Ετικέτες

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Haunted Love M2o "18. I Will Be Ok"




Όταν πήρα την απόφαση να κρατήσω την Ρένεσμι, ταυτόχρονα πήρα και την απόφαση να τα παρατήσω... Δεν μπορούσα να είμαι πια η μαύρη ψυχή που ήμουν και την ίδια στιγμή να μεγαλώνω μια αθώα ψυχή και μάλιστα κρατώντας την κλειδωμένη μέσα σε τέσσερις τοίχους να μεγαλώνει όπως μεγάλωσα εγώ, σίγουρα θα την κατέστρεφα και αυτό δεν θα το συγχωρούσα ποτέ στον εαυτό μου... όμως πλέον ήταν και η Άλις που δεν μπορούσα να την παρατήσω έτσι απλά και να την αφήσω μόνη της σε αυτήν την τρυφερή ηλικία και να φύγω.

Με τον Τζάσπερ είχε βρει τις ισορροπίες της και δεν μπορούσε να τον παρατήσει τώρα όπως σίγουρα και το σχολείο της και έτσι για να μην της καταστρέψω την ψυχοσύνθεση της, μίλησα μαζί της και τελικά συμφωνήσαμε να περιμένουμε μέχρι να τελειώσει το σχολείο ώστε να αποφασίσουμε το τι θα κάνουμε, έλα όμως που οι βαθμοί της ήταν τόσο καλοί που της δώσανε υποτροφία από το καλύτερο κολέγιο της πόλης πάνω στο αντικείμενο που ήθελε να σπουδάσει... Πως μπορούσα εγώ να της κόψω τα φτερά και να της ζητήσω να τα παρατήσει αφού ήταν ότι ονειρευόταν και έτσι πήρα την απόφαση να περιμένω μερικά χρόνια ακόμα μέχρι να πάρει το πτυχίο της και έτσι και έγινε.

Σήμερα που επιτέλους έπαιρνε το πτυχίο της, μαζί με τα πέμπτα γενέθλια της Ρένεσμις μου, θα το γιορτάζαμε όλοι μαζί και μετά το τέλος της αποψινής μου αποστολής είχαμε διοργανώσει τον ψεύτικο θάνατο μας και της διαφυγής μας για ένα νέο ξεκίνημα... Φυσικά δεν κατάφερα ποτέ να μάθω την πραγματική ημερομηνία της γέννησης της αλλά όταν η Άλις με είχε ρωτήσει για πρώτη φορά, ξέροντας ότι έχει γεννηθεί Νοέμβριο, αυτόματα της είπα την ημερομηνία γέννησης της Μπέλλας μου και έτσι κάθε χρόνο γιορτάζαμε τα γενέθλια της, την ίδια μέρα που η είχε και η Μπέλλα μου γενέθλια... 13 Νοεμβρίου.

Αν με ρωτήσετε δεν κατάλαβα καν πότε πέρασαν τέσσερα χρόνια, για μένα ήταν σαν να έκλεισα τα μάτια μου και όταν τα άνοιξα ξανά βρισκόμουν στο σήμερα, ήταν τόσο ανάλαφρα, τόσο υπέροχα, τόσο γεμάτα που η ευτυχία ξεχείλιζε μέσα μου από παντού... Είχα βρει ξανά ένα νόημα σε αυτήν την ζωή και όσο πέρναγε ο καιρός τόσο βιαζόμουν να βγάλω από πάνω μου όλη αυτήν την σαπίλα και να ξεκινήσω μια νέα ζωή μακριά από όλα αυτά που ακόμα με στοίχειωναν και μου μαύριζαν την ψυχή.

Όσο για το καμάρι μου δεν έχω λόγια... είναι όλη μου η ζωή, το χαμόγελο μου, η ίδια μου η ύπαρξη... ζω για εκείνην και μόνο... Φυσικά και για την Άλις αλλά πιστεύω ότι μπορείτε να καταλάβετε την διαφορά.

Με τα χρόνια εξελίχτηκε σε ένα απίστευτο πλάσμα... έξυπνο, δυναμικό, τα είχε όλα και με τον Φλικ σύμμαχο είχε μάθει ένα σορό πράγματα που τα περισσότερα για να σας πω την αλήθεια μου, θα προτιμούσα να μην τα είχε μάθει... Ο άτιμος την είχε εκπαιδεύσει τόσο καλά που αν μπορούσα να το δω αλλιώς πράγματι θα γινόταν αστέρι στην υπηρεσία μου αλλά φυσικά δεν τίθεται τέτοιο θέμα με τίποτα... Με την Άλις και τον θείο Τεό που λάτρευε με όλη της την ψυχή να την κακομαθαίνουν, την θεία Ρόουζ να την κάνει μοντέλο και να της φέρνει του κόσμου τα ρούχα και τα απαραίτητα αξεσουάρ για να κάνει πασαρέλα – το καλύτερο της παιχνίδι – και με έναν μπαμπά αναγκαστικά αυστηρό - αλλά που την λάτρευε και την στιγμή που εκείνη δεν κοίταζε γινόταν αλοιφή στα χέρια της - για να κρατάει τις ισορροπίες. Την κοίταζες και καταλάβαινες αμέσως ότι δεν της έλειπε τίποτα... Είχε ότι πάντα επιθυμούσα να έχει στην ζωή της, την αμέριστη αγάπη που της άξιζε και εκείνη το ένιωθε και μέσα από το απίστευτο προσωπάκι της αντικατοπτριζόταν όλη αυτή η αγάπη που εισέπραττε και ήταν πράγματι ευτυχισμένη... Τι άλλο θέλει ένας πατέρας για να νιώσει ικανοποίηση; Θέλετε την γνώμη μου; Τίποτα περισσότερο.

Ήταν η τελευταία μας μέρα σε αυτό το σπίτι και όλα είχαν τακτοποιηθεί... το δωμάτιο της Ρένεσμις και της Άλις είχε γυρίσει σε αυτό που ήταν πριν, όλα τα έπιπλα, τα ρούχα και τα παιχνίδια της είχαν εξαφανιστεί και είχαν δωριθεί σε μια άπορη οικογένεια και με τα τελείως απαραίτητα για να βγάλουμε την ημέρα, ήμασταν έτοιμοι για την αναχώρηση μας, στο πιο απόμακρο σημείο της χώρας... όπου εκεί μας περίμενε ένα παλιό αρχοντικό εξοπλισμένο με όλα τα απαραίτητα... Δεν ήθελα να πάρω τίποτα μαζί μου από αυτό το σπίτι, ήθελα να τα κάψω και να τα καταστρέψω στην έκρηξη που θα προκαλέσω για να σκηνοθετήσω τον θάνατο μας... ήθελα να κάνω μια νέα καινούργια σωστή αρχή και αυτό και θα έκανα.

Πριν έρθουν όλοι, σέρβιρα σε μένα και την Ρένεσμι λίγο από τον αρακά που είχα φτιάξει και ενώ εγώ είχα φάει όλο το φαγητό μου και τώρα καθόμουν υπομονετικά να την περιμένω να τελειώσει και η ίδια καθώς διάβαζα την εφημερίδα μου ενώ με την άκρη της ματιά μου την έλεγχα χωρίς να με καταλαβαίνει, εκείνη μόλις έφαγε τις πατάτες που είχε στο πιάτο της μετά άρχισε να κάνει τις κλασικές της απατεωνιές... Την στιγμή που πίστευε ότι εγώ δεν την παρακολουθώ προσπαθούσε να πείσει τον Φλικ να το φάει για εκείνην αλλά εκείνος της το αρνιόταν και εγώ δεν είχα ιδέα πως να συγκρατήσω τον εαυτό μου ώστε να μην γελάσω δυνατά.

«Τι συμβαίνει νεαρή μου; Έχει τίποτα το φαγητό σου;» την ρώτησα και καλά αυστηρά καθώς την κοίταξα πάνω από την εφημερίδα και εκείνη κάνοντας μουτράκια κούνησε αρνητικά το κεφάλι της... «Τότε γιατί δεν τρώς;» την ρώτησα και με κοίταξε για μια στιγμή πριν απαντήσει.

«Είναι άδικο...» είπε με πείσμα και ανασήκωσα τα φρύδια μου με απορία... «Η Άλιχ...»

«Άλις» αμέσως την διόρθωσα και με κοίταξε κάνοντας μια γκριμάτσα.

«Γιατί εγώ τι λέω... Άλιχ»

«Άλις» επέμενα εγώ... για να το πει σωστά... Για κάποιον λόγο ενώ ξέραμε πολύ καλά ότι μπορούσε να πει το σίγμα εκείνη επέμενε να χαϊδεύεται και να μπεμπεκίζει αλλάζοντας το με το χ και κάθε φορά που εκείνη το έκανε υπήρχε πάντα αυτή η διαμάχη μεταξύ μας.
«Τέλοχ πάντων, θα με αφήχειχ να χηνεχήχω;» είπε εκείνη με πείσμα και αναστέναξε.

«Παρακαλώ» της έδωσα το λόγο και καθώς άφησα την εφημερίδα μου στην άκρη δίπλωσα τα χέρια μου στο στήθος και κοιτώντας την σοβαρός περίμενα να δω με ποιον τρόπο θα δικαιολογήσει την άρνηση της να φάει αυτήν την φορά... όχι ότι δεν ήξερα ήδη αλλά ήθελα να δω μέχρι που θα το φτάσει.

«Η Άλιχ είπε ότι θα φέρει πίχεχ γιατί εγώ πρέπει να φάω αυτό το πράχινο πράγμα που δεν το τρώει ούτε ο Φλικ;» είπε και λίγο ήθελα να γελάσω δυνατά.

«Πρώτον ο Φλίκ είναι σκύλος και ως γνωστόν οι σκύλοι τρώνε μόνο κρέας και όχι λαχανικά και δεύτερον οι πίτσες είναι για τους μεγάλους, εσύ μπορεί και να φας ένα κομμάτι μόνο αν φας όλο σου το φαί» της τόνισα και ξεφύσησε.

«Είναι άδικο... θέλω και εγώ πίχα μπαμπά» είπε πάλι με πείσμα.

«Και θα φας μόνο αν φας το φαί σου» επανέλαβα χωρίς να δέχομαι αντίρρηση γι’ αυτό αλλά η άφιξη της Άλις και του Τζάσπερ μου κατέστρεψαν το πλάνο μου πριν καν προλάβω να το επιβάλω.

«Ήρθε η Άλιχ, ήρθε η Άλιχ, γιουπιιιιι, θα φάμε πίχεχ, θα φάμε πίχεχ» άρχισε να τσιρίζει ενώ αμέσως κατέβηκε από την καρέκλα της και άρχισε να τρέχει προς τα μέσα με τον Φλικ να την ακολουθεί πίσω της κουτσαίνοντας - Το ατύχημα που είχε πάθει του είχε αφήσει τελικά κουσούρι αλλά ήταν τόσο πεισματάρης που δεν τα παράταγε, φυσικά πήρα άλλο σκυλί για να το εκπαιδεύσω για τις αποστολές μου αλλά εκείνος έκανε σαν τρελός από την ζήλια του και τελικά μόλις είδα ότι ακόμα μπορούσε να τα βγάλει πέρα έδιωξα το σκυλί που είχα πάρει και συνέχισα να παίρνω εκείνον, ακόμα και με το κουσούρι του ήταν το ίδιο αποτελεσματικός και ήμουν τόσο υπερήφανος για εκείνον - πριν ακόμα προλάβω να την σταματήσω και τρίβοντας την ράχη της μύτης μου άρχισα να γελάω σιγανά καθώς κούναγα το κεφάλι μου αρνητικά... Δεν είχα σκοπό να το κάνω θέμα άλλωστε σήμερα ήταν μια μέρα γιορτής και δεν ήθελα να της την χαλάσω, έτσι χωρίς δώσω μεγαλύτερη διάσταση στο θέμα, σηκώθηκα και άρχισα να μαζεύω το τραπέζι την στιγμή που ο Τεό έκανε την εμφάνιση του και πήγα να του ανοίξω από την πίσω αυλή.

«Καλός τον» του φώναξα καθώς άνοιγε η πόρτα και εκείνος μου χαμογέλασε εγκάρδια.

«Τι έγινε πως και τέτοια κέφια;» με ρώτησε πριν καν φτάσει κοντά μου και ανασήκωσα τους ώμους μου.

«Είναι μέρα χαράς γιατί να είμαι ο κατσούφης της υπόθεσης;» τον ρώτησα και μόλις με πλησίασε μου χτύπησε τον ώμο μου φιλικά και μπήκε μέσα.

«Βλέπω δεν κατάφερες πάλι να την ταΐσεις» είπε ενώ μου έδειχνε το σχεδόν ανέγγιχτο πιάτο της που ήταν ακόμα πάνω στο τραπέζι και γέλασα.

«Ή Άλιχ θα φέρει πίχεχ, είναι άδικο να τρώει εκείνη, αρακά που δεν το τρώει ούτε ο Φλικ» του είπα τα λόγια της καθώς την μιμούμουνα και ο Τεό γέλασε δυνατά ενώ κούναγε το κεφάλι του αρνητικά κοιτώντας το ταβάνι.

«Χριστέ μου θα μας πεθάνει αυτό το παιδί» είπε και συμφώνησα απόλυτα.

«Και λίγα λες» του απάντησα και καθώς άρχισα να μαζεύω και πάλι το τραπέζι εκείνος πήγε μέσα για να χαιρετήσει τα παιδιά και η Άλις ήρθε στην κουζίνα για να πάρει ποτήρια και πιάτα για την πίτσα.

«Είσαι καλά;» την ρώτησα και ξεφύσησε.

«Θα είμαι» απάντησε αποφασιστικά και την γύρισα προς την μεριά μου.

«Δεν είναι αργά να αλλάξεις γνώμη ξέρεις...» της υπενθύμισα και κοίταξε το πάτωμα καθώς προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα της με μεγάλο κόπο και βάζοντας τον δείκτη μου κάτω από το σαγόνι της την ανάγκασα να με κοιτάξει... «Αν νιώθεις ότι η ζωή σου είναι εδώ...» ξεκίνησα και κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της με πείσμα μου έκοψε την φράση μου στην μέση και αυτόματα την έκλεισα στην αγκαλιά μου για να την παρηγορήσω.

«Αν το μετανιώσεις να ξέρεις ότι θα βρούμε τον τρόπο να τον ειδοποιήσουμε να έρθει να μας βρει ή να γυρίσεις εσύ» την παρηγόρησα απαλά και εκείνη κατένευσε και με κράτησε πιο σφιχτά κοντά της.

«Δεν είμαι έτοιμη ακόμα για κάτι τέτοιο... Τον αγαπάω και πονάω πάρα πολύ που θα τον αφήσω πίσω αλλά δεν μπορώ να σας αποχωριστώ ακόμα... Φοβάμαι» είπε με παράπονο και την φίλησα απαλά πάνω στην κορυφή του κεφαλιού της.

«Δεν θέλω να φοβάσαι τίποτα... ποτέ δεν θα σε άφηνα απροστάτευτη, το ξέρεις αυτό έτσι δεν είναι;» την ρώτησα και την ανάγκασα να με κοιτάξει.

«Το ξέρω» επιβεβαίωσε και μόλις νιώσαμε μια κίνηση στην είσοδο της κουζίνας εκείνη απομακρύνθηκε από κοντά μου και γυρίζοντας προς τον μπάγκο προσπάθησε να συμμαζέψει τα δάκρυα της που είχαν ξεχειλίσει.

«Όλα καλά;» ρώτησε με περιέργεια ο Τζάσπερ και γύρισα προς το μέρος του.

«Μια χαρά, μιας που είσαι εδώ δεν βοηθάς να πάμε τα πράγματα μέσα πιο γρήγορα;» τον ρώτησα και εκείνος αμέσως έσπευσε να μας βοηθήσει.

Πράγματι ήταν ένα κομμάτι μάλαμα και λυπόμουν πάρα πολύ που εξαιτίας μου θα τον έχανε αλλά ήταν δική της η απόφαση και εγώ δεν μπορούσα παρά να την δεχτώ... Φυσικά δεν γνώριζε ούτε τα μισά από όσα περιέβαλαν εμένα και την Άλις αλλά τουλάχιστον το θέμα της Ρένεσμις το σεβάστηκε και κράτησε το στόμα του κλειστό και μάλιστα χωρίς να επιμείνει να μάθει το γιατί και αυτό με έκανε να τον εκτιμήσω περισσότερο και εννοείτε ότι ακόμα πίστευε ότι είμαι ο πραγματικός της πατέρας γιατί έτσι ήθελε η Άλις να πιστεύει όχι γιατί ήθελε να τον κοροϊδέψει ή γιατί ντρεπόταν που δούλευε, που λέει ο λόγος, για μένα αλλά γιατί έτσι η ίδια με ένιωθε.

Μόλις ήρθε και η Ρόουζ στην παρέα μας αρχίσαμε να τρώμε και να μιλάμε όλοι σαν να μην συμβαίνει τίποτα αλλά στην γενική ατμόσφαιρά υπήρχε μια κατήφεια που καλύπτονταν τα γέλια μας... Καθώς σηκώθηκα για να μαζέψω το τραπέζι του σαλονιού ώστε να φέρω την τούρτα της Ρένεσμις, ο Τεό έσπευσε να με βοηθήσει και μόλις φτάσαμε στην κουζίνα γύρισα και τον κοίταξα.

«Είσαι ασυνήθιστα σιωπηλός σήμερα, όλα καλά;» τον ρώτησα και εκείνος αναστέναξε καθώς άφηνε τα πράγματα που κρατούσε στα χέρια του πάνω στον πάγκο.

«Πως να είμαι;» ρώτησε με παράπονο ενώ έκανε αέρα με τα χέρια του στα μάτια του για να εμποδίσει τα δάκρυα του να ξεχειλίσουν.

«Εεε τι είναι αυτά;... Δεν είπαμε ότι δεν θα χάσουμε επαφή;» τον ρώτησα καθώς τον συγκρατούσα από τους ώμους του και με κοίταξε με το ύφος ενός πληγωμένου κουταβιού.

«Θα μου λείψετε τόσο πολύ... Για μένα είσαστε η οικογένεια μου» είπε και χαμογέλασα.

«Και για μας είσαι αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της οικογένειας αλλά ξέρεις ότι δεν γίνεται αλλιώς» του είπα για πολλοστή φορά και κατένευσε.

«Το ξέρω» επιβεβαίωσε και του χτύπησα τους ώμους του φιλικά ενώ γυρίζοντας άρχισα να καθαρίζω τα πιάτα για να τα βάλω μέσα στο πλυντήριο πιάτων.

«Κοίτα μην σε καταλάβει ο μικρός γιατί θα έχουμε δράματα» του υπενθύμισα συνωμοτικά και μαζεύοντας τον εαυτό του άρχισε και εκείνος να με βοηθάει για να τελειώσουμε πιο γρήγορα.

«Και εσύ κοίτα τώρα που θα ξεκινήσεις την καινούργια σου ζωή να κοιτάξεις να την φτιάξεις» μου ανταπέδωσε και τον κοίταξα δύσπιστα.

«Πραγματικά πιστεύεις ότι θα γίνει ποτέ κάτι τέτοιο; Για μένα μιλάς» του είπα και με κοίταξε με ύφος.

«Δεν είσαι και εκατό χρονών και από την άλλη η Ρένεσμι κάποια στιγμή θα χρειαστεί και μια μητρική φιγούρα για να είναι ισορροπημένη» μου τόνισε και του ανταπέδωσα το ύφος του.

«Έχει την Άλις γι’ αυτό» επέμενα για άλλη μια φορά άλλα όπως το περίμενα εκείνος συνέχισε να επιμένει.

«Έντουαρντ...»

«Κοίτα Τεό... δεν έχω σκοπό να γίνει καλόγερος αλλά άλλη γυναίκα δεν πρόκειται να μπει ποτέ ξανά στη ζωή μου... Για μένα αυτό το θέμα έχει κλείσει διαπαντός... Η Μπέλλα ήταν η μια, από την στιγμή που την έχασα δεν υπάρχει περίπτωση καμία άλλη να αναπληρώσει αυτό το κενό» του είπα και εκείνος έκανε για λίγο πίσω κοιτάζοντας με σκεπτικός.

«Πράγματι δεν πίστευα ότι θα μπορούσες ποτέ να την αγαπήσεις τόσο» είπε ειλικρινά και χαμογέλασα.

«Υπήρχε περίπτωση κάποιος να την γνωρίσει και να μην το καταφέρει αυτό;» τον ρώτησα δύσπιστα και εκείνος κατένευσε.

«Ήταν σπάνιο πλάσμα» επιβεβαίωσε.

«Τον τελευταίο καιρό πάλι την βλέπω συνέχεια στον ύπνο μου» εξομολογήθηκα με έναν βαρύ αναστεναγμό και εκείνος μου έτριψε την πλάτη παρηγορητικά.

«Είναι ίσως γιατί ήθελες αυτό το ταξίδι να το κάνεις μαζί της» είπε την σκέψη του και ανασήκωσα τους ώμους μου.

«Μπορεί ναι μπορεί και όχι, πάντως είναι πολύ βασανιστικά... πετάγομαι στον ύπνο μου και ταράζω και την μικρή» του είπα και με κοίταξε σκεπτικός.

«Πραγματικά δεν ξέρω τι να πω... πιστεύω ότι θα το ξεπεράσεις» είπε εκείνος και αναστέναξα.

«Ας το ελπίσουμε γιατί πραγματικά θα τρελαθώ τελείως» του απάντησα και πριν πει κάτι άλλο η Ρένεσμι μπήκε σαν σίφουνας μέσα στην κουζίνα και κόψαμε την κουβέντα μας στην μέση.

«Μπαμπούλη, μπαμπούλη;...» φώναζε καθώς έτρεχε προς το μέρος μου και αυτόματα έσκυψα για να την ανασηκώσω στην αγκαλιά μου.

«Τι είναι πριγκίπισσα μου;» την ρώτησα καθώς της έδινα ένα φιλί πάνω στο κεφαλάκι της και εκείνη άρχισε να πειράζει τον γιακά μου με νάζι όπως πάντα έκανε όταν ήθελε χάρη.

«Μπαμπουλίνοοο;... Η Άλιχ θα βάλει τα παπάκια, θα έρθεις να χορέψουμε μαζί;» με ρώτησε ενώ μου έκανε ματάκια και γύρισα την ματιά μου προς τον Τεό.

«Πως μπορείς να πεις όχι;» τον ρώτησα και εκείνος γέλασε με το χαρακτηριστικό του γέλιο.

«Δεν μπορείς γι’ αυτό τράβα μέσα και θα φέρω εγώ την τούρτα» μου είπε και η Ρένεσμι άρχισε να τσιρίζει από την χαρά της.

«Γιουπιιιιιιιιι τούρτα, τούρτα, τούρτα» έλεγε συνεχόμενα γελώντας και κρατώντας την ακόμα στην αγκαλιά μου την πήγα προς τα μέσα.

Μόλις φύγανε όλοι, πήρα στην αγκαλιά μου την Ρένεσμι και πηγαίνοντας στο δωμάτιο μου, βάλαμε πιτζάμες και ξαπλώσαμε για να χαλαρώσουμε μέχρι να έρθει η ώρα να φύγουμε... Για να μην αποκαλύψει τίποτα στον Τζάσπερ της είχαμε κρατήσει κρυφό ότι θα φεύγαμε σήμερα για να πάμε σε άλλη πόλη, ή ότι δώσαμε τα πράγματα της για τον ίδιο σκοπό αλλά δεν μπορούσα να της το κρατάω άλλο κρυφό, ήταν υπερβολικά έξυπνη να πιάνει τα πάντα στον αέρα και από την άλλη έπρεπε να την προετοιμάσω.

Αφού της εξήγησα τα πάντα με κοίταξε για μια στιγμή αμίλητη... περίμενα της αντίδραση της και εγώ σιωπηλός δίνοντας της το χρόνο να το σκεφτεί.

«Μπαμπούλη;» ρώτησε τελικά και χαϊδεύοντας της τα μαλλάκια της την κοίταξα ήρεμα.

«Τι είναι καρδιά μου;» την ρώτησα.

«Εκεί που θα πάμε θα έχει και άλλα παιδάκια;» πήρε το θάρρος τελικά και ρώτησε αυτό που την προβλημάτιζε.

«Ναι καρδιά μου θα έχει και άλλα παιδάκια και θα μπορείς να παίζεις μαζί τους» της είπα και έκανε μια σκεπτική γκριμάτσα.

«Και θα με θέλουν;» ρώτησε και της φίλησα απαλά το κεφαλάκι της πριν απαντήσω.

«Φυσικά και θα σε θέλουν καρδιά μου γιατί να μην σε θέλουν;» την ρώτησα καθώς την κράταγα πιο σφιχτά στην αγκαλιά μου, ήξερα ακριβός πως ένιωθε αλλά δεν ήθελα να της μεταδώσω τις δικές μου ανησυχίες.

«Και θα με αγαπάνε;» συνέχισε και γέλασα σιγανά.

«Όποιος σε γνωρίζει καρδιά μου είναι αδύνατον να μην σε αγαπήσει... Άλλα αν κάποιο παιδάκι δεν σε θέλει ή δεν σε αγαπάει να ξέρεις ότι εκείνο θα χάσει όχι εσύ... γιατί εσύ...» της είπα και την ανάγκασα να με κοιτάξει... «Είσαι το πιο αξιολάτρευτο παιδί που έχει ποτέ υπάρξει»

«Σαν την μαμά μου;» ρώτησε ενώ γούρλωνε τα ματάκια της με ανυπομονησία.

«Ακριβός σαν την μαμά σου, της μοιάζεις όσο δεν φαντάζεσαι» της επιβεβαίωσα και πέφτοντας στην αγκαλιά μου έσφιξε τα χεράκια της γύρω μου.

«Σ’ αγαπώ μπαμπουλίνο μου» είπε και δάγκωσα το κάτω χείλος μου για να μην γελάσω δυνατά που το είπε σωστά.

«Και εγώ σ’ αγαπώ πριγκίπισσα μου... είσαι όλη μου η ζωή» της ανταπέδωσα και χαλαρώνοντας μετά από λίγο μας πείρε ο ύπνος.

Τα όνειρα μου ήταν το ίδιο βασανιστικά όπως ήταν και όλες αυτές τις τελευταίες μέρες, με την Μπέλλα μου να έρχεται στον ύπνο μου και εκεί που προσπαθούσα να πάω κοντά της, εκείνη να ξεμακραίνει όλο και πιο πολύ, της φώναζα, την παρακαλούσα να μην φύγει αλλά εκείνη πάντα έφευγε και ξέπνοος πάντα ξυπνούσα ιδρωμένος με την ανάσα μου να χάνεται και την καρδιά μου να χτυπάει τόσο δυνατά που ένιωθα ότι στο τέλος θα έσπαγε σε χίλια κομμάτια... Ένα δυνατό προαίσθημα με έκανε να τρέμω ολόκληρος και τα πάντα μου φαινόντουσαν βουνό... αλλά δεν τα παρατούσα, ήθελα να φύγουμε από εδώ και τώρα αν ήταν δυνατόν και έτσι καθώς άφησα την Ρένεσμι απαλά δίπλα μου, της έδωσα ένα παρατεταμένο φιλί στην κορυφή του κεφαλιού της, πήρα μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκα για να ετοιμαστώ... Ήταν άλλη μια αποστολή, η τελευταία μου αποστολή και δεν θα άφηνα τίποτα και κανέναν να την καταστρέψει... έπρεπε όλα να γίνουν άψογα για να μην υποψιαστούν τίποτα άλλοι και έτσι και θα γινόταν.

Αφού ειδοποίησα την Άλις ότι έφευγα για να έχει στον νου της την μικρή, κατέβηκα κάτω στο γραφείο μου, πήρα όλον τον απαραίτητο εξοπλισμός μου και μόλις έφτασα στο Χάμερ, ο Φλικ ήταν ήδη εκεί και με περίμενε... Του άνοιξα την πόρτα για να μπει μέσα και αφού έβαλα τον εξοπλισμό μου στο πορτμπαγκάζ, το έκλεισα, μπήκα στην θέση του οδηγού και αποφασιστικά έβαλα μπρος και έφυγα.

Ρένεσμι

Όταν κατάλαβα ότι ο μπαμπάς μου είχε φύγει από το κρεβάτι και είδα ότι ο Φλικ τον ακολούθησε, σηκώθηκα και εγώ και τον πήρα από πίσω για να πάω να δώσω ένα φιλί στον μπαμπά μου πριν φύγει αλλά μόλις έφτασα στο γκαράζ βρήκα μόνο τον Φλικ ο οποίος με προειδοποιούσε να γυρίσω πίσω.

«Θέλω να δώχω ένα φιλί στον μπαμπούλη» του είπα και εκείνος μου γάβγισε και με έσπρωξε πίσω.

«Όχι δεν πάω πουθενά θα έρθω μαζί χαχ» του είπα με πείσμα και ανοίγοντας την πόρτα του αυτοκινήτου μπήκα μέσα, άνοιξα το κάθισμα και αφού έκανα σήμα στον Φλικ να μην μιλήσει, έκλεισα την πόρτα και μόλις μπήκα κάτω από το κάθισμα που μου είχε δείξει ο μπαμπάς μου να μπαίνω όταν πηγαίναμε κάπου, το έκλεισα και περίμενα μέχρι να έρθει.

Έντουαρντ

Μόλις σταμάτησα την μηχανή κοίταξα τον Φλικ από τον καθρέφτη με απορία... συνήθως εκείνος μέχρι να σβήσω την μηχανή είχε ήδη κατέβει από το αυτοκίνητο σήμερα τι έπαθε;

«Τι είναι αγόρι μου γιατί δεν κατεβαίνεις;» τον ρώτησα και εκείνος νευρικά έκανα μια σπασμωδική κίνηση κοίταξε λίγο γύρω του και αφού άφησε ένα γρύλισμα, τελικά άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω... Άλλο και τούτο, τι στο καλό τον έπιασε;

Βγήκα και εγώ και χωρίς να κλειδώσω το αμάξι για να είναι σε ετοιμότητα εφόσον το είχα κρυμμένο όπως πάντα στο πίσω μέρος της έπαυλης, κίνησα προς το σημείο που τις προηγούμενες μέρες ο Φλικ είχε σκάψει το λαγούμι του για να μπορέσουμε σήμερα να περάσουμε κάτω από τον φράχτη και αφού πέρασα από την άλλη μεριά είδα ότι ο Φλικ δεν με ακολούθησε... Δεν το πιστεύω αυτό που ζω τι τον έπιασε σήμερα;... Αφού έσκυψα και κοίταξα από την άλλη μεριά τον είδα να με κοιτάζει ήταν ακόμα πολύ ανήσυχος.

«Θα έρθεις;» του ψιθύρισα και αφού κοίταξε προς τα πίσω τελικά ήρθε κοντά μου και μαζί τρέξαμε προς το παράθυρο που έπρεπε να ανέβω με τον Φλικ να παραφυλάει για τους φύλακες... Μόλις ανέβηκα απάνω, άνοιξα το παράθυρο και μπήκα μέσα στις μύτες... Η μουσική που ερχόταν από κάτω μου δήλωνε ότι το γλέντι καλά κρατούσε οπότε θα ήταν όλοι απασχολημένοι... Αφού έλεγξα το δωμάτιο, για καλό και για κακό κλείδωσα την πόρτα και μόλις πήγα κοντά στον πίνακα, έβγαλα τα νυχτερινά γυαλιά που φόραγα ώστε να μπορώ να βλέπω στο σκοτάδι και με τον ειδικό φακό άρχισαν να κοιτάζω τα κρυφά στοιχεία που υπήρχαν απάνω στον πίνακα αλλά από τα πρώτα στοιχεία που βρήκα κατάλαβα ότι αυτό ο πίνακας ήταν ένα αντίγραφο από την δική μου δουλειά που είχα μαζί μου... Τι στο καλό; Ποιος μπορούσε να τον είχε αλλάξει και μάλιστα με ένα δικό μου αντίγραφο;

«Μήπως ψάχνεις γι’ αυτό;» άκουσα μια γυναικεία φωνή και η ανάσα μου κόπηκε στην μέση... η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπάει και όλο μου το είναι ένιωσα να γίνεται χίλια κομμάτια.

«Μπέλλα;» είπα ξέπνοα και γυρίζοντας προς την μεριά της κόλλησα το σώμα μου στον τοίχο με δύναμη καθώς την έβλεπα μπροστά μου.

«Έντουαρντ»........

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ESCAPE POLH FANTASMA