Ετικέτες

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Haunted Love M2o "22. Jar of Hearts"



Μπαίνοντας μέσα στην βιβλιοθήκη την βρήκα να είναι μπροστά από το μπαράκι να πίνει από το μπουκάλι με το όπλο της να είναι έτοιμο πάνω στο μπαράκι... Ενώ κατάλαβε ότι είχα μπει δεν έκανε καμία κίνηση, δεν γύρισε καν προς το μέρος μου και πλησιάζοντας το γραφείο μου, άφησα το σακβουαγιάζ πάνω στην καρέκλα που ήταν μπροστά μου, βγάζοντας το όπλο μου, το πέταξα πάνω στο γραφείο μου και πλησιάζοντας την, παραμέρισα τα μαλλιά της από τον ώμο της και πλησιάζοντας το αυτί της, της μίλησα με παθιασμένη φωνή.

«Είμαι όλος δικός σου... Έχεις καμία προτίμηση στο μέρος που θα τελειώσεις την αποστολή σου;» την ρώτησα και εκείνη γυρίζοντας απότομα προς το μέρος μου, βάζοντας τα χέρια της πάνω στο στήθος μου με απομάκρυνε από πάνω της με βία.

«Έχεις το θράσος να με κοροϊδεύεις;...» είπε με δηλητήριο στην φωνή της με τα μάτια της να πετάνε σπίθες ενώ άρχισε να μου επιτίθεται προσπαθώντας να με πετύχει και εγώ με ευκολία αντίκρουα όλα της τα χτυπήματα χωρίς όμως να της τα ανταποδίδω, αφήνοντας την να ξεσπάσει... Και πολύ κράτησε τόση ώρα.

«Έχεις το θράσος να μου κάνεις και πλάκα από πάνω;...» συνέχισε πιο σκληρά ενώ τα χτυπήματα της γινόντουσαν όλο και πιο επιθετικά βρίσκοντας με αυτήν την φορά που και που αλλά και πάλι δεν της τα ανταπέδιδα... «Έχεις ιδέα τι πέρασα από την στιγμή που με έδιωξες από το νοσοκομείο και μετά;... Έχεις ιδέα τι τέρας δημιούργησες με τα ψέματα σου;... Έχεις ιδέα πόσα κομμάτια χρειάστηκε να γίνω για να μπορέσω να μάθω να ζω μισή ζωή;... Έβαλες το χέρι σου βαθιά μέσα στην καρδιά μου και την ξερίζωσες, την διέλυσες, την συνέτριψες, με άφησες άψυχη να παλεύω με τα σκατά και μου λες από πάνω ότι με θες πίσω και περιμένεις να το δεχτώ;... Ποιος νομίζεις ότι είσαι;... Ποιος διάολο νομίζεις ότι είσαι;» ούρλιαζε πια και μόλις ένιωσα το σώμα μου να ακουμπά πάνω στο γραφείο την γύρισα απότομα και κρατώντας τα χέρια της ενώ μπλόκαρα τα πόδια της με τα δικά μου, την λύγισα προς τα πίσω ώστε το σώμα της να ακουμπήσει πάνω στο γραφείο και καλύπτοντας το με το δικό μου πήρα τον λόγο εγώ.

«Έχεις ιδέα τι δύναμη ψυχής χρειαζόταν να σε διώξω εκείνην την ημέρα για να μπορέσω να κάνω το σωστό;... Γιατί αυτό ήταν το σωστό Μπέλλα, γιατί αν έμενες μαζί μου τότε, τώρα θα ήσουν νεκρή... Έχεις ιδέα πως ήταν για μένα να ξέρω ότι είσαι νεκρή και να πρέπει να ζήσω για να εκπληρώσω την υπόσχεση που σου είχα δώσει;... Έχεις ιδέα πως ήταν να γυρίζω μέσα σε αυτό το σπίτι και αντί να βλέπω εσένα, να βλέπω εκείνην να με κυνηγάει για να με κερδίσει και εγώ να πρέπει να συγκρατώ όλα μου τα συναισθήματα;... Έχεις ιδέα πως ήταν να πρέπει να ζω χωρίς ζωή για εκείνην, μόνο και μόνο γιατί σου το είχα υποσχεθεί;...» της γύρισα πίσω με την ίδια αγανάκτηση στην φωνή μου με την δική της ενώ εκείνη πάλευε να μου ξεφύγει...

«Αλλά τα κατάφερα και ξέρεις γιατί;... Γιατί είχες δίκιο, εκείνη είναι πιο σημαντική από μας, από την ίδια μας την ζωή... Προσπάθησα να σου χαρίσω την ζωή μου για να μπορέσεις να ζήσεις μια ζωή όπως την ονειρευόσουν αλλά εσύ τα κατέστρεψες όλα... Μια ζωή το πείσμα σου κατέστρεφε τα πάντα αλλά ποτέ δεν σου έδωσα άδικο... Πάτησα τον εγωισμό μου ξανά και ξανά και ξανά, για σένα, γιατί σεβόμουν τα συναισθήματα σου, γιατί σε αγαπούσα πάνω από όλους και από όλα αλλά φυσικά εσύ ποτέ δεν το εκτίμησες αυτό... Αν με ρώταγες όμως αν θα τα έκανα όλα αυτά ξανά, θα σου έλεγα ναι χωρίς δεύτερη σκέψη... θα το έκανα ξανά γιατί εσύ ήσουν όλη μου η ζωή, ο λόγος που ανάπνεα, ο λόγος που ζούσα ακόμα... Όταν έφυγες, όταν με κάνατε να πιστέψω ότι δεν υπήρχες πια, δεν είχα άλλο λόγο να ζω Μπέλλα, δεν έχω ιδέα πως κρατήθηκα και δεν τα κατέστρεψα όλα, πως δεν πήρα φόρα να πέσω στο κενό, αλλά βρήκα την δύναμη, πάλεψα, δεν ξέχασα, ποτέ δεν θα ξεχάσω και μέχρι να φύγω από αυτήν την ζωή, δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου για όσα πέρασες εξαιτίας μου... Αλλά κοίτα με Μπέλλα, είμαι εδώ μπροστά σου, δεν φοβάμαι να αντιμετωπίσω τα συναισθήματα μου, δεν διστάζω ούτε μια στιγμή να δώσω την ζωή μου για εκείνην γιατί το αξίζει και πολλά περισσότερα από μια ζωή και δεν θα αφήσω ούτε εσένα αλλά ούτε και κανέναν άλλον να την καταστρέψει για ένα πείσμα» της δήλωσα και ανασαίνοντας γρήγορα με κοίταξε με μια δολοφονική ματιά.

«Είναι δικιά μου, δεν σου αξίζει, το μόνο που σου αξίζει εσένα είναι να καείς στην κόλαση» είπε με δηλητήριο μέσα από τα δόντια της αφρίζοντας.

«Δεν το αρνήθηκα ποτέ αλλά όλα έχουν αλλάξει πια Μπέλλα, άφησε με να σου το αποδείξω... Δεν είμαι αυτός που ήμουν, δώσε μας μια ευκαιρία» την παρακάλεσα και με έφτυσε κατάμουτρα.


«Σε μισώ» τσίριξε αλλά δεν τα έχασα καθόλου.

«Εγώ όμως σε αγαπώ και για τους δυο μας και δεν πρόκειται να σε αφήσω να φύγεις από εδώ αν πρώτα δεν σου το αποδείξω» της γύρισα και πριν προλάβει να αντιδράσει κάλυψα τα χείλια της με τα δικά μου και όπως το περίμενα εκείνη πάλεψε να με σταματήσει αλλά καθώς τα συναισθήματα μου με είχαν ξεπεράσει, βρήκα την δύναμη να την ακινητοποιήσω και δεν το κατάφερε όσο και να προσπαθούσε.

«Σταμάτα να παλεύεις με τα συναισθήματα σου...» φώναξα καθώς την κοίταζα επιβλητικά και εκείνη ανασαίνοντας γρήγορα με κοίταζε μοχθηρά...

«Ξέρω ότι δεν είναι εύκολο να με συγχωρέσεις μετά από ότι σου έκανα και όσες φορές και να σου ζητήσω συγνώμη και πάλι δεν θα είναι αρκετές για να εξιλεωθώ... Ξέρω όμως ότι μέσα σου, βαθιά μέσα σου, με αγαπάς ακόμα και αν μπορέσεις για λίγο να τα βάλεις στην άκρη όλα θα καταφέρεις να δεις ότι έχω αλλάξει, να δεις ότι δεν είμαι πια ο Έντουαρντ που γνώρισες αλλά ο Έντουαρντ που πάντα ήθελες να είμαι... Σ’ αγαπώ Μπέλλα όπως δεν αγάπησα ποτέ καμία άλλη γυναίκα στην ζωή μου, άφησε με να σου το αποδείξω...» την παρακαλούσα... «Άφησε με να σου αποδείξω πόσο σε αγαπώ...» της είπα πιο ήρεμα, με περισσότερο πείσμα, με βαθιά φωνή και ζαρώνοντας τα φρύδια της έσμιξε τα χείλια της σε μια ίσια γραμμή αλλά δεν την άφησα να πει τίποτα...

«Ξέρω ότι έχεις γίνει χίλια κομμάτια, ότι τα πάντα άδειασαν μέσα σου, ότι έγινες όχι απλά σαν και εμένα αλλά χειρότερη αλλά ξέρω επίσης και ότι μέσα σου θες όσο τίποτα να πιστέψεις σε μας, να πιστέψεις σε αυτήν την ζωή που σου προσφέρουμε... Παράτα τα όλα Μπέλλα και έλα κοντά μας, για μας είσαι τα πάντα, ένα αναπόσπαστο κομμάτι μας, δεν σε ξεχάσαμε ποτέ, δεν υπήρχε ούτε μια κουβέντα μας που να μην συμπεριληφθεί και το όνομα σου μέσα, δεν υπήρξε ούτε μια στιγμή που να μην ήσουν μαζί μας, δίπλα μας, μέσα στην καρδιά μας, μην καταστρέψεις αυτήν την αγάπη για ένα πείσμα... Άνοιξε τα μάτια σου και δώσε μου την ευκαιρία να σου το αποδείξω...» της είπα και το ύφος της σταδιακά άρχισε να χαλαρώνει αλλά ακόμα ήταν πολύ νευριασμένη για να μπορέσει να το αποδεχτεί...

«Μην αφήσεις το παρελθόν να χαλάσει το μέλλον μας Μπέλλα σε ικετεύω... Ξέρω ότι τώρα πονάς, ότι αιμορραγείς εξαιτίας μου ότι είσαι χίλια κομμάτια, αλλά σε εκλιπαρώ, παράτα τα όλα και έλα μαζί μας, άφησε μας να σε γιατρέψουμε, έχουμε την δύναμη αρκεί να έχεις και εσύ την θέληση... Σ’ αγαπάμε Μπέλλα...» συνέχισα πιο απαλά ενώ πλησίαζα ξανά το πρόσωπο της και εκείνη έμεινε ακίνητη παίρνοντας μια βαθιά ανάσα που την κράτησε... «Είσαι όλη μας η ζωή...» συνέχισα με βαθιά φωνή ενώ άφηνα απαλά τα χείλια μου πάνω στα δικά της... Δεν μου ανταποκρίθηκε αλλά δεν με σταμάτησε κιόλας...

«Δώσε μας την ευκαιρία να σου το αποδείξουμε...» της είπα κοιτώντας την παρακλητικά και εκείνη έμεινε ακίνητη να με κοιτά χωρίς να λέει τίποτα... «Έλα μαζί μας να κάνουμε μια νέα αρχή, να ζήσουμε μια ζωή που μας αξίζει μακριά από όλη αυτήν την σαπίλα... Μην μας καταστρέψεις, σε εκλιπαρώ» την παρακάλεσα με όλη την δύναμη της ψυχής μου και εκείνη προσπάθησε να τραβήξει το χέρι της από το δικό μου και εγώ το άφησα χωρίς να έχω άλλη δύναμη να κρατήσω τον πόνο που με έπνιγε και εκεί που περίμενα για τα χειρότερα, χωρίς να πει τίποτα, έβαλε το χέρι της μέσα στα μαλλιά μου και τραβώντας με κοντά της, άρχισε να με φιλάει με τόση δύναμη που στην αρχή ξαφνιάστηκα τόσο πολύ που πάγωσα αλλά μόλις ένιωσα την γλώσσα της να κατακτάει την δική μου τότε το μυαλό μου πήρε φωτιά και συγκρατώντας το κεφάλι της με το χέρι μου την κόλλησα απόλυτα απάνω μου και έδωσα όλο μου το είναι μέσα σε αυτό το φιλί.

«Χριστέ μου πόσο σε αγαπώ» σύριξα μέσα από το φιλί μας και αφήνοντας το χέρι της που κρατούσα ακόμα, άρχισα να εξερευνώ το κορμί της αχόρταγα και εκείνη προσπάθησε να μου βγάλει την μπλούζα που φόραγα.

Ανασηκώνοντας το κορμί μου, την βοήθησα και μόλις ενώσαμε ξανά τα χείλια μας την ανασήκωσα και κατεβάζοντας το φερμουάρ του φορέματος της, κατέβασα πιο χαμηλά τις τιράντες της και με τα χείλια μου πάνω στον λαιμό της άρχισα να κατηφορίζω προς το στήθος της ενώ το χούφτωνα με δύναμη παρασυρμένος από το πάθος μου και εκείνη άρχισε να αγκομαχά ενώ συγκρατιόταν από τον αυχένα μου για να κρατάει τα κορμιά μας ενωμένα.

Τα χείλια μου ρούφηξαν την σκληρή της ρογίτσα και αυτόματα το σώμα της έγινε ένα τόξο καθώς τα πόδια της με φέρνανε πιο κοντά της... Καθώς τα φύλα μας ενώθηκαν ταυτόχρονα βογκήξαμε και εγώ έγινα ακόμα πιο επιθετικός... Με το στόμα μου να ρουφάει την τρυφερή της επιδερμίδα και την γλώσσα μου να παίζει και να γεύεται την απίστευτη γεύση που με εκτόξευε στα ουράνια, άφησα τα χέρια μου να εξερευνήσουν κάθε σπιθαμή αυτού του απίστευτου ντελικάτου κορμιού που μου είχε λείψει τόσο πολύ.

Για μένα ήταν ένα όνειρο που γινόταν πραγματικότητα, ένα όνειρο που δεν ήθελα να τελειώσει ποτέ ..Για εκείνην όμως ήμουν περισσότερο από σίγουρος ότι δεν ήταν το ίδιο και αυτό με πονούσε ακόμα περισσότερο από το να μην την έχω καθόλου αλλά δεν τα παρατούσα, έπρεπε να σκεφτώ τα παιδιά, έπρεπε να τους δώσω τον χρόνο που χρειάζονται για να καταφέρουν να φύγουν μακριά της... Δεν με ξεγέλασε ούτε ένα λεπτό, ήξερα πολύ καλά ότι θα έκανε τα πάντα για να με ξεγελάσει ώστε να πάρει αυτό που πράγματι θέλει, την Ρένεσμι και αυτό δεν θα το επέτρεπα ποτέ.

Τα χέρια της, οι κινήσεις, ο τρόπος που μου ανταπόδιδε τα φιλιά της, τα έλεγαν όλα, βιαζόταν να τελειώνει με αυτό, το έκανε να φαίνεται πως το ήθελε αλλά η πραγματικότητα ήταν πολύ μακριά, όμως όταν με ένιωσε μέσα της όλα άλλαξαν... Μπορεί η καρδιά της να αιμορραγεί και η λογική της να της να με αρνείται αλλά το σώμα της πάντα θα την προδίδει, πάντα θα νιώθει την ολοκλήρωση, μόνο με το δικό μου άγγιγμα, όπως ακριβώς και το δικό μου σώμα.

Ενώνοντας τα χέρια μας για άλλη μια φορά, πέρασα τα δάχτυλα μου ανάμεσα από τα δικά της και εκείνη μέσα από την έξαψη της στιγμής τα έσφιξε τόσο σφιχτά που θα πίστευες ότι ήθελε να τα κάνει ένα... Δεν ζητούσα τίποτα παραπάνω, μέσα μου παρακάλαγα να ήταν πραγματικότητα, παρακάλαγα να μπορούσε έστω και μια στιγμή να δει την αλήθεια, να δει όλη την αγάπη μου, να δει πόσο έχω αλλάξει ριζικά, αλλά ήταν τόσο πεισματάρα.

Το κορμί μου πήρε φωτιά, το μυαλό μου θόλωσε και οι ωθήσεις μου όσο πέρναγε η ώρα γινόντουσαν όλο και πιο γρήγορες αλλά παλεύοντας με όλο μου το είναι, το κράταγα με νύχια και με δόντια, κράταγα όσο περισσότερο μπορούσα, έπρεπε να κρατήσω, έπρεπε να κάνω τα πάντα για να τους δώσω τον χρόνο που χρειαζόντουσαν και παλεύοντας με κάθε σκέψη, κάθε συναίσθημα, κάθε τι που με παραπλανούσε στα σαγηνευτικά της χάδια και φιλιά, βγήκα νικητής και τα κατάφερα αλλά όχι για πολύ.

Μόλις ένιωσα το κορμάκι της να κουνιέται όπως και τότε άφησα μια κραυγή και κρατώντας την από τους γοφούς της άρχισα να την κατακτώ, με τέτοιο πάθος που έχασα τελείως τα λογικά μου.

«Δεν το πιστεύω ότι το ζω ξανά αυτό» είπα μέσα από τον παραλογισμό μου και ισιώνοντας το κορμί μου άρχισα να κάνω τις ωθήσεις μου πιο βαθιές, πιο γρήγορες και πιο έντονες και τα κορμιά μας συγχρονίστηκαν με τέτοιον τρόπο που κανείς θα νόμιζε ότι πράγματι ήταν ένα.

Ανασηκώνοντας το κορμί της, έβαλε το ένα της χέρι πάνω στο γραφείο για να το συγκρατεί και τυλίγοντας το δεύτερο της γύρω από τον λαιμό μου, ένωσε για ακόμα μια φορά τα χείλια μας και χωρίς να σταματά το λίκνισμα της, με κατέκτησε με τέτοιο πάθος που θόλωσα, τα έδωσα όλα …Μόλις ένιωσα την καυτή της λάβα να με καίει και τον οργασμό της να την ξεπερνά, δεν μπόρεσα να κρατήσω τίποτα άλλο πίσω και καθώς την έγειρα ξανά προς τα πίσω και η πλάτη της συνάντησε το κρύο ξύλο, τότε ξέσπασα μέσα της με ορμή ότι με έπνιγε αφήνοντας τον εαυτό μου να εκφράσει όλο το πάθος και την αγάπη που ένιωθα πάντα μέσα μου για εκείνην.

Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει, η ανάσα μου πάλευε να βρει τους φυσιολογικούς της ρυθμούς, αλλά δεν τα παράταγα, δεν άφηνα ακόμα και τώρα τον εαυτό μου να παρασυρθεί ούτε στο ελάχιστο, είχε έρθει η ώρα της αλήθειας όποια και να ήταν αυτή.

Με το κεφάλι μου πάνω στο στήθος της και το χέρι της μέσα στα μαλλιά μου να τα χαϊδεύει απαλά ένιωθα, ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος της γης, όλου του σύμπαντος, ήταν εδώ μέσα στην αγκαλιά μου, ζούσα το όνειρο που είχα χάσει αλλά έπρεπε να παλέψω για να την ξανακερδίσω, με οποιοδήποτε κόστος.

Ανασήκωσα το κεφάλι μου και καθώς έβαλα τον αγκώνα μου να ακουμπήσει στο γραφείο, άφησα το κεφάλι μου να ξεκουραστεί πάνω στην παλάμη μου και την κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια, με την ματιά μου να αντικατοπτρίζει όλα τα συναισθήματα που με είχαν κατακλίσει... Η ματιά της ήταν ήρεμη αλλά δεν πρόδιδε τίποτα περισσότερο και αυτό με έκανε να πονώ, να κόβομαι στα δύο... Έπρεπε να παλέψω, μας άξιζε ένα καλύτερο μέλλον, ένα κοινό μέλλον και δεν θα τα παράταγα μέχρι να το κερδίσουμε.

«Τι σε έκανε να αλλάξεις γνώμη;» την ρώτησα καθώς χάιδευα απαλά το πρόσωπο της και εκείνη μου χαμογέλασε.

«Το ξέρω ότι έχεις αλλάξει Έντουαρντ, δεν χρειαζόμουν όλα αυτά τα λόγια για να επιβεβαιώσω όσα είχα δει ήδη με τα μάτια μου, ακόμα και πριν με σταματήσεις το είχα καταλάβει» είπε και χαμογέλασα με τον στραβό μου χαμόγελο που πάντα λάτρευε.

«Γι’ αυτό δεν με πυροβόλησες κατευθείαν;...» την ρώτησα και ανασήκωσε τους ώμους της... «Αλλά δεν φτάνει...» συνέχισα και άφησε την ανάσα της να βγει βαριά από μέσα της κοιτώντας για λίγο μακριά... «Δεν χρειάζεται να πεις κάτι Μπέλλα, ξέρω ακριβώς πως νιώθεις αυτήν την στιγμή και δεν σε αδικώ... Έχεις όλο το δίκιο με το μέρος σου αλλά πίστεψε με, σου λέω την αλήθεια, σε θέλουμε κοντά μας, θέλουμε να γίνουμε η οικογένεια που πάντα ονειρευόσουν να έχεις, μην το καταστρέψεις όλο αυτό γιατί τώρα δεν μπορείς να δεις καθαρά...» παρακάλεσα... «Σ’ αγαπάμε Μπέλλα...» συνέχισα με βαθιά φωνή καθώς άφηνα ένα απαλό φιλί πάνω στα χείλια της... «Είσαι όλη μας η ζωή, σε εκλιπαρώ έλα μαζί μας» είπα και εκείνη με το χέρι της που είχε ακόμα μέσα στα μαλλιά μου με τράβηξε κοντά της και ενώνοντας τα χείλια μας με φίλησε τόσο τρυφερά που με έκανε κομμάτια.

«Θα έρθω» είπε με βαθιά φωνή μέσα από το φιλί μας και την φίλησα με όλο το πάθος που ένιωθα για εκείνη και εκείνη αμέσως μου ανταποκρίθηκε.

«Να ήξερες μόνο πόσο σ’ αγαπώ» της είπα καθώς διέκοπτα το φιλί μας κοιτώντας την με όλη την αγάπη που ένιωθα μέσα μου μόνο για μια στιγμή και πριν εκείνη πει κάτι την φίλησα για άλλη μια φορά ενώ με τα χέρια μου την συγκρατούσα απόλυτα απάνω μου για να την νιώσω μέχρι τα βάθη της ύπαρξης μου.

«Που θα σας βρω;» ρώτησε την στιγμή που διακόψαμε το φιλί μας και την κοίταξα δύσπιστα.

«Πραγματικά πιστεύεις ότι θα σου αποκαλύψω που πηγαίνουν;» την ρώτησα με την ίδια δυσπιστία στην φωνή μου και με κοίταξε ανασηκώνοντας το ένα της φρύδι.

«Και πως ακριβώς θα σας βρω;» μπλόφαρε αλλά δεν με ξεγέλασε.

«Αν πραγματικά το εννοείς ότι θα έρθεις μαζί μας τότε να είσαι σίγουρη ότι θα έρθω να σε βρω και να σε πάρω αλλά όχι πριν το αποδείξεις» της είπα κατηγορηματικά και αμέσως έκοψε την πρώτη της αντίδραση και με ψυχραιμία συνέχισε το παιχνίδι της... Δεν έχει αλλάξει στο ελάχιστο, πως πιστεύει ότι μπορεί να με κοροϊδέψει;

«Δεν μου έχεις καθόλου εμπιστοσύνη;» ρώτησε με πόνο και άφησα ένα γελάκι να μου ξεφύγει.

«Όταν πρόκειται για την σωματική της ακεραιότητα και την ψυχική της ισορροπία δεν έχω εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο μου... Απέδειξε ότι θες πράγματι να είσαι μαζί μας και τότε να είσαι σίγουρη ότι θα είσαι» της δήλωσα και καθώς ίσιωσα το κορμί μου, έσκυψα και καθώς σήκωσα το παντελόνι μου μαζί με το εσώρουχο μου, το κούμπωσα και γυρίζοντας την πλάτη μου κίνησα προς το μπαράκι για να βάλω ένα ποτό... Εκείνη δεν έλεγε τίποτα απλά με κοίταζε τελείως παγωμένη χωρίς να κάνει καμία κίνηση για να σηκωθεί.

Βάζοντας ένα ποτό σε ένα καθαρό ποτήρι, το ήπια μονορούφι και την στιγμή που το ξαναγέμιζα ένιωσα το κορμί της να είναι πολύ κοντά μου.

«Δεν μου έχεις εμπιστοσύνη...» είπε με βαθιά φωνή και γέλασα κουνώντας το κεφάλι μου ενώ γύριζα προς το μέρος της και μόλις ένιωσα την κάνη του όπλου μου πάνω στην σάρκα μου πάγωσα αλλά δεν κουνήθηκα σπιθαμή και εκείνη συνέχισε... «Και πολύ καλά κάνεις, γιατί είναι μόνο δική μου...» είπε μέσα από τα δόντια της κοιτώντας με έντονα ενώ πάταγε την σκανδάλη και αμέσως ένιωσα την σφαίρα να με διαπερνά και ο εκκωφαντικός ήχος που έκαναν τα γυαλιά που σπάσανε από την σφαίρα που είχε βγει από το σώμα μου, έκανε το κορμί μου να γίνει συντρίμμια, τα ίδια συντρίμμια που ήταν πια τα γυαλιά γύρω μου.

Το σώμα μου λύγισε προς τα μπροστά και αφήνοντας το μπουκάλι και το ποτήρι να γλιστρήσουν από τα χέρια μου έβαλα το ένα μου χέρι πάνω στον ώμο της και το δεύτερο πάνω στην πληγή ενώ σφίγγοντας τα δόντια μου προσπάθησα να πνίξω το βογκητό πόνο που ξέφυγε από τα χείλια μου... Εκείνη ψυχρή, αμείλικτη, συγκρατώντας με, με τα χέρια της, με γύρισε προς τον τοίχο και αφού με κόλλησε απάνω του, έβαλε το χέρι της πάνω στο χέρι μου που κράταγα την πληγή και βάζοντας όλη την δύναμη της, την πίεσε για να αιμορραγήσει περισσότερο από την πίσω πλευρά που είχε βγει η σφαίρα ενώ με το χέρι που με συγκρατούσε με καθήλωνε προς το πάτωμα ώστε να αφήσει το αίμα μου πάνω στο τοίχο.

Μόλις ακούμπησα το πάτωμα με κοίταξε επιβλητικά και εγώ ανασαίνοντας βαριά προσπαθούσα να ρεγουλάρω τον πόνο που ένιωθα ώστε να μην χάσω τα λογικά μου... Έπρεπε να την αφήσω να φύγει... Σηκώνοντας το χέρι μου που είχα πάνω στην πληγή, άρχισε να ποτίζει τα μαλλιά μου με το αίμα που είχε πάνω στο χέρι μου ακριβώς στο σημείο που ήταν το εκ γενετής σημάδι μου και χωρίς καν να διαβάσω τον φάκελος της αμέσως κατάλαβα με ποιον τρόπο αποτελειώνει τα θύματα της ώστε να αφήνει το στίγμα της.

«Ελπίζω να μην επιβιώσεις...» είπε ενώ πιέζοντας για άλλη μια φορά το χέρι μου πάνω στην πληγή μου για να το ματώσει και πάλι έκανε την ίδια διαδικασία ώστε να είναι πιο πειστικό καθώς συνέχιζε... «Αλλά ακόμα και αν το κάνεις, να είσαι σίγουρος ότι δεν θα αργήσει η στιγμή που θα σε βρω για να σε αποτελειώσω» είπε στάζοντας φαρμάκι και καταπίνοντας με κόπο προσπάθησα να μιλήσω.

«Και γιατί δεν το κάνεις τώρα;» την προκάλεσα.

«Με έχεις για τόσο ηλίθια;... Ή μπας και θαρρείς ότι μιλάς στο άβγαλτο κοριτσάκι που δεν ήξερε τι του γινόταν;...» με ρώτησε δύσπιστα ενώ άφηνε ένα χαιρέκακο χαμόγελο και ισιώνοντας το κορμί της άρχισε να πηγαίνει προς το γραφείο... «Θα χρειαστείς έναν τρόπο να τους ειδοποιήσεις και τότε θα ανακαλύψω...» είπε και κάνοντας μια παύση, γύρισε προς την μεριά μου για να με κοιτάει ενώ άνοιγε την σακβουαγιάζ με τις μικροβόμβες που είχαν απομείνει μέσα... «Να είσαι σίγουρος γι αυτό...» τόνισε και κρατώντας μια βόμβα, άνοιξε την τσάντα της και βγάζοντας το κινητό της άρχισε πάλι να με πλησιάζει... «Το μέρος που την κρύβεις» τελείωσε την φράση της καθώς με πλησίαζε και γονατίζοντας, με τον δείκτη της διπλωμένο, αφού πρώτα είχε οπλίσει την βόμβα, με ανάγκασε να ανοίξω το στόμα μου και μόλις το έβαλε πάνω στα δόντια μου, πέρασε τον δείκτη της κάτω από το σαγόνι μου και σηκώθηκε ξανά όρθια.

«Τώρα κάνε μια πρόβα για να είσαι πειστικός» είπε κυνικά και αφήνοντας την ανάσα μου βαριά άφησα το σώμα μου να αδειάσει και μένοντας ακίνητος... Άκουσα το κλικ της φωτογραφίας που με τράβηξε και μόλις έφτυσα την βόμβα στο πάτωμα άνοιξα τα μάτια μου και την κοίταξα καθώς εκείνη άρχισε να τακτοποιεί το φόρεμα της.

«Δεν με αγάπησες ποτέ» της είπα και εκείνη με κοίταξε ανασηκώνοντας και τα δύο της φρύδια με ειρωνεία.

«Πίστευε ότι θες λίγο με νοιάζει... Έχεις λιγότερο από πέντε λεπτά για να καταφέρεις να βάλεις τα πτώματα στην θέση τους και να φύγεις... Καλό κατευόδιο... άχρηστο καθίκι» είπε και απάντησε στην κλήση που δέχτηκε.

«Έλα μωρό μου πήρες την φωτό;...» ρώτησε γυρίζοντας προς το μέρος μου και κοιτώντας με απαξιωτικά, πήρε την τσάντα της στο χέρι και αφού πάτησε το κουμπί του ενεργοποιητή για να αρχίσουν οι βόμβες που είχαμε ενεργοποιήσει, να ξεκινήσουν την αντίστροφη μέτρηση, έφυγε χωρίς να ρίξει ξανά προς την μεριά μου ούτε ένα βλέφαρο... «Ναι είναι παρελθόν και σε λίγο μόνο στάχτες» ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα από εκείνην πριν η φωνή της να χαθεί μέσα στο βάθος τους σπιτιού.

Δεν έχασα χρόνο, δεν ήταν ώρα για συναισθηματισμούς, έπρεπε να δράσω γρήγορα, πριν γίνω πράγματι στάχτη... Βγάζοντας το κινητό μου από την τσέπη μου, το ενεργοποίησα και κάλεσα τον Τεό.

«Έλα Τεό, που είσαι;» τον ρώτησα με δυσκολία.

«Έλα βρε Έντουαρντ και τα έχω παίξει εδώ πέρα... Άκουσα πυροβολισμό, είσαι καλά;» με ρώτησε με αγωνία.

«Τραυματισμένος αλλά καλά... Μπες μέσα και τρέχα στο αποθηκάκι εκεί θα βρεις τα πτώματα, θα έρθω να σε βοηθήσω αλλά μην περιμένεις πολλά γιατί αιμορραγώ και από τις δύο μεριές» τον πληροφόρησα και εκείνος αφού μου επιβεβαίωσε ότι είχε ήδη μπει και ερχόταν προς το σπίτι, έκλεισα το τηλέφωνο και προσπάθησα να σηκωθώ με όσο κουράγιο μου είχε απομείνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA