τώρα καταλαβαίνεις ότι δεν ανοίκω εδώ... δεν είναι δυνατόν μια κοπέλα σαν εμένα να ανήκει σε ένα τόσο καλό και στοργικό βασίλειο... γι αυτό νομίζω ότι καλό είναι...» έβαλε το χέρι του πάνω στο στόμα μου για να με σταματήσει.
«είσαι η πιο αγνή ψυχή που έχω γνωρίσει ποτέ στην ζωή μου... όσο θα ζω εγώ, η θέση σου θα είναι πάντα δίπλα μου και δεν θα αφήσω κανέναν να το αμφισβητήσει ποτέ αυτό»
«Τζέικοπ... ξεκίνησα διστακτικά καταλαβαίνοντας προς τα που το πήγαινε... πως θα μπορούσε μια φτωχή και ατιμασμένη κοπέλα σαν και εμένα, να μπορέσει ποτέ να σταθεί αντάξια σου... δεν αξίζω τίποτα απο όλα αυτά»
«αξίζεις πολλά περισσότερα» είπε με βαθιά φωνή και άρχισε να με πλησιάζει αργά... τον κοίταγα μέσα στα μάτια και ήξερα ακριβώς αυτήν την ματιά.
Ήμουν όμως έτοιμη για κάτι τέτοιο?... δεν είναι ότι δεν είχα αισθήματα για εκείνον, τον σεβόμουν, ήμουν υπόχρεη για όλην την καλοσύνη και την ευγένεια του... ένιωθα ασφάλεια... αλλά δεν ήμουν σίγουρη ότι μπορούσα να νιώσω κάτι περισσότερο απο αυτό.
Μόλις τα χείλη του ακούμπησαν τα δικά μου, ένας δυνατός αέρας πήρε τα μαλλιά μου και μας έκανε να γυρίσουμε το κεφάλι μας προς την άλλη μεριά για να δούμε τι συνέβη... ο Έντι χτύπησε για άλλη μια φορά τα φτερά του δυνατά σχεδόν απο πάνω μας και προσπερνώντας μας απο πολύ κοντινή απόσταση, άλλαξε πάλι πορεία και ήρθε και προσγειώθηκε ακριβώς μπροστά μας.
Την στιγμή που πέρασε πάνω μας και οι δύο ενστικτωδώς σκύψαμε το κεφάλι μας και την στιγμή που ο Έντι προσγειώθηκε ο Τζέικ αμέσως σηκώθηκε και πήγε μπροστά του τελείως εξαγριωμένος και άρχισε να του φωνάζει.
«είσαι τελείως τρελός??? Προσπαθείς να μας σκοτώσεις???»
«Τζέικοπ ηρέμησε... προσπάθησα εγώ να τον σταματήσω τραβώντας τον απο τον αγκώνα... δεν νομίζω ότι είχε ποτέ τέτοιο σκοπό»
Ο Τζέικ γύρισε και με κοίταξε για μια στιγμή και μετά γύρισε την ματιά του πάλι σε εκείνον.
«φύγε τώρα πριν νευριάσω περισσότερο και θα τα πούμε αργότερα εμείς οι δύο» συνέχισε άγρια και ένιωσα τόσο άσχημα που του μίλαγε με αυτόν τον τρόπο.
«Τζέικ σε παρακαλώ» προσπάθησα άλλη μια φορά αλλά εκείνος δεν μου έδινε σημασία και αυτό έκανε την καρδιά μου να πονέσει περισσότερο
Ο Έντι απο την άλλη το έβρισκε τόσο διασκεδαστικό που άρχισε να τον κοροϊδεύει και να του αρνείται την εντολή.
«Έντι είπα φύγε τώρα» συνέχισε ο Τζέικοπ και ο Έντι του έβγαλε την γλώσσα και κούναγε το κεφάλι του αρνητικά με πείσμα
Όλη αυτή η σκηνή μου φάνηκε τόσο αστεία που άρχισα να γελάω δυνατά και τότε σταματήσανε και γυρίσανε ταυτόχρονα και με κοίταξαν.
«ωωωω συγνώμη αλλά είναι τόσο αστείο... είπα παίρνοντας μια ανάσα για να ηρεμήσω το ξέσπασμα μου... είναι σαν να βλέπω δύο 10 χρονα αδέλφια να προσπαθούν να διεκδικήσουν ένα παιχνίδι... αυτό για μια στιγμή για κάποιον λόγο τους ακινητοποίησε και ήμουν σίγουρη ότι είδα την ανάσα τους να κόβετε απότομα αλλά εγώ συνέχισα... νιώθω ότι απο στιγμή σε στιγμή έτσι όπως το πάτε θα βγάλετε τα ξύλινα σπαθάκια σας και θα αρχίσετε να μονομαχείτε για να το διεκδικήσει ο καλύτερος» συνέχισα αλλά η ματιά που ανταλλάξανε μου έκοψε την φράση στην μέση.
Κοιταζόντουσαν με τόσο μίσος... και ένιωθα ότι έκαναν μια σιωπηλή συζήτηση που αυτό με έκανε καχύποπτη... λες τελικά να μην είχα παίσει και τόσο έξω?... τι ιστορία κρύβετε απο πίσω... πρέπει να μάθω... πρέπει οπωσδήποτε να μάθω... αλλά πως???
«Τζέικ?» τον ρώτησα με περιέργεια
«ναι Μπέλα?» μου απάντησε ευγενικά αλλά είδα μέσα στην ματιά του ότι ακόμα σιγόκαιγε το μίσος του.
«ο Έντι είναι αδελφός σου έτσι δεν είναι?» τον ρώτησα και αυτό τον έκανε να τσιτωθεί περισσότερο
«μην είσαι ανόητη Μπέλα... ο Έντι ήταν και θα είναι πάντα ένα απαίσιο τέρας... που η μητέρα μου, μου έχει επιβάλλει και τίποτα περισσότερο» είπε σκληρά και είδα στα μάτια του Έντι ένας πόνος να το λυγίζει και αμέσως ένιωσα την ανάγκη να τον παρηγορήσω.
«Τζέικ αρκετά... του είπα αυστηρά και πηγαίνοντας κοντά στον Έντι άρχισα να του χαϊδεύω παρηγορητικά τον λαιμό συνεχίζοντας να κοιτάω με ένταση τον Τζέικ... επειδή είναι δράκος δεν σημαίνει ότι πρέπει να τον πληγώνεις έτσι»
«νομίζω ότι αρκετά μείναμε στην παγωνιά είναι καιρός να μπούμε μέσα» είπε χωρίς να σχολιάσει τα λόγια μου και πήγε να με τραβήξει απο το χέρι.
Ο Έντι αμέσως αγρίεψε και του έτριξε τα δόντια με άγρια φωνή και εγώ τράβηξα το χέρι μου απότομα απο το δικό του με δάκρυα στα μάτια απο τον πόνο που ένιωσα απο την δύναμη του.
«εγώ θα μείνω εδώ για λίγο ακόμα αν δεν σε πειράζει» του απάντησα και κοίταξα πέρα μακριά αποφεύγοντας την ματιά και των δύο τους σταυρώνοντας τα χέρια μου με πείσμα πάνω στο στήθος μου.
«όπως νομίζεις» είπε άγρια και άρχισε να προχωράει με βαριά βήματα προς το κάστρο.
Γύρισα να τον κοιτάξω που έφευγε πληγωμένος απο την αντίδραση μου και αμέσως ένιωσα τύψεις... εκείνος μου φέρθηκε με τόση κατανόηση και εγώ του φέρθηκα τόσο άδικα... αλλά απο την άλλη δεν μπορούσα να τον ακούω να μιλάει στον κακόμοιρο τον Έντι με αυτόν τον τρόπο.
Ο Έντι έφερε το κεφάλι του γύρω απο το σώμα μου και αμέσως ένιωσα την ζεστασιά του να με τυλίγει... γαλήνη και ασφάλεια πλημμύρισε την καρδιά μου και αμέσως άρχισε να χτυπάει άρρυθμα... άφησα έναν αναστεναγμό και τα παράτησα... έβαλα το χέρι μου πάνω στην κορυφή του κεφαλιού του και τον χάιδεψα απαλά... αλλά ακόμα και αυτό δεν με έκανε να νιώσω καλύτερα.
«εσένα σου τα έχω μαζεμένα» του είπα μέσα απο τα δόντια μου και γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου.
«ακόμα περιμένω να εκπληρώσεις την υπόσχεση σου» συνέχισα πιο μαλακά και χαμογέλασε... ήταν το πιο παράξενο... το πιο ζεστό χαμόγελο που είχα δει ποτέ στην ζωή μου.
«τι θα σας κάνω εγώ εσάς τους δύο μου λέτε?» είπα με παράπονο και έγειρα το κεφάλι ώστε να ακουμπήσω πάνω στο λαιμό του και τον άκουσα που σταμάτησε για μια στιγμή να αναπνέει.
«μάλλον καλό είναι να πάω μέσα» είπα απρόθυμα και με το κεφάλι του με έφερε πιο κοντά του φυλακίζοντας με ώστε να μην κάνω αυτό που είπα
«και εμένα μου έλειψες... του είπα με έναν αναστεναγμό... αλλά περίμενα ότι θα ερχόσουν... γιατί δεν ήρθες?» τον ρώτησα με παράπονο και τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω απο τον λαιμό του άφησα ένα φιλί πάνω στον λαιμό του και ένα δάκρυ κύλισε στα παγωμένα μου μάγουλα.
Άκουσα έναν λυγμό να πνίγει τον λαιμό του και μέσα στην ματιά του ένιωσα να υπάρχει τόσος πόνος που μου έκοψε την καρδιά μου στα δύο...
«αν και δεν μιλάς η ματιά σου λέει τόσα πολλά» είπα περισσότερο σε μένα παρά σε εκείνον και έκλεισε τα μάτια του.
«μου υπόσχεσαι ότι θα ξανάρθεις?» τον ρώτησα παίρνοντας την μουσούδα του στα χέρια μου και ανοίγοντας τα μάτια του με κοίταξε με τον ίδιο πόνο και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά
«γιατί?» τον ρώτησα με αγωνία και ξεφύσησε απότομα λυπημένος... η ανάσα του πάνω στο πρόσωπο μου ήταν τόσο ζεστή που με έκανε να ανατριχιάσω... η μυρωδιά του ήταν τόσο γλυκιά που δεν θύμιζε τίποτα άλλο και με έκανε να θέλω να τον πλησιάσω περισσότερο και να τον φιλήσω.
Σύνελθε Μπέλα είναι ένας δράκος... άκουσα μια φωνή μέσα μου και τα μάτια μου αμέσως πετάρισαν... ή ίσως και όχι... της απάντησα εγώ.
«Έντι... ξεκίνησα δειλά και το ύφος του αμέσως άλλαξε και με κοίταξε με παράπονο, ξινίζοντας τα μούτρα... τι??... τον ρώτησα εγώ και με κοίταξε βαθιά στα μάτια και ένιωσα σαν να μου λέει (όχι και εσύ)... δεν σου αρέσει να σε λέω Έντι?» τον ρώτησα και κούνησε αμέσως το κεφάλι του κοιτώντας με παρακλητικά στα μάτια
«και πως να σε λέω? Δεν ξέρω άλλο όνομα... άφησε άλλη μια απελπισμένη αναπνοή και τα παράτησε κουνώντας το κεφάλι του καταφατικά... το βρήκα... αναφώνησα και με κοίταξε πάλι στα μάτια... θα κάνω μια λίστα με όλα τα ονόματα που μπορεί να έχουν σχέση με αυτό το όνομα και όταν ξαναβρεθούμε θα σου τα διαβάσω και θα μου πεις ποιο είναι το δικό σου... εντάξει?» με κοίταξε με έναν ενθουσιασμό και μου χαμογέλασε και πάλι γλυκά.
«μακάρι να σε δω σύντομα... του είπα με παράπονο και είδα το ίδιο παράπονο και στην δική του ματιά... γιατί να μην μπορείς να ξαναέρθεις να με βρεις?» τον ρώτησα για άλλη μια φορά αλλά δεν πήρα καμία απάντηση.
«καλύτερα να πηγαίνω... είπα και πάλι απρόθυμα αλλά ήξερα ότι έπρεπε να αντιμετωπίσω και τον Τζέικοπ πριν γίνουν τα πράγματα χειρότερα... να προσέχεις» του είπα ζεστά και του έδωσα άλλο ένα φιλί στο πρόσωπο του για να τον αποχαιρετίσω και ο Έντι άρχισε να ανασαίνει πιο γρήγορα... του χάιδεψα για άλλη μια φορά στοργικά το πρόσωπο και άρχισα να πηγαίνω προς το κάστρο... η ματιά του έκαιγε την πλάτη μου και ο πόνος της απώλειας που ένιωθα κάθε φορά όταν τον αποχωριζόμουν άρχισε πάλι να τρυπάει την καρδιά μου.
Την στιγμή που έφτασα στην πόρτα γύρισα την ματιά μου σε εκείνον που είχε μείνει ακίνητος στην ίδια θέση και τον κοίταξα για άλλη μια φορά πριν μπω μέσα... μου έκανε μια βαθιά υπόκλιση και εξαφανίστηκε στους ουρανούς με ένα σάλτο... είχε τόσο χάρη τόσο δυναμισμό... ήταν τόσο όμορφος που έκανε την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.
«Ρόζαλι... σταμάτησα την υπηρέτρια που εκείνη την στιγμή περνούσε απο μπροστά μου και εκείνη γύρισε και με κοίταξε στα μάτια... γνωρίζεις μήπως που είναι ο πρίγκιπας?» την ρώτησα ευγενικά αλλά εκείνη με κοίταξε με άγριο ύφος
«όπου είναι πάντα όταν κάποιος τον στεναχωρεί» είπε πικρόχολα και γύρισε να φύγει
«περίμενε» την παρακάλεσα εγώ και χωρίς να με κοιτάξει συνέχισε
«θα τον βρεις στην βιβλιοθήκη» είπε και έφυγε γρήγορα απο κοντά μου.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και άρχισα να πηγαίνω στην βιβλιοθήκη για να τον βρω... ήξερα ότι θα ήταν πολύ αναστατωμένος αλλά απο την άλλη φοβόμουν και για το τι θα μπορούσε να κάνει στον Έντι μετά απο όλα αυτά και δεν μπορούσα να το αφήσω έτσι αυτό... με αποφασιστικότητα χτύπησα την πόρτα και μόλις πήρα την απάντηση του άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα.
«Τζέικ... του ψιθύρισα και γύρισε απότομα προς το μέρος μου... ξέρω ότι μπορεί να είσαι πληγωμένος απο την συμπεριφορά μου αλλά πρέπει να με ακούσεις»
«μπορεί?» μου πέταξε ειρωνικά και η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο απο την αγριότητα της φωνής του.
«Τζέικ σου ζητάω συγνώμη που σε πλήγωσα... αλλά κατάλαβε με, δεν μπορούσα να σε ακούω να τον πληγώνεις με αυτόν τον τρόπο» του είπα απολογητικά και εκείνος αμέσως αγρίεψε περισσότερο ερχόμενος απειλητικά κοντά μου και βάζοντας τα χέρια του στα μπράτσα μου, μου μίλησε τόσο άγρια...
«εγώ σου δίνω την καρδιά μου... σου δίνω ολόκληρο το βασίλειο μου και εσύ με την πρώτη ευκαιρία μου γυρνάς την πλάτη γι αυτό το τέρας???»
«Τζέικ... ξεκίνησα ήρεμα για να μην τον εκνευρίσω περισσότερο... ζηλεύεις την αγάπη που δείχνω στον Έντι?» τον ρώτησα δύσπιστα
«δεν του αξίζει αυτή η αγάπη... δεν του αξίζει καμία αγάπη» συνέχισε πιο άγρια και ένα ρίγος πέρασε την ραχοκοκαλιά μου αλλά δεν τα παράτησα
«μα είναι ένας δράκος... πως μπορείς να ζηλεύεις έναν δράκο?» τον ρώτησα καχύποπτα και αμέσως άλλαξε όλο του το ύφος και γύρισε την ματιά του προς το παράθυρο και κοίταξε μακριά φεύγοντας απο κοντά μου
«δεν θα σου επιτρέψω ξανά να τον δεις... μου έδωσε την διαταγή αυστηρά... αν τολμήσετε να με εξαπατήσετε... σου το ορκίζομαι ότι δεν θα διστάσω στιγμή να τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια» ο φόβος μου για εκείνον με έκανε να τρέμω περισσότερο... η σκληρότητα στα λόγια του με έκανε να νιώθω ότι ήταν όντως ικανός για το οτιδήποτε προκειμένου να μην τον ξαναδώ και αυτό έκανε την καρδιά μου να ματώσει.
«εσύ του απαγόρευσες να έρθει να με δει» διαπίστωσα και γύρισε την ματιά του πάλι σε μένα
«και θα πληρώσει πολύ άσχημα αυτό που έκανε σήμερα» επιβεβαίωσε τα λόγια μου χωρίς ίχνος ντροπής.
«Τζέικ σε παρακαλώ... θα κάνω ότι μου πεις... αν δεν θες να τον ξαναδώ θα το κάνω... αλλά σε παρακαλώ... σε ικετεύω μην του κάνεις κακό» του ζήτησα παρακλητικά ελπίζοντας να με ακούσει... είχε αρχίσει να με φοβίζει πάρα πολύ η τύχη του Έντι και δεν ήθελα με τίποτα να πάθει κάποιο κακό εξαιτίας μου.
«θα έκανες τα πάντα για να προστατέψεις εκείνον?» είπε με πόνο και είδα το σαγόνι του να τρέμει απο θυμό και σάστισα
«θα έκανα τα πάντα για να υπάρχει ξανά ισορροπία σε αυτό το παλάτι... δεν θέλω εξαιτίας μου να πάθει κανείς κακό» του είπα ειλικρινά πιο ήρεμα ελπίζοντας να με πιστέψει
«ακόμα και να με παντρευτείς?» με ρώτησε και με κομμένη την ανάσα του ήρθε και πάλι κοντά μου
«Τζέικ πως μπορεί μια κοπέλα σαν και εμένα να γίνει γυναίκα σου» τον ρώτησα ελπίζοντας να πάρει τα λόγια του πίσω
«για μένα πάντα θα είσαι η πιο όμορφη πριγκίπισσα... για μένα πάντα θα είσαι η πριγκίπισσα της καρδιά μου Μπέλα... τι άλλον να κάνω για να καταλάβεις ότι σ’ αγαπώ και σε θέλω κοντά μου?» ρώτησε απελπισμένος και μου ράγισε την καρδιά.
«όμως δεν είμαι πριγκίπισσα και αυτό δεν αλλάζει... και είμαι σίγουρη ότι και οι γονείς του θα σου πουν το ίδιο» του είπα μαλακά και του χάιδεψα απαλά το πρόσωπο... εκείνος έκλεισε τα μάτια και πήρε μια απελπισμένη ανάσα πριν τα ξανανοίξει.
«οι γονείς μου θα ακολουθήσουν την δική μου επιθυμία... και εσύ δεν θα πεις πουθενά αλλού, όσα είπες σε μένα... θέλω να σε κάνω δική μου... θέλω να είσαι μόνο δική μου» είπε με πάθος και σβήνοντας την απόσταση που υπήρχε μεταξύ μας άρχισε να με φιλάει απαιτητικά.
Για μια στιγμή πάγωσα... τα χέρια μου έμειναν μετέωρα πάνω στο στήθος του και εγώ έμεινα παγωμένη στην θέση μου χωρίς να ξέρω τι να κάνω... τα χείλια του πάνω στα δικά μου ήταν βίαια απαιτητικά, με προκαλούσαν να ανταποκριθώ αλλά εγώ δεν ανταποκρινόμουν και εκείνος άρχισε να απελπίζετε αλλά δεν τα παρατούσε... πήρε τα χέρια μου στα δικά του και τα πέρασε γύρω απο τον λαιμό του... έφερε το κορμί του πιο κοντά μου και με συγκράτησε απο την μέση για να μην μπορέσω να κουνηθώ.
Τα χείλια του άρχισαν να γλυκαίνουν το φιλί μας και η γλώσσα του απαλή πέρναγε απάνω απο τα χείλια μου για να τα αναγκάσουν να ανταποκριθούν και να ανοίξουν για να τον δεχτώ... αλλά εγώ δεν μπορούσα να το κάνω... δεν ένιωθα τίποτα γι αυτό το φιλί... η καρδιά μου ανοίκε στον άγγελο μου... πως μπορούσα να τον κοροϊδέψω με αυτόν τον τρόπο.
Σταμάτησε το φιλί μας και με κοίταξε στα μάτια βαθιά... η απόρριψη μου τον είχε κάνει έξαλλο αλλά πιο πολύ πληγωμένο και η άγρια φωνή του ήρθε να το επιβεβαιώσει.
«δεν νιώθεις τίποτα για μένα???... θα έκανες τα πάντα για εκείνον αλλά για μένα δεν σε νοιάζει καθόλου???» με ρώτησε άγρια και άρχισα να τρέμω
«δεν ειναι ότι δεν νιώθω τίποτα για σένα... υπερασπίστηκα τον εαυτό μου... αλλά...» δίστασα και χαμήλωσα την ματιά μου για να αποφύγω το βλέμμα του που τρύπαγε την καρδιά μου.
«δεν πρόκειται να ξαναδεί το φως της ημέρας... αυτό σου το ορκίζομαι» είπε μέσα απο τα δόντια του με τόσο μίσος που πάγωσε όλο μου το σώμα αλλά την στιγμή που με άφησε απο την αγκαλιά του και άρχισε να βαδίζει προς την πόρτα τα λόγια του με τρομοκράτησαν και έτρεξα να τον προλάβω.
«Τζέικ όχι σε παρακαλώ» του είπα με δάκρυα στα μάτια και με κοίταξε με μίσος
«θα κάνω ότι μου πεις... θα γίνω γυναίκα σου αν αυτό επιθυμείς... συνέχισα και η ανάσα μου απο την απελπισία μου είχε αρχίσει να γίνεται πιο γρήγορη... αλλά σε παρακαλώ μην του κάνεις κακό εξαιτίας μου... σε παρακαλώ»
«δεν μου δίνεις άλλη επιλογή... συνέχισε απτόητος... όσο ζει εκείνος ποτέ δεν θα με αγαπήσεις όσο σε αγαπώ εγώ» είπε και τρομοκρατήθηκα περισσότερο την στιγμή που πήρε το χέρι του βίαια απο το δικό μου και η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει τόσο πολύ που ένιωθα ότι απο στιγμή σε στιγμή ήταν έτοιμη να σπάσει.
Την στιγμή που βγήκε απο την πόρτα έκανα μια τελευταία προσπάθεια και τρέχοντας μπήκα μπροστά του να τον σταματήσω... και την στιγμή που έβαλε τα χέρια του στους ώμους μου για να με παραμερήσει, τύλιξα τα χέρια μου γύρω απο τον λαιμό του και άρχισα να τον φιλάω.
Στην αρχή δεν αντέδρασε όμως μόλις ένιωσε την γλώσσα μου να περνάει απαλά πάνω απο τα δικά του χείλια, ένιωσα έναν ηλεκτρισμό να περνάει απο το κορμί του και τότε λύγισε... με έσφιξε στην αγκαλιά του και παραδόθηκε στο φιλί μου με τέτοιο πάθος που μου έκοψε την αναπνοή.
Τα χείλια του αχόρταγα πάνω στα δικά μου με ανάγκαζαν να τα ανοίξω... η γλώσσα του απαιτητική μέσα στο στόμα μου ζητούσε να ανταποκριθώ με όλο μου το είναι, κάνοντας έναν τρελό χορό με την δική μου γλώσσα... έδωσα όλην μου την ψυχή σε αυτό το φιλί, ένιωθα την καρδιά μου να γίνεται κομμάτια αλλά δεν τα παράταγα... έπρεπε να τον σώσω... έπρεπε να κάνω τα πάντα για τον δράκο μου... του χρωστούσα την ζωή μου, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι η δική του ζωή θα μπορούσε να τερματίσει εξαιτίας μου...
Οι γονείς του έλειπαν στην εξοχική τους κατοικία και έτσι μπόρεσα να απολαύσω μερικές ημέρες ηρεμίας, απολαμβάνοντας όλα τα καλά του βασιλείου, όμως όλα αυτά ήξερα πολύ καλά ότι θα τελείωναν απο στιγμή σε στιγμή και θα γύριζα πίσω στην καθημερινότητα μου, με τον ερχομό τους... δεν μπορούσα να κρύψω την ταυτότητα μου όσο και να το ήθελα... αυτό που με πείραζε περισσότερο δεν ήταν ότι θα γύριζα στα κουρέλια μου αλλά ότι δεν θα είχα ξανά την ευκαιρία να ξαναδώ τον δράκο που είχε μπει στην ζωή μου για να με κάνει να νιώσω τόσο ζωντάνια και τόσο πληρότητα.
Όσο και αν προσπάθησα να πείσω τον πρίγκιπα ποτέ δεν μου είπε τίποτα για τον Έντι και αυτό με στεναχωρούσε... ήθελα να μάθω για εκείνον, ήταν τόσο παράξενο που μια βασιλική οικογένεια κρατούσε υπό την προστασία της έναν δράκο... η περιέργεια μου για την ιστορία του είχε χτυπήσει κόκκινο αλλά περισσότερο ήθελα να τον ξαναδώ... απο την μια ο Έντι δεν είχε έρθει ξανά,απο την άλλη ο Τζέικοπ προσπαθούσε με χίλιους τρόπους να αποφύγει να πάμε ξανά στην σπηλιά του που κάθε μέρα που πέρναγε με έκανε να αισθάνομαι ότι κάτι κρύβουν και σίγουρα δεν θέλουν να το μάθω εγώ.
Το απόγευμα της Παρασκευής ο Τζέικοπ για άλλη μια φορά μου έδειχνε τις ομορφιές του κάστρου και είχα μείνει εκστασιασμένη απο όλα όσα έβλεπα γύρω μου... όμως η επιθυμία μου να ξαναδώ τον Έντι και να νιώσω και πάλι το ίδιο συναίσθημα που με έκανε να νιώσω και όταν πετάγαμε, με έκανε κάπως μελαγχολική και βλέποντας το ο Τζέικοπ με πήρε απο το χέρι και με οδήγησε στον υπέροχο βασιλικό κήπο για να με κάνει να ξεσκάσω απο την κλεισούρα που νόμιζε ότι εγώ ένιωθα και δεν του το αρνήθηκα.
Ο πρίγκιπας Τζέικοπ ήταν πολύ διακριτικός και πολύ ευγενής απέναντι μου αλλά εγώ δεν μπορούσα να κρύβομαι άλλο και εφόσον η άφιξη της οικογένειας του ήταν πολύ κοντά πήρα την απόφαση τελικά να του μιλήσω.
«σου αρέσει ο κήπος μας?» ξεκίνησε να με ρωτάει αλλά εγώ αμέσως άλλαξα την κουβέντα
«πρίγκιπα Τζέικοπ» ξεκίνησα και μου χαμογέλασε
«δεν έχουμε συμφωνήσει να με φωνάζεις Τζέικ?»
«αυτό που θέλω να σου πω... δίστασα και πήρα μια αναπνοή... θέλω να πω εγώ»
«δεν νιώθεις άνετα κοντά μου?» με ρώτησε και ένιωσα έναν πόνο να περνάει απο την ματιά του
«όχι, όχι δεν είναι αυτό... είπα απολογητικά... απλώς θέλω να σου πω την αλήθεια»
«δεν νομίζω ότι καταλαβαίνω»
«ξέρω ότι είσαι διακριτικός και το εκτιμώ πάρα πολύ... όμως υπάρχουν κάποια πράγματα για μένα που δεν έχω βρει το θάρρος να σου τα πω και πολύ φοβάμαι ότι όταν τα μάθεις… τότε…» η φωνή μου έσπασε και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο μου.
Η παγωνιά ήταν τόσο μεγάλη που το δάκρυ στέγνωσε πριν προλάβει να φτάσει το σαγόνι μου και η ανάσα μου έβγαινε τόσο γρήγορη που το χνώτο μου δημιουργούσε μια περίεργη ομίχλη γύρω απο τα πρόσωπα μας... πήρε το χέρι μου μέσα στα ζεστά του χέρια για να το ζεστάνει και με έβαλε να κάτσω πάνω στο παγκάκι που ήταν κοντά μας, σκουπίζοντας το δάκρυ μου με την αναστροφή του χεριού του.
«αγαπητή μου Μπέλα δεν χρειάζεται να μου πεις τίποτα αν δεν είσαι έτοιμη»
«δεν ξέρω αν είμαι έτοιμη αλλά σίγουρα ξέρω ότι δεν μπορώ άλλο όλο αυτό το βάρος να πλακώνει την καρδιά μου... πρέπει να σου τα πω... θέλω να σου τα πω... θέλω να ξέρεις ποια είμαι»
«αν αυτό θες... η επιθυμία σου είναι για μένα διαταγή» μου είπε με τον πιο απαλό ήχο της φωνής του και τον κοίταξα στα μάτια με παράπονο.
Ήταν τόσο καλός μαζί μου... τόσο υπομονετικός... που τώρα περισσότερο απο πριν ήξερα ότι του άξιζε μόνο η αλήθεια... πήρα μια ανάσα και εκείνος έγειρε προς το μέρος μου και έφερε το χέρι μου κοντά στα χείλια του... άφησε το πιο τρυφερό φιλί που μου είχαν χαρίσει σε ολόκληρη την ζωή μου, κοιτώντας με πάντα μέσα στα μάτια... και όταν το άφησε απαλά πάνω στα πόδια μου, χωρίς να το αφήνει απο τα δικά του χέρια, με κοίταξε με κατανόηση και περίμενε υπομονετικά να ξεκινήσω.
«γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αίσθιαν... οι γονείς μου ήταν στην υπηρεσία του πιο υπέροχου και του πιο καλού κύριου που έχω γνωρίσει ποτέ στην ζωή μου... ήταν δάσκαλος και αρκετά πλούσιος αλλά ταυτοχρόνως και τόσο μοναχικός... απο την ημέρα που γεννήθηκα και μέχρι την ημέρα που τον χάσαμε, πάντα με έβλεπε σαν την κόρη που δεν είχε και έτσι με είχε απο την προστασία του... εκείνος με έμαθε καλούς τρόπους ώστε να έχω γερές βάσεις για ένα καλό μέλλον, όπως μου έλεγε πάντα» ένα νοσταλγικό χαμόγελο έκοψε την φράση μου στην μέση και κοίταξα μακριά θυμούμενη όλη την στοργή και την αγάπη που μου έδειχνε.
«μου έμαθε όλα όσα ξέρω... γραφή, ανάγνωση ακόμα και ιππασία... και ήμουν τόσο ευτυχισμένη... όταν όμως τον χάσαμε η κληρονομιά του, εφόσον δεν είχε δική του οικογένεια, πέρασε στα χέρια του ανιψιού του και απο τότε η ζωή μου έγινε μια κόλαση... όταν όμως έχασα, την οικογένεια μου, έγινε ακόμα χειρότερη... η κύριος μου ήταν το άκρως αντίθετο απο ότι ήταν ο θείος του... απαιτούσε να κάνω όλα του τα θελήματα δίνοντας μου για ανταμοιβή μια στέγη και τα αποφάγια του για να μπορώ να ζω και εγώ τα δεχόμουν χωρίς να μπορώ να κάνω κάτι άλλο... χωρίς τους γονείς μου που μπορούσα να πάω... τι μπορούσα να κάνω» ένα δάκρυ κύλησε και αμέσως το μάζεψε με το χέρι του και γύρισα την ματιά μου σε εκείνον.
Η ματιά του ήταν τόσο τρυφερή, τόσο στοργική που μου ράγισε την καρδιά.
«το χειρότερο όμως ήταν ότι απαιτούσε και άλλα πράγματα απο μένα» είπα με πνιγμένη φωνή και έσμιξε τα φρύδια του.
«σε κακοποιούσε?» είπε με οργή και τινάχτηκα απο το ύφος του
«ναι» είπα με δυσκολία και άφησε την ανάσα του να βγει βίαια απο μέσα του
«συγνώμη δεν ήθελα να σε τρομάξω... απολογήθηκε και χαμήλωσε την ματιά του... αλλά αυτό είναι εξωφρενικό, δεν μπορώ να διανοηθώ ότι κάποιος τόλμησε να σου κάνει κάτι τέτοιο»
«γι αυτό και το έσκασα... δεν άντεχα άλλο και όταν με βρήκε ο Έντι ήταν πολύ κοντά στα ίχνη μου... με κυνηγούσαν για να με κάνουν να πληρώσω γι αυτό που έκανα... γι αυτό και με πήρε μαζί του»
«τον σκότωσες?» με ρώτησε με δυσπιστία
«όχι... όσο απελπισμένη και να ήμουν ποτέ δεν θα τολμούσα να κάνω κάτι τέτοιο... θέλω να με πιστέψεις» είπα γρήγορα με κομμένη την ανάσα μου απο την απελπισία μου και αμέσως χάιδεψε το χέρι μου παρηγορητικά για να με καθησυχάσει
«τότε γιατί σε κυνηγούσανε?»
«γιατί τον δάγκωσα για να τον ακινητοποιήσω και να καταφέρω να βγω απο αυτό το μαρτύριο και εκείνος θύμωσε πάρα πολύ» είπα και έσκυψα το κεφάλι μου ντροπιασμένη.
Έβαλε το δείκτη του κάτω απο το σαγόνι μου και με ανάγκασε να τον κοιτάξω στα μάτια... η ματιά του ήταν ακόμα πιο ζεστή και γεμάτη με τόση κατανόηση.
«πρίγκηπα Τζέικοπ... τώρα καταλαβαίνεις ότι δεν ανοίκω εδώ... δεν είναι δυνατόν μια κοπέλα σαν εμένα να ανήκει σε ένα τόσο καλό και στοργικό βασίλειο... γι αυτό νομίζω ότι καλό είναι...» έβαλε το χέρι του πάνω στο στόμα μου για να με σταματήσει.
«είσαι η πιο αγνή ψυχή που έχω γνωρίσει ποτέ στην ζωή μου... όσο θα ζω εγώ, η θέση σου θα είναι πάντα δίπλα μου και δεν θα αφήσω κανέναν να το αμφισβητήσει ποτέ αυτό»
«Τζέικοπ... ξεκίνησα διστακτικά καταλαβαίνοντας προς τα που το πήγαινε... πως θα μπορούσε μια φτωχή και ατιμασμένη κοπέλα σαν και εμένα, να μπορέσει ποτέ να σταθεί αντάξια σου... δεν αξίζω τίποτα απο όλα αυτά»
«αξίζεις πολλά περισσότερα» είπε με βαθιά φωνή και άρχισε να με πλησιάζει αργά... τον κοίταγα μέσα στα μάτια και ήξερα ακριβώς αυτήν την ματιά.
Ήμουν όμως έτοιμη για κάτι τέτοιο?... δεν είναι ότι δεν είχα αισθήματα για εκείνον, τον σεβόμουν, ήμουν υπόχρεη για όλην την καλοσύνη και την ευγένεια του... ένιωθα ασφάλεια... αλλά δεν ήμουν σίγουρη ότι μπορούσα να νιώσω κάτι περισσότερο απο αυτό.
Μόλις τα χείλη του ακούμπησαν τα δικά μου, ένας δυνατός αέρας πήρε τα μαλλιά μου και μας έκανε να γυρίσουμε το κεφάλι μας προς την άλλη μεριά για να δούμε τι συνέβη... ο Έντι χτύπησε για άλλη μια φορά τα φτερά του δυνατά σχεδόν απο πάνω μας και προσπερνώντας μας απο πολύ κοντινή απόσταση, άλλαξε πάλι πορεία και ήρθε και προσγειώθηκε ακριβώς μπροστά μας.
Την στιγμή που πέρασε πάνω μας και οι δύο ενστικτωδώς σκύψαμε το κεφάλι μας και την στιγμή που ο Έντι προσγειώθηκε ο Τζέικ αμέσως σηκώθηκε και πήγε μπροστά του τελείως εξαγριωμένος και άρχισε να του φωνάζει.
«είσαι τελείως τρελός??? Προσπαθείς να μας σκοτώσεις???»
«Τζέικοπ ηρέμησε... προσπάθησα εγώ να τον σταματήσω τραβώντας τον απο τον αγκώνα... δεν νομίζω ότι είχε ποτέ τέτοιο σκοπό»
Ο Τζέικ γύρισε και με κοίταξε για μια στιγμή και μετά γύρισε την ματιά του πάλι σε εκείνον.
«φύγε τώρα πριν νευριάσω περισσότερο και θα τα πούμε αργότερα εμείς οι δύο» συνέχισε άγρια και ένιωσα τόσο άσχημα που του μίλαγε με αυτόν τον τρόπο.
«Τζέικ σε παρακαλώ» προσπάθησα άλλη μια φορά αλλά εκείνος δεν μου έδινε σημασία και αυτό έκανε την καρδιά μου να πονέσει περισσότερο
Ο Έντι απο την άλλη το έβρισκε τόσο διασκεδαστικό που άρχισε να τον κοροϊδεύει και να του αρνείται την εντολή.
«Έντι είπα φύγε τώρα» συνέχισε ο Τζέικοπ και ο Έντι του έβγαλε την γλώσσα και κούναγε το κεφάλι του αρνητικά με πείσμα
Όλη αυτή η σκηνή μου φάνηκε τόσο αστεία που άρχισα να γελάω δυνατά και τότε σταματήσανε και γυρίσανε ταυτόχρονα και με κοίταξαν.
«ωωωω συγνώμη αλλά είναι τόσο αστείο... είπα παίρνοντας μια ανάσα για να ηρεμήσω το ξέσπασμα μου... είναι σαν να βλέπω δύο 10 χρονα αδέλφια να προσπαθούν να διεκδικήσουν ένα παιχνίδι... αυτό για μια στιγμή για κάποιον λόγο τους ακινητοποίησε και ήμουν σίγουρη ότι είδα την ανάσα τους να κόβετε απότομα αλλά εγώ συνέχισα... νιώθω ότι απο στιγμή σε στιγμή έτσι όπως το πάτε θα βγάλετε τα ξύλινα σπαθάκια σας και θα αρχίσετε να μονομαχείτε για να το διεκδικήσει ο καλύτερος» συνέχισα αλλά η ματιά που ανταλλάξανε μου έκοψε την φράση στην μέση.
Κοιταζόντουσαν με τόσο μίσος... και ένιωθα ότι έκαναν μια σιωπηλή συζήτηση που αυτό με έκανε καχύποπτη... λες τελικά να μην είχα παίσει και τόσο έξω?... τι ιστορία κρύβετε απο πίσω... πρέπει να μάθω... πρέπει οπωσδήποτε να μάθω... αλλά πως???
«Τζέικ?» τον ρώτησα με περιέργεια
«ναι Μπέλα?» μου απάντησε ευγενικά αλλά είδα μέσα στην ματιά του ότι ακόμα σιγόκαιγε το μίσος του.
«ο Έντι είναι αδελφός σου έτσι δεν είναι?» τον ρώτησα και αυτό τον έκανε να τσιτωθεί περισσότερο
«μην είσαι ανόητη Μπέλα... ο Έντι ήταν και θα είναι πάντα ένα απαίσιο τέρας... που η μητέρα μου, μου έχει επιβάλλει και τίποτα περισσότερο» είπε σκληρά και είδα στα μάτια του Έντι ένας πόνος να το λυγίζει και αμέσως ένιωσα την ανάγκη να τον παρηγορήσω.
«Τζέικ αρκετά... του είπα αυστηρά και πηγαίνοντας κοντά στον Έντι άρχισα να του χαϊδεύω παρηγορητικά τον λαιμό συνεχίζοντας να κοιτάω με ένταση τον Τζέικ... επειδή είναι δράκος δεν σημαίνει ότι πρέπει να τον πληγώνεις έτσι»
«νομίζω ότι αρκετά μείναμε στην παγωνιά είναι καιρός να μπούμε μέσα» είπε χωρίς να σχολιάσει τα λόγια μου και πήγε να με τραβήξει απο το χέρι.
Ο Έντι αμέσως αγρίεψε και του έτριξε τα δόντια με άγρια φωνή και εγώ τράβηξα το χέρι μου απότομα απο το δικό του με δάκρυα στα μάτια απο τον πόνο που ένιωσα απο την δύναμη του.
«εγώ θα μείνω εδώ για λίγο ακόμα αν δεν σε πειράζει» του απάντησα και κοίταξα πέρα μακριά αποφεύγοντας την ματιά και των δύο τους σταυρώνοντας τα χέρια μου με πείσμα πάνω στο στήθος μου.
«όπως νομίζεις» είπε άγρια και άρχισε να προχωράει με βαριά βήματα προς το κάστρο.
Γύρισα να τον κοιτάξω που έφευγε πληγωμένος απο την αντίδραση μου και αμέσως ένιωσα τύψεις... εκείνος μου φέρθηκε με τόση κατανόηση και εγώ του φέρθηκα τόσο άδικα... αλλά απο την άλλη δεν μπορούσα να τον ακούω να μιλάει στον κακόμοιρο τον Έντι με αυτόν τον τρόπο.
Ο Έντι έφερε το κεφάλι του γύρω απο το σώμα μου και αμέσως ένιωσα την ζεστασιά του να με τυλίγει... γαλήνη και ασφάλεια πλημμύρισε την καρδιά μου και αμέσως άρχισε να χτυπάει άρρυθμα... άφησα έναν αναστεναγμό και τα παράτησα... έβαλα το χέρι μου πάνω στην κορυφή του κεφαλιού του και τον χάιδεψα απαλά... αλλά ακόμα και αυτό δεν με έκανε να νιώσω καλύτερα.
«εσένα σου τα έχω μαζεμένα» του είπα μέσα απο τα δόντια μου και γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου.
«ακόμα περιμένω να εκπληρώσεις την υπόσχεση σου» συνέχισα πιο μαλακά και χαμογέλασε... ήταν το πιο παράξενο... το πιο ζεστό χαμόγελο που είχα δει ποτέ στην ζωή μου.
«τι θα σας κάνω εγώ εσάς τους δύο μου λέτε?» είπα με παράπονο και έγειρα το κεφάλι ώστε να ακουμπήσω πάνω στο λαιμό του και τον άκουσα που σταμάτησε για μια στιγμή να αναπνέει.
«μάλλον καλό είναι να πάω μέσα» είπα απρόθυμα και με το κεφάλι του με έφερε πιο κοντά του φυλακίζοντας με ώστε να μην κάνω αυτό που είπα
«και εμένα μου έλειψες... του είπα με έναν αναστεναγμό... αλλά περίμενα ότι θα ερχόσουν... γιατί δεν ήρθες?» τον ρώτησα με παράπονο και τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω απο τον λαιμό του άφησα ένα φιλί πάνω στον λαιμό του και ένα δάκρυ κύλισε στα παγωμένα μου μάγουλα.
Άκουσα έναν λυγμό να πνίγει τον λαιμό του και μέσα στην ματιά του ένιωσα να υπάρχει τόσος πόνος που μου έκοψε την καρδιά μου στα δύο...
«αν και δεν μιλάς η ματιά σου λέει τόσα πολλά» είπα περισσότερο σε μένα παρά σε εκείνον και έκλεισε τα μάτια του.
«μου υπόσχεσαι ότι θα ξανάρθεις?» τον ρώτησα παίρνοντας την μουσούδα του στα χέρια μου και ανοίγοντας τα μάτια του με κοίταξε με τον ίδιο πόνο και κούνησε το κεφάλι του αρνητικά
«γιατί?» τον ρώτησα με αγωνία και ξεφύσησε απότομα λυπημένος... η ανάσα του πάνω στο πρόσωπο μου ήταν τόσο ζεστή που με έκανε να ανατριχιάσω... η μυρωδιά του ήταν τόσο γλυκιά που δεν θύμιζε τίποτα άλλο και με έκανε να θέλω να τον πλησιάσω περισσότερο και να τον φιλήσω.
Σύνελθε Μπέλα είναι ένας δράκος... άκουσα μια φωνή μέσα μου και τα μάτια μου αμέσως πετάρισαν... ή ίσως και όχι... της απάντησα εγώ.
«Έντι... ξεκίνησα δειλά και το ύφος του αμέσως άλλαξε και με κοίταξε με παράπονο, ξινίζοντας τα μούτρα... τι??... τον ρώτησα εγώ και με κοίταξε βαθιά στα μάτια και ένιωσα σαν να μου λέει (όχι και εσύ)... δεν σου αρέσει να σε λέω Έντι?» τον ρώτησα και κούνησε αμέσως το κεφάλι του κοιτώντας με παρακλητικά στα μάτια
«και πως να σε λέω? Δεν ξέρω άλλο όνομα... άφησε άλλη μια απελπισμένη αναπνοή και τα παράτησε κουνώντας το κεφάλι του καταφατικά... το βρήκα... αναφώνησα και με κοίταξε πάλι στα μάτια... θα κάνω μια λίστα με όλα τα ονόματα που μπορεί να έχουν σχέση με αυτό το όνομα και όταν ξαναβρεθούμε θα σου τα διαβάσω και θα μου πεις ποιο είναι το δικό σου... εντάξει?» με κοίταξε με έναν ενθουσιασμό και μου χαμογέλασε και πάλι γλυκά.
«μακάρι να σε δω σύντομα... του είπα με παράπονο και είδα το ίδιο παράπονο και στην δική του ματιά... γιατί να μην μπορείς να ξαναέρθεις να με βρεις?» τον ρώτησα για άλλη μια φορά αλλά δεν πήρα καμία απάντηση.
«καλύτερα να πηγαίνω... είπα και πάλι απρόθυμα αλλά ήξερα ότι έπρεπε να αντιμετωπίσω και τον Τζέικοπ πριν γίνουν τα πράγματα χειρότερα... να προσέχεις» του είπα ζεστά και του έδωσα άλλο ένα φιλί στο πρόσωπο του για να τον αποχαιρετίσω και ο Έντι άρχισε να ανασαίνει πιο γρήγορα... του χάιδεψα για άλλη μια φορά στοργικά το πρόσωπο και άρχισα να πηγαίνω προς το κάστρο... η ματιά του έκαιγε την πλάτη μου και ο πόνος της απώλειας που ένιωθα κάθε φορά όταν τον αποχωριζόμουν άρχισε πάλι να τρυπάει την καρδιά μου.
Την στιγμή που έφτασα στην πόρτα γύρισα την ματιά μου σε εκείνον που είχε μείνει ακίνητος στην ίδια θέση και τον κοίταξα για άλλη μια φορά πριν μπω μέσα... μου έκανε μια βαθιά υπόκλιση και εξαφανίστηκε στους ουρανούς με ένα σάλτο... είχε τόσο χάρη τόσο δυναμισμό... ήταν τόσο όμορφος που έκανε την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά.
«Ρόζαλι... σταμάτησα την υπηρέτρια που εκείνη την στιγμή περνούσε απο μπροστά μου και εκείνη γύρισε και με κοίταξε στα μάτια... γνωρίζεις μήπως που είναι ο πρίγκιπας?» την ρώτησα ευγενικά αλλά εκείνη με κοίταξε με άγριο ύφος
«όπου είναι πάντα όταν κάποιος τον στεναχωρεί» είπε πικρόχολα και γύρισε να φύγει
«περίμενε» την παρακάλεσα εγώ και χωρίς να με κοιτάξει συνέχισε
«θα τον βρεις στην βιβλιοθήκη» είπε και έφυγε γρήγορα απο κοντά μου.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και άρχισα να πηγαίνω στην βιβλιοθήκη για να τον βρω... ήξερα ότι θα ήταν πολύ αναστατωμένος αλλά απο την άλλη φοβόμουν και για το τι θα μπορούσε να κάνει στον Έντι μετά απο όλα αυτά και δεν μπορούσα να το αφήσω έτσι αυτό... με αποφασιστικότητα χτύπησα την πόρτα και μόλις πήρα την απάντηση του άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα.
«Τζέικ... του ψιθύρισα και γύρισε απότομα προς το μέρος μου... ξέρω ότι μπορεί να είσαι πληγωμένος απο την συμπεριφορά μου αλλά πρέπει να με ακούσεις»
«μπορεί?» μου πέταξε ειρωνικά και η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο απο την αγριότητα της φωνής του.
«Τζέικ σου ζητάω συγνώμη που σε πλήγωσα... αλλά κατάλαβε με, δεν μπορούσα να σε ακούω να τον πληγώνεις με αυτόν τον τρόπο» του είπα απολογητικά και εκείνος αμέσως αγρίεψε περισσότερο ερχόμενος απειλητικά κοντά μου και βάζοντας τα χέρια του στα μπράτσα μου, μου μίλησε τόσο άγρια...
«εγώ σου δίνω την καρδιά μου... σου δίνω ολόκληρο το βασίλειο μου και εσύ με την πρώτη ευκαιρία μου γυρνάς την πλάτη γι αυτό το τέρας???»
«Τζέικ... ξεκίνησα ήρεμα για να μην τον εκνευρίσω περισσότερο... ζηλεύεις την αγάπη που δείχνω στον Έντι?» τον ρώτησα δύσπιστα
«δεν του αξίζει αυτή η αγάπη... δεν του αξίζει καμία αγάπη» συνέχισε πιο άγρια και ένα ρίγος πέρασε την ραχοκοκαλιά μου αλλά δεν τα παράτησα
«μα είναι ένας δράκος... πως μπορείς να ζηλεύεις έναν δράκο?» τον ρώτησα καχύποπτα και αμέσως άλλαξε όλο του το ύφος και γύρισε την ματιά του προς το παράθυρο και κοίταξε μακριά φεύγοντας απο κοντά μου
«δεν θα σου επιτρέψω ξανά να τον δεις... μου έδωσε την διαταγή αυστηρά... αν τολμήσετε να με εξαπατήσετε... σου το ορκίζομαι ότι δεν θα διστάσω στιγμή να τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια» ο φόβος μου για εκείνον με έκανε να τρέμω περισσότερο... η σκληρότητα στα λόγια του με έκανε να νιώθω ότι ήταν όντως ικανός για το οτιδήποτε προκειμένου να μην τον ξαναδώ και αυτό έκανε την καρδιά μου να ματώσει.
«εσύ του απαγόρευσες να έρθει να με δει» διαπίστωσα και γύρισε την ματιά του πάλι σε μένα
«και θα πληρώσει πολύ άσχημα αυτό που έκανε σήμερα» επιβεβαίωσε τα λόγια μου χωρίς ίχνος ντροπής.
«Τζέικ σε παρακαλώ... θα κάνω ότι μου πεις... αν δεν θες να τον ξαναδώ θα το κάνω... αλλά σε παρακαλώ... σε ικετεύω μην του κάνεις κακό» του ζήτησα παρακλητικά ελπίζοντας να με ακούσει... είχε αρχίσει να με φοβίζει πάρα πολύ η τύχη του Έντι και δεν ήθελα με τίποτα να πάθει κάποιο κακό εξαιτίας μου.
«θα έκανες τα πάντα για να προστατέψεις εκείνον?» είπε με πόνο και είδα το σαγόνι του να τρέμει απο θυμό και σάστισα
«θα έκανα τα πάντα για να υπάρχει ξανά ισορροπία σε αυτό το παλάτι... δεν θέλω εξαιτίας μου να πάθει κανείς κακό» του είπα ειλικρινά πιο ήρεμα ελπίζοντας να με πιστέψει
«ακόμα και να με παντρευτείς?» με ρώτησε και με κομμένη την ανάσα του ήρθε και πάλι κοντά μου
«Τζέικ πως μπορεί μια κοπέλα σαν και εμένα να γίνει γυναίκα σου» τον ρώτησα ελπίζοντας να πάρει τα λόγια του πίσω
«για μένα πάντα θα είσαι η πιο όμορφη πριγκίπισσα... για μένα πάντα θα είσαι η πριγκίπισσα της καρδιά μου Μπέλα... τι άλλον να κάνω για να καταλάβεις ότι σ’ αγαπώ και σε θέλω κοντά μου?» ρώτησε απελπισμένος και μου ράγισε την καρδιά.
«όμως δεν είμαι πριγκίπισσα και αυτό δεν αλλάζει... και είμαι σίγουρη ότι και οι γονείς του θα σου πουν το ίδιο» του είπα μαλακά και του χάιδεψα απαλά το πρόσωπο... εκείνος έκλεισε τα μάτια και πήρε μια απελπισμένη ανάσα πριν τα ξανανοίξει.
«οι γονείς μου θα ακολουθήσουν την δική μου επιθυμία... και εσύ δεν θα πεις πουθενά αλλού, όσα είπες σε μένα... θέλω να σε κάνω δική μου... θέλω να είσαι μόνο δική μου» είπε με πάθος και σβήνοντας την απόσταση που υπήρχε μεταξύ μας άρχισε να με φιλάει απαιτητικά.
Για μια στιγμή πάγωσα... τα χέρια μου έμειναν μετέωρα πάνω στο στήθος του και εγώ έμεινα παγωμένη στην θέση μου χωρίς να ξέρω τι να κάνω... τα χείλια του πάνω στα δικά μου ήταν βίαια απαιτητικά, με προκαλούσαν να ανταποκριθώ αλλά εγώ δεν ανταποκρινόμουν και εκείνος άρχισε να απελπίζετε αλλά δεν τα παρατούσε... πήρε τα χέρια μου στα δικά του και τα πέρασε γύρω απο τον λαιμό του... έφερε το κορμί του πιο κοντά μου και με συγκράτησε απο την μέση για να μην μπορέσω να κουνηθώ.
Τα χείλια του άρχισαν να γλυκαίνουν το φιλί μας και η γλώσσα του απαλή πέρναγε απάνω απο τα χείλια μου για να τα αναγκάσουν να ανταποκριθούν και να ανοίξουν για να τον δεχτώ... αλλά εγώ δεν μπορούσα να το κάνω... δεν ένιωθα τίποτα γι αυτό το φιλί... η καρδιά μου ανοίκε στον άγγελο μου... πως μπορούσα να τον κοροϊδέψω με αυτόν τον τρόπο.
Σταμάτησε το φιλί μας και με κοίταξε στα μάτια βαθιά... η απόρριψη μου τον είχε κάνει έξαλλο αλλά πιο πολύ πληγωμένο και η άγρια φωνή του ήρθε να το επιβεβαιώσει.
«δεν νιώθεις τίποτα για μένα???... θα έκανες τα πάντα για εκείνον αλλά για μένα δεν σε νοιάζει καθόλου???» με ρώτησε άγρια και άρχισα να τρέμω
«δεν ειναι ότι δεν νιώθω τίποτα για σένα... υπερασπίστηκα τον εαυτό μου... αλλά...» δίστασα και χαμήλωσα την ματιά μου για να αποφύγω το βλέμμα του που τρύπαγε την καρδιά μου.
«δεν πρόκειται να ξαναδεί το φως της ημέρας... αυτό σου το ορκίζομαι» είπε μέσα απο τα δόντια του με τόσο μίσος που πάγωσε όλο μου το σώμα αλλά την στιγμή που με άφησε απο την αγκαλιά του και άρχισε να βαδίζει προς την πόρτα τα λόγια του με τρομοκράτησαν και έτρεξα να τον προλάβω.
«Τζέικ όχι σε παρακαλώ» του είπα με δάκρυα στα μάτια και με κοίταξε με μίσος
«θα κάνω ότι μου πεις... θα γίνω γυναίκα σου αν αυτό επιθυμείς... συνέχισα και η ανάσα μου απο την απελπισία μου είχε αρχίσει να γίνεται πιο γρήγορη... αλλά σε παρακαλώ μην του κάνεις κακό εξαιτίας μου... σε παρακαλώ»
«δεν μου δίνεις άλλη επιλογή... συνέχισε απτόητος... όσο ζει εκείνος ποτέ δεν θα με αγαπήσεις όσο σε αγαπώ εγώ» είπε και τρομοκρατήθηκα περισσότερο την στιγμή που πήρε το χέρι του βίαια απο το δικό μου και η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει τόσο πολύ που ένιωθα ότι απο στιγμή σε στιγμή ήταν έτοιμη να σπάσει.
Την στιγμή που βγήκε απο την πόρτα έκανα μια τελευταία προσπάθεια και τρέχοντας μπήκα μπροστά του να τον σταματήσω... και την στιγμή που έβαλε τα χέρια του στους ώμους μου για να με παραμερήσει, τύλιξα τα χέρια μου γύρω απο τον λαιμό του και άρχισα να τον φιλάω.
Στην αρχή δεν αντέδρασε όμως μόλις ένιωσε την γλώσσα μου να περνάει απαλά πάνω απο τα δικά του χείλια, ένιωσα έναν ηλεκτρισμό να περνάει απο το κορμί του και τότε λύγισε... με έσφιξε στην αγκαλιά του και παραδόθηκε στο φιλί μου με τέτοιο πάθος που μου έκοψε την αναπνοή.
Τα χείλια του αχόρταγα πάνω στα δικά μου με ανάγκαζαν να τα ανοίξω... η γλώσσα του απαιτητική μέσα στο στόμα μου ζητούσε να ανταποκριθώ με όλο μου το είναι, κάνοντας έναν τρελό χορό με την δική μου γλώσσα... έδωσα όλην μου την ψυχή σε αυτό το φιλί, ένιωθα την καρδιά μου να γίνεται κομμάτια αλλά δεν τα παράταγα... έπρεπε να τον σώσω... έπρεπε να κάνω τα πάντα για τον δράκο μου... του χρωστούσα την ζωή μου, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι η δική του ζωή θα μπορούσε να τερματίσει εξαιτίας μου...