Ετικέτες

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Fallen angel "5. Για σένα"


 Fallen angel "5. Για σένα"

Ήμουν στον έβδομο ουρανό... φωλιασμένη μέσα στην ζεστή αγκαλιά του Έντουαρτ και άκουγα την αναπνοή του... η ανάσες μας είχαν συγχρονιστεί και εγώ ένιωθα πιο γεμάτη και πιο ζωντανή απο ποτέ αλλά όλα τα ερωτηματικά που μου είχαν δημιουργηθεί μετά τα όσα έμαθα, ήρθαν στην επιφάνεια και άρχισαν να με τρώνε, επαναφέροντας με στην πραγματικότητα.

«Έντουαρτ?» ρώτησα διστακτικά και εκείνος μου άφησε ένα απαλό φιλί στα μαλλιά μου

«μμμμμ?»

«λύσε μου μια απορία»

«τι θες να μάθεις»

«τι είναι ο Τζέηκοπ?»

«ο Τζέηκοπ είναι Νεφιλίμ... είναι μια διασταύρωση έκπτωτου αγγέλου και ανθρώπου... Είναι αθάνατος όπως ένας άγγελος, αλλά διαθέτει όλες τις αισθήσεις των θνητών»

«και γιατί τον χρειάζεσαι?»

«Ένας έκπτωτος που θέλει να νιώσει τις ανθρώπινες αισθήσεις, μπορεί να το κατορθώσει μέσα στο σώμα ενός Νεφιλιμ»

«δηλαδή μπορεί και να περάσει εικόνες όπως ένας έκπτωτος?»

«ναι» απάντησε απλά αλλά ένιωσα μια ανείπωτη ερώτηση να τριγυρίζει στην σκέψη του αλλά περίμενε υπομονετικά να δει που θα οδηγηθούν οι ερωτήσεις μου.

«πως με κάνεις να βλέπω ότι θες εσύ?»

«είναι ένας γρίφος... μπορώ να σου εμφυσήσω λόγια και εικόνες αλλά εξαρτάτε από εσένα αν θα τα πιστέψεις... οι εικόνες μοιράζονται κοινά στοιχεία με την πραγματικότητα κι εσύ πρέπει να αντιληφθείς τι απ όλα είναι αληθινό»

«μμμμ... μουρμούρισα σκεπτική... στον Αρχάγγελο τι θα γινόταν αν πίστευα στ' αλήθεια ότι έπεφτα και τα παράταγα?» ρώτησα και αμέσως τσιτώθηκε

«στην ουσία τίποτα γιατί ήδη είχα πάρει την απόφαση να τα παρατήσω... αλλά εσύ με πρόλαβες με την αποφασιστικότητα σου»

«και γιατί μου έδειξες το πρόσωπο σου? Εννοώ γιατί με έκανες να πιστέψω ότι με κοίταγες χωρίς να με βοηθάς?»

«δεν το έκανα αυτό»

«τι εννοείς ότι δεν το έκανες αυτό? Αφού σε είδα να με κοιτάς και να μένεις άπραγος»

«Μπέλα πραγματικά δεν έκανα κάτι τέτοιο»

«άρα μπορείτε να το κάνετε ταυτόχρονα?»

«τι εννοείς?»

«θα μπορούσε ο Τζέηκοπ ταυτόχρονα με σένα να μου εμφύσησε εικόνες?»

«ναι... αλλά γιατί πιστεύεις ότι το έκανε αυτός?» τώρα με ρώτησε με περισσότερη περιέργεια και άρχισε να υποπτεύεται το που το πήγαινα

«ο Τζέηκοπ δεν είναι αυτός που είδα στην ανάμνηση σου, σωστά?»

«όχι ήταν ο προκάτοχός μου»

«και για ποιο λόγο ήθελε να με σκοτώσει?» των ρώτησα με απορία

«για τον ίδιο λόγο που ήθελα να σε σκοτώσω και εγώ... ήθελε να σε θυσιάσει για να κυριεύσει το σώμα του Τζέηκοπ» είπε αποφεύγοντας να με κοιτάξει

«δεν το καταλαβαίνω και τόσο αυτό... τι σχέσει έχει ο θάνατος μου με το να κυριεύσετε το σώμα του Τζέηκοπ... αφού το κάνετε έτσι κι αλλιώς»

«δεν είναι το ίδιο... είπε απρόθυμα αλλά βλέποντας την επίμονη ματιά μου συνέχισε... σύμφωνα με το βιβλίο του Ενώχ... πήρε μια βαθιά ανάσα... αν ένας έκπτωτος σκοτώσει τον Νεφιλίμ υποτελή του θυσιάζοντας κάποια θηλύκια απόγονο του, τότε μπορεί να κυριεύσει το σώμα του για πάντα και να γίνει άνθρωπος μόνιμα»

«και εκείνος ήξερε ότι ήμουν απόγονος του Τζέηκοπ» διαπίστωσα και άρχισα να ενώνω τα κομμάτια του παζλ.

«ναι»

«αλλά ο Τζέηκοπ δεν το ξέρει... είπα σκεπτική περισσότερο στον εαυτό μου... εσύ το ήξερες απο την αρχή?»

«όχι... όταν είδα το σημάδι σου το κατάλαβα... αυτό το σημάδι... είπε χαϊδεύοντας απαλά το εκ γενετής σημάδι που είχα στον καρπό μου... περνάει απο γενιά σε γενιά σε όλους του απόγονους των Νεφιλιμ και ο κάθε Νεφιλιμ έχει το δικό του σημάδι... λογικά πρέπει να το είχε και ο πατέρας σου»

«ναι... δήλωσα... δηλαδή ο πατέρας μου ήταν ο απόγονος του Τζεήκοπ»

«γιατί μιλάς για εκείνον σαν να τον ξέρεις?» με ρώτησε μην μπορώντας να κρατήσει άλλο την περιέργεια του.

«γιατί πολύ απλά τον ξέρω... απάντησα αυτόματα αλλά ακόμα χαμένη στις δικές μου σκέψεις και εκείνος με κοίταξε σοκαρισμένος... εμένα έψαχναν» αναφώνησα κάνοντας την σύνδεση με το τελευταίο μήνυμα της Άλις... τις σκέψεις μου και ο Έντουαρτ ανασηκώθηκε τώρα και με κοίταζε ξαφνιασμένος ζητώντας με το βλέμμα του εξηγήσεις

«Μαρίνα τι ακριβός εννοείς?»

«η Άλις έγραφε στο τελευταίο της μήνυμα... ότι είχαν βγει για να βρουν κάτι... αλλά δεν το βρήκαν και αποφάσισαν να γυρίσουν σπίτι» είπα πάλι αυτόματα προσπαθώντας να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου κοιτώντας το κενό.

«Μαρίνα... φώναξε και πιάνοντας με απο τα μπράτσα με ταρακούνησε και με ανάγκασε να τον κοιτάξω... τι λες? Που κολλάει η Άλις με τον Τζέηκοπ και ποιοι είναι αυτοί που έψαχναν εσένα?» έλεγε γρήγορα όλες μαζί τις ερωτήσεις χωρίς ανάσα απο την σαστιμάρα του.

«ο Τζέηκοπ είναι ο φίλος του Τζάσπερ... μας τον είχε γνωρίσει πριν λίγο καιρό και η Άλις είναι μαζί τους τώρα... τι χαζή που είμαι... φώναζα πιο πολύ στον εαυτό μου... πως δεν το σκέφτηκα πιο πριν» είπα απελπισμένη και έπιασα το κεφάλι μου.

«είσαι με τα καλά σου... φώναζε τώρα εκείνος... ήξερες για τον Τζέηκοπ και ήρθες να τον βρεις???» είπε έξαλλος απο θυμό

«Έντουαρτ πρέπει να πάμε πίσω... πρέπει να βεβαιωθώ ότι η Άλις είναι καλά... πρέπει να την προειδοποιήσω με κάποιον τρόπο... πριν της κάνουν κακό» είπα χωρίς ανάσα απελπισμένη παρακαλώντας των με δάκρυα στα μάτια

«σήκω θα γυρίσουμε πίσω... αλλά εσύ θα κάνεις αυτό που θα σου πω εγώ... δεν θα τον πλησιάσεις... το κατάλαβες» είπε εκνευρισμένος και ένευσα μην μπορώντας να κάνω κάτι άλλο και με τύλιξε με το σεντόνι... αφού ξανά έβαλε τα βρεγμένα του ρούχα, άρχισε να με σέρνει προς την έξοδο.

Όταν φτάσαμε στο Τζιπ τον κοίταξα ύποπτα και ανασήκωσε τους ώμους του...

«το ήξερα ότι έλεγες ψέματα» του είπα χτυπώντας τον στον ώμο και γέλασε

«ναι αλλά δεν πήγες να βάλεις μπρος την μηχανή» ανταπάντησε εκείνος σηκώνοντας τα φρύδια του

«έχε χάρη που ανησυχώ για την Άλις αλλιώς θα σου έλεγα τώρα» του απάντησα και εγώ και μπαίνοντας μέσα μου έδωσε ένα βαθύ φιλί και ανταποκρίθηκα αμέσως πιάνοντας τον απο το σβέρκο για να τον φέρω πιο κοντά μου.

«αν κάνεις καμία ανοησία... με κοίταξε απειλώντας με...  ψάξε γωνιά να κρυφτείς» τελείωσε την φράση του και γέλασα δυνατά

«οκ... πάμε τώρα?» τον παρακάλεσα και κλείνοντας την πόρτα μου ήρθε και έβαλε την μηχανή μπροστά και άρχισε να τρέχει σαν τον άνεμο...

Μόλις φτάσαμε στο σπίτι πήρα στο χέρι το περίσσευμα του σεντονιού και άρχισα να τρέχω με μανία αλλά όταν έφτασα στην πόρτα ξέχασα ότι τα κλειδιά μου είναι στο παντελόνι που δεν φόραγα πια...

«φτουυυυ... δεν έχω τα κλειδιά μου... φώναξα απελπισμένη και ο Έντουαρτ έκανε το γύρω του σπιτιού και σε πολύ λίγο μου άνοιξε την πόρτα απο την μέσα μεριά... πως?... πήγα να ρωτήσω αλλά τα παράτησα... άστο» είπε αμέσως και άρχισα να τρέχω προς το δωμάτιο της μητέρας μου για να πάρω το εφεδρικό κινητό που είχαμε για έκτακτες ανάγκες.

Πληκτρολόγησα αμέσως το τηλέφωνο της Άλις πηγαίνοντας προς το δωμάτιο μου αλλά βγήκε αμέσως ο τηλεφωνητής και κλείνοντας το κινητό έπεσα βαριά στο στρώμα του κρεβατιού μου... ο Έντουαρτ ήρθε και έκατσε πίσω μου και με φώλιασε στην αγκαλιά του τρίβοντας τον ώμο μου παρηγορητικά για να με ηρεμήσει, περνώντας το άλλο του χέρι γύρω μου...

Χωρίς να χάνω χρόνο πήρα στο σπίτι της και με την δεύτερη κλίση το σήκωσε η μητέρα της...

«κυρία Ούμπερ... φώναξα άθελα μου... είναι η Άλις εκεί?» την ρώτησα και η απάντηση της με έκανε να δαγκωθώ που άθελα μου άφησα όλην μου την αγωνία να βγει στην επιφάνεια.

«εγώ νόμιζα ότι ήταν μαζί σου» είπε και ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, ο Έντουαρτ μου έδωσε ένα φιλί στα μαλλιά μου για να μου δώσει δύναμη και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα συνέχισα πιο ήρεμα

«ναι φυσικά και ήμασταν μαζί... αλλά κάπου στον δρόμο χαθήκαμε και ήθελα να την ρωτήσω κάτι» είπα ψέματα για να την καθησυχάσω αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι την έπεισα.

«ααα... όχι δεν έχει έρθει»

«λογικά θα έρθει όπου να ναι, θα της πείτε να με πάρει τηλέφωνο?»

«ναι φυσικά Μαρινάκι μου»

«σας ευχαριστώ» είπα και αφού χαιρετηθήκαμε έκλεισα την γραμμή και γύρισα την ματιά μου προς τον Έντουαρτ

«τι κάνουμε τώρα?» τον ρώτησα με αγωνία

«η μητέρα σου πότε θα γυρίσει?»

«ωχχ η μητέρα μου... την ξέχασα τελείως» είπα απελπισμένη και την ώρα που άρχισα να πληκτρολογώ τον αριθμό της ακούσαμε την πόρτα να ανοίγει και παγώσαμε

«Μαρινάκι?» φώναξε εκείνη την στιγμή που έμπαινε στο σπίτι και έχασα την ανάσα μου

«πάρε ανάσα και ηρέμησε... μείνε μαζί της και εγώ θα πάω να ψάξω να βρω την Άλις... εντάξει?»

«που?»

«παντού... δεν θα γυρίσω χωρίς εκείνην, σου το υπόσχομαι» είπε και δίνοντας μου ένα φιλί στον κρόταφο έφυγε απο δίπλα μου και πήγε στο παράθυρο

«Έντουαρτ» φώναξα και έτρεξα κοντά στο παράθυρο την ώρα που εκείνος πήδηξε στο κενό... με κομμένη την ανάσα

Όταν προσγειώθηκε στο έδαφος κοίταξε προς την μεριά μου, μου έκλεισε το μάτι και εξαφανίστηκε.

«Μαρινάκι μου τώρα σηκώθηκες?» άκουσα την φωνή της μητέρας μου απο πίσω μου και αναπήδησα

«εεε ναι» είπα και γύρισα προς το μέρος της παίρνοντας μια ανάσα

«που βρήκες αυτό το άθλιο σεντόνι?»

«εεε???... είπα ενώ είχα ξεχάσει ότι ήμουν ακόμα μόνο με αυτό... εεε δεν ξέρω σε ένα συρτάρι, νομίζω» είπα ψέματα και εκείνη με κοίταξε καλά καλά

«μου κρύβεις κάτι?» είπε υποψιασμένη και προσπερνώντας την άρχισα να μαζεύω ρούχα για να πάρω μαζί μου στο μπάνιο.

«σαν τι δηλαδή» είπα και καλά και την ώρα που έφτασα στην πόρτα με σταμάτησε

«Μαρινάκι σαν να μην μας τα λες καλά τελευταία» είπε εκείνη με ύφος... τα κάναμε και εμείς παλιά αυτά... και χαμογελώντας αθώα μπήκα στο μπάνιο και άφησα το ζεστό νερό να με ηρεμήσει για να αντιμετωπίσω ότι και αν ερχόταν.

Όταν κατέβηκα στο καθιστικό εκείνη με περίμενε αλλά εγώ δεν είχα όρεξη για κουβέντα... βρήκα τα χάπια μου και σκέφτηκα ότι ήταν καλή στιγμή να πάρω δύο κάψουλες σιδήρου για να ηρεμήσω το στρες του οργανισμού μου και αφού τα κατάπια, ήρθε η μητέρα μου και έκατσε σε ένα σκαμπό του ψιλού μπάγκου και με κοίταξε μέσα στα μάτια.

«θα μου πεις τι συμβαίνει?»

«σαν τι να συμβαίνει δηλαδή?»

«δεν ξέρω... μέχρι το πρωί που έφυγα ήσουν μέσα στην απελπισία και τώρα λάμπεις»

«κοιμήθηκα καλά» είπα ανάλαφρα και άρχισα να πληκτρολογώ και πάλι τον αριθμό της Άλις στο δεύτερο χτύπο τον σήκωσε και η καρδιά μου πάγωσε για μια στιγμή

«Άλις???» φώναξα πριν μιλήσει και όταν άκουσα την φωνή της η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει πιο ζωηρά.

«Μαρίνα??... με ρώτησε δύσπιστα... απο που με παίρνεις?» είπε ανάλαφρα και ηρέμησα... τουλάχιστον ήταν καλά

«απο το εφεδρικό... η μητέρα μου σήκωσε το ένα της φρύδι... κάπου έχω ξεχάσει το δικό μου και δεν το βρίσκω... είπα ψέματα και στις δύο και άλλαξα το θέμα αμέσως... Άλις που βρίσκεσαι?»

«ααα... είμαστε με τα παιδιά στο σχολείο και παίζουμε κρυφτό... δεν μπορείς να φανταστείς τι πλάκα έχει... εεεε... σταμάτα.... είπε σε κάποιον και η ανάσα μου πάγωσε... Τζάσπερ μιλάω τώρα περίμενε λίγο» την άκουσα να λέει και περίμενα με αγωνία να της μιλήσω

«δώσ’ την μου να της μιλήσω εγώ και πήγαινε να βρεις τον Τζέηκοπ» άκουσα να της λέει και πριν την προειδοποιήσω άκουσα την φωνή του Τζάσπερ και όλο το αίμα στράγγιξε απο το πρόσωπο μου.

«Μαρίναααα... είπε με συρτή φωνή που με έκανε να ανατριχιάσω... έλα να παίξεις μαζί μας... αλλιώς... υπάρχει ένα δέντρο στο προαύλιο με το όνομα της κολλητής σου επάνω του» άκουσα την φωνή του στο τέλος πιο απειλητική και η γραμμή αμέσως κόπηκε... Χριστέ μου είχα δίκιο... εκείνος σκότωσε εκείνο το κακόμοιρο το κορίτσι...

Η μητέρα μου κάτι προσπαθούσε να μου πει αλλά εγώ είχα παγώσει τόσο πολύ στην θέση μου που ήμουν ανίκανη να ακούσω το οτιδήποτε...

«Μαρίνα σου μιλάω» είπε η μητέρα μου και με γύρισε απότομα προς το μέρος της και μόλις την είδα συνήλθα.

«πρέπει να φύγω... μην με ρωτήσεις το πως και το γιατί... είπα και άρχισα να τρέχω προς την πόρτα, παίρνοντας και τα κλειδιά του αυτοκινήτου μαζί μου... σου υπόσχομαι ότι δεν θα αργήσω» είπα και έκλεισα την πόρτα βιαστικά πριν τρέξει κοντά μου και τρέχοντας πήγα στο αυτοκίνητο και άρχισα να τρέχω προς το σχολείο με μεγάλη ταχύτητα.

Όταν έφτασα όμως εκεί δεν ήξερα τι να κάνω... πήρα τηλέφωνο στο κινητό του  Έντουαρτ αλλά το κινητό του ήταν νεκρό... τουλάχιστον μου είπε και μια αλήθεια... σκέφτηκα και χαμογέλασα πριν ο κρύος ιδρώτας έρθει να με λούσει απο πάνω μέχρι κάτω... τώρα που ξέρω την αλήθεια πως θα καταφέρω να την αντιμετωπίσω... σκέφτηκα αλλά η δόνηση του κινητού με έβγαλε απο τις σκέψεις μου και αμέσως το σήκωσα χωρίς να δω ποιος είναι...

«σε βλέπω» άκουσα μια βαθιά ανατριχιαστικιά φωνή

«Τζέηκ» είπα με κομμένη την ανάσα

«μμμμ, είσαι καλή... μου αρέσει αυτό»

«τι θέλεις?»

«τι άλλο απο το να παίξουμε... τα φιλαράκια σου σε περιμένουν με αγωνία... μην τα απογοητεύσεις» είπε και έκλεισε την γραμμή

Πήρα μια βαθιά ανάσα και άνοιξα την πόρτα... το σώμα μου έτρεμε αλλά ήξερα πολύ καλά ότι αυτή η μάχη ήταν δική μου όχι της Άλις και έπρεπε να παλέψω για εκείνην... χωρίς να ξέρω που θα οδηγούσε όλο αυτό... ίσως και στο θάνατο μου.

Μπήκα μέσα στο σχολείο και το απόλυτο σκοτάδι με τύλιξε... ανοιγόκλεισα τα μάτια μου για να συνηθίσω στο λιγοστό φως που έμπαινε απο τα παράθυρα και μόλις έκανα μερικά βήματα άκουσα την πόρτα πίσω μου να κλείνει με έναν μεγάλο κρότο και αναπήδησα κλείνοντας με το χέρι μου το στόμα μου για να μην ουρλιάξω και άρχισα να παίρνω βαθιές αναπνοές για να ηρεμήσω.

«Μαρίνα!!!» άκουσα την ίδια φωνή που είχα ακούσει και πριν στο τηλέφωνο να με φωνάζει και άρχισα να τρέμω χωρίς να είμαι σίγουρη για το τι να κάνω.

Έκανα μερικά βήματα ακόμα στα τυφλά μέχρι που έπιασα τον τοίχο και άρχισα να χαράζω μια τυφλή πορεία προς το άγνωστο...

Κάποια στιγμή το κινητό μου άρχισε να χτυπά και αναπήδησα απο τον ήχο του αλλά αμέσως το πήρα στα χέρια μου και απάντησα...

«Μαρίνα που είσαι?» φώναζε ο Έντουαρτ απο την άλλη μεριά της γραμμής και πήρα μια ανακουφιστική ανάσα αλλά πριν απαντήσω κάποιος μου άρπαξε το κινητό απο το χέρι και με ακινητοποίησε βάζοντας το χέρι του πάνω στον λαιμό μου και με μια απότομη κίνηση με χτύπησε πάνω στον τοίχο και με σήκωσε απο το πάτωμα.

Σταμάτησα απότομα να αναπνέω και αμέσως έβαλα τα χέρια μου πάνω στα δικά του προσπαθώντας να τα αφαιρέσω απο πάνω μου χωρίς αποτέλεσμα μέχρι που άκουσα την φωνή του να αντηχεί στα αυτιά μου και μου πάγωσε το αίμα.

«όχι τόσο γρήγορα αγγελούδι» είπε κοροϊδευτικά χρησιμοποιώντας το υποκοριστικό που συνήθως με φώναζε ο Έντουαρτ και δάκρυα άρχισα να τρέχουν στα καυτά μου μάγουλα την στιγμή που διαπίστωσα ότι ήταν θέμα χρόνου να με αποτελειώσει.

«Μαρίνααααα» άκουγα απο το ακουστικό την φωνή του Έντουαρτ και ένας πόνο διαπέρασε το στήθος μου και με έκανε να κοπώ στα δύο

«σχολείο» είπα με μεγάλη δυσκολία διακεκομμένα αλλά ήταν μάταιο αφού ο Τζέηκοπ είχε κάνει το κινητό κομμάτια και ταυτόχρονα με πέταξε με δύναμη στο πάτωμα στέλνοντας το σώμα μου μακριά.

Το σώμα μου σερνόταν στο πάτωμα με δύναμη αρκετά μακριά απο το σημείο που ήμουν και ούρλιαξα απο το πόνο που μου προκάλεσε η τριβή...

«τώρα οι δύο μας» άκουσα να μου λέει και πιάνοντας με απο το μαλλί άρχισε να με σέρνει μέσα στο σκοτάδι μέχρι που με καθήλωσε σε μια καρέκλα και απο το φως που έμπαινε απο τα παράθυρα, κατάλαβα ότι ήμασταν μέσα στην αίθουσα βιολογίας

«έχετε περάσει τόσες όμορφες στιγμές εδώ μέσα... είπε με προσποιητή συγκίνηση και άρχισα να κοιτάω γύρω μου τον χώρο και άλλα δάκρυα έκαναν την εμφάνιση τους θολώνοντας την όραση μου... δεν είναι εκπληκτικό?... να χάσεις την ζωή σου στο σημείο που άρχισε η καρδιά σου να χτυπά για τον πρώτο πραγματικό σου έρωτα??» ρώτησε και δεν ήξερα αν έπρεπε να απαντήσω ή όχι... κοίταγα με μανία γύρω μου ελπίζοντας να βρω κάτι σωτήριο για μένα αλλά εκείνος με ανάγκασε και πάλι να γυρίσω την ματιά μου σε εκείνον.

«θα με κοιτάς στα μάτια όταν σου μιλώ» απαίτησε και κούνησα το κεφάλι μου νευρικά δαγκώνοντας τα χίλια μου

«που είναι η Άλις?» φώναξα ξαφνικά και εκείνος μου άστραψε ένα χαστούκι που με έκανε να φύγω με βία απο την καρέκλα και να πέσω πάνω στην πόρτα... το σώμα μου έφυγε στο πλάι και έπεσε με δύναμη στο πάτωμα... το χέρι μου έπιασε κάτι μεταλλικό και μόλις το αντιλήφθηκα το κράτησα μέσα στην χούφτα μου και την ώρα που εκείνος με άρπαξε πάλι απο τα μαλλιά το έκρυψα στο ζωνάρι του τζιν πριν με σηκώσει για να με ξαναβάλει στην καρέκλα.

«ας μιλήσουμε αγγελούδι»

«τι θες απο μένα??»

«απο εσένα δεν θέλω τίποτα αγγελούδι μου»

«τότε απο ποιον?»

«δεν έχεις καταλάβει ακόμα?... τστστς και σε είχα για έξυπνη... ήσουν η μαριονέτα μου... σε κουνούσα πέρα δώθε με μια κλωστή... τόσο εύκολα... σε χρησιμοποιούσα σαν υποκατάστατο, αφού το άτομο που θέλω πραγματικά να βλάψω δεν μπορεί να πάθει κακό... ξέρεις ποιο είναι αυτό το άτομο?»

Ένιωθα μια στιγμή να πνίγομαι... η ανάσα μου κάθε στιγμή που πέρναγε γινόταν όλο και πιο δύσκολη και η καρδιά μου άρχιζε να παγώνει... ήξερα ότι χρειαζόμουν τις κάψουλες σιδήρου μου και ότι δεν ήθελα πολύ να ακόμα για να χάσω τις αισθήσεις μου... ένα χαστούκι ήρθε να με επαναφέρει και εστίασα προς το πρόσωπο του προσπαθώντας να πάρω βαθιές αναπνοές για να ηρεμήσω τον πανικό μου.

«συγκεντρώσου... είπε άγρια... σε ποιον αναφέρομαι»

«στον Έντουαρτ» είπα ψιθυριστά

«ακριβός... τον πολύ αγαπημένο μας Έντουαρτ... που απο την μια με απελευθέρωσε απο τον έκπτωτο που με βασάνιζε αιώνες τώρα, απο την άλλη ήρθε και με το έτσι θέλω πήρε την θέση του... και όλα αυτά ξέρεις γιατί?»

«για να έχουν δύο βδομάδες τον χρόνο ανθρώπινες αισθήσεις» του είπα αυτόματα με ψιθυριστή φωνή

«μμμμ, βλέπω είσαι ενημερωμένη... αλλά αυτό που δεν ξέρεις είναι τι σημαίνει όλο αυτό για μένα... δύο βδομάδες... δύο καταραμένες βδομάδες τον χρόνο είναι το διάστημα που χάνω τον έλεγχο. Καμία ελευθερία, καμία επιλογή. Δεν έχω την πολυτέλεια να αποδράσω κατά την διάρκεια εκείνων των δύο εβδομάδων, δανείζοντας το σώμα μου κι  επιστρέφοντας όταν όλα έχουν τελειώσει. Ίσως μετά να μπορούσα να πείσω τον εαυτό μου πως αυτό δεν συμβαίνει στ’ αλήθεια. Όχι. Εξακολουθώ να βρίσκομαι εκεί μέσα, φυλακισμένος μέσα στο ίδιο μου το σώμα, βιώνοντας κάθε στιγμή... έχεις ιδέα πως είναι αυτό? Έχεις?» φώναζε τώρα και έκλεισα τα αυτιά μου για να μην ακούω την εκκωφαντική του φωνή που τρύπαγε τα τύμπανα μου... εκείνος τράβηξε βίαια τα χέρια μου και αφού τράβηξε την προσοχή μου συνέχισε

«φαντάσου τον εαυτό σου στην θέση μου... αυτός που σου χαρίζει την ελευθερία, να έρχεται και με δόλιο τρόπο να σου την ξανά στερεί... φαντάζεσαι αυτό πως είναι είναι? Το σώμα σου να παραβιάζεται χρόνια και χρόνια... Φαντάσου ένα μίσος τόσο ισχυρό, ώστε να μη γιατρεύεται με τίποτα εκτός απο εκδίκηση... Φαντάσου να καταναλώνεις τεράστια ποσά ενέργειας και αντοχής, για να έχεις απο κοντά το αντικείμενο της εκδίκησης σου, περιμένοντας υπομονετικά τη στιγμή που η μοίρα σου προσφέρει την ευκαιρία όχι απλώς να ανταποδώσεις το κακό... Αλλά να στρέψεις την κατάσταση υπέρ σου... εσύ είσαι αυτή η ευκαιρία... αν σου κάνω κακό, κάνω κακό στον Έντουαρτ»

Ο φόβος έκανε το κορμί μου να τρέμει αλλά τα επόμενα του λόγια, μου δώσανε τόση δύναμη που πλέων ήξερα ότι μπορώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου με όση δύναμη μου είχε απομείνει...

«άσε με να μαντέψω τι σκέφτεσαι... είπε και άρχισε να με πλησιάζει με αυτάρεσκο ύφος... εύχεσαι να μην είχες γνωρίσει τον Έντουαρτ... συνέχισε με σαγηνευτική φωνή... εύχεσαι να μην σε είχε ερωτευτεί ποτέ... συνέχισε και εγώ άρχισα να γελάω ειρωνικά... συνέχισε να γελάς με την θέση που σε έχει φέρει... συνέχισε να γελάς με την κακή σου επιλογή» τελείωσε την φράση του και πέρασε το χέρι του απο τον κρόταφο μου μέχρι το σαγόνι μου και ένιωσα να θέλω να κάνω εμετό.

«μην με αγγίζεις... φώναξα... πάρε τα χέρια σου απο πάνω μου» συνέχισα κλείνοντας τα μάτια μου και η αναπνοή του άρχισε να χαϊδεύει το πρόσωπο μου και τότε δεν κρατήθηκα άλλο.

Με όση δύναμη είχα... τράβηξα το μεταλλικό αντικείμενο που είχα βρει πριν και σταματώντας την ανάσα μου με μια γρήγορη κίνηση την έχωσα μέσα στο κορμί του... εκείνος ξαφνιασμένος έκανε ένα σπασμωδικό  βήμα προς τα πίσω τρικλίζοντας και έβγαλε έναν λαρυγγώδη εκκωφαντικό ήχο και πριν τα χάσω άρχισα να τρέχω...

Βγήκα απο την τάξη και άρχισα να εστιάζω στο σκοτάδι.... με τα χέρια μου ψηλάφιζα τον τοίχο και έτρεχα με όλην την δύναμη που είχα μακριά του... το σώμα μου συγκρούστηκε με τα ερμάρια και βρέθηκα στο πάτωμα για μια στιγμή... δεν άφησα τον πόνο να με καταβάλει και σηκώθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και άρχισα πάλι να τρέχω όσο αυτό ήταν εφικτό μέσα στο σκοτάδι μέχρι που οι διπλές πόρτες, με τις σιδερένιες μπάρες, με έκαναν να καταλάβω ότι ήμουν στο γυμναστήριο.

Άνοιξα την πόρτα και έμεινα για μια στιγμή να εστιάζω τον χώρο γύρω μου... εδώ το φως που φέγγιζε απο τα παράθυρα ήταν πιο πολύ και δεν μου πήρε πολύ ώρα ώστε να βρω την πόρτα για τα αποδυτήρια... άρχισα να τρέχω πάλι προς το μέρος της αλλά μόλις έφτασα εκεί η διαπίστωση ότι οι πόρτες είναι κλειδωμένες με έκαναν να λυγίσω.

Το χέρι του Τζέηκοπ βρέθηκε στα μαλλιά μου και με δύναμη χτύπησε το πρόσωπο μου πάνω στην πόρτα συνθλίβοντας την μύτη μου και καταπνίγοντας τα ουρλιαχτά μου...

«καλή η προσπάθεια αλλά κάτι τέτοιο δεν θα με σκοτώσει... είμαι Νεφιλιμ... είμαι αθάνατος» είπε με άγρια φωνή και γυρίζοντας με προς το μέρος του άρχισε να με φιλάει απαιτητικά και βίαια και ένιωσα την αναγούλα να γίνετε πιο έντονη μέχρι που ένα κύμα ισχύος ξεχύθηκε μέσα μου και τα χέρια μου με δική τους πρωτοβουλία τυλίχτηκαν στον λαιμό του και άρχισαν να τον πνίγουν με τέτοια δύναμη που δεν είχα ξανανιώσει ποτέ.

Ο Τζέηκοπ χάνοντας την αναπνοή του πίσω πάτησε και έριξε το σώμα του πάνω στην κερκίδα... τα χέρια μου συνέχιζαν να τον πνίγουν και ενώ έδινα την εντολή στα χέρια μου να σταματήσουν εκείνα συνέχιζαν με περισσότερη δύναμη να του φράζουν την είσοδο του αέρα και εκείνος χτυπιόταν κάτω απο την δύναμη μου.

Μην φοβάσαι εγώ το κάνω αυτό...

Άκουσα την φωνή του Έντουαρτ μέσα στο μυαλό μου και πήρα μια ανάσα... όλη η δύναμη και η ελευθερία απούσες καθώς εκείνος κυριαρχούσε πάνω μου... προτού βρω χρόνο να αντιληφθώ πόσο με τρομοκρατούσε αυτή η έλλειψη ελέγχου, ένας απίστευτος πόνος διαπέρασε το χέρι μου και συνειδητοποίησα ότι ο Έντουαρτ χρησιμοποιούσε τη γροθιά μου για να χτυπήσει τον Τζέηκοπ... τα χέρια μου άρχισαν πάλι να τον πνίγουν και εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι αυτό... όλες μου οι αισθήσεις ήταν παραδωμένες σε εκείνον.

Ο Τζέηκοπ άνοιξε τα μάτια του διάπλατα και κατόπιν διογκώθηκαν... προσπάθησε να μιλήσει, κινώντας ακατάληπτα τα χείλη του, όμως ο Έντουαρτ δεν σταματούσε...

Δεν έχω την δυνατότητα να παραμείνω μέσα σου για πολύ... είπε στις σκέψεις μου

Δεν μου επιτρέπεται, εφ’ όσον δεν είναι Τσασβάν... Μόλις βγω, τρέξε... Κατάλαβες? Τρέξε όσο πιο γρήγορα μπορείς... Ο Τζέηκοπ  θα είναι υπερβολικά αδύναμος και ζαλισμένος για να μπει μες στο κεφάλι σου... Τρέξε και μη σταματήσεις.

Ένας οξύς βόμβος έσκουξε μέσα μου κι ένιωσα το σώμα μου να αποκόπτεται απο τον Έντουαρτ και ο έλεγχος τον κινήσεων γύρισε...  τα χέρια μου αυτόματα σαν ελατήρια απομακρύνθηκαν απο τον λαιμό του Τζέηκοπ και χωρίς να το σκεφτώ άρχισα να τρέχω μέχρι που είδα μπροστά μου το σώμα του Έντουαρτ αναίσθητο στο πάτωμα να κείτεται ακίνητο... σταμάτησα απότομα αλλά εκείνος έξαλλος ξαναπέρασε την σκέψη του σε μένα.

Τρέχα Μαρίνα μην σταματάς...

Πήρα μια ανάσα και άρχισα να τρέχω προς την έξοδο αλλά εκείνη ήταν φραγμένη... όταν μπήκα ήταν ξεκλείδωτη αλλά όχι πια... την χτύπαγα να ανοίξει με όλη την δύναμη που μου είχε απομείνει αλλά εκείνη παρέμενε στην θέση της... γύρισα προς την άλλη μεριά και είδα τον Τζέηκοπ να σηκώνετε με αργό και συρτό τρόπο γελώντας ικανοποιημένος με την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα, κουνώντας το κεφάλι του δεξιά και αριστερά κάνοντας το να ξεπιαστεί απο τον πόνο... κοίταξα γύρω μου και ξαφνικά είδα πάνω απο τις κερκίδες μια σιδερένια σκάλα και άρχισα να τρέχω προς το μέρος της.

Ο φόβος με είχε καταβάλει αλλά δεν τα έβαζα κάτω... ξέπνοη φτάνοντας κοντά της άρχισα να την ανεβαίνω...

«όχι και τόση καλή επιλογή για κάποιαν που έχει υψοφοβία» χλεύαζε και άκουγα την φωνή του να είναι πολύ κοντά μου αλλά δεν τα έβαζα κάτω.

Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα άρχισα να την ανεβαίνω ελπίζοντας να κρατήσει για να φτάσω στον αεραγωγό που ήταν στο τέρμα της σκάλας... με την άκρη του ματιού μου διέκρινα τον ψύκτη στο έδαφος... φαινόταν μικροσκοπικός, που σήμαινε πως βρισκόμουν ψηλά... πολύ ψηλά.

Μην κοιτάζεις κάτω... διέταξα τον εαυτό μου... συγκεντρώσου Μαρίνα δεν είναι μακριά η λύτρωσης σου... συνέχισα αλλά εκείνην την στιγμή ένιωσα την σκάρα να τρικλίζει και πιάστηκα με χέρια και με πόδια γύρω απο αυτήν... κοίταξα προς τα πάνω και είδα την μια βίδα να ξεσκαλώνει σιγά σιγά μέχρι που έπεσε... το γέλιο του Τζέηκοπ αντήχησε στα αυτιά μου και κοκάλωσα στην θέση μου όταν είδα να συμβαίνει το ίδιο και στην δεύτερη βίδα και κράτησα την αναπνοή μου για να εμποδίσω τον πανικό να με αποτελειώσει.

Κρατούσα την ψυχραιμία μου αλλά δεν ήταν αρκετό... η σκάλα άρχισε να υποχωρεί και το σώμα μου άρχισε να αιωρείται στο κενό... κράταγα με όλην μου την δύναμη, με τα χέρια μου τα σκαλιά και δεν το έβαζα κάτω...

Διωξ’ τον απο το μυαλό σου... συνέχισε να σκαρφαλώνεις... η σκάλα είναι ακέραιη.

Άκουσα την φωνή του Έντουαρτ μέσα στο μυαλό μου και άνοιξα τα μάτια μου για να δω που είμαι αλλά εγώ παρέμενα στην ίδια θέση να αιωρούμαι στον αέρα...

«δεν μπορώ... κλαψούρισα με πανικό στην φωνή μου... θα πέσω» φώναξα δυνατά

Διώξ’ τον απο το μυαλό σου Μαρίνα... κλείσε τα μάτια... συγκεντρώσου στην δική μου φωνή... ξέρεις ότι μπορείς να το κάνεις.

Συνέχισε ο Έντουαρτ να με παροτρύνει και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα έβαλα όλο μου το πείσμα και συγκεντρώθηκα στην δική του φωνή...

«δεν θα σου περάσει» είπα με όλο μου το πείσμα και ανοίγοντας τα μάτια είδα την σκάλα να είναι στην θέση της και συνέχισα να την ανεβαίνω με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα.

Τα βήματα του Τζέηκοπ αντήχησαν στα αυτιά μου αλλά εγώ δεν τα παρατούσα... φτάνωντας στο τέρμα της σκάλας, τεντώθηκα επικίνδυνα προς το πλησιέστερο δοκάρι και πιάνοντας το, άρχισα να σκαρφαλώνω προς τα πάνω μέχρι που το πρόσωπο μου αντίκρισε τον τοίχο και η πλάτη μου τον αεραγωγό, μα δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο... χωρίς να έχω άλλη επιλογή λύγισα τα γόνατα μου και άρχισα πόντο πόντο να πηγαίνω πλάγια βήματα για να καταφέρω να φτάσω στην είσοδο του αεραγωγού αλλά πλέων ήταν αργά.

Ο Τζέηκοπ αναρριχήθηκε σβέλτα και με έφτασε πριν πάρω μια αναπνοή... κοιτώντας με αυτάρεσκα με ρώτησε με την πιο διαβολική φωνή που είχα ακούσει ποτέ στην ζωή μου.

«κάποια τελευταία λόγια?»

Κοίταξα κάτω, μολονότι μου ερχόταν ζάλη και αντίκρισα το ακίνητο σώμα του Έντουαρτ... δάκρυα στα μάτια μου άρχισαν να κυλάνε και τότε ήξερα ακριβός ποια ήταν η τελευταία μου επιθυμία... ταλαντεύτηκα καταλάθος κι ενστικτωδώς χαμήλωσα τη στάση μου, για να διατηρήσω την ισορροπία μου και το γέλιο του Τζέηκοπ αντήχησε στα αυτιά μου.

«δεν έχει καμία διαφορά για μένα αν σε ρίξω εγώ ή αν πέσεις μόνη σου» είπε γελώντας αλλά τα επόμενα μου λόγια του έκοψα το γέλιο στην μέση

«κι όμως, έχει... είπα και τον κοίταξα τώρα εγώ αυτάρεσκα... το βλέπεις αυτό το σημάδι?... τον ρώτησα και πάγωσε στην θέση του σμίγοντας τα φρύδια του με απορία... έχουμε το ίδιο αίμα... είμαι απόγονος σου»

«και τι με αυτό» ρώτησε με απορία...

«σύμφωνα με το το βιβλίο του Ένώχ... αν θυσιάσω το αίμα μού, ο Έντουαρτ θα γίνει άνθρωπος κι εσύ θα πεθάνεις»

«ωωω μικρή μου Μαρίνα... κάθεσαι και πιστεύεις αυτά τα παραμύθια???» γέλασε τώρα διασκεδάζοντας το.

«μια δοκιμή θα μας πείσει» του απάντησα και βούτηξα αποφασιστικά στο κενό, πριν προλάβει εκείνος να με σταματήσει.

Έπεφτα με ορμή στο κενό... το σώμα μου ήδη άρχισε να παραλλίει απο τον φόβο αλλά τα μάτια μου και το μυαλό μου εστίασαν μόνο στο πρόσωπο του...

«σ’ αγαπώ» είπα τις τελευταίες μου λέξεις πριν το σώμα μου με έναν εκκωφαντικό ήχο συγκρουστεί με το πάτωμα και το τελευταίο που θυμάμαι είναι η φωνή του να αντηχεί στα αυτιά μου...

«Μαρίναααααααα»

Το σκοτάδι να με τυλίξει στην ζεστή του αγκαλιά... και όλος ο πόνος έφυγε μακριά... κάνοντας την ψυχή μου να παραδοθεί ήρεμη στην αγκαλιά του αγγέλου που ήρθε να την αναπαύσει...

Fallen angel "Επίλογος"


MusicPlaylist
Music Playlist at MixPod.com

Fallen angel "Επίλογος"

Έντουαρτ

Την έβλεπα να πέφτει στο κενό... την έβλεπα να θυσιάζει την ζωή της για μένα και εγώ ούρλιαζα ανίκανος να κουνηθώ... ανίκανος να κάνω το οτιδήποτε για να την σταματήσω...

«σ’ αγαπώ» άκουσα τα τελευταία της λόγια και όλο μου το κορμί ένιωσα να σπάει και να γίνεται χίλια κομμάτια όπως ακριβός και την ημέρα που με εξόρισαν, με την διαφορά ότι τώρα ξανά βρήκα τις αισθήσεις μου και ένιωθα τα πάντα... πόνος, απελπισία, αγάπη, κατέκλυσε το σώμα μου και ο ψυχικός μου πόνος έγινε πιο δυνατός.

«Μαρίνααααααα» ούρλιαξα όταν ξαφνικά βρήκα τις αισθήσεις μου και σηκώθηκα και έτρεξα κοντά της την στιγμή που είδα την Έσμε να την πλησιάζει για να πάρει την ψυχή της να αναπαυτεί.

«οχιιιιι» της ούρλιαζα και έπεσα στα γόνατα παίρνοντας την στην αγκαλιά μου.

Η καρδιά μου κόντευε να διαλύσει το στήθος μου και δάκρυα έτρεχαν με ορμή απο τα μάτια μου... το στήθος μου ήταν διαλυμένο απο το πόνο και την απελπισία αλλά δεν θα τα παρατούσα όχι τώρα.

«Έντουαρτ... θυσίασε την ζωή της για σένα... πήρες αυτό που αναζητούσες τόσο καιρό... άσε με τώρα να πάρω την ψυχή της να αναπαυθεί εν ειρήνη» είπε με την ζεστής φωνή κοιτώντας με ήρεμα στα μάτια.

«ποτέ... με ακούς... της φώναξα μέσα απο τους λυγμούς μου με πείσμα... ποτέ δεν θα δεχτώ αυτήν την θυσία»

«τότε δώστης ότι πολυτιμότερο έχεις και σώσε την ζωή της» μου είπε και γύρισα την ματιά μου στην Μαρίνα... της χάιδεψα απαλά το πρόσωπο... και με τρεμάμενη φωνή της είπα

«και εγώ σ’ αγαπώ... αγγελούδι μου... δεν μου αξίζει αυτή η θυσία... πάντα θα σε αγαπάω» της είπα και κόλλησα τα χείλια μου πάνω στα δικά της.

Με όση δύναμη είχα... άρχισα να της δίνω όση ανάσα είχαν τα πνευμόνια μου... όση ανάσα είχε απομείνει στο κορμί μου και της χάρισα την ψυχή μου... της χάρισα την καρδιά μου και ένιωσα τις αισθήσεις μου και πάλι να σβήνουν... και η ζωή της γύριζε στο σώμα της.

«πάντα θα σε αγαπώ» είπα για τελευταία φορά και της χάρισα και την τελευταία αναπνοή που μου είχε απομείνει...

Μαρίνα

Μέσα στα αυτιά μου ερχόταν ο χαρακτηριστικός ήχος του μηχανήματος που μέτραγε τους παλμούς μου και κάτι στην μύτη μου με ενοχλούσε γαργαλώντας την με έναν αέρα που είχε μια περίεργη μυρωδιά... το σώμα μου πόναγε ολόκληρο λες και είχε περάσει απο πάνω μου ένα φορτηγό και το κεφάλι μου ήταν τόσο βαρύ...

Άνοιξα τα μάτια μου δειλά και είδα μια φωτεινή αύρα να είναι απο πάνω μου... τόσο γνωστή... τόσο όμορφη που με τύφλωνε και δεν μπορούσα να δω τίποτα άλλο...

«Έντουαρτ» είπα ξέπνοα με όσο δύναμη είχα μέσα μου και τότε τα μάτια μου άρχισαν να ξεθολώνουν και τον είδα να με κοιτά με σφιγμένο το σαγόνι και πήρα μια βαθιά αναπνοή.

«καλός ο αγώνας στο γυμναστήριο... νομίζω όμως, πως θα μπορούσες να επωφεληθείς μερικών μαθημάτων πυγμαχίας... αγγελούδι» τον άκουσα να μου λέει με την γνωστή πια σε μένα ειρωνική του φωνή.

Έτσι ξαφνικά όλα όσα είχαν συμβεί επανήλθαν στην μνήμη μου και η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα...

«τι συνέβη?... ρώτησα με αγωνία... που είναι ο Τζέηκοπ... ο Τζάσπερ... η Άλις?...πήρα μια ανάσα για να μετριάσω την αγωνία μου και τότε θυμήθηκα... ρίχτηκα απο το δοκάρι... συνειδητοποίησα... πως βρέθηκα εδώ?» με πλησίασε περισσότερο για να με καθησυχάσει αλλά ακόμα ήταν μακριά μου και αυτό άρχισε να κάνει την αγωνία μου μεγαλύτερη... ήταν τόσο θυμωμένος που δεν με ήθελε πια?... αναρωτήθηκα και ένας πόνος διαπέρασε το στήθος μου και πήρα μια βαθιά αναπνοή και ο πόνος στα πλευρά μου με έκανε να κοπώ στα δύο... στην ματιά του είδα να περνάει ένα πόνος και τα μισόκλεισε για να ξαναβρεί τις ισορροπίες του.

«χρειαζόταν πολύ θάρρος για να κάνεις κάτι τέτοιο... η φωνή του ήταν βραχνή απο την συγκίνηση... εκμηδένισες την απόσταση που υπήρχε και έκατσε απαλά στο κρεβάτι... τι άλλο θυμάσαι?»

«είμαι νεκρή, έτσι δεν είναι?... είπα ενώνοντας τα κομμάτια... είμαι φάντασμα?» τον ρώτησα και μειδίασε κοιτώντας προς το μηχάνημα που μετρούσε τους παλμούς μου και κατάλαβα τι εννοούσε... πως μπορεί να είμαι νεκρή και ταυτόχρονα να έχω καρδιακό παλμό?

«όταν πήδηξες, η θυσία σου σκότωσε τον Τζέηκοπ... κανονικά, όταν επανήλθες, θα έπρεπε να συμβεί το ίδιο και σ’ εκείνον. Η Έσμε όμως είχε προλάβει να πάρει την ψυχή του και όταν επανήλθες δεν μπορούσε να ξαναζωντανέψει... πήρα μια ανακουφιστική ανάσα και συνέχισε... ο Τζάσπερ είναι δύο δωμάτια πιο πέρα μέσα στον γύψο»

«μέσα στον γύψο?» τον ρώτησα ανασηκώνοντας το φρύδι μου

«τουλάχιστον ζει... κάτι δεν είναι και αυτό?... απάντησε στο ίδιο ύφος χωρίς ντροπή... επιβεβαιώνοντας μου ότι ήταν δικό του κατόρθωμα αυτό... και η Άλις είναι απέξω και περιμένει για να σε δει... είναι λίγο σοκαρισμένη αλλά είναι καλά»

«πως επανήλθα?»

«δεν αποδέχτηκα την θυσία σου. Την απέρριψα» τον κοίταζα μέσα στα μάτια και ένιωθα τα πρώτα δάκρυα να κάνουν την εμφάνιση τους

«δηλαδή μου λες ότι παράτησες ένα ανθρώπινο σώμα για να μου χαρίσεις την ζωή?» η φωνή μου προς το τέλος είχε γίνει ένας ψίθυρος και η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει πιο ζωηρά... ο Έντουαρτ πήρε το μπαταρισμένο μου χέρι που κάτω απο όλη εκείνη την γάζα, οι κλειδώσεις μου κόχλαζαν απο την μπουνιά που είχα δώσει στον Τζέηκ και άρχισε με το πάσο του κοιτώντας με, πάντα μες τα μάτια, να φιλάει ένα ένα τα δάχτυλα μου.

«σε τι ωφελεί ένα σώμα, αν δεν μπορώ να έχω εσένα?» είπε σοβαρά και τότε τα δάκρυα μου άρχισαν να κατρακυλούν πάνω στα καυτά μου μάγουλα με περισσότερη ορμή και εκείνος με πήρε στην αγκαλιά του και με απαλές κινήσεις άρχισε να με παρηγορεί.

Όλες μου οι ανησυχίες, είχαν εξανεμιστεί και η ανάσα μου ήταν πιο ήρεμη γεμύζοντας τα πνευμόνια μου με το γλυκό του άρωμα... και ξαφνικά έκανα την σύνδεση... αν είχε απορρίψει την θυσία, τότε...

«μου έσωσες τη ζωή... γύρνα απο την άλλη» απαίτησα και ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο άστραψε στο υπέροχο και ζεστό πρόσωπο του και γύρισε την πλάτη του.

Στηρίχτικα καλήτερα στο στρώμα και άφησα τα χέρια μου να χαϊδέψουν την γραμμωμένη του πλάτη... ήταν τόσο λεία... οι ουλές είχαν χαθεί.

«δεν μπορείς να δεις τα φτερά μου... είπε προλαβαίνοντας την ερώτηση μου... είναι πλασμένα απο πνευματική ύλη» συνέχισε και γύρισε προς το μέρος μου.

«είσαι φύλακας άγγελος πλέον» αναφώνησα συγκλονισμένη... γεμάτη κατάπληξη και ευτυχία.

«είμαι ο φύλακα άγγελος σου» με διόρθωσε και χαμογέλασα ζεστά

«έχω ολόδικο μου φύλακα άγγελο?... κούνησε το κεφάλι του χαμογελώντας... τι ακριβώς περιλαμβάνεται στα καθήκοντά σου?» τον ρώτησα γεμάτη περιέργεια

«να προστατεύω και να... φιλάω... κάθε σπιθαμή αυτού του σώματος... τόνισε με ένα έντονο βλέμμα και δάγκωσα ασυναίσθητα τα χείλια μου, ενώ η καρδιά μου έκανε άλλον έναν τρελό γύρω καλπάζοντας και το σώμα μου άρχισε να παίρνει φωτιά... και έχε υπόψιν σου ότι παίρνω την δουλειά μου στα σοβαρά... με κοίταξε με νόημα στα μάτια... πράγμα που σημαίνει πως χρειάζεται να γνωριστώ καλύτερα με την προστατευόμενη μου σε προσωπικό επίπεδο» το στομάχι μου γέμισε με άπειρες πεταλούδες και δεν ήθελα πολύ για να σβήσω την απόσταση που είχα με μεταξύ μας... αλλά τα πλευρά μου άρχισαν να διαμαρτύρονται και άφησα το σώμα μου να ακουμπήσει στο στρώμα για να ηρεμήσω τον πόνο.

«πως λειτουργεί όλο αυτό το θέμα με τον φύλακα άγγελο? Είμαι ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να σε βλέπει? Εννοώ, είσαι αόρατος για όλους τους άλλους?» ο Έντουαρτ με κοίταξε λες κι ήλπιζε να μη σοβαρολογούσα

«δεν είσαι αόρατος?... κούνησε αρνητικά το κεφάλι του... αυτό σημαίνει ότι αισθάνεσαι?» ρώτησα παίρνοντας μια πιο ήρεμη αναπνοή.

«όχι άλλα σίγουρα σημαίνει ότι δεν βρίσκομαι στην μαύρη λίστα»

«ούτε όπως πριν» ρώτησα ξέπνοα και χαμογέλασε παιχνιδιάρικα και έσκυψε μηδενίζοντας την απόσταση μεταξύ μας

«αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει» είπε με βαθιά φωνή και άφησε τα χείλια του να ακουμπήσουν τα δικά μου τόσο απαλά... το χέρι του χάιδευε τα μαλλιά μου και τα δικά μου αυτόματα βρέθηκαν μέσα στα δικά του.

«σ’ αγαπώ» είπα πάνω στα χείλια του ενω είχα αρχίσει να τρέμω απο την συγκίνηση και την ανακούφιση

«πάντα θα σ’ αγαπώ... αυτό δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει» μου είπε και σφράγισε τα λόγια του με ένα φιλί.

Η πόρτα άνοιξε απότομα και αυτόματα εκείνος απομακρύνθηκε απο κοντά μου... όλο μου το σώμα άρχισε να πονάει απο την απουσία του αλλά τώρα ήξερα ότι δεν πρόκειται να με αφήσει πια και αυτό με έκανε να βρω πιο γρήγορα την ψυχραιμία μου.

«Μαρίνα μου?... άκουσα την φωνή της μητέρας μου και αμέσως την είδα να τρέχει προς το μέρος μου... Μαρίνα μου τι έπαθες καρδιά μου?» άκουγα την αγωνία στην φωνή της και άρχισα να δακρύζω απο τις τύψεις που φέρθηκα τόσο απερίσκεπτα και έκανα όλους όσους με αγαπούν να πονέσουν... αλλά ποτέ δεν θα το μετάνιωνα όσο χρόνια και να περάσουν... και αν γύριζα τον χρόνο προς τα πίσω θα το έκανα ξανά και ξανά μόνο για εκείνον... το χαμόγελο του μου έδωσε την δύναμη που χρειαζόμουν και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, άφησα όλα όσα με πνίγανε πίσω και ξεκίνησα μια καινούργια ζωή με εκείνον δίπλα μου να με φυλάει για πάντα...

*_*_*_*_*_*_*_*

Είχε περάσει ένας μήνας απο εκείνη την ημέρα και κάθε μέρα ένιωθα πιο ζωντανή... πιο ολοκληρωμένη... πιο ευτυχισμένη...

Ο Έντουαρτ πάντα στο πλευρό μου με έκανε να νιώθω τόσο ασφάλεια... κάθε του άγγιγμα... κάθε του φιλί ζωντάνευε όλες μου τις αισθήσεις και όλο μου το σώμα... όλη μου η καρδιά και όλη μου η ψυχή ήταν ολοκληρωτικά δικά του.

«είσαι έτοιμη» άκουσα την ζεστή του φωνή

«δεν γίνεται χωρίς το μαντήλι?» παραπονέθηκα εγώ καθώς ένιωθα περίεργα με όλην αυτήν την μυστικότητα

«σχεδόν φτάσαμε... μην μου το χαλάς» με παρακάλεσε και του χαμογέλασα

Όταν σταμάτησε το αυτοκίνητο αντι να μου δώσει το χέρι του για να με βοηθήσει να βγω με πήρε στα χέρια του και άρχισε να κατηφορίζει χωρίς να μιλά... τα κύματα της θάλασσας έσπαγαν την σιωπή και η μυρωδιές της αλμύρας πλημμύρισαν τις αισθήσεις μου και με αγαλλίασαν.

«μπορείς τώρα να το βγάλεις» άκουσα την βαθιά του φωνή και ανατρίχιασα με την ανάσα του... όταν όμως έβγαλα το μαντίλι η έκπληξη που με περίμενε με έκανε να ξεχάσω όλα τα υπόλοιπα.

«έτσι φανταζόμουν την πρώτη μας φορά» απάντησε στην ανείπωτη ερώτηση μου και τα μάτια του έλαμψαν σε απάντηση της δική μου αντίδρασης.

Γύρισα τα μάτια μου μπροστά για να αντικρίσω για άλλη μια φορά αυτό το υπέροχο τοπίο και εκείνος με αργό και σταθερό βήμα άρχισε να το πλησιάζει χωρίς να με αφήνει απο τα χέρια του...

Στην μέση της παραλία υπήρχε μια τεράστια καρδιά, σχηματισμένη απο γυάλες με κεριά... τις γυάλες τις ένωναν κόκκινα τριαντάφυλλα και στο εσωτερικό έχει βάλει ένα σατέν πουπουλένιο πάπλωμα σε σαμπανί χρώμα με πολλά μαξιλάρια στο πάνω μέρος της καρδιά και το έχει ράνει με ροδοπέταλα...

Πλησιάζοντας την καρδιά παρατήρησα ότι η τελευταία γυάλα που ολοκλήρωνε την καρδιά, αντί να βρίσκετε στην θέση της, ήταν στο κέντρο της καρδιάς και ο Έντουαρτ πήγαινε προς το μέρος της...

Μόλις άφησε τα πόδια μου να ακουμπήσουν σταθερά στο έδαφος... πήρε την τελευταία γυάλα στα χέρια του και με σοβαρό ύφος με κοίταξε στα μάτια με λατρεία...

«είσαι το μεγαλύτερο... το καλύτερο... και το πιο δυνατό κομμάτι της ζωής μου... η καρδιά μου... η ψυχή μου... και τα φτερά μου σου ανοίκουν» είπε και έτεινε την τελευταία γυάλα με το κερί προς το μέρος μου προσφέροντας μου όλα όσα μου είπε με αυτήν την κίνηση περιμένοντας με να τα δεχτώ.

Άφησα τα χέρια μου να ακουμπήσουν πάνω στα δικά του τρυφερά και κοιτώντας τον στα μάτια άφησα να μιλήσει η καρδιά μου τα λόγια που εκείνη ήθελε να εκφράσει...

«είσαι όλη μου η ζωή... είσαι η ανάσα μου... οι χτύποι της καρδιά μου... και όλο μου το είναι είναι δικό σου

Μαζί, χωρίς να αποχωριζόμαστε την ένωση των χεριών μας τοποθετήσαμε και το τελευταίο κομμάτι της καρδιά μας, κλείνοντας μέσα σε αυτήν την ύπαρξη μας, αφήνοντας απ’ έξω όλον τον υπόλοιπο κόσμο και με την ένωση των χειλιών μας σφραγίσαμε τους όρκους μας, με το πιο τρυφερό... το πιο γλυκό και το πιο δυνατό φιλί της ζωής μας....

Τέλος

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Fallen angel "4. Με σένα"

Fallen angel "4. Με σένα"

Όταν άνοιξα τα μάτια μου βρισκόμουν πάνω σε ένα υγρό γρασίδι... κοίταξα πιο καλά γύρω μου και τότε είδα μια νεκροκεφαλή να με κοιτάει με τα νεκρά κενά της μάτια και αναπήδησα ουρλιάζοντας απότομα... όταν βρήκα και πάλι την ψυχραιμία μου κοίταξα γύρω μου και είδα τον Έντουαρντ να κάθετε πάνω σε μια ταφόπλακα και να ατενίζει τα άστρα... τα νεύρα μου χτύπησαν κόκκινο και έτρεξα κοντά του...

«τι σόι αρρωστημένα παιχνίδια είναι αυτά... φώναξα χτυπώντας τον στο στήθος αλλά εκείνος δεν κουνήθηκε ούτε στο ελάχιστο... γιατί μου τα κάνεις αυτά?» ούρλιαξα και άρχισα να τον χτυπώ πιο δυνατά αλλά εκείνος δεν αντιδρούσε.

«φεγγαράδα με τους νεκρούς... άκουσα μια φωνή πίσω μου και ακινητοποιήθηκα αυτόματα, γυρίζοντας προς το μέρος που ερχόταν η φωνή και πάγωσα... άσε να μαντέψω, έχεις κατά νου να καταλάβεις το σώμα των νεκρών? Μμμ, δεν ξέρω... κάμπιες να κουλουριάζονται στις τρύπες των ματιών σου και στις υπόλοιπες κοιλότητες σου... ίσως παραπάρει» είπε εκείνος και έμεινα να τον κοιτάζω... να καταλάβει άλλο σώμα? σκέφτηκα και τότε θυμήθηκα την εικόνα πάνω στο βαγόνι του αρχάγγελου με το κοριτσάκι που την μια στιγμή ήταν αθώο και την άλλη διαβολικό και έκανα αυτόματα την σύνδεση.

«γι αυτό σε κάνω παρέα Έμετ... βλέπεις πάντα την θετική πλευρά των πραγμάτων»

«ο Τσεσβάν αρχίζει απόψε και οι Νεφελιμ υποτελείς μας, μας περιμένουν να εκπληρώσουν την υπόσχεση τους... εσύ τι κάνεις εδώ και τρως την ώρα σου με τα κουφάρια?»

«σκέφτομαι»

«πως να γίνεις ένα απο αυτά?» τον πείραξε και γέλασε απρόθυμα

«τις επιλογές μου... σώσε μια ανθρώπινη ζωή και γίνε φύλακας άγγελος ή κυρίευσε τον Νεφιλιμ υποτελή σου και γίνε άνθρωπος. Εσύ τι θα διάλεγες?»

«κοίτα αν ήμουν στην θέση σου, θα στόχευα να να γίνω φύλακας άγγελος... του είπε και ξίνισε ο Έντουαρντ τα μούτρα του... περνάς τον καιρό σου προστατεύοντας θνητούς απο κινδύνους... που ξέρεις... συνέχισε ο Έμετ... ίσως και να έχει πλάκα... γλύτωσε μια ανθρώπινη ζωή και γίνε φύλακας άγγελος... εγώ τουλάχιστον θα το έκανα αν ήξερα κάποιον στα πρόθυρα του θανάτου»

«θέλω ένα ανθρώπινο σώμα» απέμεινε ο Έντουαρντ

«να είσαι ευχαριστημένος με την δεκαπενθήμερη διορία σου και με το σώμα του Νεφιλίμ. Μισός άνθρωπος είναι καλύτερος απ’ ότι καθόλου»

«δύο εβδομάδες δεν είναι αρκετές. Θέλω να γίνω άνθρωπος μόνιμα»

«ε τότε τι σε προβληματίζει τόσο?» είπε εκείνος αδιάφορα

«το θέμα Έμετ... είναι ότι αυτή που μπορώ να σώσω είναι αυτή που μπορεί να μου δώσει την λύση»

«δεν καταλαβαίνω τι εννοείς»

«συμφωνά με το βιβλίο του Ενώχ... αν καταφέρω να κυριεύσω το σώμα του Νεφιλίμ υποτελή μου... μπορώ να αποκτήσω ανθρώπινο σώμα»

«σε χάνω λίγο... η κοπέλα που κολλάει» είπε και κατάλαβα αμέσως ότι εννοούσε εμένα

«είναι η απόγονος του Τζέηκοπ... αν την σκοτώσω μπορώ να τον κυριεύσω» έμεινα άφωνη... έκανα ένα πίσω βήμα και άρχισα να αναπνέω με δυσκολία

«αν είναι απόγονος του τότε γιατί την κυνηγάει, το ξέρει και εκείνος?»

«όχι, δεν το ξέρει... ξέρει ότι έχει επιρροή απάνω μου... και θέλει να με εκδικηθεί»

«δηλαδή... αν την σκοτώσει πρώτος»

«δεν θα μπορέσω ποτέ να τον κυριεύσω... συνέχισε την φράση του Έμετ»

«και τι σκέφτεσαι να κάνεις?»

«δεν ξέρω... είπε απελπισμένος... όταν κατάλαβα τι είχε συμβεί την μισούσα θανάσιμα... αλλά τώρα» η φωνή του έσβησε και ένα δάκρυ κύλισε στα μάτια μου κάνοντας με να χάσω την γη κάτω απο τα πόδια μου... το σκοτάδι για άλλη μια φορά με τύλιξε και ένιωσα δυο χέρια να με ταρακουνάνε...

«γιατί το έκανες αυτό?... άκουγα την άγρια φωνή του Έντουαρντ στα αυτιά μου και πριν προλάβω να καταλάβω τι γίνεται με έριξε με βία πάνω στο κρεβάτι και με ακινητοποίησε με το σώμα του τραντάζοντας με άγρια... γιατί πρέπει όλα να τα καταστρέφεις?» τσίριζε και εγώ ανοίγοντας έκπληκτη τα μάτια μου τον κοίταζα άφωνη ενώ τα δάκρυα μου έτρεχαν ανεξέλεγκτα

«είμαι η μόνη σου λύση... είπα ξέπνοα και χαλάρωσε το κράτημα του... χωρίς εμένα δεν μπορείς να πας ούτε μπροστά αλλά ούτε και πίσω» συνέχισα και η φωνή μου έσβησε.

«ήσουν... τόνισε και με αργό ρυθμό άρχισε να φεύγει απο πάνω μου... η μόνη μου λύση... τώρα έχω κολλήσει εδώ» είπε την στιγμή που έκατσε στην άκρη του κρεβατιού δείχνοντας το σώμα του.

«δεν καταλαβαίνω... τι πρόβλημα έχει αυτό το σώμα που σε κάνει να κυριεύεις ξένα σώματα»

«μοιάζει περισσότερο με γυαλί... πραγματικό, αλλά επιφανειακό, αντανακλώντας τον κόσμο γύρω μου. Με βλέπεις και με ακούς, σε βλέπω και σε ακούω. Όταν με αγγίζεις, το νιώθεις. Δεν σε βιώνω με τον ίδιο τρόπο. Δεν μπορώ να σε αισθανθώ. Βιώνω τα πάντα μέσα απο ένα γυάλινο πλέγμα και ο μόνος τρόπος που μπορώ να σπάσω το πλέγμα αυτό είναι καταλαμβάνοντας ένα ανθρώπινο σώμα»

«ή τον Νεφιλιμ υποτελή σου» διαπίστωσα και γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου

«όταν άγγιξες τις ουλές μου... είδες τον Τζέικοπ?» κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά... ώστε αυτό έγινε? Σκέφτηκα αυτόματα... άρα είχα μπει στο μυαλό του.

«είδα εσένα και τον Έμετ στο νεκροταφείο» κούνησε το κεφάλι του και γύρισε πάλι την ματιά του προς τον τοίχο

«τότε ξέρεις το γιατί»

«δηλαδή ήθελες να κυριεύσεις το σώμα μου?» ρώτησα μπερδεμένη

«πολλά θέλω να κάνω στο κορμί σου... αλλά όχι το συγκεκριμένο»

«μμμ, πολύ ώριμο... τον ειρωνεύτηκα και χαμογέλασε πειραχτικά... βλέπω ότι δεν μπορείς να μείνεις μακριά για πολύ ώρα απο αυτό που είσαι» του αντιγύρισα για να τον πικάρω για την έκφραση του.

«ποιος σου είπε ότι δεν το εννοώ» απάντησε σοβαρά και ήρθε πιο κοντά μου

«ένα λεπτό... είπα βάζοντας τα χέρια μου μπροστά για να τον εμποδίσω... γιατί εσύ έχεις βάλει σκοπό της ζωής σου να με τρελάνεις... τώρα δεν είπες ότι δεν νιώθεις τίποτα?»

«αυτό είναι το θέμα Μαρίνα... δεν ξέρω πως αλλά όταν είμαι μαζί σου... είπε και περνώντας τα ακροδάχτυλα του απο το πρόσωπο μου, τα κατεύθυνε με αργό και βασανιστικό ρυθμό μέχρι την καρδιά μου που κάλπαζε απο το άγγιγμα του και ακουμπώντας την παλάμη του πάνω στην καρδιά μου, σήκωσε την ματιά του προς την δική μου και συνέχισε σοβαρός... το νιώθω εδώ, στην καρδιά μου... δεν έχω χάσει την ικανότητα να νιώθω συναισθήματα... ας το θέσω ως εξής: η όποια σχέση μας δεν πάσχει απο έλλειψη συναισθημάτων» έχασα ένα χτύπο και η καρδιά μου άρχισε πάλι να καλπάζει πιο ζωντανή, λες και μόλις είχε ξαναγεννηθεί.

«εννοείς ότι όταν είσαι κοντά μου... ξεροκατάπια... μπορείς να νιώσεις χαρά ή θλίψη ή...»

«επιθυμία» συμπλήρωσε την λέξη που δεν μπόρεσα εγώ να ξεστομίσω για μένα, επιβεβαιώνοντας τα λόγια μου.

«τότε γιατί έφυγες?» ρώτησα ξέπνοα απλώς και μόνο για να επιβεβαιώσω τις φοβίες μου και εκείνος απομακρύνθηκε και έκατσε και πάλι στην άκρη του κρεβατιού κοιτώντας μακριά αναδιοργανώνοντας τις σκέψεις του και αμέσως ένιωσα το κενό στην καρδιά μου να με κάνει να λυγίζω απο πόνο και ανασήκωσα το κορμί μου για να πάω κοντά του και εκείνος γύρισε την ματιά του στην δική μου... έβλεπα πόνο μέσα σε αυτήν ματιά... έβλεπα όλα όσα είχα καταλάβει μόνη μου... επιβεβαιώνοντας όλες μου τις φοβίες... όλες μου τις σκέψεις... και εκείνος χαμήλωσε την ματιά του για να αποφύγει το βλέμμα μου.

Έβαλα το χέρι μου πάνω στο μάγουλο του και τον ανάγκασα να με κοιτάξει ενώ με το άλλο μου χέρι έμπλεξα τα δάχτυλα μου μέσα στα δικά του ελπίζοντας αυτή η κίνηση να τον κάνει να μείνει κοντά μου... δεν άλλαζε το ύφος του αλλά δεν έκανε και καμία κίνηση για να με σταματήσει... πήρα μια ανάσα και τον ρώτησα απαλά την τελευταία μου φοβία.

«θα μείνεις μαζί μου?»

«Μαρίνα... ξεκίνησε διστακτικά... δεν είμαι πια ο Αρχάγγελος που ερωτεύτηκες...» συνέχισε και έβαλα το χέρι μου πάνω στα χείλια του για να τον σταματήσω

Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά και χάιδεψα με τα ακροδάχτυλα μου απαλά τα χείλια του πριν αφήσω την παλάμη μου ξανά πάνω στο μάγουλο του...

«μπορεί να μην μπορούμε να αλλάξουμε το παρελθόν... και σίγουρα το δικό σου κρύβει πολλά... του είπα σοβαρά κοιτώντας τον βαθιά στα μάτια... αλλά μπορούμε αλλάξουμε το μέλλον... οι άνθρωποι αλλάζουν Έντουαρντ... και εσύ το έχεις αποδείξει με τόσους πολλούς διαφορετικούς τρόπους» με κοίταξε για μια στιγμή χωρίς να μιλάει και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα πλησίασε τα χείλια μου και άφησε πάνω σε αυτά ένα τρυφερό φιλί

«σε ευχαριστώ... είπε με βαθιά φωνή... δεν έχεις ιδέα πως με κάνει να νιώθω η εμπιστοσύνη που μου δείχνεις... πόσο με επιρρεάζει η αγάπη σου»

«νομίζω ότι έχω μια ιδέα για να μου το αποδείξεις» του είπα και γέλασε πονηρά ανασηκώνοντας το ένα του φρύδι

«δεν εννοούσα αυτό ακριβώς... πονηρό διαβολάκι» τον πείραξα και γέλασε δυνατά

«και τότε τι εννοούσες?» είπε πιο σοβαρά

«άσε με να αγγίξω άλλη μια φορά τις ουλές σου» του είπα με ήρεμη φωνή και πήρε μια κοφτή ανάσα

«δεν νομίζω ότι αυτό είναι καλή ιδέα» μου είπε και κοίταξε τα χέρια μας που ήταν μπλεγμένα μεταξύ τους.

«γιατί όχι?»

«δεν μπορώ να ελέγξω τι βλέπεις»

«αυτό είναι το νόημα της υπόθεσης» του απάντησα και τον κοίταξα βαθιά στα μάτια και με έναν αναστεναγμό τα παράτησε

«εντάξει... αλλά να θυμάσαι αυτό που είπες και μόνη σου... οι άνθρωποι αλλάζουν, όχι όμως το παρελθόν τους» είπε παρακλητικά και κατένευσα για να τον βεβαιώσω ότι δεν θα με επιρρεάσει αυτό που θα δω.

Ακούμπησα απαλά την μια του ουλή και όλα μαύρισαν για μια στιγμή... άνοιξα τα μάτια μου και βρέθηκα να κοιτώ τον εαυτό μου να είμαι ακίνητη με κλειστά τα μάτια... δεν γινόταν τίποτα... τι στο καλό κάνω εγώ στην μέση του πεζοδρομίου ακίνητη? Αναρωτήθηκα και τότε είδα μια σκιά να με πλησιάζει και πάγωσα... η αναπνοή μου κόπηκε και έτρεξα να τον απομακρύνω απο πάνω μου αλλά αυτός δεν κουνήθηκε και τότε συνειδητοποίησα την αλήθεια... ήμουν μέσα στην ανάμνηση του Έντουαρντ και παρακολουθούσα την σκηνή απο το πρώτο ατύχημα.

Αυτό που έβλεπα τώρα δεν είχε καμία σχέση με αυτό που βίωσα εγώ και όλα μπήκαν στην θέση τους... είχα καταλάβει ότι μου περνούσε ο Έντουαρντ ή ο Τζέηκοπ ή και οι δύο σε διαφορετικές στιγμές εικόνες στο μυαλό μου αλλά αυτό που ζούσα τώρα σαν τρίτο πρόσωπο και με την ανάμνηση την δική μου με έκανε να καταλάβω ότι αυτές οι εικόνες δεν ήταν απλά εικόνες... ήταν ικανές να ρουφήξουν και την ίδια μου την ψυχή την στιγμή που εγώ θα τα παρατούσα.

Κοίταξα την σκιά καλύτερα και ανατρίχιασα... το πρόσωπο του έκπτωτου που ρουφούσε την ζωή μου μέσα απο τις εικόνες που μου μετέφερε ήταν τόσο τρομακτικό... τόσο αποκρουστικό... τόσο διαβολικό... έμενε ακίνητος όπως και εγώ απέναντι του και το δαβολικο του χαμόγελο τράνταζε όλην μου την ψυχραιμία.

«όχιιιιι... όχι τόσο εύκολα... που να πάρει είσαι δική μου... όχι δική του» άκουσα τα τελευταία λόγια που είχα ακούσει απο τον Έντουαρντ, εκείνη την ημέρα και γύρισα προς την μεριά που ακουσα την φωνή του και τον είδα να πέφτει απάνω μου την ώρα που εγώ ξέπνοη παρέλια πάνω στο υγρό γρασίδι.

Εκείνος μου έδινε την ζωή και έβλεπα την ζωή του έκπτωτου να μειώνετε... λυγισμένος στα γόνατα προσπαθούσε να βρει την αναπνοή του... όσο ο Έντουαρντ μου έδινε την ανάσα του τόσο ο έκπτωτος ούρλιαζε και πάλευε να βρει την αυτοκυριαρχία του... μέχρι που άνοιξα τα μάτια μου... ο έκπτωτος ήταν εκεί και μας κοιτούσε έτοιμος να ορμίσει απάνω μας... αλλά την στιγμή που εγώ έδωσα την ψυχή μου και την καρδιά μου στον Έντουαρντ ο έκπτωτος με μια σπαρακτική φωνή έγινε χίλια κομμάτια...

  Σαστισμένηκοίταγα μία προς την μεριά που ήμουν εγώ και ο Έντουαρντ και μια προς την μεριά που ο Έκπτωτος είχε γίνει κομμάτια και προσπαθούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί... μέχρι που είδα τον Έντουαρντ να απομακρύνετε απο πάνω μου και να αρχίζει να πετάει ψηλά... το σώμα μου τον ακολουθούσε και εγώ τον κοίταζα παραξενεμένη... εκείνος έμοιαζε να βασανίζετε τόσο πολύ που η καρδιά μου ράγισε... τον έβλεπα να παλεύει να φτάσει στο πιο ψηλό σημείο του ουρανού αλλά πάλευε πολύ σκληρά... και όσο ανέβαινε τόσο η ανάσα του γινόταν και πιο βαριά... το σώμα μου και η καρδιά μου βίωνε την ίδια ένταση και τον ίδιο πόνο με εκείνον.

Δεν μπορούσα να δω τα φτερά του... αλλά έβλεπα διάσπαρτα πούπουλα να είναι γύρω μου... μαύρα πούπουλα που όσο εκείνος έκανε την προσπάθεια να ανέβει τόσο εκείνα γινόντουσαν περισσότερα και έπεφταν πάνω στο κορμί μου... όταν έφτασε σε ένα ψηλό σημείο άφησε το κορμί του να ξεκουραστεί πάνω σε ένα απαλό σύννεφο... τα πόδια μας ήταν σταθερά αλλά καμία επιφάνεια δεν υπήρχε κάτω απο τα πέλματα μας.

Εκείνος ξέπνοος προσπαθούσε να βρει τις ισορροπίες του αλλά πριν τις βρει... τρεις μαύροι άγγελοι πήγαν κοντά του και τον ακινητοποιήσαν πριν προλάβει να κουνηθεί και εκείνος τους κοίταζε με πόνο στα μάτια... ο ένας τον κράταγε στον αέρα απο τον λαιμό... και αμέσως ένοιωσα να πνίγομαι και εγώ μαζί του... και οι άλλοι του ξέσκιζαν τα φτερά και αμέσως η πλάτη μου άρχισε να με πονάει τόσο πολύ που ήθελα να ουρλιάξω απο τον πόνο...

Περισσότερα πούπουλα διαπέρασαν το κορμί μου και όταν ο πρώτος άγγελος άφησε το σφιχτό του κράτημα βρεθήκαμε και οι δύο να πέφτουμε με δύναμη προς το κενό... το σώμα μου πόναγε απο τον αέρα που με μαστίγωνε και η αναπνοή μου έβγαινε με δυσκολία... ο ψυχικός μου πόνος όμως ήταν χίλιες φορές πιο δυνατός απο τον σωματικό... ένιωθα απελπισία... ένιωθα προδοσία... ένιωθα να χάνω τα πάντα... και τότε το σώμα μου με ένα δυνατό κρότο συγκρούστηκε στην γη και ένιωσα τα πάντα μέσα μου να σπάνε μέχρι που ήρθε η απόλυτη αναισθησία... δεν ένιωθα τίποτα... όλα ήταν άδεια... όλα ήταν κενά... δεν υπήρχε κανένα συναίσθημα... και εκείνος κοίταζε το κενό άδειος και ανέκφραστος.

Άνοιξα τα μάτια μου και πήρα μια ανάσα... ο Έντουαρντ περίμενε την αντίδραση μου υπομονετικά αλλά εγώ δεν είχα το κουράγιο να μιλήσω... είχα χάσει την λαλιά μου... είχα χάσει την καρδιά μου... είχα χάσει τα πάντα.

«Μαρίνα?» άκουσα την φωνή του με αγωνία να με φωνάζει και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του

Τα δάκρυα μου άρχισαν να τρέχουν ανεξέλεγκτα και εκείνος άρχισε να αγωνιά περισσότερο... ήθελα να μιλήσω... ήθελα να τον καθησυχάσω... αλλά δεν ήξερα πως να βγω προς την επιφάνεια, μέχρι που ένιωσα το χέρι του πάνω στο πρόσωπο μου και πήρα μια βαθιά ανάσα κλείνοντας τα μάτια... εκείνος με πλησίασε και άρχισε τρυφερά να απομακρύνει τα δάκρυα μου με τα χείλια του και τότε άρχισα πάλι να αναπνέω πιο ήρεμα... η καρδιά μου κάλπαζε πιο ζωηρά και εγώ άρχισα και πάλι να βρίσκω την λογική μου.

«συγνώμη» κατάφερα μόνο να πω και η φωνή μου βγήκε σαν ψίθυρος απο τα χείλια μου

«σσσς, καρδιά μου... με καθησύχασε... δεν μπορούσες να το ξέρεις» με παρηγορούσε καταλαβαίνοντας τι ήταν αυτό που είχα μόλις δει και με φυλάκισε στην ζεστή του αγκαλιά

Έβαλα το μάγουλο μου πάνω στον ώμο του και τον κράτησα με όλην μου την δύναμη κοντά μου... δεν μπορούσα να ηρεμήσω απο αυτήν την αποκάλυψη... τον είχα τόσο ανάγκη... ήθελα τόσο πολύ να επιβεβαιώσω ότι ήταν πραγματικά κοντά μου που άρχισα χωρίς να το καταλάβω να τον φιλώ και εκείνος με απομάκρυνε απο κοντά του ήρεμα...

«Μαρίνα... ξεκίνησε ήρεμα στην προσπάθεια του να μην με πληγώσει... όχι εδώ... όχι έτσι» είπε μαλακά και μου χάιδευε και μου απομάκρυνε τα δάκρυα μου απο το πρόσωπο μου στοργικά.

«δεν έχεις σημασία το μέρος... η ώρα... η στιγμή... σημασία για μένα έχει ότι είμαστε μαζί» του είπα τρέμοντας... φοβούμενη την απόρριψη του και εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί στα χείλια.

Τύλιξα τα χέρια μου γύρω του και έφερα το σώμα μου πιο κοντά του και εκείνος με έγειρε πάνω στο στρώμα απαλά... τα χείλια μας πλέον είχαν πάρει φωτιά... και οι δύο παλεύαμε να πάρουμε ανάσα απο την ανάσα του άλλου... τα κορμιά μας ζητούσαν την λύτρωση και η καρδιές μας ζητούσαν να ενωθούν και να γίνουν μια.

«Έντουαρντ?»

«ναι άγγελε μου» είπε τρυφερά κοιτώντας με βαθιά στα μάτια χαϊδεύοντας απαλά το πρόσωπο μου

«μπορείς να ανάψεις το κερί?... με κοίταξε με απορία... θέλω να σε βλέπω» του απάντησα στην ανείπωτη ερώτηση του

Άφησε ένα τρυφερό φιλί στα χείλια μου και σηκώθηκε να πάρει τα σπίρτα απο το μπάνιο και την στιγμή που άναβε το κερί με κοίταξε στα μάτια και μια αγωνία είδα μέσα στην δική του ματιά.

«φοβάσαι?» με ρώτησε απαλά και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού περνώντας τα χέρια του αριστερά και δεξιά του κορμιού μου χωρίς να με ακουμπά και αυτόματα τα χέρια μου ακούμπησαν πάνω στα μπράτσα του για να μην χάσουν την επαφή... κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου και απορία διαγράφτηκε στα υπέροχα χαρακτηριστικά του.

«τότε γιατί τρέμεις?» με ρώτησε με ψιθυριστή φωνή

«γιατί σε έχω ανάγκη... έχω τόσο ανάγκη να σε νιώσω γύρω μου... που όταν απομακρύνεσαι έστω και για λίγο το σώμα μου πονάει απο την απουσία σου... άρχισε να μου χαϊδεύει το πρόσωπο και εγώ συνέχισα... δεν μπορούσα άλλο να κρατάω αυτό το βάρος μέσα μου...

«όλο αυτό το διάστημα, το σώμα μου, το μυαλό μου, όλη μου η ύπαρξη σε αναζητούσε... προσπαθούσα να με πείσω ότι ήσουν πλάσμα της φαντασίας μου... ότι όλα αυτά ήταν ένα όνειρο όπως όλοι μου έλεγαν... άλλα δεν τα κατάφερα... όταν συνειδητοποίησα την αλήθεια και έκανα την σύνδεση... τότε πάγωσα... είπα και έσβησε η φωνή μου... το απαλό του άγγιγμα μου έδωσε την δύναμη που χρειαζόμουν και συνέχισα παίρνοντας μια βαθιά ανάσα

«δεν ήσουν αυτό που είχα νιώσει... αυτό που είχα φανταστεί... δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήσουν ακριβώς το αντίθετο απο αυτό που έβλεπα στα όνειρα μου... είπα και ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλο μου... διχάστηκα... δεν ήξερα τι να πιστέψω... η λογική μου μου φώναζε να φύγω μακριά σου αλλά η καρδιά μου και το σώμα μου αδυνατούσαν να υπακούσουν σε εαυτήν την εντολή και εγώ ήμουν στην μέση και δεν ήξερα τι να κάνω... όταν έφυγες... την φωνή μου την κάλυψε ένας λυγμός και πήρα μια βαθιά ανάσα για να βρω την δύναμη να συνεχίσω... μέσα στην ματιά του έβλεπα όλον τον πόνο και την λύπη που ένιωθε γι αυτήν του την πράξη αλλά εγώ δεν είχα ανάγκη να τον συγχωρέσω... είχα την ανάγκη να τον κάνω να καταλάβει... τι ακριβώς συμμένει για μένα.

Πήρα το χέρι του στο δικό μου και το έβαλα πάνω στην καρδιά μου...

«το νιώθεις αυτό?... τον ρώτησα και κατένευσε... μόνο εσύ την κάνεις να χτυπάει έτσι... όταν είσαι μακριά μου... η καρδιά μου απλά χτυπάει, για να με κάνει να θυμάμαι ότι υπάρχω... όχι όμως ότι ζω... χωρίς εσένα Έντουαρτ απλά υπάρχω... μόνο η ανάσα σου με κάνει να ζω»

Χάιδεψε απαλά το μάγουλο μου με την αναστροφή του χεριού του και αν και δεν ξέρω αν μπορεί να δακρύσει ή όχι, ένοιωσα ότι τα μάτια του ήταν θολά... έγειρε το πρόσωπο του και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο μου.

«δεν μπορείς να φανταστείς πως με κάνεις να νιώθω αυτήν την στιγμή... ψιθύρισε με τα χείλια του να ακουμπούν ανεπαίσθητα πάνω στο μέτωπο μου... σ’ αγαπάω Μαρίνα... δεν ξέρω αν μπορείς να το νιώσεις όπως εγώ... δεν έχω καρδιά... συνέχισε και έβαλε το χέρι μου να ακουμπήσει στην καρδιά του και δεν ένιωσα να πάλετε... αλλά έχω ψυχή... συνέχισε κοιτώντας με βαθιά μέσα στα μάτια... και αυτή σου ανοίκει απο την πρώτη στιγμή που αντίκρισες το πρώτο φως της ημέρας» τα μάτια μου άρχισαν να δακρύζουν... δεν είχα φωνή για να εκφράσω όλα όσα ένιωθα για εκείνον.

Οι ματιές μας ανταλλάσανε τα λόγια που δεν μπορούσαν να πούνε οι φωνές μας... τα αγγίγματα μας τραγουδάγανε την μελωδία της ψυχής μας... και τα φιλιά μας εκφράζανε την αγάπη που νιώθαμε ο ένας για τον άλλον...

Ένιωσα τα χείλια του να με αγγίζουν τρυφερά και άνοιξα απαλά τα χείλια μου για να ρουφήξω την ανάσα που θα με ξανά έφερνε πίσω στην ζωή... η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει σαν τρελή και εκείνος μου χάριζε την ψυχή του...

Άφησε τα χείλια μου και άρχισε να μου φιλάει κάθε σπιθαμή του προσώπου μου απομακρύνοντας κάθε δάκρυ που είχε κυλήσει και απομνημονεύοντας κάθε κύτταρο μου... το χέρι του στο σώμα μου άφηνε πύρινες πορείες και οι αναστεναγμοί μου γινόντουσαν πιο βαθιοί...

Τύλιξα τα χέρια μου γύρω απο τον λαιμό του και τον έφερα πιο κοντά μου για να τον νιώσω... μόλις τα χείλια του άρχισαν εξερευνούν τον λαιμό μου και η γλώσσα του να γεύεται  το άρωμα μου, το σώμα μου άρχισε να τρέμει.

«Μαρίνα?»

«ναι» είπα βογκώντας την στιγμή που τέντωσα το κορμί μου

«δεν είμαι σίγουρος αν καταφέρω να συγκρατήσω την σκοτεινή μου πλευρά» είπε και ένιωσα το δάχτυλο του ανάμεσα στο δέρμα μου και το λάστιχο του εσωρούχου μου...

«Έντ... βόγκηξα δυνατά.. ουαρτ» κατάφερα να συνεχίσω δαγκώνοντας τα χείλια μου

«Μαρινάκι μου δεν είμαι...» τον φίλησα απαιτητικά για να το βουλώσει αλλά δεν μου έκανε την χάρη

«δεν θέλω να σε πληγώσω... φοβάμαι ότι θα σε πονέσω» μωρέ πέταξε μου τα μάτια έξω... σκέφτηκα αλλά απο το πάθος μου δεν κατάφερα να βγάλω λέξη παρά αρκέστηκα να ανασηκώσω τους γοφούς μου ανοίγοντας τα πόδια για να έχει το χέρι του καλύτερη πρόσβαση στο σημείο που τον επιθυμούσα περισσότερο.

«Εντουαρτ... είπα μέσα απο τα δόντια μου... σταμάτα να το σκέφτεσαι.... είπα πιο άγρια και τον κοίταξα νευριασμένη... εγώ κοντεύω να τελειώσω και εσύ δεν έχεις καν αρχίσει... και θες να το συζητήσουμε????» ούρλιαξα έξαλλη απο θυμό και εκείνος έπνιξε το γέλιο του βάζοντας τα χείλια του πάνω στον λαιμό μου, δίνοντας μου ένα ρουφηχτό, υγρό, παθιασμένο φιλί και με έστειλε αδιάβαστη... Χριστέ μου τελιώνωωωω

«είσαι σίγουρη?» με ρώτησε για τελευταία φορά και δεν άντεξα άλλο και τον χαστούκισα δυνατά

«σκάσε και συνέχισε πριν δεις την δική μου σκοτεινή πλευρά» του είπα άγρια και βουτώντας τον απο το μαλλί άρχισα να τον φιλάω βίαια...

Αυτό ήταν η αρχή του τέλους μου... παρακάτω δεν θυμάμαι.

Έντουαρτ


Όταν την έβλεπα να παίρνει αυτό το θυμωμένο ύφος... μου ήταν αδύνατον να συγκρατήσω το πάθος μου για εκείνην... ο ερεθισμός μου είχε φτάσει στα όρια του και εγώ ήμουν ανίκανος να πνίξω κάθε πτυχή του εαυτού μου... αλλά εκείνη για άλλη μια φόρα δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να καταλάβει το πόσο διαβολική ήταν αυτή η πλευρά μου.

Με άρπαξε απο το μαλλί και άρχισε να με φιλάει τόσο βίαια που θόλωσε το μυαλό μου... με μια κίνηση έκανα κομμάτια το λεπτό ύφασμα που τόση ώρα έπαιζα στα χέρια μου και με νευρίαζε που ήταν ο λόγος που ήμουν μακριά της... η Μαρίνα εκστασιασμένη τέντωσε περισσότερο το κορμί της και άνοιξε τα πόδια της για να μου διευκολύνει την πρόσβαση να εισχωρήσω στα πιο απόκρυφα σημεία του θεσπέσιου κορμιού της.

Το χαστούκι της είχε στείλει σε όλο μου το κορμί μεγάλες δώσεις ρεύματος ηλεκτρίζοντας όλο μου το κορμί και όλες μου οι αισθήσεις πια είχαν πάρει φωτιά... είχαμε τόσο ανάγκη ο ένας τον άλλον που όλα όσα γινόντουσαν γύρω μας είχαν γίνει γυάλινα όπως ακριβός ήταν και το κορμί μου... αλλά είχε δίκιο... ήμασταν μόνο εκείνη και εγώ και τα κορμιά μας καμένα απο το πάθος ζητούσαν απεγνωσμένα να βρουν την λύτρωση τους.

Ανασηκώθηκα και βιαστικά μας απάλλαξα απο όλα μας τα ρούχα... εκείνη με τα χέρια της άρχισε να εξερευνεί το σώμα μου και εγώ θαύμαζα αυτό το θεσπέσιο κορμί που είχε γίνει η προσωπική μου κόλαση... έπεσα πάνω στο σώμα της για να νιώσω την καυτή της επιδερμίδα και όλο μου το σώμα πήρε φωτιά... τα χείλια μου αχόρταγα ρούφαγαν τα χείλια της και τα συχνά της αγκομαχητά με έστελνα απο εκεί που ήρθα και με γύριζα ξανά πίσω... το χέρι μου πλησίασε την καυτή της σάρκα και μόλις ένιωσα την θερμότητα της σίριξα δυνατά...

«να πάρει Μαρίνα είσαι τόσο καυτή... μου θολώνεις το μυαλό»

«αυτός είναι ο στόχος μου... σταμάτα να σκέφτεσαι» είπε άγρια και με έπιασε πάλι απο το μαλλί και με έφερε κοντά της

«σου αρέσουν τα άγρια μωρό μου???» την πείραξα και εκείνη μου δάγκωσε το κάτω χείλος

Εεε, αυτό ήταν... δεν είχα άλλες αντοχές για να κάνω πίσω... άρπαξα τα χείλια της μέσα στα δικά μου και με τα δόντια μου άρχισα να της δαγκώνω ότι σάρκα πέρναγε απο τα δόντια μου και εκείνη άρχισε να τραντάζεται μέσα στην αγκαλιά μου και να φωνάζει δυνατά...

«αααχχχ Έντουαρτ.... μην σταματάς... τελιώνωωωω» φώναζε και ένοιωσα τις συσπάσεις του κόλπου της να σφίγγουν τα δάχτυλα μου ενώ ταυτόχρονα ένιωθα την καυτή της λάβα να αγκαλιάζει τα δάχτυλα μου.

Άφησα τα χείλια της και άρχισα να της φιλάω τον λαιμό... τα δόντια μου πίεζαν την σάρκα της και εκείνη φώναζε πιο δυνατά.

«ναι μωρό μου μην σταματάςςςς... σε παρακαλώωωω... κάνε με να ξεχάσω το όνομα μουυυυυ» ενώ ταυτόχρονα τράνταζε και τσίτωνε το κορμί της ακολουθώντας την κίνηση των δαχτύλων μου που μπαινόβγαιναν μέσα στην καυτή της σάρκα...

Τα χείλια μου αχόρταγα άρχισαν να την πολιορκούν και να την γεύονται σε όλην την έκταση του κορμιού της... φτάνοντας στο στητό μικρο της στήθος άνοιξα το στόμα μου περισσότερο και το έβαλα όσο περισσότερη επιδερμίδα χωρούσε μέσα σε αυτό, ρουφώντας το αχόρταγα και οι κραυγές της με ικανοποιούσαν περισσότερο... με το ένα μου χέρι έπαιζα με το ελεύθερος στήθος τσιμπώντας την ρόγα της, ενώ με το άλλο συνέχισα να την κάνω δική μου και το στόμα μου είχε πάρει φωτιά δαγκώνοντας και γλύφοντας την τρυφερή της ροζ ρόγα που με προκαλούσε.

Ο ερεθισμός μου είχε πάρει φωτιά και άρχισε να με πονάει απο τον πόθο... έβαλα το πόδι της ανάμεσα στα δικά μου και όταν τον ένιωσε πάνω στο πόδι της ούρλιαξε απο ενθουσιασμό, τραβώντας τις τούφες του μαλλιού μου περισσότερο.

«βλέπεις τι μου κάνεις... της είπα άγρια και την κοίταξα στα μάτια την στιγμή που άρχισα να τον τρίβω απάνω της για να ανακουφιστώ... με τρελαίνεις με ένα βλέμμα σου μόνο, πόσο μάλλον όταν είσαι έτσι μαζί μου» συνέχισα και το χέρι μου μέσα της άρχισε να γίνεται πιο απαιτητικό... ήθελα να την δω να σπαρταράει... ήθελα να φωνάζει το όνομα μου μέσα απο τα καυτά της χείλια... ήθελα να την κάνω να ξεχάσει τα πάντα.

«ναιιιι» ούρλιαξε καθώς τέντωνε το κορμί της και συνέχισα να την χαρίζω περισσότερη ηδονή μέχρι τα βάθη της ύπαρξης της.

Το στόμα μου απαιτητικό πάνω στο στήθος της γευόταν κάθε σπιθαμή του και εκείνη ήταν έτοιμη να εκραγεί... άρχισα να χαμηλώνω προς την κοιλιά της και της κόπηκε η ανάσα...

«μην σταματάς» μου φώναξε και όταν έφτασα στην φλόγα της πριν προλάβω να την ακουμπήσω ένιωσα τον οργασμό της να την απογειώνει.

Με την γλώσσα μου γευόμουν του πιο εύγευστους χυμούς που είχα γευτεί ποτέ στην ζωή μου και με έκαναν να τρελαθώ... παραμέρισα το πόδι της για να την ανοίξω περισσότερο και μόλις τα χείλια μου ακούμπησαν πάνω στην φλόγα της βόγκηξα δυνατά απο τον ηλεκτρισμό που διαπέρασε όλο μου το κορμί...

Η ανάσα μου την διέγειρε περισσότερο και έτσι συνέχισα να την γλύφω και να την φυσάω ταυτόχρονα, μέχρι που άρχισε η αναπνοή της να γίνεται πιο βαριά...

«πρέπει να πάρω ανάσα» είπε ξέπνοα αλλά εγώ δεν μπορούσα να σταματήσω.

Έβαλα την γλώσσα μου βαθιά μέσα στην ύπαρξη της και τραντάχτηκε ολόκληρη... το χέρι μου έσφιγγε τον γλουτό της και εκείνη μου τράβαγε το μαλλί μου περισσότερο για να με κάνει να ξεκολλήσω απο πάνω της.

Σήκωσα το κεφάλι μου και την είδα να αγκομαχά, προσπαθώντας να βρει και πάλι τις ισορροπίες της.

«θα με πεθάνειςςς» είπε μέσα απο τις γρήγορες ανάσες της

«όχι ακόμα» είπα απειλητικά και συνέχισα απο εκεί που είχα σταματήσει ενώ παράλληλα συνέχισα να τρίβω τον ερεθισμό μου πάνω στο πόδι της με περισσότερη ένταση.

«δεν θα σου κάνω την χάρη» άκουσα την κελαρυστή φωνούλα της να φωνάζει  άγρια και αυτό με άναψε περισσότερο.

«και τι θα κάνεις γι αυτό???» της είπα πειραχτικά και εκείνη ανασήκωσε το κορμί της και απαίτησε με την στάση του κορμιού της να πάω κοντά της και δεν της το αρνήθηκα

Με ξάπλωσε στο στρώμα και άρχισε να με φιλάει με τέτοιο πάθος... τα χέρια της να με χαϊδεύουν με τέτοια ένταση που το σώμα μου αν είναι δυνατόν, πήρε περισσότερη φωτιά... τα χείλια της πάνω στον λαιμό μου με φιλάγανε απαιτητικά και με δάγκωναν σκληρά... ενώ η ήβη της πάνω στον ερεθισμό μου τριβόταν με τόση ένταση που αν συνέχιζε έτσι σίγουρα θα τελείωνα επιτόπου...

Έχωσα τα χέρια μου μέσα στα μαλλιά της και τα κράταγα δυνατά απο το πάθος μου και αυτό την εξίταρε περισσότερο... συνέχισε να με φιλάει και να με γεύεται με την γλώσσα της και όταν έφτασε στο στήθος μου έκανε έναν τρελό χορό με την γλώσσα της πάνω στις ρόγες μου εναλλάξ και ούρλιαξα απο ενθουσιασμό...

Άρχισε να κατεβαίνει προς τον ερεθισμό μου με τόσο πάθος, που ήμουν σίγουρος ότι θα με αποτελειώσει πριν προλάβω να την κάνω δική μου... τα δόντια της έγδαραν το δέρμα μου και η γλώσσα της έπαιζε έναν τρελό χορό πάνω στην κορυφή του ανδρισμού μου... τέντωσα το κορμί μου και άφησα την ανάσα μου να βγει βίαια απο το σώμα μου.

«ναι μωρό μου... βασάνισε τον» είπα πάνω στο πάθος μου και εκείνη συνέχισε με περισσότερη μανία να με αποπλανεί και να με συνεπαίρνει

«μην αφήσεις σπιθαμή να σου ξεφύγει» είπα πιο άγρια και ένιωσα να το καταπίνει όλο... το λαρύγγι της πάνω στην κορυφή του ανδρισμού μου, το έκανε να καεί και άρχισε να συσπάτε για να βρει την λύτρωση του.

Εκείνη καταλαβαίνοντας το, τράβηξε απότομα το στόμα της βεντουζάροντας το και το άφησε απότομα για να πάρει μια ανάσα...

«θες να σε αποτελειώσω τώρα?» είπε κοιτώντας με, άγρια στα μάτια... αν εγώ είμαι σατανικός αυτή είναι η ακόλουθος μου σε αυτό τον τομέα... σκέφτηκα και πιάνοντας την απο τα μπράτσα την ανάγκασα να κάτσει στα τέσσερα.

Φίλαγα την πλάτη της και εκείνη αναστέναζε απο την ηδονή... τα πόδια της ανοιχτά μου δίνανε την πρόσβαση που ήθελα και πριν το σκεφτώ μπήκα απότομα μέσα της και ουρλιάξαμε ταυτόχρονα... η καυτή της σάρκα με έκαψε ως τα βάθη της ύπαρξης μου και μου ήταν αδύνατον να σταματήσω ή να σκεφτώ τίποτα άλλο.

Την κράτησα απο τους γοφούς της και άρχισα να κινούμαι μέσα και έξω με όλο το πάθος που με είχε συνεπάρει ξεχνώντας όλα τα άλλα και εκείνη με ακολουθούσε σε κάθε μου κίνηση βογκώντας δυνατά και με τρέλαινε περισσότερο... οι ωθήσεις μου ήταν αργές και βασανιστικές και εκείνη προσπαθούσε να με παρακινείσει για περισσότερα αλλά εγώ ήθελα να την βασανίσω κι άλλο.

Τα χέρια μου πάνω στο σώμα της, την λεηλατούσαν και το άγγιγμα μου την έκανε να τρελαίνετε περισσότερο... έβαλε το ένα της χέρι πάνω στο κάγκελο του κρεβατιού και με ακολουθούσε απόλυτα σε κάθε μου κίνηση...

«δεν μπορώ άλλο... είπε με δυσκολία με κομμένη την ανάσα... μη με βασανίζεις άλλο» φώναξε.

Έγειρα το κορμί μου πάνω στο κορμί της και βάζοντας το χέρι μου πάνω στην φλόγα της άρχισα να την τρίβω γρήγορα και τα αγκομαχητά της άρχισαν να αυξάνονται και η αναπνοή της γινόταν όλο και πιο γρήγορη... έκανα τις ωθήσεις μου πιο δυνατές... πιο βαθιές και πιο γρήγορες και ένιωσα να πλησιάζει στην λύτρωση της.

«ναιιι... ούρλιαξε και τέντωσε το κορμί της... ναι Εντουαρτ... έτσι μωρό μου... δεν θέλω πολύ ακόμα για να τελειώσω» συνέχιζε να παραμιλάει απο την ηδονή και συνέχισα να την χαρίζω περισσότερη απόλαυση.

Με ένα δυνατό ουρλιαχτό, ένιωσα αν απελευθερώνει τον εαυτό της και όλο της το κορμί άρχισε να τρέμει απο τον οργασμό... τα καυτά της υγρά τυλίχτηκαν γύρω απο τον ερεθισμό μου και τον έκαναν να απογειωθεί... βγήκα απο μέσα της και την γύρισα προς το μέρος μου αρχίζοντας να την φιλάω με όλο το πάθος που με είχε συνεπάρει και τα χέρια της βρέθηκα αμέσως στα μαλλιά μου τρελαίνοντας όλες μου τις αισθήσεις.

Την ξάπλωσα πάνω στο στρώμα και μόλις έφερα το κορμί μου κοντά στο δικό της εκείνη αμέσως τύλιξε τα πόδια της γύρω μου και ανασήκωσε τους γοφούς της για να με συναντήσει... μπήκα μέσα στον παράδεισο της και συνέχισα να την φιλάω απαιτητικά... τα καυτά της υγρά όσο πέρναγε η ώρα γινόντουσαν όλο και πιο πλούσια και έκανε την επαφή μας μοναδική.

Ένιωθα τα κορμιά μας να είναι πλασμένα το ένα για το άλλο... τέλεια ταιριασμένα συγχρονίζονταν στον πιο ερωτικό... στον πιο αρχαίο χορό, κάνοντας τα να παίρνουν φωτιά και να απογειώνονται... την θέλω απόλυτα δική μου και αυτό με κάνει να γίνομαι τρελός για εκείνην... και να ξεχνάω τα πάντα.

Της χάριζα την απόλυτη ηδονή και όλο μου το είναι αναπτερώνονταν... τα βογκητά της και τα ουρλιαχτά της με έστελναν στον έβδομο ουρανό και εγώ δεν ήθελα να σταματήσω μέχρι να νιώσω ότι δεν έχω άλλη ανάσα... τα χείλια μου πάνω στον λαιμό της ρουφούσαν την λεπτή της σάρκα και με την γλώσσα μου γευόμουν το πιο υπέροχο άρωμα που ζωντάνευε ακόμα και την νεκρή μου καρδιά.

Οι κινήσεις μας συγχρονισμένες απορροφούσαν όλους του κραδασμούς των κορμιών μας και ένιωθα πια ότι ήμασταν ένα πάνω σε αυτό το στρώμα που είχε μουσκέψει απο τον ιδρώτα του έρωτα μας... οι ανάσες μας είχαν γίνει ένα και τα πιο καυτά μας σημεία ήταν έτοιμα να εκραγούν...

«κανε με δική σου ξανά... ξανά» άκουσα να μου λέει και δεν ήθελα τίποτα άλλο

Έκανα τις ωθήσεις μου πιο γρήγορες... πιο δυνατές... πιο βαθιές και εκείνη ακολουθούσε την κάθε μου κίνηση απόλυτα συγχρονισμένη με μένα... την διεκδικούσα και την τρέλαινα με το σώμα μου και εκείνο μου έδινε την απόλυτη ικανοποίηση... την στιγμή που ένιωσα για άλλη μια φορά την λάβα της να αγκαλιάζει τον ερεθισμό μου εκείνος άρχισε να συσπάτε και δεν άντεξα άλλο όλο αυτό το βάρος... αύξησα τον ρυθμό μου και η Μαρίνα άρχισε να σπαρταράει στα χέρια μου ανασαίνοντας πιο γρήγορα και η καρδιά της ένιωθα ότι θα της διαλήσει το στήθος της... αλλά εκείνη δεν με σταματούσε... το ένιωθα.. το έβλεπα ήθελε παραπάνω και εγώ δεν την είχα χορτάσει ακόμα.

«σε θέλω μωρό μου σε έχω ανάγκη»

«είμαι δικιά σου μωρό μου... μόνο δικιά σου»

«Μαρίνα.... φώναξα δυνατά καθώς ένοιωθα τον εαυτό μου να φτάνει στην κορύφωση του... σ’ αγαπώ»φώναξα και απελευθέρωσα όλα όσα με πνίγανε όλον αυτόν τον καιρό καίγοντας την ύπαρξη της με τα καυτά υγρά μου

«Έντουαρτ... άκουσα να μου φωνάζει την στιγμή που τελείωνα βαθιά μέσα της... καίγομαι» ούρλιαξε τεντώνοντας το κορμί της

«και εγώ μωρό μου» φώναξα και με τρεις ωθήσεις άφησα τον οργασμό μου να εκφραστεί σε όλο μου το κορμί και τραντάχτηκα ολόκληρος

Έπεσα απάνω στο στήθος της προσπαθώντας να βρω την αναπνοή μου και άκουγα την καρδιά της να καλπάζει σε ξέφρενους ρυθμούς... τα απαλά της χέρια χάιδευαν απαλά τα μαλλιά μου και η αναπνοή της πάλευε να βρει ξανά τους κανονικού της ρυθμούς.

«σ΄αγαπώ» είπε τρυφερά και σήκωσα το κεφάλι μου για να αντικρίσω την ματιά της

Τα καυτά της μάγουλα ήταν υγρά και στο βλέμμα της ένιωθα όλην την αγάπη που υπήρχε στην καρδιά της για μένα

«και εγώ σ αγαπώ αγγελούδι μου» της είπα τρυφερά και πλησιάζοντας την, γύρισα στο πλάι και την φώλιασα στην αγκαλιά μου πλέκοντας τα δάχτυλα μου μέσα στα δικά της.

«πες μου ότι δεν ήταν άλλη μια εικόνα που πέρασες στο μυαλό μου» με παρακάλεσε και της φίλησα τρυφερά τα καυτά της χείλια

«ήταν κάτι παραπάνω απο πραγματικότητα» της επιβεβαίωσα σοβαρά και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα άφησε το κεφάλι της να ακουμπήσει στο στερνό μου και ένιωσα ότι άρχισα και πάλι να ζω...


ESCAPE POLH FANTASMA