«Έντουαρντ με ακούς;» άκουσα την φωνή της Ρόουζ και κοίταξα για λίγο γύρω μου.
«Όχι» είπα την αλήθεια και άκουσα τον αναστεναγμό της.
«Τίποτα δεν τελείωσε ακόμα Έντουαρντ... θα τα καταφέρει... έχε πίστη» έλεγε αλλά εγώ για ακόμα μια φορά δεν άκουγα πραγματικά τι μου έλεγε... «Τι θα κάνεις τώρα;» ρώτησε και σήκωσα το ανάστημα μου.
«Που είσαι τώρα;» απαίτησα να μου πει.
«Στο νοσοκομείο, στο Ρίο» απάντησε απαλά και κατένευσα λες και εκείνη ήταν ικανή να με δει.
«Θα πάρω το πρώτο αεροπλάνο και θα έρθω...» η φωνή μου έβγαινε βραχνή από την ένταση της στιγμής αλλά παρ’ όλα αυτά ακουγόταν σταθερή και αποφασιστική δεν έπρεπε να παραμείνω όσο το δυνατόν πιο ψύχραιμος.
«Δηλαδή είναι αλήθεια;» με διέκοψε και έσμιξα τα φρύδια μου με απορία... Για ποιο πράγμα μιλάει;
«Τι είναι αλήθεια;» ρώτησα αποπροσανατολισμένος.
«Είναι νεκρό;» απάντησε αμέσως και αυτόματα γύρισα την ματιά μου προς το αυτοκίνητο... ο κακόμοιρος ο Φλικ τα είχε παίξει τελείως, καθόταν έξω από το αμάξι και πηγαινοερχόταν πάνω κάτω ενώ με κοίταζε ικετευτικά... Δεν απάντησα, δεν ήξερα ποιον να εμπιστευτώ πια... «Έντουαρντ το ξέρεις ότι μπορείς να μου έχεις εμπιστοσύνη» συνέχισε η Ρόουζ σαν να είχε διαβάσει την σκέψη μου και άφησα την ανάσα μου να βγει βίαια από μέσα μου.
«Θέλω να την δω... δεν μπορώ να πιστέψω ότι είναι αλήθεια» ήταν τα μόνα λόγια που βγήκαν από μέσα μου άψυχα και εκείνη το κατάλαβε.
«Θα είμαι εγώ μαζί της... Θα της πω πως όλα είναι καλά... Κοίτα να μην κάνεις καμία ανοησία γιατί τότε θα είναι που δεν θα σου το συγχωρέσει ποτέ» μου απάντησε και ήξερα ότι είναι η αλήθεια.
«Δεν έχω ιδέα τι να κάνω πια» παραδέχτηκα και την άκουσα να αναστενάζει.
«Όταν της πω την αλήθεια θα βρει το κουράγιο να κάνει υπομονή... κοίτα να βρεις τρόπο να έρθετε κοντά μας και όλα τα άλλα θα τα κανονίσω εγώ... Αν δεν είναι μαζί σου δεν θα σε πιστέψει Έντουαρντ... πρέπει να βρεις έναν τρόπο να μην έρθεις μόνος» είπε με νόημα και έσφιξα την μπουνιά μου αγανακτισμένος.
«Θα έρθω όσο πιο γρήγορα μπορώ» την διαβεβαίωσα.
«Θα σε πάρω τηλέφωνο μόλις με ενημερώσουν για την κατάσταση της» ανταπέδωσε και κλείσαμε το τηλέφωνο.
Πως σκατά θα καταφέρω να την πάρω μαζί μου και να περάσει απαρατήρητη;;;
Με αργά αβέβαια βήματα γύρισα προς το αμάξι... Δεν είχα ιδέα τι να κάνω ή πως να την ηρεμήσω αλλά περισσότερο, δεν ήθελα καν να την δω... όλο μου το είναι ούρλιαζε και το τελευταίο πράγμα που ήθελα αυτήν την στιγμή ήταν να νταντέψω ένα μωρό που στην τελική αν δεν υπήρχε τώρα η Μπέλλα μου θα ήταν στην αγκαλιά μου και όχι σε ένα ψυχρό χειρουργείο να παλεύει για την ζωή της.
Δεν είχα άλλη επιλογή, έπρεπε να την ηρεμήσω αλλά πως;
Άνοιξα την πίσω πόρτα και μόλις το ουρλιαχτό της έφτασε στα αυτιά μου, πήρα μια βαθιά ανάσα και άνοιξα τον σάκο για να την κοιτάξω... είχε σχεδόν μελανιάσει από το πολύ κλάμα και για μια στιγμή η καρδιά μου σφίχτηκε... Τι έφταιγε το κακόμοιρο και αυτό για την μοίρα του;
Την ανασήκωσα στην αγκαλιά μου για να την ηρεμήσω και η μπόχα που ήρθε με έκανε για λίγο να σαστίσω... Τι στο καλό;... την έβαλα πάνω στο κάθισμα ξανά και ανοίγοντας την κουβέρτα της, το θέαμα που αντίκρισα με άφησε άφωνο... Πως σκατά ένα τόσο μικρό πλασματάκι μπορεί να κάνει τόσα πολλά κακά;... Αν είναι δυνατών.
Καθώς έπρεπε να τα αφήσω όλα όπως ήταν για να είναι πιο πειστικό, δεν πήρα τίποτα μαζί μου και τώρα τα πάντα ήταν λερωμένα... Ωραία και τώρα;;;
Δεν έκατσα να το σκεφτώ πολύ... έτσι όπως το πήγαινε την είχα ικανή να σκάσει από το πολύ κλάμα που δεν έλεγε να μειωθεί ούτε στο ελάχιστο... Πήγα στο πορτμπαγκάζ, έβγαλα ένα μπλουζάκι μου από την βαλίτσα και γυρίζοντας ξανά σε εκείνην άρχισα να βγάζω όλα τα ρούχα που είχαν λερωθεί από πάνω της ενώ ταυτόχρονα την σκούπιζα όπως μπορούσα... Τα πάντα τα έκανα μηχανικά... το μυαλό μου είχε μπλοκάρει στην εικόνα της Μπέλλας, δεν μπορούσα να το διανοηθώ ότι με πουλήσανε, τους έδωσα τα πάντα και εκείνοι μου την έφεραν με αυτόν τον τρόπο;... Γιατί;... η απάντηση ήταν απλή, γιατί σε αυτήν την δουλειά δεν υπάρχουν συναισθηματισμοί, όποιος μας είναι εμπόδιο απλά φεύγει από την μέση.
Βάζοντας τα βρόμικα ρούχα και την κουβέρτα της μέσα στον σάκο όπου την είχα, πήγα στο πρώτο κάδο που βρήκα μπροστά μου και τον πέταξα, γύρισα ξανά κοντά της και μόλις τύλιξα το μπλουζάκι μου γύρω από το κορμί της διαπίστωσα ότι είχε ξεπαγιάσει... Δεν μπορούσα να την αφήσω έτσι... Άνοιξα το μπουφάν μου, ξεκούμπωσα το πουκάμισο που φόραγα και την έβαλα κατάστηθα για να μπορέσει να ζεσταθεί πιο γρήγορα... Ήταν τόσο παγωμένη που σε άλλη περίπτωση θα με έκανε να ανατριχιάσω ολόκληρος αλλά όχι τώρα... Τώρα όλη μου η ύπαρξη ήταν τόσο παγωμένη που δεν με άγγιζε τίποτα, ούτε το σπαρακτικό της κλάμα, ούτε η παγωμένη της επιδερμίδα, ούτε καν το γεγονός ότι έπρεπε να κάνω τα πάντα για να την κρατήσω ασφαλή... Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να φτάσω κοντά της, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, να δω με τα μάτια μου όσα η Ρόουζ μου έλεγε, να κάνω τα πάντα για να την γλυτώσω από τα νύχια τους αλλά στο βάθος του μυαλού μου ήξερα ότι έπρεπε να σώσω και αυτό το μικρό πλασματάκι που η ζωή του πλέον εξαρτιόταν από μένα αποκλειστικά... Της το χρωστούσα.
Κάθισα στην θέση του οδηγού και μόλις εκείνη βολεύτηκε καλύτερα μέσα στην αγκαλιά μου άρχισε σταδιακά να ηρεμεί το κλάμα της... καλά μην φανταστείτε και πολύ αλλά κάτι ήταν και αυτό, μια πρόοδος... Άναψα την μηχανή και κοίταξα προς τον Φλικ που ο κακομοίρης είχε γίνει πολύ νευρικός από το κλάμα της μικρής... Δεν του είπα τίποτα, έβαλα πρώτη και ξεκίνησα για να πάω να βρω ένα μαγαζί που θα μπορούσα να της πάρω τα απαραίτητα... η πλάκα είναι ότι πραγματικά δεν είχα ιδέα ποια ήταν αυτά.
Το στόμα της άρχισε να ψάχνει πάνω στο στήθος μου και τα νεύρα μου άρχιζαν να τα παίζουν, μέχρι που βρήκε την θηλή μου και την δάγκωσε, ε αυτό ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε και επιτέλους άρχισα να αντιδρώ.
Σταμάτησα το αυτοκίνητο στην άκρη και την ξεκόλλησα για λίγο από πάνω μου.
«Εεεε δεν είμαι η μητέρα σου εντάξει;... Εγώ είμαι...» τι διάολο είμαι; Τι διάολο θα μπορούσα να είμαι πια;... «Ο άντρας της υπόθεσης» συνέχισα και εκείνη σταματώντας το κλάμα της, με το σαγόνι της να τρέμει με κοίταζε σαν πληγωμένο κουτάβι...
Δεν είχα ιδέα τι έκανα ή τι έπρεπε να νιώσω γι’ αυτό... όταν το έκανε αυτό η Μπέλλα πάντα με λύγιζε... στην δική της περίπτωση με άφηνε παγερά αδιάφορο... Κανένα συναίσθημα δεν υπήρχε μέσα μου περά από τον απέραντο πόνο που ένιωθα να μου ξεσκίζει το στήθος μου αλλά δεν τα παρατούσα... Έπρεπε να έχω πίστη... θα γίνει καλά... Έλεγα ξανά και ξανά μέσα μου κοιτώντας μακριά προσπαθώντας πολύ σκληρά να το πιστέψω... μέχρι που κάτι καυτό άρχισε να ζεσταίνει την κοιλιά μου και κοιτώντας προς τα κάτω είδα την μικρή να χαμογελά με μια ανακούφιση και έπιασα το κεφάλι μου που ήταν έτοιμο να εκραγεί.
«Ανακουφιστικές;» την ρώτησα και εκείνη για απάντηση έβαλε τον αντίχειρα της μέσα στο στόμα της και άρχισε να κλείνει τα μάτια της σταδιακά... Η εικόνα της Μπέλλας να κάνει το ίδιο κάθε φορά που ήθελε να νιώσει παρηγοριά από ότι την προβλημάτιζε, ήρθε στην μνήμη μου και με αποτελείωσε.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και αφού την άφησα ξανά να ακουμπήσει πάνω στο στήθος μου, μισοέκλεισα το μπουφάν μου για να την συγκρατεί απάνω μου ώστε να μην χρειάζεται να την κρατώ και βάζοντας ξανά πρώτη, συνέχισα την άγνωστη πορεία μου.
Η νύχτα μας προφύλασσε από οτιδήποτε θα μπορούσε να προδώσει την πορεία μας αλλά αυτό δεν έφτανε, ήξερα ότι αργά η γρήγορα εκείνοι θα άρχισαν να με ψάχνουν... έπρεπε να δράσω γρήγορα.
Στο πρώτο κατάστημα που βρήκα στον δρόμο μου με βρεφικά είδη, πάρκαρα και πήρα μια βαθιά ανάσα... Ελπίζω να μπορέσουν να με βοηθήσουν... σκέφτηκα και κρατώντας την με το ένα μου χέρι ώστε να μην γλιστρήσει από την αγκαλιά μου, έδωσα στον Φλικ εντολή να μας περιμένει στο αυτοκίνητο και πήγα προς το κατάστημα.
«Συγνώμη κύριε αλλά κλείνουμε» άκουσα μια γυναικεία φωνή πίσω μου και γυρίζοντας είδα μια κοπέλα να με πλησιάζει.
«Μπορείτε να κάνετε μια εξαίρεση;» την ρώτησα και εκείνη με κοίταξε απολογητικά.
«Επείγεστε τόσο πολύ;» ρώτησε με ένα ύφος που δεν είχα εκείνην την στιγμή την ψυχραιμία να την ψυχολογήσω.
«Όσο δεν φαντάζεσαι» της απάντησα αγανακτισμένος και εκείνη γύρισε και κοίταξε προς τα πίσω της.
«Πόσο γρήγορα μπορείτε να κάνετε;» με ρώτησε και ανασήκωσα τους ώμους μου.
«Δεν θα αργήσω» είπα αλλά δεν ήμουν και τόσο σίγουρος γι’ αυτό.
Μπαίνοντας μέσα στους διαδρόμους πραγματικά τα έχασα... δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπήρχαν τόσα πολλά πράγματα που χρειαζόντουσαν τα παιδιά... και επιπλέων δεν είχα ιδέα τι έπρεπε να πάρω ή ακόμα χειρότερα πως να τα χρησιμοποιήσω όλα αυτά.
«Μοιάζετε να τα έχετε χαμένα, μπορώ να βοηθήσω;» άκουσα μια άλλη γυναικεία φωνή και γύρισα προς το μέρος της.
«Όλα αυτά χρειάζονται;» ρώτησα σαν χαμένος με τα μάτια μου να έχουν βγει έξω από τις κόγχες τους σοκαρισμένος.
«Για να τα έχουμε εδώ» μου απάντησε ευγενικά και αναστέναξα.
«Ωραία» είπα και αναστέναξα απελπισμένα.
«Πόσο χρονών είναι το μικρό σας;» ρώτησε και για λίγο το σκέφτηκα.
«Πέντε μηνών;» ρώτησα παρά δήλωσα και εκείνη με κοίταξε καχύποπτα.
«Και τι θα χρειαστείτε;» συνέχισε το ίδιο ευγενικά.
«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα... είχα την ελπίδα να με διαφωτίσετε εσείς» είπα με ελπίδα και το νιαούρισμα της μικρής μέσα από το μπουφάν μου την έκανε ακόμα πιο προβληματισμένη και πριν βγάλει τα δικά της συμπεράσματα, προσπάθησα να δικαιολογηθώ πριν τρομάξει και πάρει την αστυνομία τηλέφωνο.
«Κοιτάξτε... ξέρω πως μπορεί να φαίνεται αυτό αλλά σας διαβεβαιώνω ότι είναι...» κόμπιασα αλλά έπρεπε να την πείσω... «Κόρη μου» είπα και ανοίγοντας το φερμουάρ του μπουφάν την άφησα να την κοιτάξει.
«Χριστέ μου τα παιδιά μου δεν μου μοιάζουν τόσο πολύ» είπε πειραχτικά και άφησα ένα βεβιασμένο χαμόγελο... «Και η μητέρα του; Θέλω να πω, γνωρίζει ότι το έχετε εσείς;» συνέχισε πιο κατηγορηματικά και πέρασα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου με μια απελπισμένη κίνηση.
«Η μητέρα της είναι στο νοσοκομείο... η ζωή της κρέμεται σε μια κλωστή και εγώ έχω ξεμείνει εδώ προσπαθώντας να κρατήσω ασφαλή την μικρή και δεν έχω ιδέα τι να κάνω μαζί της... Σίγουρα φαίνεται κάπως το να την έχω έτσι και μάλιστα γυμνή μέσα στο μπουφάν μου αλλά σας διαβεβαιώνω ότι δεν είχα άλλη επιλογή, λέρωσε ότι φορούσε και δεν είχα τίποτα άλλο να της φορέσω... Δεν την έχω απαγάγει... ίσα, ίσα το μόνο που προσπάθησα να κάνω ήταν να την σώσω από αυτούς που μας την είχαν πάρει για να μας εκβιάσουνε... και τώρα είμαι στην μέση του πουθενά και εκείνη δεν σταματάει να κλαίει και εγώ δεν έχω ιδέα τι να κάνω για να την ηρεμίσω...» είπα μέσα στην απελπισία μου την αλήθεια χωρίς να το σκεφτώ, με μια ανάσα και το άγγιγμα της κυρίας με επανέφερε στην πραγματικότητα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα την κοίταξα παρακλητικά στα μάτια... «Σας παρακαλώ βοηθήστε με, δεν έχω ιδέα από παιδιά, δεν έχω ιδέα πως να την βοηθήσω» κατέληξα και εκείνη κούνησε το κεφάλι της συγκαταβατικά.
«Μορένα...» φώναξε και η κοπέλα που είχα δει πριν εμφανίστηκε και πάλι.
«Μάλιστα κυρία Ελένα»
«Μάζεψε μου ότι χρειάζεται ο κύριος για την μικρή... Ξέρεις ρούχα, μπιμπερό, γάλα... οτιδήποτε για ταξίδι και φέρ’ τα στο σπίτι μου, εντάξει;» την ρώτησε και εκείνη κατένευσε... «Μένω λίγο πιο πάνω, θέλεις να έρθει μαζί μου να καθαριστείτε και οι δύο;» ρώτησε και την κοίταξα χωρίς να το πιστεύω... «Φαίνεστε ταλαιπωρημένοι, έλα» με παρότρυνε και σαν τυφλός απλά την ακολούθησα.
Βγαίνοντας από το κατάστημα για λίγο την σταμάτησα.
«Το αμάξι μου είναι εκείνο» της είπα και κοίταξε προς το μέρος που της έδειξα.
«Το δικό μου είναι εκείνο... θα με ακολουθήσεις;» μου έδειξε το δικό της και κατένευσα.
«Δεν ξέρω πως να σε ευχαριστήσω» είπα αυθόρμητα και μου χαμογέλασε ευγενικά.
«Και εσύ στην θέση μου το ίδιο θα έκανες» είπε με αυτοπεποίθηση και δεν ήξερα τι να σκεφτώ γι’ αυτήν την γυναίκα... Σίγουρα στην θέση της εγώ θα είχα πάρει ήδη την αστυνομία σε καμία περίπτωση δεν θα έβαζα έναν μισότρελο στο σπίτι μου.
Φτάνοντας στο σπίτι της, μου υπέδειξε να παρκάρω στο πίσω μέρος που είχε ένα υπαίθριο γκαράζ και μόλις βγήκα έξω ο Φλικ πήγε να με ακολουθήσει αλλά του ζήτησα να παραμείνει εκεί... ήθελα να είμαι σίγουρος ότι αν δει καμία ύποπτη κίνηση να με ειδοποιήσει.
Βγάζοντας από το πορτμπαγκάζ την μικρή βαλίτσα μου, την ακολούθησα στο εσωτερικό του σπιτιού της... Ήταν ένα απλό και ζεστό σπίτι με τα τελείως απαραίτητα που σου δήλωνε αμέσως ότι τα οικονομικά τους δεν ήταν και τόσο ανθηρά.
«Έλα μαζί μου» είπε αμέσως και με οδήγησε σε ένα μικρό μπάνιο... «Θες να την αλλάξω εγώ;» με ρώτησε και ανοίγοντας το φερμουάρ του μπουφάν αμέσως της την έδωσα... δεν ξέρω γιατί αλλά αυτή η γυναίκα μου εμπνέει μια απίστευτη εμπιστοσύνη.
Εκείνη αμέσως έπιασε δουλειά... σε ένα μικρό μπανάκι που είχε μέσα στην μπανιέρα, έβαλε ζεστό νερό και με συνοπτικές διαδικασίες την έκανε ένα γρήγορο μπάνιο... η μικρή είχε αρχίσει να τσιρίζει από χαρά και εγώ την κοίταζα καλά, καλά... Πως μπορούσε κάτι τόσο απλό να την κάνει να ξεχειλίζει από χαρά;... Περίεργα πλάσματα είναι τελικά τα μωρά... συμπέρανα και αμίλητος συνέχισα να τους κοιτώ.
«Έτοιμη» ανακοίνωσε η Έλενα και μόλις την τύλιξε μέσα σε μια πετσέτα με προσπέρασε και πήγε σε ένα άλλο δωμάτιο... Μόλις άνοιξε το φως έπαθα πλάκα... Το δωμάτιο ήταν πλημμυρισμένο από παιχνίδια διάσπαρτα εδώ και εκεί, ένα διώροφο κρεβάτι και μια κούνια όλα στα χρώματα του μπλε.
«Συγνώμη για την ακαταστασία» είπε ντροπαλά και της χαμογέλασα.
«Αγόρια» σχολίασα και εκείνη κατένευσε χαμογελώντας με ένα καμάρι που πραγματικά με έκανε να καταλάβω το πόσο τα αγαπούσε.
«Τρία κιόλας» απάντησε με το ίδιο χαμόγελο και μόλις έβαλε την μικρή πάνω σε ένα έπιπλο που είχε όλα τα απαραίτητα για να την αλλάξει και αμέσως άρχισε να την σκουπίζει καλά, καλά. Της έβαλε μια πάνα και γύρισε προς το μέρος μου.
«Κράτα την λίγο να φέρω μια αλλαξιά» μου είπε και πήγα προς το μέρος τους.
«Τα κάνεις όλα να φαίνονται τόσο απλά» είπα την σκέψη μου και εκείνη χαμογέλασε πλατιά.
«Όλα είναι μια συνήθεια... θα δεις μετά από μερικές μέρες θα τα κάνεις όλα μηχανικά σαν να τα έκανες μια ζωή» μου είπε και μόλις γύρισε με μια αλλαξιά στο χέρι, άρχισε να την ντύνει με γρήγορες κινήσεις... «Ελπίζω να μην σε ενοχλεί που είναι μπλε» είπε πειραχτικά και γέλασα κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου.
«Στο χρώμα θα κολλήσουμε;» της ανταπέδωσα και μόλις την πήρε στην αγκαλιά της, την τύλιξε μέσα σε μια κουβερτούλα και γύρισε προς την μεριά μου.
«Μάλλον δεν είμαι και τόσο καθαρός για να την κρατήσω αυτήν την στιγμή» είπα απολογητικά προσπαθώντας να το αποφύγω και εκείνη μόλις είδε τα ρούχα μου άνοιξε τα μάτια της διάπλατα.
«Συγνώμη τι αγένεια... θα σου βάλω καθαρές πετσέτες στο μπάνιο αμέσως» είπε αυτόματα και χωρίς να αποχωρίζεται την μικρή, γύρισε ξανά στον διάδρομο και εξαφανίστηκε.
Βγαίνοντας από το μπάνιο, την βρήκα να κρατάει την μικρή και να της σιγομουρμουρίζει ένα νανούρισμα ενώ την κούναγε απαλά και η μικρή φαινόταν τόσο ήρεμη.
«Επιτέλους ηρέμισε» μουρμούρισα και η Έλενα με κοίταξε ενώ χαμογέλασε ζεστά.
«Λογικό ήταν... είχε λυσσάξει στην πείνα... Θες να την κρατήσεις;» με ρώτησε και δίστασα.
«Δεν θέλω να την κάνω να κλάψει πάλι» απολογήθηκα και γέλασε πιο πλατιά ενώ μου έκανε νόημα να κάτσω δίπλα της.
«Μια χαρά τα πας» μου είπε αλλά δεν την πίστεψα και τόσο... ωστόσο έκατσα δίπλα της και μόλις μου την έτεινε χωρίς να έχω άλλη επιλογή την πήρα στην αγκαλιά μου αλλά για άλλη μια φορά δεν ένιωσα τίποτα... το απόλυτο κενό.
«Γιατί με βοηθάς;» δεν μπόρεσα να μην ρωτήσω και η Έλενα μου έτριψε τον ώμο παρηγορητικά.
«Φαίνεσαι τόσο απελπισμένος... πρέπει να αγαπάς πολύ την γυναίκα σου» είπε το συμπέρασμα της και εγώ κοίταξα μακριά με έναν αναστεναγμό.
«Δεν φαντάζεσαι πόσο... Κοντεύω να τρελαθώ που δεν είμαι εκεί... δίπλα της... που δεν ξέρω τι γίνεται και πως είναι» είπα κάτω από την ανάσα μου και το ρέψιμο της μικρής με έκανε να την κοιτάξω με απορία... «Πάντα έτσι ρεύονται;» την ρώτησα και γέλασε πιο δυνατά.
«Και χειρότερα» επιβεβαίωσε και γέλασα και εγώ μαζί της.
«Η οικογένεια σου;» ρώτησα και είδα στο βλέμμα της μια μελαγχολία.
«Ο άντρας μου κρατάει αυτήν την βδομάδα τα μικρά» είπε μόνο.
«Είσαι χωρισμένη;» την ρώτησα και κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της σηκώθηκε και άρχισε μηχανικά να μαζεύει το μπιμπερό και ότι άλλο είχε βγάλει έξω για να ετοιμάσει το γάλα της μικρής.
«Προτιμώ να σκέφτομαι ότι απλά κάνουμε ένα διάλειμμα... Οι καβγάδες μας είχαν αρχίσει να επηρεάζουν τα μικρά και έτσι σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα για όλους μας να...»
«Λυπάμαι» είπα ειλικρινά και γύρισε προς το μέρος μου.
«Δεν είναι κακός αλλά η ζήλεια του δεν αντεχόταν άλλο... πραγματικά με τρέλαινε» συνέχισε και αναστέναξα.
«Καταλαβαίνω απόλυτα το πόσο» είπα και ασυναίσθητα κοίταξα την μικρή που πλέον κοιμόταν στην αγκαλιά μου γαλήνια.
«Σε ζηλεύει η γυναίκα σου;» ρώτησε και γέλασα αυθόρμητα κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου.
«Εγώ ήμουν αυτός που την τρέλανε με την ζήλια μου... Έπρεπε να την χάσω για να καταλάβω τα λάθη μου» της είπα και μόλις την κοίταξα εκείνη κοίταξε για λίγο μακριά ενώ χανόταν μέσα στις σκέψεις της.
Το κινητό μου άρχισε να χτυπά και η μικρή ταράχτηκε.
«Μπορείς λίγο» την παρακάλεσα και αμέσως έσπευσε να με βοηθήσει.
Μόλις είδα στο καντράν το νούμερο της Ρόουζ, πετάχτηκα σαν ελατήριο και αυτόματα το σήκωσα.
«Ρόουζ, πες μου ότι είναι καλά» είπα με μια ανάσα και εκείνη δίστασε.
«Έντουαρντ...»
«Πες μου που να σε πάρει, ότι είναι καλά» απαίτησα ενώ χωρίς να υπολογίζω τίποτα ύψωσα την φωνή μου και η μικρή άρχισε πάλι να κλαίει... Δεν το άντεχα άλλο όλο αυτό, άνοιξα την πόρτα και βγήκα αμέσως έξω για να μην την ακούω άλλο.
«Είναι σε κόμμα» απλά δήλωσε η Ρόουζ και μου κόπηκαν τα πόδια.
«Είσαι σίγουρη ότι είναι εκείνη, είπες ότι σχεδόν δεν την αναγνώρισες, θα μπορούσε να είναι κάποια άλλη» δεν ήξερα τι έλεγα, ήθελα από κάπου να πιαστώ.
«Έντουαρντ... είναι η Μπέλλα και είναι σε κόμμα, αν δεν συνέλθει μέχρι αύριο οι γιατροί θα την βγάλουν από τα μηχανήματα, μου είπαν ότι δεν αντιδράει καθόλου και δεν βρίσκουν λόγο να την κρατάνε» είπε και έμεινα να κοιτάω το κενό με τον Φλικ στα πόδια μου να γρυλίζει παραπονιάρικα σαν να καταλάβαινε ακριβός τι συνέβαινε.
«Μην κάνετε τίποτα αν δεν έρθω εκεί... Παίρνω το πρώτο αεροπλάνο...» δήλωσα εκνευρισμένος προσπαθώντας να διοργανώσω τις σκέψεις μου.
«Δεν θα καταφέρεις τίποτα Έντουαρντ... Η Μπέλλα δεν είναι πια κοντά μας» είπε εκείνη κοφτά κόβοντας την φράση μου στην μέση αλλά εγώ δεν άκουγα τίποτα.
Κλείνοντας το τηλέφωνο, πήγα στο αμάξι, πήρα αρκετά λεφτά για να έχω μαζί μου και κλείνοντας το γύρισα προς τον Φλικ.
«Μην αφήσεις κανέναν να την πάρει από εδώ» του έδωσα την εντολή και βγαίνοντας στον δρόμο σαν τρελός σταμάτησα το πρώτο ταξί που βρήκα μπροστά μου και μπήκα μέσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου