Χρειάστηκε ένας ολόκληρος μήνας για να καλύψω τα ίχνη μου ώστε να μπορέσω να βρεθώ ξανά κοντά στην οικογένεια μου και επτά μήνες για να βρούμε ξανά τις ισορροπίες μας, αλλά πλέον τα είχαμε καταφέρει.
Τίποτα δεν ήταν εύκολο αλλά και τίποτα δεν ήταν ακατόρθωτο... Το πιο δύσκολο από όλα ήταν να μπορέσει η Ρένεσμι να καταφέρει να κοινωνικοποιηθεί... Το πρώτο διάστημα πραγματικά τα είχαμε παίξει τελείως, λίγο η αγωνία μην γυρίσει εκείνη, λίγο τα νεύρα της Ρένεσμις από την ταραχή που ένιωθε μέσα της καθώς πίστευε ότι δεν θα την δεχτούν, έκαναν τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα αλλά δεν τα παρατούσαμε... Χωρίς να την χάνω στιγμή από τα μάτια μου, την άφησα, μετά από την παρότρυνση της Άλις, για λίγο μόνη της στις ώρες του σχολείου ώστε να μπορέσει να βρει τις ισορροπίες της, φυσικά έπαιζε και μεγάλο ρόλο ότι είχε μαζί της και την Άλις συνέχεια μιας και που ήταν η νηπιαγωγός της και έτσι δεν ένιωθε ότι ήταν τελείως μόνη και στο τέλος τα κατάφερε... Ήμουν τόσο υπερήφανος για εκείνην.
Μετά από επτά μήνες ήταν ή τουλάχιστον έδειχνε, ένα παιδί της ηλικίας της... Ξένοιαστο, χαμογελαστό, κοινωνικό και πάνω από όλα ευτυχισμένο... Είχε βρει τον εαυτό της, είχε δέσει με τα άλλα παιδιά και μίλαγε τόσο καθαρά που σε έκανε να πιστεύεις ότι ήταν πολύ μεγαλύτερη από την πραγματική της ηλικία... η εξυπνάδα της δε, ξεπέρναγε κάθε προηγούμενο... δεν άφηνε τίποτα να πέσει κάτω χωρίς να έχει άποψη... Όχι ότι είμαι πατέρας της αλλά δεν νομίζω ότι έχει υπάρξει άλλο τέτοιο παιδί και εγώ ένιωθα ο πιο τυχερός άνθρωπος στον κόσμο που ήταν δική μου κόρη.
Μου είχε αλλάξει όλη μου την ζωή, με έκανε να νιώθω ότι ζω ξανά... αλλά η ευτυχία μας, ότι και να κάναμε, ξέραμε πολύ καλά ότι ποτέ δεν θα ήταν ολοκληρωμένη... Εκείνη ακόμα την περίμενε, ακόμα την ζήταγε και με παρακάλαγε να την πάρω τηλέφωνο για να της μιλήσει... Ακόμα και μετά από τόσο καιρό, δεν είχα καταφέρει να βρω την δύναμη να της πω την αλήθεια όσο και η Άλις προσπαθούσε να με πείσει για το αντίθετο... βαθιά μέσα μου είχα την ελπίδα ότι εκείνη θα άλλαζε γνώμη, ότι αν τελικά μας έβρισκε, θα ερχόταν για να μείνει μαζί μας ή έστω θα μας άφηνε στην ησυχία μας καταλαβαίνοντας ότι αυτό ήταν το καλύτερο για την κόρη της αλλά δεν έτρεφα αυταπάτες και σίγουρα δεν ήμουν από τους ανθρώπους που πετούσαν στα σύννεφα και γι’ αυτό είχα πάρει όλες μου τις προφυλάξεις στην περίπτωση που εκείνη αποφάσιζε να γυρίσει για να μου την πάρει... Η Ρένεσμι για μένα ήταν πλέον πάνω από όλους και από όλα και σε καμία περίπτωση δεν θα άφηνα κανέναν να μου την καταστρέψει, ούτε καν την ίδια της την μάνα... Όσο και να την αγαπώ ακόμα, αν εκείνη αποφασίσει να της αλλάξει και πάλι τις ισορροπίες της, τότε αυτήν την φορά δεν πρόκειται να την αφήσω να φύγει ζωντανή από δίπλα μου.
Κοίταξα για μια στιγμή την Ρένεσμι μου που έπαιζε ξένοιαστα, γελώντας δυνατά με τον Φλικ, στην παραλία του Λαπους μερικά χιλιόμετρα μακριά από το Φορκς που ήταν η μόνιμη πλέον κατοικία μας, όπου είχαμε έρθει και αναστέναξα... Πως θα μπορούσε μια μητέρα να καταστρέψει αυτό το πλασματάκι; Μόνο αν την κοίταζε, αν υπήρχε μια πιθανότητα να την κοιτάξει έστω και από μακριά τότε σίγουρα θα μπορούσε να την κάνει να αλλάξει γνώμη... Δεν της αξίζει τίποτα λιγότερο από την απόλυτη ευτυχία που ένιωθε μέσα της και αντικατοπτριζόταν τώρα σε όλο της το πρόσωπο, σε κάθε της κίνηση, σε κάθε της χαμόγελο.
Αν την κοίταζε αυτήν την στιγμή... μόνο να την κοίταζε και θα μπορούσε να καταλάβει ότι έχει ότι χρειάζεται για να μεγαλώσει σωστά, να μεγαλώσει με όλη την αγάπη που έχει ανάγκη ένα παιδί για να είναι ευτυχισμένο... Αν την κοιτούσε αυτήν την στιγμή τότε αμέσως θα μπορούσε άνετα να καταλάβει ότι το μοναδικό πράγμα που λείπει από αυτό το μικρό πλασματάκι που με το που το γνωρίζει κάποιος αμέσως τον κερδίζει και τον κάνει δικό της για πάντα, ήταν μόνο εκείνη για να μπορέσει να ολοκληρώσει την ευτυχία της... Μόνο να την κοίταζε... σκέφτηκα και πριν καν ολοκληρώσω την σκέψη μου αμέσως ο Φλικ έγινε νευρικός.
Οσφρίζοντας την ατμόσφαιρα γάβγισε απειλητικά και κοίταξε προς τους βράχους ενώ ταυτόχρονα έπαιρνε θέση ετοιμότητας και δεν χρειαζόμουν τίποτα περισσότερο... Δεν μπορούσα να πιστοποιήσω αν ήταν εκείνη γιατί το πρώτο μου μέλημα ήταν να πάω κοντά στην Ρένεσμι η οποία με το που με είδε να τρέχω κοντά της άρχισε να τσιρίζει.
«Δεν θέλω να φύγωωωω... Τώρα ήρθαμε... Είναι άδικοοοοοο...» έλεγε καθώς χτυπιόταν στην αγκαλιά μου προσπαθώντας να μου ξεφύγει αλλά εγώ πάνω στην αγωνία μου δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σε αυτά που εκείνη απαιτούσε, έπρεπε να την πάρω από εδώ και τώρα μάλιστα.
Βάζοντας την στο πίσω κάθισμα, έδεσα την ζώνη ασφάλεια της με την λιγότερη βοήθεια από μέρους της και αφού έκλεισα την πόρτα της, μπήκα στην θέση του οδηγού και με τον Φλικ να κοιτάει γύρω του νευρικά και την Ρένεσμι ακόμα να τσιρίζει έβαλα μπρος και πάτησα το γκάζι στο τέρμα.
«Είναι άδικοοοοο... Δεν θέλω να φύγωωωω... Δεν θέλωωωωω...» έλεγε με πείσμα και έτριζα τα δόντια μου για να μην απαντήσω καθώς είχε απόλυτο δίκιο... Μετά από τόσο καιρό είχε καταφέρει να νιώσει για πρώτη φορά σαν ένα παιδί της ηλικίας της, πως μπορούσα αυτό να της το χαλάσω ξανά;
«Δεν θέλω να χάσω τους φίλους μουυυυυυυυυ» τσίριζε και μόλις κοίταξα από τον μεσαίο καθρέφτη πίσω μου και είδα εκείνην να μας ακολουθεί, μέσα μου κάτι έσπασε και με έκανε κομμάτια...
Κοπανώντας το τιμόνι τόσο δυνατά που λίγο ήθελε να το κάνω κομμάτια, πάτησα το γκάζι περισσότερο και είπα με πείσμα.
«Δεν θα τους χάσεις αγάπη μου, σου το υπόσχομαι... Ο κόσμος να χαλάσει δεν πρόκειται να αφήσω κανέναν να σου χαλάσει ξανά την ζωή» της είπα και καθώς ηρέμησε για λίγο πήρα τηλέφωνο την Άλις και βάζοντας το μπλουτουθ στο αυτί μου περίμενα μέχρι να απαντήσει.
«Έλα Έντουαρντ, έγινε κάτι;» με ρώτησε με περιέργεια και εγώ άρχισα να την βομβαρδίζω.
«Που είσαστε;» εκείνη ακούγοντας τον τόνο της φωνής μου κατευθείαν κατάλαβε τα πάντα χωρίς να χρειαστεί να της πω τίποτα.
«Είναι εκείνη;» ρώτησε.
«Ναι» της απάντησα κοφτά και τότε την άκουσα που φώναξε τον Τζάσπερ και βρέθηκε και η ίδια σε εγρήγορση.
«Παίρνω την βαλίτσα με τα λεφτά και το αυτοκίνητο και θα βρεθούμε στο σημείο που έχουμε κανονίσει» είπε απευθείας δηλώνοντας μου ότι ήταν έτοιμη για όλα.
«Μόλις ξεκολλήσω από πάνω της... θα έρθω να σας βρω» της επιβεβαίωσα και άκουσα μέσα από το τηλέφωνο πως ήταν ήδη μέσα στο αυτοκίνητο και βάζανε μπροστά.
«Ξεκινάμε» μου επιβεβαίωσε και κλείνοντας το τηλέφωνο κοίταξα προς την Ρένεσμι και τον Φλικ μέσα από τον κεντρικό καθρέφτη.
«Κρατηθείτε» τους φώναξα και αμέσως η Ρένεσμι έπεσε πάνω στον Φλικ και κρατήθηκε από όπου μπορούσε για να σταθεροποιηθεί με την τρελή οδήγηση που έκανα εγώ για να καταφέρω να της ξεφύγω.
Μόλις κατάφερα να της ξεφύγω, άλλαξα πορεία και πήγα προς το σπίτι που είχαμε αγοράσει σε ένα άκυρο όνομα γι’ αυτήν την περίπτωση, και η Άλις περίμενε έξω από την αυλόπορτα για να πάρει την μικρή ώστε όταν θα ήταν όλα εντάξει να φύγουν από εκεί για να πάνε στο Σιάτλ ώστε να με περιμένουν... Φτάνοντας εκεί σταμάτησα το αμάξι ακριβός μπροστά από την Άλις και εκείνη ανοίγοντας την πόρτα έκανε χώρο πρώτα για να βγει ο Φλικ και μετά έσκυψε και βγάζοντας την ζώνη της Ρένεσμις, την άρπαξε στην αγκαλιά της για να την πάρει μαζί της... Η Ρένεσμι καθώς κατάλαβε ότι δεν θα πάω μαζί τους άρχισε να τσιρίζει και να χτυπιέται και γυρίζοντας προς την μεριά της προσπάθησα να την καθησυχάσω μάταια.
«Θα είναι μόνο για λίγο καρδιά μου, σου το υπόσχομαι μόνο για λίγο...» της έλεγα αλλά εκείνη δεν με πίστευε και εφόσον δεν είχαμε χρόνο για τέτοια γύρισα προς την Άλις... «Μην το κουνήσετε από εδώ αν δεν σας πάρω τηλέφωνο για να σας πω ότι με ακολουθεί...» της είπα και καθώς κράτησε την Ρένεσμι στην αγκαλιά της με δυσκολία γιατί εκείνη χτύπαγε τα χέρια της και τα πόδια της με πείσμα για να την αφήσει κάτω με κοίταξε με παράπονο... «Αν δεν έχεις νέα μου μέχρι το βράδυ... συνεχίστε χωρίς εμένα...» συμπλήρωσα και τα μάτια της αμέσως βούρκωσαν... «Φύγε τι περιμένεις;» της φώναξα και εκείνη το έκανε χωρίς να πει κάτι άλλο.
Ο Φλικ που περίμενε στην αυλόπορτα έκλεισε την πόρτα πίσω από την Άλις που έτρεχε με την Ρένεσμι στην αγκαλιά και μόλις μπήκανε όλοι στο σπίτι ο Τζάσπερ έκλεισε την πόρτα του σπιτιού ενώ πρώτα μου έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι του και εγώ πατώντας ξανά στο τέρμα το γκάζι, έγινα καπνός πριν η Μπέλλα με βρει και καταλάβει τίποτα.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και μόλις είδα το αυτοκίνητο της Μπέλλας να είναι αρκετά μέτρα πίσω μου αμέσως κάλεσα την Άλις.
«Με ακολουθεί, φύγετε τώρα» της είπα επιτακτικά καθώς άκουγα το ξέσπασμα της Ρένεσμις μου από μέσα και λίγο ήθελε να χάσω το μυαλό μου τελείως αλλά με νύχια και με δόντια ακόμα κράταγα, κράταγα μόνο για εκείνους.
«Να προσέχεις» άκουσα την φωνή της Άλις πριν κλείσω και πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Σας αγαπώ» είπα μόνο για απάντηση και πριν προλάβει εκείνη να απαντήσει, έκλεισα το κινητό μου και πήρα τον δρόμο για το σπίτι.
Πριν φτάσω ακόμα, πάτησα το κουμπί για να ανοίξει το γκαράζ και μόλις ήμουν πολύ κοντά για να μπω μέσα, το πάτησα ξανά για να κλείσει και την στιγμή που μπήκα μέσα, πέρασα σύριζα από την πόρτα του και μέχρι να κλείσει, έβγαλα το όπλο μου κάτω από το κάθισμα που το είχα και αφού έλεγξα τον γεμιστήρα και το όπλισα έτρεξα προς το εσωτερικό του σπιτιού... Επικρατούσε η απόλυτη ησυχία αλλά δεν μπορούσα να είμαι και σίγουρος αν ήταν ήδη μέσα καθώς δεν ήταν πολύ μακριά μου όταν μπήκα στο γκαράζ, γι’ αυτό και έλεγξα την κάθε μεριά του γύρω χώρου μου εξονυχιστικά ενώ προχώραγα προς το κύριο μέρος του σπιτιού... Όταν άκουσα την πόρτα να χτυπάει και την Μπέλλα να απαιτεί να της ανοίξω, για λίγο τα έχασα, θα μπορούσε να είχε μπει μέσα με οποιονδήποτε άλλο τρόπο γιατί διάλεξε αυτόν; Σκέφτηκα για μια στιγμή και ένιωσα την καρδιά μου να επιταχύνετε αλλά δεν άφησα κανένα συναίσθημα να με θολώσει και τρέχοντας πήγα προς την πόρτα χωρίς να αποχωρίζομαι το όπλο μου... Έπρεπε να είμαι προετοιμασμένος για τα πάντα.
Την στιγμή που άνοιξα την πόρτα, κάρφωσα το όπλο μου ανάμεσα στα μάτια της και εκείνη το δικό της πάνω στην καρδιά μου και πριν μας πάρει κανένα μάτι, αρπάζοντας την από την μπλούζα της, την παρέσυρα προς τα μέσα και κλείνοντας την πόρτα με το πόδι μου την κοίταξα αμείλικτα.
«Που είναι;» απαίτησε σκληρά.
«Πολύ μακριά και αυτήν την φορά δεν πρόκειται να την βρεις ότι και να κάνεις» της γύρισα και καρφώνοντας το όπλο της ξανά με μεγαλύτερη δύναμη πάνω στο μέρος της καρδιά μου με κοίταξε δολοφονικά.
«Απαιτώ να μου πεις που είναι» απαίτησε άλλη μια φορά και γέλασα ειρωνικά.
«Πραγματικά πιστεύεις ότι θα σου πω; Πραγματικά πιστεύεις ότι θα σε αφήσω να την καταστρέψεις;...» την ρώτησα δύσπιστα και συνέχισα... «Δεν με ξεγελάς Μπέλλα, δεν είσαι εδώ για να την διεκδικήσεις για σένα αλλά γιατί πιστεύεις ότι επειδή δεν μπορείς να την έχεις εσύ, δεν θα την έχει κανένας μας...» της είπα και με κοίταξε μοχθηρά... «Αλλά δεν θα σου κάνω την χάρη αυτήν την φορά, θα περάσεις πάνω από το πτώμα μου για να της καταστρέψεις την ζωή και μόλις το κάνεις να είσαι σίγουρη ότι θα την χάσεις για πάντα... γιατί αυτήν την φορά δεν πρόκειται να την βρεις ποτέ... Το ακούς ΠΟΤΕ» της φώναξα.
«Τα ίδια θα έλεγες και αν δεν είχαν γίνει όλα αυτά;... Θα ήσουν το ίδιο πρόθυμος να δώσεις την ζωή σου για εκείνην αν δεν πίστευες ότι είχα πεθάνει ώστε να έχεις την ευκαιρία να την γνωρίσεις;» με ρώτησε με δηλητήριο στην φωνή της.
«Όχι δεν θα έλεγα το ίδιο αλλά τώρα τουλάχιστον ξέρεις ακριβός για ποιον λόγο... Ήμουν ένα άψυχο τέρας Μπέλλα, ένας ψυχρός δολοφόνος που είχε αφαιρέσει πάνω από 300 ψυχές πως θα μπορούσα να πιστέψω έστω και για μια στιγμή ότι θα μπορούσα να μεγαλώσω μια τόσο αθώα ψυχή χωρίς να την καταστρέψω; Πως θα μπορούσα να την ακουμπάω και να μην νιώθω ότι την μολύνω; Αλλά όταν έφτασα στο σημείο να την χάσω τότε κατάλαβα πόσο λάθος είχα κάνει... γιατί ίσως τελικά όταν χάνεις ή είσαι πολύ κοντά στο να χάσεις κάποιον, μόνο τότε καταλαβαίνεις την αξία του και κάνεις τα πάντα να τον κερδίσεις πίσω... Και αυτό έκανα Μπέλλα, πάλεψα, δεν τα παράτησα, πάλεψα και για τους δύο μας και τα κατάφερα»
«Για τελευταία φορά... πες μου που είναι αλλιώς πάρε το μυστικό στον τάφο σου» ήταν το μόνο που βρήκε να μου πει προκαλώντας με περισσότερο και κάτι άρχισε να μην μου κολλάει σε όλη της την συμπεριφορά και παίρνοντας θάρρος από αυτό, έκανα άλλη μια απελπισμένη προσπάθεια για να την μεταπείσω.
«Την κοίταξες καθόλου την στιγμή που μας παρακολουθούσες;... Την είδες πόσο ξένοιαστη ήταν; Πόσο διαφορετική από την τελευταία φορά που της μίλησε;...» την ρώτησα και εκείνη δεν άλλαξε ύφος... «Αν σου πάει η καρδιά να καταστρέψεις αυτό το χαμόγελο τότε κάντο...» της είπα και παίρνοντας την κάνη του όπλου μου από πάνω της, πέταξα το όπλο στο πάτωμα και κρατώντας το όπλο της που ακουμπούσε ακόμα πάνω στην καρδιά μου και με τα δύο μου χέρια, την κοίταξα βαθιά στα μάτια και συνέχισα... «Αν πράγματι σου πάει η καρδιά να την πληγώσεις με αυτόν τον τρόπο και να την κάνεις να σε μισήσει για πάντα, τότε κάντο, τι περιμένεις; Κάντο Μπέλλα πάτα την σκανδάλη» της είπα και μόλις το έκανε και ακούστηκε το κλικ, ζάρωσα τα φρύδια μου με απορία και έμεινα να την κοιτώ ξαφνιασμένος.
«Δεν μπορώ...» είπε με βαθιά φωνή ενώ τα μάτια της βουρκώνανε... «Από την στιγμή που την είδα στην παραλία, κατάλαβα ότι δεν μπορώ να της το κάνω αυτό... κατάλαβα ότι δεν μπορώ να γυρίσω ξανά αφήνοντας την πίσω μου... αλλά περισσότερο κατάλαβα ότι δεν της αξίζει τίποτα λιγότερο από εσένα» είπε και μια ελπίδα άρχισε να φωλιάζει μέσα μου κάνοντας την καρδιά μου να επιταχύνετε επικίνδυνα.
«Τότε γιατί τα έκανες όλα αυτά; Γιατί από την στιγμή που είδες ότι σου έδινα άλλη μια ευκαιρία εσύ το συνέχιζες;» την ρώτησα και τα μάτια της ξεχείλισαν καθώς κατάπινε με δυσκολία για να καταφέρει να μιλήσει ξανά.
«Γιατί μετά από όσα έκανα, δεν σας αξίζω...» είπε με παράπονο και την στιγμή που την έκλεισα μέσα στην αγκαλιά μου εκείνη πέταξε το άδειο όπλο στο πάτωμα και τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου άρχισε να κλαίει απαρηγόρητη... «Συγχώρεσε με... Συγχώρεσε με για ότι σου έκανα» έλεγε και πήρα μια ανακουφιστική ανάσα.
«Μόνο αν με συγχωρέσεις και εσύ» της ανταπέδωσα και ανασηκώνοντας το κεφάλι της για να με κοιτάξει, έφερε το χέρι της μπροστά και κοιτώντας με, ένα πληγωμένο ύφος, χάιδεψε το πρόσωπο μου απαλά.
«Το έχω κάνει ήδη» είπε και δεν χρειαζόμουν τίποτα άλλο...
Καλύπτοντας τα χείλια της με τα δικά μου, την φίλησα με όλη την αγάπη που ένιωθα μέσα μου και εκείνη μου το ανταπέδωσε με όλη της την ψυχή αφού πρώτα άφησε να ξεφύγει από τα χείλια της ένα βογκητό πόνου.
Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει, δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν πραγματικότητα, ότι το ζούσα όλο αυτό.
«Μην με αφήσεις ποτέ ξανά» την παρακάλεσα καθώς της κρατούσα το πρόσωπο και με τα δύο μου χέρια σταθερή ώστε να την κοιτώ... «Την πρώτη φορά που σε έδιωξα, ένιωθα ότι θα χάσω τα λογικά μου, την δεύτερη φορά που νόμιζα ότι σε έχασα, ένιωσα ότι είχα πεθάνει, την τρίτη φορά απλά έλπιζα ότι θα βρεις την λογική να γυρίσεις κοντά μας αλλά αν φύγεις και τώρα Μπέλλα δεν θα το αντέξω»
«Εγώ...» δεν την άφησα να συνεχίσει.
«Εδώ βρήκαμε τις ισορροπίες μας, καταφέραμε να βρούμε την γαλήνη που είχαμε τόσο ανάγκη μακριά από τον φόβο αλλά όσο ευτυχισμένοι και να ήμαστε ποτέ δεν θα καταφέρουμε να νιώσουμε ολοκληρωμένοι χωρίς εσένα... Είσαι η αρχή, η μέση και το τέλος μας, μην σπάσεις αυτήν την αλυσίδα Μπέλλα σε εκλιπαρώ»
«Δεν είμαι Μπελλα που γνώριζες Έντουαρντ, δεν έχει μείνει τίποτα πια μέσα μου»
«Και όμως είσαι και το απέδειξες μόλις τώρα... Μόνο η Μπέλλα που γνωρίζω εγώ θα πάταγε τόσο πολύ τον εγωισμό της για να μην πληγώσει μια αθώα ψυχή...» με κοίταζε δακρυσμένη αλλά δεν ανταποκρινόταν... «Μέσα εδώ...» είπα καθώς έβαζα το χέρι μου πάνω στο μέρος της καρδιά της... «Είσαι ακόμα η ίδια» της είπα με βαθιά φωνή και πέφτοντας απάνω μου απαίτησε για άλλη μια φορά το φιλί μου και εγώ της ανταποκρίθηκα με όλο μου το είναι... αλλά πλέον αυτό δεν ήταν αρκετό για κανέναν από τους δύο μας...
Είχαμε τόσο ανάγκη να νιώσουμε ο ένας τον άλλον που πριν ακόμα το καταλάβουμε, ότι εμπόδιο υπήρχε ανάμεσα μας απλά έγινε παρελθόν και γυρίζοντας την προς την σκάλα λύγισα τα πόδια μου και μόλις το σώμα της συγκρούστηκε με τα σκαλιά, αφήνοντας τα χείλια της που δεν είχα αποχωριστεί όλη αυτήν την ώρα, άρχισα να γεύομαι και το υπόλοιπο κορμί της ενώ εκείνη αγκομαχώντας, κρατώντας σφιχτά το κεφάλι μου, ζητούσε για περισσότερα και εγώ το ίδιο.
Καθώς κατηφόριζα γευόμενος άπληστα την τρυφερή της επιδερμίδα, για λίγο έμεινα στο σημείο που είχε το τατού της και περνώντας την γλώσσα μου γύρω από το περίγραμμα, του εκείνη προσπάθησε να καταπνίξει τους λυγμούς της και φέρνοντας το πρόσωπο μου κοντά στο δικό της, την χάιδεψα απαλά στο πρόσωπο απομακρύνοντας τα δάκρυα της με τα χείλια μου και μην αντέχοντας άλλο ξέσπασε.
«Δεν σας αξίζω... Μετά από όσα έκανα, δεν σας αξίζω» έλεγε μέσα από τους λυγμούς της και την ανάγκασα να με κοιτάξει.
«Εννοούσα και εννοώ την κάθε λέξη που με άκουσες να λέω... Χωρίς εσένα ποτέ δεν θα καταφέρουμε να νιώσουμε την απόλυτη ευτυχία... εσύ είσαι αυτή που την ολοκληρώνεις και για τους δύο μας» της είπα και με κοίταξε με το ύφος ενός πληγωμένου κουταβιού και αμέσως ένιωσα ότι έχω ξανά στην αγκαλιά μου την Μπέλλα που είχα πρωτογνωρίσει.
«Έχεις αλλάξει τόσο πολύ» είπε με παράπονο.
«Εσύ είσαι αυτή που με άλλαξε Μπέλλα, που με έκανες να αισθανθώ ξανά ότι είμαι άνθρωπος, που μου έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία σε αυτήν την ζωή για να σβήσω τα λάθη του παρελθόντος και θα σου το χρωστάω όσο ζω»
«Η Ρένεσμι το έκανε όχι εγώ» διαφώνησε και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
«Εσύ το έκανες Μπέλλα αλλά ήμουν πολύ εγωιστής τότε για να το παραδεχτώ, η Ρένεσμι απλά το έβγαλε προς τα έξω» της είπα και νέα δάκρυα άρχισαν να υγραίνουν τα μάγουλα της.
«Ποτέ δεν έπαψα να σ’ αγαπώ» είπε τελικά με δυσκολία μέσα από τους λυγμούς της και σφίγγοντας την στην αγκαλιά μου την κράτησα απόλυτα απάνω μου.
«Ούτε και εγώ μωράκι μου, ούτε για ένα δευτερόλεπτο» της είπα και εκείνη άρχισε πάλι να με φιλάει με τέτοιο πάθος όπως ακριβός και τότε και χωρίς να αντέχω άλλο, συγκρατώντας την πάντα στην αγκαλιά μου για να την νιώθω απόλυτα απάνω μου, την έκανα και πάλι δική μου και αυτήν την φορά, για πάντα.
Τα σώματα μας είχαν πάρει φωτιά, ο χρόνος είχε σταματήσει και σαν διψασμένοι παλεύαμε να νιώσουμε την ολοκλήρωση που τόσο είχαν ανάγκη οι ψυχές μας χωρίς να είμαστε ικανοί να σκεφτούμε τίποτα άλλο... Η αγάπη μας ξεπερνούσε τα πάντα... την ίδια μας την λογική, τα ίδια μας τα κορμιά ακόμα και την ίδια μας την ύπαρξη σε σημείο να μην έχουμε την δύναμη να σταματήσουμε για κανέναν λόγο αλλά στο πίσω μέρος του μυαλού μας ξέραμε και οι δύο ότι έπρεπε να το κάνουμε ώστε να ειδοποιήσουμε τα παιδία για να μην ανησυχούνε και έτσι όταν κάποια στιγμή κατάφερα να βρω την λογική να φρενάρω όλη την φρενίτιδα που με είχε καταβάλει, τελειώνοντας μέσα της... έμεινα για λίγο ακίνητος με εκείνη πάνω στην αγκαλιά μου μέχρι να καταφέρουμε να βρούμε ξανά την ανάσα μας και μόλις εκείνες άρχισαν να χαλαρώνουν την ανάγκασα να με κοιτάξει.
«Έλα να τους πάρουμε τηλέφωνο... πριν τα παίξουν τελείως από την αγωνία τους» της είπα και καθώς κατένευσε πήγε να φύγει από την αγκαλιά μου για να με αφήσει να σηκωθώ αλλά δεν την άφησα.
Κρατώντας την στην αγκαλιά μου, πήγα προς τον καναπέ και αφού την βόλεψα μέσα σε αυτή εκείνη άφησε το κεφάλι της να ξεκουραστεί πάνω στον ώμο μου, της έδωσα ένα βαθύ φιλί πάνω στο μέτωπο της και απλώνοντας το χέρι μου έπιασα τον ασύρματο από την βάση του και πληκτρολόγησα το καινούργιο νούμερο του κινητού της Άλις και βάζοντας την ανοιχτή ακρόαση περίμενα μέχρι να απαντήσει... Με την πρώτη κλήση εκείνη αμέσως απάντησε.
«Μπαμπά... μπαμπά, πες μου ότι είσαι εσύ, πες μου ότι είσαι καλά» έλεγε ακατάπαυστα αλαφιασμένη και δάγκωσα για μια στιγμή τα χείλια μου για να μην γελάσω δυνατά πριν απαντήσω.
«Πρώτη φορά σε ακούω να με αποκαλείς έτσι» της είπα ήρεμα και εκείνη άφησε μια ανακουφιστική ανάσα πριν απαντήσει.
«Και θα είναι και η τελευταία κακομοίρη μου γιατί όταν σε πιάσω στα χέρια μου θα παρακαλάς να σε αφήσω...» είπε απειλητικά και ταυτόχρονα με την Μπέλλα γελάσαμε δυνατά.
«Πάρε αριθμό προτεραιότητας» την πείραξα και εκείνη βγήκε τελείως από τα ρούχα της.
«Τολμάς να με κοροϊδεύεις και από πάνω; Ξέρεις τι έχουμε περάσει όλες αυτές τις ώρες;» μου επιτέθηκε και ακούσαμε την Ρένεσμι από μέσα που απαιτούσε να της δώσει το κινητό.
«Συγνώμη καρδιά μου γι’ αυτό...» είπα και κοίταξα προς την Μπέλλα μου καθώς της χάιδευα απαλά το μπράτσο... «Αλλά είχαμε πολλά να πούμε...» συμπλήρωσα και εκείνη κατέπνιξε ότι ήθελε να μας σούρει... «Που είσαστε;» συνέχισα και για λίγο έμεινε στην σιωπή.
«Σε λίγο φτάνουμε» απάντησε τελικά.
«Γυρίστε πίσω» της είπα και έκανε άλλη μια παύση... «Άλις με ακούς;» την ρώτησα και εκείνη αναστέναξε.
«Είσαι σίγουρος;» με ρώτησε και δίνοντας άλλο ένα βαθύ φιλί πάνω στην κορυφή του κεφαλιού της Μπέλλας μου καθώς πήρα μια βαθιά ανάσα απάντησα με σιγουριά.
«Πιο σίγουρο από ποτέ» της επιβεβαίωσα.
«Όπως θες» απάντησε νευριασμένα και την πρόλαβα πριν κλείσει.
«Άλις;»
«Ναι;» ανταπέδωσε ανυπόμονα.
«Δώσε μου την Ρένεσμι... είναι κάποια εδώ που θέλει να της μιλήσει» της είπα και η Μπέλλα με ευχαρίστησε με την ματιά της ενώ τα δάκρυα της δεν άργησαν να κάνουν πάλι την εμφάνιση της.
«Το θεωρείς καλή ιδέα αυτήν την στιγμή;» με ρώτησε με πείσμα και πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Άλις σε παρακαλώ... αρκετά περάσαμε δεν νομίζεις;» την ρώτησα πίσω και τελικά εκείνη υποχώρησε και δίνοντας το τηλέφωνο στην Ρένεσμι, την ακούσαμε που της έλεγε ότι κάποια θέλει να της μιλήσει και μόλις η Ρένεσμι έβαλε το ακουστικό στο αυτί της άρχισε να τσιρίζει.
«Μαμαααα... μαμααααα» ακατάπαυστα και η Μπέλλα καθάρισε την φωνή της πριν προσπαθήσει να μιλήσει.
«Μωρό μουυυυ» κατάφερε να πει συγκινημένη και η Ρένεσμι έγινε ακόμα χειρότερη και με κλάματα συνέχισε να φωνάζει.
«Μανούλα... μανούλα που είσαι; Θέλω να σε δω» έλεγε ακατάπαυστα και η Μπέλλα πήρε μια βαθιά ανάσα και εγώ αμέσως την φίλησα απαλά πάνω στο κεφάλι της και της έτριψα το χέρι της παρηγορητικά για να της δώσω την δύναμη που χρειαζόταν για να συνεχίσει.
«Εδώ είμαι αγάπη μου, στο σπίτι μας...» είπε καθώς με κοίταζε βαθιά στα μάτια και εγώ της κατένευσα για να της δώσω την συγκατάθεση μου να συνεχίσει... «Και δεν θα φύγω ποτέ ξανά... σου το υπόσχομαι καρδιά μου» μόλις το άκουσε αυτό η Ρένεσμι έδωσε τα ρέστα της.
Τσιρίζοντας από την χαρά της, παράτησε το τηλέφωνο και άρχισε να απαιτεί να την γυρίσουν σπίτι και μόλις η Άλις την καθησύχασε ότι θα γυρίσουν και ενημέρωσε και τον Τζάσπερ για να κάνει αναστροφή, έβαλε ξανά το τηλέφωνο στο αυτί της και συνέχισε να μας μιλάει χωρίς σταματημό... Αφού είχε εξαντλήσει πια όλες της τις απορίες και την πείσαμε να το κλείσει για να μην ζαλίζουμε τον Τζάσπερ ώστε να τους γυρίσει με ασφάλεια, εκείνη πριν κλείσει μας σταμάτησε.
«Μπαμπούλι;» είπε ναζιάρικα και αμέσως γέλασα σιγανά.
«Ναι καρδιά μου;» της ανταποκρίθηκα απαλά και εκείνη δίστασε για μια στιγμή.
«Μπαμπουλίνοοοο;» είπε πάλι και δεν είχα ιδέα πως κατάφερα να κρατηθώ για να μην γελάσω πιο δυνατά.
«Ναι;;;» απάντησα ξανά.
«Να σταματήσουμε πριν φτάσουμε με την Άλις να πάρουμε πίτσα;...» είπε τελικά και κούνησα το κεφάλι μου απηυδισμένα... «Σε παρακαλώ... η κοιλίτσα μου πεινάει πάρα πολύυυυυυυ» είπε με το ναζιάρικο της ύφος και κοιτάζοντας την Μπέλλα εκείνη μου ανταπέδωσε το βλέμμα κοιτώντας με έντονα στα μάτια καθώς περίμενε την απάντηση μου.
«Άντε καλά αλλά μόνο για σήμερα εντάξει;» της είπε και η Μπέλλα ανασήκωσε τα φρύδια της προκαλώντας με ανοιχτά.
«Εντάξει, εντάξει μόνο για σήμερα σου το υπόσχομαι» είπε εκείνη αμέσως ενθουσιασμένη και μόλις κατάφερα με να κλείσουμε το τηλέφωνο το έβαλα στην άκρη και κοίταξα την Μπέλλα η οποία ακόμα δεν είχε αλλάξει ύφος.
«Είναι ιδέα μου ή σου σε κάνει ότι θέλει;» ρώτησε τελικά και αναστέναξα.
«Και λίγα λες» επιβεβαίωσα και δαγκώνοντας το κάτω χείλος της με κοίταξε πονηρά και εγώ της ανταπέδωσα το βλέμμα με περιέργεια.
«Τότε θα πρέπει να σε προειδοποιήσω»
«Για πιο πράγμα;» την ρώτησα και με κοίταξε με ένα βλέμμα που με έκανε αμέσως να εκραγώ.
«Ότι θα σε κάνουμε να πεις τον δεσπότη Παναγιώτη» είπε και γέρνοντας την προς τον καναπέ, παίρνοντας τα χέρια της μέσα στα δικά μου τα έβαλα πάνω από το κεφάλι της και συνεχίζοντας το παιχνίδι της την κοίταξα επιβλητικά αλλά εκείνη δεν μάσησε.
«Έτσι ε;;» της ανταπέδωσα και εκείνη αν είναι δυνατών, κάνοντας το βλέμμα της ακόμα πιο προκλητικό συνέχισε να παίζει μαζί μου.
«Μμμχχχμμμ» επιβεβαίωσε και καλύπτοντας τα χείλια της με τα δικά μου την φίλησα με τόσο πάθος που το σώμα της αμέσως έγινε ένα άκαμπτο τόξο και μόλις το βογκητό της έσπασε το φιλί μας, ανασήκωσα το κεφάλι μου ξανά και την κοίταξα μέσα στα μάτια με όλη την αγάπη που ένιωθα μέσα μου και της απάντησα με βαθιά φωνή.
«Δεν έχεις ιδέα πόσο ανυπομονώ γι’ αυτό»
~*~*~*~*~*~*~
Αυτά σκεφτόμουν μερικά χρόνια αργότερα και γέλαγα κοιτώντας την οικογένεια μου χωρίς να μπορώ να πιστέψω ότι πράγματι τα είχα καταφέρει... Φυσικά και είπα τον δεσπότη Παναγιώτη... πως άλλωστε να μην τον έλεγα; Όταν ένας άνθρωπος έχει ζήσει την μισή του ζωή ζώντας κάθε μέρα στην κόψη του ξυραφιού πως μπορεί να συμβιβαστεί με σε μια ήρεμη ζωή τόσο εύκολα; Απλά δεν μπορεί, όλο και κάτι θα του λείπει αλλά όταν καθόμουν και αναλογιζόμουν αυτή η ζωή τι θα μου είχε στερήσει τώρα, τότε τα πράγματα γινόντουσαν πιο εύκολα και με την βοήθεια της Μπέλλας μου και φυσικά των κοριτσιών μου τότε όλα γινόντουσαν έτσι όπως ακριβός έπρεπε να ήταν.
Για την Μπέλλα όλα ήταν πολύ πιο εύκολα από ότι για μένα... από την στιγμή που πήρε την απόφαση να μείνει μαζί μας για εκείνην η παλιά ζωή έγινε αμέσως παρελθόν και αρνούμενη να δουλέψει ξανά, έζησε όλα όσα ονειρευόταν να ζήσει πριν γνωρίσει εμένα, με την μόνη διαφορά ότι την ζούσε μαζί μου και ένιωθε ότι δεν της έλειπε τίποτα και πράγματι αν την κοιτούσατε από μια μεριά, θα το καταλαβαίνατε και μόνοι σας... Η ευτυχία που ένιωθε μέσα της αντικατοπτριζόταν σε κάθε της κίνηση, σε κάθε της έκφραση, σε κάθε της λέξη και αυτό με γέμιζε με τόση ικανοποίηση που έκανε την καρδιά μου να νιώθει δυνατή να αντιμετωπίσει τα πάντα.
Όσο για τις άλλες δύο γυναίκες τις ζωής μου, τι θα μπορούσα να πω, ήταν για μένα τα πάντα ένα όνειρο που όποιος μου έλεγε ότι θα υπήρχε περίπτωση να το ζήσω, τότε θα έκανα έναν μήνα να συνέλθω από τα γέλια αλλά όχι τώρα...
Με την Ρένεσμι να μεγαλώνει και να γίνετε ένα απίστευτο παιδί που σε αιχμαλώτιζε και σε έκανε δέσμιο της με μια της και μόνο ματιά, με ένα τετραπέρατο μυαλό που πάντα έπαιρνε άριστα σε όλα της τα μαθήματα, με ένα τεράστιο χαμόγελο η ψυχή του σπιτιού να την κοιτάς και να ανοίγει η καρδιά σου, σε έκανε να μην θες ποτέ να φύγεις από δίπλα της, να θες να μιλάς με τις ώρες μαζί της και να απολαμβάνεις όλα τα καλά της ζωής χωρίς ανάσα...
Και με την Άλις που πλέον ήταν μακριά μας, όχι και τόσο πολύ αλλά για να είμαι ειλικρινής μου στοίχιζε κάπως που δεν ήταν πια στο ίδιο σπίτι, καθώς είχε πλέον παντρευτεί τον έρωτα της ζωής της που δεν την απογοήτευσε αλλά ούτε και εκείνη ποτέ και μαζί κάνανε τρεις υπέροχες κόρες...
Ναι πολύ καλά ακούσατε, εγώ ο Έντουαρντ Κάλεν έγινα και παππούς, ποιος θα μου το έλεγε και θα το πίστευα, εγώ που δεν ήθελα να ακούσω ούτε την λέξη μπαμπά τώρα ακούω την λέξη παππού και κατουριέμαι απάνω μου και ένιωθα ο πιο ευτυχισμένος, τολμώ να πω ο πιο ευλογημένος άνθρωπος στον κόσμο, μην σας πω ολόκληρου τους σύμπαντος...
Ακόμα και ο πιο πιστός μου φίλος ο Φλικ ήταν εκεί να συμπληρώνει την ευτυχία μας... στα δώδεκα του χρόνια, χωρίς να χάνει στιγμή το απίστευτο ένστικτο του, να είναι δίπλα μας και να μας μοιράζει την αγάπη του και την απίστευτη συντροφικότητα του και να μας προστατεύει με κάθε τρόπο ακόμα και μετά την τύφλωση του ποτέ δεν τα παράταγε, και μόλις ένιωθε κάτι πάντα μας προειδοποιούσε με κάθε τρόπο.
Οι μόνοι που έλειπαν από το σχήμα μας ήταν φυσικά ο Τεό και η Ρόουζ που πραγματικά ήταν για μας μεγάλη απώλεια, αλλά ακόμα και αν μας χωρίζανε πια τόσα χιλιόμετρα, ποτέ δεν χάσαμε την επαφή μας και με την πρώτη ευκαιρία, έστω και τηλεφωνικά και να συνομιλούμε μέσω skype, ήμασταν και πάλι όπως παλιά, να ανταλλάσουμε τα νέα μας και να διασκεδάζουμε κάνοντας ότι βλακεία μας κατέβαινε στο κεφάλι όπως και παλιά, έφτανε να κάνει την απώλεια αυτήν πιο ανεκτική... Φυσικά ακόμα και τώρα η Μπέλλα απορεί πως κατάφερα εγώ και ο Τεό να τα κοιμιάσουμε... αλλά όπως πάντα έλεγα, ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου φέρει η ζωή ή ακόμα χειρότερα πως θα σου τα φέρει η ζωή έτσι ώστε να κάνει πράγματα που ούτε ο ίδιος θα πίστευες ποτέ ότι θα τα έκανες.
Είμαι σίγουρος ότι θα αναρωτιέστε αν το μετάνιωσα ποτέ, η απάντηση μου είναι ΟΧΙ και ούτε πρόκειται... πως θα μπορούσα άλλωστε.
Όσο περίεργο και να σας φαίνεται δεν θα μετανιώσω για τίποτα αν και τα περισσότερα από αυτά με πονάνε και με κάνουν να αιμορραγώ ακόμα και τώρα που πλέον έχω ξεφορτωθεί όλα τα σημάδια από το σώμα μου... γιατί μόνο υπερήφανος δεν ένιωθα πια γι’ αυτά... γιατί χωρίς όλα αυτά, δεν θα είχα γνωρίσει εκείνην, χωρίς όλα αυτά δεν θα μου είχε δοθεί ποτέ μια ευκαιρία στην ευτυχία, την ολοκλήρωση, την απέραντη αγάπη που μπορεί ένας άνθρωπος να νιώσει και να πει ότι πράγματι υπάρχει.
Τι άλλο να ζητήσει ένας άνθρωπος περισσότερο από αυτό;... Θέλετε την γνώμη μου;... Τίποτα παραπάνω.
~ Τέλος ~
Extra bonus... Πως θα τελείωνε η ιστορία αν ήταν έργο.
Στην πίσω αυλή του σπιτιού, ο Έντουαρντ, φορώντας μόνο το μαγιό του, στέκεται μπροστά από το γκριλ, κρατώντας μια μπίρα στο ένα του χέρι και μια τσιμπίδα στο άλλο και πεινώντας λίγο από την μπίρα του, ελέγχει και γυρίζει τα κρεατικά που ψήνονται. Το σώμα του δεν έχει κανένα σημάδι.
Ο Φλικ που στέκετε δίπλα του, οσμίζεται την ατμόσφαιρα και γαβγίζει, ο Έντουαρντ γυρίζει τον κοιτάει στοργικά και αφήνοντας την τσιμπίδα που κρατάει στην άκρη, γονατίζει μπροστά του και τον χαϊδεύει πίσω από το αυτί. Ο Φλικ γουργουρίζει παραπονιάρικα.
ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ
Τι είναι γεράκο μου, πείνασες;
Ο Φλικ γαβγίζει μια φορά και ο Έντουαρντ χαμογελώντας, σηκώνετε ξανά και διαλέγοντας την πιο τρυφερή μπριζόλα που ήταν ήδη ψημένη, την κόβει σε πολύ μικρά κομμάτια μέσα σε ένα πιάτο και κρατώντας το στο χέρι του, γονατίζει ξανά και αφού το αφήνει πάνω στο χορτάρι, παίρνει ένα κομμάτι και το βάζει στο στόμα του Φλικ. Ο Φλικ αρχίζει να τον μασάει με δυσκολία και ο Έντουαρντ αναστενάζει καθώς τον χαϊδεύει άλλη μια φορά απαλά στο κεφάλι και κοιτάζει προς την οικογένεια του.
ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ
Πως περνάνε τόσο γρήγορα τα χρόνια;
Γελάει στιγμιαία και γυρίζει την ματιά του προς τον Φλικ. Δεν σταματάει να τον χαϊδεύει.
ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ
Θα πίστευες ποτέ ότι θα με έβλεπες σε αυτήν την θέση;
Ο Φλικ γαβγίζει μια φορά και ο Έντουαρντ γελάει πιο δυνατά ενώ σηκώνετε όρθιος και παίρνοντας ξανά την τσιμπίδα του στο χέρι, συνεχίζει να κάνει ότι και πριν αλλά η ματιά του αρχίζει να ταξιδεύει προς την οικογένεια του.
Πρώτα κοιτάει προς την πισίνα, όπου η Ρένεσμι με την Μπέλλα παίζουν ανέμελες, γελώντας και μετά γυρίζει την ματιά του προς το σημείο όπου η Άλις με τον Τζάσπερ, κάθονται κάτω από την σκιά της ομπρέλας, πάνω σε μια κουβέρτα και παίζουν με την νεογέννητη κόρη τους που είναι μέσα στο πορτμπεμπέ της και τις δίδυμες μεγαλύτερες κατά 2 χρόνια κόρες τους, ενώ κοιτάζονται που και που στα μάτια με λατρεία. Στα χαρακτηριστικά τους αντικατοπτρίζετε όλη η ευτυχία που νιώθουν μέσα τους.
Γυρίζει την ματιά του προς την Μπέλλα και την κοιτάει με όλη του την αγάπη.
(V.O.) Ακούμε τις σκέψεις του.
ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ
Τι άλλο να ζητήσει ένας άνθρωπος περισσότερο από αυτό;
Καθώς βλέπουμε την μισή πλάτη και το μισό πρόσωπο του Έντουαρντ, ο φακός εστιάζει στην Μπέλλα και την Ρένεσμι. Κάνει κοντινό στο πρόσωπο της Μπέλλας μέχρι που στο τέλος βλέπουμε μόνο το μισό πρόσωπο του Έντουαρτ και την Μπέλλα. Εκείνη γυρίζοντας την ματιά της προς τον Έντουαρντ, του χαμογελά ευτυχισμένη και ο Έντουαρντ της το ανταποδίδει.
(V.O.) ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ
Θέλετε την γνώμη μου;... Τίποτα παραπάνω.
~ Τέλος ~
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου