Ετικέτες

Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Fallen angel "2. Η αλήθεια πονάει"

Fallen angel "2. Η αλήθεια πονάει"


Έτρεχα στον δρόμο με ιλιγγιώδη ταχύτητα... έτρεχα να ξεφύγω από όλα και απο όλους... τώρα το θυμήθηκες?... με ρώτησε η φωνή της συνείδησης μου και ήθελα να ουρλιάξω... γιατί δεν την άκουσα απο την αρχή???... γιατί είμαι τόσο πεισματάρα... τι κατάλαβα τώρα που ξέρω την αλήθεια???

Ήθελα να μάθω... αλλά τώρα δεν είμαι σίγουρη αν αυτό που έχω καταλάβει, αν θέλω να ξέρω ότι είναι και η αλήθεια...


Ξαφνικά κάτι πετάχτικε μπροστά μου, χτυπώντας με δύναμη το μπαμπριζ και τα έχασα τελείως... προσπάθησα σκληρά να βρω τον έλεγχο του αυτοκινήτου και την στιγμή που το αυτοκίνητο σταμάτησε... ότι ή όποιος και να ήταν, έπεσε ακριβώς μπροστά απο τους προβολείς του αυτοκινήτου μου... η βροχή είχε αρχίσει να γίνετε δυνατή αλλά εγώ σοκαρισμένη, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα είναι να ελέγξω αν αυτός που είχα χτυπήσει ήταν καλά.


Έβγαλα την ζώνη ασφαλείας και ανοίγοντας την πόρτα του αυτοκινήτου έτρεξα κοντά του... ήταν αναίσθητος μπρούμυτα στην άσφαλτο και απο το σημείο που τον κοιτούσα δεν φαινόταν να αναπνέει... κράταγα το κεφάλι μου και ανέπνεα γρήγορα αβέβαιη με το τι θα έπρεπε να κάνω... σίγουρα θα έπρεπε να φωνάξω ένα ασθενοφόρο αλλά ήθελα να βεβαιωθώ πρώτα αν αναπνέει και έτσι άρχισα να πηγαίνω κοντά του με αργά βήματα.


Όταν τον είδα σοκαρίστηκα... μαυροντυμένος απο πάνω μέχρι κάτω, μέσα στην άγρια βροχερή νύχτα με έκανε να ανατριχιάσω... το γεγονός όμως ότι τον είχα χτυπήσει με έκανε να συνέλθω γρήγορα και να πάω κοντά του για να βεβαιωθώ ότι είναι καλά... έβαλα το χέρι μου να τον γυρίσω και μόλις αντίκρισα το πρόσωπο του έπαθα το δεύτερο σοκ... το πρόσωπο του ήταν καλυμμένο με μια μάσκα του σκι και εκεί που ανάσα μου είχε κοπεί και προσπαθούσα απελπισμένα να βρω την δύναμη να φύγω απο κοντά του, εκείνος άνοιξε τα μάτια του και με κοίταξε ανέκφραστα.


Μαύρα μάτια σαν την πίσσα με κοιτούσαν απειλητικά... η γνωστή αυτή ματιά δεν με άφησε αδιάφορη... σηκώθηκα με όση λογική μου είχε απομείνει για να φύγω αλλά πριν προλάβω να ισιώσω το κορμί μου εκείνος με άρπαξε απο τον λαιμό και με σήκωσε στον αέρα... για δεύτερη φορά μέσα σε μια μέρα βρέθηκα να αιωρούμαι και να απειλείτε η ζωή μου... προσπάθησα να μην τα χάσω... προσπάθησα όπως και πριν να κρατήσω την ψυχραιμία μου και να τον στείλω απο εκεί που ήρθε... αλλά η αναπνοή μου απο το κράτημα του είχε κοπεί και εγώ σιγά σιγά άρχισα να βυθίζομαι στο σκοτάδι.


Ένιωθα να πνίγομαι, τα πνευμόνια μου άρχισαν να διαμαρτύρονται για λίγο αέρα και το μυαλό μου δεν αντιδρούσε... η ίδια αίσθηση όπως την πρώτη φορά... το ίδιο κενό στο μυαλό μου... τα ίδια ανύπαρκτα συναισθήματα ήρθαν να μου ρουφήξουν την ύπαρξη μου...


«Μαρίνα μην τα παρατάς... πάλεψε για την ζωή σου... το ξέρεις ότι μπορείς. να το κάνεις... σκέψου... Μαρίνα... σκέψου γρήγορα»


Άκουσα μια φωνή στο μυαλό μου και τα έχασα... Με δουλεύειιιιιι... ούρλιαξα μέσα μου αλλά δεν είχα καιρό για δεύτερη σκέψη... προσπάθησα να ανακτήσω και πάλι την αυτοκυριαρχία μου... πάλευα με το μυαλό μου... πάλευα να ξαναβρώ την αναπνοή μου αλλά όσο περισσότερο πάλευα τόσο πιο γρήγορα εξασθενούσα... η καρδιά μου μέσα στο στήθος μου πάλευε με την σειρά της να κρατηθεί αλλά οι χτύποι της λιγόστευαν...


«μην τα παρατάς... το ξέρεις ότι μπορείς» άκουσα και πάλι την άγρια φωνή του και τότε άνοιξα τα μάτια μου για να τον αντιμετωπίσω για άλλη μια φορά


«δεν θα σου περάσει» του ξαναείπα ξέπνοη με όση ανάσα μου είχε μείνει και τότε ένιωσα το σώμα μου να πέφτει στο κενό... έμοιαζε να πέφτει για πολύ ώρα αλλά παρέμενα ψύχραιμη... δεν τα παρατάω... είπα με πείσμα και κλείνοντας τα μάτια άρχισα πάλι να παλεύω να βρω την αναπνοή μου μέχρι που άρχισα να βήχω και τα πνευμόνια μου άρχισαν να με πονάνε με τον απότομα αέρα που γέμισαν.


Έπιασα τον λαιμό μου και άρχισα να ανασαίνω πιο γρήγορα ρουφώντας άπληστα όσο αέρα είχα γύρω μου, μέχρι το απότομο χτύπημα στο τζάμι δίπλα μου με ξάφνιασε και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος που είχε έρθει ο ήχος... ένας άντρας με κράνος ντυμένος στα μαύρα μου χτύπαγε το τζάμι του αυτοκινήτου και κάτι μου έλεγε αλλά εγώ δεν μπορούσα να ακούσω... κοίταξα γύρω μου και κατάλαβα ότι ήμουν μέσα στο αυτοκίνητο... τι στο καλό? Αναρωτήθηκα και το επόμενο χτύπημα ήρθε να με ξαφνιάσει για άλλη μια φορά.


Όταν γύρισα το κεφάλι μου είδα τον τύπο που ήταν έξω απο το αυτοκίνητο να βγάζει το κράνος και τότε όλα τα κομμάτια στο πάζλ συμπληρώθηκαν... στην αρχή είδα την ίδια φιγούρα που είχα δει και τότε στο καταραμένο ατύχημα που είχε αναστατώσει την ζωή μου και πάγωσα... όμως όταν κοίταξα καλύτερα το πρόσωπο που πλησίασε το τζάμι μου κόπηκε η αναπνοή και απο εκείνη την στιγμή ήξερα ότι δεν θα υπήρχε περίπτωση να βρω ξανά την λογική μου... το μυαλό μου, μου παίζει άσχημα παιχνίδια.


«θα ανοίξεις την καταραμένη πόρτα» άκουσα να ουρλιάζει και γέλασα κουνώντας το κεφάλι μου ειρωνικά


Αντί να ανοίξω την πόρτα άνοιξα το παράθυρο ίσα για να μπορώ να τον ακούω και εκείνος έγινε πιο έξαλλος...


«Μαρίνα άνοιξε την πόρτα δεν θα σου κάνω κακό»


«αλήθεια?» τον ειρωνεύτηκα


«σε παρακαλώ» είπε πιο μαλακά αλλά δεν με ξεγελούσε πια


«τι σόι αρρωστημένα παιχνίδια είναι αυτά? Την μια απειλείς την ζωή μου και την ίδια στιγμή προσπαθείς να την σώσεις?»


«Μαρίνα άκουσε με... δεν είναι ώρα για εξηγήσεις... γύρνα στο σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορείς... και μην μείνεις μόνη... πήγαινε να μείνεις στην Άλις» απαίτησε και ένιωσα έναν τόνο αγωνίας στην φωνή του... όσο και να ήθελα να αρνηθώ... αυτή ήταν η καλύτερη ιδέα που θα μπορούσε να έχει... έπρεπε να σκεφτώ... έπρεπε να βάλω τα κομμάτια του παζλ σε μια σειρά... αλλά αν έμενα μόνη σίγουρα αυτό δεν θα βοηθούσε


Έκλεισα το παράθυρο χωρίς να του απαντήσω και βάζοντας πρώτη στο ήδη αναμμένο αυτοκίνητο άρχισα να πηγαίνω προς το σπίτι τελείως μπερδεμένη... τηλεφώνησα στην Άλις για να με περιμένει και όταν έφτασα στο σπίτι της εκείνη με ήταν στην πόρτα... όταν έτρεξα κοντά της με πήρε στην αγκαλιά της και γυρίζοντας προς τον δρόμο για να ελέγξω για τελευταία φορά... είδα την ίδια φιγούρα στα μαύρα καβάλα σε μια μηχανή να στέκεται ακριβώς απέναντι μας και να μας κοιτάει.


«ποιος είναι αυτός?» με ρώτησε η Άλις κοιτώντας προς την μεριά που κοίταζα και εγώ


«ο Έντουαρντ» δήλωσα και εκείνη άνοιξε διάπλατα τα μάτια της


«μην μου πεις ότι πήγες να τον βρεις»


«Άλις νομίζω ότι καλό είναι να μπούμε μέσα... ΤΩΡΑ» της είπα τονίζοντας την λέξη τώρα και εκείνη κουνώντας το κεφάλι της με άρπαξε απο το μπράτσο και με τράβηξε μέσα γρήγορα... μέχρι να πάω στο παράθυρο εκείνος είχε φύγει... και δεν ξέρω γιατί αλλά αυτό για κάποιον λόγο αντί να με ανακουφίσει, με έκανε ακόμα πιο νευρική.


Μετά απο μια εξαντλητική ανάκριση, η Άλις παίρνοντας όλες τις απαντήσεις της, έπεσε να κοιμηθεί... της τα είπα όλα αλλά φυσικά άφησα απέξω τις δύο πιο παράλογες σκηνές... αφενός γιατί θα την τρόμαζα περισσότερο και αφετέρου γιατί σίγουρα θα με πέρναγε για τρελή... όχι ότι δεν με πέρναγε και τώρα άλλα δεν ήταν το ίδιο.


Τι θα μπορούσα να της πω, αφού και εγώ καλά, καλά δεν ήξερα η ίδια, τι στο καλό είχε συμβεί στην πραγματικότητα... απο την μια ήμουν κρεμασμένη χωρίς ζώνη έξω απο ένα βαγόνι που έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα και την επόμενη στιγμή ήμουν στην θέση μου και δεμένη χωρίς να με έχει ακουμπήσει κανείς... απο την άλλη ο περίεργος τύπος που είχα χτυπήσει, με κράταγε με το ένα του χέρι στο αέρα και με έπνιγε μέσα στην βροχή και την επόμενη στιγμή βρισκόμουν μέσα στο αμάξι μου στεγνή και ανέπαφη προσπαθώντας να βρω την αναπνοή μου.


Πως όλα αυτά να έχουν κάποια λογική εξήγηση... στην αρχή νόμιζα ότι αυτός που με έπνιγε ήταν ο Έντουαρντ... αλλά όσο πέρναγε η ώρα κάτι μου έλεγε ότι δεν ήταν τελικά εκείνος... γιατί να αγωνιά για μένα όταν πριν ένα λεπτό με είχε στον αέρα να με πνίγει?... δεν έχει λογική... Χριστέ μου τίποτα δεν έχει λογική...


Όμως το χειρότερο δεν είναι αυτό... όσο ένωνα τα κομμάτια του παζλ τόσο πειθόμουν ότι ο τύπος που με είχε σώσει στο ατύχημα και ο Έντουαρντ ήταν το ίδιο πρόσωπο... όλα ήταν τόσο ίδια αλλά ταυτόχρονα και τόσο διαφορετικά... εκείνος ήταν τόσο φωτεινός... ενώ ο Έντουαρντ τόσο σκοτεινός... τι είναι αυτό που τον έχει αλλάξει τόσο πολύ?


Όταν μου μίλησε μέσα στο μυαλό μου παρακαλώντας με να μην τα παρατήσω, τότε ένιωσα τον ίδιο πόνο, την ίδια αγωνία στην φωνή του και μια ελπίδα μέσα μου ήρθε να φωλιάσει ότι ήταν εκείνος και είχε γυρίσει για μένα... αλλά τα στοιχεία μου αποδείκνυαν ότι εκείνος ήταν που προσπαθούσε να μου κάνει κακό... απο την άλλη όμως αν ήθελε όντως να με πνίξει γιατί ταυτόχρονα προσπάθησε πάλι να με σώσει???... μια αναλαμπή απο εκείνη την πρώτη μέρα ήρθε να μου δώσει την λύση που ζητούσα... τότε είχε πει... «που να πάρει είσαι δική μου... όχι δική του»... τι εννοούσε τότε με αυτό? Μήπως τελικά κάποιος άλλος τα δημιουργεί και εκείνος προσπαθεί να με προστατέψει?


Στο βαγόνι όμως δεν ήταν έτσι... στο τρενάκι του λούνα παρκ ορκίζομαι ότι εκείνος προκάλεσε ότι είχε συμβεί... δεν ξέρω πως αλλά δεν με ξεγελάει το ύφος του... αν ήθελε να με προστατέψει γιατί δεν μου μίλησε όπως τις υπόλοιπες φορές?... δεν μπορώ να τον καταλάβω, μα το θεό, έχω τρελαθεί τελείως... αλλά το ορκίζομαι ότι αυτό δεν θα περάσει έτσι... δεν πρόκειται να τον αφήσω να με τρελάνει... τώρα πια ξέρω ότι σίγουρα ο σκοπός του δεν είναι να με σκοτώσει... αν το ήθελε θα το είχε ήδη κάνει... όμως τι μπορεί να θέλει απο μένα?... είμαι σίγουρη ότι θέλω να το μάθω?


Όλο το βράδυ δεν έκλεισα μάτι και όταν σηκώθηκε η Άλις γεμάτη όρεξη για τις γνωστές της φλυαρίες εγώ άρχισα την γκρίνια... πρότεινε να πάμε για πρωινό στο Μπιστρό του Ένζο για να πάρουμε το πρωινό μας αλλά μόλις φτάσαμε εκεί κάτι με έκανε να νιώσω τόσο νευρική και το μετάνιωσα αμέσως...


Στην απέναντι μεριά απο το τραπέζι μας ήταν ο Τζάσπερ παρέα με έναν μυστηριώδη τύπο που μας κοιτάζανε όλην την ώρα μιλώντας χαμηλόφωνα...


«Μαρίνα?»


«μμμμ» απάντησα στην Άλις την ώρα που έπινα μια γουλιά απο την αχνιστή κούπα μου


«έχεις παρατηρήσει πως μας κοιτάει ο Τζασπερ με τον φίλο του???»


«δυστυχώς ναι» της είπα ξινίζοντας τα μούτρα μου και εκείνη νευρίασε


«γιατί είσαι τόσο δύστροπη επιτέλους» είπε απότομα αλλά η παρουσία του Τζάσπερ σταμάτησε οτιδήποτε άλλο ήθελε να πει


«καλημέρα κορίτσια, μου επιτρέπετε?» ρώτησε με ένα ευγενικό χαμόγελο ο Τζάσπερ και έπιασε την καρέκλα που ήταν δίπλα μας


«φυσικά» είπε ενθουσιασμένη η Άλις και της έδωσα μια στο καλάμι με το πόδι μου και με κοίταξε αγριεμένη


«πολύ χαίρομαι που σε βλέπω Μαρίνα... μήπως ήθελε να συμπληρώσει το
σώα και αβλαβή, ή ήταν ιδέα μου... πως είσαι σήμερα?»

«μια χαρά εσύ?» είπα αδιάφορα αναστενάζοντας και ήπια άλλη μια γουλιά απο τον καφέ μου για να καλμάρω τα νεύρα μου


«πολύ καλά ευχαριστώ... απάντησε και χαμογέλασε πιο πλατιά... ξέρετε εγώ και ο φίλος μου... συνέχισε δείχνοντας προς το μέρος που καθόταν πριν... θα θέλαμε να σας κεράσουμε πρωινό»


«ευχαριστούμε αλλά είμαστε μια χαρά» απάντησα εγώ αυτόματα και ήταν η σειρά της Άλις να με κλωτσήσει στο καλάμι


«Μαρίναααα... αυτό που κάνεις είναι αγένεια... σε ευχαριστούμε Τζάσπερ... είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σας... γιατί δεν λες και στον φίλο σου να έρθει στην παρέα μας» την κοίταξα με γουρλωμένα μάτια και εκείνη γέλασε αθώα


«καλημέρα σας» άκουσα μια φωνή τόσο ανατριχιαστική που ένιωσα την σπονδυλική μου στήλη να την διαπερνά ενας περίεργος άλλα και τόσο γνώριμος ηλεκτρισμός... γύρισα την ματιά μου πρώτα γύρω μου αναζητώντας με την ματιά μου για κάτι γνώριμο και αφού δεν είδα τίποτα ξαναγύρισα την ματιά μου προς αυτόν που μόλις είχε μιλήσει και έμεινα να τον κοιτάζω σαν χαζή.


«είμαι ο Τζέικ τι κάνετε?» είπε με ένα παγερό χαμόγελο που μου κόπηκαν τα πόδια


«χαίρομαι πάρα πολύ που σε γνωρίζω Τζέικ» πετάχτικε η Άλις και του έδωσε το χέρι της αλλά αυτός δεν της έδωσε και πολύ σημασία, της έδωσε το χέρι του αλλά δεν σταμάτησε στιγμή να με κοιτάει...


«εγώ είμαι η Άλις και απο εδώ είναι η Μαρίνα» συνέχισε εκείνη χωρίς να δίνει σημασία στην αδιαφορία του και όταν ξανά έκατσε στο τραπέζι ο Τζέικ μίλησε σε μένα


«χαίρομαι πάρα πολύ Μαρίνα που σε γνωρίζω επιτέλους απο κοντά» είπε τείνοντας μου το χέρι του... του έδωσα το δικό μου αβέβαιη και όταν τα χέρια μας ενώθηκαν ένιωσα την αναπνοή μου να λιγοστεύει... την καρδιά μου να καλπάζει σαν τρελή και ένιωθα ότι ήθελα να τρέξω μακριά... τα μάτια του αιχμαλώτιζαν τα δικά μου... τα ίδια μαύρα μάτια σαν του Έντουαρντ, να με καθηλώνουν και να με κάνουν ανίκανη να ελέγξω τον ίδιο μου τον εαυτό.


«και εγώ» είπα ξέπνοα και πήρα γρήγορα το χέρι μου απο το δικό του και κοίταξα την Άλις


«εγώ πρέπει να φύγω, θα έρθεις μαζί μου?» την ρώτησα κοιτώντας την μέσα στα μάτια επίμονα


«ωωωω ελάτε τώρα κορίτσια θέλει μισή ώρα ακόμα το μάθημα για να αρχίσει... μην φεύγετε απο τώρα» παρακάλεσε ο Τζάσπερ και η Άλις μόνο που δεν έπεσε στο πάτωμα και τον κοίταζε σαν χαζή μέσα στα μάτια


«όπως και να έχει εγώ φεύγω» είπα πιο αποφασιστικά και παίρνοντας την τσάντα μου σηκώθηκα όρθια


«Μαρίνα τι σε έπιασε τέλος πάντων... έχουμε ακόμα ώρα για να πάμε στο μάθημα, κάτσε να απολαύσουμε αυτό το υπέροχο πρωινό»


«εσύ αν το θες κάτσε, εγώ φεύγω» και εντελώς έξαλλη και αγενέστατα σηκώθηκα και έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα χωρίς να χαιρετήσω κανέναν τους


Το σχολείο δεν απείχε πολλή απο το Μπιστρό οπότε αποφάσισα να πάω με τα πόδια αντί να περιμένω την Άλις να με πετάξει με το αυτοκίνητο... μόλις είχα περάσει την πρώτη διασταύρωση και το σχολείο ήταν δύο τετράγωνα πιο κάτω όταν ένιωσα ξανά το ίδιο πάγωμα να με καθηλώνει και μια γνωστή μηχανή με έναν τύπο στα μαύρα που ήμουν σίγουρη ότι ήταν ο Έντουαρντ, να περνάει απο δίπλα μου... πήρα μια αναπνοή και προσπάθησα να ελέγξω τον εαυτό μου... αυτό είχε καταντήσει αηδία τι στο καλό μου κάνει και δεν μπορώ να ελέγξω τον εαυτό μου.


Πήγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα στο σχολείο προσπαθώντας σκληρά να μην σκέφτομαι τίποτα άπο όλα αυτά... αλλά εκείνα τα περίεργα μαύρα μάτια του Τζέικ δεν μπορούσαν με τίποτα να βγουν απο την σκέψη μου... ήταν τόσο ανατριχιαστικά ίδια με τα μάτια του Έντουαρντ ή ακόμα χειρότερα με τα μάτια του παρολίγον δολοφόνου μου... αλλά αυτός ήταν πάρα πολύ ψηλός ενώ αυτός που με κρατούσε ήταν τόσο ίδιος με τον Έντουαρντ... δεν θα βγάλω ποτέ μου άκρη το ορκίζομαι...


Την πρώτη ώρα είχαμε γυμναστική και θα βγαίναμε στο γήπεδο για να παίξουμε μπειζμπολ... το χειρότερο μου... αφού μας χώρισαν σε ομάδες και άρχισε η προπόνηση εγώ ευχόμουν να μην έρθει ποτέ η δική μου ώρα αλλά δυστυχώς ήρθε... πήρα το ρόπαλο και η Ρόζαλι απέναντι μου χαμογελούσε τεμπέλικα... την Ρόζαλι την γνώριζα απο το δημοτικό αλλά όσο την αντιπαθούσα εγώ άλλο τόσο και εκείνη... ήταν η γυναίκα αράχνη... άρπαζε ότι αρσενικό κυκλοφορούσε και είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό της... και πάντα όταν συνέβαινε κάτι δεν έχανε ευκαιρία για να μου την πει και αυτό μου την έδινε στα νεύρα.


Οι πρώτες δύο μπαλιές πήγαν στον βρόντο όπως ήταν αναμενόμενο και περίμενα για την τρίτη μπαλιά να έρθει για να τελειώνουμε με αυτό το ηλίθιο παιχνίδι που ποτέ μου δεν χώνεψα... μέχρι που δύο χέρια με σταμάτησαν και άκουσα την φωνή του Τζάσπερ να σταματά την Ρόζαλι πριν πετάξει την μπαλιά της.


«είχε πολλά φάλτσα... ρίξτης μια καθαρή» της είπε ενώ ταυτόχρονα τοποθέτησε τις παλάμες του στο ρόπαλο, παράλληλα με τις δικές μου


«άσε με να σου δείξω... ψιθύρισε στο αυτί μου και άρχισε να μου δείχνει τον σωστό τρόπο... έτσι... το νιώθεις? Χαλάρωσε... τώρα, στρίψε τους γοφούς σου... οι γοφοί είναι όλο το θέμα» έλεγε σε κάθε κίνηση που έκανε με τα σώματα μας παράλληλα και εγώ έγινα κόκκινη σαν πατσάρι... με όλην την τάξη στραμμένη επάνω μας.


«δεν πάτε να βρείτε κανένα δωμάτιο?» πετάχτικε η Ρόζαλι και έγινα έξαλλη αλλά αμέσως βρήκα την αυτοκυριαρχία μου και γύρισα προς το μέρος του


«νομίζω ότι κατάλαβα ευχαριστώ» του είπα και έκανα να απομακρυνθώ απο κοντά του και εκείνος αμέσως έκανε πιο πίσω για να με αφήσει να συνεχίσω... κάτι στο βλέμμα του όμως δεν μου άρεσε αλλά δεν έδωσα περισσότερη σημασία.

Ετοιμάστηκα για την τρίτη μπαλιά μέχρι που κάτι με έκανε να σταματήσω... ένιωθα σαν κάποιος να φωνάζει το όνομα μου, μόνο που δεν άκουγα κανένα να το φωνάζει δυνατά... περισσότερο ένιωθα σαν κάποιος το σιγομουρμούριζε στην σκέψη μου...

Μαρίνα


Κοίταξα γύρω μέχρι που η ματιά μου έμεινε στα συρματοπλέγματα πίσω μου... ο Έντουαρντ ήταν εκεί ντυμένος στα μαύρα όπως πάντα να με κοιτά έχοντας βάλει τα χέρι του πάνω στα σύρματα και κοιτώντας με, με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα...


Μαθήματα για ρόπαλο? Ωραίο... άγγιγμα.


Άκουσα πάλι στην σκέψη μου και πήρα μια κοφτή ανάσα... αν εχθές ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι ο Έντουαρντ και ο τύπος στο ατύχημα ήταν το ίδιο άτομο... τώρα πια είχα σιγουρευτεί... η ίδια φωνή... ο ίδιο τόνος και το ίδιο συναίσθημα κάθε φορά που άκουγα τις λέξεις που μου πέρναγε στην σκέψη μου, να με κάνει να νιώθω. ανατριχίλα... τον κοίταζα χωρίς να μπορώ να αντιδράσω...


«Ροσμπερκ! Συγκεντρώσου στο παιχνίδι» άκουσα την προπονήτρια μας να μου λέει και βλεφαριάζοντας γύρισα μπροστά περιμένοντας την επόμενη μπαλιά της Ρόζαλης


Όχι ακόμα


Άκουσα την σκέψη του ξανά στην δική μου και κρατήθηκα... όταν η μπάλα έφτασε σε μένα την χτύπησα και εκείνη πετάχτηκε πάλι πίσω στην Ρόζαλι και παραλίγο να την χτυπήσει.


«τρέξε» φώναζαν όλοι μαζί και χωρίς να το σκεφτώ άρχισα να τρέχω για να περάσω όλες τις βάσεις


«πέτα το ρόπαλο» φώναζαν πάλι και με μια κίνηση το πέταξα όπου να ναι και συνέχισα να τρέχω


Όταν έφτασα όμως στην τελευταία βάση ήμουν αναποφάσιστη... κατέβασα το κεφάλι, έβαλα μπροστά τα χέρια και προσπάθησα να θυμηθώ πως γλιστρούσαν στην βάση οι επαγγελματίες παίκτες στην τηλεόραση... με τα πόδια? Με το κεφάλι? Στάση, πτώση, κύλισμα? Δεν μπορούσα να αποφασίσω και έτσι άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο να αποφασίσει για μένα.


Έκανα μια βουτιά με το κεφάλι, με τα χέρια τεντωμένα και το γάντι εμφανίστηκε απο το πουθενά, ορμώντας καταπάνω μου... συγκρούστηκε με το πρόσωπο μου, και το κορμί μου ζάρωσε στο χώμα, αφήνοντας μια μπουκιά αμμοχάλικου να διαλύεται κάτω από την γλώσσα μου.


«άουτ» τσίριξε η κυρία Σάλλι και άφησα την αναπνοή μου ανασηκώνοντας το πονεμένο μου κορμί


Έριξα μια ματιά στο κορμί μου και διαπίστωσα ότι το πόδι μου είχε χτυπήσει άσχημα... σήκωσα την φόρμα μου και διαπίστωσα ότι δύο λυσσασμένες γάτες θα με είχαν ξεσκίσει λιγότερο... σηκώθηκα όπως, όπως και άρχισα να πηγαίνω προς τον πάγκο κουτσαίνοντας... τι το ήθελα να την χτυπήσω την ηλίθια μπάλα... μια χαρά ήμουν πριν...


«χαριτωμένο» είπε ο Τζάσπερ δίπλα μου και αναπήδησα απο την τρομάρα μου


«τα ακροβατικά που έκανα ή το ξεσκισμένο μου πόδι?» τον ρώτησα κάπως προσβλητικά και σηκώνοντας και πάλι την φόρμα άρχισα να καθαρίζω το τραύμα απο τα χώματα και εκείνος ήρθε κατευθείαν κοντά μου και σκύβοντας μπροστά μου άρχισε να το φυσάει για να με βοηθήσει...


Μόλις σήκωσε την ματιά του σε μένα μια αμήχανη σιωπή απλώθηκε γύρω μας και κανένας δεν κουνήθηκε απο την θέση του...


«ελπίζω να μην σε έφερα σε δύσκολη θέση μπροστά στο αγόρι σου» είπε τελικά σπάζοντας πρώτος την σιωπή και έμεινα να τον κοιτάζω


«το αγόρι μου?» τον ρώτησα χωρίς να καταλαβαίνω τι εννοεί


«είδα τον Έντουαρντ το πως μας κοιτούσε... ελπίζω να μην σου κάνει σκηνή ζηλοτυπίας» ο Έντουαρντ σκηνή ζηλοτυπίας... σκέφτηκα ας γελάσω


«δεν είναι το αγόρι μου» του είπα εκνευρισμένη


«ναι καλά... και εχθές τι δουλειά είχες μαζί του?»


«είχαμε να τελειώσουμε την εργασία»με κοίταξε δύσπιστα


«στις 10 η ώρα το βράδυ... στο λούνα παρκ» είπε τονίζοντας τις λέξεις


«ναι... έχεις κάποιο πρόβλημα με αυτό? Εκεί θέλαμε εκεί την τελειώσαμε» είπα αμυνόμενη και εκείνος γέλασε με τα λόγια μου


«ποιο είναι το πρόβλημα σου τέλος πάντων?» τον ρώτησα και σηκώθηκα να φύγω εντελώς εκνευρισμένη με όλην του την συμπεριφορά


«Μαρίνα εγώ θέλω μόνο να σε προστατέψω απο το φρικιό»


«και ποιος σου έδωσε αυτό το δικαίωμα?»


«μόνος μου το πήρα... γιατί έχω αισθήματα για σένα»


«παρακαλώ???»


«είναι η αλήθεια Μαρίνα»


«ναι και το θυμήθηκες όταν άρχισε να με πλησιάζει ο Έντουαρντ... που τα πουλάς αυτά?» του είπα και σηκώθηκα να φύγω αλλά εκείνος με σταμάτησε πιάνοντας με απο τον αγκώνα


«Μαρίνα» ξεκίνησε αλλά τον σταμάτησα


«πάρε το χέρι σου απο πάνω μου και μην ξανατολμίσεις να με πλησιάσεις» του φώναξα και υποχώρησε για να με αφήσει να περάσω


Όλην την υπόλοιπη μέρα ήμουν σε έξαλλη κατάσταση... δεν με έφτανε όλο το μυστήριο που περιέβαλε τον Έντουαρντ, τώρα ήρθε να προστεθεί και το μυστήριο του Τζάσπερ... πόσο θέλει ένας άνθρωπος για να τρελαθεί???... όχι πολύ... διαπίστωσα


Όλη η συμπεριφορά του Τζάσπερ ήταν τόσο περίεργη... τόσο μυστηριώδες, όσο ακριβώς ήταν και του Έντουαρτ... αλλά τώρα είχα περισσότερα προβλήματα και το τελευταίο που με απασχολούσε ήταν η συμπεριφορά του Τζάσπερ.


Απο την στιγμή που σιγουρεύτηκα ότι ο Έντουαρντ και ο περίεργος τύπος που με είχε σώσει εκείνην την βραδιά ήταν το ίδιο άτομο, δεν μπορούσα να ηρεμήσω... γύριζα απο μάθημα σε μάθημα και απο τάξη σε τάξη σαν φάντασμα... η Άλις δίπλα μου δεν με άφηνε σε ησυχία και εγώ είχα τόσο ανάγκη να κάτσω να σκεφτώ πριν έρθει η ώρα να τον αντιμετωπίσω.


Όλον αυτόν τον καιρό, δεν υπήρχε βράδυ που να μην είχα αναστατωθεί με την θύμηση εκείνου του φιλιού... ποτέ δεν είχα νιώσει τόση έλξη και τόση έξαψη απο ένα μόνο φιλί... εκείνο το φιλί όμως μου είχε αλλάξει όλο μου το είναι... κάθε βράδυ τον ονειρευόμουν, κάθε βράδυ τον αποζητούσα να έρθει να με αναστατώσει και να με κάνει να ξανανιώσω όπως είχα νιώσει στην ζεστή του αγκαλιά... και με τον καιρό τον είχα ερωτευτεί τόσο βαθιά που η απουσία του με πόναγε μέχρι τα βάθη της ψυχής μου.


Τώρα όμως που κατάλαβα ποιος πραγματικά είναι δεν ήξερα πως να το χειριστώ... η θύμηση του Έντουαρντ απο εκείνη την βραδιά ήταν τόσο διαφορετική... εγώ θυμάμαι έναν Έντουαρτ φωτεινό... και μπροστά μου έχω έναν Έντουαρντ τόσο σκοτεινό... εκείνος ένας άγγελος, ο φύλακας άγγελος μου, όπως τον έλεγα στα όνειρα μου... αυτός ένα διάβολος, που ήρθε για να με βασανίσει και να με τρελάνει.


Η ώρα περνούσε και εγώ γινόμουν όλο και πιο νευρική... είχα πάρει την απόφαση να τον αγνοήσω και να απαιτήσω απο τον κύριο ΜακΚόναχι να γυρίσει η Άλις στην θέση της... αλλά τώρα που ξέρω ότι μπορεί να μεταφέρει της σκέψεις του κάτι μου έλεγε, ότι εκείνος θα τον έπειθε να μας αλλάξει θέσεις μέχρι να πάρει αυτό που θέλει... μα τι στο καλό θέλει απο μένα?... πάντως σίγουρα όχι να με σκοτώσει γιατί αν όντως το ήθελε θα το είχε κάνει, έτσι δεν είναι? Ή μήπως όχι?


Μπαίνοντας στην τάξη εκείνος ήταν χαλαρός και απλωμένος στην θέση της Άλις με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο να σε δαιμονίζει... ήθελα τόσο πολύ να τον πετάξω έξω απο την τάξη αλλά ποιον κοροϊδεύω, ένα φου να μου κάνει θα πέσω κάτω, πόσο  μάλλον αν προσπαθήσω να του αντισταθώ, σίγουρα την έχω βάψει... Χριστέ μου τι σου έχω κάνει και με βασανίζεις έτσι??


«εεε εκεί κάθομαι εγώ» του είπε η Άλις μόλις φτάσαμε στο θρανίο και εκείνος αγνοώντας την συνέχισε να με κοιτά με εκείνο το δαιμόνιο χαμόγελο του... τα κόκκινα λαμπάκια άρχισαν να αναβοσβήνουν και δεν ήθελα πολύ για να ξεσπάσω


«Μαρίνα? Έχεις τελειώσει την εργασία σου?» δάγκωσα το κάτω χείλος μου... να πάρει μέσα σε όλα ήταν και αυτό


«όχι αλλά δεν θα χρειαστώ άλλο την βοήθεια σου... ότι χρειαζόμουν να μάθω το ξέρω ήδη»


«αλήθεια?» με κοίταξε δύσπιστα


«αλήθεια... γι αυτό άδειασέ μας την γωνιά» του είπα αλλά πριν απαντήσει ο κύριος ΜακΚόναχι μπήκε στην τάξη και μας ζήτησε να κάτσουμε στις θέσεις μας


«κύριε ΜακΚόναχι αυτός εδώ δεν με αφήνεις να κάτσω στην θέση μου» παραπονέθηκε η Άλις και γύρισε την ματιά τους προς το μέρος μας


«συμβαίνει κάτι Έντουαρντ?»


«δεν έχουμε τελειώσει την εργασία μας» του είπε και εκείνος κοίταξε μια εμένα και μια εκείνον


«καλός τότε... και απο όσο θυμάμαι ούτε και εσύ Άλις την έχεις κάνει απο την στιγμή που έλειπες, οπότε καλό είναι να κάτσεις με τον Τζάσπερ για να την ολοκληρώσεις» με τον Τζάσπερ?... σκέφτηκα και κοίταξα τον Έντουαρντ... ήμουν σίγουρη ότι αυτός τον καθοδηγούσε


Η Άλις μην μπορώντας να κάνει κάτι άλλο έφυγε να κάτσει στην θέση που της υπέδειξε και εγώ αναγκαστικά έκατσα στην δική μου, κοιτώντας τον δύσπιστα.


«τι?» με ρώτησε και καλά αθώα


«μα με τον Τζάσπερ?» τον ρώτησα


«δεν καταλαβαίνω γιατί κάνεις σε μένα αυτήν την ερώτηση»


«μην μου κάνεις εμένα τον αθώο... ξέρω ότι είναι δική σου δουλειά όλο αυτό»


«μάλλον έχεις βγάλει λάθος συμπεράσματα για μένα... και μιας που το ανέφερα είμαι πολύ περίεργος για το τι θα γράψεις στην εργασία σου» τον κοίταξα στραβά και γύρισα την ματιά μου μπροστά... εκείνη την στιγμή ο κύριος ΜακΚόναχι σήκωσε το κινητό του και για κάποιον λόγο ξαφνιάστηκε


«παιδιά θα επιστρέψω σε πέντε λεπτά... δεν θέλω να ακούσω φασαρία» είπε και βγήκε σχεδόν τρέχοντας απο την τάξη


«και αυτό δικό σου τερατούργημα είναι?» τον ρώτησα ωμά χωρίς να τον κοιτάω και άνοιξα την τσάντα μου για να βγάλω το βιβλίο μου καθώς και την καταραμένη εργασία για να τελειώνουμε με όλα αυτά...


«λοιπόν... τι θα γράψεις στην εργασία?» με ρώτησε αγνοώντας την δική μου ερώτηση και φέρνοντας το φύλλο μπροστά μου διάβαζα τις ερωτήσεις δυνατά και άρχισα να της απαντώ αγνοώντας τον


«για να δούμε... είπα στον εαυτό μου και συνέχισα... μμμ, πιο είναι τα αγαπημένο του χρώμα... το μαύρο... είπα και άρχισα να σημειώνω... θέλει και ερώτημα?» είπα ειρωνικά και γέλασε


«λάθος... το γκρι»


«ναι λες και απέχει πολύ» ειρωνεύτηκα αλλά δεν το διόρθωσα και πριν πάω στη επόμενη ερώτηση εκείνος με τον στυλό του πήγε και το έσβησε


«το γκρι είναι το αγαπημένο μου χρώμα... γιατί είναι το χρώμα των ματιών σου» συνέχισε και πήρα μια βαθιά ανάσα


«θα πεις και άλλα τέτοια χαριτωμένα?» είπα με μια γκριμάτσα αηδίας


«μμμχχχμμμ, όπως το ότι είσαι πάρα πολύ όμορφη σήμερα, όπως πάντα άλλωστε»


«χαχα... καλό το ανέκδοτο αλλά όχι πιστικό» συνέχισα εγώ και ξανά έγραψα την λέξη μαύρο


«τι μουσική ακούει... συνέχισα στην επόμενη... θέλει και ερώτημα?... νταρκ μιουσικ» έγραψα και γέλασε δυνατά


«πως φαίνεται ότι δεν με ξέρεις καθόλου»


«ξέρω όσο χρειάζεται να ξέρω και μου είναι αρκετά... τον κάρφωσα κοιτώντας τον μέσα στα μάτια με ύφος... τα υπόλοιπα είναι απλά για να περνάει η ώρα μας»


«αυτοπεποίθηση... μου αρέσει... βλέπω ότι έχω τελικά μεγάλη επιρροή απάνω σου, αγγελάκι»


«κόφτο αυτό το αγγελάκι οκ? Και άσε με να συμπληρώσω την χαζό εργασία για να ξεμπερδεύουμε επιτέλους και να μου αδειάσεις την γωνιά»


«πιστεύεις ότι θα κάτσω σε αυτήν την θέση, μόνο μέχρι να τελειώσει η εργασία σου?»


«γιατί δεν μου κάνει εντύπωση» του είπα και συνέχισα να συμπληρώνω την εργασία


«τι κάνει στον ελεύθερο χρόνο του?... έλεγε η ερώτηση... να μια καλή ερώτηση... είπα δυνατά και άρχισα να γράφω... βασανίζει αδυσώπητα κοπέλες και μετά τις κάνει να πιστεύουν ότι της σώζει»


«δεν νομίζω ότι είναι πρέπων να γράψεις κάτι τέτοιο»


«και γιατί όχι? Μήπως δεν είναι η αλήθεια? Άλλωστε με συμφέρει»


«και γιατί αυτό?»


«μόλις το διαβάσει ο κύριος ΜακΚόναχι θα σε στείλει κατευθείαν στον ψυχολόγο... εκείνος με την σειρά του με το που σε δει, θα φωνάξει εκείνους τους υπέροχους κυρίους με της άσπρες υπέροχες μπλουζίτσες... θα σε στείλουν σε καμία κλινική και επιτέλους θα απαλλαχτώ απο εσένα... το πρόβλημα λύθηκε και όλοι θα είμαστε όπως πριν» του είπα και λύθηκε στα γέλια


«αυτό είμαι για σένα? ένα πρόβλημα?»


«εσύ πως αλλιώς θα το έβλεπες» χωρίς να απαντήσει έβαλε το ένα του χέρι πάνω στην πλάτη της καρέκλας μου και το άλλο πάνω στην καρέκλα ανάμεσα στα πόδια μου και την στιγμή που άρχισε να με σέρνει πιο κοντά του έμεινα κάγκελο.


«δεν ξέρεις τίποτα για μένα αγγελάκι και αν θέλεις να μάθεις καλό είναι να αρχίσεις να ρωτάς» είπε ήρεμα αλλά η ματιά του ήταν τόσο διαπεραστική που με έκανε να τρέμω ολόκληρη... αλλά όχι απο φόβο.


«δεν με ενδιαφέρει να μάθω για σένα... σου είπα όσα ήθελα να μάθω, τα έμαθα» του είπα ψέματα και με κοίταξε πιο βαθιά στα μάτια


«μπλοφάρεις Μαρίνα... δεν ξέρεις τίποτα»


«νομίζεις Έντουαρντ... και πάρε τα χέρια σου απο την καρέκλα μου, αρκετά ρεζίλι με έχεις κάνει»


«εννοείς για το περιστατικό με τον φιλαράκο σου? Τι σου έκανε σκηνή ζήλιας?» είπε ειρωνικά... πως στο καλό ξέρεις αυτός τι έγινε με τον Τζάσπερ αφού δεν ήταν μπροστά.


«μπορούμε να τελειώνουμε με όλα αυτά σε παρακαλώ... τα νεύρα μου είναι ήδη κουρέλι και δεν θέλω πολύ να ξεσπάσω απάνω σου... εντάξει?»


«τι συμβαίνει αγγελάκι? Άσχημα όνειρα ή μήπως δεν κοιμήθηκες καθόλου?»


«δεν σε αφορά» του είπα και γύρισα το κεφάλι μου απο την άλλη και εκείνος αμέσως έβαλε το χέρι του κάτω απο το σαγόνι μου και με ανάγκασε να τον κοιτάξω στα μάτια


«όταν θα μου μιλάς θα με κοιτάς στα μάτια» απαίτησε


«γιατί αλλιώς θα με κάνεις ντα?» του είπα και προσπάθησα να πάρω την καρέκλα μου απο κοντά του αλλά δεν με άφηνε


«γιατί δεν με ρωτάς... τι συνέβη?»


«γιατί πολύ απλά... ξέρω ακριβώς τι συνέβη... και πάρε επιτέλους τα χέρια σου απο πάνω μου»


«είσαι τόσο όμορφη όταν θυμώνεις» είπε εκείνος και μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι


«θες ερωτήσεις??? Ωραία λοιπόν... γύρισα την ματιά μου πάλι στην κόλλα και άρχισα να του διαβάζω τις ερωτήσεις... ποιο είναι το μεγαλύτερο σου όνειρο?» διάβασα αλλά δεν ήμουν σίγουρη ότι ήθελα να ακούσω την απάντηση


«να σε φιλήσω»


«πολύ ώριμο... κάποιο άλλο?»


«δεν έχω μεγαλύτερο απο αυτό» ξεφύσησα και έγραψα πριν συνεχίσω στην επόμενη


«σίγουρα να βασανίζει τους γύρω του... διαβάζοντας το του ξέφυγε ένα γέλιο αλλά δεν το σχολίασε... εργάζεσαι?»


«καθαρίζω τραπέζια στο Μπορντερλάιν... το καλύτερο μεξικάνικο στην πόλη»


«θρήσκευμα?»


«όχι θρήσκευμα ας πούμε ότι είμαι μύστης»


«ανήκεις σε αίρεση?» δεν μου έκανε καθόλου εντύπωση αλλά όταν άκουσα την απάντηση του ένα κλικ έκανε μέσα στο κεφάλι μου και ένιωσα να μου κόβονται τα γόνατα


«κατά πως φαίνεται, χρειάζεται να θυσιάσω μια υγιή κόρη. Είχα σχεδιάσει να την αποπλανήσω πρώτα, ώστε να μ’ εμπιστευτεί, αλλά αν αισθάνεσαι έτοιμη...» έμεινα να τον κοιτάζω χωρίς συναίσθημα... τι είπε μόλις τώρα??? Δεν νομίζω να σοβαρολογεί... και αν όντως σοβαρολογεί γιατί δεν το έκανε εχθές που είχε την ευκαιρία?


«δεν με εντυπωσιάζεις» του είπα αδιάφορα αλλά αυτή του η απάντηση με έκανε να προσθέσω άλλο ένα κομμάτι στο παζλ και με έκανε για μια στιγμή να τα χάσω... δεν θα του περάσει Μαρίνα... είσαι δυνατή... μην τον κάνεις να ελπίζει ότι θα καταφέρει να πάρει αυτό που θέλει.


«δεν προσπαθώ καν» απάντησε και περίμενε την επόμενη ερώτηση μου


«ωραία λοιπόν, επόμενη ερώτηση... έχεις χάσεις ποτέ σχολική χρονιά?»


«να σου πω ένα μυστικό? Δεν έχω πάει ποτέ σχολείο»


«αυτό ξέρεις δεν γίνετε... και αν είναι αλήθεια αυτό, ποιος είναι ο λόγος που ξεκίνησες τώρα?»


«εσύ» για μια στιγμή πάγωσα... όλα τα κομμάτια πλέον έδεναν μεταξύ τους και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι στα λόγια του υπήρχε μόνο η αλήθεια... προσπάθησα να παραμείνω ψύχραιμη αλλά η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει σαν τρελή και απο στιγμή σε στιγμή ένιωθα ότι θα αρχίσει να τελειώνει το οξυγόνο που είχα στους πνεύμονες μου.


«αυτό δεν είναι πραγματική απάντηση» του είπα για αντιπερισπασμό αλλά δεν μάσησε και συνέχισε χωρίς να τρέχει τίποτα


«τα μάτια σου, Μαρίνα. Αυτά τα παγερά, απαλά, γκρίζα μάτια είναι εκπληκτικά ακαταμάχητα... έγειρε το κεφάλι του πιο κοντά μου και τώρα πια τα πρόσωπα μας ήταν σε απόσταση αναπνοής και η ανάσα του χάιδευε απαλά το πρόσωπο μου σε σημείο να με κάνει να ζαλίζομαι... κι αυτά τα σαρκώδη χείλη, που σκοτώνουν» συνέχισε και ένιωσα σε μια στιγμή ότι ήταν έτοιμος να με φιλήσει και σταμάτησα ενστικτωδώς να αναπνέω.


«και γιατί βαρέθηκα να κοιτάω τα υπέροχα πόδια σου απο μακριά» είπε στο τέλος και περίμενε την αντίδραση μου κοιτώντας με μέσα στα μάτια ανέκφραστος


«γιατί δεν εκπλήσσομαι... δεν περίμενα κάτι καλύτερο απο σένα» του είπα με ειρωνεία και γύρισα απο την άλλη πλευρά και πιάνοντας την τσάντα μου πήρα στα χέρια μου το μπουκαλάκι και άδειασα δύο κάψουλες στο χέρι μου και αμέσως της έβαλα στο στόμα μου για να τις καταπιώ... εκείνος με κοίταξε ανασηκώνοντας τα φρύδια του και ένα γελάκι μου ξέφυγε


«τι? μην μου πεις ότι σου έχει ξεφύγει αυτό?» τον ειρωνεύτηκα αυτάρεσκα


«ευτυχώς για μένα δεν είμαι η υγιής, άρα λάθος κόρη διάλεξες... οπότε άρχισε να ψάχνεις για την επόμενη πριν χάσεις την πανσέληνο σου» του είπα και με κοίταξε στα μάτια με απορία... πόσο άνετα μίλαγα για τον ίδιο μου τον θάνατο... ακόμα και εμένα με εξέπληξε αυτό... αλλά όχι ότι δεν με σόκαρε κιόλας... όπως και να έχει όμως δεν θα του κάνω την χάρη να το καταλάβει.


«επόμενη ερώτηση?» συνέχισε εκείνος


«δεν νομίζω ότι θα χρειαστώ κάτι άλλο απο σένα... είτε σε ρωτήσω είτε όχι τις ίδιες σάχλες θα πεις... οπότε γιατί να μπω στο κόπο και να μην της γράψω μόνη μου?» του είπα και άρχισα να το συμπληρώνω αγνοώντας τον και πάλι και ένιωσα αυτό να τον ενοχλεί... αλλά ήταν πολύ εγωιστής για να το δείξει.


Πριν συνεχίσει γύρισα προς τα πίσω και παίρνοντας το χέρι του απο την πλάτη της καρέκλας μου το έφερα μπροστά αλλά πριν το αφήσω ελεύθερο παρατήρησα ότι στον καρπό του είχε ένα παρόμοιο σημάδι με το δικό μου...


«άσχημο μέρος για σημάδι γέννησης» του πέταξα για να τον πικάρω όπως είχε κάνει εκείνος με το δικό μου που τύχαινε να είναι στο ίδιο σημείο... μόνο που το δικό του ήταν σαν πιτσιλιά, ενώ το δικό μου περισσότερο έμοιαζε με κόψιμο απο ξυράφι... αφήνοντας το πάνω στο θρανίο, εκείνος με κοίταξε για μια στιγμή άγρια και αμέσως το κάλυψε με το μανίκι του.


«αυτά ήταν όλα όσα ήθελες να μάθεις?» με ρώτησε για να με αποπροσανατολίσει αλλά δεν με έπειθε... σίγουρα για κάποιον λόγο τον ενόχλησε που το παρατήρησα.


«δεν με ενδιαφέρει η ζωή σου» του δήλωσα καθώς συνέχιζα να γράφω το ερωτηματολόγιο μόνη μου


«εγώ νομίζω ότι σε φοβίζει»


«εγώ πάλι λέω ότι με αηδιάζει»


«σε αηδιάζει» επανάλαβε και γέλασε πάλι με το ίδιο σατανικό του γέλιο που με κάνει να ανατριχιάζω αλλά σταμάτησα να του δίνω σημασία... έπρεπε να βγω απο αυτήν την κόλαση και έπρεπε να το κάνω τώρα... γιατί όμως είναι τόσο δύσκολο??? γιατί αντι τα λόγια του να με φοβίζουν, με κολακεύουν και με ελκύουν περισσότερο???


Είναι φανερό ότι σίγουρα δεν θέλει το καλό μου... γιατί αυτό δεν είναι αρκετό για να με κάνει να τρέξω μακρυά του???... παρακολουθούσε κάθε μου κίνηση, κάθε μου ανάσα, κάθε μου έκφραση και εγώ είχα έρθει πια στα όρια μου... δεν θα σου περάσει... επανέλαβα μέσα μου, με περισσότερο πείσμα απο πριν και συνέχισα υπομονετικά να περιμένω να έρθει η ώρα για να φύγω επιτέλους απο δίπλα του.

ESCAPE POLH FANTASMA