Μπέλλα...
Είχαν περάσει αιώνες και αιώνες από την ημέρα που είχα φύγει από την γενέτειρα μου πόλη για να εξερευνήσω όλων τον κόσμο και τώρα που είμαι εδώ ξανά, τίποτα δεν είναι το ίδιο.
Το Μύστικ Φορκς είχε αλλάξει ριζικά...
Μια πόλη με τόσο μεγάλη ιστορία, που τα μυθικά πλάσματα πάλευαν ανά τους αιώνες για το ποιο θα υπερισχύσει, είχε πλέον εκσυγχρονιστεί και είχε μπει για τα καλά στον 21ο αιώνα.
Φτάνοντας έξω από την πόρτα της οικογένειας όπου ήταν η αιτία της επιστροφής μου, περίμενα μέχρι να φύγουν όλοι ώστε να μπορέσω να βρω την ευκαιρία να μιλήσω στην οικοδέσποινα του σπιτιού ανενόχλητη, κρυμμένη ανάμεσα στις σκιές των δέντρων λίγο πιο μακριά από εκεί που ήταν η κατοικία τους... Για μένα ακόμα και αυτή η απόσταση δεν ήταν αρκετή για να μου μειώσει την ορατότητα μου, κάθε ένα μέλλος της οικογένειας που έβγαινε το έβλεπα το ίδιο άψογα σαν να ήμουν μόλις μισό βήμα μακριά του.
Ο Καρλάιλ ο πατέρας της οικογένειας και δήμαρχος αυτής της πόλης, αγέρωχος και λυγερός, με ξανθά μαλλιά και γκρίζα μάτια ήταν ψηλός και καλοστεκούμενος για την ηλικία του, έκανε πρώτος την εμφάνιση του και πίσω του ακολούθησε η γλυκιά μου Έσμε, η γυναίκα του για να τον προϋπαντήσει με ένα γλυκό φιλί... Μια υπέροχη γυναίκα που η αγάπη της σου ζέστανε την καρδιά από την πρώτη στιγμή που την αντίκριζες... Δοτική και στοργική να δίνει τα πάντα για την οικογένεια της ανιδιοτελώς. Με τα καστανά της μαλλιά και μάτια, πιο κοντή από τον σύζυγο της και με στρογγυλεμένες καμπύλες, με ένα πρόσωπο που θα σου θύμιζε το σχήμα της καρδιάς, ήταν η τέλεια σύμμαχος για μένα και ήμουν σίγουρη ότι δεν θα μου αρνιόταν την βοήθεια της εφόσον πρόκειται για την ασφάλεια των παιδιών της που λάτρευε με όλη της την ψυχή.
Αμέσως μετά ακολούθησαν τα παιδιά τους, τρία στον αριθμό, όλα στην ίδια ηλικία... Τα δύο μικρότερα δηλαδή ο Έντουαρντ και η Άλις, ήταν δίδυμα ενώ ο Έμετ μερικούς μήνες μόνο μεγαλύτερος ήταν ανιψιός τους, παιδί της νεκρής αδελφής της Έσμε που την έχασε όταν ο Έμετ ήταν μόλις τριών χρονών αυτή χωρίς δισταγμό κράτησε στην αγκαλιά της το άτυχο μωρό και το μεγάλωσε με τόση αγάπη και δεν τον ξεχώριζε από τα άλλα της παιδιά.
Ο Έμετ ήταν ο πιο γεροδεμένος, ο πιο ψηλός και ο πιο ζωηρός της υπόθεσης, με μαύρα μαλλιά και μάτια, ίδιος ο πατέρας του λένε, που τον έχασε στο ίδιο δυστύχημα που έχασε και την μητέρα του... ήταν το μαύρο αγκάθι της υπόθεσης καθώς ετοιμοπόλεμος πάντα έκανε του κεφαλιού του χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες...
Η Άλις, γλυκιά και μικροκαμωμένη, σαν νεράιδα του αγρού, πάντα χαρούμενη και λυγερή, λάτρεις του μπαλέτου και της μόδας, ήταν η πεταλουδίτσα της υπόθεσης, θα την χαρακτήριζες παιδί της ηλικίας της αλλά αν ρωτήσεις την γνώμη μου, ήταν πιο ώριμη και πιο σοβαρή από όσο ήθελε να δείχνει, πολύ έξυπνη και με γρήγορη σκέψη πάντα έβρισκε τις λύσεις για όλα τα προβλήματα που βρίσκανε στο δρόμο τους, θα έλεγα η πιο σοφή από την τριάδα... όσο για τα χαρακτηριστικά της, έφτανε να την δεις δίπλα στην μητέρα της και τότε θα νόμιζες ότι πιο πιθανόν να ήταν δίδυμη με εκείνην παρά με τον αδελφό της που ήταν η μέρα και η νύχτα...
Ο Έντουαρντ... ένα διαφορετικό πλάσμα που όποιος τον γνώριζε πραγματικά δεν μπορούσε να του περάσει απαρατήρητος... Ευγενικός, χαρισματικός, γρήγορος, έξυπνος, ευαίσθητος, τρυφερός και αθεράπευτα ρομαντικός για την εποχή που ζούνε, σε έκανε να νιώθεις ότι ήταν λες και ήταν από άλλη εποχή και απλά είχε ταξιδέψει με μια μηχανή του χρόνου και ζούσε στο σήμερα... Ένα απίστευτα όμορφο παλικάρι που άλλος στην θέση του θα ήταν τώρα ο γόης του σχολείου του αλλά όχι ο Έντουαρντ... Ο Έντουαρντ ήταν ένα παιδί χαμηλών τόνων, ακόμα και στην σχέση που είχε με την Έλενα, συμμαθήτρια του από το νηπιαγωγείο, ήταν απίστευτα σοβαρός... Αν και η κοπέλα του δεν ήταν έτοιμη για να προχωρήσει στο επόμενο βήμα της σχέσης τους, εκείνος ποτέ δεν κοίταξε ούτε μια φορά δεξιά ή αριστερά άλλη κοπέλα, δεν την απάτησε ποτέ παρόλο που ήταν ήδη δύο χρόνια μαζί της και σίγουρα στην ηλικία τον 17 στα 18 που ήταν θα είχε τρομερές ανάγκες αλλά εκείνος δεν της κάλυπτε ποτέ με τέτοιο τρόπο ώστε να την προδώσει και αυτό ήταν άξιο επαίνου στα σίγουρα... Ήταν αρκετά ψηλός αλλά λίγο πιο κοντός από τον Έμετ, με γκρίζα μάτια που σε μαγνητίζανε ακόμα πιο ανοιχτά από του πατέρα του και με καστανόξανθα μαλλιά που ήταν ούτε κοντά αλλά ούτε μακριά, επιμελώς ατημέλητα λες και μόλις έχει αγουροξυπνήσει, να πετάνε από παντού και να σε κάνουν να χαμογελάς όταν τα βλέπεις αλλά κατά κάποιον τρόπο πήγαιναν τόσο πολύ σε αυτό το απίστευτο πρόσωπο με τις τετραγωνισμένες γωνίες που είχε.
Μόλις η οικογένεια Κάλλεν - με την πιο μεγάλη ιστορία της πόλης που χρονολογείτε από τότε που εγώ ήμουν ακόμα μωρό - πήρε το δρόμο της, εκτός φυσικά της γλυκιάς μου Έσμε... Ο πατέρας με την Mercedes-Benz του και οι μικροί με το Volvo - XC90 – SUV τους με τον Έντουαρντ πάντα στο τιμόνι, τον Έμετ συνοδηγό και την Άλις στο πίσω κάθισμα, πήρα την απόφαση να πλησιάσω το σπίτι και χτυπώντας την πόρτα απαλά περίμενα την Έσμε να ανοίξει.
«Παρακαλώ;» ρώτησε η Έσμε και της χαμογέλασα ζεστά.
«Γλυκιά μου Έσμε, δεν φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι που σε βλέπω από κοντά» της είπα γλυκά και εκείνη με κοίταξε με περιέργεια.
«Συγνώμη γνωριζόμαστε;» ρώτησε προβληματισμένη.
«Όχι ακόμα αλλά πολύ σύντομα θα γίνει και αυτό» της απάντησα και άρχισε να γίνεται νευρική.
«Πραγματικά δεν καταλαβαίνω» είπε απολογητικά με την ζεστή της ματιά να με κοιτά ανήσυχα.
«Γλυκιά μου Έσμε, πόσα θα μπορούσες να κάνεις για να σώσεις τα παιδιά σου που κινδυνεύουν;» την ρώτησα και αμέσως σταμάτησε να αναπνέει.
«Τα παιδιά μου; Πάθανε τίποτα τα παιδιά μου;» ρώτησε με αγωνία και έσπευσα να την καθησυχάσω.
«Όχι ακόμα αλλά δεν θα αργήσει ο καιρός που θα βρεθούν σε μεγάλο κίνδυνο, γι’ αυτό και θέλω να ξέρω πόσα θα μπορούσες εσύ να κάνει για να τα σώσεις;» επανέλαβα και έπιασε το στήθος της σε μια απελπισμένη κίνηση για να βρει ξανά την ανάσα που είχε χάσει.
«Τι ερώτηση είναι αυτή; Φυσικά και τα πάντα» είπε αυτόματα και την κοίταξα έντονα.
«Τα πάντα;» την ρώτησα ξανά.
«Ποια είσαι επιτέλους και τι ζητάς από μένα;» ρώτησε απελπισμένη και της χαμογέλασα ξανά ζεστά για να την χαλαρώσω.
«Καταλαβαίνεις ότι αυτή η κουβέντα δεν μπορεί να γίνει στο κατώφλι της πόρτας... Θα μπορούσα να περάσω;» την ρώτησα και εκείνη αμέσως μου ανταποκρίθηκε.
«Ναι φυσικά, πέρασε μέσα σε παρακαλώ» μου έδωσε την άδεια και μόλις έκανα δύο ανθρώπινα βήματα και πέρασα το κατώφλι της πόρτας, γύρισα προς την μεριά της.
«Σε ευχαριστώ πολύ γλυκιά μου Έσμε για την πρόσκληση, αυτό ήταν το μόνο που χρειαζόμουν...» της είπα γλυκά και με κοίταξε πάλι προβληματισμένη αλλά και φοβισμένη μαζί και πριν πει κάτι άλλο, αμέσως την κοίταξα έντονα στα μάτια και αφού βεβαιώθηκα ότι είχε αιχμαλωτιστεί από το βλέμμα μου συνέχισα... «Τώρα άκουσε με προσεκτικά... δεν θέλω να με φοβάσαι, θέλω να με θεωρείς σύμμαχο, ότι και να λέω ότι και να κάνω εσύ πάντα θα με υποστηρίζεις ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να έρχεσαι σε αντιπαράθεση με τον σύζυγο σου...»
«Θα σε υποστηρίζω» επανέλαβε σαν μαγεμένη κάτω από το σαγήνευμα μου.
«Όταν θα χτυπάει το κουδούνι θα ανοίγεις πάντα εσύ την πόρτα και όταν θα σου ζητούν να περάσουν μέσα, εσύ θα παραμερίζεις στο πλάι και θα τους αφήνεις να μπαίνουν χωρίς να τους δίνεις την άδεια σου, αν περνάνε θα τους υποδέχεσαι ζεστά, αν όμως επιμένουν να τους δώσεις την άδεια σου για να μπουν, τότε θα τους διώχνεις με οποιαδήποτε δικαιολογία ευγενικά και θα μου το λες...»
«Δεν θα τους δίνω την άδεια μου και θα σου το λέω» επανέλαβε και συνέχισα.
«Πάρε αυτήν την τσάντα...» της είπα ενώ ταυτόχρονα της έδινα την τσάντα που είχα μαζί μου, με τις αμπούλες που περιείχαν μέσα απόσταγμα από ιεροβότανο... «Και κρύψ’ την σε ένα μέρος όπου δεν θα μπορέσει ποτέ κανείς να την βρει... Κάθε πρωί θα βγάζεις μια αμπούλα μέσα από την τσάντα και θα ρίχνεις το περιεχόμενο της μέσα στο χυμό του πρωινού, θα βεβαιώνεσαι ότι πριν σηκωθούν από το τραπέζι θα έχουν πιει όλοι τον χυμό τους, αν δεν τον πιουν δεν θα επιμένεις για να μην προδοθείς και μέσα στην ημέρα αυτός που δεν θα έχει πιει από τον χυμό του θα φροντίζεις να βάζεις μέσα σε οποιοδήποτε άλλο υγρό λίγο από μια αμπούλα για να το πιει... Δεν πρέπει να μάθει κανείς ότι τους ποτίζεις με αυτό το υγρό, αν σε πιάσουν με την αμπούλα στο χέρι, πιες την και πες ότι είναι ένα δυναμωτικό βότανο αλλά μην ξεχνάς απαραίτητα να πίνεις και εσύ μαζί τους...»
«Θα την κρύψω και θα φροντίζω να πίνουμε όλοι» επιβεβαίωσε και χαϊδεύοντας τα μαλλιά της απαλά της χαμογέλασα ζεστά.
«Μακάρι να είχα και εγώ μια τόσο γλυκιά μητέρα σαν και εσένα Έσμε μου, όλα τότε θα ήταν πολύ διαφορετικά και δεν θα χρειαζόταν σήμερα να είμαι εδώ αλλά δεν είναι και λυπάμαι πάρα πολύ γι’ αυτό, όμως σου δίνω τον λόγο μου ότι θα κάνω τα πάντα για να τους σώσω και τους δύο, ελπίζω να καταλαβαίνεις ότι αυτό απαιτεί θυσίες και από τις δύο μας...» της είπα και κατένευσε για απάντηση... «Μαζί όμως θα τα καταφέρουμε... μην ξεχάσεις ποτέ ότι θέλω μόνο το καλό σας... Θα τα πούμε πολύ σύντομα, μέχρι τότε δεν με έχεις δει ποτέ ξανά στην ζωή σου» της είπα και απελευθερώνοντας την από την σαγηνευτική μου ματιά, έφυγα πριν ακόμα προλάβει να ανοιγοκλείσει τα μάτια της.
Έντουαρντ.....
Ο Αύγουστος, ο χειρότερος μήνας του χρόνου για το Μύστικ Φόρκς είχε μπει πια για τα καλά και μαζί με τα αδέλφια μου κινήσαμε για την παραλία που ήταν 12 χιλιόμετρα μακριά από την απομονωμένη έπαυλη μας για να βρούμε παρηγοριά παρέα με τους φίλους μας... Εκεί ήταν και εκείνη, χαμογελαστή να με χαιρετάει από μακριά και αμέσως να κάνει την καρδιά μου να χτυπά σε ξέφρενους ρυθμούς... η Έλενα μου, το πιο όμορφο πλάσμα στον κόσμο μου.
Ήμασταν δύο χρόνια μαζί και ήμασταν αχώριστοι... Τα μακριά της ίσια μαύρα μαλλιά, με τα μαύρα λαμπερά της μάτια, το λεπτοκαμωμένο της λυγερό κορμί, και τον απίστευτο χαρακτήρα της, έκανε τις ημέρες μου σε αυτό το απαίσιο μέρος που ήθελα όσο τίποτα με την πρώτη ευκαιρία να αφήσω πίσω για να γνωρίσω νέα μέρη, πιο λαμπερές.
Οι ώρες περνάγανε όπως πάντα ευχάριστα, με παιχνίδια, πειράγματα και φυσικά ατελείωτες ώρες μέσα στην θάλασσα να χαιρόμαστε το κάθε λεπτό αλλά όταν οι κοιλιές μας άρχιζαν να διαμαρτύρονται τότε όλοι μονομιάς καταλαβαίνουμε ότι είναι η ώρα, όσο όμορφα και να περνάμε, του γυρισμού... Έτσι και εμείς, μαζεύοντας τα πράγματα μας, με την άμμο να καλύπτει τα κορμιά μας, με σκυθρωπά πρόσωπα και αμίλητοι παίρναμε τον δρόμο του γυρισμού με βαριά καρδιά.
«Καλός τα παιδία μου...» η μητέρα μου μας καλωσόρισε όπως πάντα με το ζεστό της χαμόγελο στα χείλη καθώς μπαίναμε μέσα στο σπίτι ενώ μας φίλαγε ευλαβικά έναν, έναν ξεχωριστά και ξέραμε ότι ήμασταν εκεί ακριβός όπου ανήκαμε... «Πως τα περάσατε;» ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον και με μια φωνή όλοι μαζί απαντούσαμε πάντα.
«Μια χαρά... τι έχει να φάμε;» εκείνη πάντα χαμογελούσε και αφού μας έστελνε για να κάνουμε μπάνιο ώστε να βγάλουμε από πάνω μας την άμμο, ετοίμαζε το τραπέζι και μας περίμενε για να φάμε όλοι μαζί.
Όταν ο πατέρας μας γύριζε σπίτι τότε τα πάντα αλλάζανε... εκείνος ήταν ο σοβαρός της υπόθεσης... ο πιο αυστηρός... με τους κανόνες του και τις ιστορίες του να μας της διηγείται ανελλιπώς για να μην ξεχνάμε ποτέ ποιοι ήμαστε αλλά προπάντων, ποιος ήταν ο σκοπός της ζωής μας και το χρέος μας σαν γνήσιοι Κάλλεν... Ναι λες και υπήρχε περίπτωση να μπορέσουμε ποτέ να ξεχάσουμε ή ακόμα χειρότερα, λες και υπήρχε περίπτωση να μας αφήσει εκείνος να το κάνουμε.
Οι οικογένεια μας, κατά τα λεγόμενα του πατέρα μας πάντα, είχε την μεγαλύτερη ιστορία της πόλης, όπου χρονολογείτε πάνω από 1.500 χρόνια... Χέσε ψηλά και αγνάντευε δηλαδή αλλά μην το κάνετε θέμα... αφού ήμασταν Κάλλεν έπρεπε να υποστούμε να γνωρίζουμε όλες αυτές τις μπούρδες που συμπεριλαμβάνανε, βρικόλακες, λυκανθρώπους και δεν ξέρω και εγώ τι άλλα μυθικά πλάσματα που ο ίδιος δεν είχε ακόμα αναφέρει αλλά ήμουν σίγουρος ότι όλο και κάτι άλλο θα μας ξεφούρνιζε στην πορεία και θα μας έστελνε για βρούβες.
Αλλά τι να κάνεις; Αφού είμαι ένας Κάλλεν, εχθρός και κυνηγός μυθικών πλασμάτων που δεν έχω δει ποτέ στην ζωή μου και ούτε πρόκειται δηλαδή να δω, έπρεπε να το υποστώ.
Κάπως έτσι περνάγαμε την καθημερινότητα μας τα καλοκαίρια που δεν είχαμε άλλες υποχρεώσεις να μας βαραίνουν και όταν έφτανε το βράδυ, όλοι απομονωνόμασταν στα δωμάτια μας και εκεί κάπου ξαναβρίσκαμε τους εαυτούς μας παρέα με αυτό που ο καθένας γούσταρε να κάνει χωρίς να του το έχει επιβάλει κάποιος... Σήμερα βέβαια ήμουν πιο τυχερός καθώς είχαμε κανονίσει με την παρέα να βρεθούμε στο μπιλιαρδάδικο και έτσι αυτή η απομόνωση άργησε να έρθει αλλά όταν ήρθε έγινε πραγματικά αφόρητη.
Με το κλιματιστικό μου χαλασμένο και την άπνοια που επικρατούσε πριν ακόμα ξαπλώσω στο κρεβάτι μου είχα γίνει μούσκεμα αλλά με την κούραση που είχα, εντάξει είχα πιει και καμία μπυρίτσα στα κλεφτά, τα μάτια μου βαραίνανε τόσο πολύ που δεν άντεχα λεπτό να μείνω ακόμα όρθιος και μόλις το σώμα μου συγκρούστηκε με το στρώμα όλα μαύρισαν και εγώ μπήκα αμέσως στον κόσμο τον ονείρων.
Για άλλη μια βραδιά, έβλεπα εκείνην, όπως γινόταν κάθε βράδυ τα τελευταία χρόνια και περισσότερο τον τελευταίο καιρό που για κάποιον ανεξήγητο λόγο την είχα περισσότερο ανάγκη από κάθε άλλη φορά... Την κράταγα μέσα στην αγκαλιά μου και εκείνη με κοίταζε με τόση τρυφερότητα που με έκανε να λιώνω κάτω από το άγγιγμα της... Την φίλαγα τρυφερά και αμέσως μου ανταποκρινόταν με τόση θέρμη που το μυαλό μου τρελαινόταν και έκανε σχέδια απαγορευμένα ακόμα και για τα όνειρα μου... Ακόμα και το ίδιο μου το υποσυνείδητο με βασάνιζε όπως με βασάνιζε και η ίδια όλον αυτόν τον καιρό αλλά δεν διαμαρτυρόμουν και μόνο που την είχα μέσα στην αγκαλιά μου δεν ήθελα τίποτα παραπάνω, με γέμιζε, με έκανε να συγκρατώ ότι με έπνιγε αλλά που να μου πάρει δεν μου έφτανε.
«Για όνομα πια... Τι ξενέρωτα πράγματα είναι αυτά;... Κουτούπωσε την αγόρι μου, όνειρο είναι όχι πραγματικότητα, κάνε για μια φορά αυτό που πραγματικά γουστάρεις» άκουσα μια γυναικεία φωνή και διακόπτοντας το φιλί μας ανασήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα για λίγο την Έλενα που με κοίταζε με περιέργεια.
«Τι είναι μωρό μου;» με ρώτησε καθώς μου χάιδευε απαλά το πρόσωπο και την κοίταξα προβληματισμένος.
«Άκουσες κάτι;» την ρώτησα και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Μην σταματάς» με παρακάλεσε και παίρνοντας μια ανάσα έγειρα και πάλι κοντά της και ενώνοντας τα χείλια μας άρχισα να την φιλώ τρυφερά ενώ το χέρι μου, με δική του πρωτοβουλία άρχισε να εξερευνά το κορμί της και για λίγο πάγωσα ενώ κοίταξα της αντιδράσεις της... «Μην σταματάς» με παρακάλεσε για άλλη μια φορά και παίρνοντας θάρρος από αυτό συνέχισα αλλά ακόμα ήμουν διστακτικός... Ήξερα ότι ήταν ένα όνειρο και θα μπορούσα να κάνω αυτό που πραγματικά ήθελα να κάνω πάνω στο κορμάκι της αλλά ένιωθα ότι αν παρεκτραπώ έστω και στον ύπνο μου τότε αν συνέχιζε να μου το αρνείται θα τρελαινόμουν τελείως και δεν το τολμούσα.
«Χούφτωσε την αγόρι μου τι φοβάσαι ότι θα σου σπάσει;... Σκιστείς τα ρούχα γάμα την επιτέλους... Άντρας είσαι όχι παιδάκι πια» ακούστηκε η ίδια φωνή και ξαφνιασμένος γύρισα και κοίταξα το δωμάτιο... Ήταν άδειο... Τι στο;
«Έντουαρντ μην σταματάς τώρα» με παρακάλεσε για άλλη μια φορά η Έλενα μου και παίρνοντας άλλη μια βαθιά ανάσα γύρισα προς το μέρος της και την κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια.
«Σε θέλω σαν τρελός... αλλά δεν μπορώ» είπα ηττημένα και τότε τα πάντα άλλαξαν και με έκαναν να τα χάσω... για λίγο δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν πραγματικότητα ή παράνοια... σίγουρα όμως ήταν κάτι που δεν είχα ξαναζήσει ποτέ ξανά στην ζωή μου.
«Εεε δεν τρώγεσαι πια» μου είπε εκνευρισμένη και βάζοντας το πόδι της πάνω στον γοφό μου και το καλάμι της ανάμεσα στα πόδια μου, με τράβηξε πιο κοντά της ενώνοντας τα φύλα μας και χωρίς να προλάβω να το σταματήσω, ένα μου βογκητό έσπασε την σιωπή αλλά πριν προλάβω να πάρω ανάσα εκείνη, με άρπαξε από το μαλλί και κολλώντας με απάνω της άρχισε να με φιλάει τόσο απαιτητικά που ένιωσα όλο μου το είναι να εκρήγνυται... το σώμα μου να παίρνει φωτιά και το μυαλό μου να θολώνει σε τέτοιο βαθμό που χωρίς να έχω άλλες αντοχές έκανα ότι μου είπε πριν αυτή η περίεργη γυναικεία φωνή.
Με τα χέρια μου, απομάκρυνα όλα μας τα εμπόδια κάνοντας τα κομμάτια και πριν προλάβω καν να το σκεφτώ, βρισκόμουν επιτέλους μέσα της... Σύριξα από την φλόγα που με έκαψε και χωρίς να κόβω το φιλί μας, την κατέκτησα με τέτοιο πάθος που όμοιο του δεν είχε νιώσει ποτέ ξανά.
Οι γοφοί μου την συναντούσαν ξανά και ξανά ενώ τα αγκομαχητά μας δεν είχαν σταματημό, ένιωθα όλο μου το κορμί να σπάει και να γίνεται κομμάτια αλλά όσο περισσότερο την κατακτούσα, τόσο περισσότερο έπαιρνα φωτιά και την ήθελα σαν κολασμένος και που να με πάρει εκείνη μου ανταποκρινόταν τόσο απόλυτα που με έκανε να θολώνω περισσότερο.
«Έτσι μωρό μου, fuck me» την άκουσα να λέει αλλά δεν ήταν η δική της φωνή, αυτή η φωνή ήταν η ίδια που πριν με παρακινούσε να κάνω την Έλενα μου δική μου αλλά αυτήν την φορά ερχόταν από τόσο κοντά που ξαφνιασμένος σήκωσα το κεφάλι μου και μόλις κοίταξα προς την Έλενα τα έχασα τελείως.
Δεν ήταν η Έλενα αυτή που κατακτούσα αλλά κάποια άλλη που δεν είχα δει ποτέ ξανά στην ζωή μου... και από το ξάφνιασμα μου άνοιξα τα μάτια μου και αμέσως ένιωσα ένα αεράκι να με δροσίζει καθώς η κουρτίνα του παραθύρου μου κουνήθηκε... Πετάχτηκα από το κρεβάτι μου, έτρεξα μέχρι το παράθυρο μου και βγάζοντας το κεφάλι μου έξω από αυτό, άρχισα να κοιτάω τα πάντα γύρω μου με την ανάσα μου και την καρδιά μου να είναι ακανόνιστες.
Έξω επικρατούσε η απόλυτη ησυχία... τα δέντρα ήταν απελπιστικά ακίνητα... και η άπνοια δυσκόλευε ακόμα περισσότερο την ανάσα μου που ακόμα δεν έλεγε να επανέλθει σε φυσιολογικούς ρυθμούς... Τι στο καλό ήταν όλο αυτό; Αναρωτήθηκα και καθώς γύρισα ξανά στο κρεβάτι μου έκατσα μηχανικά και αυθόρμητα με το χέρι μου άγγιξα τα χείλια μου... τα ένιωθα πρησμένα... ένιωθα ακόμα τα χείλια της απάνω στα δικά μου, σε όλο μου το κορμί είχα ακόμα την αίσθηση του δικού της κορμιού κάτω από το δικό μου καθώς την κατακτούσα με τέτοιο πάθος που δεν είχα ιδέα ότι υπήρχε μέσα μου... και αυτό με έκανε να τα χάσω τελείως... Μάλλον πρέπει να κάνω κάτι γι’ αυτό... και μάλιστα σύντομα γιατί αλλιώς την βλέπω την δουλειά... θα τρελαθώ τελείως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου