«Τι συμβαίνει εδώ;» απαίτησα και η Άλις άρχισε να τα χάνει.
«Θα έρθω μαζί σας» απάντησε ο Τζάσπερ για εκείνην αποφασιστικά και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του αλαφιασμένος.
«Τι πράγμα;» ρώτησα και με κοίταξε πιο αποφασιστικά.
«Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εκείνην, οπότε θα με υποστείς» μου δήλωσε με θράσος και ένιωθα ότι από λεπτό σε λεπτό θα εκραγώ.
«Άλις» είπα μέσα από τα δόντια μου και εκείνη μυξοκλαίγοντας άρχισε να ανασαίνει γρήγορα ενώ με κοίταζε με το βλέμμα του ενόχου.
«Συγγνώμη... συγγνώμη... δεν το έκανα επίτηδες, κατάλαβε ότι δεν ήμουν καλά όταν έφυγε το μεσημέρι και ήρθε να δει αν είμαι καλά, με βρήκε σε απελπιστική κατάσταση και...» έλεγε απολογητικά και τρίζοντας τα δόντια μου ενώ τα μελίγγια μου πάλλονταν σαν τρελά, της έδωσα την Ρένεσμι κρατώντας την ανάσα μου και πριν συμπληρώσουν οτιδήποτε άλλο πήρα τον λόγο πριν εκραγώ τελείως.
«Αρκετά...» απαίτησα και με κοίταξαν και οι δύο φοβισμένα... «Πηγαίνετε επάνω και μείνετε εκεί μέχρι να έρθω να σας βρω... Μην το κουνήσετε από εκεί για κανέναν λόγο... Με σένα θα τα πούμε μετά» δήλωσα προς τον Τζάσπερ και την στιγμή που πήγε να παραπονεθεί τον κοίταξα πιο επιβλητικά με την ματιά ενός τρελού και έκανε πίσω... «Τώρα...» απαίτησα και αμέσως έγιναν καπνός... «Και εσύ, πήγαινε και μείνε με την Ρένεσμι και μην κάνεις καμία ανοησία να κατέβεις» έδωσα εντολή στον Φλικ που περίμενε δίπλα μου και εκείνος αμέσως υπάκουσε και τους ακολούθησε χωρίς δισταγμό.
Αφού πήρα μερικές ανάσες για να καλμάρω τον εαυτό μου, γύρισα προς την κύρια είσοδο για να πάω να της ανοίξω... Μόλις άνοιξα την πόρτα με κοίταξε υπεροπτικά.
«Τόση ώρα θες για να παρκάρεις;» με ειρωνεύτηκε και πήρα άλλη μια ανάσα πριν μιλήσω ξανά.
«Συγνώμη... προέκυψε κάτι... Πέρασε μέσα» της είπα ήρεμα παραμερίζοντας στην άκρη για να περάσει και μόλις το έκανε έκλεισα την πόρτα και την ακολούθησα προς το κύριο μέρος τους σπιτιού... Μου φαινόταν τόσο περίεργο που ήταν ξανά εδώ που δεν ήξερα πως να νιώσω γι’ αυτό... όμως δεν άφησα τον εαυτό μου να παρασυρθεί, έπρεπε πρώτα να δω τις προθέσεις της πριν αφήσω τα συναισθήματα μου να βγουν στην επιφάνεια και να με κατακλείσουν.
Φτάνοντας κοντά στο κύριο μέρος τους σπιτιού βρήκαμε την Άλις με γατήσια βήματα να προσπαθεί να πάει προς την κουζίνα κοιτώντας γύρω της για να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν κανείς και μόλις μας είδε, γούρλωσε τα μάτια της και πάτησε μια τσιρίδα πριν προλάβει να βάλει το χέρι της μπροστά στο στόμα της για να την σταματήσει.
«Άλις τι συμβαίνει;» της ρώτησα ανήσυχος και άρχισε να κουνάει το κεφάλι της νευρικά αρνητικά ενώ δεν σταμάταγε να κοιτάει επίμονα την Μπέλλα με σοκαρισμένο ύφος.
«Τίποτα... τίποτα... συγνώμη» είπε ξέπνοη και άρχισε να τρέχει προς την σκάλα με την ψυχή στο στόμα αλλά στο πρώτο σκαλί από την τρομάρα της δεν πρόσεξε και έπεσε φαρδιά πλατιά κάτω σφαδάζοντας.
Αμέσως έτρεξα κοντά της και μόλις την γύρισα προς το μέρος μου άρχισα να κοιτώ μήπως είχε χτυπήσει πουθενά.
«Συγνώμη, συγνώμη» έλεγε μέσα από τα αναφιλητά της και προσπάθησα να την συνεφέρω.
«Άλις... δεν έκανες τίποτα κακό... σταμάτα να απολογήσε...» είπα μπας και την ηρεμήσω... «Χτύπησες πουθενά;» την ρώτησα με αγωνία στην φωνή μου και άρχισε να κουνάει το κεφάλι της αρνητικά και πήρα μια ανάσα... «Τι συνέβη γιατί κατέβηκες;» την ρώτησα και παίρνοντας μια ανάσα, με κοίταξε απολογητικά και αφού έβαλε το χέρι της πάνω στο αυτί μου, ψιθύρισε με την πιο χαμηλή της φωνή.
«Θέλει γάλα» μου είπε συνωμοτικά και κατένευσα.
«Σήκω να δούμε αν χτύπησες και πήγαινε να φτιάξεις» της είπα με την κανονική μου φωνή ενώ συγκρατώντας την στην αγκαλιά μου, την βοήθησα να σηκωθεί και εκείνη έπνιξε ένα βογκητό πόνου... «Σίγουρα είσαι καλά;» την ρώτησα καθώς την κοίταζα με αγωνία και εκείνη κατένευσε.
«Είμαι καλά...» είπε με κόπο αλλά δεν την πίστεψα... «Έντουαρντ...» απαίτησε και την κοίταξα ξανά στα μάτια... «Λυπάμαι τόσο πολύ» είπε με πόνο και κουνώντας αρνητικά το κεφάλι μου της χάιδεψα απαλά το μαλλί της και έκανα ένα βήμα προς τα πίσω για να της δώσω το περιθώριο να πάει προς την κουζίνα.
«Πήγαινε να φτιάξεις ένα γάλα να χαλαρώσεις και θα τα πούμε μετά, οκ;» της είπα και αφού πήρε μια κοφτή ανάσα και την άφησε απότομα τελικά αποφάσισε να κάνει αυτό που της είπα αλλά τα βήματα της ήταν διστακτικά, η ματιά της κολλημένη στο πάτωμα... σίγουρα σκεπτόταν κάτι να πει αλλά δίσταζε, η Μπέλλα δε, δεν σταμάταγε να την κοιτά με υπεροψία καθώς είχε τα χέρια της διπλωμένα στο στήθος δηλώνοντας ανοιχτά ότι τα περιθώρια της είχαν στενέψει και δεν είχε άλλη ψυχραιμία να μας περιμένει... «Άλις» την αφύπνισα και γυρίζοντας την ματιά της προς το μέρος μου με κοίταξε για λίγο και μετά γύρισε την ματιά της προς την Μπελλά.
Την κοίταξε για λίγο χωρίς να πει τίποτα αλλά μόλις είδε την Μπέλλα να ανασηκώνει τα φρύδια της προκαλώντας την να μιλήσει εκείνη δεν άντεξε άλλο.
«Είσαι πολύ άδικη, να το ξέρεις...» της είπε και αναστέναξα... Η Μπέλλα την κοίταζε σαν να το διασκέδαζε χωρίς να ιδρώνει το αυτί της ούτε στο ελάχιστο.
«Άλις» την προειδοποίησα αλλά δεν μου έδωσε καμία σημασία.
«Αν τον πληγώσεις ξανά... να ξέρεις ότι θα έχεις να κάνεις μαζί μου» συνέχισε με περισσότερο πείσμα και για να το λήξω εδώ, πήγα κοντά της και κρατώντας την από το μπράτσο άρχισα να την οδηγώ προς την πόρτα της κουζίνα.
«Αρκετά» απαίτησα και εκείνη με κοίταξε με ένα πληγωμένο βλέμμα που με έκανε κομμάτια και πριν προλάβω να αντιδράσω τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου και με τράβηξε κοντά της.
«Δεν είσαι μόνος... έχεις εμάς που σε αγαπάμε» μου ψιθύρισε στο αυτί μου και αναστέναξα βαριά καθώς τύλιγα τα χέρια μου γύρω της για να την ηρεμήσω.
«Πήγαινε να φτιάξεις το γάλα σου Άλις... Αν χρειαστείς κάτι θα είμαι στην βιβλιοθήκη» της είπα ήρεμα καθώς της χάιδευα απαλά την πλάτη για να καταλάβει ότι και το ξέρω αλλά και ότι και εγώ νιώθω έτσι ακριβός και εκείνη ξεκολλώντας από πάνω μου, με κοίταξε για άλλη μια στιγμή και τελικά το δέχτηκε.
Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω της... γύρισα προς την Μπέλλα και εκείνη με κοίταξε ειρωνικά.
«Βλέπω ότι όσους κανόνες και να βάλεις, δεν μπορείς να αποφύγεις να σε ερωτευτούν οι μαιτρέσσες σου» είπε ειρωνικά με δηλητήριο στην φωνή της και την κοίταξα εριστικά.
«Δεν είναι γκόμενα μου, αν αυτό εννοείς» της γύρισα και γυρίζοντας της την πλάτη μου άρχισα να πηγαίνω προς την βιβλιοθήκη και εκείνη με ακολούθησε.
«Και τότε τι είναι;» με ρώτησε και μόλις έφτασα στην πόρτα της βιβλιοθήκης την άνοιξα και παραμέρισα για να περάσει πρώτη.
«Κόρη μου» της είπα και με κοίταξε για λίγο παγωμένη αλλά μόλις συνήλθε, άφησε ένα ειρωνικό γελάκι ξεφυσώντας από την μύτη και αφού πέρασε μέσα στην βιβλιοθήκη την ακολούθησα και εγώ και έκλεισα την πόρτα πίσω μου.
Προσπερνώντας την, πλησίασα το γραφείο μου άνοιξα τον υπολογιστή μου και μέχρι εκείνος να φορτώσει, πήγα μέχρι το μπαράκι και παίρνοντας το μπουκάλι με το ουίσκι, γέμισα δύο ποτήρια και γύρισα προς το μέρος της.
«Λοιπόν;» είπε με ύφος και της έτεινα το ένα ποτήρι.
«Έχει ακούσει αυτό που λένε μια εικόνα χίλιες λέξεις;» την ρώτησα και με κοίταξε με περιέργεια αλλά η ειρωνεία δεν έφευγε ποτέ από τα χαρακτηριστικά της... «Κάτσε» την παρότρυνα δείχνοντας της την καρέκλα μου και μόλις το έκανε, άφησα τον ποτήρι μου δίπλα στον υπολογιστή, τον γύρισα προς το μέρος μου, πληκτρολόγησα τον κωδικό μου και αφού βρήκα το βιντεάκι που είχα φτιάξει με όλες τις στιγμές που είχαμε μαγνητοσκοπήσει με την Ρένεσμι από την πρώτη μέρα που είχαμε έρθει εδώ μέχρι και τώρα, το γύρισα προς το μέρος της και την άφησα να το δει χωρίς να πω κάτι ενώ καθώς έκατσα πάνω στο γραφείο, πήρα το ποτήρι μου ξανά στο χέρι μου και κοιτώντας μακριά άρχισα να πίνω ακούγοντας το βίντεο χωρίς να το κοιτώ.
Μόλις το βίντεο ξεκίνησε άρχισε να δείχνει την Ρένεσμι που ήταν πάνω στο κρεβάτι μου κρατώντας αγκαλιά την φωτογραφία της Μπέλλας και να την νανουρίζει μουρμουρίζοντας τον σκοπό από το τραγούδι που της τραγούδαγα εγώ για να κοιμηθεί κάθε βράδυ.
«Είναι ενάμιση χρονών εδώ» την ενημέρωσα χωρίς να την κοιτώ και με την άκρη του ματιού μου την είδα που με κρυφοκοίταξε αλλά χωρίς να πει τίποτα συνέχισε να παρακολουθεί το βίντεο ανέκφραστη.
«Ρένεσμι τι κάνεις εκεί;» ακούστηκε η φωνή της Άλις που την τράβαγε με την κάμερα και η Ρένεσμι σταματώντας το νανούρισμα γύρισε προς την μεριά της.
«Μαμούη μαμούη... ωωω... ωωωω» της απάντησε χωρίς να αποχωρίζεται την φωτογραφία.
«Βάζεις για νάνι την μαμά;» την ρώτησε η Άλις και εκείνη επανέλαβε.
«Μαμούα μαμούα... ωωω... ωωωω»
«Τι άλλο κάνεις την μανούλα;» την ρώτησε η Άλις και η Ρένεσμι αμέσως σήκωσε την κορνίζα και κολλώντας τα χείλια της πάνω στην φωτογραφία άρχισε να την φιλάει.
«Μμμμμ αααα» είπε και η Άλις άρχισε να την πλησιάζει.
«Και που είναι τώρα η μανούλα;» την ρώτησε και αμέσως εκείνη με το ένα της χεράκι έδειξε προς το παράθυρο.
«Ωωω... ωωω... ωωω» είπε και η Άλις μετάφρασε.
«Κάνει νάνι στον ουρανό;» την ρώτησε και η Ρένεσμι γύρισε προς την μεριά της.
«Ωωω... ωωω... ωωω» επανέλαβε και άρχισε πάλι να κουνάει την φωτογραφία μέσα στην αγκαλιά της.
«Δεν πάμε και εμείς για νάνι πριν έρθει ο μπαμπάς και μας βρει εδώ;» την ρώτησε και εκείνη αμέσως κατέβηκε μόνη της από το κρεβάτι και παίρνοντας και την κορνίζα μαζί της άρχισε να τρέχει προς το δωμάτιο της... «Ρένεσμι... που πας την φωτογραφία;» την ρώτησε η Άλις ενώ κρυφογέλασε.
«Κια μου» απάντησε η Ρένεσμι χωρίς να την αφήνει από τα χέρια της και μόλις έφτασε στο κρεβάτι της Άλις, σκαρφάλωσε απάνω και τραβώντας την φωτογραφία μαζί της, άρχισε να πηγαίνει προς την κούνια της που ήταν κολλημένη δίπλα στο κρεβάτι της Άλις και αφού βολεύτηκε, κράτησε την κορνίζα στην αγκαλιά της και η Άλις με την κάμερα την πλησίασε περισσότερο.
«Θα μου δώσεις την φωτογραφία να την βάλω στην θέση της πριν γυρίσει ο μπαμπάς και δει ότι λείπει;» την ρώτησε η Άλις και εκείνη κούνησε το κεφαλάκι της με πείσμα.
«Κια μου είναι» της είπε χωρίς να δέχεται αντίρρηση.
«Ναι δικιά σου είναι αλλά πρέπει να την βάλουμε τώρα στην θέση της» συνέχισε η Άλις απαλά και η Ρένεσμι συνέχισε με πείσμα να κουνάει το κεφάλι της αρνητικά... «Και τι θα πω στο μπαμπά όταν γυρίσει και δεν την βρει εκεί;» την ρώτησε.
«Παπω» της απάντησε και κρυφογέλασε η Άλις πάλι πριν μιλήσει.
«Το ξέρει ότι τον αγαπάς καρδιά μου, για την φωτογραφία σε ρωτάω... τι να του πω όταν με ρωτήσει που είναι;» την ρώτησε ξανά και η Ρένεσμι αναστέναξε.
«Κια μου είναι» είπε με παράπονο ξανά και η Άλις της χάιδεψε τα μαλάκια και έκλεισε την κάμερα.
Στην επόμενη σκηνή έδειχνε την ημέρα που η Άλις μας τράβηξε κρυφά που κοιμόμουν αγκαλιά με την Ρένεσμι.
«Ο χαζομπαμπάς αγκαλιά με την κόρη» ψυθίρισε χαχανίζωντας.
«Άλις τι κάνεις εκεί;» ακούστηκε η φωνή μου και καλά σκληρή και αμέσως η Άλις βάζοντας την κάμερα πίσω από την πλάτη της... Μέσα από το πλάνο που κοίταζε προς το πάτωμα ακουγόντουσαν οι φωνές μας.
«Τίποτα, ήρθα να δω αν χρειάζεσαι τίποτα» μου απάντησε με τρεμάμενη φωνή.
«Άσε τα ψόφια σε μένα και σβήσε ότι έγραψες» της είπα απαιτητικά.
«Ναι μπαμπά...» ειρωνεύτηκε και άρχισε πάλι να μας τραβά.
«Άλις» την προειδοποίησα και εκείνη άρχισε να γελάει.
«Χαζομπαμπα» με κορόιδεψε και έκλεισε την κάμερα.
Στις υπόλοιπες σκηνές που ακολούθησαν ήταν από όλες τις στιγμές που είχαμε ζήσει, τα γενέθλια της, που παίζαμε, που χορεύαμε, που της μάθαινα πιάνο, που έκανε πασαρέλα και ότι άλλο μπορείτε να φανταστείτε ότι θα μπορούσε να τραβηχτεί μέσα σε αυτά τα τέσσερα χρόνια που περάσαμε όλοι μαζί.
Σε όλη την διάρκεια του βίντεο, δεν έβγαλε άχνα, δεν κούνησε καν τα βλέφαρα της, ακίνητη και ανέκφραστη ρούφαγε κάθε εικόνα που περνούσε μπροστά στα μάτια της χωρίς να εκδηλώνει τα πραγματικά της αισθήματα.
Λίγο πριν τελειώσει το βίντεο, σηκώθηκα από την θέση μου και αφού άνοιξα το συρτάρι μου, έβγαλα την κάμερα από μέσα γύρισα το βίντεο που είχαμε γυρίσει σήμερα και την στιγμή που τελείωσε το βίντεο που έβλεπε πάτησα το start και της την έτεινα για να την δει.
«Το γυρίσαμε σήμερα και δεν πρόλαβα να το ενσωματώσω» την ενημέρωσα και μόλις το πήρε στα χέρια της άρχισε να το κοιτάει χωρίς να αλλάζει έκφραση... Μόλις όμως έφτασε το σημείο που η Ρένεσμι ζήταγε να φέρουμε την τούρτα της, ζάρωσε τα φρύδια της.
«Επέμενε να σβήσουμε και τα δικά σου κεριά... Προσπάθησα να της εξηγήσω ότι δεν γιορτάζουμε τα γενέθλια κάπου που δεν είναι πια στην ζωή αλλά αν της μπει κάτι στο μυαλό...» γέλασα κουνώντας το κεφάλι μου... «Άντε να την μεταπείσεις» τελείωσα την φράση μου και εκείνη συνέχισε να κοιτάει το βίντεο με μεγάλη προσήλωση.
Τελειώνοντας το τραγούδι η Ρένεσμι έσβησε το μοναδικό κερί που είχε η τούρτα της Μπέλλας και γυρίζοντας προς το μέρος μου απαίτησε να την πάρω στην αγκαλιά μου και μόλις την βόλεψα απάνω μου με κοίταξε με το ναζιάρικο μουτράκι της καθώς έπαιζε με τον γιακά του πουκαμίσου μου πριν μιλήσει.
«Μπαμπούλι;» ξεκίνησε ενώ δεν με κοίταζε.
«Τι είναι καρδιά μου» αμέσως της ανταποκρίθηκα καθώς την φίλαγα στην κορυφή του κεφαλιού της.
«Θα μας πεις μια ιστορία της μαμάς;» ρώτησε και κάνοντας ματάκια με κοίταξε παρακλητικά.
«Ποια θες να πω;» την ρώτησα και εκείνη αμέσως πήρε τα πάνω της.
«Θα μας πεις εκείνη που την είχε πάρει από πίσω ο Τάρανδος και ο Φλικ του δάγκωνε το πόδι από την ζήλεια του;» με ρώτησε παρακλητικά και γέλασα.
«Θες να πω για το ταξίδι μας στο χωριό του Αϊ Βασίλη;» την ρώτησα και εκείνη κάνοντας χαρούλες κατένευσε ενθουσιασμένη και εγώ χωρίς να μπορώ να της χαλάσω χατίρι ξεκίνησα να λέω για εκείνο το αξέχαστο ταξίδι χωρίς αναπνοή.
«Ήταν τόσο ενθουσιασμένη που έλαμπε ολόκληρη και με μάτια μεγάλα από τον ενθουσιασμό της, κοίταζε κάθε γωνιά του χωριού χωρίς ανάσα... Τόσο όμορφη και λαμπερή δεν την είχα δει ποτέ ξανά στην ζωή μου, ήταν σαν να είχε γυρίσει στο σπίτι, ήταν λες και ήταν ακριβός εκεί που έπρεπε να είναι... αλλά μόλις είδε έναν Τάρανδο που είχε ξεφύγει από το κοπάδι το κοίταξε τόσο εκστασιασμένη που αφήνοντας με άρχισε να τον πλησιάζει ξέπνοη... Ο Τάρανδος δεν κουνήθηκε σπιθαμή, είχε τόσο χρυσή καρδιά που αμέσως ένιωσε ότι δεν θα του κάνει κακό και μόλις έφτασε κοντά του εκείνος έσκυψε το κεφάλι και της επέτρεψε να τον χαϊδέψει... Δεν θα ξεχάσω ποτέ στην ζωή μου τον τρόπο που τον κοιτούσε... μέσα στην ματιά της υπήρχε τόσο αγάπη που δεν ήταν δυνατόν ο Τάρανδος να μην το νιώσει, όμως μαζί με τον Τάρανδο το ένιωσε και ο Φλικ και τότε άρχισαν τα παρατράγουδα...» γέλασα για μια στιγμή κοιτώντας τον Φλικ και εκείνος με κοίταξε με περιέργεια.
«Άρχισε να του γαβγίζει και ο Τάρανδος ταράχτηκε και άρχισε να κουνάει το κεφάλι του... λίγο ήθελε να την χτυπήσει αλλά εκείνη ψύχραιμη κρατώντας τον από τα κέρατα γύρισε την ματιά της προς τον Φλικ και τον κοίταξε με παράπονο... “Φλικκκ...” τον παρακάλεσε και ο Φλικ σταματώντας την κοίταξε γρυλίζοντας παραπονιάρικα... “Η αγάπη πολλαπλασιάζετε... δεν μοιράζεται... Το ξέρεις πόσο σε αγαπώ, δεν χρειάζεται να ζηλεύεις το κακόμοιρο τον Τάρανδο” του είπε με την γλυκιά της φωνή και ο Φλικ αμέσως τα παράτησε και ξεφυσώντας έκατσε στα δύο του πόδια και παρέμεινε σιωπηλός και εκείνη γυρίζοντας προς τον Τάρανδο, χαϊδεύοντας την μουσούδα του, του χαμογέλασε γλυκά και κανακεύοντας τον, τον ηρέμησε... Μόλις τον απελευθέρωσε έτρεξε ξανά κοντά μου και μόλις με κοίταξε το χαμόγελο της με αιχμαλώτισε... ήταν η μοναδική ανταμοιβή που θα μπορούσα να πάρω ποτέ...» έλεγα καθώς με την ματιά μου κοίταζα μακριά ενώ την έφερνα ξανά στην μνήμη μου χαμένος μέσα σε εκείνην την εικόνα μου πάντα έκανε την καρδιά μου να χτυπάει σε ξέφρενους ρυθμούς.
«Και μετά;...» ρώτησε η Ρένεσμι με ανυπομονησία καθώς με σκουντούσε, φέρνοντας με στο παρόν.
«Χμμμ;» ρώτησα και την κοίταξα.
«Και μετά;» ρώτησε ξανά και της χαμογέλασα.
«Αρχίσαμε να περπατάμε για να δούμε και το υπόλοιπο χωρίο και ο Τάρανδος άρχισε να μας ακολουθεί και ο Φλικ για να τον σταματήσει άρχισε να του δαγκώνει το πόδι...» είπα και έτριψα τα μάτια μου καθώς γέλαγα δυνατά ενώ θυμόμουν την σκηνή... «Η Μπέλλα προσπάθησε να τον σταματήσει αλλά εκείνος από την ζήλεια του είχε ξεπεράσει πια τα όρια και δεν άκουγε ούτε καν εμένα... Για καλή μας τύχη, ο υπεύθυνος των Ταράνδων άκουσε τον σαματά που είχαμε προκαλέσει και ήρθε και τον μάζεψε και έτσι καταφέραμε να συνεχίσουμε την βόλτα μας χωρίς άλλα προβλήματα» είπα και η Ρένεσμι με κοίταξε με παράπονο.
«Θέλω και εγώ να πάμε στο χωριό του Αϊ Βασίλη» είπε και χαμογελώντας της, της χάιδεψα τα μαλάκια της και την φίλησα πάνω στο μέτωπο της.
«Θα πάμε αγάπη μου, σου το υπόσχομαι ότι θα σε πάω» της υποσχέθηκα και εκείνη αναστενάζοντας έπεσε πάνω στο στήθος μου ενώ έκανε μουτράκια.
«Ναι αλλά δεν θα είναι το ίδιο χωρίς την μαμά...» είπε και αναστέναξα... «Είναι άδικο που δεν είναι μαζί μας» συνέχισε και την έσφιξα περισσότερο μέσα στην αγκαλιά μου.
«Είναι καρδιά μου, είναι πολύ άδικο» της είπα και η Άλις για να μας κάνει να νιώσουμε καλύτερα ήρθε και έκατσε δίπλα μας και χάιδεψε τα μαλλιά της και η Ρένεσμι γύρισε προς την μεριά της.
«Ποιος είπε ότι δεν είναι μαζί σας;...» μας ρώτησε και η Ρένεσμι την κοίταξε με παράπονο... «Είμαι σίγουρη ότι αυτήν την στιγμή σε κοιτάει από ψιλά και σε καμαρώνει... Θα είναι πολύ υπερήφανη και για τους δύο σας» είπε με σιγουριά και αφήνοντας ένα αχνό χαμόγελο, άπλωσα το χέρι μου και κλείνοντας την στην αγκαλιά μου της έδωσα ένα φιλί πάνω στα μαλλιά της.
«Τι θα έκανα εγώ χωρίς εσάς» της ρώτησα καθώς τις ζούλαγα και της δύο και γελάσανε ταυτόχρονα.
«Θα ήσουν λιγότερο χαζομπαμπας;» είπε η Άλις ενώ ταυτόχρονα έκανε νόημα στην Ρένεσμι και πιάνοντας το εκείνη είπε ταυτόχρονα με την Άλις.
«Σάντουιτςςςς» και αμέσως παίρνοντας η κάθε μια τους από ένα μάγουλο, ταυτόχρονα με φιλήσανε και εγώ άρχισα να γελάω ενώ άπλωσα τα χέρια μου για να τις γαργαλήσω και εκείνες προσπαθούσαν να με σταματήσουν μάταια.
Η Μπέλλα βλέποντας αυτήν την τελευταία σκηνή δεν άντεξε άλλο και κλείνοντας την κάμερα έκλεισε τα μάτια της καθώς σχημάτιζε τα χέρια της σε μπουνιές και αφήνοντας το ποτήρι μου στην άκρη, κράτησα το πρόσωπο της μέσα στα δύο μου χέρια και την ανάγκασα να με κοιτάξει.
«Σε λατρεύει... για εκείνην είσαι το πρότυπο της... μπορεί να μην σε έχει δει ποτέ αλλά γνωρίζει τα πάντα για σένα, σε έχει σαν θεά της... Σε ικετεύω μην της καταστρέψεις αυτήν την εικόνα...» την παρακάλεσα με βαθιά φωνή και με κοίταξε για μια στιγμή χωρίς να λέει τίποτα... «Για μας ποτέ δεν έπαψες να υπάρχεις... ήσουν σε κάθε μας σκέψη... υπήρχες παντού σε κάθε μας βήμα... ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας...» είπα καθώς με τους αντίχειρες μου της χάιδευα απαλά το πρόσωπο της... «Για μένα Μπέλλα δεν έχει αλλάξει τίποτα... Τίποτα» της είπα για μια ακόμα φορά ενώ την κοίταζα έντονα στα μάτια και περίμενα υπομονετικά την αντίδραση της........
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου