Ετικέτες

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Εκεί που δεν το περιμένεις "3. Η τελική απόφαση "



Μετά απο αρκετές ώρες μοναξιάς, μιας και οι δύο με είχαν εγκαταλείψει προσπαθούσα απελπισμένα να σκεφτώ τι να κάνω... αύριο επιτέλους θα γινόταν η ωοληψία μου και θα ηρεμούσα απο όλες αυτές της ορμόνες απο την άλλη όμως ήμουν σίγουρη ότι το ήθελα τελικά αυτό το παιδί μαζί του???... ήμουν στο χείλος του γκρεμού και δεν ήξερα τι να κάνω.


Το βράδυ στο ματς όμως ο ίδιος ο Τζέικ μου έδωσε την λύση...


Διάβαζα το βιβλίο μου δίπλα στον Τζέικ αγνοώντας και τους δύο αρκετά έντονα, μέχρι που κοίταξα την ώρα και τρελάθηκα...


«Τζέικ θέλει πολύ ώρα για να τελειώσει???» τον ρώτησα με αγωνία μπαίνοντας μπροστά του χωρίς να έχω καταλάβει ότι εκείνη την στιγμή στο ματς ήταν φάση για γκολ και εκείνος προκειμένου να μην χάσει το γκολ μου πέταξε άγρια να φύγω απο μπροστά του


«ένα τέταρτο ακόμα» είπε ο Έντουαρντ σιγανά απαντώντας μου αλλά εγώ έγινα πιο έξαλλη που απάντησε εκείνος αντί για τον Τζέικ, καθώς εκείνος παρατήρησε την αγωνία στην έκφραση μου ενώ ο Τζέικ δεν είχε πάρει είδηση το σοκ που είχα πάθει όταν κατάλαβα τι ώρα είναι.


«Τζέικ σου μιλάω» του είπα έξαλλη εγώ και μπαίνοντας επίτηδες για άλλη μια φορά μπροστά του, τον ανάγκασα να με κοιτάξει και εκείνος με κοίταξε απειλητικά και την στιγμή που μπήκε το ηλίθιο γκολ πετάχτηκε απο τον καναπέ με ένα σάλτο και το πόδι του βρέθηκε στο σαγόνι μου και με χτύπησε τόσο δυνατά που έπεσα απο τον καναπέ ουρλιάζοντας.


Ο Έντουαρντ αμέσως σηκώθηκε να έρθει κοντά μου για να με βοηθήσει αλλά εγώ είχα βγει εκτός εαυτού.


«ποιος σου είπε να μπεις μπροστά μου την ώρα του γκολ» ήταν η φράση που ξεχείλισε το ποτήρι και σηκώθηκα γρήγορα απο το πάτωμα πριν ο Έντουαρντ προλάβει να έρθει κοντά μου, πείρα το τηλεκοντρόλ και το πέταξα με όλην μου την δύναμη πάνω στην τηλεόραση και η έκρηξη που έκανε ακινητοποίησε του πάντες.


«είσαι τρελήηηηη» φώναξε έξαλλος ο Τζέικ και τον κοίταξα με μίσος στα μάτια


«τι μέρα είναι αύριο?» του είπα εγώ ουρλιάζοντας και με κοίταζε σαν χαζός


«τι?... ρώτησε αποπροσανατολισμένος... που κολλάει αυτό που έκανες με το τι μέρα είναι αύριο?»


«γαμώ το κέρατο μου Τζέικ... πες μου αμέσως τη μέρα είναι αύριο» είπα στο ίδιο τόνο με πριν


«Πέμπτη???» ρώτησε και τον κοίταξα σοκαρισμένη... του είχα αφήσει απίστευτα μηνύματα και σημειώσεις πάνω στο γραφείο του και εκείνος δεν θυμόταν τίποτα


«με ρωτάς???... τον ρώτησα σοκαρισμένη... με ρωτάς αν είναι Πέμπτη???»


«Χρυσάνθη που θες να καταλήξεις γιατί μας έχεις κάνει τα νεύρα κρόσσια με όλες αυτές τις υστερίες»


«θείε χαλάρωσε λίγο και σκέψου τι εννοεί» του πέταξε ο Έντουαρντ με ειρωνεία και εκείνος γύρισε και τον κοίταξε με απορία που τόλμησε να του μιλήσει έτσι


«εσύ μικρέ μην ανακατεύεσαι και πήγαινε στο δωμάτιο σου... εγώ με την θεία σου έχουμε να λύσουμε ένα θέμα»


«δεν πάω πουθενά» του είπε νευριασμένα


«θα σταματήσετε επιτέλους να νοιάζεστε μόνο για τον εαυτούλη σας» τσίριξα εγώ και γυρίσανε απότομα και με κοιτάξανε


«θα μου πεις επιτέλους τι συμβαίνει??» φώναξε τώρα πιο έξαλλος


«ωοληψία Τζέικ... σου λέει κάτι??? Πρέπει να κάνω την ένεση για την ωοληψία ηλήθιεεεε, γιατί αν δεν το κάνω αύριο θα με μαζεύεις με τα κουταλάκια και αν είσαι τυχερός θα πεθάνω απο το υγρό που θα μαζευτεί απο την υπερδιέγερση» του πέταξα και σηκώθηκα να πάω προς το γκαραζ για να πάρω το αμάξι να πάω τελικά μόνη μου αλλά εκείνος με σταμάτησε την στιγμή που πέρναγα απο μπροστά του.


«Χρυσάνθη... ξεκίνησε και του έριξα ένα δολοφονικό βλέμμα... συγνώμη εντάξει, έχεις δίκιο... με όλο αυτό το φόρτο εργασίας» ξεκίναγε να λέει για να δικαιολογηθεί και το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι μου.


«ααα και που είσαι δεν είναι ανάγκη να χαλάς το πρόγραμμα σου για να δώσεις τον οβολών σου... θα ζητήσω απο τον γιατρό να μου δώσει δανεικά» του πέταξα στην μούρη και αυτό τον πόνεσε


«είσαι τρελήηηη» ξεκίνησε πάλι αλλά για άλλη μια φορά τον διέκοψα


«γιατί που είναι η διαφορά Τζέικ... όσο απών θα είναι ο δωρητής και στο πριν και στο μετά... άλλο τόσο απών είσαι και εσύ» του είπα και τράβηξα το χέρι μου βίαια απο το δικό του και άρχισα να τρέχω για να πάρω το αμάξι μου για να πάω στο πλησιέστερο φαρμακείο για να κάνω την ένεση πριν να είναι αργά.


Έντουαρντ

Την έβλεπα να ξεσπάει και μου ράγιζε την καρδιά... μα καλά πόσο πιο αναίσθητος μπορεί να γίνει πια αυτός ο άνθρωπος????... μέχρι και εγώ ήξερα πόσο σημαντική ήταν αυτή η ένεση και εκείνος το μόνο που τον ένοιαζε ήταν που έχασε το ματς του???... το αποκορύφωμα ήταν όταν εκείνη γύρισε... καθαρά κλαμένη και με μια υποψία πόνου στο βλέμμα της και εκείνος την σταμάτησε πριν ανέβει απάνω.


«Χρυσάνθη?»


«θες κάτι?» του είπε ειρωνικά


«αυτά ποιος θα τα μαζέψει» είπε ο Μ#$%^&* και δεν ξέρω πως κρατήθηκα και δεν του έριξα μια μπουνιά στην μούρη μπας και συνέλθει


«κάτω απο την σκάλα υπάρχει μια αποθήκη... πάρε την σκούπα και το φαράσι και μάζεψε τα μόνος σου» του πέταξε και πήγε να ανέβει τις σκάλες


«είσαι τρελή? Σε ποιον μιλάς έτσι???» τον κοίταξε και γέλασε δυνατά απο τα νεύρα της και έφυγε χωρίς να του δώσει καμία άλλη απάντηση.


Και την ώρα που άκουσα την πόρτα της να κλείνει με δύναμη άρχισα να ανεβαίνω και εγώ στο δωμάτιο μου...


«Έντουαρντ?» άκουσα την φωνή του θείου μου και γύρισα να τον κοιτάξω


«θες κάτι?» τον ρώτησα ειρωνικά και ξεφύσησε δυνατά


«μήπως ξέρεις τι ώρα είναι η ωοληψία της αύριο???» τον κοίταξα σοκαρισμένος με ανοιχτό το στόμα και κουνόντας αηδιασμένος το κεφάλι μου έφυγα χωρίς να του απαντήσω.


Το πρωί τους άκουσα που είχαν μια μεγάλη λογομαχία αλλά τους άφησα να τα βρούνε μόνοι τους γιατί αν έμπαινα και σήμερα στην μέση δεν υπήρχε περίπτωση να γλίτωνε ο θείος μου απο τα χέρια μου...


Για κάποιον λόγο με είχε πιάσει τόση αγωνία... κάτι μου έλεγε ότι κάτι κακό θα συνέβαινε και δεν πήγα στην σχολή... πήγαινα και ερχόμουν μέσα στο σαλόνι χωρίς να ξέρω τι να κάνω και όταν είδα το αμάξι να μπαίνει στο γκαραζ κοκάλωσα και περίμενα με αγωνία να την δω για να σιγουρευτώ ότι είναι καλά.


Είδα τον θείο να μπαίνει υποβαστάζοντας την απο την μέση... εκείνη κρεμασμένη απάνω του δεν είχε επαφή με το περιβάλλον και σε κάθε του βήμα έβλεπα τον πόνο που διαγραφόταν στο πρόσωπο της και ήθελα να ουρλιάξω...


«είναι καλά?» ρώτησα με κομμένη την ανάσα και ο θείος σταμάτησε για μια στιγμή


«είναι ναρκωμένη ακόμα... μπορείς με βοηθήσεις να την ανεβάσω στο δωμάτιο μας?» τι λες βρε Μ#$%^& ούτε στα χέρια δεν μπορείς να την πάρεις πια??? Ούρλιαξα μέσα μου καθώς τον πλησίαζα


«άσε θα την ανεβάσω εγώ» του είπα και την πήρα αμέσως στα χέρια μου και το ουρλιαχτό της με έκανε να κοπώ στα δύο.


Τύλιξε το ένα της χέρι γύρω απο τον λαιμό μου και ρίχνοντας το κεφάλι της πάνω στο στερνό μου άκουσα το σιγανό της λυγμό και δεν ξέρω πως κρατήθηκα να μην την φιλήσω απαλά πάνω στην κορυφή του κεφαλιού της για να την παρηγορήσω... την ανέβασα απάνω όσο πιο απαλά μπορούσα και μόλις την έβαλα στο κρεβάτι την τύλιξα απαλά με την κουβέρτα και γύρισα την ματιά μου σε εκείνον καθώς άρχισα να φεύγω απο το δωμάτιο για να την αφήσω να ηρεμήσει.


«Έντουαρντ?» με σταμάτησε ο θείος μου στην πόρτα αρπάζοντας με απο το μπράτσο και σάστισα


«ναι?» τον ρώτησα με περιέργεια και είδα τον δισταγμό στο βλέμμα του πριν ανοίξει το ρημάδι του να μιλήσει


«ξέρεις εγώ... ξεκίνησε και γούρλωσα τα μάτια μου... να πρέπει να φύγω και ήθελα να σε ρωτήσω μήπως μπορείς να μείνεις μαζί της μήπως χρειαστεί κάτι» τελείωσε την φράση του και πήρα μια βαθιά ανάσα για να ελέγξω την οργή μου.


«είσαι τόσο Μ^&*(&^^% τελικά?» του πέταξα στα μούτρα και νευρίασε


«για πρόσεχε πως μου μιλάς γιατί δεν το έχω σε τίποτα να σε πετάξω έξω απο το σπίτι μου»


«ναι και τώρα σε φοβήθηκα νομίζεις... η γυναίκα σου βρε... κάνει τα πάντα για σένα... σε κοιτάει στα μάτια και λιώνει σαν το κερί και τρέχει σαν την τρελή να ικανοποιήσει όλες σου τις παραξενιές και στην πιο δύσκολη της μέρα εσύ αντί να της σταθείς βιάζεσαι για να πας στην άλλην???» του πέταξα στα μούτρα και με κοίταξε σοκαρισμένος


«δεν ξέρεις τι λες» ξεκίνησε αλλά του έκοψα την φράση στην μέση


«και εσύ δεν ξέρεις πια τι κάνεις» του είπα και παίρνοντας το χέρι μου απο το σφιχτό του κράτημα πήγα στο δωμάτιο μου και κοπάνησα την πόρτα μου με τόση δύναμη που κόντεψε να σπάσει.


Δεν πέρασε αρκετή ώρα και άκουσα την πόρτα να κλείνει και κάτι μέσα μου έσπασε... πόσο περισσότερο μπορεί να την πληγώσει πια... ούρλιαξα μέσα μου και άρχισα να πηγαίνω προς το δωμάτιο της για να βεβαιωθώ ότι είναι καλά...


Όταν έφτασα κοντά της εκείνη καταλαβαίνοντας την παρουσία μου μετακινήθηκε και ο πόνος που ένιωσε την έκανε να βγάλει μια κραυγή... έσβησα αμέσως την απόσταση και της έπιασα το χέρι της παρηγορητικά και αμέσως άνοιξε τα μάτια της σαστισμένη...


«Τζέικ?» με ρώτησε... προφανώς απο την αναισθησία ακόμα δεν μπορούσε να συνέλθει


«ο Έντουαρντ είμαι» της είπα δειλά και εκείνη έπνιξε έναν λυγμό


«που είναι ο Τζέικ?» με ρώτησε με παράπονο και ένιωσα έναν πόνο στο στήθος να με κόβει στην μέση


«έφυγε» είπα ψιθυριστά σκύβοντας το κεφάλι μου ελπίζοντας να μην το είχε ακούσει αλλά το σιγανό της κλάμα με έκανε να καταλάβω ότι μάλλον απλά της το επιβεβαίωσα


«μπορείς να με πάρεις μια αγκαλιά» με ρώτησε με κόπο μέσα απο τους λυγμούς της και αφού την γύρισα απαλά στο πλάι ξάπλωσα μαζί της και την κράτησα τρυφερά μέσα στην αγκαλιά μου και της έδωσα ένα τρυφερό φιλί πάνω στην κορυφή του κεφαλιού της και ένα ξέσπασμα ήρθε και πάλι να την ταράξει και άρχισε να κλαίει με περισσότερη ένταση μέχρι που εξαντλήθηκε και την πήρε ο ύπνος.


Οι επόμενες μέρες που πέρασαν ήταν ένα μαρτύριο... εκείνη είτε ήταν μέσα στο σπίτι είτε όχι ήταν ένα και το αυτό... σαν φάντασμα γύριζε απο δωμάτιο σε δωμάτιο και δεν μίλαγε σε κανέναν... όσες φορές και να προσπάθησα να την πλησιάσω εκείνη μόλις καταλάβανε την πρόθεση μου έφευγε απο το δωμάτιο και κλεινόταν και πάλι στο δωμάτιο της με τις ώρες...


Είχαν περάσει δύο βδομάδες απο τότε η κατάσταση παρέμενε η ίδια... ο θείος είχε πλέων εξαφανιστεί... προσπάθησε στην αρχή να της μιλήσει αλλά όταν για απάντηση πήρε την σιωπή της, τότε άρχισε να είναι για ελάχιστες ώρες στο σπίτι έτσι για να δικαιολογεί την παρουσία του και σήμερα ετοιμαζόταν για το επόμενο ταξιδάκι αναψυχής του...


Η τελευταία φορά που ακούσαμε την φωνή της ήταν την επόμενη που ο θείος αντί για εκείνην είχε πάρει τα αποτελέσματα για το πόσα τελικά έμβρυα είχαν προχωρείση... όταν της ανακοίνωσε τα νέα εκείνη του έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα που πραγματικά ανατρίχιασα... όταν όμως της είπε τι ώρα είχε κλειστεί το ραντεβού για την εμβριομεταφορά εκείνη ξέσπασε σε γέλια και άρπαξε το τηλέφωνο απο τα χέρια του.


«ποιον παίρνεις τηλέφωνο?» απαίτησε εκείνος αλλά δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει


Έδωσε εντολή στον γιατρό να τα καταψύξη και κλείνοντας την γραμμή γύρισε προς το μέρος του και του δήλωσε...


«αν δεν αλλάξεις συμπεριφορά ετοιμάσου να πας να υπογράψεις για να καταστραφούν... εγώ έμβρυο δικό σου δεν θα δεχτώ να μπει μέσα μου που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω... το κατάλαβες? Σκέψου καλά τι θες και όταν κατασταλάξεις κάπου έλα να μου το πεις... μέχρι τότε όμως μην τολμήσει να μου ξαναμιλήσεις» του πέταξε το τηλέφωνο και εξαφανίστηκε...


Κάθε μέρα τα πράγματα πηγαίναν απο το κακό στο χειρότερο... ο θείος έλειπε δύο μέρες τώρα και εγώ δεν είχα καταφέρει να την κάνω να μου μιλήσει ακόμα... την είδα στην συνηθισμένη της γωνιά κουλουριασμένη να διαβάζει το βιβλίο της και με πείσμα την πλησίασα... δεν θα έφευγα αν δεν την έκανα να μου ανοιχτεί ο κόσμος να χαλάσει.


«τι διαβάζεις?» την ρώτησα και αμέσως μαζεύτηκε περισσότερο και με κοίταξε ψυχρά


«εντάξει μην μου μιλάς... αχχχχχχχχ... συνέχισα με ένα προσποιητό χασμουρητό και τέντωσα τα χέρια μου προς τα πίσω απλώνοντας τα στην πλάτη του καναπέ και εκείνη ξεφυσώντας γύρισε την ματιά της πάλι στο βιβλίο της και απομονώθηκε αγνοώντας με για άλλη μια φορά.


«έχει πολύ ωραία βραδιά απόψε... είναι κρίμα να κλειστούμε μέσα στους τέσσερις τοίχους» συνέχισα και κλείνοντας το βιβλίο αναστέναξε με απόγνωση


«τι θες?» με ρώτησε νευριασμένα


«σκεφτόμουν να βγαίναμε για κανένα ποτάκι... είσαι μέσα?» την ρώτησα αδιάφορα ανασηκώνοντας τους ώμους μου και τα πήρε περισσότερο


«πόσα θες για να με τρελάνεις επιτέλους... ξέσπασε τσιρίζοντας... πες μου να σου τα πληρώσω να τελειώνουμε»


«μμμμ, αν κάνεις καμία καλή προσφορά ίσως και να το σκεφτώ» την πείραξα και έκανε την κίνηση να μου φέρει το βιβλίο στο κεφάλι αλλά πριν το βιβλίο βρει στο κεφάλι μου τις ακινητοποίησα τα χέρια και τα πρόσωπα μας βρέθηκα σε απόσταση αναπνοής


«άφησε τα χέρια μου τώρα» είπε έξαλλη μέσα απο τα δόντια της


«με έναν όρο» της απάντησα εγώ πιο ήρεμα


«τι θες απο την ζωή μου επιτέλους?»


«θα βγεις μαζί μου για ένα ποτό?»


«τράβα αγοράκι μου με τους φίλους σου να ξεδώσεις και άσε με επιτέλους στην ησυχία μου»


«θα βγεις μαζί μου ναι ή όχι?» επέμενα εγώ και έσφιξε το σαγόνι της για να κατευνάσει την οργή της


«όχι» είπε αργά και σταθερά και γελόντας την έβαλα πάνω στον ώμο μου και την πήγα μέχρι το δωμάτιο της.


«άφησε με κάτω τώρα» ουρλιαζε καθώς με χτύπαγε και εγώ γέλαγα δυνατά


«όχι αν δεν ετοιμαστείς για να βγεις μαζί μου» της δήλωσα και όταν την άφησα πάνω στο κρεβάτι έτρεξα και κλείδωσα την πόρτα και κράτησα το κλειδί σφιχτά στην χούφτα μου.


«είσαι τελείως ηλίθιος??? Βγες έξω τώρα» τσίριζε και προσπαθούσε να πάρει το κλειδί απο τα χέρια μου αλλά εγώ δεν την άφηνα και για να την σταματήσω πέρασα το χέρι μου γύρω απο την μέση της και την ακινητοποίησα


«δεν τα παρατάω αν δεν βγεις μαζί μου για ένα ποτό»


«δεν πρόκειται να πάω μαζί σου πουθενά» μου πέταξε στα μούτρα και φεύγοντας απο την αγκαλιά μου έκατσε στο κρεβάτι και έβαλε το κεφάλι της μέσα στα χέρια της για να ηρεμήσει.


Εγώ δεν τα παράταγα... πήγα στην ντουλάπα της και καθώς την άνοιξα άρχισα να ψάχνω για να της βρω κάτι για να φορέσει.


«μμμμ, νομίζω ότι αυτό το φορεματάκι είναι ότι πρέπει»


«ελπίζω να σου κάνει» μου είπε ειρωνικά και γύρισα να την κοιτάξω γελώντας


«μα δεν θα το βάλω εγώ» της είπα και πήγα τολμηρά κοντά της


«ούτε και εγώ... μου απάντησε στο ίδιο ύφος... γι αυτό καλύτερα να το βάλεις στην θέση του»


«δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση» της είπα και όταν έφτασα ακριβώς μπροστά της με κοίταξε μέσα στα μάτια με ένα δολοφονικό ύφος


«μην μου πεις ότι θα με ντύσεις κι όλας?» συνέχισε ειρωνικά και σκύβοντας προς το μέρος της, την έκανα να οπισθοχωρήσει


«αν δεν συνεργαστείς είμαι ικανός για όλα» της είπα απειλητικά και τα χείλια μου ακούμπησαν ελάχιστα τα δικά της


«βγες έξω τώρα» είπε μέσα απο τα δόντια της κλείνοντας τα μάτια της σφιχτά


«όχι αν δεν έρθεις μαζί μου» της είπα πάλι με τον ίδιο τρόπο και αφήνοντας ένα απαλό φιλί πάνω στα χείλια της έβαλα τα χέρια μου πάνω στην μπλούζα της και την στιγμή που πήγα να την σηκώσω με σταμάτησε.


«ένα ποτό μόνο» είπε τελικά και άνοιξε τα μάτια της


«στο υπόσχομαι» της είπα και χαμογέλασα


«τώρα βγες έξω και άσε με να ετοιμαστώ πριν αλλάξω γνώμη» συνέχισε αυστηρά και κούνησα το κεφάλι μου την στιγμή που ίσιωσα το κορμί μου


«θα είμαι έξω απο την πόρτα... αν δεν είσαι έτοιμη σε 10 λεπτά θα μπω και θα σε ντύσω χωρίς δεύτερη κουβέντα» της είπα το ίδιο αυστηρά


«σε 10 λεπτά ετοιμάζετε η γιαγιά σου... εγώ θέλω περισσότερο χρόνο» είπε σχεδόν χαμογελώντας και ένιωσα την καρδιά μου να φτερουγίζει


«πάρε όσο χρόνο θες θα σε περιμένω» της απάντησα κλείνοντας της το μάτι και αφού ξεκλείδωσα πήγα στο δωμάτιο μου άλλαξα και ξαναγύρισα για να την περιμένω καθισμένος στο πάτωμα.

Όταν άνοιξε η πόρτα, την στιγμή που ήρθε ακριβός μπροστά μου την κοίταξα με ανοιχτό το στόμα... μια οπτασία που όμοια της δεν είχα ξαναδεί ποτέ στην ζωή μου... την είχα δει και άλλες φορές να είναι περιποιημένη αλλά δεν την είχα ξαναδεί ποτέ τόσο υπέροχη... το φόρεμα που της είχα διαλέξει την κολάκευε τόσο πολύ που έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει δυνατά... το μακιγιάζ και τα μαλλιά της ήταν τόσο άψογα φτιαγμένα που μου έκοψαν την ανάσα και δεν ξέρω πως κρατήθηκα για να μην την πάρω στα χέρια μου για να την κάνω δική μου επιτόπου... εκείνη σαν να άκουσε την σκέψη μου χαμογέλασε απαλά.

«μόνο για ένα ποτό» μου τόνισε και σκύβοντας προς το μέρος τείνοντας το χέρις της μπροστά για να με βοηθήσει να σηκωθώ το μάτι μου έπεσε στην καλτσοδέτα που αγκάλιαζε το πόδι της και μου έκοψε τα πόδια...

Χριστέ μου αυτή η γυναίκα το ορκίζομαι ότι θα με στείλει πριν την ώρα μου... σήκωσα την ματιά μου μπρος τα πάνω και το απίστευτο μπούστο της ήταν μόλις μια αναπνοή απο τα χείλια μου... ξεροκατάπια και προσπάθησα σκληρά να την κοιτάξω στα μάτια της και εκείνη χαμογέλασε για άλλη μια φορά.


«σε πήρε ο ύπνος???» με ρώτησε και κούνησα το κεφάλι μου για να βρω τις ισορροπίες μου και με μια γρήγορη κίνηση σηκώθηκα και στάθηκα στο ύψος μου... δυστυχώς όμως δεν ήμουν ο μόνος που στεκόταν στο ύψος του...

Χριστέ μου την θέλωωωωω... την θέλωωω... την θέλωωω ΤΩΡΑ...

«μάλλον καλύτερα να αλλάξω γιατί απο ότι φαίνεται το μετάνιωσες»

«όχι όχι... είπα γρήγορα προλαβαίνοντας της... συγνώμη φύγαμε τώρα» είπα και πιάνοντας της το χέρι για να μην μου φύγει άρχισα να την τραβάω προς την σκάλα

Όταν φτάσαμε στο γκαραζ γύρισε και άνοιξε το ντουλαπάκι και βγάζοντας το κλειδί της Μερσέντες μου το πέταξε και άρχισε να πηγαίνει προς το μέρος της...

«είσαι σίγουρη γι αυτό?» την ρώτησα με απορία

«γιατί βλέπεις ο κάτοχος της να το χρησιμοποιεί?»

«δεν ξέρω και αν το καταλάβει?»

«αποό που? απο την Αμερική που είναι?» ρώτησε ειρωνικά και γελώντας έτρεξα και άνοιξα την πόρτα...

Σε όλην την διαδρομή ήταν σιωπηλή και εγώ δεν τόλμησα να της πω κουβέντα...

Όταν φτάσαμε στο μπαράκι θέλησε να κάτσουμε στην μπάρα και δεν της έφερα αντίρρηση... παρήγγειλα τα ποτά μας και άφησα την νύχτα να κυλήσει ομαλά... εκείνη έπινε με σύνεση και στο τρίτο ποτό ακόμα δεν φαινόταν να είναι ούτε καν ζαλισμένη... γερό ποτήρι σκέφτηκα και μου άρεσε αυτό...

Κάποια στιγμή έβαλε ένα τσιφτετέλι και πάγωσε... πέρασε την γλώσσα της πάνω απο τα χείλια της κοιτώντας το κενό και την στιγμή που η γλώσσα της ξαναμπήκε μέσα δάγκωσε το κάτω χείλι της σμίγοντας τα φρύδια της πονηρά και γύρισε την ματιά της σε μένα.

«πάμε» είπε και σηκώθηκε παρασέρνοντας και εμένα μαζί της και απο εκείνην την ώρα και για τις επόμενες δύο ώρες δεν ξανέκατσε στην μπάρα.

Χορεύαμε ότι τραγούδι και να έπαιζε και ήταν τόσο υπέροχη... είχε τον ρυθμό μέσα της... λίκνιζε το κορμί της τόσο αισθησιακά και σε κάθε της κίνηση έβλεπα στο πρόσωπο της ότι άρχισε να το απολαμβάνει όλο και πιο πολύ.

Την στιγμή που κάτσαμε στην μπάρα για να πάρουμε μια ανάσα το πρόσωπο της έλαμπε και με θάμπωσε με την ομορφιά της... αν δεν μπορούσα να αντέξω να μείνω μακριά της πρίν απο αυτήν την βραδιά, τώρα μου ήταν αδύνατον να μην την διεκδικήσω με οποιοδήποτε κόστος... όμως η μοίρα είχε άλλα σχέδια γι αυτήν την βραδιά...

Χρυσάνθη

Όταν τον είδα να με πλησιάζει κατάλαβα αμέσως ότι σήμερα θα τα έπαιζε όλα για όλα... αλλά αυτό που δεν περίμενα ποτέ ήταν ότι θα σκαρφιζόταν κάτι τόσο απλό για να με κάνει και πάλι να του μιλήσω...

Όταν με πήρε στον ώμο του σαν σακί και με ανέβασε πάνω στην κρεβατοκάμαρα νόμιζα ότι θα μου ριχνότανε και είχα νευριάσει τόσο πολύ με την επιμονή του... λόγο της κατάστασης με τον Τζέικ, είχα κάνει το λάθος και έκανα την σύνδεση ότι τελικά και οι δύο τους νοιάζονται μόνο για τον εαυτούλη τους και για κανέναν άλλον... όμως ο μικρός με μια μόνο κίνηση με έκανε να καταλάβω ότι είχε αισθήματα για μένα και έβαλε με μεγάλο κόπο τον ίδιο του το εαυτό πάνω απο μένα μόνο και μόνο για να με δει και πάλι καλά... πως εγώ μπορούσα να του αρνηθώ κάτι τέτοιο???

Το τραγούδι που με είχε φέρει κοντά με τον Τζέικ και απο εκείνο το τραγούδι και μετά γίναμε αχώριστοι, ήρθε για να με στείλει στα τάρταρα... όμως πριν τα χάσω τελείως σκέφτηκα ότι αντι να το αφήσω να με πάρει απο κάτω, θα το έκανα να ξεκινήσει μια νέα αρχή και όπου πάει...

Είχα βαρεθεί να περιμένω να με διεκδικήσει παρατώντας την τσουλάρα του... και όσο περισσότερο έλειπε απο το σπίτι, τόσο με έκανε πιο αποφασισμένη να τον παρατήσω... όμως ένα ήταν το σίγουρο δεν θα τον παράταγα αν δεν πλήρωνε πρώτα για όλα όσα μου είχε κάνει...

Πήρα απο το χέρι τον μικρό και τον έβγαλα νοκ άουτ... αν δεν μπορούσε να με αποχωριστεί πριν, τώρα ήμουν 100% σίγουρη ότι πλέων θα κάνει τα πάντα για να με διεκδικήσει και ήταν το μόνο που ήθελα αυτήν την στιγμή... και η μοίρα συμφώνησε αμέσως μαζί μου και μου έστειλε το τελευταίο σημάδι που χρειαζόμουν για να κάνω το επόμενο βήμα και να προχωρήσω επιτέλους την ζωή μου όπως εγώ την ήθελα χωρίς κανέναν άλλο ενδοιασμό...

Γυρίζοντας στο σπίτι βάζαμε ότι καψουροτράγουδο κυκλοφορούσε και τραγουδάγαμε γελώντας δυνατά... και εκεί που έψαχνα για νέο σταθμό ξαφνικά καταλάθος πάτησα το κουμπί και το cd player ξεκίνησε...

«αφιερωμένο στον πιο γλυκό ζουζουνοκριτσινακι του κόσμου... με αγάπη η λαχανοντολμαδίτσα σου» άκουσα και μου έπεσε το στόμα

Ο Έντουαρντ αμέσως έβγαλε αλάρμ και έκανε στην άκρη περιμένοντας την αντίδραση μου τρομερά αγχωμένος χωρίς να μιλάει αλλά μόλις άρχισε το τραγούδι που του αφιέρωνε δεν μπόρεσα άλλο να συγκρατηθώ...


Τα γέλια μου αντήχησαν μέσα στο αυτοκίνητο και ο Έντουαρντ με κοίταζε σαστισμένος χωρίς να ξέρει τι να κάνει

«Χρυσάνθη με τρομάζεις» είπε μόνο και γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια και όταν είδα το ύφος του τότε ξέσπασα σε περισσότερα γέλια και τον είδα να σοκάρετε

«σε παρακαλώ πες κάτι... με παρακάλεσε και άρχισα να παίρνω ανάσες για να καταφέρω να ηρεμήσω... τουλάχιστων πες και σε μένα το αστείο για να γελάσω γιατί σοβαρά αρχίζω και ανησυχώ»

«μα καλά... ανάσες... μα καλά με παρατάει για μία λαχανοντολμαδίτσα που τον αποκαλεί ζουζουνοκριτσινακι και του αφιερώνει το είσαι παιδί μου πειρασμός... τσα τσα τσα... και περιμένεις να μην γελάσω» του είπα και αφού με κοίταξε για άλλη μια στιγμή άρχισε και εκείνος να χαλαρώνει και να ξεσπάει σε γέλια.....

ESCAPE POLH FANTASMA