Ετικέτες

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Fallen angel "3. Χωρίς εσένα"


Fallen angel "3. Χωρίς εσένα" 

Είχε περάσει αρκετή ώρα και ακόμα δεν είχα καταφέρει να χαλαρώσω... σηκώθηκα απο το κρεβάτι και αποφάσισα να κάνω ένα μπάνιο για να ηρεμήσω, όταν όμως βγήκα απο αυτό ακόμα βρισκόμουν σε υπερένταση και έτσι αποφάσισα να πάω κάτω να πιο ένα ποτήρι γάλα μήπως και βοηθήσει λίγο την κατάσταση.

Έβαλα το μπουρνούζι μου, στεγνώνοντας τα μαλλιά μου μόνο με την πετσέτα και κατέβηκα κάτω ξυπόλυτη... φτάνοντας στην κουζίνα μια σκιά μου έκοψε τα πόδια αλλά ήξερα ότι ήταν εκείνος και αμέσως ηρέμησα... άνοιξα το ψυγείο χωρίς να του μιλήσω και έβγαλα το μπουκάλι με το γάλα αλλά εκείνος δεν κουνήθηκε... με γυρισμένη την πλάτη ακουμπώντας στο πλαίσιο του παραθύρου κοίταζε μακριά... είχε απαλλαχτεί απο την μπλούζα του και με το φως απο το ψυγείο τα σημάδια του λαμπύριζαν και με έκαναν να ανατριχιάσω.

Η σιωπή ήταν αποπνικτική αλλά κανείς μας δεν τόλμαγε να την σπάσει...

«λύσε μου μια απορία και θα σε αφήσω στην ησυχία σου» του είπα απαλά βάζοντας αρκετή ποσότητα από γάλα στο ποτήρι μου... αλλά δεν απάντησε.

«τι ήταν πιο δύσκολο... να με κάνεις να παραδεχτώ τα αισθήματα μου για σένα ή να παραδεχτείς εσύ τα δικά σου?» ακίνητος σαν άγαλμα μίλησε με την πιο ψιθυριστή του φωνή που δεν πρόδιδε τίποτα

«εσύ τι λες?»

«εγώ λέω ότι πιο δύσκολο ήταν να παραδεχθείς τα δικά σου»

«και γιατί αυτό?»

«γιατί Έντουαρτ εγώ δεν χρειάστηκε να παραδεχτώ κάτι... γιατί πολύ απλά το ήξερα απο την πρώτη στιγμή που σε αντίκρισα» μια ανάσα έσπασε την σιωπή του αλλά και πάλι δεν μίλησε

«δεν είμαι η γυναίκα αράχνη που νομίζεις... και ο λόγος που απαίτησα το φιλί δεν ήταν για να σε κάνω να νιώσεις ότι και εγώ... αλλά γιατί ένιωθα ότι αν με άφηνες δεν θα μπορούσα να αναπνεύσω ξανά χωρίς εσένα» του είπα και έβαλα το μπουκάλι με το γάλα στο ψυγείο... όταν γύρισα ήταν ακριβός μπροστά μου και αναπήδησα.

«γιατί μου τα λες όλα αυτά? Γιατί τώρα?»

«δεν ξέρω... είπα ειλικρινά... ίσως γιατί μέσα μου είχα την ελπίδα να το παραδεχτείς και εσύ... ίσως και όχι» του είπα και γύρισα για να πάρω το ποτήρι μου για να φύγω αλλά δεν με άφησε.

«τι παιχνίδι παίζεις?»

«ειλικρινά Έντουαρτ δεν παίζω κανένα παιχνίδι... ένιωσα ότι ήθελα να το ξέρεις και απλά σου το είπα... δεν έχω καμία απαίτηση απο σένα... γι αυτό δεν καταλαβαίνω τον λόγο που είσαι ακόμα εδώ»

«το παράθυρο είναι σπασμένο... μπορεί να μπει ο οποιοσδήποτε... δεν μπορούσα να σε φανταστώ μόνη σου με αυτήν την γνώση» είπε ανάλαφρα και του χαμογέλασα

«τι?» με ρώτησε και του χαμογέλασα πιο ζεστά

«ακόμα είσαι αναποφάσιστος» του δήλωσα και τον προσπέρασα για να φύγω...

Την στιγμή που άρχισα να ανεβαίνω την σκάλα η φωνή του με έκανε να παγώσω στην θέση μου...

«μου υπόσχεσαι ότι θα προσέχεις?» τον άκουσα να λέει με βαθιά και τρυφερή φωνή και κλείνοντας τα μάτια ένα δάκρυ δραπέτευσε απο τα μάτια μου... άφησα την ανάσα που κράταγα και με σταθερή φωνή που ήταν ένας ψίθυρος απάντησα.

«σου το υπόσχομαι» και άρχισα πάλι να αναβαίνω με αργά και σταθερά βήματα

«καληνύχτα αγγελούδι» άκουσα την γλυκιά του φωνή να μου λέει και ένας πόνος διέλυσε το στήθος μου... χρειάστηκε όλη η δύναμη της ψυχής μου για να σταματήσω τον εαυτό μου για να μην τρέξω κοντά του, πιάνοντας την κουπαστή με όλην μου την δύναμη...

«καληνύχτα» απάντησα με σπασμένη φωνή και συνέχισα την πορεία προς το δωμάτιο μου χωρίς να ξανακοιτάξω πίσω...

Έπεσα στο κρεβάτι διαλυμένη... έκλαιγα βουβά αφήνοντας τα δάκρυα μου να κυλήσουν ανενόχλητα, μέχρι που με πήρε ο ύπνος και άφησα τον εαυτό μου στην αγκαλιά του Μορφέα ελπίζοντας η αναισθησία να πάρει τον πόνο μακριά...

Έντουαρτ

Ήταν ο λόγος που έχασα τα πάντα... ήταν ο μόνος λόγος που με έκανε να θέλω να αφήσω τα πάντα πίσω για να είμαι κοντά της... αλλά ταυτόχρονα ήταν και η μόνη μου λύση... πως μπορούσα να συμβιβάσω το θέλω με το πρέπει και να καταφέρω να ζήσω με αυτές τις τύψεις το υπόλοιπο της ύπαρξης μου.

Την άκουγα να κλαίει βουβά και δεν ξέρω πως μπόρεσα να βρω την δύναμη να μείνω μακριά της... μόλις την άκουσα να ήρεμη και να την παίρνει ο ύπνος δεν άντεξα άλλο να είμαι μακριά απο την ζεστή της αγκαλιά...

Έκατσα στην άκρη του κρεβατιού της και την κοίταζα να κοιμάται... τόσο όμορφη, τόσο γαλήνια στην αγκαλιά του Μορφέα να αναπνέει ρυθμικά σε έναν κόσμο χωρίς πόνο και απελπισία...

Χάιδεψα τα απαλά της μαλλιά και γέρνοντας κοντά της άφησα σε αυτά ένα τρυφερό φιλί... δεν σου αξίζω αγγελούδι μου... σου αξίζουν πολλά περισσότερα απο ένα άδειο κουφάρι σαν εμένα... της είπα βουβά και σαν να είχε ακούσει τα λόγια μου άλλο ένα δάκρυ κύλισε στα καυτά της μάγουλα.

«μην φύγεις» με παρακάλεσε μέσα απο τα όνειρα της και πήρα μια βαθιά τρεμάμενη φωνή

«και εγώ σ’ αγαπώ αγγελούδι μου» της μετέφερα την σκέψη μου και πήρε μια ανάσα

Άφησα στα απαλά της χείλια ένα τελευταίο φιλί και άφησα πάνω στο κομοδίνο της μια μικρογραφία του «Αρχάγγελου» απο το λούναπαρκ, μέσα σε μια γυάλινη σφαίρα... για να θυμάται γιατί έπρεπε να φύγω.

Μαρίνα

Άνοιξα τα μάτια μου μετά απο μια εξαντλητική και ανήσυχη νύχτα και το φως απο το παράθυρο με τύφλωσε και έκανε τα μάτια μου να πονάνε... ανασήκωσα το σώμα μου και γύρισα την ματιά μου προς το κομοδίνο για να δω την ώρα στο ρολόι μου... αλλά στην θέση του υπήρχε κάτι άλλο.

Το πήρα στα χέρια μου και το κράτησα σαν φυλαχτό... τα λόγια που ήθελε να εκφράσει με αυτήν την κίνηση αντηχούσαν στα αυτιά μου...

Δεν είμαι ο Αρχάγγελος που γνώρισες... δεν σου αξίζει αυτό που είμαι πια...

Ένα δάκρυ κύλισε και τα λόγια που είχε περάσει στην σκέψη μου ήρθαν να με αποτελειώσουν...

Και εγώ σ’ αγαπώ αγγελούδι μου...

Η καρδιά μου ήταν έτοιμη να σπάσει και ο πόνος στο στήθος μου με έκανε να λυγίσω... ένιωθα ότι μου έπαιρνε την ζωή... ένιωθα ότι μου έπαιρνε πίσω την ανάσα που μου είχε χαρίσει για να με σώσει και ένα ουρλιαχτό έσπασε την σιωπή μου και με έκανε να διαλυθώ.

*_*_*_*_*_*

Είχε περάσει μια βδομάδα και εγώ ένιωθα σαν να ήμουν ζωντανή, νεκρή... γύριζα απο τάξη σε τάξη, απο μάθημα σε μάθημα αλλά στην ουσία δεν ήμουν πουθενά... η Άλις και η μητέρα μου που είχε γυρίσει, προσπαθούσαν σκληρά να με κάνουν να βγω στην επιφάνεια αλλά εγώ ήθελα να μείνω στην αναισθησία... ήθελα να μείνω κοντά του αλλά εκείνος είχε κάνει την επιλογή του και ήξερα ότι αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ.

Τα πάντα ξεχάστηκαν, όλα γύρισαν στο πριν και η καρδιά μου αδυνατούσε να ξαναβρεί τον κανονικό της ρυθμό... είχε περάσει μια βδομάδα και εκείνος δεν ήταν πουθενά...

«το Σάββατο θα βγούμε» μου δήλωσε η Άλις και την κοίταξα με απλανές βλέμμα

«δεν δέχομαι αντίρρηση... συνέχισε αυστηρά... θα πάμε σε πάρτυ και θα περάσουμε καλά»

«σε πάρτυ?» είπε απρόθυμα

«ναι... ο Τζάσπερ μας κάλεσε στο σπίτι του»

«Άλις δεν έχω όρεξη για πάρτυ και ιδίως στο σπίτι του Τζάσπερ»

«δεν σε ρώτησε κανείς... θα έρθεις» είπε άγρια και χαμογέλασα

«ότι πεις» της είπα για να την αποφύγω αλλά αργότερα το βράδυ της τηλεφώνησα και της δήλωσα ότι δεν θα πάω πουθενά.

Η μητέρα μου με ενημέρωσε ότι θα πάει σε έναν γάμο και ότι θα έλειπε όλη μέρα και εγώ το ήθελα όσο τίποτα για να μείνω για άλλη μια φορά στην ησυχία του σπιτιού μου να αναδιοργανώσω τις σκέψεις μου... το επόμενο πρωί ένας χτύπος στην πόρτα μου με ξάφνιασε και πήγα να δω ποιος είναι και χτυπάει την πόρτα τόσο επίμονα.

«Τζάσπερ?» ρώτησα με δυσπιστία βλέποντας τον μπροστά μου τύφλα στο μεθύσι, έξαλλος

«θα έρθεις» είπε αμέσως απαιτητικά

«δεν έχω να πάω πουθενά και μάλιστα μαζί σου» του απάντησα με τον ίδιο τόνο και εξαγριώθηκε

Με τράβηξε απο το χέρι και βγάζοντας με έξω απο το σπίτι με κάρφωσε πάνω στον τοίχο δίπλα απο την πόρτα...

«θα έρθει και δεν ακούω κουβέντα» είπε άλλη μια φορά φέρνοντας το πρόσωπο του πιο κοντά μου απειλώντας με και αυτό με έκανε να γελάσω... είχα γλυτώσει απο τα χέρια του χάρου μπροστά απο τους δύο πιο επικινδύνους εχθρούς μου και αυτός πίστεψε ποτέ ότι η δική του απειλή θα με αγγίξει?

«Τζάσπερ δεν με τρομάζεις... γι αυτό άι στα τσακίδια... πήγαινε να απειλήσεις κανένα άλλο κοριτσάκι που φοβάται την σκιά του»

«θα έρθεις και κανόνισε να είσαι ευχάριστη» συνέχισε εκείνος σφίγγοντας τα χέρια του με περισσότερη δύναμη στα μπράτσα μου

«Μαρίνααα... ακούσαμε την φωνή της μητέρας μου απο τον πάνω όροφο και εκείνος πάγωσε για μια στιγμή... ποιος είναι καρδιά μου?» ρώτησε και γύρισα το πρόσωπο προς το μέρος του

«αν δεν έρθεις... εγώ ο ίδιος θα έρθω να σε πάρω σηκωτή απο εδώ μέσα» είπε με ψιθυριστή και άγρια φωνή απελευθερώνοντας τα χέρια του απο τα δικά μου και έφυγε με γρήγορο βήμα...

Μπήκα στο σπίτι και έτρεξα να πάρω την Άλις... προσπάθησα να την μεταπείσω αλλά εκείνη δεν άκουγε κουβέντα... πίστεψε ότι το σκαρφίστηκα για να την αναγκάσω να μην πάει απο πείσμα και αυτό με έκανε να πονέσω πάρα πολύ...

«κάνε ότι θες Άλις... εγώ σε προειδοποίησα» της απάντησα ξερά και έκλεισα το τηλέφωνο αλλά απο την άλλη φοβήθηκα τόσο για εκείνην.

Το μεσημεράκι είχε έρθει και εγώ ήμουν μόνη μου στο σπίτι και σε αναμμένα κάρβουνα, μέχρι που το κινητό μου χτύπησε και άκουσα την καρδιά μου να αντηχεί στα αυτιά μου απο την αγωνία.

Μαρινάκι που είσαι???

Είδα το πρώτο μήνυμα της Άλις και μου κόπηκε η αναπνοή... τελικά είχε πάει??? Τόσο χαζή είναι???

Στο σπίτι

Της απάντησα

Χάνεις περνάμε τέλεια... μην είσαι χαζή... πάρε το αμάξι και έλα

Να έρθω που?

Της απάντησα και έμεινα με κομμένη την ανάσα να περιμένω την απάντηση της

Στο Πορτλαντ... είμαστε στην οδό Χάισμιθ

Έρχομαι

Της απάντησα... αλλά δεν πρόκειται να μείνω ούτε ένα δευτερόλεπτο μαζί τους... θα την έπαιρνα απο εκεί μέσα σηκωτή θέλει δεν θέλει... το ένστικτο μου, μου έλεγε ότι όλο αυτό δεν είναι καθόλου καλό... όσο και να μου έλεγε ότι πέρναγε καλά, σίγουρα ο Τζάσπερ είχε κάτι στο μυαλό του, μόνο και μόνο για να δελεάσει εμένα... και κάτι μου έλεγε ότι είχε σχέση με τον φιλαράκο του.

Ξεκίνησα να πάρω τα κλειδιά μου αλλά θυμήθηκα ότι σήμερα το αυτοκίνητο το είχε η μητέρα μου και έτσι αναγκαστικά να πάρω το λεωφορείο αφού τα λεφτά μου δεν έφταναν για ταξί...

Μετά απο μισή ώρα το λεωφορείο έφτασε στο Πόρτλαντ και η αγωνία μου είχε χτυπήσει κόκκινο...

«συγνώμη... είπα στον οδηγό πριν κατέβω... μήπως ξέρετε που είναι η οδός Χάισμιθ?» με κοίταξε καλά καλά και όταν μίλησε είχε μια αγωνία στην φωνή του

«είσαι σίγουρη κοπελιά μου ότι θες να πας σε αυτήν την οδό?»

«γιατί?» είπα ξέπνοα...

«δεν είναι και τόσο καλόφημη γειτονιά» είπε και μου κόπηκαν τα πόδια... η λογική μου έλεγε να κάτσω στα αυγά μου... αλλά η καρδιά μου έλεγε ότι έπρεπε να την πάρω σηκωτή απο εκεί.

«γνωρίζετε που είναι?» τον ρώτησα παρακλητικά και τα παράτησε

«πάρε αυτήν την ευθεία και την βρεις μπροστά σου» είπε δείχνοντας το δρόμο

«σας ευχαριστώ» του απάντησα και την στιγμή που έκανα ένα βήμα με σταμάτησε

«να προσέχεις» τόνισε και άφησε το χέρι μου

«θα προσέχω» του είπα με ένα ευγενικό χαμόγελο και άρχισα να κινούμε προς τον δρόμο που μου είχε υποδείξει...

Ακόμα και για Απρίλη μήνα, το κρύο ήταν τσουχτερό σε αυτήν την περιοχή... έσφιξα το μπουφαν μου και άρχισα να προχωρώ με σταθερό βήμα αλλά δεν ήμουν σίγουρη ότι είχα πάρει τον σωστό δρόμο... δεν έβρισκα πουθενά την οδό που μου είχε πει η Άλις.

Έβγαλα το κινητό για να την καλέσω και εκεί που δεν κοίταγα κάποιος έπεσε απάνω μου και πισωπάτησα... σήκωσα τα μάτια μου και είδα μια ρακοσυλλέκτρια να με κοιτάει καλά καλά

«τι ζεστό μπουφαν... και ωραίο καπελάκι!» σχολίασε εκείνη και έκανα να την προσπεράσω αλλά μετά σκέφτηκα να την ρωτήσω μήπως μπορούσε να με βοηθήσει

«συγνώμη... ξεκίνησα ευγενικά... μήπως γνωρίζετε που είναι η οδός Χάισμιθ?»

Εκείνη με κοίταξε για μια μόνο στιγμή και μετά έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου... χαχανίζοντας και έκανα ένα βήμα πίσω για να την αποφύγω

«ο οδηγός του λεωφορείου μου είπε ότι είναι απο εδώ αλλά δεν την βρίσκω» συνέχισα ευγενικά αλλά μέσα μου άρχισα να τρέμω με τον τρόπο που με κοιτούσε.

«ο οδηγός σου είπε ότι είναι κατά δω?» είπε χαχανίζοντας

«δεν είναι?» ρώτησα απελπισμένα

«έχω οδηγίες αν θες για να σου πω» είπε εκείνη και σοβάρεψε

«μπορείτε να με βοηθήσετε?» ρώτησα με μια σπίθα ελπίδας και εκείνη χαμογέλασε

«όχι χωρίς αντάλλαγμα»

«δεν έχω χρήματα μαζί μου» της απολογήθηκα ειλικρινά

«δεν θέλω τα χρήματα σου» απάντησε αυτόματα

«και τότε τι θες?» την ρώτησα με απορία

«το μπουφαν σου»

«το μπουφαν μου?» την ρώτησα σοκαρισμένη

«έλα κοπελιά... εδώ έχουν λιώσει οι πάτοι των παπουτσιών μου και εσύ σκέφτεσαι κάτι τόσο απλό?» με ρώτησε δύσπιστα και είχε δίκιο... μέσα στο κρύο και την φτωχιά της τι άλλο θα μπορούσε να ζητήσει

«εντάξει θα σου το δώσω» της είπα ήρεμα και άρχισα να το βγάζω

Εκείνη το πήρε και μόλις το φόρεσε μου έσκασε ένα χαμόγελο... και εγώ άρχισα να τρέμω απο το κρύο που διαπέρασε το κορμί μου και έσμιξα τα χέρια μου στο στήθος για να μπορέσω να ηρεμήσω.

«θες τον σύντομο ή τον κανονικό?» ρώτησε

«τον σσσύντομο» ψέλλισα με τρεμάμενη φωνή απο το κρύο που με είχε κάνει να τρέμω

«αυτό θα σου κοστίσει κάτι παραπάνω» είπε εκείνη αυτάρεσκα και έβρισα απο μέσα μου για την τύχη μου.

«τι θες?»

«το καπελάκι σου... είναι τόσο όμορφο»

«πάρτο» της είπα και το έβγαλα απότομα για να της το δώσω... θα μου το πληρώσεις αυτό Άλις... είπα απο μέσα μου σφίγγοντας τα δόντια μου που είχαν αρχίσει να κροταλίζουν.

«βλέπεις εκείνο το σοκάκι?... είπε δείχνοντας τον δρόμο που ήταν πίσω μου... ακολούθα το και βγαίνεις στην οδό Χάισμιθ απο την άλλη μεριά» γύρισα και κοίταξα τον δρόμο που μου έδειξε και έπαθα σοκ... ο δρόμος ήταν μισό στενό πιο πίσω μου

«αυτό ήταν όλο?... είπα σαστισμένη... ένα τετράγωνο παραπέρα?»

«τα καλά νέα είναι ότι δεν έχεις πολύ περπάτημα» είπε εκείνη και με προσπέρασε...

Έμεινα για μια στιγμή να την κοιτάω αλλά τελικά τα παράτησα και άρχισα να πηγαίνω προς το στενό με πιο γρήγορο βήμα, μιας και που το κρύο με είχε κάνει να τρέμω...

Προσπέρασα την ρακοσυλλέκτρια που με αργό και συρτό βήμα κυλούσε το καροτσάκι της με όλα της τα υπάρχοντα και μπήκα στο στενό... για μια στιγμή έμεινα να το κοιτάω σαν χαζή... ήταν ο χειρότερος εφιάλτης... ένα απέραντο σκοτάδι καλυμμένο με ψιλούς σκουπιδοτενεκέδες με το εσωτερικό τους διασκορπισμένο εδώ και εκεί να κάνει το στενό απροσπέλαστο... και το αποκορύφωμα ένας τεράστιο φράχτης να μου φράζει τον δρόμο.

Πως θα καταφέρω να περάσω έναν φράχτη 3 μέτρα ύψος όταν καλά καλά δεν μπορώ να περάσω με μεγάλη επιτυχία ένα τοιχάκη χωρίς να χτυπήσω?... σκέφτηκα απελπισμένα αλλά δεν το έβαλα κάτω... άρχισα να προχωρώ πατώντας εδώ και εκεί πάνω σε διαλυμένα καφάσια και σπασμένα μπουκάλια μέχρι που το σκοτάδι του στενού διαδρόμου άρχισε να με πνίγη και σταμάτησα για μια στιγμή για να πάρω μια ανάσα.

Ψαχούλεψα τις τσέπες μου για να βγάλω το κινητό μου ώστε να ειδοποιήσω την Άλις να με περιμένει μέχρι που κατάλαβα ότι είχα αφήσει το κινητό μου στην τσέπη του μπουφαν που τώρα είχε στην κατοχή της η ρακοσυλλέκτρια... ωραία τα κατάφερες Μαρίνα... επέπληξα τον εαυτό μου και πήρα μια βαθιά ανάσα... ίσως αν της το ζητήσω ευγενικά να μου το δώσει... σκέφτηκα αλλά δεν ήμουν και τόσο σίγουρη ότι θα ήταν και τόσο συνεργάσιμη τελικά... αξίζει η προσπάθεια... σκέφτηκα και γύρισα το κορμί μου προς το μέρος της πιο αποφασιστικά μέχρι που ένα μαύρο Σενταν έκανε την εμφάνιση του και πριν περάσει το στενό φρέναρε απότομα και το μόνο που φαινόταν απο το σημείο που ήμουν ήταν τα κόκκινα λαμπάκια των φρένων.

Ενστικτωδώς άφησα το σκοτάδι να με καλύψει τοποθετώντας το σώμα πίσω απο έναν κάδο για να προστατευτώ και τότε άκουσα μια πόρτα να ανοίγει και δύο ριπές απο όπλο να σπάνε την σιωπή και το σώμα μου πάγωσε... η λογική μου έλεγε να παραμείνω στην θέση μου... αλλά το σώμα μου δεν με υπάκουσε... την στιγμή που άκουσα και πάλη την μηχανή να ζωντανεύει και τα λάστιχα να τσιρίζουν απο την απότομη τριβή στην άσφαλτο άρχισα να τρέχω προς την έξοδο και τότε την είδα.

Παγωμένη, μπρούμυτα η ρακοσυλλέκτρια, ήταν πεσμένη στο πεζοδρόμιο και δυο ματωμένες τρύπες πάνω στο μπουφαν μου δήλωναν ότι εκείνη είχε δεχτεί τις σφαίρες που είχα ακούσει πιο πριν... έκατσα στα γόνατα μου με αγωνία και με το χέρι μου την γύρισα προς το μέρος μου χωρίς ανάσα... με ανοιχτά μάτια και το στόμα της να χάσκει ορθάνοιχτο με έκανε να καταλάβω ότι ήταν πολύ αργά για εκείνην πια... έψαξα με μανία μέσα στις τσέπες του μπουφαν μου για να βρω το κινητό μου αλλά εκείνο δεν ήταν πουθενά... κοίταξα με μια γρήγορη ματιά γύρω μου και βλέποντας το τηλεφωνικό θάλαμο λίγο πιο μακριά χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισα να τρέχω για να πάρω τηλέφωνο στην αστυνομία.

Όταν έφτασα κλείστηκα μέσα και σηκώνοντας το ακουστικό κάλεσα το 100... όσο περίμενα να το σηκώσει η τηλεφωνήτρια γύρισα την ματιά μου προς το στενό και πάγωσα... το πτώμα της νεκρής ρακοσυλλέκτριας δεν ήταν πουθενά... έκλεισα με τρεμάμενα χέρια το τηλέφωνο και έμεινα για μια στιγμή να κοιτάω το κενό... τι θα έλεγα στην αστυνομία? Ότι ήμουν αυτόπτης μάρτυρας σε μια δολοφονία χωρίς πτώμα?... αντανακλαστικά το μυαλό μού πήρε φωτιά και χωρίς να το σκεφτώ άρχισα να πληκτρολογώ το τηλέφωνο του Έντουαρτ αβέβαιη.

«τι γίνεται» άκουσα την φωνή του απο την άλλη μεριά της γραμμής και τότε λύγισα

«Έεεντουαρτ» είπα ξεψυχισμένα, τραυλίζοντας με τρεμάμενη φωνή και όλη η αγωνία του στην φωνή του απο την απάντηση του με έκανε να χάσω την λογική μου.

«Μαρίνα?... ρώτησε αβέβαιος για μια στιγμή και αμέσως μετά άρχισε να μου κάνει ερωτήσεις χωρίς να παίρνει ανάσα... Μαρίνα που είσαι? Τι συμβαίνει? Μίλα μου κοντεύω να τρελαθώ» τον άκουγα να λέει και όλο μου το κορμί δεν άντεξε το βάρος του σώματος μου και άρχισα να πέφτω προς το πάτωμα κλαίγοντας βουβά

«είμαι στο Πόρτλαντ... είπα με σπασμένη φωνή... μπορείς να έρθεις να με πάρεις?» συνέχισα ψιθυριστά ακούγοντας τους χτύπους της καρδιά μου στα αυτιά μου να με προειδοποιούν ότι η αναισθησία μου ήταν πολύ κοντά

«που ακριβός είσαι στο Πόρτλαντ... με ρώτησε με άγρια φωνή και βλεφάρισα τρέμοντας... Μαρίνα σου μιλάω... που να με πάρει τι κάνεις εκεί? υποσχέθηκες» τον άκουγα να λέει και τα δάκρυα άρχισαν να γίνονται περισσότερα και οι λυγμοί άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους προδίδοντας τον πόνο και την απελπισία μου

«είμαι... είπα και κοίταξα γύρω μου για να βρω απελπισμένη κάποια οδό για να τον καθοδηγήσω... σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο... Χεσμάιρ και Ναντουκετ γωνία» είπα ανάμεσα απο τους λυγμούς μου και δεν ήμουν σίγουρη αν κατάφερε να καταλάβει τις οδούς.

«μην το κουνήσεις ρούμπι απο εκεί... έρχομαι να σε πάρω» είπε μόνο και η γραμμή διακόπηκε.

Έμεινα ακίνητη κουλουριασμένη μέσα στον κλειστό θάλαμο τρέμοντας ολόκληρη απο τον τρόμο μου και άρχισα να μετράω απο μέσα μου με κλειστά τα μάτια προσπαθώντας σκληρά να κρατήσω την ψυχραιμία μου πριν αρχίζω να διαλύομαι τελείως, μέχρι που ένα μαύρο Τζιπ σταμάτησε μπροστά απο τον θάλαμο απότομα με τα λάστιχα να τσιρίζουν στα αυτιά μου και πριν προλάβω να βγάλω μια κραυγή είδα τον Έντουαρτ να βγαίνει γρήγορα απο το αμάξι και να τρέχει προς το μέρος μου.

Απαλλάχτηκε απο την μπλούζα του και ανοίγοντας την πόρτα του θαλάμου πέρασε την λαιμόκοψη απο το κεφάλι μου και με ανάγκασε να περάσω τα χέρια μου μέσα στα μανίκια...

«έλα να σε βάλω στο αμάξι να ζεσταθείς» είπε μαλακά για να με ηρεμήσει βλέποντας την σοκαρισμένη μου έκφραση και με βοήθησε να σηκωθώ... με πολύ λίγη βοήθεια απο την μεριά μου.

Με την βοήθεια του έκατσα στην θέση του συνοδηγού και την στιγμή που έκλεισε την πόρτα, έγειρα όλο μου το βάρος πάνω στην πόρτα και πήρα μια ανάσα για να μπορέσω να συνέλθω...

«μπορείς να μου εξηγήσεις τι δουλειά έχεις εδώ?» απαίτησε με ήρεμη φωνή που ήταν έτοιμη να ξεσπάσει αλλά με μεγάλο κόπο την κράτησε χαμηλόφωνη για να μην με ταράξει περισσότερο.

«η Άλις... ψιθύρισα και πήρα άλλη μια ανάσα... είναι εδώ μαζί με τον Τζάσπερ» κατάφερα να τελειώσω την φράση μου με δυσκολία και εκείνος πήρε μια απελπισμένη βαθιά ανάσα για να ελέγξει τα νεύρα του

«δεν τον εμπιστεύομαι και ήρθα να την πάρω... συνέχισα και κοίταξε πέρα μακριά... πρέπει να βεβαιωθώ ότι είναι καλά»

«βάζοντας σε κίνδυνο την ίδια σου την ζωή?» ξέσπασε τώρα και με κοίταξε άγρια στα μάτια

«είναι φίλη μου... πρέπει να σιγουρευτώ ότι δεν κινδυνεύει» υπερασπίστηκα τον εαυτό μου και αυτό τον έκανε πιο έξαλλο.

«τι συνέβη πριν... εσύ γιατί είσαι σε αυτά τα χάλια?»

«κάποιος σκότωσε μια ρακοσυλλέκτρια που μου είχε πάρει το μπουφαν... και μέχρι να τηλεφωνήσω την αστυνομία... το πτώμα της είχε εξαφανιστεί» είπα ψιθυριστά χαμηλώνοντας το κεφάλι μου για να αποφύγω την έξαλλη απο θυμό ματιά του

«καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό, έτσι δεν είναι?... με ρώτησε εξαγριωμένος... τώρα μπορείς να καταλάβεις ότι δεν αστειευόμουν όταν σου έλεγα ότι είσαι στην κόψη του ξυραφιού και εσύ πέρα βρέχει» συνέχισε και χτύπησε το χέρι του πάνω στο τιμόνι και εγώ αναπήδησα στην θέση μου με τα δάκρυα να έρχονται απειλητικά να με πνίξουν

«έχω κακό προαίσθημα για εκείνην... συνέχισα και η ματιά του μου έκοψε τα πόδια... πρέπει να βεβαιωθώ ότι είναι καλά» επέμενα παρακαλώντας τον

«που είναι το κινητό σου»

«το έχασα» είπα και δάγκωσα τα χείλια μου

«πάρτην απο το δικό μου... δεν έχει πολύ μπαταρία αλλά πιστεύω οτι θα φτάσει για να σε κάνει να καταλάβεις... το πόσο ανόητη είσαι» μου πέταξε ξερά και μου έδωσε το κινητό του... μέχρι να πληκτρολογήσω το μήνυμα έβαλε μπρος και άρχισε να τρέχεις προς άγνωστη για μένα κατεύθυνση.

Άλις που είσαι... Μαρίνα

Έγραψα και περίμενα με κομμένη την ανάσα για την απάντηση της...

Άλλαξαν τα σχέδια... ο Τζάσπερ και ο Τζέηκ είχαν βγει για να βρουν κάτι... αλλά δεν το βρήκαν και αποφάσισαν να γυρίσουμε σπίτι

Έγραφε και τότε όλα τα κομμάτια του παζλ περί Τζάσπερ ολοκληρώθηκα... κοίταζα πέρα μακριά με το άγρυπνο βλέμμα του Έντουαρτ να μελετά κάθε μου έκφραση... δάγκωσα το κάτω χείλος μου και ανάλυσα την απάντηση της... φυσικά... ο Τζέηκ... σκέφτηκα... είχα δίκιο απο την αρχή... εκείνος ήταν που μου προκαλούσε όλην εκείνην την δυσφορία και όχι ο Έντουαρτ, για να με κάνει να νομίζω ότι ήταν ο Έντουαρτ αυτός που με απειλούσε... ώστε να με στρέψει εναντίων του.

«πρέπει να πάω στο σπίτι» δήλωσα αποφασιστικά χωρίς να του δώσω εξηγήσεις

«όπως θες» είπε απότομα, μόνο και άλλαξε κατεύθυνση χωρίς να πει τίποτα άλλο

Το κινητό είχε πλέων νεκρώσει και δεν μπόρεσα να προειδοποιήσω την Άλις... όμως μόλις έφτανα στο σπίτι θα την έπαιρνα απο το δεύτερο κινητό που είχαμε για ώρα ανάγκης και θα την ανάγκαζα να μου πει που είναι για να την πάρω μακριά απο τον αδίστακτο... κόλλησα για μια στιγμή... τι στο καλό είναι ο Τζεηκ? Τι θέλει απο μένα επιτέλους? Γιατί με κυνηγάει απο τότε που ο Έντουαρτ ήταν ακόμα άγγελος?

Η μηχανή μούγκρισε για μια στιγμή και πυκνός καπνός απλώθηκε γύρω μας... ο Έντουαρτ σταμάτησε στην άκρη και χωρίς να πει τίποτα πήγε μπροστά στο αμάξι και άνοιξε το καπό... ο καπνός τώρα ήταν περισσότερος και κάτι μου έλεγε ότι αυτό δεν είναι και τόσο καλό σημάδι.

Βγήκα έξω με αργό βήμα μιας και που το σώμα μου δεν είχε προλάβει να επανέλθει πλήρως και πήγα κοντά του...

«αιωνία του η μνήμη» είπε σαρκαστικά και τον κοίταξα σοκαρισμένη

«και τώρα τι κάνουμε?» είπα ξέπνοα...

«δύο επιλογές... ή κάνουμε οτοστοπ ή πάμε στο ξενοδοχείο που είναι πίσω μας να πάρουμε τηλέφωνο για οδική βοήθεια» είπε ανάλαφρα και όταν κοίταξα το ξενοδοχείο έμεινα για λίγο υποψιασμένη να το κοιτάζω... πόσο μπορεί αυτό να είναι σύμπτωση... σκέφτηκα και τον κοίταξα ειρωνικά στα μάτια

«καλό το αστείο... του πέταξα ξερά... τώρα βγες απο το μυαλό μου και άρχισε να οδηγείς» απαίτησα και με κοίταξε με ένα αθώο ύφος

«δεν είμαι στο μυαλό σου Μαρίνα» είπε ήρεμα αλλά δεν με έπειθε

«θες να μου πεις ότι όλο αυτό δεν είναι άλλη μια φανταστική εικόνα που δημιούργησες για να με αποπλανήσεις?» με κοίταξε καλά, καλά και γέλασε με το στραβό του χαμόγελο για να με ξεγελάσει

«γιατί δεν προσπαθείς να βάλεις και μόνη σου μπρος την μηχανή» με προκάλεσε

«πάω να καλέσω την οδική βοήθεια μόνη μου... εσύ μείνε εδώ» απαίτησα και με έπιασε απο το χέρι για να με σταματήσει

«πιστεύεις ότι μετά απο όλα αυτά θα σε αφήσω μόνη και απροστάτευτη?»

«εγώ μαζί σου δεν περνάω εκείνο το κατώφλι» του πέταξα άγρια και γέλασε με την καρδιά του... αν έχει καρδιά... σκέφτηκα και του κόπηκε το γέλιο

«χαλάρωσε Μαρίνα δεν δαγκώνω»

«γιατί δεν σε πιστεύω?» του είπα και σταύρωσα τα χέρια μου μπροστά στο στήθος μου

«γιατί είσαι προκατειλημμένη» ανταπάντησε με αυτάρεσκο ύφος

«γιατί άραγε?» του αντιγύρισα και εγώ με το ίδιο ύφος

«τελικά τι θα κάνουμε... θα κάτσουμε εδώ να βλέπουμε την βροχή να έρχεται ή θα πάμε να πάρουμε τηλέφωνο?» ρώτησε και ένα χαμόγελο φώτισε την ματιά του

«την βροχή?» είπα απορημένη και εκείνη την στιγμή μια σταγόνα πάνω στο μέτωπο μου ήρθε να επιβεβαιώσει τα λόγια του

«και αυτό δικό σου τερατούργημα είναι?» του πέταξα και γέλασε δυνατά

«έλα πάμε πριν γίνουμε μούσκεμα»

«παράτα με σου λέω... του είπα έξαλλη και πήρα βίαια το χέρι μου απο το δικό του... δεν πάω πουθενά μαζί σου... φώναξα πιο έξαλλη και η βροχή άρχισε να μου μουσκεύει περισσότερο τα ρούχα και σήκωσα το κεφάλι μου προς τον ουρανό απελπισμένη... του σου έχω κάνει και τα έχεις βάλει μαζί μου???» φώναξα και ο Έντουαρτ το βρίσκε αστείο

«δεν νομίζω ότι θα σου απαντήσει άμεσα... οπότε καλό είναι να προστατέψεις την υγεία σου μέχρι να πάρεις την απάντηση που ζητάς και να έρθεις μαζί μου πριν πάθεις καμιά πνευμονία» είπε γελώντας και δεν ξέρω πως κρατήθηκα για να μην του ρίξω μια μπουνιά.

Φτάνοντας στο ξενοδοχείο άρχισα πλέων να τρέμω απο την υγρασία και τα δόντια μου είχαν αρχίσει να κροταλίζουν...

«ένα ήσυχο δωμάτιο» είπε στον υπάλληλο και γύρισα και τον κοίταξα με ύφος

«υποτίθεται ότι θα τηλεφωνούσαμε» του είπα με δυσκολία μέσα απο τα δόντια μου που κροτάλιζαν

«συγνώμη γλύκα αλλά και να θέλατε να κάνετε τηλεφώνημα δεν θα μπορούσα να σας εξυπηρετήσω... βλέπετε ένας κεραυνός έριξε το ρεύμα και το τηλέφωνο έχει κοπεί» απάντησε ο υπάλληλος και τον κοίταξα ύποπτα... γιατί εμένα όλα αυτά μου φαίνονται προσχεδιασμένα?

«άλλωστε πρέπει να κάνεις ένα μπάνιο πριν πάθεις καμία πνευμονία» συνέχισε ο Έντουαρτ αδιάφορα και πήρε το κλειδί που του έδωσε ο υπάλληλος

«πάρτε και τα κεριά για να βρείτε το δωμάτιο... βάλτε ένα στο μπάνιο και ένα στο δωμάτιο και θα σας φτιάξει και ατμόσφαιρα» είπε κλείνοντας το μάτι και ανάβοντας το πρώτο κερί πήρε τα λεφτά που του έδωσε ο Έντουαρτ και ξανά έκατσε στην θέση του άνετος.

Προχώραγα στον διάδρομο που με κατεύθυνε ο Έντουαρτ σε αναμμένα κάρβουνα... δεν εμπιστευόμουν την κρίση μου όσο ήταν δίπλα μου... πόσο μάλλον το μυαλό μου απο την στιγμή που ήξερα πάρα πολύ καλά πλέον ότι εκείνος ήταν ικανός να το κατευθύνει.

Όταν μπήκαμε μέσα άναψε το δεύτερο κερί και το έβαλε μέσα στο μπάνιο αφού πρώτα άφησε το πρώτο πάνω σε ένα κομοδίνο δίπλα στο άθλιο κρεβάτι...

«μέσα έχει ότι χρειάζεσαι... πήγαινε να κάνεις ένα ζεστό ντουζ» είπε και περίμενε την επόμενη μου κίνηση... τα παράτησα και πήγα να απαλλαχτώ απο τα βρεγμένα ρούχα κλείνοντας με δύναμη την πόρτα στην μούρη του και άκουσα το σιγανό του γέλιο και έγινα πιο έξαλλη.

Όταν κατάφερα να ηρεμήσω απο το ζεστό νερό, στέγνωσα το σώμα μου και τα μαλλιά μου με την πετσέτα και έμεινα αναποφάσιστη με το τι να κάνω τώρα... έπιασα τα ρούχα μου και κατάλαβα ότι ήταν αδύνατον να τα φορέσω αφού ήταν μούσκεμα... αλλά για καλή μου τύχη το φανελάκι και το σλιπάκι μου την είχαν γλυτώσει και σκέφτηκα ότι ήταν καλύτερο να φορέσω αυτά απο το να βγω έξω μόνο με μια πετσέτα και αφού τα φόρεσα του φώναξα να σβήσει το κερί και την στιγμή που άνοιξα δειλά την πόρτα είδα ότι το σεβάστηκε και το έκανε.

Έσβησα και το κερί του μπάνιου και έμεινα για μια στιγμή ακίνητη μέχρι να συνηθίσουν τα μάτια μου στο λιγοστό φως που έμπαινε απο το παράθυρο...

«δεν νιώθω και πολύ άνετα» είπα πικραμένη και ήρθε και με πήρε απο το χέρι και με οδήγησε προς το δωμάτιο

«δεν δαγκώνω» είπε γελώντας και άρχισα να τρέμω ανεπαίσθητα... δεν μπορώ να σου εγγυηθώ το ίδιο και για μένα... σκέφτηκα και είδα μια υποψία χαμόγελου να διαγράφετε στα χείλια του αλλά δεν ήμουν και σίγουρη μέσα στο σκοτάδι.

«εσύ δεν θα κάνεις μπάνιο?» τον ρώτησα αμήχανα

«τόσο πολύ βρωμάω?» είπε ξινίζοντας τα μούτρα του αλλά χωρίς να περιμένει απάντηση με άφησε και μπαίνοντας στο μπάνιο άναψε ξανά το κερί και άφησε την πόρτα ανοιχτή για να μπαίνει μέσα στο δωμάτιο το λιγοστό φως που ανέδυε.

Ακούμπησα στον τοίχο και άφησα το κορμί μου να πέσει προς το πάτωμα αναστενάζοντας άτσαλα... με την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα δεν ήξερα τι να κάνω... σίγουρα δεν μπορούσα να εμπιστευτώ την κρίση μου... αλλά απο την άλλη η αγωνία μου για την Άλις με έκανε τόσο νευρική... ήθελα να βεβαιωθώ ότι είναι καλά και όσο και να το ήθελα δεν είχα κανέναν τρόπο πλέων να πάω πίσω... όλα είχαν γίνει ένα κουβάρι στο μυαλό μου και η παρουσία του Έντουαρτ με τρόμαξε σε βαθμό να τσιρίξω.

«σσσς... είπε βάζοντας το χέρι του πάνω στα χείλια μου... έλα εδώ» είπε πιο ζεστά και σηκώνοντας με απο το πάτωμα με φώλιασε στην αγκαλιά του.

Έβαλα το κεφάλι μου πάνω στο γυμνό στερνό του και άρχισα να ρουφάω τον αέρα άπληστα, αφήνοντας το γλυκό άρωμα που ανέδυε η επιδερμίδα του να πλημμυρίσει τις αισθήσεις μου... όσο και να μην ήθελα να το παραδεχτώ τον είχα τόσο ανάγκη... η αλλαγή του δεν με τρόμαζε καθόλου και βαθιά μέσα μου ήξερα ότι η σκοτεινή του πλευρά δεν είχε επηρεάσει καθόλου την ψυχή του όσο και αυτός να μην το παραδέχεται.

Μου χάιδευε την πλάτη παρηγορητικά έχοντας ακουμπήσει απαλά το κεφάλι του πάνω στο δικό μου και ασυναίσθητα έκανα και εγώ το ίδιο μόνο που εγώ δεν ήξερα απο πριν τις συνέπειες των πράξεων μου... το χέρι μου έφτασε στην ουλή του και αμέσως εκείνος τσιτώθηκε... εγώ ένιωσα να μειώνετε ο αέρας μου και ένα μαύρο πυκνό σκοτάδι ήρθε απότομα και μου νέκρωσε όλες μου τις αισθήσεις...



ESCAPE POLH FANTASMA