Φτάνοντας στο σπίτι που γεννήθηκα και μεγάλωσα, έσβησα την μηχανή μου και χωρίς να την ξεκαβαλικεύω το κοίταξα με μεγάλο θαυμασμό... Πράγματι ο Στέφαν, ο φύλακας όλων των ανεκτίμητων κειμηλίων των προγόνων μου και φυσικά της γης μου, είχε κάνει εξαιρετική δουλειά... Το σπίτι δεν έμοιαζε σε τίποτα με το ερείπιο που κάποτε ήταν αυτό το σπίτι, τώρα πια είχε μετατραπεί σε πραγματικό παλάτι, απλό και τόσο ζεστό όπως ακριβός θα το είχα φτιάξει και εγώ...
Ψηλά δέντρα το περικύκλωναν μέσα στο σκοτάδι και όποιος το κοίταζε δεν υπήρχε περίπτωση να μην του δημιουργήσει την αίσθηση του απόκοσμου... Το κυκλικό δρομάκι που οδηγούσε στην μπροστινή πόρτα ήταν μια πινελιά που πρόδιδε φινέτσα και μεγαλοπρέπεια… Τα βαθιά και σκούρα χρώματα του πράσινου και του καφέ κυριαρχούσαν παντού λες και το σπίτι ήταν ένα με το δάσος σαν χαμαιλέοντας που αλλάζει χρώματα και γίνεται ίδιος με το τοπίο για να μην τον βρίσκουν οι εχθροί του... Το μόνο που μπορεί να δει κάποιος θνητός την νύχτα είναι η αχνή λάμψη από τα φώτα των πολλών παραθύρων που φωτίζουν απαλά τους πελώριους κορμούς από τα δέντρα που τα κλαδιά τους φαίνονταν να ενώνονται ψηλά... Όλα σε αυτή την οικία πρόδιδαν κομψότητα και λεπτότητα μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια.
Πόσο καλά με ήξερε και ας μην με είχε γνωρίσει ποτέ του, φυσικά αυτό με κάνει να καταλαβαίνω ότι όχι μόνο έχει διαβάσει όλα τα βιβλία και τα χειρόγραφα που του έχω αφήσει να προσέχει αλλά τα έχει ψυχογραφήσει άψογα και αυτό με κάνει να τον εκτιμώ ακόμα περισσότερο γιατί ξέρω ότι δεν είναι μαζί μου για μια ηλίθια αφοσίωση όπως του την έχουν επιβάλει η γονείς του, αλλά επειδή ο ίδιος πιστεύει σε μένα και δεν θέλω τίποτα περισσότερο από αυτό.
Μόλις η πόρτα άνοιξε και τον είδα να ξεπροβάλει, κατέβηκα από την μηχανή μου και τον πλησίασα, εκείνος αμέσως έκανε μια βαθιά υπόκλιση και έμεινε μπροστά μου περιμένοντας το παράγγελμα μου... Πόσο ήθελα να γελάσω.
«Βασίλισσα μου» τον άκουσα να λέει και στριφογυρίζοντας τα μάτια καθώς κοίταζα προς τον ξάστερο ουρανό, άφησα μια απελπισμένη ανάσα.
Ο καλός μου ο Στέφαν, ήταν απόγονος των Σάλβατορ, της οικογένειας που προέρχονταν από ένα νόθο παιδί της γυναίκας του πατέρα μου... Μόλις ο δυνάστης πατέρας μου ανακάλυψε ότι δεν ήταν δικό του παιδί, προσπάθησε να το σκοτώσει για να εκδικηθεί την γυναίκα του αλλά δεν του έκανα την χάρη και μόλις κατάφερα να τον διώξω μαζί και τα αδέλφια μου από εδώ για να γλυτώσω τους άτυχους χωρικούς από την τυραννία του, οι χωρικοί με έβαλαν στην θέση του για να τους διοικώ και να τους προστατεύω, πήρα ξανά μαζί μου το άτυχο παιδί και το ανάστησα μέχρι εκείνο να είναι σε θέση να μπορεί να ορίζει μόνο του την ζωή του, όμως εκείνο θέλοντας να μου ανταποδώσει το καλό που του έκανα, ζήτησε να μείνει κοντά μου και δεν του το αρνήθηκα...
Από τότε και σε όλους τους αιώνες που ακολούθησαν, όλοι οι απόγονοι του Περμέτο Σάλβατορ, νιώθοντας υποχρεωμένοι απέναντι μου για το ότι υπάρχουν χάρης εμένα, έχουν παραμείνει ακόλουθοι μου και εγώ για να τους το ανταποδώσω, τους έχω χαρίσει την πατρική μου κατοικία, φυσικά με μερικούς όρους, όπως το να διατηρήσουν τα πράγματα του δωματίου μου καθώς και το υπόγειο όπως είναι, όλο το άλλο σπίτι με αφήνει αδιάφορη για την διακόσμηση του και επίσης να διατηρούν σε άψογη κατάσταση και να προστατεύουν όλα τα βιβλία και τα χειρόγραφα έγγραφα μου καθώς και τα κειμήλια μου, σαν φυλαχτό και εκείνοι όπως καταλαβαίνετε το κάνουν με όλη τους την καρδιά και όχι γιατί κάποιος τους το έχει επιβάλει αλλά γιατί οι ίδιοι το θέλουν. Πως άλλωστε να μην το θέλουν; Αν κάποιος διάβαζε όλα αυτά τα βιβλία τότε σίγουρα το ίδιο θα έκανε, ίσως και όχι, όλοι αλλά αυτό είναι άλλο θέμα.
«Τι μαλακίες είναι αυτές Στέφαν;... Στον 21ο αιώνα ζούμε όχι στο 500 μ.χ.... Σήκω απάνω και μην σε ξαναδώ να μου υποκλίνεσαι γιατί πράγματι θα με κάνεις να βγω από τα ρούχα μου» του είπα και αφού ίσιωσε το κορμί του παρέμεινε ακίνητος και με το κεφάλι του χαμηλά αποφεύγοντας να με κοιτάξει στα μάτια και άρχισα να γελάω δυνατά, αυτό λίγο τον τάραξε αλλά και πάλι δεν κουνήθηκε.
«Εεεε...» του είπα σκουντώντας τον λίγο στον ώμο και επιτέλους με κοίταξε αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουρος γι’ αυτό... «Ξεπάγωσε αδελφάκι μου, δεν είσαι δούλος μου... Αν το θες και εσύ μπορείς να γίνεις καλός φιλαράκος ή και τίποτα παραπάνω...» είπα καθώς τον έτρωγα με τα μάτια μου από την κορυφή μέχρι τα νύχια... «Άλλαξες εσύ, ομόρφυνες, με έχεις πραγματικά εντυπωσιάσει» συνέχισα και εκείνος αν είναι δυνατών κοκκίνισε.
«Τιμή μου να πληρώ τις προσδοκίες σας» είπε εκείνος και μούγκρισα καθώς έκανα τα χέρια μου μπουνιές κοιτάζοντας πάλι προς τον ουρανό.
«Στέφαν για όνομα πια... μην με κάνεις να σε κάνω το δείπνο μου γιατί δεν θέλω και πολύ» του είπα πειραχτικά και η απάντηση του με έστειλε αδιάβαστη.
«Αν αυτό είναι που επιθυμείτε, θα είναι μεγάλη μου τιμή» είπε και αρπάζοντας τον από την μπλούζα του, άρχισα να τον ταρακουνάω.
«Σύνελθε αγόρι μου σε ικετεύω... Είμαι απλά η Μπέλλα και εσύ είσαι ο Στέφαν... συνεννοηθήκαμε;;;... Ούτε βασίλισσα είμαι και εσύ αλλά και οι πρόγονοί σου δεν υπήρξατε ποτέ δούλοι μου, γιατί κάνεις όλα αυτά τα ηλίθια πράγματα τώρα;» τον ρώτησα και με κοίταξε απολογητικά αλλά με θάρρος και αυτό δεν διέφυγε της προσοχής μου.
«Συγχωρέστε με....»
«Ενικός Στέφαν...» μούγκρισα μέσα από τα δόντια μου... «Ενικός» επανέλαβα πιο ήρεμα και εκείνος κατένευσε.
«Συγχώρεσε με, βα...» τον κοίταξα προειδοποιητικά... «Μπέλλα...» διόρθωσε και του χαμογέλασα... «Αλλά δεν είχα ιδέα τι να κάνω, είχα τόσο άγχος που θα σε γνώριζα» απολογήθηκε και αναστέναξα.
«Δεν είμαι δα και τόσο σπουδαία Στέφαν μην...» είπα όπως ειλικρινά ένιωθα αλλά εκείνος δεν με άφησε να τελειώσω την φράση μου.
«Μην το ξαναπείς ποτέ αυτό, αν δεν ήσουν εσύ...»
«Εσύ στην θέση μου τι θα έκανες;» του γύρισα πίσω διακόπτοντας τον και το σκέφτηκε για λίγο.
«Δεν ξέρω αν θα είχα την ίδια δύναμη με σένα να τα κάνω όλα αυτά... γι’ αυτό και σε θαυμάζω τόσο πολύ» μου απάντησε ειλικρινά και του χτύπησα τον ώμο του φιλικά.
«Το ίδιο θα έκανες Στέφαν... Πίστεψε με θα έκανες το ίδιο...» του είπα και μου χαμογέλασε... «Επιτέλους το άγαλμα ξεπάγωσε, που το έκρυβες τόσο ωραίο χαμόγελο;...» του είπα και εκείνος άρχισε να χαλαρώνει περισσότερο... «Τι θα γίνει εδώ θα την βγάλουμε; Δεν θα με αφήσεις να περάσω;» τον ρώτησα και αμέσως θυμήθηκε ότι ήμασταν ακόμα έξω.
«Ο συγνώμη έχεις δίκιο...» είπε και μόλις τον άφησα από το κράτημα μου, έκανε δύο πίσω βήματα ώστε να είναι μέσα στο σπίτι για να μπορέσει να μου δώσει την άδεια του σαν ιδιοκτήτης του σπιτιού που ήταν... «Παρακαλώ πέρασε μέσα» είπε και αφού πέρασα γύρισα προς την μεριά του.
«Σε ευχαριστώ καλέ μου Στέφαν για την πρόσκληση σου... Ξέρεις τους κανόνες, δεν περνάει κανείς άλλως με την άδεια σου αν πρώτα δεν σου επιβεβαιώσω εγώ ότι είναι εντάξει να μπει» του υπενθύμισα και κοιτώντας με σοβαρός κατένευσε.
«Φυσικά» είπε και καθώς μπήκα πιο μέσα, άρχισα να κοιτάζω την υπέροχη διακόσμηση που είχε κάνει.
«Όλα αυτά τα έκανες μόνος σου;...» ρώτησα με θαυμασμό και το χαμόγελο του μου το επιβεβαίωσε... «Έχεις κάνει πράγματι τέλεια δουλειά» συνέχισα και μόλις μπήκα στο σαλόνι το κοίταξα με μια νοσταλγία.
Τα ξύλινα έπιπλα φαίνονταν σαν να είχαν ξεπροβάλλει από κάποια άλλη εποχή... Ένα σκαλιστό γραφείο στην μέση, για την ακρίβεια το δικό μου γραφείο που μου ξύπνησε παλιές μνήμες, πολυθρόνες και ένα τραπεζάκι που έδεναν απίστευτα στο σαλόνι με τις βαριές σκούρες κουρτίνες να κρέμονται από το κουρτινόξυλο και τον πολυέλαιο να δεσπόζει στο ταβάνι στο χρώμα του χρυσού για να ολοκληρώσει την διαρρύθμιση... Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν οι βιβλιοθήκες και το μεγάλο τζάκι που έκαιγε στην μέση του χώρου πλημμυρίζοντας ζεστασιά που διαπερνούσε ακόμα και έμενα λόγου του ότι έχω διαφορετική θερμοκρασία από ένα κανονικό άνθρωπο.
«Πήρα πολλές ιδέες από τα σχέδια του παλατιού, οι πίνακες και τα σκίτσα σου, δεν σου κρύβω ότι με έχουν μαγέψει, περνάω ώρες ατελείωτες να τα κοιτώ ξανά και ξανά, μελετώντας τα» είπε και γύρισα προς την μεριά του.
«Το γραφείο μου...» του είπα και εκείνος κατένευσε χαμογελώντας... «Η σύγχρονη νότα που του έδωσες το κάνει πιο εκθαμβωτικό» τον παίνεψα και εκείνος αμέσως έσκυψε το κεφάλι του αμήχανα... «ΕΕΕΕ... πάλι τα ίδια;» του είπα και γελώντας σήκωσε ξανά την ματιά του προς το μέρος μου.
«Πραγματικά δεν μπορώ να το πιστέψω ότι σε γνωρίζω από κοντά, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, είσαι μέσα στο μυαλό μου, φυσικά ο πατέρας μου πάντα μου υπενθύμιζε ότι ίσως και να μην σε γνώριζα ποτέ, αλλά εγώ πάντα το ευχόμουν έστω να είναι ο δρόμος σου από εδώ ή ακόμα να χρειαζόσουν κάτι από μένα ώστε να έρθεις να το πάρεις και να τώρα που έγινε πραγματικότητα... Μέσα από αυτά τα βιβλία...» είπε καθώς έδειχνε προς την βιβλιοθήκη που ήταν δίπλα του... «Νιώθω ότι σε ξέρω όλη μου την ζωή και ελπίζω να φανώ αντάξιος των προσδοκιών σου»
«Μόνο κοίτα μην με ερωτευτείς γιατί μεγάλε την έκατσες την βάρκα» τον πείραξα και εκείνος με κοίταξε σοβαρός.
«Σε θαυμάζω Μπέλλα» είπε και άφησα την ανάσα μου να βγει από μέσα μου βαριά.
«Σε ευχαριστώ Στέφαν... Πραγματικά σε ευχαριστώ για όλα... αλλά το εννοώ... Άσε απέξω τις αγάπες και τα λουλούδια... γιατί αν με ξέρεις τόσο καλά όσο λες, θα ξέρεις επίσης ότι εγώ και αυτά, απλά δεν πάμε πακέτο...» του είπα καθώς του έκλεισα το μάτι και κατένευσε... «Τα πράγματα μου έχουν έρθει;» τον ρώτησα για να αλλάξουμε κουβέντα και αμέσως ενεργοποιήθηκε.
«Ναι φυσικά, είναι όλα τακτοποιημένα στο δωμάτιο σου» είπε και ζαρώνοντας τα φρύδια μου τον κοίταξα δύσπιστα.
«Δεν θυμάμαι να σου ζήτησα να τα τακτοποιήσεις» του είπα και εκείνος αμέσως μαγκώθηκε καθώς ψάρωσε.
«Συγνώμη που πήρα την πρωτοβουλία...» απολογήθηκε και κούνησα το κεφάλι μου απελπισμένη.
«Στέφαν;... Δεν περιείχε τίποτα που ήθελα να κρατήσω μυστικό απλά δεν ήθελα να σε βάλω σε τέτοιο κόπο, για μένα θα ήταν υπόθεση μερικών λεπτών μόνο, φαντάζομαι εσένα θα σου πήρε τουλάχιστον δύο μέρες να για να τα τελειώσεις» του είπα και ανασήκωσε τους ώμους του.
«Δεν με πειράζει» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους.
«Πειράζει όμως εμένα, να μην ξαναγίνει... ΔΕΝ... ΕΙΣΑΙ... ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΜΟΥ... δεν θα το ξαναπώ... Ξέχνα ότι είμαι εδώ, κάνε ότι θα έκανες και κάθε άλλη μέρα... Δόξα το όνομα του κυρίου μου, μια χαρά χεράκια και ποδαράκια έχω, μπορώ και μόνη μου να φροντίσω τον εαυτό μου... Είμαστε σύμφωνοι;» τον ρώτησα και κατένευσε σοβαρός.
«Και πάλι αν χρειαστείς κάτι από μένα...» προσπάθησε για μια ακόμα φορά.
«Ξέρω ότι θα είσαι πρόθυμος να με εξυπηρετήσεις... Και σου είμαι ευγνώμον γι’ αυτό αλλά σε εκλιπαρώ σταμάτα να φέρεσαι σαν υπηρέτης, μου την δίνει πάρα πολύ» του ζήτησα παρακλητικά.
«Θα προσπαθήσω, πιστεύω με τον καιρό θα το συνηθίσω»
«Έτσι σε θέλω... Τώρα, έχεις φέρει προμήθειες;» τον ρώτησα και αμέσως έκανε την κίνηση να φύγει ενώ έλεγε.
«Ναι φυσικά... Θα σου φέρω αμέσως...»
«ΕΕΕΕΕΕ...» τον σταμάτησα και γυρίζοντας με κοίταξε με απορία... «Τι είπα πριν για τα χεράκια και τα ποδαράκια μου;» τον ρώτησα και γέλασε... «Θα πάω να πάρω μόνη μου και εσύ όπως είπαμε, κάνε ότι θα έκανες μια οποιαδήποτε άλλη μέρα» του είπα σαν εντολή και αναστέναξε.
«Αφού δεν χρειάζεσαι κάτι άλλο, τότε λέω να πάω από το μαγαζί» είπε αλλά ακόμα δεν ήταν βέβαιος αν ήθελε να φύγει.
«Έμαθα ότι έκανες καλή δουλειά μαζί του και ότι πάει πάρα πολύ καλά, αληθεύει;» τον ρώτησα και με κοίταξε καμαρωτός.
«Αν πάει λέει;» επιβεβαίωσε με ένα αυτάρεσκο ύφος.
«Πολύ χαίρομαι για σένα» του είπα με ειλικρίνεια.
«Σε ευχαριστώ... Οπότε αν δεν με θες κάτι άλλο...»
«Πήγαινε Στέφαν, θα είμαι μια χαρά» τον αποδέσμευσα αλλά εκείνος και πάλι δεν έλεγε να φύγει.
«Θες να περάσεις καμία βόλτα από το μαγαζί;» με ρώτησε και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
«Δεν ήρθε ακόμα η ώρα να κάνω την εμφάνιση μου, θα τους παρακολουθώ προς το παρόν από απόσταση...» τον ενημέρωσα ώστε να μην αναφερθεί ακόμα στο όνομα μου, μέχρι να δω τι σκατά έχει κάνει ο ακατανόμαστος και να βεβαιωθώ για το που αποσκοπεί, αν και τα περισσότερα μέσα από τον Στέφαν, τα ήξερα ήδη αλλά ήθελα να τα πιστοποιήσω και μόνη μου, όχι γιατί δεν του είχα εμπιστοσύνη αλλά γιατί εκείνος δεν ήταν σε θέση να τους υποκλέψει πληροφορίες όπως εγώ.
«Αααα... μιας και που το αναφέραμε, με την άλλη την ξενέρωτη τι έκανες;» τον ρώτησα και με κοίταξε με το βλέμμα του νικητή... «Φύγε από εδώ!... Ο άλλος δύο χρόνια τώρα και ακόμα προσπαθεί να την ψήσει και εσύ μέσα σε μια βδομάδα κατάφερες να την πηδήξεις κιόλας;» τον ρώτησα δύσπιστα και ανασήκωσε τους ώμους του.
«Δεν είμαστε και το ίδιο» είπε και γέλασα δυνατά.
«Φυσικά και δεν είσαστε μωρό μου, εσύ είσαι άντρας και εκείνος ακόμα παιδί...» είπα κάνοντας μια απελπισμένη γκριμάτσα ενώ στην σκέψη αυτή αμέσως μου κόπηκε το γέλιο στην μέση... «Αυτό είναι όλο μας το πρόβλημα και ελπίζω να ξεκολλήσει το κεφάλι του επιτέλους πριν με αναγκάσει να τον κάνω χίλια κομμάτια πριν πάρει κανένα αθώο θύμα μαζί του γιατί ακριβός είναι ανώριμος ακόμα και δεν μπορεί να ελέγξει ούτε τον ίδιο του τον εαυτό»
«Δηλαδή είναι αλήθεια;» ρώτησε και τον κοίταξα με νόημα στα μάτια.
«Δεν θα αργήσει η ώρα που θα έχουμε πάλι εξελίξεις Στέφαν γι’ αυτό να έχεις το νου σου, πολύ σύντομα θα έχουμε επισκέψεις... Δεν πρόκειται να το αφήσουν χωρίς πρώτα να προσπαθήσουν» του είπα σοβαρά και εκείνος με κοίταξε απολογητικά.
«Νομίζω ότι ήδη έχουμε έναν επισκέπτη αλλά δεν μπορώ να είμαι σίγουρος γι’ αυτό, ο διοικητής εχθές βρήκε ένα τουρίστα κατακρεουργημένο αλλά είπε ότι ήταν από επίθεση αρκούδας... Χρυσό τον έκανα αλλά δεν μου αποκάλυψε τίποτα παραπάνω»
«Το τσιράκι του Ντέιμον, ένια σου και θα σου τον κανονίσω εγώ... Δεν πέρασε από εδώ ή το μαγαζί;» τον ρώτησα και αμέσως μου το αρνήθηκε... «Μην αγχώνεσαι γι’ αυτόν, πες ότι είναι ήδη παρελθόν... Κάτι άλλο που πρέπει να ξέρω;»
«Όχι δεν υπάρχει κάτι άλλο, από την τελευταία μου αναφορά αλλά έχω μια απορία...» είπε σκεπτικός.
«Σε ακούω» του έδωσα την άδεια μου να συνεχίσει.
«Δεν υποτίθεται ότι χρειάζεσαι τον μικρό για τον μύθο;» με ρώτησε προβληματισμένος και άφησα ένα χαιρέκακο γελάκι να μου ξεφύγει.
«Εκείνοι τον χρειάζονται όχι εγώ, από την άλλη μην ξεχνάς ότι είμαι εδώ για να μην τους αφήσω να τον πραγματοποιήσουν όχι το αντίθετο και από την άλλη οι μόνες που με ενδιαφέρουν εμένα είναι η Άλις και η Έσμι... Ο Έντουαρτ και ο Καρλάιλ απλά για μένα παίρνουν παράταση ζωής μέχρι να μου αποδείξουν τις πραγματικές τους προθέσεις, αν επαληθεύσω ότι έχω καταλάβει μέχρι τώρα, πίστεψε με θα γίνουν σύντομα παρελθόν... Αν διαπιστώσω ότι τα σχέδια τους είναι να επαναλάβουν την ιστορία... τότε δεν πρόκειται να πάρουν δεύτερη ανάσα...» δήλωσα σκληρά και ο κακομοίρης ο Στέφαν για λίγο τα χρειάστηκε και αμέσως χαλάρωσα τα χαρακτηριστικά μου... «Ειλικρινά Στέφαν δεν έχω ιδέα πως κρατιέμαι και δεν τον αποτελειώνω τον άθλιο τον Καρλάιλ. Αν επιβεβαιώσω τα σχέδια του....» δεν μπόρεσα να συνεχίσω, σφίγγοντας τις γροθιές μου κοίταξα μακριά για να καταφέρω να κατευνάσω όλα τα συναισθήματα που βγήκαν στην επιφάνεια.
«Πιστεύεις;....» πήγε να ρωτήσει ο Στέφαν και γύρισα το κεφάλι μου απότομα προς το μέρος του κοιτώντας τον με μια άγρια ματιά και εκείνος αμέσως έκοψε την ανάσα του στην μέση αλλά δεν μετακινήθηκε σπιθαμή... Αμέσως το μετάνιωσα και τον κοίταξα απολογητικά.
«Για όνομα Στέφαν... Δεν το βλέπεις και μόνος σου;...» τον ρώτησα και συνέχισα χωρίς να περιμένω απάντηση... «Τι σκατά τους ποτίζει τόσα χρόνια δεν μπορώ να καταλάβω... Δεν έχουν ιδέα για το ποιοι πράγματι είναι και ποια είναι η μοίρα τους... Εδώ ο μικρός φαντάζεται να πάρει το απολυτήριο του, να πάρει την καλή του μαζί για να σπουδάσουν και μόλις το κάνουν να παντρευτούν και να γυρίσουν όλον τον κόσμο... Δεν έχει ιδέα ποια είμαι, αυτό δεν σου λέει τίποτα;...» τον ρώτησα και με κοίταξε με κατανόηση.
«Του φανερώθηκες;» ρώτησε δύσπιστα και τον κοίταξα με νόημα στα μάτια.
«Μόνο στα όνειρα του αλλά και εκεί...» μούγκρισα με απελπισία... «Δεν έχει ιδέα ποια είμαι, ακόμα χειρότερα είμαι σίγουρη ότι αν με δει μπροστά του δεν θα καταλάβει καν ότι ήμουν εγώ αυτή που κοίταζε, αντί για την ξενέρωτη την Έλενα του... Τόσο αφοσίωση πια...» άλλο ένα μουγκρητό αγανάκτησης με έκανε να κόψω την φράση μου στην μέση... «Μα τον κύριο μου, σου το ορκίζομαι, από την μια θέλω να τον πιάσω στα χέρια μου και να αρχίσω να τον ταρακουνώ μπας και ξυπνήσει επιτέλους αλλά από την άλλη...» σμίγοντας τα χείλια μου σε μια ίσια γραμμή γύρισα το πρόσωπο μου από την άλλη και κράτησα την ανάσα μου ενώ πραγματικά δεν μπορούσα να το πιστέψω.
«Σε κάνει να τον λυπάσαι επειδή...» τον κοίταξα προειδοποιητικά και κόβοντας την φράση του στην μέση, χαμήλωσε την ματιά του στο πάτωμα μουρμουρίζοντας... «Συγνώμη, δεν ήθελα»
«Σε παρακαλώ Στέφαν, κάνε μου την χάρη και πήγαινε να κάνεις την δουλειά σου, πραγματικά θέλω να χαλαρώσω λίγο... Θα τα πούμε όταν γυρίσεις, εντάξει;» τον παρακάλεσα και εκείνος για λίγο δίστασε.
«Μπέλλα;» με ρώτησε και τον κοίταξα με απορία.
«Ναι;»
«Με τηνννν...» είπε με νόημα «Τι να κάνω;»
«Λίγο με νοιάζει, αν θες κράτα την, αν όχι στείλε την από εκεί που ήρθε, αλλά κακομοίρη μου μην σε πάρει είδηση ο μικρός... έχει ήδη αρκετά απωθημένο θυμό μέσα του, δεν χρειάζεται περισσότερο, αν το μάθει και αυτό, τότε δεν θα καταφέρω να τον συγκρατήσω ούτε εγώ, όταν θα έρθει η ώρα να απελευθερώσει τα ένστικτα του» του είπα κατηγορηματικά.
«Να είσαι σίγουρη γι’ αυτό» μου επιβεβαίωσε και αφού με χαιρέτησε έφυγε αφήνοντας με μόνη και εγώ βρήκα την ευκαιρία να κοιτάξω για λίγο το σπίτι πριν πάω στο καινούργιο μου δωμάτιο για να χαλαρώσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου