Ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής μου... ή τουλάχιστον εκείνην την ημέρα έτσι νόμιζα που να ήξερα τι θα με περίμενε παρακάτω... ή αν το ήξερα σίγουρα θα τα είχα διαλύσει όλα στον αέρα προκειμένου να γίνουν όλα όπως θα έπρεπε να είχαν γίνει αν δεν την άφηνα να με πείσει ότι η ζωή της μικρής της ήταν πιο σημαντική από την ίδια της την ζωή...
Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι πράγματι την άφησα μόνη να αντιμετωπίσει το θεριό αλλά τελικά το έκανα... και αυτό γιατί η ίδια μου το ζήτησε και εγώ ο μαλάκας την άκουσα.
Αφού έβαλα κάμερα μέσα στο δωμάτιο του ηλίθιου του Τζουζέπε για να μπορώ να παρακολουθώ τις εξελίξεις, αφού έκλεισα μια συμφέρουσα προς τα εκείνον συμφωνία για να εξασφαλίσω ότι ο Χάντερ δεν θα το κούναγε από εκεί μόνος, αφού ενημέρωσα και την Ρόουζ ώστε να παρακολουθεί τις εξελίξεις ταυτόχρονα με μένα για να ενημερώνει τους δικούς μου ώστε να επέμβουν την κατάλληλη στιγμή για να είμαι σίγουρος ότι κανείς από όλους αυτούς δεν θα καταφέρει να ξεφύγει και φυσικά για να είμαι πιο σίγουρος ότι με αυτόν τον τρόπο θα προστατέψω την ζωή της... πήρα το αεροπλάνο μαζί με τον Φλικ που τον είχα αφήσει στο αεροδρόμιο και σε έντεκα ώρες βρισκόμουν πια στο Λονδίνο να εκπληρώνω το δεύτερο μέρος του σχεδίου μου.
Δεν μου ήταν καθόλου ευχάριστο που ήμουν έξω από την δράση... αλλά τι άλλο θα μπορούσα να κάνω ώστε να καταφέρω να σώσω το μικρό αθώο πλάσμα που ήταν στην μέση του κυκλώνα αβοήθητο και απροστάτευτο στα χέρια του πιο γελοίου ανθρώπου που υπάρχει;... Η απάντηση είναι απλή... αυτό ακριβός που κάνω τώρα... Δεν υπήρχε άλλη επιλογή... αν ήθελα να ζήσει, έπρεπε να είμαι μαζί της, αν ήθελα να μου δώσει η Μπέλλα μου άλλη μια ευκαιρία, έπρεπε να είμαι μαζί της, αν ήθελα να έχει μια ευκαιρία σε αυτήν την ζωή, έπρεπε να είμαι εγώ αυτός που θα της την εξασφάλιζε... οπότε η απόφαση πάρθηκε και εγώ επέλεξα να αφήσω την ζωή της Μπέλλας μου στα χέρια άλλων να την προστατέψουν για να είμαι εγώ μαζί της ώστε να μπορέσω να τα καταφέρω όλα αυτά όσο και να μην μου άρεσε αυτό.
Το σχέδιο είχε ως εξής... ένα πτώμα περίπου στην ηλικία της μικρής για να το αντικαταστήσω με εκείνην, ο Φλικ θα βγάλει από την μέση την ηλίθια νταντά όσο εγώ θα το αντικαταστήσω, μια διαρροή στο γκάζι και όλα θα γινόντουσαν τόσο απλά στάχτη και άντε να αναγνωρίσεις τα πτώματα... Τι θα μπορούσε να πάει στραβά;... η απάντηση είναι απλή... Τα πάντα.
Με τον Φλικ στο πίσω κάθισμα του παλιού Τογιότα που είχα νοικιάσει σε ετοιμότητα και με το βαλιτσάκι με το νεκρό μωρό στο μπροστινό κάθισμα έτοιμο για την αποστολή του, καθόμουν στην θέση του οδηγού και μέσα από το μικρό υπολογιστή τσέπης που είχα στα χέρια μου κοίταζα τις εξελίξεις μέχρι να ακούσω το σύνθημα για να δράσω.
Είναι άλλη μια αποστολή... έλεγα μέσα μου ξανά και ξανά για να μου δώσω κουράγιο καθώς έβλεπε την απελπισία της Μπέλλας μου στα μάτια της... Σου έχει εμπιστοσύνη, ξέρει ότι δεν θα την απογοητεύσεις... μην τα χάνεις τώρα Έντουαρτ... Έδινα κουράγιο στον ίδιο μου τον εαυτό και απλά είχα την ελπίδα να έχω δίκιο... Αν τα χάσει εκείνη όλα θα χαθούν... δεν πρέπει να αφήσει το πείσμα της να την παρασύρει... πρέπει να έχει πίστη σε μένα... πρέπει να ξέρει ότι κάτι ετοιμάζω... δεν θα την άφηνα ποτέ εκτεθειμένη στα χέρια τους... Συνέχιζα με πείσμα και έλπιζα απλά αυτό να ίσχυε και να πάνε όλα καλά.
«Η επιχείρηση Ιζαμπέλλα κατέρρευσε...» άκουσα τον Τζουζέπε να λέει και ήξερα ότι είχε έρθει η ώρα.
Γύρισα το κεφάλι μου προς τα πίσω και κοίταξα τον Φλικ στα μάτια.
«Ήρθε η ώρα... δεν έχουμε περιθώρια για λάθη... Μην την σκοτώσεις πριν πάρουμε όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούμε» του έδωσα εντολή και εκείνος σοβαρός γάβγισε μια φορά και χωρίς να με περιμένει άνοιξε την πόρτα, βγήκε από το αυτοκίνητο και έτρεξε προς το σπίτι.
Για καλή μου τύχη στο σπίτι ήταν μόνο η νταντά και το μωρό... το ζευγάρι έλειπε, οπότε θα γλύτωνε από όλο αυτό... Ήξερα ήδη ότι δεν είχαν καμία σχέση με τον Χάντερ... η νταντά ήταν μόνο στο κόλπο, εκείνοι απλά ήταν τα πιόνια τους που τους κορόιδεψαν πάνω στον πόνο τους που χάσανε το δικό τους παιδί και τους πασάρανε την μικρή με μια εικονική υιοθεσία για να το μεγαλώσουν σαν δικό τους... δεν χρειαζόταν να χάσουν την ζωή τους γι αυτό... εκείνοι το θεωρούσαν πραγματικό τους παιδί... έφτανε που απλά θα την χάνανε.
Βάζοντας τον υπολογιστή στην τσέπη μου, άφησα το ένα ακουστικό στο αυτί για να ακούω τις εξελίξεις, πήρα το βαλιτσάκι με το πτώμα στο χέρια και κλείνοντας και ασφαλίζοντας το αυτοκίνητο, κοίταξα καλά, καλά γύρω μου να δω μήπως κάποιος με κοιτάει και ακολούθησα τον Φλικ. Μόλις άκουσα τον Χάντερ να δίνει εντολή στην νταντά να ξεμπερδεύει με την μικρή πριν φτάσω εγώ στο σπίτι, περίμενα μέχρι να κλείσουν το τηλέφωνο και μόλις το έκαναν πάτησα το κουδούνι του σπιτιού πριν εκείνη πάει να εκπληρώσει την εντολή που είχε λάβει ενώ εγώ κρύφτηκα για να μην με δει ώστε να αναγκαστεί να ανοίξει την πόρτα.
«Ποιος είναι;» ακούστηκε από μέσα καθώς δεν μπορούσε να δει κανέναν από το ματάκι... Χτύπησα ξανά το κουδούνι για δεύτερη φορά αφού δεν άνοιξε με την πρώτη και μόλις η πόρτα άνοιξε λίγο ο Φλίκ όρμησε πάνω στην πόρτα και την έριξε κάτω ενώ με τα δόντια του πάνω στον λαιμό της γρύλιζε σαν τρελός.
«Καλό θα ήταν να μην κουνηθείς... Εκτός αν θέλεις να χάσεις το λαρύγγι σου» της είπα σκληρά και εκείνη που στην αρχή πάλευε για την ζωή της καθώς προσπαθούσε να φτάσει το όπλο που της έπεσε από το ξάφνιασμα στο πάτωμα, έμεινε ακινητοποιημένη να με κοιτά με σοκαρισμένο ύφος... Ο Φλίκ δεν υποχωρούσε.
Πήρα το όπλο της από το πάτωμα... και έκανα νόημα στον Φλικ να την αποδεσμεύσει.
«Μην κάνεις καμία ανοησία... Είμαι σίγουρος ότι ξέρεις πάρα πολύ καλά ποιος είμαι και τι είμαι ικανός να κάνω γι αυτό σου συνιστώ να συνεργαστείς» την πληροφόρησα και άρχισε να γελάει δύσπιστα.
«Ναι γιατί αν το κάνω θα μου χαρίσεις την ζωή;» ειρωνεύτηκε και της ανταπέδωσα το ειρωνικό της γελάκι.
«Όχι αλλά θα σου την παρατείνω» της ανταπέδωσα και αρπάζοντας την από το μπράτσο την έσυρα πιο μέσα και με συνοπτικές διαδικασίες την έδεσα πάνω σε μια καρέκλα στο σαλόνι ενώ ο Φλίκ κλείνοντας την πόρτα πίσω του άρχισε να ερευνά το σπίτι.
Το γάβγισμα του Φλικ με διαβεβαίωνε ότι όλα ήταν όπως θα έπρεπε να ήταν και βγάζοντας από την τσέπη μου τον υπολογιστή κοίταξα την οθόνη και μόλις είδα την Μπέλλα να πλακώνει στο ξύλο τον Χάντερ ένιωσα απίστευτη ικανοποίηση... Περίμενα πως και πως αυτήν την στιγμή αλλά να είμαι εγώ αυτός που θα του σαπίζει την μούρη, να είμαι εγώ αυτός που θα τον έκανε να γεμίσει με αίματα από τα σπασμένα δόντια, την μύτη και ότι άλλο θα έπαιρνε η μπάλα κάτω από τα χτυπήματα μου αλλά να βλέπω το άλλο μου μισό να κάνει ακριβός αυτό που θα έκανα εγώ ήταν το ίδιο ικανοποιητικό.
Μπέλλα
«Πάρτη τηλέφωνο και ανακάλεσε τώρα» ούρλιαζα καθώς τον χτύπαγα όπου έβρισκα και το καθίκι γέλαγε με την ψυχή του.
«Το να βλέπω τον Χάντερ να τον σαπίζει στο ξύλο μια γυναίκα είναι το πιο ωραίο θέαμα που έχω δει ποτέ στην ζωή μου... αλλά γλυκιά μου ακόμα δεν έχει έρθει η ώρα του» άκουσα μια άγνωστη σε μένα φωνή και αυτό για λίγο με ακινητοποίησε... δύο χέρια με τράβηξαν βίαια από πάνω του και εγώ πάλεψα για να ξεφύγω.
«Σσσς γλυκιά μου... είναι δικός σου κανείς δεν θα σου κλέψει την ευκαιρία να τον αποτελειώσεις άλλα όχι ακόμα» συνέχισε εκείνος και γύρισα προς το μέρος του.
«Ποιος είσαι εσύ;» ρώτησα νευριασμένη.
«Κλάους» απάντησε ο Χάντερ για εκείνον... και ο Κλάους ανασήκωσε το ένα του φρύδι ειρωνικά.
«Χάντερ!» ανταπέδωσε και με τράβηξε ακόμα πιο μακριά του πριν αρχίσω και πάλι να αντιδρώ... «Βλέπω ότι έχουμε εδώ μια ασυνήθιστη κατάσταση... Μήπως πριν συνεχίσουμε να έκανες αυτό που σου ζήτησε η κυρία;» τον ρώτησε και η καρδιά μου σφίχτηκε... Ποιος είναι αυτός που νοιάζεται τόσο πολύ για την μοίρα της μικρής μου;
Ο Χάντερ αφήνοντας βαριά την ανάσα του να βγει από μέσα του, ανακάθισε καλύτερα και βγάζοντας το τηλέφωνο από την τσέπη του το έτεινε προς το μέρος μου.
«Κάν' το μόνη σου... Είμαι σίγουρος ότι δεν θα καταφέρεις τίποτα» είπε με δηλητήριο στην φωνή του και καθώς απελευθερώθηκα με μια βίαιη κίνηση από το σφιχτό κράτημα του Κλάους, έτρεξα προς το μέρος του, έκανα επανάκληση του τελευταίου τηλεφώνου που βρήκα στο κινητό του και περίμενα.
«Μπέλλα...» άκουσα την φωνή του Έντουαρτ και μου κόπηκαν τα πόδια.
«Έντουαρτ!... Έντουαρτ το παιδί είναι... πες μου είναι καλά;» ρώτησα με κομμένη την ανάσα και ένιωθα να κομπιάζει κάτι που δεν μου άρεσε καθόλου.
«Λυπάμαι... ήρθα πολύ αργά» είπε και πισωπατώντας μόλις ένιωσα τα πόδια μου να ακουμπάνε στο κρεβάτι έκατσα άδεια χωρίς να το πιστεύω.
«Λες ψέματα... δεν μπορεί να είναι αλήθεια» τσίριξα πιάνοντας το κεφάλι μου που ήταν έτοιμο να εκραγεί.
«Λυπάμαι μωρό μου...» ξεκίνησε αλλά δεν τον άφησα να συνεχίσει.
«Σε είχα προειδοποιήσει γι αυτό Έντουαρτ... Είσαι νεκρός... και εσύ και ο φιλαράκος σου... Είσαστε και οι δύο νεκροί» του δήλωσα και κλείνοντας το κινητό το πέταξα κάτω και γύρισα την ματιά μου προς τον Κλάους... «Τελείωνε μαζί του γιατί δεν ξέρω πόσο ακόμα μπορώ να συγκρατηθώ» του είπα και εκείνος κατένευσε.
Ότι ακολούθησε για μένα απλά ήταν αδιάφορο... τους κοίταζα να ανταλλάσσουν πληροφορίες, να λένε δεν ξέρω και εγώ τι και το μόνο που με ένοιαζε ήταν απλά να τελειώνουν... Το μυαλό μου είχε παγώσει... οι αισθήσεις μου το ίδιο, τα χέρια μου μυρμήγκιαζαν και το μόνο που υπήρχε αυτήν την στιγμή να με κρατάει σε μια ισορροπία ήταν μόνο η εικόνα της, να την κρατάνε ξένα χέρια και να κοιτάει προς την οθόνη, να κοιτάει νοητά εμένα και εγώ να της μιλώ να της λέω πόσο την αγαπώ, πως θα κάνω τα πάντα να είμαστε μια μέρα μαζί, να είμαστε όπως θα έπρεπε να ήμασταν, αγκαλιά.
Δεν σεβάστηκαν τίποτα... για εκείνους όλα ήταν απλά άλλο ένα τους κόλπο μια θυσία στον βωμό του μαύρου χρήματος... Για εκείνους ήμασταν ένα τίποτα... εγώ ήμουν ένα τίποτα, ένα πιόνι στα χέρια τους να παίζουν μαζί μου, με τα συναισθήματα του χωρίς να υπολογίζουν τίποτα και κανέναν.
«Αν τον θες είναι δικός σου» άκουσα τον Κλάους να λέει και σήκωσα την θολή μου ματιά προς το μέρος του... Το χέρι του μου έτεινε το όπλο του και χωρίς δεύτερη σκέψη το κράτησα σφιχτά στα χέρια μου και πλησίασα το μπλαβιασμένο κουφάρι του Χάντερ.
«Κοίτα με...» απαίτησα και εκείνος το έκανε με μια δόση ειρωνείας στα χαρακτηριστικά του... «Δεν θα σταματήσω να σε κυνηγάω, όσες ζωές και να ζήσω... πάντα θα με βρίσκεις μπροστά σου και πάντα θα έχεις την ίδια κατάληξη» του δήλωσα και χωρίς να τον αφήσω να πει κάτι, έβαλα την κάνη του όπλου ανάμεσα στα μάτια του και πάτησα την σκανδάλη... Δεν έχω νιώσει ποτέ ξανά στην ζωή μου περισσότερη ικανοποίηση από όσο ένιωσα αυτήν την στιγμή αλλά δεν μου έφτασε.
«Η δουλειά μας εδώ τελείωσε...» δήλωσε ο Κλάους παίρνοντας το όπλο από τα χέρια μου και γύρισα προς το μέρος του.
«Τι θα κάνετε τώρα;» τον ρώτησα και με κοίταξε για μια στιγμή αναποφάσιστος.
«Θα πάμε να βρούμε τον φιλαράκο σου... Έχει κάτι που μας ανήκει» είπε και έτριξα τα δόντια μου πριν απαντήσω... «Αν θες μπορείς να έρθεις μαζί μας... θα είναι χαρά μου να έχω δίπλα μου ένα τέτοιο αμείλικτο θηλυκό» συνέχισε και αποφασιστικά σήκωσα το ανάστημα μου και γύρισα προς το μέρος του.
«Είμαι μέσα... με έναν όρο»
«Μόλις πάρω αυτό που μου ανήκει... είναι δικός σου... Είναι γνωστό ότι δεν λερώνω τα χέρια μου γλυκιά μου» απάντησε πριν καν δηλώσω την απαίτηση μου καθώς μου τσίμπαγε το σαγόνι και κατένευσα.
Έντουαρτ
Γαμώτο όχι... όχι μην πας μαζί του... Ούρλιαζα μέσα μου καθώς έπαιρνα τηλέφωνο στο κινητό του Χάντερ και την είδα για μια στιγμή να σταματά και να κοιτά προς το κινητό που χτυπούσε... αλλά δεν το σήκωσε ποτέ.
«Ρόουζ... πήγε με τον Κλάους... κάνε κάτι να την πάρεις από εκείνον... ο Άαρον δεν θα το δει με καλό μάτι αυτό» την πληροφόρησα καθώς ήταν η επόμενη που πήρα και εκείνη με διαβεβαίωσε ότι θα έκανε τα πάντα για να της αλλάξει γνώμη... Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα ήταν αρκετό όπως ήμουν σίγουρος ότι δεν θα μου έδινε την ευκαιρία να της εξηγήσω ότι έπρεπε να το κάνω αυτό για να μην το καταλάβουν οι υπόλοιποι που παρακολουθούσαν μέχρι να δει την μικρή, οπότε το πλάνο και πάλι άλλαζε... Έπρεπε να την κρατήσω κοντά μου μέχρι να την δει και η Μπέλλα για να σιγουρευτεί... και αυτό δεν ήταν καθόλου καλό... καθόλου καλό.
Δεν είχα χρόνο για τέτοιες σκέψεις... έπρεπε να δράσω τώρα.
Έκανα ότι είχα σκεφτεί από την αρχή... Αποτελειώνοντας την νταντά σπάζοντας της τον αυχένα για να μην υπάρχουν αίματα... την ανέβασα στο δωμάτιο της μικρής όπου για καλή μου τύχη κοιμόταν ακόμα... την άφησα πάνω στην καρέκλα που ήταν δίπλα στην κούνια της και μόλις ήρθε η στιγμή για να αλλάξω το νεκρό μωρό με εκείνην πήγα πάνω από την κούνια της και έμεινα για λίγο να την κοιτώ.
Χριστέ μου πόσο ίδια ήταν... τόσο γαλήνια να κοιμάται με την πιπίλα της στο στόμα... και τα χεράκια της έξω από την κουβέρτα της ψιλά σαν να έλεγε παραδίνομαι... μου φάνηκε τόσο αστείο εκείνην την στιγμή αλλά δεν είχα χρόνο για να το επεξεργαστώ περισσότερο... Με την πιο απαλή κίνηση, άνοιξα την κουβέρτα της, την πήρα απαλά στα χέρια μου και κοιτώντας για λίγο γύρω μου μόλις είδα ένα έπιπλο που λογικά την αλλάζανε... την άφησα εκεί απαλά και αφού έβαλα το άψυχο κορμί του νεκρού μωρού μέσα στην κούνια το σκέπασα και άρχισα να ψάχνω τις ντουλάπες... Αφού βρήκα μια δεύτερη κουβέρτα, γύρισα στην μικρή, την πήρα ξανά στην αγκαλιά μου την τύλιξα με την κουβέρτα που είχα βρει και βάζοντας την μέσα στον σάκο μου, έκλεισα το φερμουάρ αφήνοντας το λίγο ανοιχτό για να αναπνέει και κατέβηκα κάτω.
Με τον Φλικ να με ακολουθεί, την άφησα κοντά στην εξώπορτα και γυρίζοντας προς την κουζίνα άνοιξα το γκάζι... ρύθμισα μια μικρή βόμβα που δεν αφήνει κατάλοιπα στο ένα λεπτό, την άφησα πάνω στην κουζίνα και τρέχοντας, πήρα στα χέρια τον σάκο με την μικρή και κάνοντας νόημα στον Φλίκ εκείνος βγήκε πρώτος για να ελέγξει ότι κανείς δεν μας βλέπει και μόλις άκουσα το γάβγισμα του, βγήκα και εγώ και έτρεξα προς το αυτοκίνητο... Άφησα τον Φλικ να μπει πρώτος και αφού άφησα και τον σάκο με το μωρό πάνω στο πίσω κάθισμα, μπήκα στην θέση του οδηγού και έβαλα μπρος... Μέχρι να φτάσω στο τέλος του στενού, είδα την έκρηξη από τον καθρέφτη μου και πατώντας το γκάζι έγινα καπνός.
Οδηγούσα για δύο περίπου ώρες χωρίς προορισμό στον κεντρικό δρόμο με το κινητό μου στο χέρι να παίρνω απανωτά την Ρόουζ η οποία δεν απαντούσε σε καμία μου κλήση και εκεί που άρχιζα να απελπίζομαι καθώς δεν γνώριζα τι γινόταν, η μικρή κάποια στιγμή ξύπνησε και μάλιστα πολύ θορυβώδες και πήρα μια βαθιά ανάσα... Αυτό μου έλειπε τώρα...
«Δεν μπορείς να κάνεις κάτι να στην ηρεμήσεις;» σχεδόν φώναξα προς τον Φλικ απελπισμένος και εκείνος γρύλισε παραπονιάρικα... «Τι μπορείς να κάνεις και εσύ» συνέχισα πιάνοντας το κεφάλι μου που ήταν έτοιμο να εκραγεί και μόλις είδα να πλησιάζω προς το Bedfont Lakes Country Park έκοψα ταχύτητα και πάρκαρα στο παρκινγκ του χωρίς να έχω άλλη επιλογή για να την ελέγξω πριν σκάσει από το πολύ κλάμα αλλά πριν προλάβω να βγω από το αυτοκίνητο το κινητό μου άρχισε να χτυπά και μόλις είδα την κλήση της Ρόουζ πετάχτηκα έξω από το αμάξι και μόλις απομακρύνθηκα αρκετά ώστε να μην ακούγεται το κλάμα της μικρής το σήκωσα με την ψυχή στα πόδια.
«Ρόουζ που είσαι τόση ώρα;... Γιατί δεν απαντάς;» άρχισα να την βομβαρδίζω και ακούγοντας τον αναστεναγμό της μου κόπηκε η ανάσα.
«Έντουαρτ...» ξεκίνησε διστακτικά και αυτό δεν μου άρεσε καθόλου.
«Πες μου ότι είναι καλά» την απείλησα ενώ έτριζα τα δόντια μου.
«Ο Τζουζέπε και ο Κλάους καθώς και η ομάδα του είναι νεκροί...» ξεκίνησε και πέρασα το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου τραβώντας τα με μανία.
«Τι με νοιάζει εμένα...»
«Η Μπέλλα όμως...» με διέκοψε και κράτησα την ανάσα μου... «Λυπάμαι Έντουαρτ έκανα ότι μπορούσα αλλά...»
«Το καλό που σου θέλω... πες μου ότι είναι καλά» φώναξα και εκείνη πήρε μια βεβιασμένη ανάσα.
«Την έχουν στο χειρουργείο... οι γιατροί δεν δίνουν πολλές ελπίδες...» είπε και τα πόδια μου λύγισαν, τα γόνατα μου βρέθηκαν καθηλωμένα πάνω στο κρύο έδαφος και η ανάσα μου άρχισε να βγαίνει με δυσκολία... «Έντουαρτ δεν μπορείς να φανταστείς πόσο λυπάμαι... κάνουν τα πάντα για να της σώσουν την ζωή αλλά... Είναι πάρα πολύ άσχημα... σχεδόν δεν μπόρεσα να την αναγνωρίσω από τα χτυπήματα που δέχτηκε» συνέχιζε εκείνη αλλά δεν άκουγα τίποτα πλέον.
Κοιτώντας το κενό δεν είχα ιδέα πως να αντιδράσω... για πρώτη φορά στην ζωή μου ένιωσα τόσο αβοήθητος... τόσο απελπισμένος... τα αυτιά μου βούιζαν... η καρδιά μου ένιωθα ότι κόντευε να σπάσει... και τίποτα άλλο δεν είχε πλέον σημασία για μένα σε αυτήν την ζωή... όλα γύρω μου είχαν γκρεμιστεί και εγώ στην μέση του πουθενά δεν είχα από πουθενά για να πιαστώ... Το μυαλό μου θόλωνε... καμία λογική σκέψη δεν υπήρχε εκεί να με κρατήσει... ακόμα και τα μαύρα σύννεφα πάνω από το κεφάλι μου ένιωθα ότι με πλακώνανε... Όλα είχαν τελειώσει... εκείνη είχε σχεδόν χαθεί... και εγώ;... Εγώ τώρα τι μου μένει άλλο να κάνω;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου