Fallen angel "3. Αποκάλυψη"
Η ώρα κύλησε πολύ αργά με τον κύριο ΜακΚόναχι να είναι μέσα στα νεύρα και η ένταση μέσα στην τάξη, με έκανε να εκνευρίζομαι κάθε λεπτό περισσότερο... ο Έντουαρντ δίπλα μου δεν ξαναμίλησε αλλά η σιωπή του τα έλεγε όλα... η δολοφονική του ματιά με πιρούνιαζε και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να με κάνει να νιώσω τον ίδιο φόβο που ένιωθα με την παρουσία του απο την αρχή... όμως όσο πέρναγε η ώρα, όσο τον αγνοούσα περισσότερο... τόσο εκείνος έβγαινε απο τα ρούχα του... και ας ήταν εγωιστής για να το παραδεχτεί.
Φεύγοντας απο το σχολείο πήγαμε με την Άλις όπως και τις περισσότερες μέρες της εβδομάδος στην βιβλιοθήκη για να μελετήσουμε και για να κάνουμε τις έρευνες μας για να γράψουμε τα άρθρα μας για το περιοδικό... όταν ήμουν έτοιμη να κλείσω τον υπολογιστή αφού είχα στείλει το άρθρο μου, μια ιδέα πέρασε απο το μυαλό μου και άρχισα να την υλοποιώ.
Πληκτρολόγησα το όνομα «Έντουαρντ Κάλεν» και σταύρωσα τα δάχτυλα μου ελπίζοντας να βρω κάτι για εκείνον... αλλά τίποτα... ούτε Facebook, ούτε MySpace, ούτε καν ένα ιστολόγιο... ήταν σαν να μην υπήρχε... ξεφύσησα απηυδισμένη αλλά πριν το κλείσω έκανα άλλη μια προσπάθεια και έλπιζα τουλάχιστον ότι στην δεύτερη προσπάθεια μου θα έβγαινα πιο τυχερή.
Πληκτρολόγησα το όνομα «Τζάσπερ Χέιλ» και τα αποτελέσματα ήρθα βροχή... δεν ήξερα απο που να αρχίσω και που να τελειώσω... αφού έριξα μια πρώτη ματιά, η ματιά μου στάθηκε σε ένα άρθρο που είχε γραφτεί για εκείνον πέρσι τον Μάρτη και πάγωσα «ΜΑΘΗΤΗΣ ΑΝΑΚΡΙΝΕΤΑΙ ΓΙΑ ΦΟΝΟ ΣΤΟ ΚΙΝΓΧΟΡΝ» τι??? αυτό και αν είναι ανήκουστο... σκέφτηκα και πάτησα κατευθείαν την σελίδα για να ανοίξει και άρχισα να την διαβάζω με μανία.
Δεκαεξάχρονος μαθητής στου Προπαρασκευατικού Σχολείου του Κινγκχορν, το οποίο η αστυνομία ανέκρινε για την υπόθεση «Κρεμάλα του Κινγκχορν», αφέθηκε ελεύθερος χωρίς κατηγορίες εις βάρος του. όταν το σώμα της δεκαοχτάχρονης Κιρστεν Χέιλβερσον βρέθηκε κρεμασμένο απο ένα δέντρο στη δασώδη σχολική έκταση, οι αστυνομικοί προσήγαγαν στο τμήμα τον δευτεροετή Τζάσπερ Χέιλ, τον οποίο είχαν δει μαζί τε το θύμα τη νύχτα του θανάτου της.
Έμεινα να το διαβάζω με ανοιχτό το στόμα... αφού πέρασα τα περισσότερα στάθηκα σε ένα ακόμα σημαντικό κομμάτι...
Η Χέιλβερσον εργαζόταν ως σερβιτόρα στου Τυφλού Τζο. Η αστυνομία επιβεβαίωσε ότι κάποιοι είχαν δει το θύμα και τον Χέιλ να περπατούν μαζί στο σχολικό περίβολο αργά τη νύχτα του Σαββάτου. Το πτώμα της Χέιλβερσον ανακαλύφθηκε το πρωί της Κυριακής και ο Χέιλ αφέθηκε ελεύθερος όταν βρέθηκε ένα σημείωμα αυτοκτονίας στο διαμέρισμα της Χέιλβερσον.
«βρήκες τίποτα ενδιαφέρον?» άκουσα μια φωνή πίσω μου και πάγωσα... όχι πες μου ότι δεν είναι ο Τζάσπερ παρακάλεσα μέσα μου και μπαίνοντας μπροστά απο την οθόνη γύρισα αργά το σώμα προς το μέρος του
«Τζάσπερ... είπα με έκπληξη... πως απο εδώ?»
«για μελέτη όπως και εσύ φαντάζομαι... αλλά δεν μου είπες βρήκες τίποτα ενδιαφέρον?» σίγουρα το είχε δει... τώρα τι κάνουμε?
«μπααα τα ίδια και τα ίδια... έλεγα ανάλαφρα ενώ ταυτόχρονα πάταγα το κουμπί για να κλείσω την οθόνη... γράφω μια κριτική για μια ταινία για το περιοδικό και απλά φρέσκαρα την μνήμη μου με τα άρθρα που είχαν γραφτεί γι αυτήν» ουααα ουυυυ δεν αναγνωρίζω πια τον εαυτό μου με την ψυχραιμία μου... έκανε και κάτι καλό ο Έντουαρντ... σκέφτηκα και ένα γελάκι ήρθε αυθόρμητα στα χείλια μου.
«για ποια ταινία?» είπε και ήρθε ακριβώς μπροστά μου και κολλώντας την καρέκλα του στην δική μου μου έφραξε τον δρόμο για να μην μπορέσω να φύγω... ψυχραιμία Μαρίνα... είπα απο μέσα μου... ολόκληρο Έντουαρντ κατάφερες να αντιμετωπίσεις... σε αυτόν θα κωλώσεις τώρα?
«την θυσία... την έχεις δει?»
«μμμ, δεν θα έλεγα ότι είναι για σένα» τόνισε με έναν περίεργο τρόπο και μου ήρθε να βάλω τα γέλια μόλις συνειδητοποίησα την ειρωνεία... έγραφα για ένα έργο που είχα δει λίγο πριν εμφανιστεί ο Έντουαρντ και ξαφνικά έγινα η ηρωίδα... τι παιχνίδι μου παίζει η μοίρα μου?
«αυτήν την εργασία μου έδωσαν, αυτήν κάνω»είπα κάπως εκνευρισμένη
«δείχνεις λίγο αναστατωμένη ή μου φαίνεται»
«υπογλυκαιμία λέγετε» του πέταξα και εκείνος τσίμπησε
«τι θα έλεγες να πάμε κάπου για φαΐ» ρώτησε και έβρισα απο μέσα μου για την κουταμάρα μου
«όχι ευχαριστώ θα πρέπει να γυρίσω σπίτι» είπα και σηκώθηκα αλλά εκείνος δεν με άφηνε να φύγω
«εδώ είσαστε και έφαγα τον τόπο για να σας βρω?» άκουσα την φωνή της Άλις και μόνο που δεν έπεσα στην αγκαλιά της απο την χαρά μου... ο Τζάσπερ αναγκαστικά έκανε ένα βήμα πίσω για να με αφήσει να προχωρήσω προς το μέρος της και εγώ έκλεψα την ευκαιρία να πάω κοντά της.
«Άλις τι έκπληξη είναι αυτή?... είπε εκείνος εύθυμα... συζητούσαμε με την Μαρίνα να πάμε κάπου να φάμε... τι θα έλεγες να έρθεις μαζί μας?» είπε εκείνος και έγινα κόκκινη σαν τον ταύρο στην αρένα... φυσικά... η Άλις είχε τσιμπηθεί μαζί του... μου είχε πει για πριν που καθόντουσαν μαζί για τον τρόπο που την πλησίασε και εκείνη σαν τυφλή έπεσε στην παγίδα του.
«φυσικά και θα πάμε... για τον ίδιο λόγο έψαχνα την Μαρίνα... σκέφτηκα να πάμε σε ένα μεξικάνικο που έχω ανακαλύψει... τι θα έλεγες να έρθεις μαζί μας?»
«φυσικά και θα έρθω θέλει και ερώτημα?»
«έχεις έρθει με το αμάξι σου?»
«ναι... που θέλετε να βρεθούμε?»
«στο Μπορντερλάιν» είπε η Άλις και του χάρισε το πιο γλυκό της χαμόγελο
«Άλις δεν είπαμε ότι θα πρέπει να πάμε στο σπίτι?» την ρώτησα εγώ κοιτώντας την έντονα στα μάτια για να καταλάβει την άρνηση μου αλλά εκείνη πέρα βρέχει.
«θα πάμε στο μεξικάνικο και τέρμα» είπε εκείνη με πείσμα και άρχισε να με σέρνει έξω απο την αίθουσα και ευτυχώς ο Τζάσπερ άρχισε να μας ακολουθεί
«μισό λεπτό... την σταμάτησα... ξέχασα την τσάντα μου... συνεχίστε εσείς και θα βρεθούμε στο πάρκινγκ» του είπα και έτρεξα πίσω... αφού επιβεβαίωσα ότι εκείνοι προχωρήσανε... έστειλα το άρθρο για εκτύπωση και αφού το δίπλωσα το έβαλα στην τσάντα μου βαθιά και κλείνοντας την σελίδα έφυγα να τους προλάβω... αν η Άλις δεν παίρνει από λόγια για τις προθέσεις του... ίσως αυτό να την συνεφέρει.
Φτάνοντας στο εστιατόριο ο Τζάσπερ είπε ότι είχε να κάνει ένα επείγων τηλεφώνημα και ότι θα μας συναντούσε μέσα... άρπαξα την ευκαιρία και μόλις βρήκαμε ένα τραπέζι για 4 άτομα κάτσαμε και την έπιασα απο τα μούτρα...
«Άλις πρέπει να σου μιλήσω... πριν έρθει ο Τζάσπερ»
«όχου Μαρίνα... μην μου πεις πάλι για τον Έντουαρντ, να χαρείς... αρκετά έχω ανατριχιάσει για μια μέρα» είπε και ένιωσα ένα επίμονο βλέμμα να με έχει καρφώσει πολύ άσχημα και μόλις γύρισα την ματιά μου κοκάλωσα
«πως είπες ότι το λένε το μέρος?» ρώτησα την Άλις αποπροσανατολισμένη
«Μπορντερλάιν» φτουυυυ πως δεν το θυμήθηκα νωρίτερα... είπα και ήθελα να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο... φυσικά ο Έντουαρντ ήταν εκεί και με κοίταζε με έντονο βλέμμα... και σίγουρα είχε ακούσει αυτό που είπε η Άλις... να πάρει θα νομίζει τώρα ότι της έχω πει τα πάντα.
«ο Έντουαρντ είναι το λιγότερο που με απασχολεί αυτήν την στιγμή... είπα ψέματα για να επαναφέρω το θέμα πριν γυρίσει ο άλλος... διάβασε αυτό και θα καταλάβεις» της είπα και της έδωσα το άρθρο και εκείνη διάβαζε με μανία και εγώ κοίταγα γύρω μου προσπαθώντας να αποφύγω το άγρυπνο βλέμμα του Έντουαρντ ενώ ταυτόχρονα έλεγχα να μην έρθει ο Τζάσπερ και μας πιάσει στα πράσα.
«και τι με αυτό... είπε εκείνη και μου πέταξε το χαρτί εκνευρισμένη απάνω μου... λέει καθαρά ότι ήταν αυτοκτονία»
«όμως λέει επίσης και ότι βρήκαν σημάδια διάρρηξης στο σπίτι της»
«Μαρίνα αυτό δεν αποδηκνείει τίποτα»
«μπορεί να αποδηκνείει όμως και πολλά... δεν μου αρέσει Άλις η όλη συμπεριφορά του... πρώτα την πέφτει σε μένα και αφού δεν βρίσκει ανταπόκριση την πέφτει σε σένα και δεν σου λέει τίποτα αυτό?... κάτι μου λέει ότι είναι επικίνδυνος Άλις σε παρακαλώ μην πέφτεις στην παγίδα του»
«το ίδιο σου λέω συνέχεια και εγώ για τον Έντουαρντ αλλά εσύ δεν με ακούς» μου αντιγείρησε πληγωμένη
«δεν είναι το ίδιο»
«σωστά είναι χειρότερο» είπε εκείνη αλλά πριν προλάβω να πω οτιδήποτε άλλο η παρουσία του Τζάσπερ έσπασε την κουβέντα μας και αναγκαστικά κατάπια οποιαδήποτε απάντηση θα της έδινα...
«συγνώμη αν άργησα... περίμενα ότι θα ερχόταν και ο φίλος μου αλλά τελικά είχε δουλειά και έφυγε»
«δεν πειράζει... φτάνει που ήρθες εσύ» του είπε η Άλις με γλυκά ματάκια και έκανε χώρο για να καθίσει δίπλα της.
Αφού παραγγείλαμε και αρχίσαμε να τρώμε η συζήτηση μας ήταν ανάλαφρη και η άγρυπνη ματιά του Έντουαρντ εκνευριστική... ρούφαγε κάθε μας λέξη και κάθε μας κίνηση και αυτό με έκανε νευρική.
«βλέπω ότι φιλαράκος σου δεν το βάζει κάτω» σχολίασε ο Τζάσπερ και χαχάνισα δυνατά
«και τι ακριβώς σημαίνει αυτό?»
«έλα τώρα... μην μου πεις ότι δεν έχεις καταλάβει ότι σε ζηλεύει αφόρητα»
«ο Έντουαρντ εμένα?» είπα δύσπιστα και γέλασα περισσότερο... ή μήπως τελικά είχε δίκιο.
Ένα βλέμμα του με έκανε να ανατριχιάσω... ήταν τόσο μυστηριώδης... τόσο μοχθηρός... λες? Σκέφτηκα και είπα να το εκμεταλλευτώ.
«τελικά εσύ δεν μας είπες... γύρισα την κουβέντα στον Τζάσπερ με περισσότερο ενδιαφέρον πλησιάζοντας το κορμί μου στο τραπέζι... που φοιτούσες τα προηγούμενα χρόνια?»
«στο Προπαρασκευατικό Σχολείο του Κινγκχορν»
«αυτό δεν είναι ιδιωτικό?» τσίμπησε αμέσως η Άλις
«ναι» απάντησε εκείνος
«και πως και το άφησε για να έρθεις εδώ?» είπα γλυκά με το πιο γλυκό μου χαμόγελο
«έχασα την υποτροφία και οι γονείς μου δεν μπόρεσαν να πληρώσουν τα δίδακτρα και έτσι αναγκάστηκα να αλλάξω σχολείο»
«πολύ λυπάμαι» είπα και του έπιασα το χέρι για να τον παρηγορήσω και καλά... το βλέμμα της Άλις καρφώθηκε απάνω μου σοκαρισμένο... το ύφος του Έντουαρντ όλα τα λεφτά... η δικιά μου ικανοποίηση στα ύψη
«μην λυπάσαι... είπε εκείνος και έγειρε πιο κοντά μου... αν δεν γινόταν πως θα γνώριζα δύο οπτασίες» τι γλοιώδης τύπος Χριστέ μου... πως γίνεται η Άλις να μην μπορεί να το δει?
«ίσως και να έχεις δίκιο... συνέχισα την παράσταση και τον πλησίασα και εγώ χαρίζοντας του ένα πιο πλατύ χαμόγελο όλο γλύκα... αλλά έχεις άδικο»
«άδικο γιατί?»
«γιατί θα έλεγα ότι οι τυχερές είμαστε εμείς» συνέχισα βλεφαρίζοντας και αυτό ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε για τον Έντουαρντ
Φεύγεις τώρα... άκουσα στην σκέψη μου και γυρίζοντας στην αρχική μου θέση τόνισα περισσότερο το χαμόγελο μου και άρχισα πάλι να τρώω με ένα αυτάρεσκο ύφος
Η συζήτηση συνεχίστηκε μεταξύ Άλις και Τζάσπερ αλλά εγώ δεν έδινα άλλη σημασία σε αυτούς μέχρι που το εχθρικό ύφος και οι διαβολικές ματιές του Έντουαρντ με εκνεύρισαν τόσο πολύ που αποφάσισα να πάω στην τουαλέτα για να μπορέσω να ηρεμήσω κάποια στιγμή που τον είχα χάσει απο το οπτικό μου πεδίο.
Μπαίνοντας μέσα κλείδωσα την πόρτα και στηρίχτηκα στον πάγκο για να πάρω μια ανάσα μέχρι που ένιωσα κάποιον να με κοιτάζει και όταν σήκωσα την ματιά μου και είδα απο τον καθρέφτη τον Έντουαρντ με σταυρωμένα χέρια στο στήθος και άγριο ύφος να με κοιτάει έχασα την αναπνοή μου... γύρισα απότομα προς το μέρος του και τον κοίταζα με κομμένη την ανάσα.
«πως... τι... τι δουλειά έχεις εδώ πέρα?» τον ρώτησα σοκαρισμένη ήμουν σίγουρη ότι είχα κλειδώσει την πόρτα... πως μπήκε μέσα???
«όπως το είπες δουλειά»
«δεν εννοώ αυτό... εννοώ ότι εδώ είναι γυναικείες τουαλέτες... ξέχασες να διαβάσεις την πινακίδα?» του απάντησα ειρωνικά ξαναβρίσκοντας την αυτοκυριαρχία μου και γυρίζοντας του την πλάτη μου άρχισα να πλένω τα χέρια μου αγνοώντας τον... αλλά στην ουσία το μόνο που έκανα ήταν να προσπαθώ να βρω την ψυχραιμία μου για να τον αντιμετωπίσω... σίγουρα είχε ακούσει την κουβέντα μου με την Άλις και σίγουρα αυτό δεν ήταν καλό... ίσως και για εκείνην
«με παρακολουθείς?»
«ναι άλλη όρεξη δεν είχα» συνέχισα στο ίδιο στιλ
«τότε τι δουλειά έχεις εδώ και μάλιστα με αυτόν το γλοιώδες υποκείμενο?» άκουσα καλά?... ο τόνος της φωνής του είχε μέσα ζήλια... αυτό και αν είναι αστείο
«δεν μου απαντάς» είπε πιο άγρια λες και είχε ακούσει την σκέψη μου
«δεν νομίζω ότι σε αφορά... άλλωστε εσύ δεν είπες ότι είναι το καλύτερο μεξικάνικο στην πόλη?... συνέχισα παίρνοντας μια πετσέτα για να σκουπίσω τα χέρια μου και γύρισα και τον κοίταξα προκλητικά... ε λοιπόν σκέφτηκα τι το καλύτερο να έρθουμε εδώ για να το δοκιμάσουμε»
«γιατί με προκαλείς?» είπε και είδα για πρώτη φορά να χάνει την αυτοσυγκράτηση του
«χα... ποιος προκαλεί ποιόν» του απάντησα και έσβησε την απόσταση που μας χώριζε
«είσαι τόσο χαζή, ώστε να βάζεις σε κίνδυνο την ζωή της ίδιας σου της φίλης?»
«δεν νομίζω ότι κινδυνεύει»
«πως είσαι τόσο σίγουρη»
«δεν είναι του γούστου σου... νομίζω ότι προτιμάς περισσότερο της κοκκινομάλλες με γκρίζα μάτια και σαρκώδη χείλια... και η Άλις είναι το άκρως αντίθετο» τον προκάλεσα περισσότερο αλλά αμέσως ένιωσα φόβο για την Άλις... όντως θα μπορούσε να της κάνει κακό αν ήξερε την αλήθεια.
«χα... γέλασε με σαρκασμό και με κοίταξε με δολοφονική ματιά... και νομίζεις ότι αυτό μπορεί να την γλυτώσει αν ξέρει την αλήθεια?»
«μαζέψου Έντουαρντ... σε μάθαμε πια... δεν περνάνε οι απειλές σου σε μένα γι αυτό μην προσπαθείς να με φοβίσεις... γιατί δεν θα καταφέρεις τίποτα»
«αλήθεια? Τότε γιατί τρέμεις?»
«δεν τρέμω» είπα ψέματα
«είσαι αισχρή ψέυτρα»
«και εσύ ένα αηδιαστικό τέρας... αλλά δεν το κάνω θέμα»
«τέρας?» είπε και το σατανικό του χαμόγελο γύρισε για να με κάνει να ανατριχιάσω περισσότερο
«πως αλλιώς εσύ θα χαρακτήριζες τον εαυτός σου?»
«μην αλλάζεις κουβέντα»
«τι ακριβώς θες απο μένα?» του είπα σοβαρά κοιτώντας τον με ένταση στα μάτια
«νομίζω ότι ήμουν ξεκάθαρος στην κουβέντα που κάναμε πριν»
«τότε γιατί δεν το κάνεις... τι περιμένεις λοιπόν? Γιατί δεν με θυσιάζεις να τελειώνουμε και εσύ και εγώ? Ή μήπως πρέπει πρώτα να περιμένουμε καμιά πανσέληνο?» τον ειρωνεύτηκα χωρίς ίχνος φόβου και αυτό για μια στιγμή τον κλόνισε... υπήρχε μια μάχη που έδινε μέσα του... και παρ' όλην την ψυχρότητα του ήταν ευδιάκριτο στην ματιά του.
«εσύ γιατί αρνήσε να παραδεχτείς την αλήθεια» μου αντιγύρισε με άγριο ύφος
«και ποια είναι αυτή?» είπα σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος και ακουμπώντας στον πάγκο χαλάρωσα την στάση του σώματος μου σε ένδειξη ότι δεν με αγγίζουν καθόλου τα λόγια του
«ότι είσαι ερωτευμένη μαζί μου» είπε ανασηκώνοντας το ένα του φρύδι
«χα... καλό και αυτό... σαν πολύ μεγάλη ιδέα δεν έχεις για τον εαυτό σου?» έφερε το πρόσωπο του σε απόσταση αναπνοής απο το δικό μου και η ανάσα του άρχισε να μου γαργαλάει το πρόσωπο... έχασα την ανάσα μου και η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο πριν αρχίσει να καλπάζει σαν τρελή... αλλά εγώ δεν το έβαζα κάτω... αυτό το παιχνίδι παίζεται απο δύο παίχτες και εγώ δεν θα υποχωρούσα τόσο εύκολα.
«τότε γιατί κάθε βράδυ με βλέπεις στον ύπνο σου? Γιατί κάθε πρωί ξυπνάς και με αναζητάς ακόμα»
«ακόμα?» είπα ανασηκώνοντας το ένα μου φρύδι αφήνοντας ασχολίαστα τα υπόλοιπα λόγια
«μην μου πεις ότι δεν έχεις κάνει ακόμα την σύνδεση» με ειρωνεύτηκε τώρα με την σειρά του
«δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς» του ανταπάντησα αδιάφορα και με έπιασε απο τα χέρια
«γιατί δεν το παραδέχεσαι» απαίτησε και τον κοίταξα σμίγοντας τα φρύδια μου
«δεν έχω να παραδεχτώ κάτι» με κοίταξε για μια στιγμή μόνο, που μου φάνηκε αιώνας και έβλεπα το πιγούνι του να τρέμει με ένταση... ήμουν σίγουρη πως μέσα του πάλευε με όλην την δύναμη της ψυχής του για να μου αντισταθεί αλλά όπως και εγώ έτσι και εκείνος δεν μπορούσε να αρνηθεί την αλήθεια... την μόνη αλήθεια που προσπαθούσαμε και οι δύο να απαρνηθούμε με τόσο πείσμα.
Ένωσε τα χείλια μας και για μια στιγμή σάστισα... το μυαλό μου ήταν σε σύγχυση και δεν ήξερα αν έπρεπε να ανταποκριθώ ή όχι... αν ανταποκριθώ τότε θα παραδεχτώ την αλήθεια, αν όμως όχι τότε σίγουρα δεν θα μπορούσα να ζήσω άλλη μια μέρα χωρίς να υποφέρω μακριά του.
Άφησα έναν λυγμό να μου ξεφύγει και τότε εκείνος με σήκωσε στα χέρια του και με έβαλε να καθίσω πάνω στον πάγκο... τα πόδια μου τον τύλιξαν και τον έφεραν κοντά μου ενώ τα χέρια μου αμέσως βρέθηκαν εκεί ακριβώς όπου ανήκαν... εκείνος με κράταγε σφιχτά σε σημείο τα μπράτσα μου να πονάνε απο την επαφή του... ακόμα πάλευε όπως πάλευα και εγώ... κανείς όμως δεν έκανε πλέον πίσω.
Έβαλα το χέρι μου βαθιά μέσα στα μαλλιά του και το άλλο μου χέρι το τύλιξα γύρω του όπως ακριβώς και εκείνην την ημέρα... μόλις το χέρι μου έφτασε στην πλάτη του και άρχισα να την χαϊδεύω... ένα λυγμός βγήκε βίαια απο τα χείλια του και κλείνοντας τα μάτια του προσπάθησε να φύγει απο κοντά μου... όμως εγώ δεν τον άφησα... εκείνος ήθελε να το παραδεχτώ... τώρα ήταν η σειρά του να κάνει το ίδιο... κλείδωσα τα πόδια μου και τον κράτησα πιο σφιχτά και όπως και εκείνη την ημέρα έτσι και τώρα έβαλα όλην μου την δύναμη και κράτησα μέσα στην χούφτα μου τις τούφες απο τα μαλλιά του όσο πιο σφιχτά μπορούσα δίνοντας μεγαλύτερη ένταση στο φιλί μας.
Είχε την δύναμη να φύγει μακριά μου αλλά δεν το έκανε... τα χέρια του άρχισαν να χαλαρώνουν απο τα μπράτσα μου και οι άμυνες του ένιωθα να λυγίζουν... σήκωσε το κεφάλι του για μια μόνο στιγμή και με κοίταξε με ένα ύφος στα μάτια που δεν μπορούσα να το αποκωδικοποιήσω...
«γιατί δεν μου λες την αλήθεια» τον ρώτησα ξέπνοα
«γιατί δεν είσαι έτοιμη να την μάθεις» είπε και συνέχισε να με κοιτάει επίμονα χωρίς να προδίδει τίποτα η ματιά του
«γιατί με κοιτάς έτσι?» τον ρώτησα μην μπορώντας άλλο όλην αυτήν την ένταση
«γιατί δεν έχεις καμία σχέση με αυτό που περίμενα»
«ούτε και εσύ... του αντιγύρισα εκνευρισμένη... είσαι πολύ χειρότερος» του πέταξα στα μούτρα και τότε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, έσβησε την απόσταση ανάμεσα μας και άρχισε να με φιλάει όπως τότε και όλες μου οι αισθήσεις πήραν φωτιά... το ίδιο φιλί που θυμόμουν, το ίδιο φιλί που με αναστάτωνε κάθε βράδυ... ήρθε ξανά να με κάνει να χάσω τα λογικά μου και να με κάνει να ξεχάσω μέχρι και το όνομα μου.
Τα χέρια του με αγκάλιαζαν με τόση τρυφερότητα και όπου με ακουμπούσαν ένιωθα ότι το δέρμα μου έπαιρνε φωτιά... τα χείλια μας ενωμένα κινιόντουσαν συγχρονισμένα και κανείς απο τους δύο μας δεν έκανε πίσω πια... ένιωσα την γλώσσα του να χαϊδεύει το κάτω χείλος μου και ανατρίχιασα ολόκληρη... το χέρι μου στα μαλλιά του τον χάιδευε με ένταση και ένιωσα ένα ρίγος να διαπερνά την σπονδυλική του στήλη... άνοιξα τα χείλια μου για να τον δεχτώ και εκείνος δέχτηκε αμέσως την πρόσκληση και ένωσε της γλώσσες μας κάνοντας με να αναστενάξω... οι ανάσες μας είχαν γίνει ένα και ρούφαγα με μανία κάθε ανάσα που μου έδινε για να ξανανιώσω ζωντανή... και ένιωθα ότι έκανε και εκείνος το ίδιο... όταν τα κορμιά μας άρχισαν να τρέμουν ακουμπήσαμε τα μέτωπα μας αλλά κανείς δεν τόλμησε να μιλήσει.
«που είναι ο Έντουαρντ που θυμάμαι?... κλαψούρισα ενώ ένιωσα το πρώτο δάκρυ να δραπετεύει απο τα κλειστά μου μάτια... που πήγε ο φωτεινός μου άγγελος που περίμενα κάθε βράδυ να γυρίσει?» συνέχισα με τρεμάμενη φωνή και τον ένιωσα να παγώνει για μια στιγμή.
Με τράβηξε προς τα πίσω και με κοίταξε με ένταση στα μάτια... έψαχνε κάτι να βρει στην ματιά μου αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι... μέχρι που τα παράτησε...
«πρέπει να γυρίσω στην δουλειά» είπε με βαθιά φωνή και έβαλε τα χέρια του πάνω στα πόδια μου για να τα αφαιρέσει απο πάνω του... έβαλα το χέρι μου πάνω στο μάγουλο του και τον ανάγκασα να με κοιτάξει
«Έντουαρντ... με κοίταξε χωρίς να μιλήσει, ανέκφραστος, άλλα όχι ψυχρός... δεν της είπα τίποτα από όσα συνέβησαν... ούτε και όσα μου είπες στην τάξη... θέλω να με πιστέψεις» του είπα παρακλητικά και ένευσε χωρίς να μου απαντήσει... η περίεργη σιωπή του είχε αρχίσει να με αγχώνει αλλά δεν τόλμησα να του πω κάτι άλλο.
Εκείνος πήγε προς την πόρτα και την στιγμή που έβαλε το χέρι του πάνω στο κλειδί πήρε μια βαθιά ανάσα και είδα όλην την αυτοκυριαρχία του να επιστρέφει...
«στις επτά η ώρα θα περάσω απο το σπίτι σου να σε πάρω» είπε χωρίς να μου δίνει το δικαίωμα να φέρω αντίρρηση σε αυτό
«δεν βγαίνω με αγνώστους» του είπα χαμογελώντας και ανασήκωσε το φρύδι του
«ευτυχώς για σένα εγώ βγαίνω» είπε μόνο και γύρισε το κλειδί για να φύγει
«Έντουαρντ... τον σταμάτησα και γύρισε πάλι την ματιά του προς το μέρος μου, με την ίδια ανέκφραστη μάσκα που είχα συνηθίσει απο εκείνον... σου έχω εμπιστοσύνη» μην με προδώσεις... τον παρακάλεσα με την ματιά μου
«να είσαι έτοιμη... δεν μου αρέσει να με στήνουν» είπε μόνο ανέκφραστος και έφυγε.
Όλη η υπόλοιπη μέρα κύλησε με μεγάλη ένταση... δεν ήξερα τι ήθελα... δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω... αναμφισβήτητα τον αγαπούσα βαθιά... αυτό το ήξερα απο το πρώτο μας φιλί... απο το πρώτο του άγγιγμα αλλά αυτός ο Έντουαρντ με φοβίζει... με έκανε να νιώθω ότι ο σκοπός του ήταν κάτι πέρα απο αγάπη... ένιωθα ότι και εκείνος ένιωθε την ίδια έλξη... ένιωθα ότι και εκείνος νοιαζόταν για μένα... αλλά ήταν αυτό αρκετό για να σταματήσει την εκπλήρωση του σκοπού του?
Ήταν αρκετό για να μην με σκοτώσει? Δεν ξέρω... το μυαλό μου στρόφαρε γρήγορα, όλα τα κομμάτια του παζλ είχαν βρει την θέση τους και η εικόνα του με τρόμαζε τόσο πολύ... όταν έφτασε η ώρα να ετοιμαστώ καθόμουν μπροστά απο την ντουλάπα μου αναποφάσιστη, μέχρι που κατέληξα σε ένα στενό τζιν και σε μια αυτοσχέδια μπλούζα απο το αγαπημένο μου φουλάρι... το πέρασα απο την πλάτη μου και φέρνοντας το μπροστά χιαστή απο το στήθος μου, το έδεσα στον λαιμό μου... έβαλα τις μπαλαρίνες μου και το τζιν μπουφάν μου και κατέβηκα να πάρω την τσάντα μου ακριβώς την στιγμή που άκουσα το κορνάρισμα έξω απο το σπίτι.
Την στιγμή που ακούμπησα το πόμολο για να ανοίξω την πόρτα... το γνωστό μούδιασμα στην σπονδυλική μου στήλη ήρθε για να με προειδοποιήσει για το τι θα επακολουθήσει... πήρα μια βαθιά ανάσα και γύρισα προς το μέρος της σκάλας μέχρι που τον είδα ακίνητο μες τα μαύρα ντυμένος, με σταυρωμένα τα χέρια του στο στήθος να με κοιτάει με τα μαύρα σαν πίσσα μάτια του πίσω απο την μάσκα του σκι.
«αλήθεια πίστεψες ότι ένα φιλί θα με έκανε να αλλάξω γνώμη?» είπε με την ανατριχιαστικια σατανική του φωνή και πάγωσα... έψαχνα να κρατήσω την ψυχραιμία μου αλλά τα πόδια μου άρχιζαν να λυγίζουν... κατέβηκε ένα σκαλί.
«αλήθεια πίστεψες ότι θα με άγγιζαν τα λόγια σου?» είπε και κατέβηκε άλλο ένα σκαλί
«αλήθεια πίστεψες ότι θα έβαζα την θυσία σου, πάνω απο εσένα?» συνέχισε και άρχισα να πισωπατώ προς την κουζίνα έχοντας χάσει την λαλιά μου
«τι θες απο μένα?» τον ρώτησα ξεψυχισμένα με τρεμάμενη φωνή και έσβησε την απόσταση που μας χώριζε ακινητοποιώντας με το σώμα του
«θέλω να τα παρατήσεις... θέλω το σώμα σου... και δεν θα κάνω πίσω αν δεν το πάρω» είπε με την ίδια ανατριχιαστική φωνή
«και τι σε εμποδίζει να το πάρεις?» ρώτησα σαστισμένη και έβαλε τα χέρια του πάνω στα δικά μου
«τίποτα» είπε ήρεμα και τότε ένιωσα ο αέρας στα πνευμόνια μου να λιγοστεύει μόνο με την ματιά του.
Όπως και το πρώτο βράδυ... ένιωσα έναν αέρα να διαπερνά το σώμα μου τόσο απαλό σαν σύννεφο και να νεκρώνει τις αισθήσεις μου... δεν μπορούσα να κουνηθώ... δεν μπορούσα να αναπνεύσω... δεν μπορούσα σκεφτώ... καθόμουν ακίνητη περιμένοντας την μοίρα μου, μέχρι που το σπάσιμο του τζαμιού που ήταν δίπλα μας με έκανε να αποπροσανατολιστώ... γύρισα την ματιά μου προς την μεριά του ήχου και ξαφνικά βρισκόμουν στο ίδιο σημείο με πριν, μπροστά απο την πόρτα να κοιτάω το χερούλι και να είμαι έτοιμη να ανοίξω την πόρτα.
Ο ήχος απο τα βήματα πίσω μου, με έκαναν να γυρίσω απότομα και μόλις αντίκρισα την ματιά του Έντουαρντ γύρισα όλο μου το σώμα απότομα και το κόλλησα πάνω στην πόρτα.
«πάρε ανάσες Μαρίνα» είπε με αγωνία στην φωνή του και σάστισα
Κοίταζα γύρω μου προσπαθώντας να καταλάβω τι μου είχε συμβεί... τα πνευμόνια μου διαμαρτύρονταν απο την απώλεια του αέρα αλλά εγώ δεν μπορούσα ακόμα να βγω στην επιφάνεια... κοίταζα μια εκείνον και μια προς την σκάλα προσπαθώντας να καταλάβω τι έχει συμβεί... εκείνος με άφησε και έτρεξε προς το πάνω πάτωμα και μόλις τον έχασα απο τα μάτια μου άφησα το σώμα μου να πέσει στο πάτωμα άδειο.
Έτρεμα ολόκληρη και πάλευα να βρω την αναπνοή μου χωρίς επιτυχία... τα χέρια του πάνω στα μπράτσα μου με ταρακούνησαν και για πρώτη φορά η επαφή του με έκανε να θέλω να ουρλιάξω...
«πάρε ανάσες Μαρίνα μην τα παρατάς τώρα» είπε με άγρια φωνή και έμεινα να τον κοιτάζω ασθμαίνοντας.
Με σήκωσε απο το πάτωμα και με ανάγκασε να κάτσω στον καναπέ βάζοντας το κεφάλι να ακουμπήσει πάνω στα γόνατα μου... και αυτή η κίνηση έκανε πιο εύκολη την είσοδο του αέρα στα πνευμόνια μου... μετά απο αρκετές δόσεις αέρα άρχισα να επανέρχομαι σιγά σιγά αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό και εκείνος το κατάλαβε αμέσως
«που έχεις τις κάψουλες σιδήρου?» με ρώτησε απαιτητικά
«στην τσάντα μου» είπα με δυσκολία και έδειξα με τρεμάμενο χέρι προς την πόρτα και εκείνος έτρεξε και αφού μου την έφερε πήγε να μου φέρει νερό.
Προσπάθησα να ανοίξω το καπάκι, μόλις πήρα το μπουκαλάκι στα χέρια μου αλλά ήμουν τόσο σοκαρισμένη ακόμα που δεν μπορούσα να συντονίσω τα χέρια μου και εκείνος το πήρε απο τα χέρια μου και αδειάζοντας δύο ταμπλέτες μέσα στην χούφτα μου με διέταξε να τις πιω, δίνοντας μου το ποτήρι με το νερό.
Έσκυψε στο πάτωμα και με ανάγκασε να τον κοιτάξω στα μάτια...
«γιατί μου το κάνεις αυτό?» κλαψούρισα μόλις κατάφερα να βρω την φωνή μου
«Μαρίνα κοιτάμε καλά στα μάτια... είσαι σίγουρη ότι ήμουν εγώ?»
«αφού σε είδα... μπορεί να φορούσες μάσκα αλλά ξέρω ότι ήσουν εσύ»
«όπως στο ατύχημα εχθές?» μου είπε με νόημα?
«τι θες να πεις?»
«σε κάνει να νομίζεις ότι είμαι εγώ Μαρίνα»
«με κάνει ποιος? Δεν καταλαβαίνω»
«βλέπεις είσαι περιζήτητη»
«το χιούμορ σου σπάει κόκαλα» του ανταπάντησα αρχίζοντας να γυρίζει η λογική
«δεν κάνω πλάκα Μαρίνα... πρέπει επιτέλους να καταλάβεις ότι η ζωή σου μετράει ώρες και πρέπει επιτέλους να λογικευτείς και να αρχίζεις να την προστατεύεις»
«έχει νόημα?»
«έχει» τόνισε και είδα ότι το εννοούσε
«γιατί?»
«γιατί έχει, Μαρίνα και δεν θα σε αφήσω να τα παρατήσεις»
«ναι σωστά το ξέχασα αυτό... δεν πρόκειται να αφήσεις κανέναν να πειράξει την «υγιή κόρη» που χρειάζεσαι για την θυσία σου» τον ειρωνεύτηκα όλο νόημα και γέλασε
«βλέπω ότι συνήλθες... είπε με το σατανικό του χαμόγελο και του ξίνισα τα μούτρα... έλα να σου φτιάξω να φας κάτι πριν σωριαστείς κάτω» είπε και με ανάγκασε να κάτσω σε ένα σκαμπό στον πάγκο της κουζίνας και αφού μου έφερε το ποτήρι με το νερό άρχισε να γυρίζει στην κουζίνα σαν σίφουνας για να μου ετοιμάσει ένα σάντουιτς για να με κάνει κάνει να ηρεμήσω απο το σοκ.
«προσπαθείς να με κάνεις να γίνω υγιής για να μπορέσεις να ολοκληρώσεις την θυσία σου?» του πέταξα ειρωνικά και άπλωσα το κορμί μου μπροστά στον πάγκο βάζοντας το σαγόνι μου πάνω στο χέρι μου και τον κοίταξα προκλητικά
«δεν νομίζω ότι είναι συνετό να προκαλείς τον εκτελεστή σου» μου πέταξε με την ίδια ψυχρότητα που είχα συνηθίσει.
«σου έχω νέα... συνέχισα αφήνοντας ασχολίαστη την απάντηση του... δεν πρόκειται να αλλάξει αυτό που έχω... γι αυτό καλό θα είναι να τα παρατήσεις και να αρχίσεις να ψάχνεις νέο θύμα» συνέχισα το ίδιο προκλητικά και κόβοντας απότομα την ντομάτα μια σταγόνα απο το ζουμί της πετάχτηκε στο πρόσωπο μου αλλά δεν έκανα τον κόπο να την απομακρύνω
«πότε ακριβώς θα γυρίσει η μητέρα σου... συνέχισε και ένιωσα μια νότα εκνευρισμού... ωραία τον είχαν αγγίξει τα λόγια μου... πρέπει επιτέλους να καταλάβεις, ότι δεν πρέπει να προκαλείς την τύχη σου και όσο θα λείπει εκείνη να μην μένεις ποτέ μόνη» απαίτησε και κρυφογέλασα
«νομίζω ότι έχεις κάνει απόλυτα σαφές ότι δεν πρόκειται να αφήσεις κανέναν να πειράξει την «υγιή κόρη» που χρειάζεσαι για την θυσία σου... και επειδή μου αρέσει η μοναξιά μου... τι έχω να φοβηθώ? Όταν έχω εσένα να με φροντίζεις» τον κοίταξα με ύφος και εκείνος με δολοφονική ματιά
«ξέρεις έχω και άλλες δουλειές να κάνω απο το να κάνω την νταντα σε ένα ανώριμο κορίτσι που δεν θέλει να καταλάβει πόσο κοντά είναι στην άκρη του νήματος»
«λέω να το ρισκάρω» του ανταπάντησα και εκείνος έγινε πιο έξαλλος
«Μαρίνα σταμάτα να προκαλείς την τύχη σου» είπε άγρια πλησιάζοντας το πρόσωπο του στο δικό μου
«τι είναι αυτό που σε εμποδίζει να το κάνεις?» των ρώτησα ωμά
«το να σε σκοτώσω είναι το μόνο εύκολο... είπε τονίζοντας την κάθε λέξει ξεχωριστά... ο θάνατος σου όμως πρέπει να έχει κάποιο νόημα... και να το κάνω πάνω σε παρόρμηση απλά δεν με ικανοποιεί»
«μμμμ... ενδιαφέρουσα τροπή... είπα χλευάζοντας τον... οπότε έχω χρόνο μέχρι να συμβιβάσεις τα θέλω με τα πρέπει» συνέχισα χαμογελώντας με σατανικό χαμόγελο και τότε με μια κίνηση που δεν πρόλαβα καν να δω ήρθε πίσω μου και με γύρισε προς το μέρος του ακινητοποιώντας με με τα χέρια του
«σου φαίνονται όλα αστεία?»
«γιατί όχι... θα πεθάνω, που θα πεθάνω... γιατί να μην το διασκεδάσω και λίγο» συνέχισα με τον ίδιο τόνο και εκείνος έχασε πια το προσωπείο του... οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί και αυτό δεν του άρεσε καθόλου.
«Μαρίνα καταλαβαίνεις τι λες?» μου πέταξε έξαλλος
«απόλυτα» είπα και φέρνοντας το ένα μου πόδι πάνω στο άλλο, σταύρωσα τα χέρι μου μπροστά στο στήθος και συνέχισα να τον κοιτώ
«η γνώση ότι οι ώρες σου είναι μετρημένες, δεν σε αγγίζει καθόλου?... με ρώτησε δύσπιστα... έχεις μπροστά σου τον εκτελεστή σου και αντί να κάνεις τα πάντα για να προστατέψεις τον εαυτό σου ώστε να με πείσεις να μην το κάνω με προκαλείς για να το επισπεύσω?»
«τι νόημα έχει? Έτσι κι αλλιώς εσύ θα το κάνεις... αλλά απο την άλλη... συνέχισα σκεπτική... μήπως τελικά αυτό είναι το όλο θέμα?... μήπως τελικά δεν με σκοτώνεις γιατί θες πρώτα να με δεις να λυγίζω και να σε παρακαλάω για το αντίθετο?» γούρλωσα τα μάτια απο την διαπίστωση και τότε άρχισα να γελάω δυνατά, βάζοντας το χέρι μου μπροστά στο στόμα μου... εντελώς ικανοποιημένη με τον εαυτό μου.
«μην είσαι ανόητη... δεν είναι αυτός ο λόγος» συνέχισε πιο έξαλλος και δυνάμωσε την δύναμη του στα μπράτσα μου για να με συνεφέρει πονώντας με
«τότε ποιος είναι?» τον προκάλεσα ακόμα γελώντας
«αυτό δεν σε αφορά» μου πέταξε και με άφησε απο το κράτημα του πετώντας με άτσαλα για να χτυπήσω την πλάτη μου στον πάγκο... ο πόνος που ένιωσα με έκανε να γελάσω περισσότερο... τον είχα φέρει στα όρια του και δεν μπορούσε να βρει κάποιο επιχείρημα για να αντιστρέψει την κατάσταση και αυτό τον εκνεύρισε περισσότερο...
«τι είναι το τόσο σημαντικό τελικά σε μένα?» συνέχισα πιο δυναμικά και με κοίταξε αδιάφορα
«άσχημα γονίδια»
«αυτό είναι μόνο?... είπα και χαχάνισα για άλλη μια φορά δυνατά... αυτή είναι η μόνη εξήγηση που έχεις να μου δώσεις?»
«αυτή είναι η μόνη αλήθεια»
«και εσύ τι θα κερδίσεις απο όλα αυτά?» με κοίταξε μέσα στα μάτια και πάλευε με όλο του το είναι... η ματιά του ψυχρή όλο του το σώμα ακίνητο και εκείνος αμίλητος
«γιατί δεν το κάνεις?» τον ρώτησα πιο προκλητικά και άρχισα να πλησιάζω το κορμί μου προς το δικό του χωρίς να κατεβαίνω απο το σκαμπό
«τι σε σταματάει?» συνέχισα αλλά η μορφή του δεν άλλαζε παρέμενε στην θέση του με την ένταση να μαίνετε μέσα στην ματιά του
«είχες την ευκαιρία σου στον Αρχάγγελο... τι σε σταμάτησε»
«νομίζεις ότι όλα αυτά θα με λυγίσουν για να με κάνεις να μιλήσω?»
«νομίζω ότι έχεις λυγίσει ήδη αλλά είσαι πολύ εγωιστής για να το παραδεχτείς»
«έτσι νομίζεις?» είπε και με άρπαξε απο το χέρι
«που με πας?» του είπα εξαγριωμένη και είδα στο πρόσωπο του να γυρίζει το σατανικό του χαμόγελο
«εκεί που είχα σκοπό να σε πάω απο την αρχή» δήλωσε μόνο και με έβγαλε έξω απο το σπίτι.
Σε όλην την διαδρομή δεν έβγαλε άχνα... έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα και όλο μου το κορμί άρχισε να τρέμει... όπως τον κρατούσα σφιχτά ένιωθα την ικανοποίηση που έπαιρνε απο το τρέμουλο που μου δημιουργούσε αυτή η περίεργη σιωπή και η απότομη αλλαγή στην συμπεριφορά του... η μηχανή μούγκριζε και το μυαλό μου γύριζε απο την δύναμη του ανέμου στο πρόσωπο μου... δεν θα σου περάσει... είπα απο μέσα μου με πείσμα και παίρνοντας άλλη μια ανάσα άρχισα να βρίσκω τις ισορροπίες μου.
Σταμάτησε μπροστά απο ένα κακόφημο μπαρ με την επιγραφή νέον «Ηλεκτρονικά του Μπο»... μπαίνοντας μέσα ένας ανατριχιαστικός τύπος στην πόρτα με κοίταζε με μισό μάτι... τα τατου που είχε στο σώμα του ήταν τόσο αηδιαστικά όσο και η ίδια του η φάτσα αλλά δεν τον άφησα να με τρομάξει... ο Έντουαρντ άφησε στο ταμείο κάποια χρήματα και περνώντας το χέρι του στην μέση μου άρχισε πάλι να με τραβάει με πιο γρήγορο βήμα προς ένα υπόγειο.
Όταν φτάσαμε με άφησε μπροστά απο ένα μπιλιάρδο και άρχισε να το ετοιμάζει και εγώ έμεινα να τον κοιτάω με απορία... τι στο καλό έχει στο μυαλό του?... το μπιλιάρδο που κολλάει?
«τι ακριβώς ήρθαμε να κάνουμε εδώ?» τον ρώτησα γελώντας και μου απάντησε έτσι απλά
«να παίξουμε μπιλιάρδο» τι?? πάει καλά?? Είπα και γέλασα απο μέσα μου...
«εμμμ... για να είμαι ειλικρινής δεν έχω παίξει ποτέ μου μπιλιάρδο» είπα κάπως ντροπαλά δαγκώνοντας το κάτω μου χείλος κοιτώντας τον μέσα στα μάτια και εκείνος χαμογέλασε με το ίδιο πονηρό χαμόγελο.
«αυτό δεν είναι πρόβλημα... είπε ανασηκώνοντας το ένα του φρύδι παιχνιδιάρικα... διάλεξε μια» είπε ενώ μου έδειξε με μια κίνηση του κεφαλιού του προς τις στέκες και εγώ γύρισα το σώμα μου προς αυτές
Πήρα μια στα χέρια μου και όταν την κράτησα μπροστά μου εκείνος γέλασε εύθυμα...
«τι?» τον ρώτησα περίεργη
«την κρατάς, όπως κρατάνε ένα ρόπαλο... είπε χαμογελώντας πιο πλατιά... έλα θα σου δείξω πως να την χρησιμοποιείς» συνέχισε πριν αντιδράσω στο σχόλιο του και ήρθε με γρήγορο βήμα απο πίσω μου
Έβαλε τα χέρια του στην μέση μου και με παρέσυρε προς το τραπέζι του μπιλιάρδου... έβαλε τα χέρια του πάνω στα δικά μου και τοποθέτησε την στέκα πάνω στο τραπέζι...
«έτσι κρατάνε την στέκα... είπε και κατεύθυνε τα χέρια μου στην σωστή θέση και αφήνοντας το δεξί μου χέρι το έσυρε σε όλο το μήκος του χεριού μου και δεν σταμάτησε μέχρι που το χέρι του έφτασε για άλλη μια φορά στην μέση μου...
«λύγισε την μέση σου... μου είπε ενώ ταυτόχρονα με το χέρι του με έφερνε πιο κοντά του χωρίς να ακουμπήσει το σώμα του στο δικό μου και την στιγμή που ξανά έβαλε το χέρι του πάνω στο δεξί μου χέρι έγειρε κοντά μου και μου ψιθύρισε στο αυτί
«διάλεξε πια μπάλα θες να χτυπήσεις... η ανάσα του στο αυτί μου έστειλε κύματα θερμότητας σε όλο μου το κορμί και με έκανε ανίκανη να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο εκείνη την στιγμή... η κίτρινη νομίζω ότι είναι ένας πολύ καλός στόχος» συνέχισε δροσίζοντας με την αναπνοή του τον λαιμό μου που είχε πάρει φωτιά
«το κόκκινο είναι το αγαπημένο μου χρώμα» του είπα εγώ χωρίς να το σκεφτώ και εκείνος χαμογέλασε
«την κόκκινη τότε... είπε παιχνιδιάρικα και έφερνε το χέρι του μπρος πίσω στον κύκλο με στόχο την λευκή... μισόκλεισα τα μάτια για να εστιάσω την λευκή και ύστερα την κόκκινη.
«είσαι λίγο πιο έξω» του είπα και εκείνος χαμογέλασε
«τι βάζεις στοίχημα?»
«πέντε δολάρια» του είπα και γέλασε κουνώντας το κεφάλι του
«το μπουφάν σου»
«θες το μπουφάν μου?» ρώτησα δύσπιστα
«θέλω να το βγάλεις» είπε και με την κίνηση που έκανε ένιωσα το χέρι μου να τραντάζετε και η άσπρη μπάλα βρήκε ακριβώς τον στόχο της και έκανε όλες τις άλλες μπάλες να διασκορπιστούν και εντυπωσιάστηκα.
Χωρίς να πει τίποτα άφησε τα χέρια του απο τα δικά μου και βάζοντας τα στο γιακά του μπουφάν μου άρχισε να το κατεβάζει αργά και βασανιστικά αναγκάζοντας τα χέρια μου να πάνε προς τα πίσω... στα σημεία που αποκαλυπτόταν η γυμνή μου πλάτη πέρναγε την μύτη του ξυστά σχεδόν ακουμπώντας την ανεπαίσθητα, απολαμβάνοντας το άρωμα που ανέδυε η επιδερμίδα μου και με ένα τρέμουλο στην φωνή τον άκουσα να λέει περισσότερο στον εαυτό του παρά σε μένα.
«μμμμ, άνθη πορτοκαλιάς αναμεμειγμένα με άρωμα βανίλιας» η ανάσα του γαργαλούσε την επιδερμίδα μου κάνοντας την να ανατριχιάζει και όταν έφτασε στο τελευταίο ακάλυπτο σημείο, ένιωσα την άκρη της γλώσσας του να ακουμπάει το τελευταίο κόκαλο της σπονδυλικής μου στήλης που ήταν ακάλυπτο, αφήνοντας εκεί ένα απαλό φιλί με τα χείλια του.
Τα κύματα θερμότητας τώρα γίνανε πυρκαγιά που έκαψε κάθε κύτταρο του κορμιού μου, έκανε το αίμα μου να πάλετε πιο γρήγορα... έκανε την καρδιά μου να καλπάζει και ένας βαθύς αναστεναγμός βγήκε απο τα χείλια μου κάνοντας με να τεντώσω τα χέρια μου προς το τραπέζι του μπιλιάρδου για να στηριχτώ πριν χάσω την ισορροπία μου...
«λοιπόν περιμένω» άκουσα την φωνή του λίγο πιο μακριά απο μένα
«ποιο πράγμα?» των ρώτησα με κομμένη την ανάσα και η απάντηση του μου ήρθε σαν κεραυνός
«μα τι άλλο, να βγάλεις το μπουφάν σου» είπε και σαστισμένη άνοιξα τα μάτια μου απότομα και κοιτώντας προς το τραπέζι του μπιλιάρδου συνειδητοποίησα ότι είχα μείνει στην ίδια στάση και το μπουφάν μου ήταν στην θέση του.
Σήκωσα αργά το κορμί μου χωρίς να έχω εμπιστοσύνη στα πόδια μου που ακόμα τρέμανε απο την επαφή του και προσπάθησα σκληρά να βρω μια λογική σε όλα αυτά... ήταν δυνατόν όλο αυτό να ήταν μόνο στην φαντασία μου?... γιατί το μυαλό μου, μου παίζει τόσο άσχημο παιχνίδι?
Γύρισα να τον αντικρίσω και τον είδα να στέκεται μερικά βήματα μακριά μου με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα... με μια γρήγορη κίνηση έβγαλα το μπουφάν μου και το πέταξα απάνω του... εκείνος με κοίταζε με θαυμασμό ανασηκώνοντας το ένα του φρύδι και αφού έβαλε στην άκρη το μπουφάν μου ήρθε πάλι κοντά μου με απειλητικά βήματα και σταματώντας ακριβώς σε απόσταση αναπνοής απο μένα, έβαλε τα χέρια του στους ώμους μου και με γύρισε και πάλι προς το τραπέζι του μπιλιάρδου.
Πέρασε και πάλι τα χέρια του κατά μήκος των χεριών μου μέχρι να τα τοποθετήσει στην προηγούμενη τους θέση πιάνοντας την στέκα μαζί με τα δικά μου χέρια... το σώμα μου ήταν ήδη σε υπερένταση και με αυτήν την κίνηση η αναπνοή μου άρχισε να γίνετε πιο γρήγορη, ενώ η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει τόσο γρήγορα που ένιωθα ότι θα διαλύσει το στήθος μου... δεν έχω ιδέα πως κατάφερα να πνίξω το αγκομαχητό που ερχόταν με βία μέσα απο το στερνό μου για να με προδώσει άλλα στάθηκα δυνατή και το έπνιξα την τελευταία στιγμή.
«πέντε δολάρια ότι δεν μπορείς να βάλεις σε τσέπη την μπλε δίχρωμη» τον προκάλεσα και άφησε ένα γελάκι να του ξεφύγει την στιγμή που έβαλε το σαγόνι του πάνω στον ώμο μου, κολλώντας το κεφάλι του στο δικό μου για να έχει καλύτερη οπτική.
«δεν θέλω τα λεφτά σου» μου είπε μόνο και γυρίζοντας το βλέμμα μου στο δικό του είδα ένα λακκάκι να σχηματίζετε και η εσωτερική μου θερμοκρασία άρχισε να ανεβαίνει άλλον έναν βαθμό κάνοντας την καρδιά μου να χάσει ένα χτύπο.
Με το σώμα του με ανάγκασε να χαμηλώσω ακόμα πιο κοντά στο τραπέζι και παίρνοντας τα μάτια του απο τα δικά μου, χτύπησε με την στέκα ξανά την άσπρη μπάλα και βρίσκοντας ακριβώς τον στόχο του η μπλε δίχρωμη μπήκε στην αριστερή τσέπη... γέλασε αυτάρεσκα και με κοίταξε ανασηκώνοντας το ένα του φρύδι.
«εντάξει μπορώ να πω ότι έχω εντυπωσιαστεί... αλλά δεν ορίσαμε ποτέ το στοίχημα» του είπα γελώντας
«μου χρωστάς... θα έρθω μια μέρα να συλλέξω τις οφειλές» είπε με βαθιά φωνή τονίζοντας την κάθε λέξη ξεχωριστά και ένα μούδιασμα διαπέρασε όλην την σπονδυλική μου στήλη... γιατί κάτι μέσα μου, μου έλεγε ότι εννοούσε κάτι περισσότερο απο αυτό που δήλωνε? Μήπως τελικά είχε πάρει την απόφαση του και με έφερε εδώ για να δοκιμάσει τις αντοχές μου? ή μήπως με προκαλούσε για να λυγίσω... όλη του η συμπεριφορά άρχισε να βγάζει νόημα... αλλά δεν θα του έκανα την χάρη... αν θέλει πόλεμο θα τον έχει.
«ωωω συγνώμη δεν ήξερα ότι είχαμε επισκέψεις» ακούστηκε μια φωνή απο το βάθος και γυρίσαμε ταυτόχρονα προς το μέρος του.
«βρε καλώς τον» είπε ανάλαφρα ο Εντουαρντ και με απελευθέρωσε απο τα δεσμά του.
«δεν μου πεις ότι είναι τόσο όμορφη»
«ούτε σε εκείνην πόσο δυσάρεστος είσαι εσύ» του απάντησε ο Έντουαρντ και όταν ήρθε κοντά μας μου έτεινε το χέρι του
«λέγε με Έμετ έρωτα» είπε παιχνιδιάρικα και του έδωσα και εγώ το δικό μου με δισταγμό
«Μαρίνα» δήλωσα και χαμογέλασε
«διακόπτω τίποτα?» ρώτησε με βλέμμα όλο νόημα
«όχι» είπα την στιγμή που ο Έντουαρντ είπε «ναι» και ο Έμετ έπεσε παιχνιδιάρικα απάνω του και άρχισαν να παλεύουν σαν μικρά παιδιά που προσπαθούσαν να διεκδικήσουν ένα παιχνίδι μόνο που αυτή η μάχη ήταν πολύ πιο άγρια.
Κυλιόντουσαν στο πάτωμα ενώ τα κορμιά τους χτύπαγαν στο πάτωμα και τα χέρια τους χτυπάγανε με ορμή ο ένας τον άλλον... η μπλούζα του Έντουαρντ άρχισε να γίνεται κομμάτια και φαινόταν πολύ καθαρά ότι ο Έμετ είχε το πάνω χέρι... τα γέλια τους όμως με αποπροσανατόλιζαν και δεν μπορούσα να καταλάβω αν τελικά αυτή η μάχη γινόταν για πλάκα ή πραγματικά πάλευαν μέχρι τελικής πτώσης...
Κάποια στιγμή ο Έντουαρντ πήρε το πάνω χέρι και όταν τον καβάλησε χωρίς να σταματάει να παλεύει μαζί του ο Έμετ τράβηξε την μπλούζα με περισσότερη δύναμη και εκείνη έγινε κομμάτια αποκαλύπτοντας την πλάτη του Έντουαρντ... έμεινα με το στόμα ανοιχτό απο το σοκ κοιτώντας την πλάτη του... δύο βαθιές τομές διατρέχαν κατά μήκος... Ξεκινούσα κοντά στα νεφρά, στενεύοντας ψηλότερα, για να σχηματίσουν ένα Λ... το σοκ που με διαπέρασε μου έκοψε την ανάσα απο τον τρόμο, κάνοντας αυτόματα την σύγκριση... αυτή η ουλή ήταν ακριβώς η ίδια ουλή που είχε ο άπτερος άγγελος πάνω στο βαγόνι στον «Αρχάγγελο»... πόσα περισσότερα στοιχεία χρειαζόμουν για να καταλάβω την αλήθεια... τόσο καιρό τον θεωρούσα άγγελο και τελικά κατάλαβα ότι δεν είχα πέσει και τόσο έξω τελικά... πριν το καταλάβει κανείς απο τους δύο προσπάθησα με μεγάλο κόπο να ανακτήσω την ψυχραιμία μου γυρίζοντας το σώμα μου προς την άλλη μεριά ψάχνοντας απεγνωσμένα για αντιπερισπασμό... βρίσκοντας την κόκα κόλα που μας είχαν φέρει την ώρα που παίζαμε, άρχισα να πηγαίνω προς το μέρος της και την ώρα που την πήρα στα χέρια μου άκουσα τον Έμετ που γέλαγε και πήρα μια ανάσα.
«άντε βρε φύγε απο πάνω μου» μούγκρισε και ο Έντουαρντ σηκώθηκε και δίνοντας το χέρι του τον βοήθησε να σηκωθεί
«δώσε μου την μπλούζα σου» του είπε μισό αστεία, μισό σοβαρά και βγάζοντας την κουρελιασμένη του μπλούζα τα σημάδια φάνηκαν πιο καθαρά και η ανάσα μου έγινε πιο γρήγορη...
«εσύ τι λες Μαρίνα, να του δώσω την μπλούζα μου?» ο Έντουαρντ ρίχτηκε παιχνιδιάρικα απάνω του πριν προλάβω να πω κάτι και ο Έμετ σήκωσε τα χέρια του ψηλά προς υπεράσπιση
«εεε ήρεμα φίλε, μια πλάκα κάναμε» είπε και βγάζοντας την μπλούζα του, του την πέταξε στα μούτρα και ο Έντουαρτν αμέσως την φόρεσε
«πάμε να φύγουμε απο εδώ» μου είπε γυρίζοντας προς το μέρος μου και το ύφος του έδειχνε να μην παίρνει αντίρρηση στα λόγια του
«που πάμε» ρώτησα εγώ προσποιούμενη την αδιάφορη και χωρίς να αλλάζει ύφος απάντησε μόνο
«θα δεις» και βγήκαμε απο το μπιλιαρδάδικο με βήμα ταχύ...
Με ανάγκασε να ανέβω πάλι στην μηχανή του και άρχισε να τρέχει με μανία προς το σπίτι... δεν ξέρω που αποσκοπούσε όλη αυτή η στάση του αλλά ξέρω ότι τον είχα βγάλει εκτός εαυτού... ότι και να ήθελε να πετύχει με αυτήν την έξοδο είχε αποτύχει και τώρα δεν μπορούσε να κρύψει πια τον εκνευρισμό του.
Φτάνοντας στο σπίτι της Άλις δεν έκανε καν τον κόπο να κατέβει...
«μπες μέσα και μην κουνηθείς απο εκεί» διέταξε και γέλασα καθώς κατέβαινα απο το την μηχανή του
«νομίζω ότι ήμουν σαφές πριν» είπα μόνο και άρχισα να προχωρώ προς το σπίτι μου με τα πόδια και εκείνος με ακολουθούσε με την μηχανή
«γιατί ρισκάρεις τόσο την ζωή σου»
«εσύ ο ίδιος είπες ότι μετράω ώρες... γιατί να μην τις περάσω όπως γουστάρω εγώ? Ή μήπως αυτό θα σε φέρει σε δυσκολότερη θέση και θα αναγκαστείς να κάνεις υπερωρίες πάνω στο δέντρο έξω απο το δωμάτιο μου και θα χάσεις την δική σου διασκέδαση?» τον προκάλεσα και όταν έφτασα στο σπίτι σταμάτησε την μηχανή του ακριβώς έξω απο αυτό και με κοίταζε με ένα ανεξιχνίαστο ύφος
«είσαι ευπρόσδεκτος αν θες να μου κάνεις παρέα ώστε να μην ξεροσταλιάζεις μόνος σου στο αγιάζι» του είπα την ώρα που ξεκλείδωνα την πόρτα
«καληνύχτα αγγελούδι» είπε ειρωνικά και αυτό ήταν η λέξη που με έκανε να ξεπεράσω τον εαυτό μου.
«καληνύχτα πρώην αγγελούδι» του είπα ειρωνικά και την ώρα που πέρασα την πόρτα εκείνος με μια κίνηση έσπρωξε την πόρτα με δύναμη και με έκανε να πέσω στο πάτωμα απότομα την στιγμή που η πόρτα χτύπησε με δύναμη πάνω στο τραπεζάκι κάνοντας το λαμπατέρ να πέσει με έναν τεράστιο κρότο στο πάτωμα.
Γύρισα όλο μου το σώμα προς το μέρος του και εκείνος ήρθε και με ακινητοποίησε στο πάτωμα πριν σηκωθώ με όλο το βάρος του σώματος του...
«την βρίσκεις να με προκαλείς? Θες να με κάνεις να βγω εκτός ορίων? Τι προσπαθείς να πετύχεις με όλα αυτά?»
«ξέρεις η αναμονή συνήθως είναι χειρότερη του αποτελέσματος... γι αυτό αν έχεις σκοπό να κάνεις κάτι κάντω» τον προκάλεσα άγρια και είδα την ματιά του πιο άγρια απο ποτέ
«γιατί το είπες, αυτό πριν?» η φωνή του αντηχούσε στα αφτιά μου και με έκανε να πονέσω
«για πόσο χαζή με περνάς? Νομίζεις ότι δεν κατάλαβα τις ομοιότητες? Έχεις χάσει τα φτερά σου έτσι δεν είναι? Και για κάποιο λόγο πιστεύω ότι η αιτία είμαι εγώ, σωστά? Γι αυτό με μισείς τόσο πολύ... θες εκδίκηση... αλλά δεν θα σου περάσει Έντουαρντ... εγώ δεν πρόκειται να καταθέσω τα όπλα ότι και να κάνεις... του πέταξα στα μούτρα... και ένιωσα την οργή του να βγαίνει βίαια μέσα απο το κορμί του... τι σε σταματάει? Έχεις την ευκαιρία σου εκμεταλλεύσου την... ΤΩΡΑ» τελείωσα την φράση μου με όση οργή είχα μέσα μου και εκείνος άρχισε πάλι να μάχεται με τον εαυτό του... ήταν τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά ώστε να εκπληρώσει τον λόγο για τον οποίο είχε έρθει στην ζωή μου.
«συγχαρητήρια... είπε στο τέλος χωρίς κανένα συναίσθημα... κέρδισες... είπε και έφυγε απο πάνω μου... ελπίζω τώρα να είσαι ικανοποιημένη... που κατάφερες το ακατόρθωτο» συνέχισε και ένας πόνος διαπέρασε το στήθος μου και με έκανε να λυγίσω
«Έντουαρντ» είπα πιο μαλακά αλλά μου είχε την πλάτη του γυρισμένη
«πήγαινε απάνω να ξεκουραστείς... θα είμαι στο σαλόνι αν χρειαστείς κάτι» είπε και σηκώθηκα αργά πλησιάζοντας τον.
Έβαλα το χέρι μου πάνω στην πλάτη του και τσιτώθηκε αλλά δεν γύρισε να με κοιτάξει... πέρασα το χέρι μου απο τα σημεία που θυμώνουν ότι είναι τα σημάδια και ένιωσα το κορμί του ανεπαίσθητα να τρέμει αλλά και πάλι δεν γύριζε... έμενε ακίνητος και μαρμαρωμένος στην ίδια θέση και μπαίνοντας μπροστά του έβαλα το ένα μου χέρι πάνω στο μάγουλο του και τον ανάγκασα να με κοιτάξει.
«μίλησε μου» τον παρακάλεσα αλλά κοίταξε αλλού αποφεύγοντας την ματιά μου
«εγώ το προκάλεσα αυτό?» τον ρώτησα και άφησα στην ματιά μου να φανεί όλος ο πόνος που μου είχε προκαλέσει η γνώση... με κοίταξε για μια στιγμή και πήρε μια βαθιά αναπνοή.
«σου χάρισα την ζωή... δεν νομίζω ότι σου χρωστάω τίποτα άλλο» είπε ψυχρά και με κοίταξε με έχθρα στα μάτια.
Ώστε αυτό ήταν όλο?... με δελέαζε τόσο καιρό κάνοντας με να πιστέψω ότι ενδιαφερόταν για μένα, μόνο και μόνο για την ηλίθια θυσία του?... και τώρα τι? προστατεύει την ζωή μου για την περίπτωση που θα αλλάξει γνώμη?
«τότε σε αυτήν την περίπτωση... καληνύχτα... του είπα δείχνοντας του την έξοδο... σε ευχαριστώ για όσα έκανες αλλά δεν θα χρειαστώ άλλο τις υπηρεσίες σου» του είπα το ίδιο ψυχρά και παραμέρισα για να περάσει
«είσαι σίγουρη γι αυτό?» με ρώτησε ειρωνικά
«για να σκεφτώ... είπα τρίβοντας το πιγούνι μου... εμφανίστηκες όταν ο άλλος προσπάθησε να με σκοτώσει... όσο ήσουν απών άλλο τόσο ήταν και αυτός... μόλις έκανες την κίνηση σου, το ίδιο έκανε και εκείνος... άρα η κόντρα είναι μεταξύ σας και όχι μαζί μου... οπότε εφόσον τα παράτησες εσύ το ίδιο θα κάνει και εκείνος» του δήλωσα ψυχρά και γέλασε αυτάρεσκα
«αν αυτό σε κάνει να νιώθεις καλύτερα, τότε καλά κάνεις και το βλέπεις έτσι»
«απο την στιγμή που έχασες την ευκαιρία σου, εσένα τι σε νοιάζει με ποιον τρόπο θα πεθάνω? Δεν είσαι ο φύλακας άγγελος μου... δεν είσαι καν άγγελος πια για να με προστατεύεις... γι αυτό μην χαλάς την διασκέδαση σου για μένα» αυτό τον εξόργισε περισσότερο και έκανε ένα απειλητικό βήμα προς το μέρος μου
«μόνη σου θα το φας το κεφάλι σου... αυτό να το έχεις καλά μέσα στο μυαλό σου»
«το οποίο το ορίζεις εσύ και ο φιλαράκος σου με όποιο τρόπο σας γουστάρει» του πέταξα στα μούτρα και γέλασε
«στα τσακίδια Έντουαρντ... και μην σε ξαναδώ μπροστά μου» του είπα και έπιασα την πόρτα για να την κλείσω... με κοίταξε για άλλη μια στιγμή και χωρίς να πει τίποτα άλλο άρχισε να προχωράει προς την έξοδο και την ώρα που πέρασε το κατώφλι του χτύπησα την πόρτα με δύναμη πίσω του.
Ήταν αρκετό για να μην με σκοτώσει? Δεν ξέρω... το μυαλό μου στρόφαρε γρήγορα, όλα τα κομμάτια του παζλ είχαν βρει την θέση τους και η εικόνα του με τρόμαζε τόσο πολύ... όταν έφτασε η ώρα να ετοιμαστώ καθόμουν μπροστά απο την ντουλάπα μου αναποφάσιστη, μέχρι που κατέληξα σε ένα στενό τζιν και σε μια αυτοσχέδια μπλούζα απο το αγαπημένο μου φουλάρι... το πέρασα απο την πλάτη μου και φέρνοντας το μπροστά χιαστή απο το στήθος μου, το έδεσα στον λαιμό μου... έβαλα τις μπαλαρίνες μου και το τζιν μπουφάν μου και κατέβηκα να πάρω την τσάντα μου ακριβώς την στιγμή που άκουσα το κορνάρισμα έξω απο το σπίτι.
Την στιγμή που ακούμπησα το πόμολο για να ανοίξω την πόρτα... το γνωστό μούδιασμα στην σπονδυλική μου στήλη ήρθε για να με προειδοποιήσει για το τι θα επακολουθήσει... πήρα μια βαθιά ανάσα και γύρισα προς το μέρος της σκάλας μέχρι που τον είδα ακίνητο μες τα μαύρα ντυμένος, με σταυρωμένα τα χέρια του στο στήθος να με κοιτάει με τα μαύρα σαν πίσσα μάτια του πίσω απο την μάσκα του σκι.
«αλήθεια πίστεψες ότι ένα φιλί θα με έκανε να αλλάξω γνώμη?» είπε με την ανατριχιαστικια σατανική του φωνή και πάγωσα... έψαχνα να κρατήσω την ψυχραιμία μου αλλά τα πόδια μου άρχιζαν να λυγίζουν... κατέβηκε ένα σκαλί.
«αλήθεια πίστεψες ότι θα με άγγιζαν τα λόγια σου?» είπε και κατέβηκε άλλο ένα σκαλί
«αλήθεια πίστεψες ότι θα έβαζα την θυσία σου, πάνω απο εσένα?» συνέχισε και άρχισα να πισωπατώ προς την κουζίνα έχοντας χάσει την λαλιά μου
«τι θες απο μένα?» τον ρώτησα ξεψυχισμένα με τρεμάμενη φωνή και έσβησε την απόσταση που μας χώριζε ακινητοποιώντας με το σώμα του
«θέλω να τα παρατήσεις... θέλω το σώμα σου... και δεν θα κάνω πίσω αν δεν το πάρω» είπε με την ίδια ανατριχιαστική φωνή
«και τι σε εμποδίζει να το πάρεις?» ρώτησα σαστισμένη και έβαλε τα χέρια του πάνω στα δικά μου
«τίποτα» είπε ήρεμα και τότε ένιωσα ο αέρας στα πνευμόνια μου να λιγοστεύει μόνο με την ματιά του.
Όπως και το πρώτο βράδυ... ένιωσα έναν αέρα να διαπερνά το σώμα μου τόσο απαλό σαν σύννεφο και να νεκρώνει τις αισθήσεις μου... δεν μπορούσα να κουνηθώ... δεν μπορούσα να αναπνεύσω... δεν μπορούσα σκεφτώ... καθόμουν ακίνητη περιμένοντας την μοίρα μου, μέχρι που το σπάσιμο του τζαμιού που ήταν δίπλα μας με έκανε να αποπροσανατολιστώ... γύρισα την ματιά μου προς την μεριά του ήχου και ξαφνικά βρισκόμουν στο ίδιο σημείο με πριν, μπροστά απο την πόρτα να κοιτάω το χερούλι και να είμαι έτοιμη να ανοίξω την πόρτα.
Ο ήχος απο τα βήματα πίσω μου, με έκαναν να γυρίσω απότομα και μόλις αντίκρισα την ματιά του Έντουαρντ γύρισα όλο μου το σώμα απότομα και το κόλλησα πάνω στην πόρτα.
«πάρε ανάσες Μαρίνα» είπε με αγωνία στην φωνή του και σάστισα
Κοίταζα γύρω μου προσπαθώντας να καταλάβω τι μου είχε συμβεί... τα πνευμόνια μου διαμαρτύρονταν απο την απώλεια του αέρα αλλά εγώ δεν μπορούσα ακόμα να βγω στην επιφάνεια... κοίταζα μια εκείνον και μια προς την σκάλα προσπαθώντας να καταλάβω τι έχει συμβεί... εκείνος με άφησε και έτρεξε προς το πάνω πάτωμα και μόλις τον έχασα απο τα μάτια μου άφησα το σώμα μου να πέσει στο πάτωμα άδειο.
Έτρεμα ολόκληρη και πάλευα να βρω την αναπνοή μου χωρίς επιτυχία... τα χέρια του πάνω στα μπράτσα μου με ταρακούνησαν και για πρώτη φορά η επαφή του με έκανε να θέλω να ουρλιάξω...
«πάρε ανάσες Μαρίνα μην τα παρατάς τώρα» είπε με άγρια φωνή και έμεινα να τον κοιτάζω ασθμαίνοντας.
Με σήκωσε απο το πάτωμα και με ανάγκασε να κάτσω στον καναπέ βάζοντας το κεφάλι να ακουμπήσει πάνω στα γόνατα μου... και αυτή η κίνηση έκανε πιο εύκολη την είσοδο του αέρα στα πνευμόνια μου... μετά απο αρκετές δόσεις αέρα άρχισα να επανέρχομαι σιγά σιγά αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό και εκείνος το κατάλαβε αμέσως
«που έχεις τις κάψουλες σιδήρου?» με ρώτησε απαιτητικά
«στην τσάντα μου» είπα με δυσκολία και έδειξα με τρεμάμενο χέρι προς την πόρτα και εκείνος έτρεξε και αφού μου την έφερε πήγε να μου φέρει νερό.
Προσπάθησα να ανοίξω το καπάκι, μόλις πήρα το μπουκαλάκι στα χέρια μου αλλά ήμουν τόσο σοκαρισμένη ακόμα που δεν μπορούσα να συντονίσω τα χέρια μου και εκείνος το πήρε απο τα χέρια μου και αδειάζοντας δύο ταμπλέτες μέσα στην χούφτα μου με διέταξε να τις πιω, δίνοντας μου το ποτήρι με το νερό.
Έσκυψε στο πάτωμα και με ανάγκασε να τον κοιτάξω στα μάτια...
«γιατί μου το κάνεις αυτό?» κλαψούρισα μόλις κατάφερα να βρω την φωνή μου
«Μαρίνα κοιτάμε καλά στα μάτια... είσαι σίγουρη ότι ήμουν εγώ?»
«αφού σε είδα... μπορεί να φορούσες μάσκα αλλά ξέρω ότι ήσουν εσύ»
«όπως στο ατύχημα εχθές?» μου είπε με νόημα?
«τι θες να πεις?»
«σε κάνει να νομίζεις ότι είμαι εγώ Μαρίνα»
«με κάνει ποιος? Δεν καταλαβαίνω»
«βλέπεις είσαι περιζήτητη»
«το χιούμορ σου σπάει κόκαλα» του ανταπάντησα αρχίζοντας να γυρίζει η λογική
«δεν κάνω πλάκα Μαρίνα... πρέπει επιτέλους να καταλάβεις ότι η ζωή σου μετράει ώρες και πρέπει επιτέλους να λογικευτείς και να αρχίζεις να την προστατεύεις»
«έχει νόημα?»
«έχει» τόνισε και είδα ότι το εννοούσε
«γιατί?»
«γιατί έχει, Μαρίνα και δεν θα σε αφήσω να τα παρατήσεις»
«ναι σωστά το ξέχασα αυτό... δεν πρόκειται να αφήσεις κανέναν να πειράξει την «υγιή κόρη» που χρειάζεσαι για την θυσία σου» τον ειρωνεύτηκα όλο νόημα και γέλασε
«βλέπω ότι συνήλθες... είπε με το σατανικό του χαμόγελο και του ξίνισα τα μούτρα... έλα να σου φτιάξω να φας κάτι πριν σωριαστείς κάτω» είπε και με ανάγκασε να κάτσω σε ένα σκαμπό στον πάγκο της κουζίνας και αφού μου έφερε το ποτήρι με το νερό άρχισε να γυρίζει στην κουζίνα σαν σίφουνας για να μου ετοιμάσει ένα σάντουιτς για να με κάνει κάνει να ηρεμήσω απο το σοκ.
«προσπαθείς να με κάνεις να γίνω υγιής για να μπορέσεις να ολοκληρώσεις την θυσία σου?» του πέταξα ειρωνικά και άπλωσα το κορμί μου μπροστά στον πάγκο βάζοντας το σαγόνι μου πάνω στο χέρι μου και τον κοίταξα προκλητικά
«δεν νομίζω ότι είναι συνετό να προκαλείς τον εκτελεστή σου» μου πέταξε με την ίδια ψυχρότητα που είχα συνηθίσει.
«σου έχω νέα... συνέχισα αφήνοντας ασχολίαστη την απάντηση του... δεν πρόκειται να αλλάξει αυτό που έχω... γι αυτό καλό θα είναι να τα παρατήσεις και να αρχίσεις να ψάχνεις νέο θύμα» συνέχισα το ίδιο προκλητικά και κόβοντας απότομα την ντομάτα μια σταγόνα απο το ζουμί της πετάχτηκε στο πρόσωπο μου αλλά δεν έκανα τον κόπο να την απομακρύνω
«πότε ακριβώς θα γυρίσει η μητέρα σου... συνέχισε και ένιωσα μια νότα εκνευρισμού... ωραία τον είχαν αγγίξει τα λόγια μου... πρέπει επιτέλους να καταλάβεις, ότι δεν πρέπει να προκαλείς την τύχη σου και όσο θα λείπει εκείνη να μην μένεις ποτέ μόνη» απαίτησε και κρυφογέλασα
«νομίζω ότι έχεις κάνει απόλυτα σαφές ότι δεν πρόκειται να αφήσεις κανέναν να πειράξει την «υγιή κόρη» που χρειάζεσαι για την θυσία σου... και επειδή μου αρέσει η μοναξιά μου... τι έχω να φοβηθώ? Όταν έχω εσένα να με φροντίζεις» τον κοίταξα με ύφος και εκείνος με δολοφονική ματιά
«ξέρεις έχω και άλλες δουλειές να κάνω απο το να κάνω την νταντα σε ένα ανώριμο κορίτσι που δεν θέλει να καταλάβει πόσο κοντά είναι στην άκρη του νήματος»
«λέω να το ρισκάρω» του ανταπάντησα και εκείνος έγινε πιο έξαλλος
«Μαρίνα σταμάτα να προκαλείς την τύχη σου» είπε άγρια πλησιάζοντας το πρόσωπο του στο δικό μου
«τι είναι αυτό που σε εμποδίζει να το κάνεις?» των ρώτησα ωμά
«το να σε σκοτώσω είναι το μόνο εύκολο... είπε τονίζοντας την κάθε λέξει ξεχωριστά... ο θάνατος σου όμως πρέπει να έχει κάποιο νόημα... και να το κάνω πάνω σε παρόρμηση απλά δεν με ικανοποιεί»
«μμμμ... ενδιαφέρουσα τροπή... είπα χλευάζοντας τον... οπότε έχω χρόνο μέχρι να συμβιβάσεις τα θέλω με τα πρέπει» συνέχισα χαμογελώντας με σατανικό χαμόγελο και τότε με μια κίνηση που δεν πρόλαβα καν να δω ήρθε πίσω μου και με γύρισε προς το μέρος του ακινητοποιώντας με με τα χέρια του
«σου φαίνονται όλα αστεία?»
«γιατί όχι... θα πεθάνω, που θα πεθάνω... γιατί να μην το διασκεδάσω και λίγο» συνέχισα με τον ίδιο τόνο και εκείνος έχασε πια το προσωπείο του... οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί και αυτό δεν του άρεσε καθόλου.
«Μαρίνα καταλαβαίνεις τι λες?» μου πέταξε έξαλλος
«απόλυτα» είπα και φέρνοντας το ένα μου πόδι πάνω στο άλλο, σταύρωσα τα χέρι μου μπροστά στο στήθος και συνέχισα να τον κοιτώ
«η γνώση ότι οι ώρες σου είναι μετρημένες, δεν σε αγγίζει καθόλου?... με ρώτησε δύσπιστα... έχεις μπροστά σου τον εκτελεστή σου και αντί να κάνεις τα πάντα για να προστατέψεις τον εαυτό σου ώστε να με πείσεις να μην το κάνω με προκαλείς για να το επισπεύσω?»
«τι νόημα έχει? Έτσι κι αλλιώς εσύ θα το κάνεις... αλλά απο την άλλη... συνέχισα σκεπτική... μήπως τελικά αυτό είναι το όλο θέμα?... μήπως τελικά δεν με σκοτώνεις γιατί θες πρώτα να με δεις να λυγίζω και να σε παρακαλάω για το αντίθετο?» γούρλωσα τα μάτια απο την διαπίστωση και τότε άρχισα να γελάω δυνατά, βάζοντας το χέρι μου μπροστά στο στόμα μου... εντελώς ικανοποιημένη με τον εαυτό μου.
«μην είσαι ανόητη... δεν είναι αυτός ο λόγος» συνέχισε πιο έξαλλος και δυνάμωσε την δύναμη του στα μπράτσα μου για να με συνεφέρει πονώντας με
«τότε ποιος είναι?» τον προκάλεσα ακόμα γελώντας
«αυτό δεν σε αφορά» μου πέταξε και με άφησε απο το κράτημα του πετώντας με άτσαλα για να χτυπήσω την πλάτη μου στον πάγκο... ο πόνος που ένιωσα με έκανε να γελάσω περισσότερο... τον είχα φέρει στα όρια του και δεν μπορούσε να βρει κάποιο επιχείρημα για να αντιστρέψει την κατάσταση και αυτό τον εκνεύρισε περισσότερο...
«τι είναι το τόσο σημαντικό τελικά σε μένα?» συνέχισα πιο δυναμικά και με κοίταξε αδιάφορα
«άσχημα γονίδια»
«αυτό είναι μόνο?... είπα και χαχάνισα για άλλη μια φορά δυνατά... αυτή είναι η μόνη εξήγηση που έχεις να μου δώσεις?»
«αυτή είναι η μόνη αλήθεια»
«και εσύ τι θα κερδίσεις απο όλα αυτά?» με κοίταξε μέσα στα μάτια και πάλευε με όλο του το είναι... η ματιά του ψυχρή όλο του το σώμα ακίνητο και εκείνος αμίλητος
«γιατί δεν το κάνεις?» τον ρώτησα πιο προκλητικά και άρχισα να πλησιάζω το κορμί μου προς το δικό του χωρίς να κατεβαίνω απο το σκαμπό
«τι σε σταματάει?» συνέχισα αλλά η μορφή του δεν άλλαζε παρέμενε στην θέση του με την ένταση να μαίνετε μέσα στην ματιά του
«είχες την ευκαιρία σου στον Αρχάγγελο... τι σε σταμάτησε»
«νομίζεις ότι όλα αυτά θα με λυγίσουν για να με κάνεις να μιλήσω?»
«νομίζω ότι έχεις λυγίσει ήδη αλλά είσαι πολύ εγωιστής για να το παραδεχτείς»
«έτσι νομίζεις?» είπε και με άρπαξε απο το χέρι
«που με πας?» του είπα εξαγριωμένη και είδα στο πρόσωπο του να γυρίζει το σατανικό του χαμόγελο
«εκεί που είχα σκοπό να σε πάω απο την αρχή» δήλωσε μόνο και με έβγαλε έξω απο το σπίτι.
Σε όλην την διαδρομή δεν έβγαλε άχνα... έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα και όλο μου το κορμί άρχισε να τρέμει... όπως τον κρατούσα σφιχτά ένιωθα την ικανοποίηση που έπαιρνε απο το τρέμουλο που μου δημιουργούσε αυτή η περίεργη σιωπή και η απότομη αλλαγή στην συμπεριφορά του... η μηχανή μούγκριζε και το μυαλό μου γύριζε απο την δύναμη του ανέμου στο πρόσωπο μου... δεν θα σου περάσει... είπα απο μέσα μου με πείσμα και παίρνοντας άλλη μια ανάσα άρχισα να βρίσκω τις ισορροπίες μου.
Σταμάτησε μπροστά απο ένα κακόφημο μπαρ με την επιγραφή νέον «Ηλεκτρονικά του Μπο»... μπαίνοντας μέσα ένας ανατριχιαστικός τύπος στην πόρτα με κοίταζε με μισό μάτι... τα τατου που είχε στο σώμα του ήταν τόσο αηδιαστικά όσο και η ίδια του η φάτσα αλλά δεν τον άφησα να με τρομάξει... ο Έντουαρντ άφησε στο ταμείο κάποια χρήματα και περνώντας το χέρι του στην μέση μου άρχισε πάλι να με τραβάει με πιο γρήγορο βήμα προς ένα υπόγειο.
Όταν φτάσαμε με άφησε μπροστά απο ένα μπιλιάρδο και άρχισε να το ετοιμάζει και εγώ έμεινα να τον κοιτάω με απορία... τι στο καλό έχει στο μυαλό του?... το μπιλιάρδο που κολλάει?
«τι ακριβώς ήρθαμε να κάνουμε εδώ?» τον ρώτησα γελώντας και μου απάντησε έτσι απλά
«να παίξουμε μπιλιάρδο» τι?? πάει καλά?? Είπα και γέλασα απο μέσα μου...
«εμμμ... για να είμαι ειλικρινής δεν έχω παίξει ποτέ μου μπιλιάρδο» είπα κάπως ντροπαλά δαγκώνοντας το κάτω μου χείλος κοιτώντας τον μέσα στα μάτια και εκείνος χαμογέλασε με το ίδιο πονηρό χαμόγελο.
«αυτό δεν είναι πρόβλημα... είπε ανασηκώνοντας το ένα του φρύδι παιχνιδιάρικα... διάλεξε μια» είπε ενώ μου έδειξε με μια κίνηση του κεφαλιού του προς τις στέκες και εγώ γύρισα το σώμα μου προς αυτές
Πήρα μια στα χέρια μου και όταν την κράτησα μπροστά μου εκείνος γέλασε εύθυμα...
«τι?» τον ρώτησα περίεργη
«την κρατάς, όπως κρατάνε ένα ρόπαλο... είπε χαμογελώντας πιο πλατιά... έλα θα σου δείξω πως να την χρησιμοποιείς» συνέχισε πριν αντιδράσω στο σχόλιο του και ήρθε με γρήγορο βήμα απο πίσω μου
Έβαλε τα χέρια του στην μέση μου και με παρέσυρε προς το τραπέζι του μπιλιάρδου... έβαλε τα χέρια του πάνω στα δικά μου και τοποθέτησε την στέκα πάνω στο τραπέζι...
«έτσι κρατάνε την στέκα... είπε και κατεύθυνε τα χέρια μου στην σωστή θέση και αφήνοντας το δεξί μου χέρι το έσυρε σε όλο το μήκος του χεριού μου και δεν σταμάτησε μέχρι που το χέρι του έφτασε για άλλη μια φορά στην μέση μου...
«λύγισε την μέση σου... μου είπε ενώ ταυτόχρονα με το χέρι του με έφερνε πιο κοντά του χωρίς να ακουμπήσει το σώμα του στο δικό μου και την στιγμή που ξανά έβαλε το χέρι του πάνω στο δεξί μου χέρι έγειρε κοντά μου και μου ψιθύρισε στο αυτί
«διάλεξε πια μπάλα θες να χτυπήσεις... η ανάσα του στο αυτί μου έστειλε κύματα θερμότητας σε όλο μου το κορμί και με έκανε ανίκανη να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο εκείνη την στιγμή... η κίτρινη νομίζω ότι είναι ένας πολύ καλός στόχος» συνέχισε δροσίζοντας με την αναπνοή του τον λαιμό μου που είχε πάρει φωτιά
«το κόκκινο είναι το αγαπημένο μου χρώμα» του είπα εγώ χωρίς να το σκεφτώ και εκείνος χαμογέλασε
«την κόκκινη τότε... είπε παιχνιδιάρικα και έφερνε το χέρι του μπρος πίσω στον κύκλο με στόχο την λευκή... μισόκλεισα τα μάτια για να εστιάσω την λευκή και ύστερα την κόκκινη.
«είσαι λίγο πιο έξω» του είπα και εκείνος χαμογέλασε
«τι βάζεις στοίχημα?»
«πέντε δολάρια» του είπα και γέλασε κουνώντας το κεφάλι του
«το μπουφάν σου»
«θες το μπουφάν μου?» ρώτησα δύσπιστα
«θέλω να το βγάλεις» είπε και με την κίνηση που έκανε ένιωσα το χέρι μου να τραντάζετε και η άσπρη μπάλα βρήκε ακριβώς τον στόχο της και έκανε όλες τις άλλες μπάλες να διασκορπιστούν και εντυπωσιάστηκα.
Χωρίς να πει τίποτα άφησε τα χέρια του απο τα δικά μου και βάζοντας τα στο γιακά του μπουφάν μου άρχισε να το κατεβάζει αργά και βασανιστικά αναγκάζοντας τα χέρια μου να πάνε προς τα πίσω... στα σημεία που αποκαλυπτόταν η γυμνή μου πλάτη πέρναγε την μύτη του ξυστά σχεδόν ακουμπώντας την ανεπαίσθητα, απολαμβάνοντας το άρωμα που ανέδυε η επιδερμίδα μου και με ένα τρέμουλο στην φωνή τον άκουσα να λέει περισσότερο στον εαυτό του παρά σε μένα.
«μμμμ, άνθη πορτοκαλιάς αναμεμειγμένα με άρωμα βανίλιας» η ανάσα του γαργαλούσε την επιδερμίδα μου κάνοντας την να ανατριχιάζει και όταν έφτασε στο τελευταίο ακάλυπτο σημείο, ένιωσα την άκρη της γλώσσας του να ακουμπάει το τελευταίο κόκαλο της σπονδυλικής μου στήλης που ήταν ακάλυπτο, αφήνοντας εκεί ένα απαλό φιλί με τα χείλια του.
Τα κύματα θερμότητας τώρα γίνανε πυρκαγιά που έκαψε κάθε κύτταρο του κορμιού μου, έκανε το αίμα μου να πάλετε πιο γρήγορα... έκανε την καρδιά μου να καλπάζει και ένας βαθύς αναστεναγμός βγήκε απο τα χείλια μου κάνοντας με να τεντώσω τα χέρια μου προς το τραπέζι του μπιλιάρδου για να στηριχτώ πριν χάσω την ισορροπία μου...
«λοιπόν περιμένω» άκουσα την φωνή του λίγο πιο μακριά απο μένα
«ποιο πράγμα?» των ρώτησα με κομμένη την ανάσα και η απάντηση του μου ήρθε σαν κεραυνός
«μα τι άλλο, να βγάλεις το μπουφάν σου» είπε και σαστισμένη άνοιξα τα μάτια μου απότομα και κοιτώντας προς το τραπέζι του μπιλιάρδου συνειδητοποίησα ότι είχα μείνει στην ίδια στάση και το μπουφάν μου ήταν στην θέση του.
Σήκωσα αργά το κορμί μου χωρίς να έχω εμπιστοσύνη στα πόδια μου που ακόμα τρέμανε απο την επαφή του και προσπάθησα σκληρά να βρω μια λογική σε όλα αυτά... ήταν δυνατόν όλο αυτό να ήταν μόνο στην φαντασία μου?... γιατί το μυαλό μου, μου παίζει τόσο άσχημο παιχνίδι?
Γύρισα να τον αντικρίσω και τον είδα να στέκεται μερικά βήματα μακριά μου με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα... με μια γρήγορη κίνηση έβγαλα το μπουφάν μου και το πέταξα απάνω του... εκείνος με κοίταζε με θαυμασμό ανασηκώνοντας το ένα του φρύδι και αφού έβαλε στην άκρη το μπουφάν μου ήρθε πάλι κοντά μου με απειλητικά βήματα και σταματώντας ακριβώς σε απόσταση αναπνοής απο μένα, έβαλε τα χέρια του στους ώμους μου και με γύρισε και πάλι προς το τραπέζι του μπιλιάρδου.
Πέρασε και πάλι τα χέρια του κατά μήκος των χεριών μου μέχρι να τα τοποθετήσει στην προηγούμενη τους θέση πιάνοντας την στέκα μαζί με τα δικά μου χέρια... το σώμα μου ήταν ήδη σε υπερένταση και με αυτήν την κίνηση η αναπνοή μου άρχισε να γίνετε πιο γρήγορη, ενώ η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει τόσο γρήγορα που ένιωθα ότι θα διαλύσει το στήθος μου... δεν έχω ιδέα πως κατάφερα να πνίξω το αγκομαχητό που ερχόταν με βία μέσα απο το στερνό μου για να με προδώσει άλλα στάθηκα δυνατή και το έπνιξα την τελευταία στιγμή.
«πέντε δολάρια ότι δεν μπορείς να βάλεις σε τσέπη την μπλε δίχρωμη» τον προκάλεσα και άφησε ένα γελάκι να του ξεφύγει την στιγμή που έβαλε το σαγόνι του πάνω στον ώμο μου, κολλώντας το κεφάλι του στο δικό μου για να έχει καλύτερη οπτική.
«δεν θέλω τα λεφτά σου» μου είπε μόνο και γυρίζοντας το βλέμμα μου στο δικό του είδα ένα λακκάκι να σχηματίζετε και η εσωτερική μου θερμοκρασία άρχισε να ανεβαίνει άλλον έναν βαθμό κάνοντας την καρδιά μου να χάσει ένα χτύπο.
Με το σώμα του με ανάγκασε να χαμηλώσω ακόμα πιο κοντά στο τραπέζι και παίρνοντας τα μάτια του απο τα δικά μου, χτύπησε με την στέκα ξανά την άσπρη μπάλα και βρίσκοντας ακριβώς τον στόχο του η μπλε δίχρωμη μπήκε στην αριστερή τσέπη... γέλασε αυτάρεσκα και με κοίταξε ανασηκώνοντας το ένα του φρύδι.
«εντάξει μπορώ να πω ότι έχω εντυπωσιαστεί... αλλά δεν ορίσαμε ποτέ το στοίχημα» του είπα γελώντας
«μου χρωστάς... θα έρθω μια μέρα να συλλέξω τις οφειλές» είπε με βαθιά φωνή τονίζοντας την κάθε λέξη ξεχωριστά και ένα μούδιασμα διαπέρασε όλην την σπονδυλική μου στήλη... γιατί κάτι μέσα μου, μου έλεγε ότι εννοούσε κάτι περισσότερο απο αυτό που δήλωνε? Μήπως τελικά είχε πάρει την απόφαση του και με έφερε εδώ για να δοκιμάσει τις αντοχές μου? ή μήπως με προκαλούσε για να λυγίσω... όλη του η συμπεριφορά άρχισε να βγάζει νόημα... αλλά δεν θα του έκανα την χάρη... αν θέλει πόλεμο θα τον έχει.
«ωωω συγνώμη δεν ήξερα ότι είχαμε επισκέψεις» ακούστηκε μια φωνή απο το βάθος και γυρίσαμε ταυτόχρονα προς το μέρος του.
«βρε καλώς τον» είπε ανάλαφρα ο Εντουαρντ και με απελευθέρωσε απο τα δεσμά του.
«δεν μου πεις ότι είναι τόσο όμορφη»
«ούτε σε εκείνην πόσο δυσάρεστος είσαι εσύ» του απάντησε ο Έντουαρντ και όταν ήρθε κοντά μας μου έτεινε το χέρι του
«λέγε με Έμετ έρωτα» είπε παιχνιδιάρικα και του έδωσα και εγώ το δικό μου με δισταγμό
«Μαρίνα» δήλωσα και χαμογέλασε
«διακόπτω τίποτα?» ρώτησε με βλέμμα όλο νόημα
«όχι» είπα την στιγμή που ο Έντουαρντ είπε «ναι» και ο Έμετ έπεσε παιχνιδιάρικα απάνω του και άρχισαν να παλεύουν σαν μικρά παιδιά που προσπαθούσαν να διεκδικήσουν ένα παιχνίδι μόνο που αυτή η μάχη ήταν πολύ πιο άγρια.
Κυλιόντουσαν στο πάτωμα ενώ τα κορμιά τους χτύπαγαν στο πάτωμα και τα χέρια τους χτυπάγανε με ορμή ο ένας τον άλλον... η μπλούζα του Έντουαρντ άρχισε να γίνεται κομμάτια και φαινόταν πολύ καθαρά ότι ο Έμετ είχε το πάνω χέρι... τα γέλια τους όμως με αποπροσανατόλιζαν και δεν μπορούσα να καταλάβω αν τελικά αυτή η μάχη γινόταν για πλάκα ή πραγματικά πάλευαν μέχρι τελικής πτώσης...
Κάποια στιγμή ο Έντουαρντ πήρε το πάνω χέρι και όταν τον καβάλησε χωρίς να σταματάει να παλεύει μαζί του ο Έμετ τράβηξε την μπλούζα με περισσότερη δύναμη και εκείνη έγινε κομμάτια αποκαλύπτοντας την πλάτη του Έντουαρντ... έμεινα με το στόμα ανοιχτό απο το σοκ κοιτώντας την πλάτη του... δύο βαθιές τομές διατρέχαν κατά μήκος... Ξεκινούσα κοντά στα νεφρά, στενεύοντας ψηλότερα, για να σχηματίσουν ένα Λ... το σοκ που με διαπέρασε μου έκοψε την ανάσα απο τον τρόμο, κάνοντας αυτόματα την σύγκριση... αυτή η ουλή ήταν ακριβώς η ίδια ουλή που είχε ο άπτερος άγγελος πάνω στο βαγόνι στον «Αρχάγγελο»... πόσα περισσότερα στοιχεία χρειαζόμουν για να καταλάβω την αλήθεια... τόσο καιρό τον θεωρούσα άγγελο και τελικά κατάλαβα ότι δεν είχα πέσει και τόσο έξω τελικά... πριν το καταλάβει κανείς απο τους δύο προσπάθησα με μεγάλο κόπο να ανακτήσω την ψυχραιμία μου γυρίζοντας το σώμα μου προς την άλλη μεριά ψάχνοντας απεγνωσμένα για αντιπερισπασμό... βρίσκοντας την κόκα κόλα που μας είχαν φέρει την ώρα που παίζαμε, άρχισα να πηγαίνω προς το μέρος της και την ώρα που την πήρα στα χέρια μου άκουσα τον Έμετ που γέλαγε και πήρα μια ανάσα.
«άντε βρε φύγε απο πάνω μου» μούγκρισε και ο Έντουαρντ σηκώθηκε και δίνοντας το χέρι του τον βοήθησε να σηκωθεί
«δώσε μου την μπλούζα σου» του είπε μισό αστεία, μισό σοβαρά και βγάζοντας την κουρελιασμένη του μπλούζα τα σημάδια φάνηκαν πιο καθαρά και η ανάσα μου έγινε πιο γρήγορη...
«εσύ τι λες Μαρίνα, να του δώσω την μπλούζα μου?» ο Έντουαρντ ρίχτηκε παιχνιδιάρικα απάνω του πριν προλάβω να πω κάτι και ο Έμετ σήκωσε τα χέρια του ψηλά προς υπεράσπιση
«εεε ήρεμα φίλε, μια πλάκα κάναμε» είπε και βγάζοντας την μπλούζα του, του την πέταξε στα μούτρα και ο Έντουαρτν αμέσως την φόρεσε
«πάμε να φύγουμε απο εδώ» μου είπε γυρίζοντας προς το μέρος μου και το ύφος του έδειχνε να μην παίρνει αντίρρηση στα λόγια του
«που πάμε» ρώτησα εγώ προσποιούμενη την αδιάφορη και χωρίς να αλλάζει ύφος απάντησε μόνο
«θα δεις» και βγήκαμε απο το μπιλιαρδάδικο με βήμα ταχύ...
Με ανάγκασε να ανέβω πάλι στην μηχανή του και άρχισε να τρέχει με μανία προς το σπίτι... δεν ξέρω που αποσκοπούσε όλη αυτή η στάση του αλλά ξέρω ότι τον είχα βγάλει εκτός εαυτού... ότι και να ήθελε να πετύχει με αυτήν την έξοδο είχε αποτύχει και τώρα δεν μπορούσε να κρύψει πια τον εκνευρισμό του.
Φτάνοντας στο σπίτι της Άλις δεν έκανε καν τον κόπο να κατέβει...
«μπες μέσα και μην κουνηθείς απο εκεί» διέταξε και γέλασα καθώς κατέβαινα απο το την μηχανή του
«νομίζω ότι ήμουν σαφές πριν» είπα μόνο και άρχισα να προχωρώ προς το σπίτι μου με τα πόδια και εκείνος με ακολουθούσε με την μηχανή
«γιατί ρισκάρεις τόσο την ζωή σου»
«εσύ ο ίδιος είπες ότι μετράω ώρες... γιατί να μην τις περάσω όπως γουστάρω εγώ? Ή μήπως αυτό θα σε φέρει σε δυσκολότερη θέση και θα αναγκαστείς να κάνεις υπερωρίες πάνω στο δέντρο έξω απο το δωμάτιο μου και θα χάσεις την δική σου διασκέδαση?» τον προκάλεσα και όταν έφτασα στο σπίτι σταμάτησε την μηχανή του ακριβώς έξω απο αυτό και με κοίταζε με ένα ανεξιχνίαστο ύφος
«είσαι ευπρόσδεκτος αν θες να μου κάνεις παρέα ώστε να μην ξεροσταλιάζεις μόνος σου στο αγιάζι» του είπα την ώρα που ξεκλείδωνα την πόρτα
«καληνύχτα αγγελούδι» είπε ειρωνικά και αυτό ήταν η λέξη που με έκανε να ξεπεράσω τον εαυτό μου.
«καληνύχτα πρώην αγγελούδι» του είπα ειρωνικά και την ώρα που πέρασα την πόρτα εκείνος με μια κίνηση έσπρωξε την πόρτα με δύναμη και με έκανε να πέσω στο πάτωμα απότομα την στιγμή που η πόρτα χτύπησε με δύναμη πάνω στο τραπεζάκι κάνοντας το λαμπατέρ να πέσει με έναν τεράστιο κρότο στο πάτωμα.
Γύρισα όλο μου το σώμα προς το μέρος του και εκείνος ήρθε και με ακινητοποίησε στο πάτωμα πριν σηκωθώ με όλο το βάρος του σώματος του...
«την βρίσκεις να με προκαλείς? Θες να με κάνεις να βγω εκτός ορίων? Τι προσπαθείς να πετύχεις με όλα αυτά?»
«ξέρεις η αναμονή συνήθως είναι χειρότερη του αποτελέσματος... γι αυτό αν έχεις σκοπό να κάνεις κάτι κάντω» τον προκάλεσα άγρια και είδα την ματιά του πιο άγρια απο ποτέ
«γιατί το είπες, αυτό πριν?» η φωνή του αντηχούσε στα αφτιά μου και με έκανε να πονέσω
«για πόσο χαζή με περνάς? Νομίζεις ότι δεν κατάλαβα τις ομοιότητες? Έχεις χάσει τα φτερά σου έτσι δεν είναι? Και για κάποιο λόγο πιστεύω ότι η αιτία είμαι εγώ, σωστά? Γι αυτό με μισείς τόσο πολύ... θες εκδίκηση... αλλά δεν θα σου περάσει Έντουαρντ... εγώ δεν πρόκειται να καταθέσω τα όπλα ότι και να κάνεις... του πέταξα στα μούτρα... και ένιωσα την οργή του να βγαίνει βίαια μέσα απο το κορμί του... τι σε σταματάει? Έχεις την ευκαιρία σου εκμεταλλεύσου την... ΤΩΡΑ» τελείωσα την φράση μου με όση οργή είχα μέσα μου και εκείνος άρχισε πάλι να μάχεται με τον εαυτό του... ήταν τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά ώστε να εκπληρώσει τον λόγο για τον οποίο είχε έρθει στην ζωή μου.
«συγχαρητήρια... είπε στο τέλος χωρίς κανένα συναίσθημα... κέρδισες... είπε και έφυγε απο πάνω μου... ελπίζω τώρα να είσαι ικανοποιημένη... που κατάφερες το ακατόρθωτο» συνέχισε και ένας πόνος διαπέρασε το στήθος μου και με έκανε να λυγίσω
«Έντουαρντ» είπα πιο μαλακά αλλά μου είχε την πλάτη του γυρισμένη
«πήγαινε απάνω να ξεκουραστείς... θα είμαι στο σαλόνι αν χρειαστείς κάτι» είπε και σηκώθηκα αργά πλησιάζοντας τον.
Έβαλα το χέρι μου πάνω στην πλάτη του και τσιτώθηκε αλλά δεν γύρισε να με κοιτάξει... πέρασα το χέρι μου απο τα σημεία που θυμώνουν ότι είναι τα σημάδια και ένιωσα το κορμί του ανεπαίσθητα να τρέμει αλλά και πάλι δεν γύριζε... έμενε ακίνητος και μαρμαρωμένος στην ίδια θέση και μπαίνοντας μπροστά του έβαλα το ένα μου χέρι πάνω στο μάγουλο του και τον ανάγκασα να με κοιτάξει.
«μίλησε μου» τον παρακάλεσα αλλά κοίταξε αλλού αποφεύγοντας την ματιά μου
«εγώ το προκάλεσα αυτό?» τον ρώτησα και άφησα στην ματιά μου να φανεί όλος ο πόνος που μου είχε προκαλέσει η γνώση... με κοίταξε για μια στιγμή και πήρε μια βαθιά αναπνοή.
«σου χάρισα την ζωή... δεν νομίζω ότι σου χρωστάω τίποτα άλλο» είπε ψυχρά και με κοίταξε με έχθρα στα μάτια.
Ώστε αυτό ήταν όλο?... με δελέαζε τόσο καιρό κάνοντας με να πιστέψω ότι ενδιαφερόταν για μένα, μόνο και μόνο για την ηλίθια θυσία του?... και τώρα τι? προστατεύει την ζωή μου για την περίπτωση που θα αλλάξει γνώμη?
«τότε σε αυτήν την περίπτωση... καληνύχτα... του είπα δείχνοντας του την έξοδο... σε ευχαριστώ για όσα έκανες αλλά δεν θα χρειαστώ άλλο τις υπηρεσίες σου» του είπα το ίδιο ψυχρά και παραμέρισα για να περάσει
«είσαι σίγουρη γι αυτό?» με ρώτησε ειρωνικά
«για να σκεφτώ... είπα τρίβοντας το πιγούνι μου... εμφανίστηκες όταν ο άλλος προσπάθησε να με σκοτώσει... όσο ήσουν απών άλλο τόσο ήταν και αυτός... μόλις έκανες την κίνηση σου, το ίδιο έκανε και εκείνος... άρα η κόντρα είναι μεταξύ σας και όχι μαζί μου... οπότε εφόσον τα παράτησες εσύ το ίδιο θα κάνει και εκείνος» του δήλωσα ψυχρά και γέλασε αυτάρεσκα
«αν αυτό σε κάνει να νιώθεις καλύτερα, τότε καλά κάνεις και το βλέπεις έτσι»
«απο την στιγμή που έχασες την ευκαιρία σου, εσένα τι σε νοιάζει με ποιον τρόπο θα πεθάνω? Δεν είσαι ο φύλακας άγγελος μου... δεν είσαι καν άγγελος πια για να με προστατεύεις... γι αυτό μην χαλάς την διασκέδαση σου για μένα» αυτό τον εξόργισε περισσότερο και έκανε ένα απειλητικό βήμα προς το μέρος μου
«μόνη σου θα το φας το κεφάλι σου... αυτό να το έχεις καλά μέσα στο μυαλό σου»
«το οποίο το ορίζεις εσύ και ο φιλαράκος σου με όποιο τρόπο σας γουστάρει» του πέταξα στα μούτρα και γέλασε
«στα τσακίδια Έντουαρντ... και μην σε ξαναδώ μπροστά μου» του είπα και έπιασα την πόρτα για να την κλείσω... με κοίταξε για άλλη μια στιγμή και χωρίς να πει τίποτα άλλο άρχισε να προχωράει προς την έξοδο και την ώρα που πέρασε το κατώφλι του χτύπησα την πόρτα με δύναμη πίσω του.