«Σε λατρεύει... Για εκείνην είσαι το πρότυπο της... μπορεί να μην σε έχει δει ποτέ αλλά γνωρίζει τα πάντα για σένα, σε έχει σαν θεά της... Σε ικετεύω μην της καταστρέψεις αυτήν την εικόνα...» την παρακάλεσα με βαθιά φωνή και με κοίταξε για μια στιγμή χωρίς να λέει τίποτα... «Για μας ποτέ δεν έπαψες να υπάρχεις... ήσουν σε κάθε μας σκέψη... υπήρχες παντού σε κάθε μας βήμα... ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας...» είπα καθώς με τους αντίχειρες μου της χάιδευα απαλά το πρόσωπο της... «Για μένα Μπέλλα δεν έχει αλλάξει τίποτα... Τίποτα» της είπα ενώ την κοίταζα έντονα στα μάτια και περίμενα υπομονετικά την αντίδραση της.
«Για μένα όμως άλλαξαν τα πάντα» είπε κοιτώντας με έντονα στα μάτια... «Εσύ φρόντισες γι’ αυτό» συνέχισε πιο σκληρά καθώς απομάκρυνε τα χέρια μου από το πρόσωπο της και άφησα την ανάσα μου να βγει βαριά την στιγμή που εκείνη σηκώθηκε... Πήρε στο χέρι της το ανέγγιχτο ποτήρι της από το γραφείο και γυρίζοντας την πλάτη της ήπιε το περιεχόμενο του μονοκοπανιά... «Θέλω να την δω» απαίτησε.
«Και μετά τι Μπέλλα;... Σε έχει για νεκρή, έχεις σκεφτεί τι θα της προκαλέσεις αν σε δει και μετά φύγεις ξανά από την ζωή της;... Ή μήπως νομίζεις ότι θα σε αφήσω ποτέ να την πάρεις μακριά μου;» της είπα και εκείνη γυρίζοντας απότομα προς την μεριά μου πετώντας με δύναμη το ποτήρι της στο πάτωμα κάνοντας το κομμάτια με κοίταξε με αγανάκτηση.
«Εγώ δικαιούμουν αυτήν την ζωή...» φώναξε καθώς έδειχνε το λάπτοπ... «Όχι εσύ» συνέχισε δείχνοντας με, με μια σπασμωδική κίνηση και καθώς σηκώθηκα από το γραφείο, πήγα μπροστά της με δύο βήματα και την κράτησα σταθερή από τα μπράτσα της κοιτώντας την παρακλητικά.
«Και οι δύο δικαιούμαστε αυτήν την ζωή... γι αυτό σε εκλιπαρώ δώσε μου το δικαίωμα να το κάνω πραγματικότητα»
«Να το κάνεις πραγματικότητα;» ρώτησε ζαρώνοντας τα μάτια της δύσπιστα.
«Αυτή ήταν η τελευταία μου αποστολή... έχω κανονίσει τα πάντα... τον ψεύτικο θάνατο μας, ένα σπίτι που μας περιμένει πολύ μακριά από εδώ, μια καινούργια ζωή Μπέλλα... μια νέα ζωή όπου εκεί θα μπορούμε να ζήσουμε όπως μας αξίζει, όπως ακριβός το είχες ονειρευτεί μακριά από όλη αυτήν την σαπίλα, μακριά από όλους και από όλα... Σε ικετεύω βοήθησε με να το κάνουμε πιο πιστικό και κάνε και εσύ το ίδιο, έλα να μας βρεις να κάνουμε ένα νέο ξεκίνημα όλοι μαζί... Σ’ αγαπώ Μπέλλα, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, είσαι τα πάντα για μένα και θέλω να το ζήσουμε όλοι μαζί αυτό, όπως ακριβός μας αξίζει και ξέρω ότι πίσω από τον θυμό, την αγανάκτηση και το πείσμα σου, και εσύ νιώθεις ακριβός το ίδιο όσο και να μην θες να το παραδεχτείς... Γι’ αυτό σε ικετεύω βοήθησε μας και έλα μαζί μας να το ζήσουμε όπως το είχες ονειρευτεί, έτσι όπως μας αξίζει να το ζήσουμε» της είπα και εκείνη με κοίταζε χωρίς να εκδηλώνει τα συναισθήματα της.
Δεν μπορούσα να την διαβάσω είχα μια ελπίδα ότι θα μπορούσε να βρει την λογική της, να ένιωθε πράγματι ότι ένιωθα και εγώ αλλά δυστυχώς δεν ήταν έτσι... Εγώ την κοίταζα με ελπίδα περιμένοντας έστω και μια της λέξη και ενώ μέσα στην ματιά της είδα ότι το σκεφτόταν θετικά και άρχισα να νιώθω ότι υπάρχει τελικά ελπίδα... το απειλητικό γρύλισμα του Φλικ που με προειδοποιούσε, με έκανε να καταλάβω ότι έπρεπε να δράσω γρήγορα πριν εκείνη καταλάβει ότι δεν με ξεγέλασε αλλά η φωνή της Ρένεσμις που προσπαθούσε να τον σταματήσει προδίδοντας έτσι την θέση της, με έκανε να σταματήσω οποιαδήποτε αντίδραση μου.
«Φλικ, σταμάτα σου λέω» άκουσα την φωνή της και καθώς γύρισα απότομα την ματιά μου προς τις γρίλιες του αεραγωγού, αφήνοντας την Μπέλλα από το κράτημα μου, έτρεξα προς τα εκεί για να την δω και έπιασα την κίνηση της που έκανε προς τα πίσω για να κρυφτεί μέσα στο σκοτάδι.
«Ρένεσμι τι κάνεις εκεί;... Πόσες φορές πρέπει να σου πω να μην το κάνεις για να με ακούσεις;...» της είπα νευριασμένα καθώς δεν είχα άλλες αντοχές να συγκρατήσω όλα όσα με έπνιγαν... Εκείνη άρχισε να μυξοκλαίει και νιώθοντας ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να ξεσπάσω στον οποιοδήποτε, πήρα μια ανάσα και συνέχισα... «Μην το κουνήσεις κακομοίρα μου από εκεί μέχρι να έρθω να σε πάρω... Φλικ σε καθιστώ υπεύθυνο, αν την αφήσεις να κάνει έστω και ένα βήμα, την έχεις πολύ άσχημα» τους προειδοποίησα και τους δυο και αγνοώντας τι έκανε εκείνην την στιγμή η Μπέλλα έτρεξα για να πάω να την μαζέψω προσπερνώντας την χωρίς να της ρίξω ούτε ένα βλέφαρο.
Τι σημασία είχε πια, η Ρένεσμι την είχε δει, αν δεν το είχε καταλάβει ήδη, σίγουρα θα το έκανε πολύ σύντομα και τότε τα πράγματα θα ήταν ακόμα χειρότερα... Ίσως τελικά είναι καλύτερα να την γνωρίσει, ίσως η Ρένεσμι να κατάφερνε καλύτερα από μένα να την πείσει ότι αυτό είναι το πιο σωστό και για τους τρεις μας, ίσως να κατάφερνε να την καταλαγιάσει την οργή της ώστε να το σκεφτεί πιο ψύχραιμα.
Την στιγμή που άνοιξα την πόρτα η Άλις που έτρεχε προς το μέρος μου έπεσε απάνω μου και συγκρατώντας την από τα μπράτσα την έκανα λίγο πιο πίσω.
«Συγνώμη, συγνώμη, ότι και να πεις έχεις δίκιο...» έλεγε με δάκρυα στα μάτια της καταλαβαίνοντας από το ύφος μου ότι το ήξερα ήδη ότι η Ρένεσμι της είχε ξεφύγει.
Δεν είπα τίποτα, αφήνοντας την από το κράτημα μου την προσπέρασα και με μεγάλα και γρήγορα βήματα άρχισα πάλι να πηγαίνω προς την κουζίνα για να βγω στην πίσω αυλή για να πάω να μαζέψω την Ρένεσμι από τον αεραγωγό αλλά φτάνοντας στο κύριο μέρος του σπιτιού άκουσα την πόρτα να κλείνει και γύρισα την ματιά μου προς την Άλις.
«Είναι η Ρόουζ, μου έστειλε μήνυμα στο κινητό ότι είναι εδώ και έστειλα τον Τζασπερ να της ανοίξει» με ενημέρωσε γρήγορα η Άλις και μόλις η Ρόουζ με είδε έτρεξε κοντά μου.
«Έντουαρντ πρέπει να μιλήσουμε, τώρα» απαίτησε αλαφιασμένη και πριν πω κάτι ο Τζάσπερ έπνιξε μια κραυγή και η Ρόουζ κοιτώντας προς τα πίσω μου άνοιξε τα μάτια της διάπλατα και έμεινε σοκαρισμένη να κοιτά την Μπέλλα.
«Μπέλλα;» ρώτησε χωρίς να το πιστεύει με φωνή που έβγαινε από τα βάθη της ψυχής της.
«Ρόουζ!» ανταπέδωσε η Μπέλλα αλλά εγώ δεν είχα χρόνο γι’ αυτά.
«Άλις τράβα απάνω με τον Τζάσπερ και αρχίστε να ετοιμάζεστε...» τους είπα απαιτητικά... «Εσύ...» γύρισα προς την Μπέλλα... «Τράβα ξανά μέσα και προσπάθησε να την κάνεις να παραμείνει εκεί που είναι...» της έδωσα εντολή και καθώς γύρισα προς την Ρόουζ την άρπαξα από το μπράτσο και άρχισα να την σέρνω προς πόρτα της κουζίνας... «Εσύ θα έρθεις μαζί μου» είπα χωρίς να δέχομαι αντίρρηση και πριν περάσω την πόρτα γύρισα την ματιά μου προς τους υπόλοιπους για να βεβαιωθώ ότι κάνανε αυτό που τους είπα και μόλις τους είδα να είναι ακόμα παγωμένοι στην θέση τους... έγινα αλλόφρων... «Τώρα» σύριξα και μόλις είδα ότι όλοι άρχισαν να τρέχουν, συνεχίζοντας να σέρνω την Ρόουζ μαζί μου προς την πίσω αυλή, προσπάθησα να καταλαγιάσω τα συναισθήματα μου αλλά μου ήταν αδύνατον πια.
«Ένα λεπτό που πάμε;» ρώτησε η Ρόουζ με αγωνία και γυρίζοντας προς την μεριά της την συγκράτησα ακίνητη και με τα δύο μου χέρια.
«Ορκίσου μου ότι δεν ήξερες τίποτα από όλα αυτά» απαίτησα σκληρά ενώ την ταρακούναγα και βάζοντας αμυντικά τα χέρια της πάνω στο στήθος μου με κοίταξε ικετευτικά.
«Σου το ορκίζομαι όπου θες... και εγώ πριν λίγο το έμαθα και προσπάθησα να σε προειδοποιήσω αλλά είχες το κινητό σου κλειστό... αν το ανοίξεις θα βρεις δεν ξέρω και εγώ πόσα μηνύματα... Δεν μου απαντούσες και φοβήθηκα για τα χειρότερα και ήρθα τρέχοντας για να πάρω τα παιδιά και να τα πάω στο αεροδρόμιο όπως είχαμε συνεννοηθεί» έλεγε ειλικρινά και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, την άφησα από το σφιχτό μου κράτημα και συνέχισα να πηγαίνω προς την καταπακτή... «Έντουαρντ...» προσπάθησε εκείνη να με σταματήσει αλλά εγώ δεν σταμάταγα... «Ο Άαρον την έστειλε να σε αποτελειώσει» είπε και σταματώντας κοίταξα το κενό για μια μόνο στιγμή και αμέσως γύρισα προς το μέρος της.
«Πήγαινε να βοηθήσεις την Άλις και τον Τζάσπερ να ετοιμαστούν για να τους πας στο αεροδρόμιο» της είπα και με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια.
«Τον Τζάσπερ; Παλάβωσες τελείως; Τι έχεις σκοπό να κάνεις;»
«Δεν πρόκειται να την αφήσω να την καταστρέψει... Θα προσπαθήσω να σας δώσω χρόνο για να φύγετε» της είπα και χωρίς να περιμένω την ανταπόκριση της άρχισα να πηγαίνω ξανά προς την καταπακτή αλλά εκείνη με σταμάτησε άλλη μια φορά.
«Έντουαρντ...» είπε ενώ με το χέρι της γυρίζοντας με προς το μέρος της απαίτησε να την κοιτάξω... «Δεν είναι η Μπέλλα που ξέραμε...» μου είπε και κατένευσα καθώς της δήλωνα ότι το ήξερα ήδη αυτό... «Πρόσεχε Έντουαρντ, σε έχει ξεπεράσει» είπε και άφησα ένα χαιρέκακο χαμόγελο να μου ξεφύγει.
«Που έχεις τα πτώματα;» την ρώτησα και με κοίταξε με πόνο στα μάτια αλλά το σεβάστηκε και δεν συμπλήρωσε τίποτα άλλο.
«Είναι στο πορτμπαγκάζ»
«Πήγαινε να βοηθήσεις τα παιδιά να μεταμφιεστούν και θα έρθω να σας βρω μετά» της είπα και χωρίς να περιμένω άλλο άρχισα να τρέχω για να πάω κοντά στην μικρή μου.
Μόλις την έφτασα εκείνη με κοίταξε με παράπονο.
«Συγγνώμη» έλεγε μέσα από τα αναφιλητά της αλλά δεν την άφησα να πει τίποτα άλλο, κλείνοντας την στην αγκαλιά μου άρχισα να την βγάζω από εκεί με τον Φλικ να μας ακολουθεί πιστά αλλά μόλις βγήκαμε και πάλι στην πίσω αυλή εκείνη δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο και έλυσε την σιωπή της.
«Θα με πας να δω την μαμά;» ρώτησε με αγωνία και άφησα την ανάσα μου να βγει βαριά.
«Ναι» είπα μόνο και την μετέφερα μέσα στο σπίτι χωρίς να πούμε τίποτα άλλο.
Όταν φτάσαμε στο εσωτερικό του σπιτιού η Μπέλλα ήταν ήδη στην κουζίνα και μας περίμενε... Την κοίταξα για μια στιγμή προειδοποιητικά και μόλις εκείνη έτεινε τα χέρια της προς την Ρένεσμι ένιωσα την καρδιά μου να σπάει σε χίλια κομμάτια... αλλά συγκρατώντας τον εαυτό μου δεν άφησα να βγει προς τα έξω κανένα από τα συναισθήματα μου.
«Πηγαίνετε στην βιβλιοθήκη και θα έρθω να σας βρω μετά» είπα την στιγμή που της την έδινα και μόλις τα χέρια της Μπέλλας ακούμπησαν πάνω στην Ρένεσμι που όλη αυτήν την στιγμή χτυπιόταν φωνάζοντας μαμά, μαμά, ακατάπαυστα ανυπόμονα για να πάει στην αγκαλιά της, ο Φλικ άρχισε να αγριεύει και να παίρνει θέση ετοιμότητας... «Κάτω εσύ» του έδωσα εντολή και με κοίταξε με περιέργεια αλλά υπάκουσε και μόλις η Μπέλλα με την Ρένεσμι στην αγκαλιά άρχισαν να πηγαίνουν προς τα μέσα, κράτησα από το λουρί τον Φλικ και μόλις βεβαιώθηκα ότι είχαν απομακρυνθεί γονάτισα και τον επέβαλα να με κοιτάξει.
«Πήγαινε στην βιβλιοθήκη και μείνε έξω από την πόρτα... Αν την δεις να ετοιμάζει κάτι, μην το σκεφτείς, αλλά μην την αποτελειώσεις» του έδωσα εντολή και εκείνος γρύλισε παραπονιάρικα και έτριψε την μουσούδα του πάνω στο στερνό μου, τον χάιδεψα παρηγορητικά και αφήνοντας τον εκείνος άρχισε να τρέχει για να εκτελέσει την εντολή μου και εγώ άρχισα να πηγαίνω προς το γκαράζ για να βάλω τα πτώματα και να τα κρύψω μέσα στο σπίτι μέχρι να έρθει η ώρα να τα χρησιμοποιήσω.
Φτάνοντας στο γκαράζ ενεργοποίησα το κινητό μου και αγνοώντας τα μηνύματα που ήρθαν, πήρα κατευθείαν τον Τεό.
«Έλα Τεό ο Έντουαρντ είμαι σε πόση ώρα μπορείς να είσαι εδώ;» τον ρώτησα και αφού του εξήγησα τι είχε συμβεί και του είπα να είναι προετοιμασμένος για τα χειρότερα, εκείνος μου έδωσε τον λόγο του ότι θα με βοηθήσει και κλείνοντας το κινητό τελείως και πάλι, κρύβοντας τα πτώματα, πήγα στο δωμάτιο των κοριτσιών και μόλις η Άλις με είδε έτρεξε και έπεσε στην αγκαλιά μου.
«Θα είναι για λίγο Άλις σε παρακαλώ μην το κάνεις χειρότερο από όσο είναι...» την παρακάλεσα και εκείνη έμεινε σιωπηλή... «Τζάσπερ πάρε τηλέφωνο στους γονείς σου και πες τους ότι καταλαβαίνεις... αλλά μην τους δώσεις λαβές να προσπαθήσουν να σε βρουν ή να σε πάρουν τηλέφωνο... μόλις το κάνεις βγάλε την κάρτα του κινητού σου και πέτα την, θα μιλάμε με το κινητό που σου έχω δώσει...» είπα προς την Άλις και εκείνη κατένευσε... «Μην ξεχάσεις να παίρνεις τους γονείς σου συνέχεια να τους ενημερώνεις ότι είσαι καλά, μέχρι να δούμε πως θα σε καλύψουμε αλλά πάντα από τηλεφωνικό θάλαμο και όλες σου οι κλείσεις να μην ξεπερνάνε το λεπτό» συνέχισα προς τον Τζάσπερ και εκείνος κατένευσε... «Μόλις φτάσετε στο αεροδρόμιο πάρτε το πρώτο αεροπλάνο που είναι έτοιμο για πτήση, μόλις προσγειωθείτε, νοικιάστε αυτοκίνητο και οδικώς πηγαίνετε στην πρώτη πόλη που είναι κοντά με το αεροδρόμιο, βρείτε κάποιο σκυλί από το δρόμο, βάλτε το μέσα στο κλουβί του Φλικ και τον Φλικ αφήστε τον μέσα στο αυτοκίνητο που θα νοικιάσετε, από εκεί κλείστε εισιτήρια για ένα οποιοδήποτε μέρος, κάντε τσεκ ιν και πριν μπείτε στο αεροπλάνο προφασιστείτε ότι ξεχάσετε κάτι και φύγετε χωρίς να μπείτε στο αεροπλάνο, με ταξί πηγαίνετε σε ένα ξενοδοχείο μακριά από το αεροδρόμιο μείνετε εκεί για μία μέρα και μετά αγοράστε ένα αυτοκίνητο με το καινούργιο σου όνομα...» είπα προς την Άλις... «Και πηγαίνετε εκεί που έχουμε πει οδικώς... Θα σας πάρει μερικές μέρες παραπάνω να φτάσετε αλλά με αυτόν τον τρόπο θα χάσουν τα ίχνη σας... Όταν φτάσετε, πηγαίνετε το αυτοκίνητο σε έναν γκρεμό μακριά από την πόλη, βγάλτε του τις πινακίδες και πάρτε της μαζί σας, κόψτε το σωληνάκι της βενζίνης για να σιγουρευτείτε ότι θα πάρει φωτιά και σπρώξτε για να πέσει με αναμμένη μηχανή... μόλις βεβαιωθείτε ότι πήρε φωτιά φύγετε από εκεί και προσέξτε μην σας πάρει κανείς είδηση... οκ;» τους ρώτησα και κατένευσαν και οι δύο ταυτόχρονα... «Ρόουζ έρχεσαι στο δωμάτιο μου για λίγο;» την ρώτησα και αφού κοίταξε προς τα παιδιά τελικά με ακολούθησε.
Κλείνοντας την πόρτα πίσω μου εκείνη πήγε να πει κάτι αλλά την διέκοψα... «Ξέρουμε και οι δύο τι πρόκειται να συμβεί... γι’ αυτό θέλω να μου ορκιστείς ότι θα τους προστατεύεις και θα τους καλύπτεις» της είπα και εκείνη τρίζοντας τα δόντια της αναστέναξε ενώ τα μάτια της αμέσως γέμισαν με δάκρυα.
«Δεν θα σε απογοητεύσω» μου έδωσε τον λόγο της και κλείνοντας την στην αγκαλιά μου πήρα μια βαθιά ανακουφιστική ανάσα.
«Αν καταφέρω να την γλυτώσω θα σε ενημερώσει ο Τεό για το που θα βρίσκομαι... Άσε μερικές μέρες να περάσουν και προσπάθησε να επικοινωνήσεις μαζί του» την ενημέρωσα και εκείνη με κοίταξε με ένα πληγωμένο βλέμμα.
«Λυπάμαι τόσο πολύ» είπε διακεκομμένα ενώ προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα της.
«Έλα στην θέση της Ρόουζ...» της είπα και με κοίταξε δύσπιστα.
«Την δικαιολογείς;» με ρώτησε διακόπτοντας με χωρίς να το πιστεύει.
«Αν ήμουν εγώ στην θέση της τώρα, θα την είχα ήδη αποτελειώσει Ρόουζ και πάλι καλά που κρατιέται τόσο...» της απάντησα ειλικρινά και ανοίγοντας το στόμα της να πει κάτι τελικά το έκλεισε ξανά και πήρε μια βαθιά ανάσα... «Ότι και να πάθω μου αξίζει... ξέρουμε και οι δύο πολύ καλά πόσο άδικος ήμουν απέναντι της, εξαιτίας μου έζησε μια ζωή κόλαση...»
«Εξαιτίας σου τώρα έχει την κόρη της στην αγκαλιά της λατρεύοντας την σαν θεά...» μου αντιγύρισε διακόπτοντας με «Γι’ αυτό μην τολμήσεις να την δικαιολογήσεις ξανά... Αν μου τα έλεγες όλα αυτά πριν τέσσερα χρόνια θα σου έλεγα ναι, σου άξιζαν και πολλά περισσότερα από αυτά αλλά όχι πια Έντουαρντ... Όχι πια» είπε με πείσμα και την κοίταξα ευγνωμονώντας την με την ματιά μου.
Μπέλλα
Κρατώντας την σφιχτά απάνω μου μπήκα μέσα στην βιβλιοθήκη και έκατσα στην πρώτη καρέκλα που βρήκα μπροστά μου καθώς τα πόδια μου δεν με κρατούσαν άλλο όρθια και χωρίς να σταματώ να την κρατώ σφιχτά απάνω μου άρχισα να την φιλάω όπου έβρισκα με τα μάτια μου να τρέχουν ακατάπαυστα ενώ τα αναφιλητά μου δεν είχαν τελειωμό... Δεν είχα άλλο κουράγιο να κρατήσω τίποτα πίσω, δεν μπορούσα με τίποτα να πιστέψω ότι πράγματι το ζω όλο αυτό... δεν μπορούσα να πιστέψω ότι για πρώτη φορά από την στιγμή που γεννήθηκε την είχα μέσα στην αγκαλιά μου να εισπνέω άπληστα την απίστευτη μυρωδιά της, να την αγγίζω και να την φιλάω, δεν μπορούσα με τίποτα να πιστέψω ότι ήταν εδώ, ζωντανή, πραγματική και όχι απλά ένα όνειρο.
«Μην κλαις μανούλα» μου είπε με παράπονο και καθώς την απομάκρυνα για λίγο την κοίταξα μέσα στα μάτια και σπασμωδικά άρχισα να σκουπίζω τα μάτια μου με το ένα μου χέρι ενώ την συγκρατούσα με το άλλο μου χέρι κοντά μου.
«Δεν κλαίω καρδιά μου... απλά δεν μπορώ να το πιστέψω ότι είναι πραγματικότητα, δεν μπορώ να το πιστέψω...» έλεγα μέσα από τον παραλογισμό μου ενώ νέα δάκρυα αντικαθιστούσαν τα δάκρυα που είχα είδη σκουπίσει από το πρόσωπο μου... «Νόμιζα ότι σε είχα χάσει για πάντα... θα μπορούσα να αντέξω τα πάντα άλλα όχι αυτό... όχι αυτό» συνέχισα και κλείνοντας ξανά στην αγκαλιά μου άρχισα να την φιλάω ξανά όπου έβρισκα...
«Χριστέ μου πόσο σ’ αγαπώ»
«Και εγώ σ’ αγαπώ μανούλα μην κλαις» με παρακαλούσε ενώ ρούφαγε την μυτούλα της με παράπονο.
«Είναι δάκρυα χαράς μωρό μου, μόνο δάκρυα χαράς» της είπα για να την καθησυχάσω και ασυναίσθητα την έσφιξα περισσότερο απάνω μου.
«Ήρθες από τον ουρανό;» με ρώτησε και έσφιξα τα δόντια μου δυνατά για να σταματήσω την πρώτη μου αντίδραση.
«Όχι καρδιά μου, είπαν ψέματα για να μας χωρίσουν αλλά αυτό δεν θα γίνει ποτέ ξανά... Ποτέ ξανά σου το ορκίζομαι, κανείς και τίποτα δεν θα μας χωρίσει ξανά» είπα με πείσμα και εκείνη έσφιξε τα χεράκια της γύρω από τον λαιμό μου.
Έντουαρντ
Αφού έλεγξα ότι όλα ήταν οκ και τα παιδία έτοιμα για να φύγουν κατέβηκα κάτω και πήγα προς την βιβλιοθήκη... Κάνοντας σήμα στον Φλικ να έρθει μαζί μου με το όπλο στο χέρι μόλις άνοιξα την πόρτα έκανα την κίνηση να το βάλω στην ζώνη της πλάτης μου για να πάρει η Μπέλλα το μήνυμα ότι ήμουν έτοιμος για όλα ενώ με τον Φλικ δίπλα μου να της κάνω ξεκάθαρο ότι δεν υπήρχε περίπτωση να την άφηνα με κανέναν τρόπο να φύγει από εδώ με την Ρένεσμι μαζί της... Η ματιά της τα έλεγε όλα... ήταν τόσο μοχθηρή που αν ήταν δυνατόν να με σκότωνε τώρα θα ήμουν ήδη νεκρός άλλα ήμουν σίγουρος ότι δεν ήταν τόσο χαζή ώστε να κάνει κάτι που θα έκανε την μικρή να την μισήσει και έτσι είχα το πάνω χέρι προς στιγμήν.
«Ρένεσμι ήρθε η ώρα καρδιά μου» της είπα και εκείνη γυρνώντας απότομα προς το μέρος μου με κοίταξε με το ύφος ενός πληγωμένου κουταβιού.
«Και η μαμά;» ρώτησε και κοίταξα την Μπέλλα προκαλώντας την ανοιχτά και εκείνη ανάγκασε την Ρένεσμι να γυρίσει προς την μεριά της.
«Δεν μπορώ να έρθω τώρα μαζί σου καρδιά μου αλλά...»
«Μα μου υποσχέθηκες ότι δεν θα μας χωρίσει κανένας και τίποτα πια» της είπε με πείσμα προδίδοντας την αλλά εκείνη δεν τα έχασε, ήμουν σίγουρος όμως ότι ήξερε πολύ καλά ότι εγώ είχα πάρει ήδη το μήνυμα μέσα από τα ίδια της τα λόγια.
«Σου το υποσχέθηκα και θα κρατήσω την υπόσχεση μου...» της είπε κοιτώντας έντονα μέσα στα μάτια... «Θα χωριστούμε ξανά για λίγο αλλά σου το ορκίζομαι ότι πολύ σύντομα θα είμαστε και πάλι μαζί και για πάντα... Κάνε τώρα αυτό που λέει...» δεν μπόρεσε να το πει εύκολα αλλά τελικά συνέχισε... «Ο μπαμπάς σου και μόλις ξεκαθαρίσω τις δουλειές που έχω εδώ, θα έρθω και θα σε βρω» της είπε και η Ρένεσμι έπεσε στην αγκαλιά της απαρηγόρητή.
«Μα το υποσχέθηκες... έλα μαζί μας σε παρακαλώ» έλεγε σπαρακτικά και η Μπέλλα την έσφιξε στην αγκαλιά της ενώ της φίλαγε το κεφαλάκι της.
«Θα έρθω καρδιά μου, πολύ σύντομα θα έρθω» της είπε άλλη μια φορά και καθώς σηκώθηκε όρθια, την ξεκόλλησε με δυσκολία από πάνω της και μου την παρέδωσε ενώ πρώτα της έδωσε ένα παρατεταμένο φιλί πάνω στο μέτωπο της.
«Σ’ αγαπάω όσο δεν αγάπησα κανέναν άλλον, να μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό» της είπε ενώ της χάιδευε απαλά τα μαλλιά της καθώς την κοίταζε έντονα στα μάτια και η Ρένεσμι κατένευσε ενώ ρούφαγε την μυτούλα της συνεχόμενα μέσα από τα αναφιλητά της.
«Και εγώ σ’ αγαπώ» της είπε διακεκομμένα και μόλις η Μπέλλα έκανε ένα βήμα πίσω για να μας αφήσει να φύγουμε, γύρισα προς το γραφείο και κρατώντας την Ρένεσμι με το ένα μου χέρι, έκλεισα το καπάκι του λάπτοπ, το έβαλα μέσα στην θήκη του, και αφού την έκλεισα, την πήρα στο χέρι μαζί και την κάμερα και πριν φύγω γύρισα προς την Μπέλλα.
«Θυμάσαι τον κωδικό;...» την ρώτησα και κατένευσε... «Πάνω στο γραφείο μου θα βρεις ένα σακβουαγιάζ πάρ’ το και ξεκίνα χωρίς έμενα, θα γυρίσω για να σε βοηθήσω» της είπα και χωρίς να περιμένω ανταπόκριση κίνησα προς το γκαράζ.
Δεν ήταν εύκολο να την αφήσω αλλά έπρεπε να το κάνω για εκείνην... με την Άλις και τον Τζάσπερ ήξερα ότι θα είχε ένα μέλλον όπως της άξιζε και το έκανα χωρίς κανέναν διχασμό, η δική της ευτυχία ήταν πιο πάνω από την ίδια μου την ζωή... Φυσικά δεν λείψανε τα ευτράπελα όταν η Ρένεσμι έμαθε ότι δεν θα πάω μαζί τους αλλά με την βοήθεια και την ψυχραιμία πάνω απ’ όλα της Άλις τελικά την καταφέραμε και μπήκε στο αμάξι και μόλις τους είδα να βγαίνουν από το γκαράζ ένιωσα όλη την ύπαρξη μου να σπάει σε κομμάτια αλλά δεν το άφησα να με επηρεάσει... έπρεπε να τους δώσω χρόνο για να μπορέσουν να φύγουν και αυτό ακριβός θα έκανα.
Αφού έκλεισα το γκαράζ, γύρισα στο σπίτι και αφού το αφουγκράστηκα για λίγο και κατάλαβα ότι η Μπέλλα ήταν στον πάνω όροφο, κίνησα να πάω να την βρω... Φτάνοντας στον διάδρομο την βρήκα να είναι έξω από το δωμάτιο της και να το κοιτά χωρίς να μπαίνει μέσα.
«Έκανα επτά μήνες να μπω σε αυτό το δωμάτιο» της εξομολογήθηκα αλλά εκείνη δεν κουνήθηκε.
«Δεν είμαι πια εκείνη η Μπέλλα Έντουαρντ» μου είπε και καθώς την πλησίασα έβαλα τα χέρια μου πάνω στους ώμους της και την γύρισα προς το μέρος μου.
«Κι όμως είσαι Μπέλλα» διαφώνησα και σμίγοντας τα χείλια της σε μια ίσια γραμμή κούνησε το κεφάλι της αρνητικά με πείσμα.
«Όχι, δεν είμαι» επανέλαβε ξανά κοιτώντας με έντονα και καρφώνοντας το σακβουαγιάζ που κράταγε στο στήθος μου με δύναμη συνέχισε... «Αυτό είναι το τελευταίο δωμάτιο, το υπόλοιπο σπίτι το έχω καλύψει... Θα σε περιμένω στην βιβλιοθήκη»
«Θα είμαι εκεί σε ένα λεπτό» της επιβεβαίωσα και εκείνη προσπερνώντας με κίνησε προς τον διάδρομο χωρίς να μου ρίξει ούτε ένα βλέφαρο ενώ εγώ είχα καρφώσει την ματιά μου απάνω της να την κοιτώ να ξεμακραίνει με το στήθος μου να με διαλύει από τον πόνο που ένιωθα.
«Κι όμως είσαι Μπέλλα» επανέλαβα με την φωνή μου ένας ψίθυρος και αφού άφησα την ανάσα μου να βγει από μέσα μου βαριά κίνησα για να τελειώσω την δουλειά που είχε αρχίσει εκείνη........
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου