Ετικέτες

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Σκοτεινός άγγελος "3. H μελωδία "


Την υπόλοιπη ημέρα καθόμουν στο αγαπημένο μου λιβάδι που είχε γίνει για μένα το ησυχαστήριο μου... ξαπλωμένος πάνω στα ανθισμένα λουλούδια άφησα το μυαλό μου να περιπλανηθεί σε τόπους μακρινούς ελπίζοντας να βρω την δύναμη να αντιμετωπίσω ότι με στοίχειωνε και μου μαύριζε την καρδιά.

Είχα παλέψει πάρα πολύ σκληρά για να φτάσω να γίνω αυτό που είμαι τώρα και κανείς και τίποτα δεν θα με κάνει να ξαναγίνω το τέρας που κάποτε ήμουν και μισούσα τόσο πολύ... η μελωδία των ονείρων για μια ακόμα φορά ήρθε να τρυπώσει στις σκέψεις μου και να γαληνεύσει την ψυχή μου... με καλούσε κοντά της, μου ζητούσε να την απελευθερώσω... να απελευθερώσω την ίδια μου την καρδιά.

Στο άκουσμα αυτής της μελωδίας ένιωθα την καρδιά μου να αντιδρά... την έκανε να γίνετε πιο μαλακιά και αν είχε ακόμα χτύπους τώρα εκείνη θα κάλπαζε σαν άλογο σε μάχη... μια μάχη που ζητά να βρει την δικαιοσύνη σε όλα τα άδικα του κόσμου μου.

Πιο ήρεμος πια άρχισα και πάλι να παίρνω τον δρόμο για τον σπίτι... ήθελα την συμπαράσταση της οικογένειας μου... ήθελα την αγάπη που μου δίναν όλα αυτά τα χρόνια, να με αγκαλιάσει και να με λυτρώσει απο τα βασανιστήρια μου... φτάνοντας όμως εκεί το μετάνιωσα αμέσως.

Οι φωνές τους καθώς και οι σκέψεις τους ήρθα πολύ γρήγορα στα αυτιά μου και στην σκέψη μου και με έκαναν χειρότερα...

«πρέπει να τερματίσει η ζωής της τώρα που είναι ευκαιρία... έπαθε ατύχημα... μπορεί να την γλύτωσε το πρωί αλλά αν την βρούνε στο κρεβάτι της νεκρή θα πιστέψουν ότι ήταν απο αυτό» άκουσα τα σκληρά λόγια της Ρόζαλις να τρυπάνε τα αυτιά μου και χωρίς να ξέρω το γιατί έτρεξα για να υπερασπιστώ την ζωή της.

«ποτέ... φώναξα μπαίνοντας μέσα στο σπίτι και όλοι γύρισαν να με κοιτάξουν... ποτέ το ακούς, δεν θα αφήσω ούτε εσένα αλλά ούτε και κανέναν άλλον να την πλησιάσει και να πληρώσει το δικό μου λάθος»

«Έντουαρντ λογικέψου... αν ανοίξει το στόμα της» συνέχισε με χολή η Ρόζαλί αλλά ο Καρλάηλ της έκοψε την φράση στην μέση

«δεν πρόκειται να το κάνει»

«και πως είσαι τόσο σίγουρος?» τον ρώτησε ειρωνικά και ο Καρλάηλ γύρισε την ματιά του σε μένα

«γιατί δεν είναι αυτό που φαίνεται και σίγουρα δεν την συμφέρει να το κάνει» τον κοίταξα με απορία στα μάτια αλλά οι σκέψεις του δεν πρόδιδαν τίποτα περισσότερο απο τα ίδια του τα λόγια

«και τι ακριβώς είναι δηλαδή?»

«δεν το ξέρω αυτό... αλλά το γεγονός ότι μια κοπέλα κλινικά νεκρή που συντηρεί το σώμα της με μεταγγίσεις, δεν σε κάνει να πιστεύεις ότι κάτι περίεργο κρύβει?» και έμεινα άφωνος με τα λόγια του

«μισό λεπτό τι εννοείς ότι συντηρεί με μεταγγίσεις το σώμα της?»

«μίλησα με τον πατέρα της και αφού μου έδωσε το τηλέφωνο του δόκτορ Σονιοερ, μίλησα μαζί του και επιβεβαίωσα όλες μου τις υποψίες»

«δηλαδή?» τον ρώτησα χωρίς να είμαι σίγουρος ότι ήθελα να μάθω περισσότερα

«η Μπέλα πριν 6 μήνες ήταν σε κώμα... όταν της αφαίρεσαν τα μηχανήματα γιατί δεν είχε καμία ελπίδα ζωής... πριν χάσει τον τελευταίο χτύπο της καρδιά της, άνοιξε τα μάτια της και η καρδιά της άρχισε πάλι να δυναμώνει... καταλαβαίνεις ότι όλοι τα χάσανε και δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως έγινε κάτι τέτοιο... οι γιατροί εκεί της κάνανε όλες τις εξετάσει και ενώ η σωματική της κατάσταση παρέμενε στα ίδια επίπεδα εκείνη κάθε μέρα γινόταν όλο και πιο δυνατή... παρόλα αυτά χωρίς της μεταγγίσεις το σώμα της φθείρετε γιατί δεν μπορεί να λειτουργήσει με άλλον τρόπο... το αίμα της δεν ανανεώνετε γιατί τα όργανα της δεν λειτουργούν κανονικά και εξαντλεί όλα τα αποθέματα του... χωρίς τις μεταγγίσεις πολύ σύντομα το σώμα της θα λιώσει»

«δεν καταλαβαίνω τίποτα» είπα πιάνοντας το κεφάλι μου

«είναι ζωντανή νεκρή Έντουαρντ... τι δεν καταλαβαίνεις???»

«και πως γίνεται αυτό?»

«αυτό δεν μπορώ να το καταλάβω ούτε και εγώ»

«και ο Τσάρλη το ξέρει αυτό?»

«όσο την βλέπει όρθια και καλά δεν τον νοιάζει τίποτα άλλο... ελπίζει ότι οι προσευχές τους εισακούστηκαν και έγινε ένα θαύμα... αρκεί που η κόρη του είναι καλά... μου είπε μόνο... το πως και το γιατί τον αφήνουν αδιάφορο» μήπως τελικά είναι όντως ένας δαίμονας??? Θα τρελαθώ πραγματικά θα τρελαθώ απο στιγμή σε στιγμή...

«άρα αν την σκοτώσουμε» ξεκίνησε η Ρόζαλι και τώρα ήρθε η Άλις να την σταματήσει

«δεν θα αφήσω κανέναν να την πειράξει... ξεκίνησε αποφασιστικά και όλοι γυρίσαμε και την κοιτάξαμε... η Μπέλα μια μέρα θα γίνει μια απο μας, το είδα σε όραμα... και εκτός αυτού θα είναι και η καλύτερη μου φίλη... γι αυτό θα το πω μια φορά και δεν θα ξανακούσω άλλη κουβέντα γι αυτό... δεν θα πειράξετε ούτε μια τρίχα απο το μαλλί της έγινα κατανοητή?» είπε με αυστηρό τόνο γυρίζοντας το βλέμμα της προς το μέρος μου

«και γιατί κοιτάς εμένα?» την ρώτησα υπερασπίζοντας τον εαυτό μου

«γιατί η ζωή της απειλήτε απο εσένα περισσότερο απο ότι απειλήτε απο την υπόλοιπη οικογένεια μας» συνέχισε άγρια και με άφησε να δω τα οράματα που είχε δει

Στο πρώτο όραμα που μου έδειξε μέσα απο τις σκέψεις της, η Μπέλα ήταν στην αγκαλιά της Άλις και ήταν τόσο ευτυχισμένη... η χαρά και η αγάπη της, ξεχείλιζαν απο μέσα της αλλά ήταν τόσο διαφορετική... τα μάτια της κόκκινα σαν αίμα και το δέρμα της τόσο άσπρο σαν το δικό μας...

Στο δεύτερο όραμα που με άφησε να δω, η Μπέλα ήταν τόσο εύθραυστη τόσο πληγωμένη... ούρλιαζε απο τον πόνο και εγώ ήμουν αυτός που κράταγα το χέρι της και ρούφαγα το αίμα της με μανία και της αφαιρούσα την ζωή...

«αρκετάααα... ούρλιαξα και έπιασα το κεφάλι μου... μην με βασανίζεις άλλο» συνέχισα και αμέσως σταμάτησε το όραμα για να με απαλλάξει απο αυτό το μαρτύριο.

«Έντουαρντ τι συμβαίνει?» ήρθε η Έσμε και με φυλάκισε στην αγκαλιά της για να με ηρεμήσει

«αν η Μπέλα πεθάνει αυτός θα είναι η αιτία» είπε θυμωμένα η Άλις και η Έσμε γύρισε και την κοίταξε αυστηρά για να την κάνει να σταματήσει

«ο Έντουαρντ ξέρει τι σημαίνει αυτό το κακόμοιρο κορίτσι για τους γονείς της που έχουν περάσει απο μια τέτοια δοκιμασία... δεν θα αφήσει ποτέ τον εαυτό του να κάνει κακό σε κανέναν τους» της είπε και η Άλις με κοίταξε με προσμονή ώστε να επιβεβαιώσω τα λόγια της

«δεν θα την πειράξω» είπε ξεψυχισμένος και ένιωσα ένα κενό να πνίγει την καρδιά μου... δεν ήθελα να την πειράξω όμως με προκαλεί τόσο πολύ... πως θα καταφέρω να βρω τις ισορροπίες μου όταν θα την έχω τόσο κοντά μου.

«μάλλον το καλύτερο για όλους μας είναι να φύγω μακριά» είπα την πρώτη μου σκέψη και η Έσμε αμέσως τσιτώθηκε και με κοίταξε με πόνο στα μάτια

«δεν νομίζω ότι είναι η καλύτερη ιδέα... τουλάχιστον για τώρα» είπε αμέσως ο Τζάσπερ

«Έντουαρντ σε παρακαλώ μην φύγεις?» με παρακάλεσε η Έσμε με πόνο και της έτριψα τρυφερά τον ώμο της

«αν φύγεις τώρα όλοι θα υποψιαστούν ότι κάτι τρέχει και θα κάνεις τα πράγματα χειρότερα Έντουαρντ» συνέχισε ο Τζασπερ

«ενώ αν μείνω με εδώ δεν θα τα κάνω χειρότερα??? Πιστεύεις ότι έτσι όπως έχουν τα πράγματα θα καταφέρω να συγκρατηθώ όταν θα την έχω συνέχεια κοντά μου???»

«είσαι δυνατός... μπορείς να καταφέρεις τα πάντα» είπε η Έσμε και ήξερα ότι εννοούσε κάθε λέξη που έλεγε... η αγάπη και η πίστη της για μένα, με έκαναν να νιώθω τόσο δύναμη μέσα μου... όμως έφτανε αυτό για να αντιμετωπίσω όλην αυτήν την κατάσταση???

«λοιπόν... ξεκίνησε και πάλι ο Καρλάηλ... δεν θα ανεχτώ απο κανέναν να πειράξει αυτό το κορίτσι... η ίδια και οι γονείς της έχουν περάσει τόσα πολλά που δεν θα επιτρέψω σε κανέναν σας να την πειράξει για οποιοδήποτε λόγο» είπε αυστηρά και όλοι το δέχτηκαν επιφανειακά, στις σκέψεις τους όμως άκουγα τα σχέδια που κάνανε ώστε να είναι έτοιμοι στην περίπτωση που θα τον πίθανε για το αντίθετο.

«αρκετά... φώναξα... δεν θα την πλησιάσει κανένας μας»

«κανένας μας?» ρώτησε η Ρόζαλι με ειρωνικό ύφος ξέροντας πολύ καλά πως με έκανε να νιώθω το αίμα της

«δεν πρόκειται να της αφαιρέσω την ζωή ακόμα και αν φτάσω να αυτοκαταστραφώ απο την λύσσα μου για το αίμα της» της γρύλισα και εκείνη έσμιξε τα φρύδια της αποδοκιμαστικά

«οοο έλα τώρα μην μου πεις ότι την αγαπάς κι όλας τόσο πολύ που θα καταφέρεις να συγκρατήσεις τον εαυτό σου απο το κάλεσμα της»

«θα το κάνω... είπα πιο αποφασιστικά... ακόμα και αν αυτό σημαίνει το τέλος μου»

«χα... αυτό και αν είναι ανέκδοτο»

«Ρόζαλι» την σταμάτησε ο Έμετ προσπαθώντας να την ηρεμήσει

«άστην να λέει Έμετ... δεν θα καταφέρει τίποτα» είπα εγώ σκληρά και με κοίταξε με μίσος στα μάτια

«άρα την αγαπάς, έτσι δεν είναι?» συνέχισε εκείνη

«Ρόζαλι με όλα αυτά δεν ξέρω τι μου γίνεται σίγουρα... αλλά να την αγαπώ???... κούνησα το κεφάλι μου και εγώ με αυτήν την ερώτηση, αυτό ήταν που ένιωθα για εκείνην? Αυτό είναι τελικά που με κάνει να θέλω να την προστατέψω???... δεν ξέρω Ρόζαλι τι είναι αγάπη και αυτό το ξέρεις πολύ καλά»

«τότε γιατί την υπερασπίζεσαι τόσο πολύ?» με ρώτησε τώρα ο Καρλάηλ και γύρισα να τον αντικρίσω

«δεν ξέρω... δεν ξέρω... παρατήστε με πια» είπα εκνευρισμένος και φεύγοντας απο την αγκαλιά της Έσμε έτρεξα και κρύφτηκα μέσα στο δωμάτιο μου για άλλη μια φορά για να ηρεμήσω και βάζοντας τα ακουστικά μου άνοιξα την μουσική στο διαπασών για να μην ακούω κανέναν τους.

Η υπόλοιπη βδομάδα κύλησε σχετικά ομαλά... τα αδέλφια μου βέβαια δεν σταμάταγαν να έχουν το βλέμμα τους στραμμένο απάνω μου, ιδίως η Άλις που πλέον είχε αρχίσει να ελέγχει την κάθε μου κίνηση και την κάθε μου σκέψη προσπαθώντας μέσα απο τα οράματα της να βλέπει τις αποφάσεις μου και αυτό είχε αρχίσει πραγματικά να με εκνευρίζει.

Εγώ προσπαθούσα να είμαι αδιάφορος και δεν έμενα σχεδόν ποτέ μόνος μου... το γεγονός ότι δεν είχαμε κοινά μαθήματα βέβαια βοήθαγε πάρα πολύ και έτσι η μόνη στιγμή που είχα την ευκαιρία να την δω ήταν μόνο στο διάλειμμα... εκείνη πάντα στην ίδια θέση, μόνη της με ένα βιβλίο στο χέρι δεν με κοιτούσε πια... όσο αδιαφορούσα εγώ για εκείνην το ίδιο έκανε και εκείνη με μένα... απο την μια ένιωθα πιο ήρεμος γι αυτό, απο την άλλη χωρίς να ξέρω το γιατί με ενοχλούσε.

«την επόμενη ώρα, άκουσα ότι η κυρία Ζανέτα θα κάνει την ακρόαση για τους μουσικούς... τελικά εσύ τι θα κάνεις θα πας?» με ρώτησε η Άλις και με την άκρη του ματιού μου είδα την Μπέλα για πρώτη φορά μετά απο τόσες μέρες να παίρνει τα μάτια της απο το βιβλίο που κρατούσε και με κομμένη την ανάσα περίμενε την δική μου απάντηση.

«δεν πιστεύω να πας» είπε η Ρόζαλι με ύφος και πήρα μια βαθιά αναπνοή απελπισμένος για όλην αυτήν την ένταση που ξαφνικά είχε δημιουργηθεί εξαιτίας μου μέσα στην οικογένεια μου.

«αποφάσισα να μην προκαλέσω την μοίρα μου» είπα αβέβαιος... είχα πάρει την απόφαση να μην πάω τελικά... όσο όμως πέρναγε η ώρα κάτι με έκανε να το θέλω όλο και πιο πολύ

Η Μπέλα που όλες αυτές τις ημέρες ήταν μελαγχολική... απογοητεύτηκε περισσότερο και ήμουν σίγουρος ότι τα μάτια της ήταν βουρκωμένα την στιγμή που χαμήλωσε για άλλη μια φορά τα μάτια της στο βιβλίο της... είναι δυνατόν να μας ακούει??? Σκέφτηκα και έμεινα για λίγο να την κοιτάω με απορία.

«εγώ πάλι δεν είμαι και τόσο σίγουρη γι αυτό» άκουσα την Άλις και γύρισα την ματιά μου σε εκείνην.

«όχου Άλις άφησε με ήσυχο πια... δεν θα πάω τελείωσε το θέμα εδώ» της είπα εξαγριωμένος και παίρνοντας τον δίσκο που είχα μπροστά μου σηκώθηκα απο το τραπέζι για να φύγω.

Αφού πέταξα το ανέγγιχτο φαγητό μου, άρχισα να πηγαίνω προς τον διάδρομο για να πάω στο επόμενο μου μάθημα και ένιωσα την ματιά της Μπέλας να μου καίει την πλάτη... λίγο πριν φτάσω στον διάδρομο γύρισα την ματιά μου προς το μέρος της και είδα τόσο πόνο μέσα σε αυτήν την ματιά που μου έκοψε την ανάσα... γύρισα αμέσως την ματιά μου αλλού και άρχισα να πηγαίνω και πάλι προς την τάξη μου.

Όταν έφτασα όμως έξω απο την πόρτα δεν μπορούσα να μπω... καθόμουν έξω απο αυτήν δεν ξέρω και εγώ πόση ώρα με βλέμμα απλανές προσπαθώντας να πάρω την απόφαση να μπω, την στιγμή όμως που άκουσα την μουσική απο το πιάνο που έπαιζε ένα παιδί για την ακρόαση δεν άντεξα άλλο...

Πήγα στο αμφιθέατρο με αναποφάσιστο βήμα... όταν όμως αντίκρισα την ματιά της ήξερα ότι έπρεπε να βρίσκομαι εδώ... μόλις με είδε στο άνοιγμα της πόρτας η ματιά της φωτίστηκε και ένα γλυκό χαμόγελο έκανε δειλά την εμφάνιση του... ένιωθα την καρδιά μου να γαληνεύει και το σώμα μου με δική του πρωτοβουλία άρχισε να την πλησιάζει μέχρι που φωνή της κυρίας Ζανέτα ήρθε για άλλη μια φορά να με σώσει.

«Έντουαρντ πολύ χαίρομαι που σε βλέπω εδώ... θα πάρεις μέρος στην ακρόαση?»

«ναι φυσικά... της απάντησα εγώ γυρίζοντας την ματιά μου σε εκείνην... αν δεν είναι αργά γι αυτό»

«καθόλου αργά... μόλις ξεκινήσαμε, κάτσε και θα σε φωνάξω μόλις έρθει η σειρά σου»

«σας ευχαριστώ» είπα μόνο και έκατσα στο πιο απόμακρο σημείο που υπήρχε για να την αποφύγω.

Όταν ήρθε η σειρά μου έκατσα στο πιάνο και συγκεντρώθηκα σε μια μελωδία που είχα γράψει πριν καιρό για την Έσμε... ήμουν σίγουρος ότι αυτό θα την εντυπωσιάσει... την στιγμή όμως που τα δάχτυλα μου ακούμπησαν τα πλήκτρα αντί να ακολουθήσουν αυτήν την μελωδία, άρχισαν να παίζουν την μελωδία που βασάνιζε τα όνειρα μου.


Με την άκρη του ματιού μου είδα την Μπέλα να ανοίγει διάπλατα τα μάτια της και με αργά βήματα πλησίασε την σκηνή. Τα χέρια μου είχαν πάρει φωτιά και οι νότες βγαίναν σε αρμονία πλημμυρίζοντας την αίθουσα με την μουσική που ένιωθες ότι σου παρασέρνει την ψυχή και την κάνει να βγει μέσα απο το σώμα σου.

Πριν τελειώσω το τραγούδι έτρεξε και ήρθε κοντά μου... την στιγμή που με πλησίασε η μυρωδιά της με αγκάλιασε και θόλωσε το μυαλό μου... τα χέρια μου ακινητοποιήθηκαν και το σώμα μου ξέφυγε απο τα δεσμά της... σηκώθηκα και απομακρύνθηκα απο κοντά της κοιτώντας την με απορία.

Ήταν σοκαρισμένη και για πρώτη φορά είδα φόβο στα μάτια της που με έκαναν να σαστίσω.

«που ξέρεις αυτήν την μελωδία?» φώναξε τρομοκρατημένα

«Μπέλα τι έπαθες?»

«πες μου,που ξέρεις εσύ αυτήν την μελωδία?» απαίτησε κλείνοντας τα μάτια της για να συγκρατήσει την οργή της

«Μπέλα τι συμβαίνει?» ρώτησε περίεργα η κυρία Ζανέτα αλλά εκείνη δεν της έδωσε σημασία

«την έχω καιρό μέσα στο μυαλό μου... είπα ήρεμα προσπαθώντας να καταλάβω τι την έκανε να αντιδράσει έτσι... είναι η μελωδία που έγραψα για τους στίχους που μου έδωσες» συνέχισα και άνοιξε τα μάτια της διάπλατα και έμεινε να με κοιτάει παγωμένη

«ονειροπολείς... είπε σοκαρισμένη και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και ταυτόχρονα έκανα και εγώ ένα βήμα μπροστά... μη με πλησιάζεις» είπε τρομοκρατημένα σηκώνοντας τα χέρια της για να με εμποδίσει να πάω κοντά της και άρχισα να ανησυχώ. Τι είναι αυτό που την κάνει να αντιδράει έτσι?

«Μπέλα τι συμβαίνει?» την ρώτησα με αγωνία

«άργησα... είπε με κομμένη την ανάσα της και άρχισε πάλι να οπισθοχωρεί με το πιο πληγωμένο βλέμμα που είχα δει ποτέ στην ζωή μου. Ένα δάκρυ άρχισε να κυλάει στο μάγουλο της και με κοίταξε για τελευταία φορά... συγχώρεσε με που άργησα τόσο πολύ» είπε ξεψυχισμένα και άρχισε να τρέχει.

Η κυρία Ζανέτα όπως και όλοι που ήταν μπροστά σε αυτήν την σκηνή άρχισαν να κοιτάζονται μεταξύ τους και να σιγομουρμουρίζουν... εγώ είχα μείνει παγωμένος στην θέση μου να την βλέπω να απομακρύνετε αναποφάσιστος, μέχρι που η φωνή της κυρίας Ζανέτας με επανέφερε και τότε άρχισα να την ακολουθώ.

Άκουγα την κραυγή της βγαίνει σπαρακτικά απο μέσα της και ένας πόνος διαπέρασε το στήθος μου και με έκοψε στην μέση... τότε άρχισα να τρέχω κοντά της όμως μόλις με αντιλήφθηκε γύρισε και με κοίταξε τρομοκρατημένα με δάκρυα στα μάτια πεσμένη ανάσκελα πάνω στο υγρό χώμα.

«μη με πλησιάζεις» φώναξε τρέμοντας απο τον φόβο κουνόντας το κεφάλι της με μανία

«Μπέλα τι έπαθες? Σου το ορκίζομαι δεν θα σε πειράξω»

«δεν σε πιστεύω» είπε και άρχισε να σέρνετε προς τα πίσω με κόπο προσπαθώντας να φύγει απο κοντά μου χωρίς να έχει την δύναμη να σηκωθεί. Σήκωσα τα χέρια μου ψηλά και την κοίταξα βαθιά στα μάτια

«Μπέλα μπορεί να είπα πολλά πράγματα πάνω στα νεύρα μου αλλά σου το ορκίζομαι δεν θα μπορούσα να σου κάνω ποτέ κακό»

«είναι αργά πια το έχεις ήδη κάνει» είπε με τρεμάμενη φωνή και σμίγοντας τα φρύδια μου την κοίταξα με απορία χωρίς να καταλαβαίνω

«τι έχω κάνει Μπέλα δεν καταλαβαίνω?» είπα και έκανα ένα βήμα για να την πλησιάσω

«μη έρχεσαι κοντά μου, μη με πλησιάζειςςςς» φώναξε τρομοκρατημένη

«θες να φύγω?» κούνησε απελπισμένα το κεφάλι της και παίρνοντας μια ανάσα άρχισα να πηγαίνω προς τα πίσω ελπίζοντας αυτό να την βοηθήσει να ηρεμήσει και να με εμπιστευτεί ώστε να μου εξηγήσει τι συμβαίνει.

Όταν γύρισα στο παρκινκ, βρήκα την Άλις οργισμένη να ακουμπάει πάνω στο αμάξι μου και πριν καν φτάσω κοντά της άρχισε να κάνει τις ερωτήσεις, την μια μετά την άλλην.

«τι τις έκανες?» ξεκίνησε οργισμένη

«Άλις λογικέψου... αν της είχα κάνει κάτι δεν θα το ήξερες ήδη?»

«τότε γιατί δεν μπορεί καλά καλά ούτε να σταθεί στα πόδια της και σε κοιτάει με αυτό το ύφος?» με ρώτησε δείχνοντας μου με την ματιά της προς το μέρος που ερχόταν εκείνη.

Ήταν τρομερά καταβεβλημένη και τα μάγουλα της ήταν μούσκεμα απο τα δάκρυα που δεν σταματούσαν να τρέχουν απο τα μάτια της... με κοίταζε με το πιο φοβισμένο ύφος που είχα δει και η απελπισία της ήταν καθαρή στο πρόσωπο της... η καρδιά μου έγινε χίλια κομμάτια και ήθελα σαν τρελός να τρέξω κοντά της... να την φυλακίσω στην αγκαλιά μου και να πάρω το πόνο της μακριά.

Είχα ανάγκη να καταλάβω και εγώ ο ίδιος πιο ήταν το σφάλμα μου... τι ήταν αυτό που την έκανε να αλλάξει απο την μια στιγμή στην άλλη τόσο πολύ τα αισθήματα της για μένα... τι ήταν αυτό που την τρόμαζε τόσο πολύ σε μένα.

«Άλις σου το ορκίζομαι δεν της έκανα τίποτα κακό» ξεκίνησα πάλι να της λέω όταν είδα το αυτοκίνητο της να απομακρύνετε.

«τότε γιατί σε βλέπω να φεύγεις μακριά μας???»

«γιατί δεν αντέχω άλλο» ξέσπασα και με άρπαξε απο τους ώμους αναγκάζοντας με να την κοιτάξω στα μάτια

«αυτό είναι? Αλήθεια είναι μόνο αυτό?»

«Άλις αρκετάααα... φώναζα τώρα... δεν αντέχω άλλο, τρελαίνομαι το καταλαβαίνεις? Αρχίζω να τρελαίνομαι» είπε ξεψυχισμένα και με έκλεισε στην αγκαλιά της

«θα μου λείψεις» είπε με πόνο στην φωνή της αλλά με άφησε να φύγω

«δεν θα περάσω απο το σπίτι» της δήλωσα και κατένευσε

«θα τους ενημερώσω εγώ» μου απάντησε και κλείνοντας μου την πόρτα έβαλα μπρος και δεν ξανακοίταξα πίσω μου...

Οδηγούσα σαν τρελός δύο μέρες συνεχόμενες χωρίς προορισμό μέχρι που το κινητό μου χτύπησε...

«ναι?»

«γεια σου Έντουαρντ είμαι η Τάνια»

«γεια σου Τάνια, χρειάζεσαι κάτι?» την ρώτησα λίγο απότομα και αμέσως το μετάνιωσα... δεν μου έφταιγε εκείνη για όσα μου συνέβαιναν.

«μίλησα με την Έσμε και μου είπε ότι δεν είσαι καλά και ότι δεν ξέρει που είσαι»

«μμμμ» συνέχισα κάπως πικρόχολα αλλά εκείνη δεν πτοήθηκε

«σκεφτόμασταν με τις αδελφές μου να σου προτείνουμε να έρθεις εδώ ώστε να μην περάσεις μόνος σου ότι και να σε βασανίζει»

«Τάνια πραγματικά σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου και για όσα κάνεις για μένα... αλλά πραγματικά δεν είμαι και η καλύτερη παρέα αυτόν τον καιρό»

«μην μας αρνηθείς Έντουαρντ... ότι και να σου συμβαίνει ξέρεις ότι είναι χειρότερο να το αντιμετωπίζεις μόνος σου»

«δεν ξέρω Τάνια... πραγματικά δεν ξέρω» είπα με πόνο στην φωνή μου έτοιμος να λυγίσω και εκείνη αμέσως το κατάλαβε

«δεν δέχομαι αντίρρηση... σε περιμένουμε οπωσδήποτε»

«δεν μπορώ να σου υποσχεθώ τίποτα αλλά να είσαι σίγουρη ότι θα το σκεφτώ»

«όποτε είσαι έτοιμος να ξέρεις ότι η πόρτα μας θα είναι πάντα ανοιχτή για σένα»

«το ξέρω και σε ευχαριστώ πάρα πολύ γι αυτό» της απάντησα και έκλεισα το τηλέφωνο μην μπορώντας να άκουσα άλλα παρηγορητικά λόγια ειδικά απο το δικό της στόμα

Η Τάνια πάντα έτρεφε συναισθήματα για μένα και δεν έχανε ευκαιρία για να το δείξει, όμως εγώ ποτέ δεν μπορούσα να τα δεχτώ... όταν ήμουν κοντά της ένιωθα την ζεστασιά και την αγάπη που μου έδινε αλλά εγώ δεν μπορούσα να την δεχτώ... ποτέ δεν ένιωσα τίποτα απο όλα αυτά και η καρδιά μου πόναγε κάθε φορά που αναγκαζόμουν να την απορρίψω.

Ήμουν αρκετά κοντά στο Ντενάλι και η ανάγκη μου για να βρεθώ και πάλι με οικία άτομα, με έκανε να επιταχύνω το αμάξι για να φτάσω όσο πιο γρήγορα μπορούσα κοντά τους.

Η Τάνια πρώτη και καλύτερη μόλις με είδε να βγαίνω απο το αμάξι έπεσε στην αγκαλιά μου και άρχισε να με καλωσορίζει και αμέσως ένιωσα τόσες τύψεις...

Είχαν περάσει τρεις μέρες και εγώ παρέμενα στην ίδια κατάσταση... πάντα απόμακρος απο όλους να κάθομαι σε μια γωνιά μέσα στο δάσος που ήταν κοντά στο σπίτι τους και να κοιτώ τον ουρανό χαμένος στις σκέψεις μου καθισμένος πάνω στο αφράτο χιόνι.

Ο ουρανός ήταν τόσο γκρίζος όσο και η καρδιά μου και μέσα στα σύννεφα το μόνο που μπορούσα να διακρίνω ήταν η δική της ζεστή ματιά να απαλύνει την ψυχή μου... τα όνειρα με είχαν εγκαταλείψει και για έναν περίεργο λόγο δεν μπορούσα να θυμηθώ το τραγούδι της γαλήνης... η μνήμη μου ήταν τόσο ισχυρή όσο και το ίδιο μου το σώμα και ποτέ δεν ξέχναγα και το πιο ασήμαντο πράγμα... και όμως το μοναδικό πράγμα που δεν ήθελα ποτέ να ξεχάσω, η μοναδική αυτήν μελωδία που είχε καταφέρει να μου ηρεμήσει τον πόνο μου... είχε πλέον σβήσει απο την μνήμη μου και με έκανε να πονάω περισσότερο.

«τώρα θα τον τσακώσω που είναι απορροφημένος στις σκέψεις του» σκέφτηκε η Τάνια και χαμογέλασα θλιμμένα την στιγμή που μια μεγάλη μπάλα προσγειώθηκε πάνω στο κεφάλι μου αλλά εγώ δεν κουνήθηκα.

«συγνώμη, συγνώμη» έλεγε ξανά και ξανά την ώρα που καθάριζε το χιόνι απο το πρόσωπο μου βλέποντας ότι εγώ δεν έκανα τον κόπο ούτε να το καθαρίσω απο πάνω μου.

«Τάνια μην μου ζητάς συγνώμη, σε παρακαλώ... εγώ κανονικά θα έπρεπε να σας ζητήσω συγνώμη που είμαι τόσο απεχθώς αγενής και ενώ σας έχω φορτωθεί, δεν κάνω τον κόπο ούτε να σας μιλήσω»

«Έντουαρντ, όλοι περνάμε τις φάσεις μας κατά καιρούς, δεν υπάρχει λόγος να νιώθεις άσχημα γι αυτό» την άκουσα να λέει με την γλυκιά της φωνή και γύρισα να την κοιτάξω με πόνο στα μάτια

«έχεις πάντα τόσο κατανόηση... είπα θλιμμένα... και εγώ»

«σσσς, μην λες τίποτα... είμαι σίγουρη ότι, ότι και να είναι αυτό που σε στοιχειώνει θα βρεις την δύναμη να το αντιμετωπίσεις, γιατί ξέρεις ότι είσαι δυνατός... πάντα ήσουν πολύ δυνατός χαρακτήρας» την κοίταξα για μια στιγμή στα μάτια και πήρα μια ανάσα

«σε ευχαριστώ πάρα πολύ Τάνια γι αυτό... δεν έχεις ιδέα πόσο είχα ανάγκη να το ακούσω» είπα με παράπονο και έπεσε στην αγκαλιά μου για να με παρηγορήσει και αυτόματα της έτριψα την πλάτη.

Όταν σήκωσε το πρόσωπο της για να αντικρίσει την ματιά μου... η δική της ματιά ήταν γεμάτη κατανόηση και αγάπη... αγάπη για μένα... και δεν το άξιζα αυτό, όμως το είχα τόσο ανάγκη.

Έγειρα το πρόσωπο της προς το δικό μου και χωρίς να σκεφτώ δέχτηκα την πρόκληση και άφησα τον εαυτό μου να πάρει λίγο απο την δική της αγάπη, ελπίζοντας ότι αυτό θα ήταν ικανό για να μαλακώσει την πονεμένη μου καρδιά... πόσο λάθος έκανα.

Τα χείλια της ζεστά πάνω στα δικά μου κινιόντουσαν με απίστευτη τρυφερότητα και αγάπη... προσπάθησε μέσα απο αυτό το φιλί να με κάνει να δω όλα της τα συναισθήματα που σιγόκαιγαν την καρδιά της... και εγώ ρούφαγα με μανία όσα περισσότερα μπορούσα ελπίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα ζωντάνευε και πάλι η φλόγα που είχα νιώσει απο το μοναδικό άγγιγμα της Μπέλας... πόσο εγωιστής είμαι τελικά... πληγώνω την Τάνια με τέτοιο τρόπο, γιατί???

«Τάνια» ξεκίνησα να λέω καθώς σταμάταγα το φιλί μας αλλά εκείνη δεν ήταν διατεθειμένη να τα παρατήσει

«σσς μην πεις τίποτα... μην τα παρατάς πριν ξεκινήσεις» είπε μόνο και αφού έκατσε πάνω στα πόδια μου ενώνοντας το φύλο της με το δικό μου άρχισε πάλι να με διεκδικεί πιο απαιτητικά.

Ένιωθα την ζεστασιά της, να τρίβετε απαλά πάνω στο φύλο μου ενώ το στόμα της είχε πάρει φωτιά... προσπάθησα να ανταποκριθώ αλλά δεν ένιωθα τίποτα και αυτό με έκανε χειρότερα... η Τάνια με πάθος δάγκωνε παιχνιδιάρικα το κάτω χείλος μου ενώ τα χέρια της είχαν αρχίσει να εξερευνούν το κορμί μου και εγώ ένιωθα πιο παγωμένος απο ποτέ... ήθελα να της δοθώ... ήθελαν να νιώσω και εγώ την ίδια φλόγα που έκαιγε το δικό της κορμί αλλά το δικό μου κορμί αδυνατούσε να ακούσει το κάλεσμα της.

«Τάνια συγνώμη αλλά δεν μπορώ» είπα με πόνο γυρίζοντας το κεφάλι μου στο πλάι την στιγμή που απομάκρυνα τα χέρια της απο το σώμα μου.

Άφησε την ανάσα της να βγει βίαια απο το σώμα της και έκατσε δίπλα μου απελπισμένη... γύρισα και την κοίταξα αφήνοντας στην ματιά μου να εκδηλωθεί το πόσο λυπάμαι γι αυτό αλλά για κάποιον λόγο αυτό την έκανε χειρότερα.

«μην λυπάσαι... είπε μαλακά κρύβοντας τον δικό της πόνο... δεν είμαι αρκετή για σένα τώρα μπορώ να το δω πιο καθαρά» πήρα το πρόσωπο της στα χέρια μου και την κοίταξα σοβαρά.

«η ομορφιά σου ξεπερνάει κάθε φαντασία... η αγάπη σου και η κατανόηση σου θα μπορούσαν να κάνουν οποιοδήποτε άντρα πάνω σε αυτήν την γη τρισευτυχισμένο... μην κατηγορείς τον εαυτό σου γιατί ο μοναδικός άντρα που είναι μπροστά σου είναι ο πιο διχασμένος και ο πιο μπερδεμένος απο όλους τους... ειλικρινά Τάνια δεν φταις εσύ που εγώ δεν ξέρω πως να αγαπήσω» κατένευσε γιατί δεν ήθελε να ακούσει άλλα και απομάκρυνε τα χέρια της απο το πρόσωπο μου.

«θα φύγεις?» με ρώτησε δειλά βλέποντας μέσα στην ματιά μου ότι αυτή η στιγμή έφτασε για να με κάνει να ξεμπλοκάρω όλες τις μπερδεμένες σκέψεις μου

«νομίζω ότι είναι το καλύτερο... αλλά δεν φεύγω γι αυτό που έγινε τώρα»

«το ξέρω... φεύγεις γιατί μέσα απο αυτό κατάλαβες τελικά τι είναι αυτό που ζητάς» κούνησα το κεφάλι μου ανίκανος να πω κάτι άλλο και εκείνη σηκώθηκε απάνω

«μην ανησυχείς για τους άλλους θα τους πω το πω εγώ»

«Τάνια» ξεκίνησα και με έκοψε για άλλη μια φορά

«δεν σου κρατάω κακία Έντουαρντ... το εκτιμώ που ήσουν ειλικρινής μαζί μου και με έκανες να δω και εγώ την αλήθεια»

«σε ευχαριστώ για όλα» της είπα αλλά εκείνη είχε πάρει ήδη τον δρόμο προς το δάσος για να βρει και τους άλλους που είχαν πάει για κυνήγι.

Σηκώθηκα απο το έδαφος και χωρίς να το καταλάβω η επιθυμία μου για να δω ξανά τους δικούς μου και να δουν και εκείνοι τον Έντουαρντ που πάντα ήμουν και θα συνέχιζα να είμαι... τον Έντουαρντ που ξέρει πάντα να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις όσο δύσκολες και να είναι αυτές... με έκανε να τρέχω τόσο γρήγορα που διέσχισα όλην την απόσταση μέχρι το αυτοκίνητο μου, χωρίς να αφήσω ίχνη...

ESCAPE POLH FANTASMA