Ετικέτες

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

Haunted Love M2o "16. Εσύ μου θύμισες πως είναι"



«Έντουαρντ» άκουσα την φωνή της να με καλεί από μακριά και ξαφνιασμένος άνοιξα τα μάτια απότομα.

Ήταν εκείνη, εκεί, φωλιασμένη μέσα στην αγκαλιά μου να μου χαϊδεύει τα μαλλιά μου απαλά και να με κοιτάει με τέτοια λατρεία μέσα στα μάτια που μου έκοψε την ανάσα μου στην μέση... Δεν μπορούσα να μιλήσω, δεν τολμούσα να κουνήσω ούτε τα βλέφαρα μου, δεν μπορούσα να πάρω ούτε μια ανάσα... φοβόμουν τόσο πολύ ότι αν κάνω την οποιαδήποτε κίνηση εκείνη θα έφευγε ξανά μακριά μου.

“Πόσο μου έχεις λείψει” έλεγε η ψυχή μου μα τα χείλια μου δεν κινήθηκαν, δεν έβγαλαν ούτε μια άχνα... το ζεστό της χαμόγελο και η ζεστή της ματιά μου έλεγε όσα τα λόγια θα ωχριούσαν μπροστά σε αυτήν την σιωπηλή συνομιλία που έκαναν οι ψυχές μας... δεν χρειαζόμουν τίποτα παραπάνω... ήταν εδώ, μέσα στην αγκαλιά μου, με είχε συγχωρέσει και αυτό μου έφτανε.

“Μην φύγεις ξανά... σε παρακαλώ, σε έχω τόσο ανάγκη” η ψυχή μου την ικέτευε και εκείνη χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά μου με κοίταξε με κατανόηση... έγειρε κοντά μου και ένωσε τα χείλια μας... Από την λαχτάρα μου να την κρατήσω όσο περισσότερο μπορούσα κοντά μου, την έσφιξα τόσο πολύ σφιχτά που θα μπορούσα να της λιώσω τα κόκαλα της αλλά εκείνη δεν έβγαλε ούτε μια άχνα, αντίθετα εγώ άφησα ένα βογγητό πόνου και τα χείλια μου την κατέκτησαν με όλη την αγάπη και το πάθος που ένιωθα μέσα μου να με πνίγουν μέχρι που εκείνη απομακρύνθηκε από κοντά μου και ένιωσα όλο μου το κορμί να κρυώνει.

«Μην φύγεις» ικέτεψα και εκείνη για άλλη μια φορά μου χαμογέλασε ζεστά.

«Δεν είσαι πια μόνος» ήταν μοναδικές λέξεις που βγήκαν από το στόμα της καθώς η εικόνα της ξεμάκραινε μαζί και η φωνή της.

Το κλάμα της Ρένεσμις με έκανε να ανοίξω τα μάτια μου απότομα και μόλις συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν πια στην αγκαλιά μου, πετάχτηκα σαν ελατήριο και άρχισα να τρέχω σαν τρελός. Μόλις όμως την είδα να είναι έξω από το δωμάτιο του Φλικ να σπρώχνει με πείσμα την κλειστή πόρτα και να κλαίει φωνάζοντας το όνομα του, η καρδιά μου πήγε στην θέση της και φρενάροντας, άρχισα να την πλησιάζω με αργά βήματα, μόλις με αντιλήφθηκε γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε με παράπονο καθώς έλεγε.

«Φικ... Φικ.... Φικ...» συνεχόμενα και σκύβοντας την πήρα στα χέρια μου και μόλις την βόλεψα πάνω στο στερνό μου την κοίταξα ανακουφισμένος.

«Θες να δεις τον Φλικ;» την ρώτησα και εκείνη αμέσως γύρισε το σώμα της προς την πόρτα δείχνοντάς την με το χεράκι της.

«Φικ... Φικ... Φικ...» συνέχιζε με πείσμα. Άνοιξα την πόρτα και πάτησα το διακόπτη του ρεύματος... Μόλις τον είδε στο κρεβάτι του άρχισε να τσιρίζει ξανά το όνομα του.

«Σσσσς... δεν θέλουμε να τον ξυπνήσουμε, είναι λίγο άρρωστος αλλά σου υπόσχομαι ότι θα γίνει καλά» προσπάθησα να την καθησυχάσω αλλά εκείνη πάλεψε να φύγει από την αγκαλιά μου για να πάει κοντά του καθώς δεν σταμάταγε να λέει επίμονα το όνομα του.

Ήμουν σίγουρος ότι τα φάρμακα που του είχαν δώσει δεν θα τον ξυπνούσαν και έτσι κρατώντας την πιο σφιχτά στην αγκαλιά μου για να μην μου ξεγλιστρήσει, την πήγα κοντά του και μόλις τα πόδια μου ακούμπησαν στο κρεβάτι του Φλικ... την άφησα πάνω στο στρώμα και εκείνη αμέσως τον αγκάλιασε σφιχτά ενώ προσπαθούσε να τον ξυπνήσει.

«Φικ;... Φικ;... Φιιιιιιικ;...» τον ταρακουνούσε και εγώ την σταμάτησα.

«Ας τον να κοιμηθεί και αύριο που θα ξυπνήσει θα έρθουμε να τον δούμε ξανά...» προσπάθησα αλλά σιγά μην με άκουγε... «Ρένεσμι, πάμε να αλλάξουμε και θα σου κάνω και γάλα να πιεις» έκανα άλλη μια προσπάθεια πατώντας πάνω στην αδυναμία της και αυτήν την φορά έπιασε.

Γυρίζοντας προς το μέρος μου απαίτησε να την πάρω αγκαλιά και μόλις βγήκαμε από το δωμάτιο του Φλικ κίνησα προς το δικό της αλλά όταν έφτασα στο κατώφλι της πόρτας η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο και εγώ ξέπνοος έμεινα εκεί να το κοιτώ χωρίς να μπαίνω μέσα. 
Ακόμα και τώρα που δεν θύμιζε σε τίποτα το παλιό δωμάτιο μιας και που ο Τεό με την Άλις το είχαν μετατρέψει σε ένα πριγκιπικό δωμάτιο όπου παντού επικρατούσε το Ροζ... εμένα μου ήταν αδύνατον να μπω μέσα... Ήταν τόσο πολύ για μένα... Η εικόνα της ήταν παντού... ήταν ο δικός της χώρος, είχε ακόμα την δική της προσωπική μυρωδιά... ήταν όλα όσα πάλευα όλον αυτόν τον καιρό να ξεχάσω... Το πρώτο μας φιλί, το πρώτο σκίρτημα της καρδιά μου, η πρώτη αφύπνιση ότι πραγματικά υπήρχα, ήταν σε αυτό το δωμάτιο... όσο και να μην είχε καμία σχέση με το πριν για μένα ακόμα παρέμενε το ίδιο.

«Μπαααα... Γκα... Γκαα... Γκαααα» φώναξε η Ρένεσμι καθώς κουνιόταν μέσα στην αγκαλιά μου και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα το πήρα απόφαση και μπήκα.

Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινα μετά τον χαμό της... όσο κρατούσα την Ρένεσμι εγώ, είχα φυλάξει πάνες και ρούχα μέσα στην δική μου ντουλάπα για να μπορώ να την αλλάζω εκεί... Το να μπω ξανά μέσα σε αυτό το δωμάτιο ήταν τόσο περίεργο για μένα... ξαφνικά όλα τα συναισθήματα που είχα νιώσει για εκείνην και τα είχα απωθήσει με τόση δυσκολία, όλα γύρισαν και με άφησαν ξέπνοο αλλά είχα μια αποστολή και δεν μπορούσα να αφήσω τον εαυτό μου να παρασυρθεί... Είχα υποσχεθεί στην Ρένεσμι ότι δεν θα την ξανά αφήσω, ότι θα κάνουμε μαζί μια νέα αρχή και για να το καταφέρω αυτό έπρεπε ξανά από την αρχή να τα αποδεχτώ, να πάψω πια να τα αγνοώ, να αφήσω την καρδιά μου να την δεχτεί και ας αιμορραγούσε ακόμα... Ίσως στην τελική ο Τεό και η Άλις να έχουν δίκιο, αν την αφήσω να μπει, τότε και η καρδιά μου μπορεί να σταματήσει να αιμορραγεί... Ποιος ξέρει, όπως πάντα λέω, η νεκροψία θα δείξει.

Βγάζοντας τα ρούχα της, ήρθε το επόμενο σοκ να με αποτελειώσει... Δεν μου φτάνανε τα όσα είχα περάσει για μία μέρα;... αναρωτήθηκα καθώς κοίταζα με μάτια γουρλωμένα την τεράστια μελανιά που είχε πάνω στην κοιλιά της και δειλά άπλωσα το χέρι μου για να το αγγίξω και η μικρή αμέσως κλαψούρισε παραπονιάρικα.

«Συγνώμη μικρή μου... σου το ορκίζομαι ότι δεν θα ξαναγίνει» της δήλωσα και καθώς της έβγαλα την πάνα της, την πήρα ξανά στην αγκαλιά μου και την πήγα στην τουαλέτα για να την κάνω ένα γρήγορο μπανάκι ώστε χαλαρώσει.

Βάζοντας καθαρά ρούχα, την πήρα μαζί μου στην κουζίνα και μέχρι να φτιάξω το γάλα της δεν την άφησα στιγμή από την αγκαλιά μου... κοίταζα το καρεκλάκι του φαγητού και δεν είχα ιδέα πως δεν το έκανα κομμάτια... όχι ότι έφταιγε εκείνο για ότι συνέβη αλλά μόνο στην θύμηση του τι είχε συμβεί, δεν ήθελα να το βλέπω μπροστά στα μάτια μου και σίγουρα θα έφευγε πολύ γρήγορα.

Μόλις το γάλα κρύωσε λίγο το έβαλα στην άκρη, έβγαλα μια μπύρα από το ψυγείο, και αφού τα έβαλα μέσα σε μια σκακούλα τα κράτησα με το ελεύθερο μου χέρι, πήγα ξανά στο δωμάτιο της, φόρεσα το μάρσιπο sling, πήρα το μπουφάν μου στο χέρι και βγαίνοντας έξω πήρα τον γνωστό δρόμο για μένα προς το πλαϊνό του σπιτιού για να ανέβω πάνω στην στέγη.

Ανεβαίνοντας με ευκολία η Ρένεσμι ξαφνικά ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που άρχισε να βγάζει επιφωνήματα χαράς... την κοίταξα για μια στιγμή και χαμογέλασα και εγώ μαζί της αλλά δεν σταμάτησα να ανεβαίνω και μόλις έφτασα κοντά στην καπνοδόχο, έκατσα κάτω. Την έβγαλα μέσα από το μάρσιπο, το έβγαλα από πάνω μου και την κουκούλωσα με το μπουφάν μου για να μην αρρωστήσει και αμέσως χαλάρωσε, με το ένα χέρι να κρατώ το μπιμπερό και το άλλο την μπύρα μου κοίταξα για λίγο μακριά αφήνοντας τον εαυτό μου να ταξιδέψει σε όλα τα παλιά... Ήξερα ότι η θύμηση τους θα με κάνανε για άλλη μια φορά κομμάτια αλλά είχα τόσο ανάγκη να την θυμηθώ, να θυμηθώ όλες εκείνες τις στιγμές που ζήσαμε μαζί και ακόμα με την σιωπή μου ένιωθα ότι με κάποιον τρόπο τα μοιραζόμουν με την μικρή μου που αμίλητη έπινε άπληστα το γάλα της χωρίς να κουνιέται.

«Μπα... μπα... φςςςς... φςςςς» έλεγε η μικρή μου αλλά εγώ όπως ήμουν χαμένος μέσα στις σκέψεις μου, στην αρχή δεν κατάλαβα τι έλεγε.

«Χμμμ;» ρώτησα και την γύρισα στο πλάι για να την κοιτάω καθώς άφηνα τα μπουκάλια στην άκρη για να την κρατήσω καλύτερα μέσα στην αγκαλιά μου και να την κουκουλώσω με το μπουφάν μου ώστε να μην κρυώνει.

«Φςςς... φςςςς» έλεγε εκείνη συνέχεια καθώς μου έδειχνε τα φώτα από τα σπίτια ενώ χτύπαγε παλαμάκια... και όταν γύρισα την ματιά μου και τα είδα η καρδιά μου χτύπησε πιο δυνατά ενώ ένιωσα όλο μου το σώμα να μουδιάζει.

«Σου αρέσουν τα φωτάκια;» την ρώτησα καθώς την κοίταζα και εκείνη συνέχισε πιο ζωηρά.

«Φςςς... φςςς» ενώ δεν σταμάταγε να χαμογελάει και να χτυπάει παλαμάκια και αυτόματα της έδωσα ένα παρατεταμένο φιλί πάνω στην κορυφή του κεφαλιού της και αναστέναξα.

«Και της μαμάς σου της άρεσαν πάρα πολύ... καθόταν εδώ και τα χάζευε με τις ώρες» είπα αυθόρμητα και εκείνη σταματώντας τα παλαμάκια με κοίταξε μέσα στα μάτια με ένα περίεργο βλέμμα που δεν μπορούσα να αποκωδικοποιήσω... Είχα να μάθω τόσα πολλά για εκείνην... αλλά όλα στην ώρα τους, έχουμε όλο τον χρόνο μπροστά μας να αναπληρώσουμε το κενό.

«Η μητέρα σου Ρένεσμι, ήταν το πιο όμορφο, το πιο αγνό, το απίστευτο πλάσμα που έχει δημιουργήσει ποτέ αυτό το σύμπαν... Είσαι πολύ άτυχη που δεν την γνώρισες ποτέ από κοντά αλλά σου υπόσχομαι ότι θα σου πω τα πάντα για εκείνην ώστε να ξέρεις πόσο υπέροχο πλάσμα ήταν και πόσο σε αγαπούσε...» της είπα και βάζοντας τον αντίχειρα μέσα στο στόμα της έγειρε το κεφάλι της πάνω στο στερνό μου και κούρνιασε εκεί χωρίς να πει τίποτα άλλο.

«Χρίστε μου πόσο της μοιάζεις...» είπα κάτω από τον αναστεναγμό μου και παίρνοντας μια ανάσα άρχισα να της μιλάω για εκείνην ασταμάτητα μέχρι που κατάλαβα ότι την είχε πάρει ο ύπνος.

Κατεβαίνοντας από την στέγη την πήγα στο δωμάτιο της και αφού σιγουρεύτηκα ότι κοιμόταν βαθιά, πήγα και κλείδωσα τις πόρτες, έβαλα και τον συναγερμό και πήγα να ξαπλώσω... Ένιωθα τόσο ανάλαφρος, τόσο ήρεμος που κοιμήθηκα σχεδόν αμέσως.

Ένας γδούπος με ξύπνησε και κοίταξα γύρω μου αλλά δεν είδα κανέναν, μόλις όμως σκέφτηκα την μικρή σηκώθηκα κατευθείαν για να πάω να την ελέγξω και μόλις βγήκα στον διάδρομο την είδα να έρχεται προς το μέρος μου.

«Βρε πιθηκάκι πως κατάφερες να βγεις από την κούνια σου;» την ρώτησα και καθώς την πήρα στην αγκαλιά μου άρχισα να την ελέγχω αν έχει χτυπήσει πουθενά αλλά εκείνη τραβώντας το μπλουζάκι μου προσπαθούσε να κλειδώσει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου μυξοκλαίγοντας και αφού πήρα μια βαθιά ανάσα τελικά τα παράτησα... Από το να πηδάει από τα κάγκελα της κούνιας με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να χτυπήσει, καλύτερα να την πάρω στο κρεβάτι μέχρι τουλάχιστον να καταφέρω να πίσω την Άλις να γυρίσει... Σίγουρα δεν θα ήταν κάτι εύκολο αλλά ήταν σίγουρα αναγκαίο... αν της εξηγήσω πιστεύω ότι θα με συγχωρέσει.

Την επόμενη μέρα αφού τακτοποίησα την Ρένεσμι και τον Φλικ που ο κακόμοιρος γρύλιζε παραπονιάρικα από τον πόνο και χρειάστηκε να του κάνω ξανά ηρεμιστική για να χαλαρώσει, πήρα τηλέφωνο τον Τεό και του ζήτησα να έρθει να με δει... Εντωμεταξύ είχα και να κάνω τα σχέδια που χρωστούσα και μου είχαν πέσει όλα μαζεμένα... Χωρίς να έχω επιλογή, πήρα μαζί μου στην βιβλιοθήκη την Ρένεσμι και κρατώντας την στην αγκαλιά, προσπάθησα να δουλέψω... Καλά το τι ακολούθησε, απλά το αφήνω ασχολίαστο... το μόνο σίγουρο ήταν ότι δεν έβλεπα ούτε και σήμερα να καταφέρω να τα τελειώσω και σίγουρα την είχα άσχημα αλλά δεν τα παρατούσα... Άφησα επτά μήνες να περάσουν αδιαφορώντας, τώρα έπρεπε να καλύψω το κενό και θα έκανα τα πάντα γι’ αυτό... Από εδώ και πέρα προτεραιότητα έχει εκείνη.

Μόλις ήρθε ο Τεό η μικρή κοιμόταν και εγώ δούλευα επιτέλους με ησυχία... αλλά ήταν η μοναδική στιγμή που εκείνος μπορούσε οπότε έπρεπε να παρατήσω τα πάντα και να πάω να μιλήσω στην Άλις.

Φυσικά δεν έλειψαν τα παρελκόμενα... ο Τεό δεν αφήνει ούτε ψίχουλο να πέσει χωρίς να το σχολιάσει αλλά έφταιγα και μάλιστα πολύ οπότε τον άφησα να ξεσπάσει και μόλις του εξήγησα, τελικά φρέναρε και μου είπε ότι η Άλις είναι στο μαγαζι... Τον άφησα να προσέχει την μικρή και του είπα να μην πλησιάσει τον Φλικ επειδή από τον πόνο είχε γίνει πραγματικό αγρίμι και δεν άφηνε κανέναν να τον πλησιάσει, πήρα το μπουφάν μου και περνώντας το δασάκι πήγα με τα πόδια μέχρι το εστιατόριο του Τεό... Μόλις η Άλις με είδε φυσικά όπως το περίμενα αντέδρασε όπως θα έκανε ένα μικρό παιδί αλλά δεν της έδωσα καμία σημασία.

Αδιάφορα πήγα και έκατσα σε ένα τραπέζι και περίμενα μέχρι να έρθει να με εξυπηρετήσει... αλλά εκείνη έστειλε την άλλη σερβιτόρα και γέλασα κουνώντας το κεφάλι μου δύσπιστα.

«Τι θα πάρετε παρακαλώ;» ρώτησε η κοπέλα που ήρθε να με εξυπηρετήσει και κοίταξα με νόημα προς την Άλις.

«Την άλλη σερβιτόρα» απάντησα και η κοπέλα γύρισε το κεφάλι της για λίγο προς το μέρος της της Άλις πριν μου απαντήσει.

«Δεν περιέχεται στο μενού» μου γύρισε εκείνη πίσω και την κοίταξα χαμογελώντας.

«Τότε σε ευχαριστώ αλλά δεν χρειάζομαι κάτι άλλο» της είπα και εκείνη έφυγε.

Περίμενα, περίμενα, περίμενα, μέχρι που εκείνη αναγκαστικά για να εξυπηρετήσει ένα άλλο τραπέζι που ήταν πίσω μου πέρασε από μπροστά μου... Μόλις τους πήρε παραγγελία και γύρισε προς τα πίσω της έπιασα το χέρι και την ανάγκασα να κάτσει δίπλα μου.

«Τι νομίζεις ότι κάνεις εκεί;» είπε αμυντικά ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει από το κράτημα μου.

«Αν μου υποσχεθείς ότι όταν θα παραδόσεις την παραγγελία σου θα γυρίσεις για να κάτσεις να μιλήσουμε θα σε αφήσω να φύγεις, αν όχι τότε θα αναγκαστείς να με ακούσεις τώρα θες δεν θες» της δήλωσα και το πρόσωπο της αμέσως κοκκίνισε από τον θυμό που έβραζε μέσα της... ακόμα ήταν άσχημα παρμένη με την συμπεριφορά μου.

«Ποιος νομίζεις ότι είσαι;» μου γύρισε πίσω και χαμογέλασα.

«Έχεις απόλυτο δίκιο... είμαι πολλά κιλά μαλάκας... αλλά σου ζητάω συγνώμη, δεν έπρεπε να ξεσπάσω απάνω σου και σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να είμαι τόσο αδιάφορος και δεν έχω καμία δικαιολογία γι’ αυτό... όμως Άλις σε παρακαλώ δώσε μου μια ευκαιρία να σου εξηγήσω και αν πιστεύεις ακόμα ότι δεν θες να γυρίσεις, θα σε αφήσω στην ησυχία σου» της είπα ειλικρινά και εκείνη το σκέφτηκε για λίγο ενώ απέφευγε την ματιά μου.

«Πέντε λεπτά...» είπε ξαφνικά και ανασήκωσα τα φρύδια μου.

«Δεν νομίζω ότι θα φτάσουν» της είπα πειραχτικά και εκείνη αγρίεψε περισσότερο.

«Θα σου δώσω μόνο πέντε λεπτά, αν δω ότι είσαι ειλικρινής μπορείς να πάρεις παράταση αν όχι...»

«Το δέχομαι» είπα αυτόματα διακόπτοντας της και εκείνη κατένευσε.

«Μπορώ τώρα να έχω το χέρι μου πίσω;» ρώτησε εκνευρισμένα και αφήνοντας την από το σφιχτό μου κράτημα... σήκωσα τα χέρια μου ψηλά αμυντικά και εκείνη σαν ελατήριο σηκώθηκε για να πάει να παραδώσει την παραγγελία της πριν ξαναγυρίσει ώστε να μου δώσει την ευκαιρία να της εξηγήσω.

Μόλις παρέδωσε όλες της παραγγελίες και ήρθε να κάτσει στο τραπέζι που καθόμουν εγώ για να της μιλήσω, της εξήγησα ότι δεν είναι κουβέντα που μπορούμε να την κάνουμε μπροστά σε κόσμο και ότι θα έπρεπε να βγούμε έξω... Στην αρχή αντέδρασε αλλά τελικά παίρνοντας το μπουφάν της με ακολούθησε και μόλις κάτσαμε σε ένα απόμερο μέρος που κανείς δεν θα μπορούσε να μας ακούσει, σταύρωσε τα χέρια της μπροστά στο στήθος της και κοιτώντας με σκληρά περίμενε υπομονετικά για να ξεκινήσω.

«Σε ακούω» είπε και αναστέναξα.

«Για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω από που να ξεκινήσω» είπα απολογητικά και ανασήκωσε τα φρύδια της... «Μάλλον είναι καλό να το πάρω από την αρχή» συμπλήρωσα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα της είπα όσα είχα ζήσει μαζί με την Μπέλλα και όλα όσα ακολούθησαν... Φυσικά την στιγμή που έπρεπε να θίξω το θέμα της δουλειάς μου της τόνισα ότι για το δικό της καλό θα ήταν να μην ξέρει και εκείνη το δέχτηκε αλλά ήταν τόσο έξυπνη που από μόνη της είδα στο βλέμμα της να πιάνει περισσότερα από όσα θα ήθελα να ξέρει αλλά δεν θα της επιβεβαίωνα ποτέ.

Στην αρχή ήταν πολύ αρνητική απέναντι μου αλλά καθώς συνέχιζα την ιστορία μου, χωρίς η ίδια να το καταλαβαίνει ιδιαίτερα, το σώμα της άρχισε να χαλαρώνει και σταδιακά να πλησιάζει περισσότερο προς το δικό μου... Εγώ χωρίς να σταματώ, με μια αναπνοή που λέει ο λόγος, της άνοιγα την καρδιά μου και εκείνη μαλακώνοντας τα χαρακτηριστικά της, πριν ακόμα τελειώσω με είχε κιόλας συγχωρήσει αλλά χωρίς να με διακόπτει άκουγε με μεγάλη προσοχή όλη την ιστορία μας.

«Αχ βρε Έντουαρντ...» είπε κάποια στιγμή και μου έτριψε τον ώμο μου παρηγορητικά... «Πραγματικά δεν έχεις ιδέα πόσο λυπάμαι γι’ αυτό... πρέπει να την αγάπησες πάρα πολύ» είπε την διαπίστωση της και κοιτώντας για λίγο μακριά πήρα μια βαθιά ανάσα.

«Δεν φαντάζεσαι πόσο...» απάντησα κάτω από την αναπνοή μου... «Αλλά δεν θα συγχωρέσω ποτέ τον εαυτό μου για τον χαμό της... Έπρεπε να ήμουν εκεί, έπρεπε να την προστατέψω» είπα με πείσμα και εκείνη ξαφνιάζοντας με, κράτησε το χέρι μου μέσα στα δύο δικά της και γύρισα την ματιά μου ξαφνιασμένος προς το μέρος της.

«Μην κατηγορείς άδικα τον εαυτό σου... δεν μπορούσες να βρίσκεσαι σε δύο μέρη ταυτόχρονα... και αν θες την γνώμη μου, ήσουν στο σωστό μέρος... Πίστευε ότι θα μπορούσε να προστατέψει τον εαυτό της και είμαι σίγουρη ότι το ίδιο πίστεψες και εσύ γι’ αυτό και έφυγες» μου είπε με νόημα και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.

«Δεν έπρεπε να την αφήσω» είπα ξανά με πείσμα και εκείνη αναστέναξε.

«Έκανες ότι καλύτερο μπορούσες...» επέμενε εκείνη... «Άλλωστε που να φανταζόσουν ότι θα σε πρόδιδαν οι ίδιοι σου οι σύμμαχοι» συνέχισε και δεν μπορούσα να παλέψω άλλο γι’ αυτό... γιατί σίγουρα θα ερχόμασταν σε αντιπαράθεση και ήταν το τελευταίο που ήθελα αυτήν την στιγμή.

«Αυτά είναι όλα» είπα τελικά για να το λήξουμε εδώ και εκείνη άξαφνα έπεσε στην αγκαλιά μου και έμεινα παγωμένος με τα χέρια μου μετέωρα αριστερά και δεξιά από το σώμα μου... «Άλις τι κάνεις;» την ρώτησα και σήκωσε το κεφάλι της για να με κοιτάξει.

«Σε παρηγορώ;...» ρώτησε και γέλασε... «Ούτε μια αγκαλιά δεν μπορείς να με πάρεις;... Τόσο αντιπαθής σου είμαι;» ρώτησε κάνοντας ένα αστείο μουτράκι και εκείνην την στιγμή ήταν σαν να έβλεπα μπροστά μου την Ρένεσμι, η άτιμη την μιμούτανε τόσο καλά και κουνώντας το κεφάλι μου αρνητικά έκλεισα τα χέρια μου γύρω από το κορμί της με έναν αναστεναγμό και δέχτηκα την αγκαλιά της.

«Κάθε άλλο» είπα και την στιγμή που μου έτριψε την πλάτη παρηγορητικά μια αντρική φωνή μας ξάφνιασε και τους δύο.

«Άλις;» τον ακούσαμε να φωνάζει το όνομα της και γυρίσαμε τα κεφάλια μας αυτόματα προς την μεριά του.

Η Άλις μόλις τον είδε πάγωσε και αυτόματα αναπήδησε και έκανε δύο βήματα προς τα πίσω.

«Τζάσπερ;» είπε μέσα από την αναπνοή της με το βλέμμα του ένοχου ενώ τελείως ντροπιασμένα γύρισε και με κοίταξε στιγμιαία πριν γύρισει την ματιά της ξανά προς το μέρος του.

«Μπορώ να μάθω τι συμβαίνει εδώ;» απαίτησε εκείνος και κοίταξα την Άλις για να δω την αντίδραση της η οποία πραγματικά τα είχε χάσει.

«Καλή ερώτηση» επαλήθευσα εγώ και κοιτώντας με για λίγο κατακόκκινη δάγκωσε το κάτω της χείλος ενώ έξυνε το κεφάλι της νευρικά... σήμα κατατεθέν ότι έψαχνε ένα γρήγορο ψέμα για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα.

«Τζάσπερ τι θες εδώ;» το γύρισε στην επίθεση και εκείνος την κοίταξε νευριασμένος.

«Ήρθα να σου κάνω έκπληξη αλλά μάλλον με πρόλαβες» είπε εριστικά και αποφάσισα να επέμβω.

«Δεν θα με γνωρίσεις στον νεαρό;» την ρώτησα και γυρίζοντας προς την μεριά μου πήρε μια βαθιά ανάσα και τα παράτησε.

«Είναι ο...» πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα... «Τζάσπερ, το αγόρι μου» διευκρίνισε και ανασήκωσα το ένα μου φρύδι ενώ κρυφογέλαγα αλλά η συνέχεια με εξέπληξε περισσότερο... «Τζάσπερ, ο πατέρας μου» είπε και δεν έχω ιδέα πως κατάφερα να μην αντιδράσω σε αυτό.

«Ο πατέρας σου;» είπε εκείνος τρομερά αμήχανα και με κοίταξε απολογητικά... «Κύριε Μπράντον χίλια συγνώμη δεν ήξερα...» είπε χρησιμοποιώντας το επίθετο της Άλις όπως ήταν φυσικό και ερχόμενος πιο κοντά μας μου έτεινε το χέρι του και εγώ το δέχτηκα αλλά επίτηδες του έσφιξα την παλάμη του πιο σφιχτά από το κανονικό και εκείνος για λίγο πάγωσε... «Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω» συνέχισε χωρίς να τα χάνει και μόλις άφησα το χέρι του έκανε ένα βήμα προς τα πίσω αμυντικά.

«Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να πω το ίδιο...» του είπα και η Άλις με κοίταξε ξαφνιασμένη... «Δεν πας να αλλάξεις, μιας και σχόλασες, για να γυρίσουμε στο σπίτι;» την ρώτησα και εκείνη κοίταξε για λίγο προς τον Τζάσπερ.

«Πάνω σε αυτό...» ξεκίνησε και ανασήκωσα τα φρύδια μου με απορία... «Μιας και που είναι εδώ ο Τζάσπερ θα μπορούσα να αργήσω λίγο να έρθω;» ρώτησε ντροπαλά και έκανα πως το σκεφτόμουν καθώς έτριβα το σαγόνι μου δείχνοντας προβληματισμένος ενώ από μέσα μου πραγματικά το διασκέδαζα πάρα πολύ όλο αυτό... σίγουρα όμως δεν θα την άφηνα να βγει με αυτόν τον μαντραχαλά αν πρώτα δεν μίλαγα μαζί του ώστε να δω το τι καπνό φουμάρει.

«Πήγαινε να αλλάξεις και θα το σκεφτώ» είπα τελικά και αναστέναξε.

«Μπαμπά» είπε με νόημα και την αγριοκοίταξα.

«Μπαμπάκια... τράβα να αλλάξεις και εμείς θα σε περιμένουμε εδώ» επανέλαβα πιο αυστηρά και εκείνη τα παράτησε.

«Σε δύο λεπτά θα είμαι πίσω» προειδοποίησε και χωρίς να περιμένει απάντηση άρχισε να τρέχει με την ψυχή στο στόμα καθώς είχε καταλάβει ότι θα πέσει ανάκριση.

«Λοιπόν, Τζάσπερ είπαμε;...» ρώτησα και εκείνος κατένευσε... «Είσαι καιρό με την κορούλα μου;» τον ρώτησα και απάντησε ευθέως πράγμα πολύ καλό καθώς μου δήλωνε ότι ήταν ειλικρινής.

«Όχι κύριε, μόνο δύο μήνες» είπε και κατάλαβα αμέσως τους λόγους της αργοπορίας της.

«Δύο μήνες...» επανέλαβα... «Να υποθέσω ότι είσαστε συμμαθητές;» συνέχισα εγώ ακάθεκτος και κατένευσε σοβαρός... «Μάλιστα... και ποιες ακριβός είναι οι προθέσεις σου;»

«Δεν καταλαβαίνω ακριβός τι εννοείτε κύριε» είπε εκείνος προβληματισμένος.

«Έχεις απλώσει χέρι απάνω της ή όχι» έκανα την ερώτηση μου πιο διευκρινιστική και με κοίταξε σοκαρισμένος.

«Φυσικά και όχι» είπε γουρλώνοντας τα μάτια μου με έκπληξη και κατάλαβα ότι πραγματικά το εννοούσε και αμέσως χαλάρωσα.

«Και ούτε να το κάνεις...» τόνισα και εκείνος δεν ήξερε πως να αντιδράσει... «Γιατί αν τολμήσεις...»

«Κύριε Μπράντον, σας διαβεβαιώνω ότι είμαι ερωτευμένος με την κόρη σας και δεν θα έκανα ποτέ κάτι που θα την πλήγωνε» είπε απευθείας διακόπτοντας με και πριν προλάβω να απαντήσω σε αυτό, η Άλις με την ψυχή στα πόδια γύρισε τρέχοντας και μόλις έφτασε μπροστά μας λύγισε μπροστά προσπαθώντας να βρει την ανάσα της.

«Έχασα τίποτα;» ρώτησε ξέπνοη καθώς σηκωνόταν και κοίταξε καλά καλά και τους δύο μας για να σιγουρευτεί ότι δεν είχε γίνει τίποτα το ανεπανόρθωτο.

«Εδώ τα λέγαμε, με το αγόρι σου» της είπα χαλαρά περιπαίζοντας την και με κοίταξε με το ύφος που γνώριζα καλά... η Άλις που γνώριζα είχε γυρίσει.

«Και τι λέγατε ακριβός;» απαίτησε να μάθει και ο Τζάσπερ προσπάθησε να το σώσει.

«Άλις...» της είπε και εκείνη γύρισε προς την μεριά του... «Μάλλον θα είσαι κουρασμένη, θες να το ακυρώσουμε για σήμερα;» ρώτησε με νόημα αλλά η Άλις δεν μάσησε και γύρισε προς το μέρος μου.

«Τζάσπερ μπορείς να μας αφήσεις για λίγο μόνους;» ρώτησα εγώ και εκείνος αμέσως το δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη.

«Ναι κύριε, φυσικά... Χάρηκα πολύ που σας γνώρισα» επανέλαβε και πάλι και αφού μου έδωσε το χέρι του για χειραψία, το δέχτηκα, τον χαιρέτησα με μια κίνηση του κεφαλιού μου και μόλις εκείνος απομακρύνθηκε για να μας αφήσει μόνους γύρισα την ματιά μου προς την Άλις.

«Μπαμπά;» ρώτησα κατευθείαν και αμέσως αμύνθηκε.

«Τι ήθελες να του πω, ότι μένω με έναν άγνωστο και μου πληρώνει το σχολείο;... Ξέρεις πως θα φαινόταν αυτό σε έναν τρίτο; Και από την άλλη, είπες ότι δεν πρέπει κανείς να μάθει την ύπαρξη της, πως θα δικαιολογούσα ότι μένω σπίτι σου και μου πληρώνεις και το σχολείο;» είπε αμέσως και κατένευσα.

«Μάλλον άσχημα» επιβεβαίωσα και εγώ.

«Μάλλον;» επανέλαβε εκείνη με περισσότερο πείσμα.

«Οκ, οκ, έχεις δίκιο» της απάντησα σηκώνοντας τα χέρια μου ψηλά σε αμυντική στάση και εκείνη χαλάρωσε........

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA