Ετικέτες

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

All I want for Christmas is ......."3 κεφάλαια μαζί"


MusicPlaylist
Music Playlist at MixPod.com

All I want for Christmas is ......."1. Πρώτη ματιά"

Άλλη μια πιεσμένη περιπολία στους δρόμους επιτέλους τελείωσε. Αυτές οι μέρες είναι μια κόλαση, ότι κλέφτης, λωποδύτης ή μεθύστακας που προσπαθεί να κλέψει μερικά ψιλά για να αγοράσει ένα μπουκάλι κρασί, είναι ντυμένοι Αη Βασίληδες και είναι τρομερά εκνευριστικό. 

Μπορεί να έχω πάψει να πιστεύω σε αυτόν απο τα 10 μου,  όμως ποτέ δεν παύει να με αηδιάζει αυτή η θέα. Όλοι όσοι θέλουν να κρύψουν τα πρόσωπα τους το κάνουν πίσω απο αυτήν την γελοία στολή. Απο τότε που έγινα αστυνομικός αυτή η εποχή είναι η χειρότερη μου.

Γύρισα στο σπίτι και ήμουν τόσο σε υπερένταση που δεν ένιωθα ότι θα μπορούσα σήμερα να κοιμηθώ, ευτυχώς αύριο έχω ρεπό και θα καταφέρω να περάσω μια ήσυχη μέρα με την αδελφή μου και την γλυκύτατη επτάχρονη κορούλα της, γύρο απο το υπέροχο δέντρο μπροστά στο τζάκι προσπαθώντας να την πείσουμε να μην ανοίξει ακόμα τα δώρα της γιατί θα πρέπει να περιμένει μέχρι τα Χριστούγεννα που είναι σε 2 μέρες απο τώρα.

Μόλις μπήκα μέσα έβαλα το όπλο μου με την θήκη του στο πιο ψηλό σημείο του καθρέφτη και έβγαλα το μπουφάν μου κρεμώντας το στο καλόγερο που ήταν δίπλα, πήγα στο σαλόνι και άφησα κάτω απο το δέντρο τα δώρα που είχα πάρει για εκείνες και έριξα μια ματιά γύρο μου. Ο ενθουσιασμός και η αγάπη της μικρής γι αυτήν την εποχή ξεχείλιζε μέσα σε αυτόν τον μικρό χώρο που ήταν στολισμένος με τόσο αγάπη απο εκείνη και την αδελφή μου που παρόλο που δεν αγαπούσα και τόσο αυτήν την εποχή του χρόνου, σήμερα μετά απο 15 χρόνια μπορώ να πω ότι ένιωσα τέτοια ζεστασιά που με έκανε να ανυπομονώ και εγώ να έρθουν φέτος τα Χριστούγεννα.

Όταν ήρθε η αδελφή μου αγκαλιά με την μικρή και με δάκρυα στα μάτια δεν ένιωσα και τόσο καλά γι αυτήν την συγκατοίκηση αλλά περνώντας ο καιρός άρχισα να τον συνηθίζω και μπορώ να πω πια ότι ζηλεύω απίστευτα την σχέση τους τόσο πολύ που θα μπορούσα ίσως και να αρχίσω να σκέφτομαι το θέμα της οικογένειας. Οικογένεια ???? Μπαααα δεν είναι για μένα αυτά. Σκέφτηκα γελώντας και άρχισα να ανεβαίνω την σκάλα, πριν προλάβω όμως να φτάσω το τελευταίο σκαλί ένας παράξενος θόρυβος με ακινητοποίησε.

Γύρισα αθόρυβα και άρχισα πάλι να κατεβαίνω με μεγάλη προσοχή, όταν έφτασα στον καθρέφτη πήρα το όπλο μου απο την θήκη άλλα σκέφτηκα να μην το οπλίσω για να μην ακούσει τον θόρυβο όποιος ήταν μέσα στο σαλόνι μου. Πήγα αθόρυβα στην είσοδο του σαλονιού και έσκυψα αργά για να δω τι γίνετε. Τότε είδα κάποιον με στολή Αη Βασίλη να ψάχνει μέσα σε έναν σάκο απελπισμένα

«όχι πάλι, αμάν Έντουαρτ πότε θα πάψεις να παίρνεις λάθος σάκους επιτέλους» τον άκουσα να λέει με γυρισμένη την πλάτη του προς τα μένα, με τις μύτες τον πλησίασα και του έδωσα μια στο αυχένα με το όπλο μου για να τον αναισθητοποιήσω και έπεσε κάτω.

Πήρα μια καρέκλα τον σήκωσα για να τον βάλω να κάτσει εκεί και  έβγαλα της χειροπέδες μου για να τον δέσω σε αυτήν. Ήμουν σκυμμένει απάνω του όταν τις έδεσα και δεν πρόσεξα ότι είχε συνέλθει και ότι με κοίταζε. Σήκωσα αργά το κεφάλι μου και όταν τα μαλλιά μου ακούμπησα απαλά πάνω στο πρόσωπο του είδα με την άκρη του ματιού μου να κλείνει για μια στιγμή τα μάτια του και να σταματάει την αναπνοή του, τον κοίταξα στα μάτια και κοκάλωσα. Είχε το πιο βαθιά και υπέροχα πράσινα μάτια που είχα αντικρίσει ποτέ στην ζωή μου, τόσο αγνά και τρυφερά που θα ορκιζόμουν ότι ποτέ δεν θα ταίριαζαν σε έναν κλέφτη σαν και αυτόν.

Σηκώθηκα χωρίς να μιλήσω πήρα το πακέτο με τα τσιγάρα μου και ανοίγοντας το παράθυρο έκατσα στο πρεβάζι και άναψα ένα αφήνοντας το όπλο μου μαζί με το πακέτο μου στο τραπεζάκι που ήταν δίπλα μου. Τράβηξα μια ρουφηξιά και την άφησα αργά να βγει έξω απο το ανοιχτό παράθυρο, γυρίζοντας την ματιά μου σε εκείνον που δεν είχε πει μέχρι στιγμής κουβέντα. Με κοίταζε καλά καλά και όταν κατάλαβε ότι τον κοιτάω ακινητοποίησε την ματιά του στην δική μου.

«τι δεν θα μου πεις ότι δεν είναι αυτό που νομίζω?» τον ρώτησα χαμογελώντας

«και να σου το πω θα το πιστέψεις?»

«εξαρτάτε»

«απο τι?»

«τι δικαιολογία έχεις εσύ? Απο ότι βλέπεις ......... του είπα δείχνοντας του την στολή μου ...... τις τελευταίες μέρες έχω ακούσει πολλές, οπότε φρόντισε η δική σου να είναι καλή αν θες να σε αφήσω να φύγεις χωρίς να σε κλείσω σε κανένα κελί»

«και ποια θα ήταν αρκετά καλή για σένα?» με ρώτησε με ένα στραβό χαμόγελο που με μάγεψε και με έκανε να τα χάσω για μια στιγμή.

Γύρισα το κεφάλι μου προς το ανοιχτό παράθυρο και τράβηξα μια ακόμα ρουφηξιά για να συγκεντρωθώ και να καθαρίσω το μυαλό μου απο την παρουσία του.

«δεν νομίζω ότι υπάρχει καμία καλή, είσαι μέσα σε ένα ξένο σπίτι που για κακή σου τύχη ανήκει σε μια αστυνομικό και ψαχουλεύεις τα πράγματα της, λες ότι υπάρχει καλός λόγος γι αυτό?»

«και όμως υπάρχει άλλα πολύ φοβάμαι ότι δεν πρόκειται να τον πιστέψεις» γέλασα απαλά

«μην μου πεις ότι είσαι ο Αη Βασίλης που ήρθε να μας φέρει δώρα»

«σου φαίνομαι τόσο χοντρός και γέρος??» είπε και γέλασε κουνόντας το κεφάλι του

«και τότε ποιος είσαι?»

«ο αδέξιος γιος του» δεν μπορούσα να μην γελάσω με αυτό, είχα ακούσει δικαιολογίες και δικαιολογίες αλλά αυτή ήταν το κάτι άλλο

«σε λένε Έντουαρτ σωστά?»

«ναι» είπε με απορία

«άσε να μαντέψω το επίθετο σου είναι Κλάους?» είπα και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το γέλιο μου

«ναι» είπε πάλι με απορία

«και να φανταστώ ότι έχεις και ταυτότητα για να το αποδείξεις αυτό?»

«ναι είναι στο παντελόνι μου αλλά που το ξέρεις εσύ?» ρώτησε κοιτάζοντας με μεγαλύτερη απορία

«απλά το φαντάστηκα, που ακριβός έχεις την ταυτότητα σου?»

«είναι στην κολότσεπη του παντελονιού μου κάτω απο την στολή» είπε ανάλαφρα

Σηκώθηκα και πήγα κοντά του, με κοίταζε μέσα στα μάτια ακόμα με απορία

«ανασήκωσε το σώμα σου για να μπορέσω να την πάρω» του είπα και υπάκουσε κοιτώντας με πάντα στα μάτια

Έβαλα το χέρι μου στην μέση του και τον έφερα πιο κοντά μου, αμέσως σταμάτησε να αναπνέει αλά δεν του έδωσα σημασία, πέρασα το άλλο μου χέρι κάτω απο την στολή και αφού τον ψαχούλεψα για λίγο την βρήκα και την τράβηξα, πήγα προς την πόρτα για ανοίξω το φως για να την δω καλά. Εκείνος είχε μείνει στην θέση του να με κοιτάει σαν χαζός, όταν άνοιξα το φως του έριξα μια ματιά πριν αρχίσω να διαβάζω την ταυτότητα του και μου κόπηκε η ανάσα, ήταν τόσο όμορφος κοντά στην ηλικία μου και τα μάτια του ήταν τόσο ερευνητικά, όπως τον εξερευνούσα εγώ με την ματιά μου το ίδιο έκανε και εκείνος και μισάνοιξε απαλά τα χείλια του απο θαυμασμό, μόλις αντιλήφθηκε όμως ότι τον κοιτάω και εγώ γύρισε την ματιά του απο την άλλη περνώντας για μια στιγμή την γλώσσα του πάνω απο τα χείλι του ξεροκαταπίνοντας.

Εκείνη την στιγμή ήθελα τόσο πολύ να το κάνω εγώ για εκείνον και να γευτώ την γεύση του πάνω σε αυτά τα απαλά χείλι που ανατρίχιασα. Τι στο καλό μου συμβαίνει? Αναρωτήθηκα. Τι έχει αυτός ο άνθρωπος και με τραβάει τόσο πολύ.

Κούνησα το κεφάλι μου λες και οι σκέψεις θα μπορούσαν να φύγουν με αυτήν την κίνηση και γύρισα την ταυτότητα του για να διαβάσω τα στοιχεία του. τι στο καλό?

Όνομα: Έντουαρτ

Επίθετο: Κλαους

Τόπος διανομής: Βόρειος πόλος

«χα δεν ήξερα ότι η συμμορία σου κάνει τόσο καλή δουλειά»

«τι εννοείς?» με ρώτησε γυρίζοντας απότομα την ματιά του σε μένα

«εννοώ για την ταυτότητα, έξυπνο αλλά όχι αρκετά πιστικό, ξέρεις πόσα τέτοια κυκλοφορούν?»

«μα δεν είναι ψεύτικη και σου λέω την αλήθεια»

«μην μου πεις ότι απάνω στην στέγη μου αυτήν την στιγμή είναι ο Ρούντολφ και σε περιμένει και ότι μπήκες απο την καμινάδα» του είπα κοροϊδευτικά

«όχι μπήκα απο το παράθυρο και ο Ρούντολφ κάνει γύρους ψιλά πάνω απο το σπίτι σου μέχρι να τον καλέσω για να έρθει να με πάρει» είπα πολύ απλά

«ναι καλά και εγώ είμαι η χιονάτη, χαίρω πολύ»

«αλήθεια σου λέω Ιζαμπέλα και μπορώ να σου το αποδείξω»

«μια στιγμή απο που ξέρεις το όνομα μου?»

«δεν είσαι η Ιζαμπέλα Σουαν?»

«ναι αλλά εσύ που το ξέρεις?»

«και το τελευταίο γράμμα που έστειλες στον Αη Βασίλη ήταν όταν ήσουν 10 χρονών?»

«μια στιγμή γιατί εσύ θα με τρελάνεις πως τα ξέρεις όλα αυτά?»

«σου είπα είμαι ο γιος του Αη Βασίλη»

«κόφτο αυτό το αστείο και λέγε πως τα ξέρεις αυτά τα πράγματα»

«μα δεν είναι αστείο»

«ωραία αν δεν είναι αστείο τι ζήτησα στο τελευταίο μου γράμμα απο τον πατέρα σου?»

«δεν μπορώ να θυμάμαι όλα τα γράμματα απο έξω αλλά αν με αφήσεις μπορώ να σου το φέρω και να το διαβάσουμε μαζί»

«χαχαχα καλή προσποίηση άλλα είναι πολύ λίγη Έντι»

«Έντουαρτ ............. είπε κλείνοντας τα μάτια εκνευρισμένος ............. Ιζαμπέλα»

«σταμάτα να με λες έτσι με εκνευρίζει πάρα πολύ»

«και πως να σε λέω»

«λέγε με Μπέλα»

«οκ αρκεί και εσύ να με λες Εντουαρτ γιατί και εμένα με εκνευρίζει να με φωνάζουν Έντι»

«να φανταστώ ότι έτσι σε φωνάζει ο μπαμπάς σου?» είπα γελώντας δυνατά και με κοίταξε στα μάτια τρομερά εκνευρισμένος

«να φανταστώ ότι έτσι σε φώναζαν οι γονείς σου πριν πεθάνουν και γι αυτό δεν αντέχεις να το ακούς απο άλλους?» μου πέταξε στα μούτρα και πάγωσε το γέλιο μου και τον κοίταξα στα μάτια με μίσος

«για άκου να σου πω, αρκετά τράβηξε το αστείο, πάω να καλέσω κάποιον να έρθει να σε παραλάβει και αν είσαι τυχερός μέχρι την πρωτοχρονιά θα είσαι ελεύθερος, με όλους τους τρελούς που έχουμε μαζέψει αυτές τις μέρες δεν νομίζω να καταφέρουν να εξακριβώσουν τα στοιχεία σου πιο νωρίς» αυτόν τον πάγωσε στην θέση του και άρχισε να τον αγχώνει

«σε παρακαλώ συγχώρεσε με δεν το ήθελα να σε στεναχωρήσω, πρέπει να με αφήσεις όμως να φύγω»

«και γιατί αυτό?»

«γιατί αν δεν το κάνεις θα απογοητεύσεις πολλά παιδάκια που περιμένουν τα δώρα τους απο τον Αη Βασίλη»

«άντε πάλι αυτό το παραμύθι, μήπως προτιμάς να σε κλείσω κατευθείαν σε καμία ψυχιατρική κλινική δεν είναι και πολύ δύσκολο και σου εγγυώμαι θα είναι καλύτερα απο το κρατητήριο»

«σε παρακαλώ δεν είναι παραμύθι σου λέω την αλήθεια και αν μου λύσεις τα χέρια μπορώ να σου το αποδείξω»

«με περνάς για χαζή?»

«όχι φυσικά και όχι αλλά σε παρακαλώ άσε με να σου αποδείξω ότι σου λέω την αλήθεια»

«πως?»

«αρχικά μπορώ να καλέσω το έλκηθρο να έρθει να με πάρει»

«Έντουαρτ» είπα και έπιασα το κεφάλι μου απελπισμένα

«σε παρακαλώ» είπε πιο μαλακά με αγωνία στα μάτια

«με παρακαλάς για ποιο πράγμα?»

«άσε με να σου το αποδείξω ότι δεν σου λέω ψέματα για το ποιος είμαι»

«καταλαβαίνεις ότι με φέρνεις σε πάρα πολύ δύσκολη θέση?»

«σου υπόσχομαι ότι δεν θα το σκάσω»

«πως μπορώ να σε εμπιστευτώ?»

«απλώς σου το ζητάω» κοίταξα έξω απο το παράθυρο και άναψα άλλο ένα τσιγάρο για να ηρεμήσω απο την ένταση, αφού πήρα μερικές ακόμα ρουφηξιές το πέταξα έξω με δύναμη και πήγα κοντά του

«το καλό που σου θέλω μην κάνεις καμία ανοησία» του είπα καθώς έσκυψα να του λύσω τις χειροπέδες, τον ένιωσα δίπλα μου να παίρνει μια βαθιά αναπνοή και γύρισα να τον κοιτάξω, η ματιά του με μάγεψε και έμεινα ακίνητη να τον κοιτάω όπως και εκείνος, το πρόσωπο μου απο δική του πρωτοβουλία άρχισε να τον πλησιάζει επικίνδυνα. Μα τι κάνεις???? Άκουσα μια φωνή να ουρλιάζει μέσα μου και γύρισα αμέσως την ματιά μου για να του ξεκλειδώσω τις χειροπέδες.

«άντε να δω τι θα σκαρφιστείς για να την γλυτώσεις τώρα» του είπα καθώς του γύριζα την πλάτη μου πηγαίνοντας προς το παράθυρο.

Ένιωσα το χέρι του στο μπράτσο μου και με μια κίνηση με γύρισε προς το μέρος του, χωρίς να χάνει καιρό με κράτησε απο τον αυχένα μου και άρχισε να με φιλάει απαιτητικά. Στην αρχή αντιστάθηκα και προσπάθησα να τον απομακρύνω απο κοντά μου, όταν όμως ένιωσα την γλώσσα του να περνάει πάνω απο τα χείλη μου τρελάθηκα και ένιωσα έναν ηλεκτρισμό να περνάει απο το κορμί μου.

Τύλιξα τα χέρια μου γύρο απο τον λαιμό του και άρχισα και εγώ να τον φιλάω με πάθος κλείνοντας τα μάτια για να απολαύσω αυτήν την μαγική στιγμή. Έφερε το κορμί του πιο κοντά μου και με κόλλησε απάνω του, μόλις ακούμπησε το κορμί του απάνω στο δικό μου ένιωσα τις φλέβες μου να καίγονται και με τα χέρια μου άρχισα να παίζω και να τραβούν τα μαλλιά του με πάθος.

Άνοιξα το στόμα μου για να πάρω μια αναπνοή και ένιωσα την γλώσσα του να μπαίνει απαλά απάνω στην δική μου, η γεύση του με μάγεψε και άρχισα και εγώ να τον γεύομαι περισσότερο κάνοντας τις γλώσσες μας να παίρνουν φωτιά. Όταν μείναμε απο αέρα ακουμπήσαμε ο ένας στο μέτωπο του άλλου για να μπορέσουμε να βρούμε ξανά έναν πιο ήρεμο ρυθμό στις αναπνοές μας.

«φύγε» του είπα καθώς συνειδητοποίησα εκείνη την στιγμή τι είχε συμβεί και απομακρύνθηκα απο κοντά του γυρίζοντας πάλι την πλάτη μου σε εκείνον καθώς τα δάκρυα μου απειλούσαν να ξεχειλίσουν απο τα μάτια μου.

«όχι σου υποσχέθηκα ότι θα σου αποδείξω ποιος είμαι» είπε και με γύρισε πάλι προς το μέρος του, κράτησε το χέρι του στο δικό μου και άρχισε να με τραβάει έξω απο το σπίτι.

«μια στιγμή να πάρω το μπουφάν μου» είπα με κόπο, γύρισε με κοίταξε με ένα χαμόγελο που άγγιζε τα μάτια μου και άφησε το χέρι του.

Το πήρα και το φόρεσα και τον ακολούθησα με απορία, δεν μπορώ να φανταστώ τι είχε σκαρφιστεί. Μόλις βγήκαμε στον δρόμο έκανε ένα περίεργο σφύριγμα και τότε άκουσα τα γνωστά καμπανάκια να ακούγονται κάθε στιγμή όλο και πιο κοντά. Γύρισα την ματιά μου προς τα εκεί που κοίταγε και εκείνος και το θέαμα που είδα με έκανε να ανοίξω τα μάτια μου και το στόμα μου διάπλατα.

Ένα έλκηθρο με ταράνδους μας πλησίαζε όλο και πιο πολύ. Όταν προσγειώθηκε ακριβός μπροστά μας σταμάτησε ακριβός στο σημείο που ο Έντουαρτ είχε απλώσει το χέρι του, αφού χάιδεψε τον πρώτο τάρανδο γύρισε την ματιά του σε μένα με ένα χαμόγελο περιμένοντας την αντίδραση μου. Εγώ σαστισμένη κοίταζα μια εκείνον και μια τα ζώα που ήταν σε απόσταση αναπνοής απο μένα και δεν ήξερα τι να πω.

«κράτα τα λίγο για να φέρω τον σάκο που ξέχασα μέσα» κούνησα μηχανικά το κεφάλι μου και τον είδα να τρέχει προς το σπίτι. Είχα σοκαριστεί τόσο πολύ που δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Κανονικά θα έπρεπε να τρέξω πίσω του αλλά για κάποιον περίεργο λόγο είχα παγώσει στην θέση μου. Όταν γύρισε πέταξε τον σάκο μέσα στο έλκηθρο και ήρθε πάλι κοντά μου

«αυτός είναι ο Ρούντολφ.....................είπε και κρατώντας το χέρι μου στο δικό το πήγε κοντά στο μέτωπο του ταράνδου και το ακούμπησε απάνω του. Η επαφή ήταν τόσο ζεστή και απαλή που με έκανε να ανατριχιάσω, ασυναίσθητα άρχισα να το χαϊδεύω απαλά για να μην το τρομάξω και ο τάρανδος έκλεισε τα μάτια χαμηλώνοντας το κεφάλι δίνοντας μου το δικαίωμα να συνεχίσω. Ένα γέλιο ξέφυγε απο τα χείλια μου και άκουσα απο δίπλα μου τον Έντουαρτ να γελάει απο ικανοποίηση ............... έλα γιατί θα αργήσουμε» ξαφνιάστηκα και γύρισα προς το μέρος του

«θα αργήσουμε?»

«ναι μην ξεχνάς ότι πρέπει να σου αποδείξω ποιος είμαι να σε γυρίσω πάλι πίσω και πριν τα Χριστούγεννα να μοιράσω και τα δώρα»

«πλάκα μου κάνεις έτσι δεν είναι?»

«με βλέπεις να αστειεύομαι?»

«και να πάμε που?»

«στον Βόρειο Πόλο που αλλού» κούνησα το κεφάλι μου απιβδισμένα άλλα πριν προλάβω να πω τίποτα με άρπαξε στα χέρια του και με έβαλε να κάτσω μέσα στο έλκηθρο και έκατσε και εκείνος δίπλα μου πριν προλάβω να φύγω, κρατώντας με γερά.

Πήρε στα χέρια του τα γκέμια και τα χτύπησε μια φορά σφυρίζοντας άλλη μια φορά εκείνο το παράξενο σφύριγμα. Οι τάρανδοι αμέσως υπάκουσαν και άρχισαν να κάνουν μια ανοδική πορεία προς τα σύννεφα. Ήθελα να βάλω τις φωνές αλλά πριν προλάβω να το κάνω ο Έντουαρτ λες και το είχε καταλάβει με έφερε πιο κοντά του και άρχισε πάλι να με φιλάει.

Μόλις ένιωσε τις αντιστάσεις μου να λυγίζουν σταμάτησε να με φιλάει και με κοίταξε στα μάτια χαμογελώντας, μου έδωσε άλλο ένα πεταχτό φιλί και γύρισε την ματιά του μπροστά.

«σπίτι .............. πρόσταξε και γύρισε πάλι να με κοιτάει περνώντας το χέρι του γύρο μου φέρνοντας με πιο κοντά του ................. κοίτα μπροστά θα σου αρέσει πολύ η διαδρομή» είπε παιχνιδιάρικα και ασυναίσθητα έκανα αυτό που μου είπε και πραγματικά μαγεύτηκα.


All I want for Christmas is ......."2.Γλυκές αναμνήσεις"

Σε όλη την διαδρομή είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό κοιτώντας γύρο μου το υπέροχο τοπίο. Αν και ήταν σκοτεινά και εμείς ήμασταν πολύ ψιλά δεν ένιωθα κρύο και τα πάντα γύρο μας ήταν με κάποιο τρόπο τόσο φωτεινά. Τα αστέρια που ήταν απο πάνω μας ήταν τόσο κοντά που ένιωθες ότι αν απλώσεις το χέρι σου θα μπορέσεις να τα ακουμπήσεις.


Κάποια στιγμή το έλκηθρο άρχισε να κατηφορίζει και κοίταξα προς την πορεία που είχαν πάρει, τα πάντα ήταν κάτασπρα και γύρο μας τώρα υπήρχε ένα απέραντο λευκό δάσος με πολλά έλατα να μοιάζουν στολισμένα απο τους σταλαγμίτες που είχαν δημιουργηθεί απο την παγωνιά.


«φτάσαμε» άκουσα την γλυκά και τρυφερή του φωνή κοντά στο αυτί μου και γύρισα να τον κοιτάξω.


Ήταν τόσο λαμπερός που μου κόπηκε η ανάσα. Η ματιά του ήταν τόσο γλυκιά και ζεστή που μου έκαψε όλο μου το κορμί. Μέσα στα μάτια του έβλεπα την ματιά ενός μικρού παιδιού που μόλις είχε ανοίξει το δώρο που περίμενε όλη την χρονιά απο τον Άι Βασίλη και ένιωθα λες και μόλις του είχαν χαρίσει όλο τον κόσμο. Γέλασε πιο πλατιά και γύρισε την ματιά του μπροστά.


«κοίτα» είπε και μου έδειξε μπροστά με την κίνηση του κεφαλιού του.


Γύρισα το κεφάλι μου μπροστά και έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Μπροστά μας ήταν ένα άνοιγμα που ο Ρούντολφ εκείνη ακριβός την στιγμή πέρναγε. Απο μέσα ερχόταν μια γλυκιά ζεστασιά και ο αέρας μύριζε τόσο γλυκά που με έκανε να νιώθω ότι γύρισα στο πατρικό μου σπίτι και ότι σε λίγο θα αντίκριζα και πάλι τους γονείς μου. Με την σκέψη αυτή ένα δάκρυ προσπάθησε να κάνει δειλά την εμφάνιση του αλλά τελευταία στιγμή το συγκράτησα.


Μπαίνοντας μέσα στο χώρο υποδοχής το σκηνικό άλλαξε, εκεί που κυριαρχούσε το άσπρο παντού, τώρα γύρο μου έβλεπα όλα τα χρώματα του ουρανού. Απο παντού ξεπεταγόντουσαν πολλά μικροσκοπικά ανθρωπάκια που ήταν σαν παιδιά ντυμένα στα πράσινα με σκουφάκια και μυτερά αυτιά. Δεν μπορούσα να μην γελάσω με αυτό αλλά προσπάθησα να είμαι διακριτική για να μην νομίζουν ότι τους κοροϊδεύω.


Ο Έντουαρτ άνοιξε διάπλατα τα μάτια του απο ευτυχία και με ένα σάλτο βγήκε απο το έλκηθρο και έτεινε το χέρι του για να τον ακολουθήσω. Του το έδωσα και όταν κατέβηκα ένα πιο μεγάλο σε ηλικία μικροσκοπικό ανθρωπάκι που μου έφτανε μέχρι την μέση έκανε την εμφάνιση του κοιτώντας μας καλά καλά σοκαρισμένο.

«Μπέντζαμην απο εδώ η Ιζαμπέλα Σουαν, Μπέλα απο εδώ ο καλύτερος μου φίλος και Μπέντζαμην» είπε χωρίς να χάνει το γέλιο του που άστραφτε.


Ο Μπέντζαμην στο άκουσμα του ονόματος μου γύρισε αυτόματα το κεφάλι του σε εκείνον και τον κοίταξε ακόμα πιο σοκαρισμένα, όταν γύρισε την ματιά του σε μένα όμως ήταν πιο ευγενικός. Δίνοντας μου το μικροσκοπικό του χεράκι μου είπε


«είναι μεγάλη μου τιμή δεσποινίς μου που σε γνωρίζω» δεν μπορούσα να μην παραξενευτώ με αυτό που άκουσα αλλά εκείνη την στιγμή σκέφτηκα ότι αν όντως είναι αλήθεια όλα αυτά και όχι ένα όνειρο τότε σίγουρα ο Έντουαρτ θα την είχε πολύ άσχημα που με έφερε εδώ και έτσι το καλύτερο είναι να είμαι όσο το δυνατόν πιο ευγενική με όλους τους για να μην τον φέρω σε δυσκολότερη θέση.


«η χαρά είναι όλη δική μου» είπα όσο πιο ανάλαφρα μπορούσα σκύβοντας ελάχιστα για να του δώσω και το δικό μου χέρι. Πριν προλάβουμε να πούμε οτιδήποτε άλλο μια ζεστή και μελωδική φωνή τον φώναξε με απορία


«Έντουαρτ???» γυρίσαμε όλοι αυτόματα προς την κατεύθυνση της φωνής και τότε η κυρία που τον είχε φωνάξει έμεινε κοκαλωμένη στην θέση της κοιτώντας με μέσα στα μάτια με έκπληξη.


«μαμά?» είπε τότε ο Έντουαρτ και έτρεξε καταπάνω της και την σήκωσε ψιλά στον αέρα κάνοντας την σβούρες γύρο απο τον εαυτό του.


Η χαρά του ήταν απερίγραπτη και δεν μπορούσε να την κρύψει με τίποτα. Δεν μπορούσα όμως να καταλάβω τι ήταν αυτό που το προκαλούσε τόσο πολύ. Όταν την άφησε κάτω της έδωσε ένα ζεστό φιλί στο μάγουλο και την πήρε απο το χέρι για να την φέρει κοντά μου.


«μαμά να σου συστήσω την Ιζαμπέλα Σουαν, Μπέλα απο εδώ η πιο γλυκιά μανούλα του κόσμου, Έσμη»


«χάρηκα πολύ κυρία» είπα και έδωσα το χέρι μου σε εκείνη που όπως και το ξωτικό πριν έτσι και εκείνη με κοίταζε μέσα στα μάτια σοκαρισμένη χωρίς να μπορεί να πει τίποτα. Τι στο καλό? Γιατί με κοιτάνε με τόση έκπληξη όλοι? Σίγουρα δεν ήταν κάτι που επιτρεπόταν, το να βρίσκομαι εδώ, αλλά εγώ ένιωθα ότι η έκπληξη τους ήταν κάτι πολύ περισσότερο απο αυτό.


Εκείνη ξεπερνώντας το πρώτο σοκ ήρθε κατευθείαν κοντά μου και μου έκανε μια ζεστή αγκαλιά


«η χαρά είναι όλη δική μου μικρή μου Ιζαμπέλα»


«Μπέλα» είπα απαλά χωρίς να θέλω να την προσβάλω


«Μπέλα τότε και εσύ να με φωνάζεις Έσμη»


«χάρηκα πολύ Έσμη» της είπα με ειλικρίνεια στα μάτια.


Αυτή η γυναίκα εξέπεμπε μια ζεστασιά, μια γαλήνη που σε έκανε να νιώθεις ότι την γνώριζες χρώνια. Απο την άλλη όλη της η εμφάνηση ήταν σαν να είχε βγει απο εικόνα ενώς παραμυθού που μίλαγε για την γυναίκα του Αη Βασίλη.


«Έντουαρτ το ξέρεις ότι σε περιμένει και πρέπει να σε προειδοποιήσω ότι δεν είναι καθόλου ευδιάθετος με αυτό που έκανες, ελπίζω βέβαια να μπορέσει να συγκρατηθεί μπροστά στην όμορφη δεσποινίς μας και να μην σου βάλει της φωνές»


«ελπίζω να μην είμαι εγώ ο λόγος» είπα νιώθοντας αμηχανία


«όχι καρδιά μου μην ανησυχείς ο Έντουαρτ έχει άλλα μπλεξίματα που τον έχουν φέρει σε αυτήν την θέση. Εσύ είσαι χαρά μας που είσαι κοντά μας, γι αυτό και ελπίζω να μην σας χαλάσει αυτό το υπέροχο απόγευμα»


«εεε καλύτερα τότε να πηγαίνουμε» είπε αμήχανα ο Έντουαρτ και άρχισε να περπατάει προς την πόρτα που είχε εμφανιστεί η μητέρα του πριν λίγο τραβώντας και έμενα μαζί του.


«ελπίζω να σας ξαναδώ» είπα καθώς προσπαθούσα να βρω την ισορροπία μου την ώρα που φεύγαμε απο κοντά της


«μην ανησυχείς καλή μου σίγουρα θα βρεθούμε στο βραδινό» είπε εκείνη φωναχτά για να την ακούσω


«Έντουαρτ σταμάτα να με τραβάς έτσι» παραπονέθηκα εγώ μόλις βγήκαμε απο την πόρτα


«συγνώμη άλλα θέλω τόσο πολύ να σε γνωρίσει»


«ποιος?»


«ο πατέρας μου φυσικά» είπε και με κοίταξε μέσα στα μάτια. Άφησα έναν αναστεναγμό και τα παράτησα.


Συνέχισε να με σέρνει απο πόρτα σε πόρτα και με κόπο προσπαθούσα να παρατηρήσω γύρο όσα περιελάμβαναν τον χώρο. Όλα ήταν λες και ήταν βγαλμένα μέσα απο έργο που είχαν γυριστεί στο Χόλιγουντ. Οι τοίχοι γύρο μου ήταν σαν να ήταν φτιαγμένοι απο μπισκότα και αυτήν η σκέψη με έκανε να γελάσω, ένιωθα ότι ήμουν μέσα στο καραμελόσπιτο του Χένσελ και της Γκρέτελ.


Όταν φτάσαμε σε μια τεράστια πύλη σταμάτησε και την χτύπησε διακριτικά. Η πόρτα ήταν πολύ τεράστια και επιβλητική. Ξύλινη με σκαλίσματα και ήταν διακοσμημένη με χρυσά γκι.


«πατέρα να περάσουμε?» είπε απαλά και ντροπαλά ο Έντουαρτ και ακούσαμε μια φωνή να μας καλεί. Γύρισε την ματιά του προς τα μένα πήρε μια αναπνοή και την άνοιξε.


Το εσωτερικό ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό. Ήταν ένα τεράστιο γραφείο που το περιέβαλε μια βιβλιοθήκη με όλου του κόσμου τα βιβλία να είναι ταξινομημένα με τέτοια τάξη που έπαθα πλάκα. Στην μεγάλη πολυθρόνα πίσω από το γραφείο καθόταν ένας μεγαλόσωμος κύριος ντυμένος με την κόκκινη γνωστή στολή. Τα μάτια του ήταν πάνω σε πολλά γράμματα που τα διάβαζε ξανά και ξανά.


«Έντουαρτ πάλι άρχισες τις ίδιες σκανταλιές? ...... ξεκίναγε να λέει χωρίς να έχει καταλάβει ακόμα την παρουσία μου ......... δεν σου είπα ότι θα μοιράζεις τα δώρα μόνο την παραμονή των Χρι ... στου ... γε ... ννων» είναι αφηρημένα την τελευταία λέξη καθώς κόλλησε την ματιά του απάνω μου με σοκαριστικό ύφος.


«σκέφτηκα ότι αν ξεκινήσω πιο νωρίς μπορώ να διορθώσω τα λάθη μου την επόμενη» είπε ντροπαλά ο Έντουαρτ κατεβάζοντας για μια στιγμή το κεφάλι του, όμως όταν ένιωσε το χέρι μου πήρε θάρρος και το σήκωσε αμέσως κοιτώντας με στα μάτια με ένα τεράστιο χαμόγελο.

«η κοπέλα?» είπε ο πατέρας του τότε και τον έκοψε απο τις σκέψεις του και γύρισε την ματιά του σε εκείνον


«μπαμπά να σου συστήσω την Ιζαμπελα Σουαν» σοκ στην ματιά του τον έκανε για μια στιγμή να τα χάσει και αυτός.


«Ιζαμπέλα?» είπε σαστισμένος


«μπορείτε να με φωνάζετε Μπέλα ....... είπα με θάρρος καθώς τον πλησίασα δίνοντας του το χέρι μου. Εκείνος αμέσως σηκώθηκε και έκανε το γύρο του γραφείου του και με πήρε στην αγκαλιά του τρυφερά


«δεν μπορείς να φανταστείς τι τιμή είναι για μας να σε έχουμε κοντά μας.....είπε τότε και εγώ έμεινα άφωνη .......... χαίρομαι τόσο πολύ που σε γνωρίζω, έχεις μεγαλώσει πάρα πολύ απο την τελευταία φορά που σε είδα»


«σας ευχαριστώ» είπα σοκαρισμένη κοιτώντας τον με απορία


«ξέρω ότι είναι δύσκολο για σένα να το πιστέψεις άλλα εγώ σε θυμάμαι»


«δεν ξέρω τι να πω» είπα αφηρημένα


«δεν χρειάζεται να πεις τίποτα, φαντάζομαι ότι δεν έχετε πολύ χρόνο και θα ήθελες να δεις και το υπόλοιπο εργαστήριο και το σπίτι, οπότε Έντουαρτ θα αφήσω την κουβέντα μας για την ώρα για να μπορέσεις να την ξεναγήσεις, αλλά μην νομίζεις ότι θα το ξεχάσω αυτό που έκανες, μετά τις γιορτές έχουμε να πούμε πολλά»


«σε ευχαριστώ πολύ πατέρα και συγνώμη αν σε αναστάτωσα για άλλη μια φορά»


«πηγαίνετε τώρα και θα τα πούμε στο δείπνο»


«ευχαριστώωωω» φώναζε σαν μικρό παιδί ο Έντουαρτ την στιγμή που με πήρε πάλι απο το χέρι και σχεδόν τρέχοντας άρχισε να μου δείχνει της ομορφιές του εργαστηρίου και όλων των υπόλοιπων χώρων που υπήρχαν σε αυτήν την μικρή πόλη.


Είχα μαγευτεί πραγματικά, ζούσα μέσα σε ένα όνειρο στο χωριό του Άη Βασίλη με ξωτικά να τρέχουν εδώ και εκεί με τα χαρούμενα σκουφάκια τους με καμπανάκια να χτυπάνε σε κάθε τους κίνηση και γινόταν να μην γελάσω με όλη αυτήν την ατμόσφαιρα γύρο?


Ο Έντουαρτ δίπλα μου είχε πάλι το ίδιο τεράστιο χαμόγελο που άγγιζε τα μάτια του και παρακολουθούσε κάθε μου κίνηση και κάθε μου βλέμμα με ευλάβεια. Κάθε φορά που με έβλεπε να χαμογελάω το πρόσωπο του φωτιζόταν όλο και πιο πολύ και υπήρχαν στιγμές που θα ορκιζόμουν ότι μπορούσα να ακούσω την καρδιά του να χτυπάει τρελά.


Όταν φτάσαμε στα δωμάτια τους τα πέρασε τόσο γρήγορα ανυπόμονα που δεν προλάβαινα καν να τα κοιτάξω με προσοχή. Όταν φτάσαμε στο δικό του όμως δεν με άφησε να μπω, μου έδωσε λίγο χρόνο να το κοιτάξω απο μακριά και αυτό που πρόλαβα να καταλάβω για εκείνον απο αυτό το δωμάτιο ήταν ότι στην ψυχή του ακόμα ήταν ένα μικρό παιδί.


Έκλεισε την πόρτα και με οδήγησε στην διπλανή πόρτα, πριν την ανοίξει πήρε μια βαθιά ανάσα και γύρισε προς τα μένα.


«αυτό το δωμάτιο θα σε αφήσω να ανακαλύψεις μόνη σου σε ποιον ανήκει» είπε μόνο και την άνοιξε.


Μπήκα μέσα με αργά βήματα και θαμπώθηκα. Ήταν το ωραιότερο δωμάτιο στον όροφο, παντού επικρατούσαν τα αγαπημένα μου χρώματα. Οι κουρτίνες τα καλύμματα ακόμα και οι τοίχοι είχαν απαλά μοβ χρώματα με τόνους πιο σκούρους για λεπτομέρειες. Το κρεβάτι που ήταν στην μια μεριά ήταν τεράστιο και πολύ επιβλητικό. Ήταν όλο σε χρωματισμό του μπρούτζου και γύρο του υπήρχαν κολόνες στολισμένες με αναρριχόμενες τριανταφυλλιές με τριαντάφυλλα σε μεταλιζέ μοβ χρώμα και τα φίλα των λουλουδιών ήταν σε πράσινο μεταλιζέ χρώμα να κάνουμε μεταξύ τους αντίθεση απο το υπόλοιπο κρεβάτι. Ο ουρανός είχε ένα απαλό πανί που όπως έπεφτε σχημάτιζε πουπουλένια σύννεφα. Απο την άλλη μεριά του δωματίου υπήρχε ένα τεράστιο πιάνω σε λευκό χρώμα με ουρά, όπου πάνω του υπήρχε μια υπέροχη σύνθεση απο κόκκινα και άσπρα τριαντάφυλλα σχηματίζοντας μια καρδιά και δίπλα απο το πιάνο υπήρχε ένα μεγάλο αναλόγιο που η διακόσμηση του ήταν ίδια με το κρεβάτι. Πάνω στο αναλόγιο υπήρχε ένα μεγάλο ογκώδες ξύλινο βιβλίο με χρυσές λεπτομέρειες βγαλμένο απο άλλη εποχή λες και άνηκε σε μια πριγκίπισσα. Ασυναίσθητα το πλησίασα και πέρασα απαλά τα δάχτυλα μου απάνω του.


«θες να το δεις?» άκουσα την φωνή του πίσω μου και τρόμαξα. Είχα μαγευτεί τόσο πολύ απο τον χόρο που είχα ξεχάσει τελείως την παρουσία του.


«μπορώ?» τον ρώτησα γυρίζοντας την ματιά μου σε εκείνον.


Πήρε το βιβλίο στα χέρια του και με έβαλε να κάτσω πάνω στο κρεβάτι αφήνοντας το πάνω στα πόδια μου


«άνοιξε το» είπε και με κοίταζε με προσμονή χωρίς να χάνει ούτε μια μου ματιά ή κίνηση με το βλέμμα μου.


Το άνοιξα τόσο αργά και ήρεμα λες και ήταν τόσο εύθραυστο που ακόμα και το παραμικρό μου άγγιγμα θα το έσπαγε. Η έκπληξη που με περίμενε στην πρώτη σελίδα με έκανε να σαστίσω και γύρισα να τον κοιτάξω. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και με παρότρυνε να το πάρω στα χέρια μου, εγώ όμως δεν μπορούσα να το κάνω.


Ήταν το τελευταίο μου γράμμα που είχα γράψει στον Αη Βασίλη και ήξερα πολύ καλά τι έγραφε μέσα. Γύρισα την σελίδα και η επόμενη έκπληξη μου έκοψε την ανάσα και ένα δάκρυ κύλησε απο τα μάτια μου.


Ήταν όλες μου οι φωτογραφίες που είχα απο όταν ήμουν μωρό μέχρι και τα τελευταία Χριστούγεννα που είχα περάσει με τους γονείς μου πριν τους χάσω απο εκείνον τον ληστή που ήταν ντυμένος με την στολή του Αη Βασίλη. Ήταν τα χειρότερα μου Χριστούγεννα, απο την μια στιγμή στην άλλη είδα τους γονείς μου να πέφτουν μπροστά στα μάτια μου απο σφαίρα στο πάτωμα μέσα στα αίματα απο τους πυροβολισμούς εκείνου του ληστή που εγώ με την παιδική μου φαντασία νόμιζα ότι ήταν ο πραγματικός. Την επόμενη μέρα ξημέρωνε Χριστούγεννα και ενώ είχα στείλει το γράμμα μου, εκείνο το βράδυ του έστειλα ακόμα ένα παρακαλώντας τον να μου φέρει πίσω ότι πολυτιμότερο είχα στην ζωή ζητώντας τον να πάρει όλα μου τα παιχνίδια και να τα δώσει σε άλλα παιδάκια που τα είχαν περισσότερο ανάγκη απο μένα. Για μένα απο εκείνα τα Χριστούγεννα το μόνο δώρο που ήθελα ήταν μόνο εκείνοι.


Η απογοήτευση μου που δεν μου εκπλήρωσε αυτήν την επιθυμία μου ήταν μεγάλη και απο τότε σταμάτησα να πιστεύω σε εκείνον. Τα τελευταία Χριστούγεννα που πέρασα στο πατρικό μου σπίτι πριν φύγω, πήρα την απόφαση να προχωρήσω την ζωή μου αφήνοντας πίσω όλο μου τον πόνο και έτσι μαζί με όλα τα πράγματα που θύμιζαν εκείνους πέταξα και όλες τις φωτογραφίες που είχα μαζί τους, ελπίζοντας έτσι ότι ο πόνος θα σταματήσει να με τρυπάει στην καρδιά. Το είχα μετανιώσει αμέσως αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα πια γι αυτό και έτσι έμεινα πάντα με την ανάμνηση αυτή.


Αλλά τώρα όλες μου οι αναμνήσεις όλες μου οι φωτογραφίες ήταν εκεί, τις κοίταζα μια μια χαϊδεύοντας τες απαλά για να μπορέσω να νιώσω ότι ήταν πραγματικές, όταν όμως έφτασα στην τελευταία σελίδα με περίμενε ακόμα μια έκπληξη. Στο κέντρο της σελίδα είχε δημιουργήσει ένα κενό στις υπόλοιπες σελίδες και μέσα είχε ένα βελούδινο μπλε κουτάκι. Γύρισα και τον κοίταξα με απορία


«άνοιξε το» είπα απαλά και το έκανα με κομμένη την ανάσα


Μέσα υπήρχε το δαχτυλίδι της μητέρας μου που φόραγε όλη της την ζωή. Ήταν το δαχτυλίδι που της είχε κάνει πρόταση γάμου ο πατέρας μου και ήταν οικογενειακό κειμήλιο που πήγαινε απο γενιά σε γενιά 200 χρόνια τώρα.


Η ανάσα μου πλέων είχε αρχίσει να με πνίγει και είχα ανάγκη απο οξυγόνο, έβαλα με κόπο το βιβλίο στην άκρη και έτρεξα προς το παράθυρο μην μπορώντας πια να κρατήσω τα δάκρυα μου. Προσπάθησα να ανοίξω το παράθυρο άλλα δεν τα κατάφερνα. Εκείνος έβαλε απαλά το χέρι του στην μέση μου και με απομάκρυνε για λίγο μέχρι να το ανοίξει και μετά με άφησε για να βγω έξω για να ξεσπάσω.


Έπεσα πάνω στα κάγκελα και βάζοντας τα χέρια μου στο κεφάλι μου για να το συγκρατήσω άρχισα να κλαίω με αναφιλητά.


«κάθε χρόνο λαμβάνουμε πολλά γράμματα απο παιδιά που το μόνο που ζητούν για δώρο είναι να τους πάμε πίσω τους γονείς τους ή κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο που έχουν χάσει και πάντα μας πονάει το ότι δεν μπορούμε να εκπληρώσουμε αυτήν τους την ευχή. Το δικό σου όμως γράμμα μας είχε συγκλονίσει όλους. Ήμουν 11 χρονών και όμως το θυμάμαι σαν εχθές το κλάμα που είχα ρίξει όταν μας το διάβαζε ο πατέρας μου, που ακόμα και εκείνος δεν μπόρεσε να κρύψει την δική του λύπη. Εκείνα ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα που του ζήτησα να με πάρει μαζί του και δεν μου το αρνήθηκε γιατί ήξερε πολύ καλά για ποιο λόγο του το ζήτησα. Όταν μπήκα στο δωμάτιο σου και σε είδα να κοιμάσαι με εκείνες της καστανές μπουκλίτσες να πέφτουν απάνω στο πρόσωπο σου η καρδιά μου έγινε χίλια κομμάτια, πριν φύγω κάποιο σου όνειρο σε έκανε να χαμογελάσεις, εκείνο το χαμόγελο χαράχτηκε για πάντα στην μνήμη μου και δεν το ξέχασα ποτέ. Από τότε το μόνο δώρο που ζητάω απο τον πατέρα μου είναι να σε ξαναδώ. Όλο τον χρόνο τον περνάω σε αυτό το δωμάτιο περιμένοντας τα επόμενα Χριστούγεννα για να μου δοθεί άλλη μια ευκαιρία για να αντικρίσω το πρόσωπο σου την ώρα που κοιμάσαι. Αυτό το δωμάτιο το έφτιαξα μόνο για σένα ελπίζοντας κάποια στιγμή ότι ίσως θελήσεις και εσύ να γίνει για πάντα δικό σου» είπε σκύβοντας το κεφάλι αποφεύγοντας την ματιά μου.


Είχα συγκλονιστεί δεν ήξερα τι έπρεπε να πω ή να κάνω. Ο πόνος στην ματιά του έκανε την καρδιά μου να διαλυθεί και το μόνο που ήθελα ήταν να τον πάρω μακριά και να τον κάνω να μου χαμογελάσει όπως και πριν.


Αργά και σταθερά έφερα το χέρι μου κάτω απο το πιγούνι του και τον ανάγκασα να με κοιτάξει. Θυμήθηκα τα λόγια του που μου είχε πει ότι δεν έχουμε πολύ χρόνο και δεν έκατσα να το σκεφτώ. Πήγα πιο κοντά του και άρχισα να τον φιλάω τρυφερά. Με άρπαξε κατευθείαν στην αγκαλιά του και συνέχισε το φιλί μας με περισσότερο πάθος. Τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα και η καρδιά του χτύπαγε σαν τρελή.


«δεν μπορείς να φανταστείς πόσο καιρό σε περίμενα. Σ’ αγαπάω Ιζαμπέλα Σουαν. Απο την πρώτη στιγμή που σε αντίκρισα η καρδιά μου σου ανήκει» έλεγε με βαθιά φωνή πάνω στα χείλια μου χωρίς να σταματάει το φιλί του.


Γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια χαϊδεύοντας το μάγουλο του. Τον πήρα απο το χέρι και τον τράβηξα πίσω στο κρεβάτι χωρίς να αφήνω την ματιά μου απο την δική του και τότε πάλι άρχισε να μου χαμογελά.


All I want for Christmas is ......."3. Γράμμα στον Αη Βασίλη"

Μόλις πλησιάσαμε στο κρεβάτι γύρισα το σώμα μου στο δικό του και τον κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια, μηδένισα την απόσταση και πάνω στα χείλια του ψιθύρισα

«κάνε με δικιά σου»

Με άρπαξε στην αγκαλιά του αρχίζοντας να με φιλάει και ένιωσα όλο του σώμα να τρέμει. Η αναπνοή μου έγινε πιο γρήγορη και η καρδιά μου ένιωθα ότι θα βγει απο το σώμα μου, μέσα στο φιλί του υπήρχε τόσο αγάπη και πάθος που δεν είχα νιώσει ποτέ στην ζωή μου μέχρι στιγμής απο κανέναν.

Άνοιξα τα χείλια μου απαλά για να νιώσω την γεύση του και εκείνος έβαλε την γλώσσα του απαλά πάνω στην δική μου αρχίζοντας έναν γλυκό χορό. Κατέβασα σιγά σιγά τα χέρια μου πάνω στο γούνινο πανωφόρι του και άρχισα να ξεκουμπώνω τα κουμπιά ένα ένα ακουμπώντας τον απαλά. Το σώμα του ήταν τόσο καλογυμνασμένο και ταυτόχρονα τόσο απαλό που με έκανε να ανατριχιάσω, έβγαλε το μπουφάν μου και άρχισε να με φιλάει στον λαιμό περνώντας την γλώσσα του απαλά απάνω απο την φλέβα που είχε ξεπεταχτεί και παλλόταν γρήγορα απο την ταχυπαλμία που μου είχε δημιουργήσει μόνο με το άγγιγμα του.

Πήρα μια βαθιά ανάσα και με ανασήκωσε για να μου ξεκουμπώσει το πουκάμισο συνεχίζοντας να με φιλάει στο στόμα. Του έβγαλα το πανωφόρι του και τον γύρισα έτσι ώστε να τον ρίξω πάνω στο κρεβάτι. Όταν έπεσε του ξέφυγε ένα γελάκι αλλά δεν του έδωσα σημασία, χώρισα τα πόδια του και έπεσα απαλά απάνω του αρχίζοντας να τον φιλάω στο λαιμό, η γεύση του ήταν τόσο γλυκιά που νόμιζα ότι γευόμουν μια καραμέλα.

Έβαλε τα χέρια του στους γοφούς μου και μου σήκωσε την φούστα μου ψιλά συνεχίζοντας να με χαϊδεύει τρυφερά φέρνοντας με πιο κοντά του για να νιώσω τον ερεθισμό του που είχε πάρει φωτιά. Έκλεισα τα μάτια και τέντωσα το κορμί μου τρίβοντας το απαλά πάνω στο σόμα του και ένα ρίγος πέρασε απο την ραχοκοκαλιά μου που με κανε να ανατριχιάσω περισσότερο.

Τον ήθελα σαν τρελή απο την πρώτη στιγμή που είδα την ματιά του να με κοιτάει και τώρα ζούσα σε ένα όνειρο. Ήθελα τόσο πολύ να του κάνω αυτό το δώρο για όλη την αγάπη που είχε για μένα όλα αυτά τα χρόνια και να τον ευχαριστήσω με όλη μου την ψυχή και το σώμα, όμως τα συναισθήματα που μου έβγαζαν τα χάδια του και η ζεστασιά του δεν περίμενα ποτέ ότι θα τα νιώσω. Άφησα όλες μου τις σκέψεις στην άκρη και άρχισα να απολαμβάνω όλη αυτήν την μαγεία.

Άρχισα να κατηφορίζω χαρίζοντας του φιλιά σε κάθε σπιθαμή του κορμιού του εξερευνώντας τον και απομνημονεύοντας τον για να μην ξεχάσω ποτέ αυτήν την υπέροχη αίσθηση που ξύπναγε όλες μου τις αισθήσεις. Όταν έφτασα στην κοιλιά του έβγαλα το παντελόνι του και άρχισα να ξεκουμπώνω το τζιν που φόραγε απο μέσα χωρίς να σταματάω να τον φιλάω σε όλα τα εκτεθειμένα του σημεία.

Τα χέρια του πάνω στα μαλλιά μου, με χαϊδεύανε απαλά και μου δίχναν πόσο απολάμβανε τις κινήσεις μου και αυτό μου έδινε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση για να συνεχίσω. Μόλις ξεκούμπωσα το παντελόνι και το κατέβασα μαζί με το σλιπάκι άρχισα να τον φιλάω αντίστροφα και όταν έφτασα στο φύλο του ένιωσα ένα φούντωμα να περνάει όλο μου το κορμί και να με καίει. Ήταν τόσο ζεστό και σκληρό που ένιωθα ότι αν το παράκανα σίγουρα θα τον έφεραν στα όρια του και εγώ ήθελα τόσο απελπισμένα να τον νιώσω μέσα μου που δεν ήθελα να χάσω ούτε ένα λεπτό ακόμα.

Έσκυψα κοντά του και πέρασα την γλώσσα μου απο την βάση του μέχρι το κεφάλι και τέντωσε όλο του το κορμί αφήνοντας έναν αναστεναγμό πνίγοντας το βογκητό που ήταν έτοιμο να βγει απο μέσα του, το κράτησα απαλά και το άρχισα να το βάζω στο στόμα μου για να του χαρίσω απόλαυση και να το ηρεμήσω για να κρατήσει μέχρι να το νιώσω μέσα μου να με ολοκληρώνει.

Άρχισα να κάνω τις κινήσεις μου πιο γρήγορες προσέχοντας πάντα να μην τον φτάσω στα όρια του παίζοντας με την γλώσσα μου που και που πάνω στο ευαίσθητο του σημείο και εκείνος κάθε τόσο τρανταζόταν και ανάσαινε γρήγορα αφήνοντας να του ξεφύγουν που και που βογκητά ευχαρίστησης.

Κάποια στιγμή δεν άντεξε άλλο και σηκώθηκε, με κράτησε απο τους ώμους και με ξάπλωσε πάνω στο κρεβάτι δίνοντας μου ένα παθιασμένο φιλί που μου έκαψε κάθε μου άκρο, η υγρασία μου είχε πια ξεπεράσει και το εσώρουχο μου και όταν το ένιωσε με το χέρι του έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα.

Άρχισε να μου φιλάει και πάλι τον λαιμό κατεβαίνοντας προς τα κάτω, κάθε κουμπί που ξεκούμπωνε πέρναγε και την γλώσσα του απο το σημείο που έμενε εκτεθειμένο και με τρέλαινε, όταν έφτασε στην κοιλιά μου έπαιξε με τον αφαλό μου και άρχισε πάλι να χαράζει ένα υγρό μονοπάτι με την γλώσσα του προς τα πάνω φτάνοντας στο στήθος μου.

Έβαλε τα χέρια του πίσω απο την πλάτη μου και με σήκωσε απαλά για να μου βγάλει τα ρούχα, όπου περνούσαν τα χέρια του συνέχιζε να μου αφήνει πύρινα και υγρά μονοπάτια για να μην χάσουμε την επαφή. Μόλις ξεκούμπωσε το σουτιέν μου το άφησε να παίσει στο πάτωμα και με ξάπλωσε πάλι στο στρώμα αρχίζοντας να μου χαρίζει διάφορα φιλιά σε κάθε σπιθαμή του σώματος μου.

Γύρισε πάλι στο στήθος μου και άρπαξε την μια ρόγα με τα δόντια του, τέντωσα το κορμί μου απο τον ηλεκτρισμό που ένιωσα και έχωσα τα χέρια μου μέσα στα μαλλιά του φέρνοντας τον πιο κοντά μου για να συνεχίσει και τότε άρχισε να την σκληραίνει με την γλώσσα του ενώ με το χέρι το άλλο του χέρι κρατούσε το άλλο μου στήθος παίζοντας με τα δάχτυλα του με την ρόγα μου και η ανάσα μου άρχισε να επιταχύνεται επικίνδυνα αφήνοντας που και που διάφορα βογκητά να μου ξεφύγουν.

Είχα ήδη χάσει το μυαλό μου και ακόμα ήμασταν στην αρχή. Η καρδιά μου κάλπαζε τόσο πολύ που ένιωθα ότι θα βγει απο το σώμα μου και κάθε τόσο τρανταζόμουν απο ηδονή. Το χέρι του χάιδευε όλο μου το κορμί και ξεκούμπωνε το φερμουάρ της φούστας. Άρχισε πάλι με φιλιά να κατεβαίνει προς το λουλούδι μου, όταν έφτασε στην αρχή της φούστα μου, με μια κίνηση την τράβηξε και την έβγαλε τραβώντας μαζί και το καλτσόν μου αφήνοντας με μόνο με το εσώρουχο, άρχισε να μου φιλάει τα πόδια ανεβαίνοντας προς τα πάνω και με τα δόντια του άρχισε να τραβάει το εσώρουχο βασανίζοντας με περισσότερο.

Είχα ξεπεράσει τα όρια μου και είχα αρχίσει να γίνομαι τόσο ανυπόμονη που σηκώθηκα και τον τράβηξα απο τα χέρια να έρθει κοντά μου. Αυτό τον ξετρέλανε και του ξέφυγε ένα γελάκι, με κοίταξε για μια στιγμή στα μάτια, δείχνοντας μου όλο του πάθος για μένα, με τα δάχτυλα του άρχισε να με χαϊδεύει απο το μέτωπο μου μέχρι την φωτιά μου και τραντάχτηκα τόσο πολύ με το άγγιγμα του που όταν ένιωσα να μπαίνουν στην είσοδο μου με ένα αγκομαχητό ένιωσα την καυτή μου λάβα να ξεχειλίζει πάνω στα δάχτυλα του με ορμή, όμως ούτε αυτό δεν ήταν ικανό για να τον σταματήσει.

Έσκυψε αργά και άρχισε να γεύεται την καυτή μου σάρκα με τόσο αισθησιασμό που ένιωσα τον πρώτο μου οργασμό να με συνεπαίρνει.

«κάνε με δική σου» το παρακάλεσα με κομμένη την ανάσα και τότε τον ένιωσα να αφήνει όλο του βάρος του σώματος του να ακουμπήσει απαλά πάνω στο κορμί μου και τον ερεθισμό του να μπαίνει απαλά μέσα μου.

Άφησα ένα βογκητό να μου ξεφύγει και γαντζώθηκα απάνω του για να τον νιώσω σε όλο μου το είναι. Η κινήσεις του ήταν αργές και βασανιστικές αλλά δεν με ένοιαζε πια. Σήκωσα το πόδι μου να ακουμπήσει πάνω στην μέση του για να τον νιώσω πιο βαθιά και με ακολούθησε βάζοντας και το άλλο μου πόδι να ακουμπήσει στην μέση του χαϊδεύοντας αισθησιακά τους γλουτούς μου και έχασα το μυαλό μου.

Οι κινήσεις μας είχαν συντονιστεί μαζί με τα βογκητά μας, το απολάμβανε τόσο όσο και εγώ και αυτό με έκανε να νιώθω ότι βρίσκομαι στον παράδεισο.

Το στόμα του μου χάριζαν φιλιά σε όλο μου το πρόσωπο λέγοντας μου ξανά και ξανά το πόσο με αγαπά. Έτρεμα σαν το ψάρι μέσα στην ζεστή του αγκαλιά και εκείνος συνέχιζε με τον ίδιο ρυθμό να μου χαρίζει απόλαυση.

Κάποια στιγμή βγήκε απο μέσα μου και με γύρισε μπρούμυτα, άρχισε να μου χαρίζει φιλιά σε όλη μου την πλάτη και αφού μου ανασήκωσε την μέση κλείνοντας μου τα πόδια τον ένιωσα να μπαίνει μέσα μου τόσο αργά που με έκανε να τα χάσω, δάγκωσα το μαξιλάρι για να μην φωνάξω και εκείνος πιάνοντας μου τους γλουτούς σφιχτά άρχισε να κουνιέται πιο γρήγορα.

Τα χέρια μου έσφιγγα τόσο σφιχτά τα σεντόνια που ένιωθα ότι θα τα σκίσω απο την δύναμη που είχα βάλει. Σήκωσα το κεφάλι μου και εκείνος έσκυψε κοντά μου και άρχισε να με φιλάει με πάθος κρατώντας με απο την κοιλιά χωρίς να χάνει τον ρυθμό του.

Οι γλώσσες μας είχαν πάρει φωτιά και ένιωσα τον εαυτό μου να λιώνει και να γίνετε ρευστός καθώς το καυτό μου υγρό τύλιγε τον ερεθισμό του, μόλις ένιωσε να τον αγκαλιάζει σήκωσε το κεφάλι κλείνοντας τα μάτια και τότε άρχισε να επιταχύνει τον ρυθμό του κάνοντας με να ουρλιάζω και να ξεπεράσω τα όρια μου.

Άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο και ένιωσα τον οργασμό μου να με τραντάζει ολόκληρη, μόλις με ένιωσε να τραντάζομαι κρατήθηκε πάλι απο τους γλουτούς μου και έδωσε όλο του τον εαυτό φτάνοντας στα δικά του όρια. Την στιγμή που ένιωσα τα καυτά του υγρά να χτυπάνε το τέρμα μου άρπαξα το μαξιλάρι και τέντωσα το κορμί μου για να τον νιώσω όσο πιο βαθιά μπορούσα συγχρονίζοντας τις κινήσεις μου με τις δικές του για να τον κάνω να έρθει πιο κοντά μου και τον άκουσα να βογκάει απο ηδονή.

Όταν ο ρυθμός του άρχισε να μειώνεται άρχισε να μου χαρίζει καυτά φιλιά στην πλάτη μου γυρίζοντας με σιγά σιγά προς την μεριά του χωρίς να σταματάει να με φιλάει, μέχρι που με φυλάκισε στην αγκαλιά του και με άφησε να ακουμπήσω πάνω στο στερνό του για να μπορέσουμε να βρούμε και πάλι την αναπνοή μας.

Σήκωσε το πρόσωπο μου και με την αναστροφή του χεριού του χάιδεψε απαλά το μάγουλο μου κοιτώντας με μέσα στα μάτια με λατρεία.

«δηλαδή αυτό σημαίνει ότι θα μείνεις?» με ρώτησε την στιγμή που είχε τα χείλια του απαλά πάνω στα δικά μου και πάγωσα.

«Έντουαρτ» είπα διστακτικά και σηκώθηκε αμέσως και έκατσε στην άκρη του κρεβατιού πιάνοντας το κεφάλι του με τα χέρια του για να το στερεώσει αφήνοντας μια βίαιη ανάσα να βγει απο μέσα του προσπαθώντας να ελέγξει τα συναισθήματα του. Πήγα κοντά του και τον αγκάλιασα απο πίσω αφήνοντας το κεφάλι μου να ακουμπήσει πάνω στον ώμο του δίνοντας του ένα απαλό φιλί πάνω στον λαιμό.

«γιατί μου έδωσες τότε ελπίδες?» είπε πνιγμένα

«Έντουαρτ δεν μπορεί να πιστεύεις ότι όλο αυτό φτάνει για να μείνω εδώ μόνιμα»

«νόμιζα»

«τι?» τον ρώτησα ήρεμα

«νόμιζα ότι είχες αισθήματα για μένα»

«Έντουαρτ φυσικά και έχω αισθήματα για σένα, αν δεν είχα θα νόμιζες ότι θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο?»

«τότε?»

«γνωριζόμαστε μόνο μερικές ώρες, ότι αισθήματα και να ένιωσα δεν μπορεί να πιστεύεις ότι είναι αρκετό για να με κάνει να αλλάξω όλη μου την ζωή απο την μια στιγμή στην άλλη»

«γιατί δεν μπορείς να καταλάβεις το πόσο σε αγαπώ? Μπέλα δεν μπορώ να ζήσω άλλο χωρίς εσένα»

«εσύ φαίνεται ότι με γνωρίζεις καλά αλλά κατάλαβε με και εμένα, εγώ δεν γνωρίζω τίποτα για σένα, αν είχαμε τον χρόνο να γνωριστούμε καλύτερα»

«και αν τον είχαμε?»

«τότε σίγουρα όλα θα ήταν διαφορετικά»

«τότε μείνε σε παρακαλώ και σου υπόσχομαι ότι οποιαδήποτε στιγμή θες να φύγεις θα σε γυρίσω πίσω» είπε κοιτώντας με μέσα στα μάτια με παράπονο

«δεν μπορώ να παρατήσω τα πάντα έτσι απλά, γιατί δεν έρχεσαι εσύ μαζί μου?»

«δεν μπορώ να τους παρατήσω ιδίως τώρα»

«δεν εννοώ για τώρα σίγουρα θα έχεις πολλά να κάνεις, αλλά μετά τις γιορτές?»

«ούτε και τότε μπορώ και πίστεψε με ο λόγος που δεν μπορώ να τους αφήσω δεν είναι γιατί δεν μπορώ να φύγω απο κοντά τους ή γιατί δεν μπορώ να τους αποχωριστώ»

«τότε γιατί?»

«η δουλειά που κάνουμε εδώ Μπέλα δεν είναι μόνο για τα Χριστούγεννα όπως νομίζετε εσείς και τον υπόλοιπο καίρο απλός καθόμαστε και περιμένουμε τον επόμενο χρόνο»

«τότε τι ακριβός κάνετε?»

«σε σας φαίνεται ότι ο ρόλος του πατέρα μου είναι να μοιράζει δώρα μόνο σε παιδιά που ουσιαστικά έχουν την λιγότερη ανάγκη για δώρα και στοργή αλλά ο πραγματικός του ρόλος είναι πολλά παραπάνω απο αυτό. Όλον τον χρόνο γυρίζουμε απο χώρα σε χώρα και βοηθάμε όσα παιδιά το έχουν πραγματικά ανάγκη, όχι με δώρα και παιχνίδια αλλά με οτιδήποτε έχουν ανάγκη για την επιβίωση τους»

«πως μπορούσα αυτό να το ξέρω?» είπα με απορία άλλα και θαυμασμό για το πραγματικό τους έργο

«σίγουρα δεν θα μπορούσες και μάλλον έχεις δίκιο γι αυτό που λες, αλλά πως θα καταφέρουμε να γνωρίσουμε ο ένας τον άλλον όταν κανείς δεν μπορεί να παρατήσει την ζωή που κάνει τώρα?» άφησα έναν αναστεναγμό και ακούμπησα τα χείλια μου στο λαιμό του

«δεν ξέρω Έντουαρτ πραγματικά δεν ξέρω. Καταλαβαίνω ότι αυτό που κάνετε εδώ είναι πολύ πιο σημαντικό απο μια απλή δουλειά αστυνομικού, αλλά πως μπορείς να μου ζητάς να παρατήσω τα πάντα?» γύρισε και με κοίταξε στα μάτια σμίγοντας τα φρύδια του

«σε παρακαλώ μην τα παρατήσεις χωρίς να δοκιμάσεις πρώτα»

«και να δεν τα καταφέρουμε Έντουαρτ τότε τι θα γίνει? Πιστεύεις ότι θα μπορώ να γυρίσω πίσω και να είναι όλα όπως τα άφησα? Θα πρέπει να αρχίσω απο την αρχή και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο στην εποχή που ζούμε»

«έκανα μεγάλο λάθος να υπολογίζω τόσο πολύ σε αυτήν την σχέση. Έχεις δίκιο σε ότι λες και δεν σε άδικο» είπε χαμηλώνοντας και πάλι το κεφάλι και έμεινε στην ίδια θέση χωρίς να πει τίποτα άλλο για πολύ ώρα. Όταν κατάλαβα ότι δεν υπήρχε τίποτα άλλο για να πούμε του είπα διστακτικά

«μάλλον είναι καλύτερα να με γυρίσεις σπίτι»

«ναι και εγώ αυτό πιστεύω ότι είναι το σωστό»

«νομίζεις ότι θα απογοητεύσω πολύ τους δικούς σου να δεν κάτσω για το δείπνο?»

«μην ανησυχείς γι αυτό θα τους εξηγήσω και θα καταλάβουν»

«εντάξει» είπα μόνο χωρίς να ξέρω τι άλλο να πω και σηκώθηκα για να ντυθώ

Δεν ένιωθα ότι ήμουν έτοιμη να τον αποχωριστώ ακόμα αλλά θα ήταν το καλύτερο και για τους δύο μας να γίνει τώρα πριν αφήσουμε τα συναισθήματα μας να μας παρασύρουν.

Αυτό που ζήσαμε αν και ήταν σύντομο ήταν πολύ δυνατό και για τους δύο μας και σίγουρα για εκείνον παραπάνω αλλά είναι πολύ δύσκολο για μένα να κάνω ένα τέτοιο βήμα με κάποιον που γνώρισα μόλις μερικές ώρες πριν.

«είσαι έτοιμη?» με ρώτησε συγκρατημένα

«νομίζω πως ναι» είπα και εγώ με το ίδιο ύφος

«τότε καλύτερα να πηγαίνουμε» κούνησα το κεφάλι μου και τον ακολούθησα με μισή καρδιά

Όλο το γέλιο και ο ενθουσιασμός που ένιωθε πριν είχαν εξαφανιστεί και την θέση τους πήραν ένα σοβαρό και απόμακρο ύφος που μου έκοβε τα πόδια. Πόσο θα ήθελα να είχαμε μια ευκαιρία να ζήσουμε αυτό που και οι δύο θέλαμε.

Σε όλη την διαδρομή κανείς απο τους δύο μας δεν μίλαγε και αυτό ήταν πολύ εκνευριστικό, όμως ήμουν πολύ δειλή για να ξεκινήσω μια κουβέντα μαζί του, δεν ήθελα να τον πληγώσω περισσότερο.

«πιστεύεις ότι θα σε ξαναδώ?» το ρώτησα τελικά την στιγμή που κατάλαβα ότι φτάναμε στο σπίτι

«νομίζω ότι το καλύτερο και για τους δύο μας είναι να μην συναντηθούμε ξανά»

«ναι μάλλον έχεις δίκιο» είπα και ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγετε, γιατί δεν μπορούμε να έχουμε μια ενδιάμεση λύση? Γιατί πρέπει να γίνουν έτσι τα πράγματα για μας? Είπα με παράπονο και έπνιξα ένα δάκρυ που απειλούσε να φύγει απο τα μάτια μου.

Είχε αρχίσει να ξημερώνει και όλα τα χρώματα στον ουρανό ήταν τόσο όμορφα, τόσο μαγικά, που με έπιασε απελπισία. Γιατί δεν μπορεί και η δική μας ζωή να είναι γεμάτη χρώμα? Γιατί θα πρέπει να είναι ή άσπρη ή μαύρη? Όταν προσγειώθηκε μπροστά απο το σπίτι με βοήθησε να κατέβω αλλά πριν φύγω με σταμάτησε.

«μην ξεχάσεις αύτο» είπε δίνοντας μου το βιβλίο που είχε φτιάξει μόνο για μένα

«δεν μου ανήκει πια............του είπα και έτρεξα στην πόρτα πριν με προλάβει, την άνοιξα μπήκα μέσα και έπεσα απάνω της αφήνοντας το σώμα μου να κυλήσει κάτω δίνοντας το ελεύθερο στα δάκρυα που κρατούσα όλη αυτήν την ώρα να ξεχειλίσουν...... αντίο για πάντα»

*_*_*_*_*_*_*_*_*

Σε πέντε μέρες θα ήταν τα πρώτα μας Χριστούγεννα. Καθόμουν στην πολυθρόνα που ήταν μπροστά στο τζάκι και έβλεπα τις φλόγες να ανεβοκατεβαίνουν παιχνιδιάρικα και γέλασα. Λίγες μέρες μετά τα περσινά Χριστούγεννα η Άλις μου ανακοίνωσε ότι ο σύντροφος της, της έκανε πρόταση γάμου και έτσι θα έμενε πια μαζί του. Με πόνεσε τόσο πολύ αυτό εκείνη την στιγμή αλλά ποτέ δεν της έδειξα. Ήμουν τόσο χαρούμενη γι εκείνη που θα έκανε μια νέα ευτυχισμένη αρχή που δεν ήθελα να της χαλάσω την χαρά της με την δική μου μοναξιά.

Τον πρώτο καιρό ένιωθα τόσο μόνη που άρχισα να δουλεύω περισσότερο για να είμαι όσο το δυνατών πιο μακριά απο το σπίτι, κάποια στιγμή σκέφτηκα ακόμα και να μετακομίσω άλλα τα γεγονότα που ακολούθησαν με έκαναν να σκεφτώ πολλά πράγματα, όχι μόνο για το σπίτι άλλα και για την ίδια μου την ζωή.

Εκείνος πάντα μου έλειπε και έκανα πολλές προσπάθειες για να επικοινωνήσω μαζί του αλλά λόγο του ότι δεν ήταν πλέον Χριστούγεννα το ταχυδρομείο πάντα μου επέστρεφε το γράμμα χωρίς να το στείλει στον προορισμό του, λέγοντας μου ότι αυτή η αποστολή γίνετε μόνο της ημέρες των Χριστουγέννων και έτσι αναγκαστικά περίμενα μέχρι να έρθει αυτή η ημέρα ελπίζοντας πως τώρα θα μπορέσει το γράμμα μου να φτάσει σε εκείνον.

Γύρισα την ματιά μου στον άγγελο που είχα δίπλα μου και χαμογέλασα, ήταν τόσο γαλήνια όταν κοιμόταν που δεν χόρτενα ποτέ να την κοιτάω. Σηκώθηκα αποφασιστικά, πήρα το μπλοκ μου και άρχισα να γράφω το πρώτο της γράμμα.

«αγαπημένε μου Άη Βασίλη,

Με λένε Ρένεσμη και είμαι μόλις δυόμιση μηνών. Ξέρω ότι είμαι πολύ μικρή για να γράψω αυτό το γράμμα ή να ζητήσω κάποιο δώρο απο σένα, όμως σκέφτηκα ότι μόλις εσύ διαβάσεις αυτό το γράμμα σίγουρα θα μπορέσεις να μου εκπληρώσεις την μοναδική ευχή που έχω απο την ημέρα που γεννήθηκα.

Όσα δώρα και να μου κάνουν κανένα δεν θα μπορέσει ποτέ να αντικαταστήσει το δώρο που θα μπορέσεις εσύ να μου προσφέρεις, γι αυτό αγαπημένε μου Αη Βασίλη το μόνο που σου ζητώ είναι να ζητήσεις απο τον μπαμπά μου να μου δώσει μια ευκαιρία να τον δω.

Με πολύ αγάπη η εγγονή σου....»

Έκλεισα τα μάτια μου και άφησα ένα δάκρυ να κυλίσει, ευχόμενη αυτό να είναι αρκετό για να τον κάνει να έρθει έστω και για μια ακόμα φορά κοντά μας. Σφράγισα τον φάκελο έγραψα τα στοιχεία μας βάζοντας το όνομα της μικρής μου χωρίς επίθετο και την διεύθυνση μας ελπίζοντας ότι αυτό θα ήταν αρκετό για να καταλάβει.

Οι μέρες κυλούσαν άλλα εγώ ένιωθα ότι ο χρόνος έχει παγώσει. Άραγε θα είχε φτάσει το γράμμα σε εκείνον? Και αν έφτασε θα ήταν αρκετό ώστε να τον ξαναδώ έστω και για μια ακόμα φορά?

Η παραμονή έφτασε και εκείνος δεν είχε εμφανιστεί, η καρδιά μου ένιωθα ότι απο στιγμή σε στιγμή θα εύγενε απο το στήθος μου όμως είχα την ελπίδα ότι θα ρθει.

Ο μικρός μου άγγελος είχε κοιμηθεί και έτσι αποφάσισα να την πάω στο δωμάτιο της για να είναι πιο άνετα, την ακούμπησα στο κρεβατάκι της και δίνοντας της ένα φιλί και έφυγα για να κατέβω να τον περιμένω ελπίζοντας πως θα έρθει.

Είχε πάει μεσάνυχτα και ακόμα δεν είχε εμφανιστεί, τα μάτια μου απο την εξάντληση ήταν βαριά αλλά προσπαθούσα να κρατηθώ όσο περισσότερο μπορούσα όμως κάποια στιγμή παραδώθηκα στα όνειρα μου χωρίς να το καταλάβω.

Κάποια στιγμή άκουσα την μικρή μου κλαίει και πετάχτηκα τρομαγμένη όρθια, άρχισα να τρέχω προς το δωμάτιο της και όταν μπήκα μέσα τα έχασα. Ο Έντουαρτ την είχε αγκαλιά και την νανούριζε γλυκά. Γύρισε προς το μέρος μου κάνοντας μου νόημα να μην την ανησυχήσω και κούνησα το κεφάλι μου μηχανικά μην μπορώντας να κάνω κάτι άλλο.

Όταν η μικρή κοιμήθηκε τις έδωσε ένα απαλό φιλί στο κεφαλάκι της και την άφησε απαλά πάνω στο κρεβάτι σκεπάζοντας την, την χάιδεψε απαλά και έφυγε απο το δωμάτιο προσπερνώντας με χωρίς να πει τίποτα.

Για μια στιγμή πάγωσα χωρίς να ξέρω τι να κάνω, τον κοίταζα να φεύγει απο κοντά μου και δεν μπορούσα να κουνηθώ. Τι κάθεσαι και τον κοιτάς. Άκουσα μια φωνή να ουρλιάζει μέσα μου και τότε άρχισα να τρέχω για να τον προλάβω.

Όταν έφτασα στο σαλόνι τον κοίταζα να βγαίνει απο το παράθυρο και απο τα δάκρυα μου δεν έβρισκα την φωνή για να τον σταματήσω. Την στιγμή όμως που τον είδα να βγαίνει η καρδιά μου έγινε χίλια κομμάτια και χωρίς να το σκεφτώ άνοιξα την πόρτα και έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα κοντά του.

Ένιωσε την παρουσία μου και σταμάτησε αλλά δεν γύρισε προς το μέρος μου και για άλλη μια φορά πάγωσα κοιτώντας τον.

«μην φύγεις ακόμα» του είπα με κόπο τόσο σιγανά που δεν ήμουν σίγουρη αν το άκουσε και περίμενα με κομμένη την αναπνοή να δω την αντίδραση του.

«παρέδωσα το δώρο μου δεν έχω κάποιον άλλο λόγο να βρίσκομαι εδώ» τον άκουσα να λέει και τότε ένιωσα ότι όλο μου το κορμί παραλύει και έπεσα στα γόνατα πιάνοντας το κεφάλι μου απελπισμένη.

«είναι τόσο άδικο .......... είπα μέσα απο τα δάκρυα μου ......... όλο τον χρόνο σου έγραφα και όλα τα γράμματα μου τα γυρίζανε πίσω και όταν μπόρεσα να σου στείλω γράμμα σκέφτηκα να ότι ήταν καλύτερο να το λάβεις απο εκείνη νομίζοντας ότι θα καταλάβεις» αμέσως ένιωσα τα χέρια του στα μπράτσα μου να με ταρακουνάνε

«να καταλάβω τι Μπέλα? Πες μου να καταλάβω τι? ότι ήθελες απλά να με δεις για άλλη μια φορά? ........ κούνησα το κεφάλι μου απελπισμένα .......... όταν διάβασα την φράση <να μου δώσει μια ευκαιρία να τον δω> τι ήθελες να καταλάβω?»

«νόμιζα ότι όταν θα έβλεπες το γράμμα απο εκείνη θα καταλάβενες ότι ποτέ δεν σε ξέχασα, ότι ποτέ δεν έπαψα να σε σκέφτομαι, ότι σε αγαπάω Έντουαρτ και ότι όλο αυτόν τον καιρό παρακάλαγα να έρθει αυτή η μέρα για να σου το πω»

«και τι αλλάζει με αυτό Μπέλα? ζούμε σε δύο διαφορετικούς κόσμους που δεν μπορούν να συμβαδίσουν»

«το ξέρω......... είπα προσπαθώντας να βρω και πάλι την αναπνοή μου που είχε παγώσει απο το κρύο ........ όμως δεν μπορώ να σε βγάλω απο το μυαλό μου» άφησε την αναπνοή του παραδομένος και με πήρε στην αγκαλιά του σηκώνοντας με απο το πάτωμα

«πάμε μέσα πριν κρυώσεις» είπε και με πήρε στα χέρια του πηγαίνοντας με στο σαλόνι, με τύλιξε με την κουβέρτα που είχα πάνω στον καναπέ και πήγε να δυναμώσει την φωτιά στο τζάκι για να ζεσταθώ. Έτρεμα τόσο πολύ που τα δόντια μου είχαν αρχίσει να τρίζουν, μόλις το κατάλαβε ήρθε δίπλα μου και με πήρε στην ζεστή του αγκαλιά.

«πως γίνεται να μην κρυώνεις ποτέ» τον ρώτησα με δυσκολία και γέλασε

«προσπάθησε να χαλαρώσεις και θα ζεσταθείς αμέσως» πήρα μια βαθιά ανάσα και άφησα το γλυκό του άρωμα που μου είχε λείψει τόσο πολύ να πλημμυρίσει τα ρουθούνια μου και όλες μου της αισθήσεις.

«σου μοιάζει τόσο πολύ» είπα κάποια στιγμή αφού είδα ότι εκείνος δεν είχε σκοπό να πει κάτι

«μμμμμ» είπε γελώντας

«δεν θα πεις τίποτα?»

«τι θες να πω Μπέλα, έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα πόσο περισσότερο μπορούμε να πληγωθούμε?»

«θα προτιμούσες να μην την είχα κρατήσει?» με κοίταξε άγρια στα μάτια

«μην τολμήσεις ποτέ να το ξαναπείς αυτό, είναι το καλύτερο δώρο που θα μπορούσες να μου κάνεις, όμως είναι τόσο άδικο για μένα να την στερούμε και να έχω το δικαίωμα να την βλέπω για ένα λεπτό κάθε χρόνο»

«το ξέρω νομίζεις ότι εμένα δεν με πληγώνει αυτό? Δεν είναι μόνο για σένα άδικο αλλά και για εκείνην»

«τότε ελάτε μαζί μου σε παρακαλώ Μπέλα, πάρε την απόφαση που δεν πήρες πέρσι, κάνε μια προσπάθεια και δώσε μας μια ευκαιρία, δεν σου εγγυώμαι ότι όλα θα καταλήξουν καλά γιατί σίγουρα εκτός του ότι ξέρουμε ότι αγαπιόμαστε δεν ξέρουμε τίποτα άλλο ο ένας για τον άλλο, όμως αν δεν δώσουμε μια ευκαιρία στον εαυτό μας τότε μια ζωή θα μας τρώει για το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί» γύρισα τον κοίταξα στα μάτια με πόνο και ένα δάκρυ κύλισε απο τα μάτια μου

«ένα χρόνο περίμενα αυτήν την στιγμή για να βρεθώ στην αγκαλιά σου, όταν σε έβλεπα να φεύγεις έγινα χίλια κομμάτια μπροστά στα μάτια σου και ακόμα δεν μπορείς να καταλάβεις ότι δεν μπορώ να ζήσω άλλο χωρίς εσένα?» με κοίταξε για μια στιγμή βάζοντας το χέρι του πάνω στο μάγουλο μου παίρνοντας μια ανάσα

«σ’ αγαπάω δεν ξέρω αν αυτό είναι αρκετό για σένα αλλά δεν ξέρω πως αλλιώς να σου εκφράσω ότι όταν ήσουν μακριά μου δεν είχε τίποτα άλλο αξία για μένα, μέτραγα μια μια της μέρες για να σε ξαναδώ έστω και για ένα λεπτό ........... δεν μπορώ να ζήσω άλλο χωρίς εσένα» είπε και σφράγισε τα λόγια του με ένα φιλί.
<<<Τέλος>>>

ESCAPE POLH FANTASMA