Μπέλλα
«Καλωσόρισες αγαπητή μου» άκουσα μια φωνή να με καλεί και με δυσκολία άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα γύρω μου χωρίς πραγματικά να εστιάζω κάπου... Το σώμα μου πόναγε αφόρητα όπως και κάθε έκφραση στο πρόσωπο μου ενώ τα μάτια μου ήταν τόσο θολά που τα πάντα τα έβλεπα πίσω από ένα διάφανο, λευκό πέπλο που με τύφλωνε.
«Καλωσόρισες αγαπητή μου» άκουσα μια φωνή να με καλεί και με δυσκολία άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα γύρω μου χωρίς πραγματικά να εστιάζω κάπου... Το σώμα μου πόναγε αφόρητα όπως και κάθε έκφραση στο πρόσωπο μου ενώ τα μάτια μου ήταν τόσο θολά που τα πάντα τα έβλεπα πίσω από ένα διάφανο, λευκό πέπλο που με τύφλωνε.
Τι μου συνέβαινε; Που βρισκόμουν;
«Σίγουρα θα αναρωτιέσαι που βρίσκεσαι» συνέχισε ο άγνωστος άντρας που μου μιλούσε λες και είχε ακούσει τις σκέψεις μου... «Και είμαι ακόμα πιο σίγουρος πως θα αναρωτιέσαι ποιος είμαι εγώ» είπε και εστιάζοντας καλύτερα προς το μέρος του, είδα έναν επιβλητικό άντρα να με κοιτάει... Τα πάντα απάνω του με τρομάζανε, ήταν τόσο ανατριχιαστικός.
«Που είμαι;» κατάφερα με κόπο να πω και ένιωσα να χαμογελάει με ικανοποίηση.
«Είσαι στο νοσοκομείο, θυμάσαι ποιος είναι ο λόγος που σε έφεραν εδώ;» με ρώτησε πίσω και έπρεπε για λίγο να το σκεφτώ.
«Αμυδρά» είπα ειλικρινά και εκείνος με τον πιο απλό τρόπο έκατσε πάνω στο κρεβάτι και πλησίασε το πρόσωπο του προς το δικό μου... Αμυντικά το σώμα μου προσπάθησε να τον αποφύγει αλλά δεν κατάφερα και πολλά γιατί αμέσως αυτή μου η κίνηση έφερε αφόρητους πόνους σε όλο μου το κορμί.
«Καλό θα ήταν να μην μετακινείσαι, είσαι ακόμα αδύναμη...» με επέπληξε εκείνος και παίρνοντας μια κοφτή ανάσα έκανα ότι μου ζήτησε... «Μπράβο καλό μου κορίτσι... Τώρα για πες μου, το όνομα Άαρον σου θυμίζει κάτι;» ρώτησε και για λίγο το σκέφτηκα, αλλά αμέσως μετά κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά... Δεν το είχα ακούσει ποτέ ξανά αυτό το όνομα... «Μμμμ βλέπω ο φίλτατος φίλος μας κράτησε τον λόγο του, σε έχει ακόμα στο σκοτάδι» είπε σκεπτικός και ζάρωσα τα φρύδια μου με απορία.
«Ποιος;» ρώτησα με δυσκολία.
«Ο φίλος μας ο Έντουαρντ, ποιος άλλος» είπε με μια δόση ειρωνείας και ξαφνικά με το άκουσμα και μόνο του ονόματος του, όλα όσα είχαν συμβεί κατέκλισαν τον νου μου και ο σωματικός πόνος ως δια μαγείας εξαφανίστηκε και την θέση του πήρε ένας άλλος πόνος, μεγαλύτερος από αυτόν που ήδη ένιωθα, ένας πόνος που μου διέλυσε κάθε λογική.
«Που είναι» σύριξα μέσα από τα δόντια μου ενώ ταυτόχρονα προσπάθησα να σηκωθώ αλλά ο άντρας που ήταν μπροστά μου δεν με άφησε να κάνω ρούπι.
«Δεν είναι εδώ, αλλά γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είμαι εγώ εδώ... Βλέπεις γλυκιά μου έχουμε ένα ασυνήθιστο πρόβλημα εδώ... Εσύ τον θες νεκρό και εγώ ζωντανό, ποιος από τους δύο μας λες να επικρατήσει;» ρώτησε σκληρά και έμεινα για λίγο να τον κοιτώ.
«Ποιος είσαι;» τον ρώτησα και έκανε μια κουρασμένη γκριμάτσα.
«Ας πούμε το αφεντικό του» είπε και έμεινα για λίγο να τον κοιτώ... «Και είμαι εδώ για να κάνουμε μια συμφωνία»
«Δεν κάνω συμφωνίες μαζί σας πια» του δήλωσα με δηλητήριο στην φωνή μου και εκείνος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του.
«Εσύ χάνεις, εγώ θέλω μόνο το καλό σου» είπε και τον κοίταξα δύσπιστα.
«Όλοι έτσι λέτε και στο τέλος η μόνη που βγαίνω ζημιωμένη είμαι εγώ» του γύρισα πίσω και χαμογέλασε ειρωνικά.
«Τώρα όμως σου δίνεται η ευκαιρία να πάρεις το αίμα σου πίσω για όλα αυτά» συνέχισε εκείνος και μπερδεύτηκα τελείως... Τι θα μπορούσε να εννοεί;
«Πως;» ρώτησα και μια σπίθα στην ματιά του έκανε όλο του το πρόσωπο να λάμψει από ελπίδα, λογικά για το ενδιαφέρον που έδειξα.
«Ο φίλτατος Έντουαρντ προς το παρόν μου είναι απαραίτητος και δεν είμαι διατεθειμένος να τον χάσω για τίποτα και για κανέναν...» δήλωσε και εφόσον είδε ότι δεν είχα τίποτα να σχολιάσω πάνω σε αυτό συνέχισε... «Όμως είναι χρόνια στην δουλειά και ξέρει πάρα πολλά και πάρα πολύ επικίνδυνα μυστικά και την στιγμή που πλέον δεν θα τον χρειάζομαι άλλο, θα χρειαστώ κάποιον να τον βγάλει από την μέση... Τι λες, έχεις την υπομονή να περιμένεις;...» ρώτησε και δεν ήξερα τι να σκεφτώ γι’ αυτό, θα μπορούσα ποτέ να εμπιστευτώ αυτόν τον άνθρωπο;... «Φυσικά στο μεταξύ δεν θα σε αφήσω έτσι... Μαζί γλυκιά μου μπορούμε να κάνουμε πολλά, πάρα πολλά πράγματα που θα επωφελούσαν και τους δύο μας... Λοιπόν τι λες;... Προτιμάς να κάνεις μερικά χρόνια υπομονή και μια μέρα να πάρεις το αίμα σου πίσω ή προτιμάς να χάσεις άδικα αυτήν την στιγμή την ζωή σου και να βρω κάποιον άλλον να κάνει αυτό που λαχταράς να κάνεις εσύ τώρα;» με ρώτησε ευθέως και έμεινα για λίγο να το επεξεργάζομαι.
«Θα κάνω υπομονή»... δήλωσα με σθένος. Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο και για να το απολαύσει κάνεις χρειάζεται αντίτιμο… Υπομονή ήταν το παν αυτή την στιγμή, να πάρω το αίμα μου πίσω. Τον είχα προειδοποιήσει για τις συνέπειες, αν πάθαινε κάτι οι μικρή μου θα το πλήρωνε ακριβά… Όλα έχουν ένα τίμημα σε αυτή τη ζωή… και στην περίπτωση μου είναι του είναι θάνατος!
Έντουαρντ
Φτάνοντας στο αεροδρόμιο, πήγα γρήγορα στον κισσέ για να βγάλω εισιτήριο αλλά τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα... Η μοναδική πτήση για Ρίο ήταν την άλλη μέρα το πρωί και εκεί που πάλευα να βρω μια λύση βρίζοντας και απειλώντας την κοπέλα που ήταν στον κισσέ, χτύπησε το κινητό μου και το σήκωσα με την ψυχή στα πόδια.
«Ρόουζ» είπα με κομμένη την ανάσα και μόλις μου ανακοίνωσε ότι την έχασα για πάντα τα πόδια μου λύγισαν και έκατσα στην πρώτη καρέκλα που βρήκα μπροστά μου άδειος.
Το μυαλό μου είχε παγώσει και όλα γύρω μου κατέρρευσαν... Με τα χέρια μου να κλείνουν το πρόσωπο μου και την ανάσα μου να χάνεται, ξαφνικά ένιωσα στο χέρι μου μια υγρασία... Περίεργος το σήκωσα για να το κοιτάξω... Αυτό είναι δάκρυ;... σκέφτηκα και σκουπίζοντας το πρόσωπο μου διαπίστωσα ότι πράγματι ήταν.
Δεν θυμάμαι ποτέ στην ζωή μου να είχα δακρύσει ξανά, ούτε καν όταν έμαθα ότι η μητέρα μου είχε πλέον χαθεί... Μου φάνηκε τόσο περίεργο, ήταν πραγματικά κάτι πρωτόγνωρο για μένα.
Δεν ξέρω πόσες ώρες είχαν περάσει... Έμενα εκεί, ακίνητος να κοιτώ τον κόσμο να πηγαίνει και να έρχεται αλλά στην πραγματικότητα δεν έβλεπα τίποτα, ήμουν τελείως άδειος.
Το κινητό μου χτύπαγε ξανά και ξανά αλλά δεν του έδινα σημασία, δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι την είχα χάσει για πάντα και τώρα;... Τώρα τι θα μπορούσα να κάνω;... Πως θα μπορούσα να ζήσω χωρίς εκείνην... Εκείνη ήταν τα πάντα για μένα, ο λόγος που υπήρχα ακόμα, τώρα ποιος ο λόγος να ζω;
Τα πόδια μου με οδήγησαν στον έξω κόσμο... Η βροχή μαστίγωνε το πρόσωπο μου και εγώ την καλωσόριζα, ήθελα αν ήταν δυνατόν να σταματήσω να υπάρχω αυτήν την στιγμή αλλά ακόμα και τα αυτοκίνητα με προσπερνούσαν... Περπάταγα μέσα στην μέση του δρόμου και εκείνα με αγνοούσαν, με αφήνανε να ζω το αβάσταχτο αυτό μαρτύριο, δεν με λυπόταν κανείς... Κανείς δεν υπήρχε πια να νοιαστεί για μένα, πέρα από τον ουρανό που συνέχιζε να με μαστιγώνει κάνοντας με να πληρώνω για όλα τα λάθη που είχα κάνει στην ζωή μου.
Κάποια φώτα μου κίνησαν την περιέργεια και εγώ τα ακολούθησα, μπήκα μέσα στην περίεργη πόρτα και μόλις ανακάλυψα ότι ήταν μπαρ, κάθισα σε μια γωνιά και άρχισα να πίνω... Δεν ξέρω σε πιο μπουκάλι βρέθηκε κάποιος να με αφυπνίσει, να μου πει ότι ήμουν λιώμα και ότι δεν ήμουν ικανός να πάρω ούτε τα πόδια μου... να πάω κάπου... αλλά που θα μπορούσα να πάω... Όλα είχαν τελειώσει, εγώ είχα τελειώσει και ξαφνικά βρέθηκα στο πουθενά, σε ένα στενό αγκαλιά με ένα μπουκάλι να κοιτώ το κενό με μοναδική εικόνα την δική της να με κοιτάει παρακλητικά και να μου λέει.
«Κάνε το καλύτερο για εκείνην»
Το χέρι μου αυτόματα βρέθηκε μέσα στην τσέπη μου που είχα κρατήσει το φυλακτό της και μόλις το κράτησα στα χέρια μου η καρδιά μου σφίχτηκε...
«Ήθελα να της το δώσω εγώ την πρώτη φορά που θα την κράταγα στην αγκαλιά μου... Κάντο εσύ για μένα»
Έλεγε και σφίγγοντας το χέρι μου σε μπουνιά, το έφερα κοντά στο στόμα μου και κλείνοντας τα μάτια μου σφιχτά άφησα τον εαυτό μου για πρώτη φορά στην ζωή μου να εκφραστεί και να βγάλει από μέσα του ότι με έπνιγε, ενώ η βροχή δεν σταμάταγε να με λυτρώνει.
Είχε πλέον ξημερώσει και εγώ μούσκεμα πια, παρέμενα στο ίδιο σημείο αναποφάσιστος... Τι θα μπορούσα να κάνω εγώ για εκείνην;... Ήμουν τελείως άχρηστος, ούτε το πιο σημαντικό άτομο στον κόσμο μου δεν μπόρεσα να προφυλάξω από εκείνους, πως θα μπορούσα να προφυλάξω αυτό το άτυχο μωρό;... Η καλύτερη λύση θα ήταν να την αφήσω στην Έλενα, εκείνη θα μπορούσε ακόμα και μόνη της να την μεγαλώσει και να της δώσει όλα τα εφόδια που χρειάζεται, να την κάνει να ζήσει μια ζωή που της αξίζει... Φυσικά από μακριά θα μπορούσα να την ενισχύσω και εγώ... Τα λεφτά δεν ήταν το πρόβλημα, όλοι εκτός της Ρόουζ την έχουν για νεκρή... Η Έλενα δεν γνωρίζει ποιος είμαι, ούτε καν το όνομα μου δεν ρώτησε, δεν θα μπορούσε κανείς να ξέρει ότι αυτό το μωρό είναι της Μπέλλας μου.
Ναι είναι η καλύτερη λύση για εκείνην, η μοναδική που μου απομένει...
Και αν την πάει στην αστυνομία για να σε βρει;... ρώτησε η φωνή της λογικής και ξαφνικά με αφύπνισε... Δεν έχει ούτε χαρτιά ούτε τίποτα, θα χρειαστεί να ψάξει για να τα βρει, συνέχισε και αυτόματα, τρεκλίζοντας σηκώθηκα όρθιος... Όχι δεν πρέπει να μάθει κανείς για την ύπαρξη της, το χρωστάω στην Μπέλλα μου, πρέπει να την προστατέψω, έλεγα μέσα μου με πείσμα... Αλλά πως;... συνέχισα και αυτόματα για μια ακόμα φορά κατάρρευσα στο κρύο και υγρό πάτωμα άδειος... Τι στο διάολο θα κάνω;
Το κινητό μου για ακόμα μια φορά χτύπησε και αναστέναξα... Το σήκωσα χωρίς να κοιτάξω το καντράν.
«Ναι;» ρώτησα με βαθιά φωνή χωρίς να κάνω τον κόπο να την καθαρίσω.
«Έντουαρντ είσαι καλά, σε παίρνω τόση ώρα και δεν απαντάς... Είχα αρχίσει να ανησυχώ» άκουσα την φωνή της Ρόουζ να λέει με αγωνία και κοίταξα για λίγο γύρω μου.
«Μην φοβάσαι, κακό σκυλί ψόφο δεν έχει» ειρωνεύτηκα και εκείνη πήρε μια ανακουφιστική ανάσα.
«Πάρε το αεροπλάνο και γύρνα πίσω, εκείνοι θέλουν να σε δουν» μου δήλωσε και γέλασα ειρωνικά.
«Δεν ξέρω αν θα γυρίσω» της είπα τον προβληματισμό μου και για λίγο μείναμε στην σιωπή, εκείνη δεν ήξερε τι να πει.
«Έντουαρντ μην τα παρατάς τώρα...» προσπάθησε να με μεταπείσει και σμίγοντας τα χείλια μου σε μια ίσια γραμμή άρχισα να κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά.
«Με πούλησαν Ρόουζ και θες να τους πω και ευχαριστώ;» την διέκοψα απότομα και την άκουσα να αναστενάζει.
«Πιστεύανε ότι με αυτόν τον τρόπο σε προστατεύανε Έντουαρντ... Η Μπέλλα ήταν αποφασισμένη να σε σκοτώσει» προσπάθησε να τους υπερασπιστεί και αυτό έκανε το αίμα να μου ανέβει στο κεφάλι.
«Χίλιες φορές να με σκότωνε παρά αυτό... Χίλιες φορές» έλεγα με πείσμα και η κακομοίρα η Ρόουζ τα έχασε τελείως δεν ήξερε τι άλλο να πει.
«Θέλω χρόνο να σκεφτώ» είπα τελικά και ξεφύσησε απηυδισμένα.
«Τι να τους πω;» ρώτησε τελικά.
«Να πάνε να γαμηθούνε» της απάντησα εγώ και κλείνοντας το κινητό το πέταξα στο πάτωμα, με τα χίλια ζόρια σηκώθηκα όρθιος και πατώντας το, το έκανα κομμάτια.
Δεν έχω ιδέα το πως αλλά τελικά μετά από αρκετή ώρα βρέθηκα ξανά έξω από το σπίτι της Έλενας αλλά δεν έκανα καμία κίνηση για να πάω να χτυπήσω την πόρτα... Στεκόμουν εκεί σαν άγαλμα και κοίταζα το σπίτι χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα άλλο... Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και η Έλενα έτρεξε κατευθείαν προς το μέρος μου φορώντας ένα νυχτικό και μια ρόμπα από πάνω... Τι ώρα να είχε πάει άραγε;
«Είσαι καλά;...» ρώτησε με αγωνία καθώς με πλησίασε αλλά κοιτώντας με καλύτερα, αυτό που είδε στο ύφος μου, την τρόμαξε τόσο πολύ που έμεινε μακριά μου... «Ανησύχησα για σένα, νόμιζα ότι δεν θα γύριζες για μια στιγμή...» συνέχισε διστακτικά.
«Την έχασα Ελένα, την έχασα για πάντα» κατάφερα μόνο να πω και είδα να με πλησιάζει με πόνο στην ματιά της.
«Λυπάμαι πάρα πολύ» είπε με βαθιά φωνή από την συγκίνηση.
«Δεν έχω ιδέα τι κάνω εδώ, γιατί γύρισα... Εκείνη θα έπρεπε να ήταν εδώ όχι εγώ, εκείνη έπρεπε να την κρατάει στην αγκαλιά της...» συνέχισα μέσα στο παραλήρημα μου και με κοίταξε με κατανόηση.
«Θα τα καταφέρεις...» προσπάθησε και τότε ξέσπασα χωρίς να το υπολογίσω.
«Είμαι ένα τέρας Ελένα., ένα άψυχο τέρας... Πως θα μπορούσα ποτέ εγώ να της προσφέρω όσα της αξίζουν...Αν την πιάσω στα χέρια μου θα την μολύνω, θα την καταστρέψω όπως κατέστρεψα και εκείνην... Πως μπορείς να μου λες ότι θα τα καταφέρω;» σχεδόν ούρλιαξα και ο Φλικ που ήταν ήδη δίπλα μου αλλά εγώ δεν είχα πάρει είδηση, άρχισε να γρυλίζει παραπονιάρικα ενώ έτριβε την μουσούδα του πάνω στο υγρό μου μπατζάκι και τον κοίταξα ξαφνιασμένος.
«Έλα μέσα να κάνεις ένα μπάνιο να συνέλθεις πριν παγώσεις και να κοιμηθείς λίγο... Θα δεις ότι αν ξεκουραστείς, θα μπορέσεις να σκεφτείς πιο λογικά» είπε με απαλή φωνή ενώ διστακτικά έβαλε το χέρι της πάνω στον ώμο μου και την κοίταξα σαν να την έβλεπα για πρώτη φορά... Όλη της η συμπεριφορά μου θύμιζε τόσο πολύ την Μπέλλα μου που αυτό με έκανε ακόμα χειρότερα, αλλά δεν είχα άλλες αντοχές, δεν είχα άλλο κουράγιο για τίποτα... Την άφησα απλά να με παρασύρει μέσα στο σπίτι και μόλις άκουσα το κλάμα της μικρής έπιασα το κεφάλι μου και με τα δύο μου χέρια και έμεινα ακίνητος.
«Σε ικετεύω κάν’ την να σταματήσει» ικέτεψα και η Έλενα αμέσως έσπευσε να πάει προς τα μέσα.
«Πήγαινε να κάνεις ένα ζεστό μπάνιο και θα την φροντίσω εγώ» είπε και εξαφανίστηκε πριν προλάβω να βγάλω τα χέρια μου από τα μάτια μου.
Όσα ακολούθησαν έγιναν όλα μηχανικά που τελικά στο τέλος δεν είχα ιδέα πως κατέληξα στο κρεβάτι της να κοιμάμαι... Μέσα στον λήθαργο το μόνο που άκουγα, ήταν φωνές από μακριά που με έκαναν σταδιακά να ξυπνώ και με περιέργεια πιάνοντας το κεφάλι μου που ήταν έτοιμο να εκραγεί από τον πόνο, ακολουθώντας τες, πήγα να δω τι συμβαίνει.
«Γι αυτό μου τα έστειλες άρον των άρον για να φέρεις τον γκόμενο στο σπίτι;» άκουσα μια αντρική φωνή να λέει και μόλις μπήκα στο σαλόνι και είδα έναν άντρα να κρατάει βίαια και να ταρακουνά την Έλενα, τότε το μυαλό μου πήρε στροφές και πλησιάζοντας τους τον άρπαξα από το μπράτσο του και τον απομάκρυνα από κοντά της.
«Τι νομίζεις ότι κάνεις εκεί;» τον ρώτησα σκληρά και ξαφνιασμένος γύρισε προς το μέρος μου.
«Εσύ ποιος νομίζεις ότι είσαι για να κάνεις τσαμπουκάδες μέσα στο σπίτι μου;» ρώτησε εκείνος πίσω το ίδιο σκληρά και κοίταξα την Έλενα.
«Αυτός είναι ο άντρας σου;» την ρώτησα και εκείνη κατένευσε τρομοκρατημένα και τον άφησα καθώς πισωπάτησα.
«Κοίτα δεν είμαι εδώ για να δημιουργήσω προβλήματα... Δεν τρέχει τίποτα με την γυναίκα σου, απλά με φιλοξενεί» του δήλωσα πιο ήρεμα και εκείνος με κοίταξε δύσπιστα.
«Και σε κοιμίζει και στο κρεβάτι μας;... Σε ποιον πάτε να τα πουλήσετε αυτά;» ρώτησε εκείνος έξαλλος.
«Στέφαν... ο άνθρωπος έχασε την γυναίκα του, ήρθε πριν λίγο λιώμα... Τι να έκανα να τον πέταγα έξω;» πήγε να υπερασπιστεί τον εαυτό της και ο Στέφαν γύρισε την ματιά του άγρια προς το μέρος της.
«Και θες να σε πιστέψω;» της είπε με δηλητήριο στην φωνή του.
«Είναι η αλήθεια...» επενέβηκα εγώ και γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου... «Κοίτα μην κάνεις και εσύ τα ίδια λάθη όπως και εγώ γιατί σίγουρα θα το μετανιώσεις όπως μετανιώνω και εγώ τώρα... Όταν θα την χάσεις και καταλάβεις τι διαμάντι είναι η γυναίκα σου θα είναι αργά... φίλε... γι αυτό σταμάτα να το κάνεις τόσο μεγάλο θέμα και άνοιξε τα μάτια σου... Εγώ έτσι κι αλλιώς είμαι περαστικός... Εσύ κοίτα να γίνεις μόνιμος και να σταματήσεις της μαλακίες που ξέρεις» του είπα κυνικά και σαν από μηχανής θεός η μικρή εκείνην την στιγμή άρχισε να κλαίει και ο Στέφαν μας κοίταξε με περιέργεια... «Είναι στο δωμάτιο;» ρώτησα την Έλενα και μόλις εκείνη κατένευσε για απάντηση, τους άφησα μόνους για να τα πούνε ενώ πήγα να ηρεμίσω την μικρή... Δεν είχα ιδέα το πως αλλά θα προσπαθούσα.
Πλησιάζοντας την κούνια όπου ήταν εκείνη μέσα, την κοίταξα για μια στιγμή και αναστέναξα... Ήταν τόσο μικροσκοπική που ένιωθα ότι αν την ακουμπούσα θα έσπαγε μέσα στα χέρια μου... Κατεβάζοντας το προστατευτικό κάγκελο, γονάτισα μπροστά της και διστακτικά άπλωσα το χέρι μου να την αγγίξω απαλά... Μόλις ένιωσε το άγγιγμα μου γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος μου και αυτόματα με το μικροσκοπικό της χεράκι έπιασε το δάχτυλο μου και σταματώντας να κλαίει άρχισε να με κοιτάει με παράπονο ενώ το σαγόνι της συνέχιζε να τρέμει... Μπορεί να μου μοιάζει άλλα όλες της οι εκφράσεις, μου θυμίζουν τόσο πολύ την Μπέλλα μου που αυτό με τσάκιζε.
Κοιτώντας γύρω από την μικρή παρατήρησα ότι της είχε φύγει η πιπίλα και καθώς την πήρα με το ελεύθερο μου χέρι, την έφερα κοντά στο στόμα της και εκείνη την άρπαξε κατευθείαν και άρχισε να την πιπιλίζει με τέτοια ένταση που για μια στιγμή με έκανε να πιστέψω ότι θα μπορούσε μέχρι και να την καταπιεί... Αυτό φαινόταν ότι την ηρεμούσε οπότε τράβηξα το χέρι μου από το δικό της και μόλις το απελευθέρωσα, πετώντας με δύναμη την πιπίλα, ξανά από την αρχή, άρχισε να κλαίει με ένταση και εκείνην την στιγμή μου φάνηκε τόσο αστείο που πραγματικά με έκανε να γελάσω... Ήταν πραγματικά παμπόνηρη, την βλέπω την δουλειά δεν την βγάζω καθαρή μαζί της, σκέφτηκα και αφού της έδωσα ξανά την πιπίλα της, πήρα την απόφαση να την κρατήσω στην αγκαλιά μου.
Εκείνη ήρεμη πια χωρίς να κλείνει τα μάτια της, γαντζώθηκε από το μπλουζάκι που φόραγα και άρχισε να κοιτάει γύρω της... Δεν ξέρω εκείνην την στιγμή αν ένιωσα κάτι αλλά μια δύναμη που με ξεπερνούσε με έκανε να ψάξω να βρω το φυλαχτό της Μπέλλας και αυτό και έκανα... Βρίσκοντας το μέσα στο μπουφάν μου, έκατσα για λίγο στο κρεβάτι της Έλενας με την μικρή ακόμα στην αγκαλιά μου και μόλις το κοίταξα για λίγο, η ματιά της Μπέλλας μου, μου κατέκλυσε το νου και η καρδιά μου έγινε χίλια κομμάτια... Εκείνη έπρεπε να είναι τώρα εδώ και να την κρατάει, όχι εγώ... σκέφτηκα για μια στιγμή και το γουργούρισμα της μικρής με έκανε να την κοιτάξω.
«Η μητέρα σου ήταν ένας σπάνιος άνθρωπος... Είμαι σίγουρος ότι το ξέρεις ήδη» είπα και την είδα να με κοιτάει μέσα στα μάτια με ένα απλανές βλέμμα, αλλά ένιωθα ότι είχα όλη της την προσοχή... «Αυτό μου το έδωσε για σένα» συνέχισα και μόλις έφερα το φυλαχτό της Μπέλλας πιο κοντά της, εκείνη άπλωσε το χέρι και αμέσως το κράτησε σφιχτά μέσα στην χούφτα της ενώ ταυτόχρονα έφτυσε την πιπίλα της και φέρνοντας το κοντά στο στόμα της προσπάθησε να το βάλει μέσα αλλά δεν την άφησα και αυτό έφερε νέο κύμα κλάματος και τότε πραγματικά άρχισα να γελάω δυνατά... «Πεισματάρα...» σχολίασα αλλά εκείνη δεν έδωσε σημασία, συνέχισε να κάνει το δικό της χωρίς να σταματά αλλά δεν θα της περνούσε... Τραβώντας το φυλαχτό από το χέρι της, το έβαλα δίπλα μου και παίρνοντας ξανά την πιπίλα προσπάθησα να της την δώσω πάλι αλλά αυτήν την φορά δεν είχε αποτέλεσμα... «Αν βάλεις κάτι στο μυαλό σου δεν σου αλλάζουν γνώμη εεεε;;;» την ρώτησα και εκείνη για λίγο σταμάτησε και με κοίταξε στα μάτια με παράπονο αλλά μόλις είδε ότι δεν της το ξαναέδινα, συνέχισε πιο δυναμικά να κλαίει για να με λυγίσει αλλά δεν ήξερε με ποιον είχε μπλέξει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου