Είχαν περάσει πάνω από πέντε ώρες και ο Τεό δεν είχε ακόμα φανεί... Η αγωνία μου, είχε χτυπήσει κόκκινο καθώς και τα νεύρα μου... Ήξερα ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να την προδώσει αλλά αν συνέβαινε κάτι σοβαρό πως θα μπορούσε να με ειδοποιήσει... Ο μαλάκας ούτε ένα τηλέφωνο δεν του έδωσα για να επικοινωνήσει μαζί μου στην περίπτωση που θα χρειαζόταν και αν εκείνη πάθει κάτι; Δεν θα μπορούσα ποτέ να συγχωρέσω τον εαυτό μου αν πάθαινε κάτι, ένιωθα τόσο άχρηστος που με έκανε να τρελαίνομαι τελείως.
Το γάβγισμα του Φλικ έκανε την καρδιά μου να μπει στην θέση της και τρέχοντας προς την πίσω αυλή, πάτησα το κουμπί για να ανοίξει η πόρτα που είχα φτιάξει όταν είχα διαμορφώσει το σπίτι μετά την έκρηξη και μόλις είδα τον Τεό πήγα γρήγορα κοντά του.
«Είναι καλά;» ρώτησα με αγωνία και ο Τεό με κοίταξε σαν να κοίταζε κάποιο άλιεν.
«Ξέρεις έχεις αρχίσει να με ανησυχείς...» είπε αλλά χωρίς να του δίνω σημασία, έπιασα κατευθείαν το μέτωπο της για να σιγουρευτώ ότι ο πυρετός της είχε υποχωρήσει... «Έχει βαριά μορφή βρογχιολίτιδας αλλά θα γίνει καλά» με πληροφόρησε και μου έδειξε την σακούλα που κράταγε με τα φάρμακα στο χέρι και κατένευσα.
«Θες να έρθεις μέσα;» τον ρώτησα και με κοίταξε με ύφος.
«Δεν φεύγω αν δεν μάθω τι ακριβώς συμβαίνει...» δήλωσε και του έκανα σήμα να περάσει για να κλείσω την πόρτα και μόλις το έκανε, με ακολούθησε μέχρι την πόρτα της κουζίνας αμίλητος αλλά μόλις είδε τον χαμό που γινόταν εκεί, σταμάτησε για λίγο... «Ο Χριστός και η μάνα τους, πως ζείτε εδώ μέσα;» αναφώνησε και κοίταξε γύρω του σοκαρισμένος.
«Πίστεψε με και εγώ απορώ... Αλλά δεν έχεις ιδέα τι έχω τραβήξει τις τελευταίες πέντε μέρες που είμαστε εδώ» του απάντησα και μόλις γύρισε προς το μέρος μου με κοίταξε με απορία... «Δώσε μου την μικρή να την πάω απάνω και θα σου εξηγήσω τι εννοώ» τον πρόλαβα πριν πει κάτι και μόλις μου την έδωσε, με τον Φλικ να με ακολουθεί την ανέβασα απάνω και μόλις βεβαιώθηκα ότι ήταν ασφαλής, την άφησα με τον Φλικ να την προσέχει και κατέβηκα ξανά κάτω.
Μπαίνοντας στην κουζίνα βρήκα τον Τεό να προσπαθεί να μαζέψει τα ασυμμάζευτα.
«Άστα όπως είναι, θα προσπαθήσω να τα μαζέψω μετά... Θες να σου βάλω κάτι να πιεις;» τον ρώτησα και αφού άφησε την σακούλα που κρατούσε στο πάτωμα γύρισε προς το μέρος μου.
«Θα μου πεις που είναι επιτέλους η τσουτσούρδα;» μου είπε χωρίς να αντέχει άλλο.
«Κάτσε...» του πρότεινα και με κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια του... «Κάτσε...» επανέλαβα ενώ έβγαζα δύο καθαρά ποτήρια από το ντουλάπι και καθώς τον πλησίαζα προς το τραπέζι, τα γέμισα με ουίσκι και του έτεινα το ένα.
«Γιατί κάτι μου λέει ότι δεν θα μου αρέσει αυτό που θα ακούσω» είπε ενώ καθόταν παγωμένος στην καρέκλα κρατώντας το ποτήρι που του είχα δώσει και μόλις έκατσα απέναντι του τον κοίταξα στα μάτια ανέκφραστα.
«Η Μπέλλα είναι νεκρή» του δήλωσα και έμεινε ακίνητος για μια στιγμή να με κοιτάει χωρίς να λέει τίποτα.
«Τι πράγμα;» ρώτησε τελικά μόλις βρήκε την φωνή του σοκαρισμένος και αναστέναξα.
«Είναι η αλήθεια Τεό» του είπα κάτω από την ανάσα μου ενώ έπινα μονορούφι το ποτό μου και για λίγο μείναμε και οι δύο στην σιωπή... Εκείνος δεν ήξερε πως να αντιδράσει.
«Τι συνέβη;... Πως;» έλεγε χωρίς ανάσα και γεμίζοντας ξανά το ποτήρι μου τον κοίταξα για μια στιγμή πριν απαντήσω.
«Καταλαβαίνεις ότι, ό,τι πούμε θα μείνει εδώ» του δήλωσα χωρίς να δέχομαι αντίρρηση γι αυτό και εκείνος ξέσπασε υψώνοντας την φωνή του.
«Πες μου που να σε πάρει» απαίτησε και έχοντας την ανάγκη κάπου να τα πω, του είπα όλη την αλήθεια... Δεν θα το έκανα αλλά για κάποιον λόγο ένιωθα ότι του την χρωστούσα... Άλλωστε είχα αρκετούς εχθρούς, πίστευα ότι αν του έλεγα όσα συνέβησαν, ίσως κατάφερνα να έχω έναν σύμμαχο σε όλο αυτό και είχα δίκιο.
«Δεν το πιστεύω... Μα πως μπόρεσαν τα καθίκια;» είπε ενώ σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω μέσα στην κουζίνα με τις φλέβες του να πάλλονται σαν τρελές από την αγανάκτηση που ένιωθε μέσα του.
«Γι αυτούς Τεό τα πάντα είναι αναλώσιμα... Δεν μου κάνεις φεύγεις και πολύ σύντομα το ίδιο θα συμβεί και σε μένα...» του δήλωσα και γύρισε ξαφνιασμένος προς το μέρος μου.
«Πως διάολο λες κάτι τέτοιο τόσο κυνικά;» αναφώνησε και ανασήκωσα τους ώμους μου.
«Καρφί δεν μου καίγεται τι θα κάνουν μαζί μου, αυτό που με καίει είναι τι θα απογίνει η μικρή, Τεό... Της έδωσα τον λόγο μου ότι θα κάνω το καλύτερο για εκείνην... Πως διάολο θα το κάνω αυτό όταν όλα τους τα βλέμματα είναι στραμμένα απάνω μου... Παρακολουθούν την κάθε μου κίνηση, ήδη με έχουν καλέσει για να μου μιλήσουν και εγώ προσπαθώ να το αποφύγω όπως ο διάολος το λιβάνι γιατί αν τους δω μπροστά μου, δεν έχω την παραμικρή ιδέα πως θα καταφέρω να συγκρατηθώ ώστε να μην τους στείλω από εκεί που ήρθαν και από την άλλη δεν έχω ιδέα τι να κάνω την μικρή... Δεν μπορώ να την αφήσω μόνη της και δεν μπορώ να την εμπιστευτώ σε κανέναν, δεν πρέπει να μάθει κανείς ότι υπάρχει το καταλαβαίνεις;» του είπα απελπισμένα και εκείνος ξαφνιάζοντας με, ήρθε κοντά μου και έβαλε το χέρι του πάνω στον ώμο μου.
«Πως μπορώ να σε βοηθήσω;» ρώτησε και γύρισα προς την μεριά του.
«Πραγματικά δεν ξέρω Τεό, ελπίζω εσύ που έχεις πιο καθαρό μυαλό να μπορούσες να σκεφτείς κάτι» του είπα ειλικρινά και κάνοντας τον γύρω του τραπεζιού, έκατσε ξανά στην καρέκλα του και μόλις ήπιε το ποτό που είχε μέσα στο ποτήρι του με κοίταξε για λίγο ενώ το σκεπτόταν.
«Την αγάπησες» δήλωσε και κατένευσα σαν απάντηση... «Της το έλεγα αλλά δεν με πίστευε»
«Ήμουν τελείως μαλάκας... Άφησα τόσο καιρό ανεκμετάλλευτο μόνο και μόνο γιατί πίστευα ότι έτσι την προστάτευα... Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι θα μπορούσε ποτέ να με αγαπήσει, ενώ όλα τα σημάδια μου έδειχναν το αντίθετο και εγώ εθελοτυφλούσα... Τόσα λάθη, τόσα ηλίθια λάθη» παραδέχτηκα και μόλις άκουσα το κλάμα της μικρής, έκλεισα για λίγο τα μάτια μου και πήρα μια βαθιά ανάσα... «Μπορείς να πας απάνω να την φέρεις;... Θα της φτιάξω λίγο γάλα και ας ελπίσουμε ότι θα το πιει» τον ρώτησα και εκείνος κατένευσε και σηκώθηκε όρθιος... «Ανέβα την σκάλα και φώναξε τον Φλικ... Εκείνος θα σου δείξει που είναι» του έδωσα οδηγίες και μόλις βγήκε από την κουζίνα, σηκώθηκα να πλύνω ένα μπιμπερό για να της φτιάξω λίγο γάλα... Πραγματικά η κατάσταση που επικρατούσε μέσα στην κουζίνα, απλά δεν υπήρχε.
Την στιγμή που ο Τεό γύρισε με την μικρή στην κουζίνα και τον Φλικ να τους ακολουθεί, εγώ ετοίμαζα ακόμα το γάλα.
«Αυτό το σκυλί δεν την αφήνει από τα μάτια του» σχολίασε ο Τεό και γέλασα στιγμιαία.
«Έχει φοβερό ένστικτο, αν νιώσει ότι κάποιος θέλει το κακό της, τότε δεν θα μπορέσει να τον σταματήσει κανείς» του απάντησα και μόλις είδα ότι το γάλα είχε την σωστή θερμοκρασία, το πήρα στα χέρια μου και γύρισα προς την μεριά του.
«Είσαι σίγουρος που τον εμπιστεύεσαι μαζί της;» ρώτησε και κοίταξα προς τον Φλικ ενώ του έκλεισα το μάτι και εκείνος με κοίταξε ενώ γύριζε το κεφάλι του αριστερά και δεξιά καθώς έγλυφε την μουσούδα του.
«Δεν πρόκειται να την πειράξει, αν αυτό εννοείς, τα λατρεύει τα παιδιά...» του απάντησα και του έτεινα το μπουκάλι με το γάλα... «Θες να την ταΐσεις εσύ;» τον ρώτησα και με κοίταξε με περιέργεια... «Είναι ευκαιρία να μαζέψω λίγο εδώ μέσα» δικαιολογήθηκα και ο Τεό παίρνοντας το μπουκάλι κράτησε πιο καλά την μικρή στα χέρια του και βάζοντας το πανάκι που του είχα δώσει μαζί με το μπουκάλι κάτω από τον λαιμό της, άρχισε να την ταΐζει.
«Γιατί νιώθω σαν να μου την πασάρεις;» ρώτησε μεταξύ σοβαρού και αστείου.
«Μακάρι να γινόταν να σου την πασάρω αλλά δυστυχώς δεν γίνεται» του απάντησα ειλικρινά και παίρνοντας την σακούλα από το πάτωμα που την είχε αφήσει πριν ο Τεό, άρχισα να μαζεύω τον χαμό που επικρατούσε μέσα στην κουζίνα.
«Τόσο απελπισμένος είσαι που θα την έδινες ακόμα και σε μένα να την μεγαλώσω;» ειρωνεύτηκε και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
«Δεν είναι θέμα απελπισίας Τεό... Απλά πιστεύω ότι εσύ θα ήσουν καλύτερος γονιός για εκείνην από οποιονδήποτε άλλο, αλλά σε ξέρουν ήδη οι άλλοι και αν σου την δώσω, δεν θα αργήσουν να το ανακαλύψουν» του απάντησα σοβαρά και για λίγο ο Τεό έμεινε άφωνος.
«Οκ έζησα για να το ακούσω και αυτό» είπε σοκαρισμένος και γύρισα προς την μεριά του.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί σου φαίνεται παράξενο... Είσαι καλός άνθρωπος, έχεις τόση αγάπη μέσα σου που αγκαλιάζεις οποιονδήποτε νιώθεις ότι σε έχει ανάγκη, γιατί εσύ να μην είσαι κατάλληλος για εκείνην;» τον ρώτησα και άνοιξε τα μάτια του διάπλατα με δυσπιστία... «Τι νόμιζες ότι θα άφηνα την Μπέλλα να σε βλέπει χωρίς να ξέρω τα πάντα για σένα;» τον ρώτησα δύσπιστα.
«Ήμουν σίγουρος ότι με είχες σκανάρει, αλλά να ακούω αυτά τα λόγια από σένα;... Και μάλιστα να με θεωρείς και κατάλληλο για την κόρη σου;... Εντάξει ένα σοκ το έπαθα τώρα» είπε και συνέχισε να με κοιτάει σοκαρισμένος.
Γυρίζοντας ξανά προς την κουζίνα, συνέχισα να μαζεύω ότι είχα σπείρει για να μην τον κοιτώ. Δεν άντεχα την ματιά του, τα πάντα απάνω του δήλωναν ότι σκεφτόταν έναν τρόπο για να μου αλλάξει γνώμη και δεν έπεσα έξω.
«Είσαι σίγουρος ότι δεν θες να την κρατήσεις;... Εννοώ είναι τόσο κρίμα να σας χάσει και τους δύο» είπε μετά από λίγο και αφήνοντας την ανάσα μου να βγει βαριά από μέσα μου, έβαλα τα χέρια μου πάνω στον μπάγκο για να υποβαστάξω το βάρος μου και έκλεισα τα μάτια μου καθώς πάλευα πολύ σκληρά για να μην ξεσπάσω, στην τελική εκείνος δεν μου έφταιγε σε τίποτα.
«Πες μου ειλικρινά Τεό... Τι μέλλον θα μπορέσει να έχει μαζί μου;» τον ρώτησα ήρεμα εμποδίζοντας τον εαυτό μου με νύχια και με δόντια να τα χάσει.
«Εσύ δεν είπες ότι θες να τα παρατήσεις; Δεν είπες ότι θες να ξεκινήσεις μια νέα ζωή; Πόσο θα κρατήσει ο εγκλεισμός της; Ένα, δύο χρόνια; Μετά θα μπορεί να έχει μια φυσιολογική ζωή, μαζί σου, με τον πατέρα της όχι με κάποιους ξένους Έντουαρτ» είπε με περισσότερο πείσμα και έτριξα τα δόντια μου για να συγκρατηθώ αλλά έβραζα τόσο πολύ μέσα μου που πλέον δεν μπορούσα να το συγκρατήσω άλλο.
«Μετά από όσα σου είπα ακόμα πιστεύεις ότι είμαι κατάλληλος για να την μεγαλώσει; Είμαι ένα τέρας Τεό, ένα άψυχο τέρας, τι μπορώ να της προσφέρω; Την ακουμπάω και νιώθω ότι την μολύνω, ότι την καταστρέφω όπως κατέστρεψα και εκείνην... Δεν το καταλαβαίνεις, είμαι ότι χειρότερο της έχει τύχει, όχι ότι καλύτερο Τεό, δεν μπορώ να το κάνω αυτό, ότι αγγίζω το καταστρέφω...»
«Δεν είναι αλήθεια αυτό...» προσπάθησε ξανά και τότε ξέφυγα τελείως.
«Για τον θεό πως μπορείς να το λες αυτό όταν ξέρεις ότι εξαιτίας μου έπεσε στα χέρια του πιο αδίστακτου ανθρώπου, εξαιτίας μου έγινε πόρνη, έγινε δολοφόνος, έδωσε την ίδια της την ζωή...» ούρλιαξα ενώ χωρίς να το υπολογίζω με τα χέρια μου έσπρωξα ότι υπήρχε πάνω στον μπάγκο και μόλις τα μπουκάλια και τα ποτήρια πέσανε στο πάτωμα κάνοντας έναν εκκωφαντικό ήχο την στιγμή που σπάσανε, η μικρή άρχισε να κλαίει τρομαγμένη και αυτό με συνέφερε απότομα.
Γυρίζοντας προς το μέρος της, με δύο δρασκελιές έφτασα κοντά της και αρπάζοντας την από την αγκαλιά του Τεό, την κράτησα απάνω μου και προσπάθησα να την ηρεμήσω.
«Σσσσς.... σσσς... συγνώμη, δεν θα το ξανακάνω, ηρέμησε σε παρακαλώ, μην κλαις» έλεγα ακατάπαυστα ενώ την συγκρατούσα απάνω μου κουνώντας την απαλά και καθώς το κλάμα της καταλάγιαζε, ξαφνικά άρχισε να βήχει και το αποτέλεσμα ήταν να κάνει ξανά εμετό.
«Όχι πάλι Νες, όχι πάλι» έλεγα με απελπισία ενώ πήγαινα προς το νεροχύτη και παίρνοντας μια καθαρή πετσέτα, την έβρεξα λίγο και άρχισα να καθαρίζω ότι μπορούσα μάταια μιας και που είχε γίνει χάλια.
«Κοίταξε την Τεό... κοίταξε την...» του είπα απελπισμένος γυρίζοντας προς το μέρος του... «Δεν της αξίζει κάτι τέτοιο... Δεν της αξίζει» είπα με περισσότερο πείσμα και συγκρατώντας την απάνω μου από την αντίθετη μεριά από αυτήν που είχε βγάλει όλο το γάλα που είχε πιει, βγήκα από την κουζίνα και άρχισα να ανεβαίνω την σκάλα για να την πάω στο δωμάτιο της ώστε να την αλλάξω και ο Τεό με ακολούθησε αμίλητος.
«Καταλαβαίνω ότι τα έχεις λίγο χαμένα...» πήγε να συνεχίσει μετά από λίγο και γύρισα προς το μέρος του κοιτώντας τον δύσπιστα.
«Λίγο χαμένα; Λίγο;...» αναφώνησα και εκείνος έκανε πίσω αμυντικά... «Τα έχω χάσει τελείως Τεό, τρελαίνομαι το καταλαβαίνεις; Δεν έχω άλλες αντοχές, δεν αντέχω άλλο» σύριξα και έκανε ένα δειλό βήμα προς το μέρος μου.
«Γι αυτό ακριβώς την χρειάζεσαι Έντουαρτ... Είναι ένα κομμάτι της, μπορεί να σου συμπληρώσει το κενό που νιώθει τώρα μέσα σου, μπορεί να σου απαλύνει τον πόνο» συνέχισε και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
«Γιατί δεν με καταλαβαίνεις; Είμαι άχρηστος τελείως, την έχω δέκα μέρες και δες τι κατάφερα, τι μπορώ να της προσφέρω; Τι;» συνέχισα υψώνοντας την φωνή μου... «Έχω χάσει τον εαυτό μου, έχω χάσει τα πάντα, την έχασα το καταλαβαίνεις; Έχω τόσο θυμό μέσα μου που δεν έχω ιδέα πως μπορώ ακόμα να συγκρατούμαι ώστε να μην διαλύσω τα πάντα στο πέρασμα μου, το κεφάλι μου από στιγμή σε στιγμή θα εκραγεί, εγώ που δεν θυμάμαι να έχω κλάψει ποτέ στην ζωή μου, τώρα απλά δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω, δεν μπορώ» φώναξα αγανακτισμένος και λυγίζοντας τα γόνατα μου άφησα το σώμα μου να κατρακυλήσει στο πάτωμα και βάζοντας τα πόδι μου κοντά στο στήθος μου, άφησα τα χέρια μου πάνω στα γόνατα μου και έπιασα το κεφάλι μου για να το υποβαστάξω πριν εκραγεί ενώ η ματιά μου για άλλη μια φορά θόλωνε και αυτό με έκανε χειρότερα.
«Έντουαρτ...» είπε ο Τεό απαλά και γονάτισε κοντά μου... «Την έχεις ανάγκη περισσότερο από όσο σε έχει εκείνη...» τον κοίταξα με μια δολοφονική ματιά αλλά εκείνος συνέχισε απτόητος... «Μην με κοιτάς εμένα έτσι γιατί δεν με τρομάζεις, ξέρω ότι έχεις αλλάξει, γι αυτό και την χρειάζεσαι... Το πρόβλημά σου είναι ότι δεν μπορείς να γυρίσεις ξανά τον διακόπτη ώστε να σβήσουν όλα τα συναισθήματα που σε πνίγουν...» είπε την διαπίστωση του και αφήνοντας την ανάσα μου να βγει βαριά από μέσα μου, κοίταξα μακριά για να αποφύγω το βλέμμα του... «Μην πάρεις τις αποφάσεις σου εν θερμώ... Δώσε λίγο χρόνο στον εαυτό σου να συνειδητοποιήσει την αλήθεια, άφησε την να σου γιατρέψει της πληγές σου... Τώρα αιμορραγείς και δεν μπορείς να δεις καθαρά»
«Θα την καταστρέψω Τεό» συνέχισα εγώ με πείσμα και εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Δεν θα το κάνεις... και ξέρεις γιατί; Γιατί μέσα σε εκείνην βλέπεις την Μπέλλα και αυτό που σε πνίγει τώρα είναι ότι είναι αυτή εδώ και όχι εκείνη»
«Έπρεπε να την προστατέψω, δεν έπρεπε να την ακούσω» ξέσπασα αυτό που με έπνιγε και ο Τεό μου χάιδεψε παρηγορητικά το μπράτσο καταλαβαίνοντας το και ο ίδιος, ότι αυτό ήταν που με έπνιγε περισσότερο.
«Έκανες ότι καλύτερο μπορούσες και για τις δύο Έντουαρτ, μην φορτώνεις τον εαυτό σου με άδικες κατηγορίες... Δεν μπορούσες να βρίσκεσαι σε δύο μέρη ταυτόχρονα»
«Δεν έπρεπε να την αφήσω μόνη» συνέχισα και εκείνος αναστέναξε.
«Έντουαρτ κοίτα με...» απαίτησε και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του... «Έκανες ότι καλύτερο μπορούσες» είπε και έμεινα για λίγο να τον κοιτώ χωρίς να ανταποκρίνομαι... «Πήγαινε να μαζέψεις τον εαυτό σου και θα μείνω εγώ μαζί της» με παρότρυνε και μόλις σηκώθηκε μου έδωσε το χέρι του για να με βοηθήσει να σηκωθώ και το δέχτηκα... «Και που είσαι...Το ότι λύγισες πάνω στον πόνο σου, το ότι έκλαψες, δεν σε κάνεις λιγότερο άντρα, σε κάνει πιο άνθρωπο» μου είπε και αναστέναξα.
«Μακάρι να έβρισκα τον διακόπτη να τον γυρίσω ξανά στο off» του απάντησα και εκείνος γέλασε ανασηκώνοντας τα φρύδια του.
«Πήγαινε να κάνεις ένα μπάνιο να συνέλθεις» είπε μόνο και το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη γιατί πραγματικά το είχα ανάγκη... Ένιωθα τόσο εγκλωβισμένος μέσα στο ίδιο μου το σώμα που τρελαινόμουν.
Όταν ντύθηκα πέρασα πρώτα από το δωμάτιο της μικρής για να την ελέγξω και την βρήκα να κοιμάται ήρεμη στην μέση του κρεβατιού με τα μαξιλάρια γύρω της και τον Φλικ άγρυπνο φρουρό δίπλα από το κρεβάτι να την προσέχει... Μόλις ο Φλικ με αντιλήφθηκε γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου και αφού είδε ότι δεν έκανα καμία κίνηση να τους πλησιάσω γρύλισε παραπονιάρικα και βάζοντας ξανά την μουσούδα του πάνω στα πόδια του έμεινε ξανά ακίνητος χωρίς να μου δίνει άλλη σημασία... Ο άτιμος με διάβαζε καλά και μου κράταγε μούτρα.
Κατεβαίνοντας κάτω βρήκα τον Τεό να τακτοποιεί την κουζίνα, που μέσα σε τόσο λίγο χρόνο, την είχε κάνει αγνώριστη.
«Πραγματικά με εκπλήσσεις!...» είπα ειλικρινά και γυρίζοντας προς το μέρος μου ζάρωσε τα φρύδια του με απορία... «Περίμενα τα χειρότερα, ξέρεις υστερίες και τέτοια, όχι να σε δω τόσο ψύχραιμο» διευκρίνισα και μόλις πήγα προς το ντουλάπι για να βγάλω ένα ποτήρι εκείνος μου έτεινε μια αχνιστή κούπα.
«Το ποτό δεν θα σε βοηθήσει και προς ενημέρωση σου, είμαι στο τσακ να τα μπήξω γι αυτό μην με προκαλείς» μου δήλωσε και παίρνοντας την κούπα στα χέρια μου με το τσάι που μου είχε ετοιμάσει, έκανα μια απελπισμένη γκριμάτσα.
«Να χαρείς όχι άλλα κλάματα, μου φτάνουν και μου περισσεύουν τα δικά της» είπα και πήγα προς το τραπέζι για να κάτσω και με μιμήθηκε και εκείνος, κρατώντας στα χέρια του την δικιά του κούπα.
«Ίσως φταίει το γεγονός ότι ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω» είπε καθώς καθόταν βαριά στην καρέκλα του ενώ τα μάτια του θόλωναν και για λίγο μείναμε στην σιωπή ενώ κοιτάζαμε και οι δύο το κενό χαμένοι μέσα στις σκέψεις μας.
«Γιατί δεν την άφησες στην Έλενα;» ρώτησε ξαφνικά και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του.
«Δεν ξέρω... Θα ήταν η καλύτερη λύση αλλά δεν μπορούσα να την αφήσω πίσω μου, να νιώθω ότι μας χωρίζουν τόσα χιλιόμετρα... Έδωσα μια υπόσχεση αν της συνέβαινε κάτι πως θα μπορούσα να την προστατέψω από τόσο μακριά;» είπε την αλήθεια και εκείνος με κοίταξε με ύφος στα μάτια... «Τι;» ρώτησα και αναστέναξε.
«Δεν μπορείς να την αποχωριστείς Έντουαρτ... Απλά χρειάζεσαι λίγο χρόνο να το πιστέψεις και ο ίδιος και σίγουρα θα χρειαστείς και ένα επιπλέον άτομο να σε βοηθήσει εδώ πέρα πριν τα παίξεις τελείως και νομίζω ότι έχω το κατάλληλο άτομο γι αυτό»
«Τεό, δεν πρέπει να μάθει κανείς για την ύπαρξη της και δεν χρειάζομαι χρόνο για να συνειδητοποιήσω τίποτα, χρειάζομαι να βρω κάποιον μόνιμο για εκείνην» επέμενα εγώ.
«Άκουσε με βρε ξεροκέφαλε...» είπε με περισσότερο πείσμα και τον κοίταξα υπομονετικά πριν τα χάσω πάλι... «Δεν σκέφτεσαι καθαρά τώρα και σίγουρα νοιάζεσαι για εκείνην όσο και να μην το παραδέχεσαι, γιατί αν δεν νοιαζόσουν τώρα ήδη θα ήταν έξω από την πόρτα κάποιου ορφανοτροφείου...» επέμενε εκείνος και τα παράτησα...
«Που θες να καταλήξεις» είπα ηττημένα και εκείνος χαμογέλασε με ικανοποίηση.
«Έχω στο μαγαζί μια κοπέλα που το έχει σκάσει από τους θετούς της γονείς, είναι λίγο περίεργη αλλά είναι καλό κορίτσι και προσπαθεί να κρύψει τα ίχνη της... Εσύ από την άλλη από ότι κατάλαβα έχεις τα μέσα να της φτιάξεις μια καινούργια ταυτότητα και μπορείτε μεταξύ σας να κάνετε κάποια συμφωνία ώστε και εκείνη να κρατήσει το στόμα της κλειστό και εσύ να την κρύψεις εδώ» είπε και τον κοίταξα για λίγο.
«Ξέρεις τον λόγο που το έσκασε;» τον ρώτησα και αναστέναξε βαριά.
«Κοίτα δεν είναι δουλειά μου να λέω από εδώ και από εκεί τα προβλήματα των άλλων αλλά το κορίτσι είναι πολύ ταλαιπωρημένο και θέλω να την βοηθήσω αλλά δεν ξέρω το πώς, εσύ από την άλλη θα μπορείς να το κάνεις»
«Και είσαι σίγουρος ότι μπορώ να την εμπιστευτώ;»
«Σου το εγγυώμαι αυτό» είπε με σιγουριά και το σκέφτηκα για λίγο... «Σκέψου το λίγο Έντουαρτ, είναι καλή ευκαιρία... Εκείνη θα κρατάει την μικρή και εσύ θα μπορείς να βρεις τον χρόνο που χρειάζεσαι για να σκεφτείς τα πράγματα πιο ήρεμα... Μην εγκαταλείπεις πριν προσπαθήσεις» με παρακάλεσε.
«Θα το σκεφτώ» ήταν η μοναδική απάντηση που μπορούσα τώρα να του δώσω και αφού ήπιε και το υπόλοιπο του τσάι σηκώθηκε όρθιος.
«Καλή η παρέα σου αλλά πρέπει να γυρίσω πίσω... Λείπω πολλές ώρες και θα τα έχουν παίξει στο μαγαζί, ότι θες πάρε με τηλέφωνο, στο έχω αφήσει πάνω στο ψυγείο» μου είπε και κατένευσα.
«Τεό σε ευχαριστώ για όλα» του είπα και εκείνος πλησιάζοντας με έβαλε το χέρι του πάνω στον ώμο μου.
«Αν κάποιος μου έλεγε ότι θα υπήρχε στιγμή που θα σε έβλεπα τόσο διαλυμένο θα γέλαγα για βδομάδες, αλλά αυτό και μόνο λέει πολλά Έντουαρτ... Είσαι άνθρωπος, είναι λογικό να λυγίσεις κάτω από αυτές τις συνθήκες, όμως να ξέρεις ένα πράγμα» είπε και τον κοίταξα.
«Τι πράγμα;» ρώτησα κουρασμένα.
«Ότι δεν μας σκοτώνει μας κάνει πιο δυνατούς» είπε και χτυπώντας τον ώμο μου φιλικά έφυγε και με άφησε μόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου